Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ (DYLAN THOMAS). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ (DYLAN THOMAS). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ (DYLAN THOMAS) - Έξουσιάζοντας Το Θάνατο Με Ποίηση

Πηγή:http://logoskaitexni.blogspot.gr/2012/08/dylan-thomas.html


  Η όψη της αλήθειας


Τούτη την όψη της αλήθειας,
ίσως δεν βλέπεις, γιε μου,
βασιλιά των γαλανών ματιών σου
στην εκτυφλωτική πατρίδα της νιότης,
πως όλα χαλάσματα είναι,
κάτω από τους αδιάφορους ουρανούς,
από αθωότητα κι ενοχή
πριν σκιρτήσεις
  
για ένα νεύμα της καρδιάς ή της κεφαλής,
όλα συναγμένα και σκορπισμένα είναι
μέσα στη σαβανώτρα σκοτεινιά
 
σαν την τέφρα των νεκρών.
Το καλό και το κακό, δυο δρόμοι
για να ζυγώσεις τον θάνατό σου
Πλάι στην αλέστρα θάλασσα,
βασιλιά της καρδιάς σου σε μέρες τυφλές,
ξεφυσούν σαν αναπνοή,
οδύρονται μέσα από σένα κι από μένα
και τις ψυχές όλων των ανθρώπων
μες στο αθώο
σκοτάδι, και το ένοχο σκοτάδι, και τον καλό
 
θάνατο, και τον κακό θάνατο, και μετά
την ύστατη στιγμή
Ππτούν σαν το αίμα των άστρων
Σαν τα δάκρυα του ήλιου,
σαν το σπέρμα της σελήνης, απομαζώματα
και φωτιά, η ιπτάμενη μεγαληγορία
του ουρανού, βασιλιά των έξι σου ετών.
Κι η βασκανία,
από την απαρχή των φυτών
και των ζώων και των πουλιών,
Ύδωρ και Φως, γη κι ουρανός,
ασκείται πάνω σου πριν κινηθείς,
και όλες σου οι πράξεις κι οι λέξεις,
κάθε αλήθεια, κάθε ψέμα,
πεθαίνουν στην αδογμάτιστη αγάπη.


Σαν ξύπνησα


Σαν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να 'ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
 
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.


Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά


Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, ατενίζοντας το κίτρινο
και τη μουντή θάλασσα, περίγελως εμείς που χλευάζουμε
που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια
 
εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών,
διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας
μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα
μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα
καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως.
Οι σεληνιακές σιωπές, η σιωπηλή παλίρροια
που γλείφει τα ακίνητα κανάλια, ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας
ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή,
πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό
με μια μονόχρωμη γαλήνη·
η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο
ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται
να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες
της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης
που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς,
ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά
τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο·
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος



Ποίημα του Οκτώβρη

 Ήταν το τριακοστό μου έτος στον ουρανό
Σαν ξύπνησα στο άκουσμα του λιμανιού και του γειτονικού δάσους
Και τη συναγωγή των μυδιών και του ερωδιού
Την ιερωμένη ακτή
Το πρωινό νεύμα
Με την υδάτινη προσευχή και το κάλεσμα του γλάρου και του κόρακα
Και τον χτύπο των ιστιοφόρων πάνω στον μεμβρανώδη τοίχο
Έτοιμος εγώ να πατήσω το πόδι μου
Τη στιγμή εκείνη
Στην κοιμωμένη πόλη και το ταξίδι μου να ξεκινήσει.
Τα γενέθλιά μου ξεκίνησαν με το νερό -
Πετούμενα κι όλα τα πετούμενα των φτερωτών δέντρων ταξίδευαν το όνομά μου
Πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα
Κι εγώ ξύπνησα
Ένα βροχερό φθινόπωρο
Και περπάτησα έξω στην μπόρα όλων των ημερών μου
Πλημμυρίδα κι ο ερωδιός βούτηξε σαν πήρα τον δρόμο
Πέρα από την επικράτεια
Ενώ οι πύλες
Της πόλης έκλειναν καθώς η πόλη ξυπνούσε.
Ένα σμάρι κορυδαλλοί σ' ένα σύννεφο
Που κυλούσε κι οι θάμνοι στην άκρη του δρόμου γεμάτοι τιτιβίσματα
Κοτσυφιών κι ο ήλιος του Οκτώβρη
Καλοκαιρινός
Στον ώμο του λόφου,
Εδώ το κλίμα ήταν ήπιο κι οι τραγουδιστές γλυκείς όταν ξάφνου
Φάνηκαν το πρωί εκεί που τριγυρνούσα κι άκουγα
Τη βροχή να στίβει
Τον άνεμο τη ριπή το κρύο
Στο δάσος πέρα εκεί κάτω.
Ξεπλυμένη βροχή πάνω στο λιμάνι που αχνόσβηνε
 
Και στη θαλασσόβρεχτη εκκλησία στο μέγεθος σαλιγκαριού
Με τις κεραίες ορθωμένες μες στην ομίχλη και το κάστρο
Καφετί σαν κουκουβάγια
Μα όλοι οι κήποι
Της άνοιξης και του καλοκαιριού άνθιζαν ανάμεσα σε φανταστικές ιστορίες
Πέρα από την επικράτεια και κάτω από το σύννεφο γεμάτο κορυδαλλούς.
Εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω
 
Τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε.
Τράβηξε μακριά από τη χαρμόσυνη πατρίδα
Κι ο άλλος αγέρας κι ο γαλανός αλλαγμένος ουρανός
Άφησαν να κυλήσει ξανά εκεί κάτω ένα θαύμα καλοκαιριού
Με μήλα
Αχλάδια και κόκκινα μούρα
Κι είδα στην αλλαγή τόσο καθαρά ενός παιδιού
Τα ξεχασμένα πρωινά σαν περπατούσε με τη μητέρα του
Ανάμεσα στις παραβολές
Του ηλιόφωτου
Και τους θρύλους των πράσινων παρεκκλησιών
Και τους διπλοειπωμένους αγρούς της νηπιακής ηλικίας
Που τα δάκρυά του έκαψαν τα μάγουλά μου κι η καρδιά του σκίρτησε στη δική μου.
Τούτα ήταν τα δάση ο ποταμός κι η θάλασσα
Εκεί που ένα αγόρι
Στο φιλήκοο
Καλοκαίρι των νεκρών ψιθύρισε την αλήθεια της χαράς του
Στα δέντρα και τις πέτρες και τα ψάρια του αλμυρού νερού.
Και το μυστήριο
Τραγουδούσε ολοζώντανο
Ακόμα μες στο νερό και το τιτίβισμα των πουλιών.
Κι εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε. Κι η αληθινή
 
Χαρά του πολύχρονου νεκρού παιδιού τραγουδούσε φλεγόμενη
Στον ήλιο.
Ήταν το τριακοστό μου
Έτος στον ουρανό κι εγώ στεκόμουν εκεί στο καλοκαιρινό μεσημέρι
Παρ' όλο που η πόλη κάτω κειτόταν φυλλοσκεπής με το αίμα του Οκτώβρη.
Είθε η αλήθεια της καρδιάς μου
να τραγουδηθεί ξανά
Σε τούτον εδώ τον ψηλό λόφο και του χρόνου.





Σε ερώτηση που κάνανε στον ποιητή Ντύλαν Τόμας, πώς και γιατί άρχισε να γράφει ποίηση, 
έδωσε την πιο κάτω απάντηση:

Άρχισα να γράφω ποίηση επειδή ερωτεύτηκα τις λέξεις. Τα πρώτα ποιήματα που γνώρισα ήταν παιδικά τραγούδια· αγάπησα τις λέξεις τους πολύ πριν καταφέρω να τα διαβάσω. Τι αντιπροσώπευαν, τι
 συμβόλιζαν και τι εννοούσαν εκείνες οι λέξεις, με απασχόλησε πολύ αργότερα. Μόνο ο ήχος τους 
με ενδιέφερε, την ώρα που ξεπήδαγε από τα χείλη κάποιον εντελώς αδιάφορων και ακατανόητων 
μεγάλων όντων.

Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν καταδικασμένος να ζω με τις λέξεις και μέσα στις λέξεις. Πρώτη
 μου δουλειά, λοιπόν, ήταν να γνωρίσω και να κατανοήσω τους ήχους και το υλικό τους. Πως και που
 θα τις χρησιμοποιούσα, τι θα έλεγα με αυτές, ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αργότερα. Τώρα έπρεπε
 να μάθω τα πάντα για το χαρακτήρα, τις διαθέσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους.

Μου φτάνει να τους συμπεριφέρομαι, όπως ο μάστορας στο ξύλο, στην πέτρα ή σε ό,τι είναι του χεριού
 του, τέλος πάντων. Μου αρέσει να τις πελεκάω, να τις χαράζω, να τις πλάθω, να τις γυαλίζω, να τις 
φέρνω στα μέτρα ενός σχεδίου, μιας περιόδου, ενός γλυπτού, μιας φούγκας που θα εκφράζει κάποια 
λυρική παρόρμηση, κάποια πνευματική αμφιβολία ή βεβαιότητα, κάποια μισοσυνειδητή αλήθεια, την 
οποία πρέπει να πλησιάσω και να συνειδητοποιήσω.




Μείνε ακίνητος γαλήνιος κοιμήσου

Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου,
Με την πληγή τυρανισμένος
Στο λαρύγγι να φλογίζεται να ανοίγει.
Όλη νύχτα στο νερό
Της σιωπηλής θαλάσσης συνακούσαμε τον ήχο
Που βγήκε από την πληγή την γραπωμένη
Στο σάβανο του αλατιού.

Τρεμάμενοι ακούσαμε κατ’ απ’ το απόμακρο φεγγάρι
Τον ήχο της θαλάσσης να κυλά σαν αίμα
Από την πληγή την βροντερή
Κι όταν το σάβανο του αλατιού τσάκισε
Σε μια θύελλα τραγουδιών
Οι φωνές των πνιγμένων κολύμπησαν στον άνεμο.

Άνοιξε ένα μονοπάτι μεσ’ απ’ το αργό θλιμμένο πανί,
Άνοιξε διάπλατες στον άνεμο τις πύλες
Του χαμένου καραβιού
Το ταξίδι μου να αρχίσω για το τέλος της πληγής μου.
Τραγούδι ακούσαμε τον ήχο της θαλάσσης,
Το σάβανο είδαμε λόγο του αλατιού.
Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου,
Κρύψε στο λάρρυγγα το στόμα
Αλλιώς θα υποταχθούμε και θα ιππεύσουμε μαζί σου
Μέσα στους πνιγμένους.





"Το Χρώμα Της Λαλιάς (Ποιήματα 1934-1953)" - Dylan Thomas (2003 - Ελληνική Συλλογή Ποιημάτων)



Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τ’ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απ’ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.

Η ορμή που πορεύει το νερό μεσ’ απ’ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ
ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.

Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ
κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απ’ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.

Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σ’ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τ’ αστέρια.

Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.



(The Force That Through The Green Fuse Drives The Flower, 18 Poems, 1934)
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,Α
ν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
(And Death Shall Have No Dominion, 25 Poems, 1936)

*Η πληρέστερη -ίσως- μέχρι σήμερα συλλογή ποιημάτων του μεγάλου ουαλού ποιητή Ντύλαν Τόμας.
 Ενός ανθρώπου που αγαπήθηκε και λατρεύτηκε όσο τίποτε άλλο από την αμερικάνικη και βρετανική λογοτεχνική κοινότητα την εικοσαετία από το 1930 και έπειτα. Σε μετάφραση του έλληνα ποιητή-
μεταφραστή Γιώργου Μπλάνα, από τις Εκδόσεις Ερατώ το 2003, ουσιαστικά η συλλογή στηρίχτηκε 
στο βιβλίο "Collected Poems, 1934-53", που εκδόθηκε αρχικά το 1988 και ύστερα το 2000. Όμως ο μεταφραστής έλαβε υπόψη τους ένα σύνολο βιβλιογραφίας, που περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα βιβλία
 που έχουν εκδοθεί για τον Τόμας είτε ποίησης είτε πεζογραφίας, καθώς επίσης ραδιοφωνικές 
εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες, την σπουδαία αλληλογραφία του και συλλογές κειμένων για τον σπουδαίο ποιητή. Το τελικό αποτέλεσμα, το βιβλίο "Το Χρώμα της Λαλιάς", περιλαμβάνει ένα 
αξιολογότατο εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή με τίτλο "Διαβάζοντας το ποιήμα του Ντύλαν
 Τόμας", μια πολύ καλή επιλογή ποιημάτων από όλες τις ποιητικές συλλογές του ποιητή, τα κείμενα
 του ίδιου του Τόμας για την ποιητική τέχνη, κριτικές των ποιημάτων του από σύγχρονούς του καθώς
 και ένα πλούσιο Χρονολόγιο της ζωής του.
Αγαπήστε με Ντύλαν Τόμας λοιπόν...




Thomas Dylan Marlais: Έξουσιάζοντας Το Θάνατο Με Ποίηση




Ο Ντύλαν Τόμας γεννήθηκε στο Σουόνσι της Ουαλίας στις 27 Οκτώβρη 1914και τελείωσε το τοπικό δημοτικό σχολείο, σ'ένα περιβάλλον που σημαδεύτηκε από 
εντάσεις ανάμεσα στην αγγλόφωνη και τη τοπική κουλτούρα, παρ' ότι ο ίδιος δε διδάχθηκε ποτέ 
ουαλικά. Ο νευρωτικός, ενστικτώδης και παθιασμένος, ο αυτοδίδακτος κι επαναστατημένος Ουαλός
 που παράτησε το σχολείο στα 16 του χρόνια, ολοκληρωμένος ποιητής απ' την εφηβεία του, έμελλε 
να μας δώσει ορισμένα από τα σπαρακτικότερα ποιήματα της κραυγής και να αποτελέσει το 
παράδειγμα για μια ολόκληρη γενιά ποιητών στην Αγγλία και στηνΑμερική. Μεταφέροντας τη 
μεγάλη ποιητική παράδοση της Ουαλίας όχι ως απλή γνώση αλλά ως οδυνηρό βίωμα, υπήρξεν 
αντίποδας των πνευματικών, κοινωνικών ή ακόμη και μεταφυσικών ποιητών όπως ο Έλιοτ κι ο κι ο 

Αντί για τα πολιτισμικά ζητήματα που κυριαρχούν στο έργο των μοντερνιστών, η ποίησή του 
διακρίνεται απ' την ακραία συναισθηματική φόρτιση, το βαθύ λυρισμό και το υπαρξιακό τραύμα που
 προξενεί το χάσμα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Ο σκοτεινός του ερωτισμός, η τρομερή
 μουσική των αισθήσεων, η οποία δημιουργεί το προσωπικό του ιδίωμα, και η προσωδία του, που
 λειτουργεί ως αλλεπάλληλη διαδοχή ηλεκτρικών εκκενώσεων μες στη γλώσσα, ξορκίζουνε το φόβο 
του για την απλότητα.     Αυτό το παιδί που, όπως έλεγε ο Μποντλέρ, είχε γεννηθεί με την εμπειρία μέσα του, κατάφερε 
στα περίπου 100 ποιήματά του να λυγίσει, σύμφωνα με τον Καρλ Σαπίρο, τη σιδερένια αγγλική
 γλώσσα δίνοντάς μας ένα έργο ακραίου πάθους κι ανεπανάληπτης πλαστικότητας. Σε πλήρη 
αντίθεση με τα μοντερνιστικά δόγματα, έγραψε για το βαθύτερο ανθρώπινο πόνο προσωποποιώντας 
τα πάντα.

Το σπίτι που μεγάλωσε: Cwmdonkin DriveSwansea


 Αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σα δημοσιογράφος, αποκάλυψε το ποιητικό του ταλέντο: 
δημοσίευσε ποιήματά του στα αγγλικά, για πρώτη φορά, στην εφημερίδα Sunday Referee, στη στήλη poet's corner, τ1933 στο ποιητικό της διαγωνισμό. Η βράβευσή του οδήγησε τον εκδότη της Victor Neuburg, την επόμενη χρονιά, να τα τυπώσει σε 250 δεμένα αντίτυπα με τίτλο 
"18 Ποιήματα" ("Eighteen Poems").     Δημιούργησε θόρυβο εξαιτίας του παράξενου τρόπου που 'χεν αποφασίσει ν' ασκήσει τη ποίηση.Οι παράδοξες εικόνες κι η φαινομενικά αχαλίνωτη φαντασία του τάραξαν τη συγκρατημένη ποίησητων διαδόχων του Έλιοτ και ξανάφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο τις ρομαντικές διαστάσειςτης αγγλικής ποίησης.

     Το 1936 εκδόθηκε η η ποιητική συλλογή του με τίτλο "25 Ποιήματα" και το1937 παντρεύτηκε τη CaitlinMacnamara, με την οποία έμελλε να αποκτήσει 3 γιους. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Laugharne στην Ουαλία. Το 1940 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων "Πορτραίτο Του Καλλιτέχνη Ως Νεαρού Σκύλου".

Το Γραφείο του στο Laugharne


Εκτός από ποιήματα, έγραψε διηγήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο (Strand Films) και το
 ραδιόφωνο (BBC), καθώς και το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο "Under Milkwood" ("Κάτω Απ' Το Γαλατόδασος", που παίζεται μέχρι σήμερα. Οι επόμενες συλλογές τουόμως
 "The Map Of Love(1939), "Deaths And Entrances" (1946), "Collected Poems" (1953)
ξεκαθάρισαν ορισμένα πράγματαΠρώτα, το γεγονός πως κάθε άλλο παρά παράδοξος ήτανε κι έπειταπως δεν είχε άμεση σχέση με το
 ρομαντισμό.     Από κει και πέρα έμελλε να κατακτήσει τους συμπατριώτες του σα ποιητής, πεζογράφος,ομιλητής, θεατρικός συγγραφέας κι ανθρώπινη φιγούρα. 
Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αγγλόφωνους συγγραφείς του 20ού αιώνα και σίγουρα ο γνωστότερος Ουαλός ποιητής, από τους ελάχιστα γνωστούς συμπατριώτες του στην Ελλάδα. 
     Παρόλες τις επιτυχίες του, κυρίως στη συνεργασία του με το Β.B.C. πέρασε τη ζωή του μες στη φτώχεια. Το 1953 κι ενώ βρισκόταν στη Ν. Υόρκη γοητεύοντας τους ακροατές του μεαξεπέραστες αναγνώσεις των ποιημάτων του, το οινόπνευμα πουυπεραγαπούσε τον σκότωσε σε ηλικία 39 ετών.

Ο Τόμας, μολονότι προέρχεται από μεγάλη παράδοση, εμφανίζεται σε μια εποχή που η γενιά του 
δεν είχε πνευματική ηγεσία. Αν στην ποίησή του υπάρχουν το δέος της Αποκάλυψης και το δυστοπικό
 όραμα της πολιτισμικής καταστροφής, ο ίδιος, ίσως επειδή στερείται φιλοσοφικού ή μεταφυσικού 
υπόβαθρου (η σχέση του με τον Θεό είναι φυσικής και όχι μεταφυσικής τάξεως), δημιουργεί ένα 
απίστευτο ρίγος: το αίσθημα μιας πνευματικής ορφάνιας η οποία σε μεγάλο βαθμό ταλάνισε και τη
 γενιά που τον ακολούθησε.     Αλλά αν όλη η ανθρωπότητα είναι άρρωστη κι ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί κανείς από την
 αρρώστια παραμένει το σεξ (χαρακτηριστικό ότι τα ποιήματά του ακολουθούν τη παράδοση των
 Δρυϊδών: περιστρέφονται γύρω από τη γονιμότητα και το θάνατο), καταλαβαίνουμε πως εδώ έχουμε
 να κάνουμε με μιαν αναπαλαιωμένη ρομαντική εμμονή. Γι' αυτό κι ο ίδιος υποστήριζε ότι μέσα του
 υπάρχουν ένας άγγελος, ένα θηρίο κι ένας τρελός.
     Αυτό το πάθος που αγγίζει το νοσηρό, τονε καθιστά αντιπροσωπευτικό ποιητή της εποχής του -αν 
μάλιστα κρίνει κανείς πόσοι μικρότερης αξίας από τον ίδιο είχαν λίγο-πολύ τη δική μοίρα: του 
καλλιτέχνη που τον κατατρώει ο τρόμος της ύπαρξης και που σταυρώνει τον εαυτό του για χάρη της
 τέχνης του, που, ενώ πιστεύει στον Θεό, συνομιλεί με τον Αντίχριστο, αφού, μολονότι χαρισματικός
 ποιητής, δεν μπορεί να δει τη ζωή καταπρόσωπο και τη φέρει ως κατάρα. Είναι η κατάρα του 
αληθινού ποιητή που κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει την κοινωνία να τον μετατρέψει σε ήρωα
 και κλόουν, πεθαίνοντας εκρηκτικά στο μόνο τοπίο που γνωρίζει: την εχθρική γη του κανενός.     Η ποίησή του ξεχειλίζει ζωή, ο λυρισμός του διαπνέεται από το κάθε τι, όλη του η ύπαρξη είναι 
μέρος της ποίησής του. Διαβάζοντάς τον κι αναγνωρίζοντας πόσο λίγο απαιτεί τη λογική και πόσο
 προφητική είναι η γλώσσα του, μπορούμε να θυμηθούμε τον Μάρκες, όταν λέει σε μια συνέντευξή 
του (η ερώτηση είναι: "Με ποιον τρόπο θέλεις να σε διαβάζουν οι αναγνώστες σου;"):   "Είναι θαυμάσιο να διαβάζει κανείς χωρίς συμπλέγματα διανοουμένου, να μάθουν οι άνθρωποι να μη
 σέβονται τη λογοτεχνία".
     Ο Τόμας δεν απαιτεί κανένα σεβασμό και δε διατηρεί καμιά μυστικοπάθεια, η γραφή του αν 
φαίνεται κρυφή είναι μόνο γιατί δεν έχουμε καταφέρει να συντονιστούμε μαζί της. Το υλικό του το
 αντλεί κυρίως από τα όνειρα, τα μπαρ, τον άνεμο και την Ουαλία. Γράφει πάντα με μέθοδο και βαθιά
 γνώση της λογοτεχνίας. Ματιά διαπεραστική, σ' αυτόν ανήκει ολόκληρη η πόλη, οι γρίλιες παύουν να υπάρχουν κι οι άνθρωποι στήνουν χορό, πιο φανερά στο "Γαλατόδασος" (Under Μilkwood), το 
τελευταίο και σημαντικότερο έργο του.


  Άγαλμά του στο Maritime QuarterSwansea



Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ξαναποκτούν την -σχεδόν βιβλική πολλές φορές- πληρότητά τους, έστω 
στιγμιαία. Ο Τόμας τις αγαπά, χωρίς αυτές είναι χαμένος, το ξέρει. Αν και θεωρείται αλκοολικός ή συγχυσμένος πνευματικά, είναι ταυτόχρονα τόσο πηγαίος και διαθέτει όλες τις δυνατότητες για να 
πάρει το χάος και να δημιουργήσει. Κι αν όντως είναι τρελός, το χάος δεν το ψάχνει μακριά, βρίσκεται
 μέσα του και μ' αυτό παλεύει, ξέροντας ότι αυτό είναι και η πιο γεμάτη αθωότητα, χωρίς περικοπές 
και υπεκφυγές. Ο Σαχτούρης συναντώντας τον -τέσσερις είναι αυτές οι συναντήσεις- σ' ένα ποίημά 
του (Η παρουσία), λέει γι' αυτόν

νεκρός βέβαια
κι άγιος
και τρελός
όπως το έχω ξαναπεί

     Το συγγραφικό έργο του χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιομορφία που διαφοροποιεί το γράψιμό του 
σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν' αχρηστεύει a priori κάθε απόπειρα σύγκρισής του με το έργο άλλων 
συγχρόνων του. Όταν στα  '30ς ο σουρεαλισμός ήταν ακόμα πρωτοπορία στη παγκόσμια λογοτεχνία, ο Τόμας επινόησε νέες λειτουργικές σχέσεις στη λογοτεχνική γλώσσα. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά
 του διηγήματα έφτασε σταδιακά στη δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και
 ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα οΚ. Φράιερ.     Δαιμονικά ποιητική φύση, ανέσυρε τη λέξη απ' τη φθορά της καθημερινής τριβής και τη τοποθέτησε σ' ένα συμβολικό εννοιολογικό επίπεδο που επεκτείνεται στο μεταφυσικό όραμα. Παίζει με τις λέξεις, 
συνδυάζει απαράμιλλα τη καθομιλουμένη με την αρχαΐζουσα, εμφυτεύοντας ανάμεσά τους λέξεις
 ιδιωματικές, αργκό. Οι πυκνά εναλλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια
 ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η εσκεμμένη κρυπτικότητα των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν
 έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά, πιέζει και πλάθει τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά
 μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων.    Θεωρείται σήμερα μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας και ποίησης. Ο κριτικός J.WLambert έγραψε στους Sunday Times ότι:     "...ο Ντ. Τόμας καθιερώθηκε ως καλλιτέχνης που κατόρθωσε να δημιουργήσει ποίηση σε μορφή πρόζας".     Στη μεταπολεμική εποχή είχαμε 2 κορυφαίους ρομαντικούς ποιητές: ο ένας ήταν ο Αμερικανός
 Χαρτ Κρέιν, τον οποίο ο Ρόμπερτ Λόουελ χαρακτήρισε «Σέλεϊ της εποχής του», κι ο άλλος ο Βρετανός Ντίλαν Τόμας, ο οποίος ήταν ο Κιτς της δικής του εποχής. Κι οι δύο πέθαναν νέοι. Ο 1ος αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά της Καραϊβικής απ' τη κουπαστή κάποιου πλοίου. Ο 2ος 
λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση των 39 του χρόνων, έπειτα από ένα εξοντωτικό μεθύσι.     Έργα του: "The Map of Love", "The World I Breathe", 1939 "Portrait of the Artist as a Young Dog", 1940, "New Poems", 1943, "Deaths and Entrances", 1946, "Collected Poems, 1934-1952", 1952, "The Doctors and the Devils", 1953. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα: "Under Milkwood", 1954, "Quite Early one Morning", 1954, "Adventures in the Skin Trade and Other Stories", 1955, και τα διηγήματα "A Prospect of the Sea", 1955.
     
Το γεγονός πως η ζωή του υπήρξε σύντομη -έληξε μάλιστα αυτοκαταστροφικά, σύμφωνα με τις
 φήμες, από 18(!) ποτήρια ουίσκι- έθρεψε τον καλλιτεχνικό του μύθο, όπως κι οι αυτόχειρες ποιητές 
άντλησαν μέρος της καλλιτεχνικής τους μαγείας από την ανεξιχνίαστη ζωή τους. Το πώς πεθαίνει ένας
 ποιητής ενδιαφέρει ίσως λιγότερο από το πώς έζησε κι αγάπησε, χωρίς κάτι τέτοιο να υπονοεί πως η βιογραφία μπορεί να κριθεί με τους ίδιους όρους που αξιολογείται το έργο. Οι "Ερωτικές Επιστολές Του Ντίλαν Τόμας" (The love letters of DylanThomas), κινητοποιούν τον αναγνώστη προς δύο κατευθύνσεις: τη μυθοποίηση και την απομυθοποίηση.
     Γιατί η επιστολογραφία αποτελεί, έστω δειγματοληπτικά, καθρέφτη ορισμένων από τους εσώτατους και γι’ αυτό ευάλωτους, εαυτούς, που διαθέτουν οι ποιητές (όχι κατ’ ανάγκην ευχάριστους), ταυτοχρόνως, 
επαληθεύει το ταλέντο τους στη γραφή. Ένα μέρος του ενδιαφέροντος για τα γράμματά του οφείλεται 
στον τρόπο που ο ίδιος αποκαλύπτει (ή προδίδει), πολλά από τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Στις περισσότερες από τις16 επιστολές που 'στειλε σε 9(!) διαφορετικές γυναίκες (συμπεριλαμβανομένης 
της σύζύγου του Κέιτλιν Μακναμάρα) χτίζει το πορτρέτο ενός άντρα γεμάτου φοβίες, ανασφάλεια, 
ορμή, μελαγχολία, γκρίνια, εγωκεντρισμό και αυτοσαρκασμό.     Ωστόσο, η αρνητική ταυτότητα που επιφυλάσσει για τον γεμάτο προσδοκίες αναγνώστη του δεν αποκλείεται να μεταμορφωθεί στα μάτια του σε θετική: εκείνο που διαπρέπει στις επιστολές, ακόμη 
και σ’ εκείνες όπου ο Τόμας προσποιείται αγάπη (π.χ. προς τη Μάργκεντ Χάουαρντ-Στέπνεϊ) είναι η ειλικρίνεια κι η αθεράπευτη παιδικότητά του, καθώς και το ξεχωριστό του χάρισμα στη χρήση (και χρησιμοποίηση) των λέξεων. Έχοντας μια έμφυτη υπερβολή, υπονομεύει με ύφος την εικόνα του 
ποιητή, ειδικά εκείνη που ο πολύς κόσμος διατηρεί στις μέρες μας (του αυστηρού, αλαζονικού, 
αγέλαστου διανοούμενου).     Ανάμεσα στις λέξεις του, αφήνει ν' αναφανούν οι λέξεις που ήθελε να διαγράψει. Επιστολές
 ελεύθερες από την αυτολογοκρισία ή τη κριτική, που έλκονται απ' τη γραφή ως διαδικασία, σα
 παιχνίδι εργοθεραπείας. Φλυαρεί σε βαθμό κουραστικό, το μελάνι όμως έπρεπε (για λόγους 
ψυχολογικούς) να τρέξει. Στο πρότυπο του άκαμπτου ποιητή ο νεαρόςΤόμας αντιτάσσει τον γνήσια πληθωρικό, πάντα ανικανοποίητο καλλιτέχνη.
   «Μοιάζω μια ζωή να παραπονιέμαι για το ότι δεν μπορώ να ταιριάξω τη διάθεση των επιστολών μου 
με τη διάθεση του αποσαθρωμένου κόσμου που με περιβάλλει. Σήμερα παραπονιέμαι και πάλι γιατί μια κολασμένη ομίχλη κείται πάνω από το πορθμείο του Λάφαρν, και τα σύννεφα απλώνονται πάνω από τον μελωδό ουρανό –τι εξεζητημένη μεταφορά– σαν σεντόνια προστατευτικά πάνω σ’ ένα πιάνο».
     Στη περίπτωσή του ο θάνατος μοιάζει με spleen:   «Αλλά, όταν όντως έρχονται οι λέξεις, τις δρέπω τόσο απόλυτα από τους ζωντανούς συσχετισμούς τους ώστε μονάχα ο θάνατος μέσα στις λέξεις ν’ απομένει».
     Δύσκολα βρίσκει κανείς στις επιστολές, όπως άλλωστε και στα ποιήματά του, αναφορές στο παρόν, σε γεγονότα και πρόσωπα, σχόλια για τον πόλεμο και την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα. Δεν είχε το 
προφίλ ενός ποιητή που επιθυμεί, όπως λόγου χάρη ποθούσε ο Μαγιακόφσκι, ν’ αλλάξει τον κόσμο
 ή ν’ αντιταχθεί στην παράδοση. Δύσκολα ανιχνεύονται στη προσωπικότητά του στοιχεία ανδρισμού, 
τον οποίο η παραδεδομένη, αν μη τι άλλο, αισθητική έχει καλλιεργήσει. Για παράδειγμα, επικροτεί 
τη Πάμελα Χάνσφορντ Τζόνσον, τον πρώτο του έρωτα, που δεν γράφει ποιήματα για τον πόλεμο και,
 σ’ ένα άλλο σημείο, σε στιγμή έξαρσης, διαφοροποιεί τον εαυτό του από τις κομμουνιστικές ιδέες 
και την εφαρμογή τους. Παρέμενε, όπως έλεγε, ένας Βρετανός με όψη Ρώσου.     Τον απασχολούσε ο αφανής κόσμος, η γλώσσα, η μουσική, η αίσθηση, το απόσταγμα των 
πραγμάτων -με λίγα λόγια η εξωστρεφής εσωστρέφεια. «Αλλά βλέπεις ότι τη μέρα τη κάνω μια μέρα λογοτεχνική και πάλι».

     Οι επιστολές που έστειλε στη Τζόνσον είναι οι σημαντικότερες γιατί πέρα από ερωτικές είναι 
και ποιητικές. Είναι σύγχρονα γράμματα ανάμεσα σε δύο νέους ποιητές, που συζητούν για τη γραφή,
 την ιδιοσυγκρασία, τη μαθητεία, την (αυτο)κριτική, τη προβολή και τη δημοσίευση, είναι μια 
συνομιλία ανάμεσα σε δύο ανήσυχους νέους που πρωτοσυναντήθηκαν εξαιτίας του πνευματικού
 τους προσανατολισμού και που κατάφεραν να συντηρήσουνε για κάποιο διάστημα, με όπλο τις 
λέξεις και μόνο, τον έρωτα από απόσταση. Τον έρωτα που ήταν κάποτε ιδεολόγημα και στάση ζωής. 
Δεν είναι τυχαίο που οι επιστολές αυτές καλύπτουν χρονικά την πιο δημιουργική ποιητική περίοδό του, 18-20ετών.     Εφόσον, όπως έγραψε, πολύ σωστά, ο ίδιος:   «Ένα ποίημα είναι η πιο επίπονη και αχάριστη πράξη δημιουργίας».
     Υπάρχει μια λέξη στ' αγγλικά που μπορεί να τον χαρακτηρίσει: poignant, και σημαίνει ζωηρός, 
οδυνηρός, σπαραχτικός, χρησιμοποιείται κυρίως για τις αναμνήσεις. Είναι γνωστή μια φράση του 
που σε δεύτερη ανάγνωση δίνει το ύφος της αγνότητάς του: 
   "Μόνον ένα πράγμα είναι χειρότερο απ' το να 'χες μια δυσάρεστη παιδική ηλικία κι αυτό είναι να είχες μια ευχάριστη".     Η χαμένη αθωότητα ήταν κάτι που κυνηγούσε διαρκώς τη σκέψη του και δε παραιτήθηκε στιγμή 
απ' το όνειρο της επανάκτησής της. Ο ίδιος μας οδηγεί στον παράδεισο των χριστουγέννων της 
παιδικής ηλικίας:     «Και το βράδυ υπήρχε μουσική. Ένας Θείος έπαιζε βιολί, ένας ξάδελφος τραγούδαγε το Ώριμο
 Κεράσι, ένας άλλος θείος το Τύμπανο του Ντρέηκ. Ήταν πολύ ζεστά στο μικρό σπίτι. Η θείτσα Χάννα
 που 'χε πιει τα ποτηράκια της, τραγουδούσε ένα τραγούδι για την Εγκαταλελειμμένη Αγάπη και τις 
Ματωμένες Καρδιές και τον Θάνατο και μετά ένα άλλο που έλεγε πώς η Καρδιά της ήταν σαν Φωλιά
 Πουλιού. Και τότε όλοι γελούσαν πάλι και μετά πήγαινα για ύπνο». (απ’ την ιστορία "Συζήτηση Για Τα Χριστούγεννα").     Ο Τόμας δε δημιούργησε ποίηση μόνο με την ανάσα του, την έφτιαξε κυρίως με τα νεύρα του. 
Αυτά είναι τόσο τεντωμένα που θα έλεγε κανείς πως χρειάζεται μόνο να τα ακουμπήσει για να βγάλει
 τους στίχους, τους τόσο μουσικούς και βαθιά λυρικούς. Φυσικά το ίδιο ισχύει και στη πρόζα του που
 κάθε άλλο παρά πεζή είναι. Είχε το ταλέντο και βρέθηκε σε τέτοιο περιβάλλον -γεννήθηκε την αυγή
 του Α' Παγκ. Πολ. και έζησε τον Β' με όλη του τη φρίκη- για να δώσει ένα έργο που θέλει να
 αναμετρηθεί ολόψυχα με τον ίδιο το θάνατο που τον βλέπει πια σε τέτοια κλίμακα.     Δε μιλάει για τον θάνατο για να τον ξεχάσει, ο θάνατος γι' αυτόν είναι παρών και δε θα ησυχάσει
 βλέποντάς το, το ίδιο όμως και ο έρωτας. Στη συλλογή "Προοπτική της Θάλασσας" άλλωστε, 
βλέπουμε τη στενή σχέση του ποιητή-ήρωα με το σκοτάδι:   «Η καταχνιά ήταν γι’ αυτόν μια μάνα» (απ‘ την ιστορία «Το φόρεμα»)     και μας αποκαλύπτει το μοναδικό τέλος της αγωνίας του:

«Αν μπορούσε να βρει ύπνο, ο ύπνος θα ήταν ένα κορίτσι».     Όπως λέει και σε ποίημά του, γραμμένο μετά το θάνατο του πατέρα του.

 Aποτελεί τομή στη παγκόσμια ποίηση και τ' όνομά του έχει γίνει σύμβολο για πολλούς μετέπειτα 
ποιητές και καλλιτέχνες. Η ιδιόρρυθμη γραφή του με τη σαφώς προσωπική μελωδία και το αίσθημα 
του ανεκπλήρωτου που θέλει να τιθασσεύσει τις λέξεις και πολλές φορές δημιουργεί νέες για να 
ικανοποιηθεί (είναι πάρα πολλές οι σύνθετες λέξεις που φτιάχνει ο Τόμας) δημιουργούν μεγάλες 
δυσκολίες για τη μεταφορά του σ' άλλη γλώσσα:

Σαν το στερνό περάσουνε το κύμα
λένε οι καλοί πώς τα έργα τους
χορό θα στήσουν στο λιμάνι, πέρα,
μ' οργή, μ' οργή αντικρύζουνε το φως
που φεύγει από τη γη

...

Κι αν οι ερωτευμένοι χαθούν,
δε θα χαθεί κι ο έρωτας...

----------------------------------------------------------------------
Τα ποιήματα τούτα, μ' όλες τις χοντροκοπιές,
τις
 ανοησίες και τις συγχύσεις τους, κινήθηκαν
απ'
 την αγάπη μου για το Θεό και τον Άνθρωπο,
κι
 αν δεν είναι έτσι, ας μην είμαι παρά ένας
τρισκατάρατος
 βλάκας.                                                                           Ντύλαν Τόμας
-----------------------------------------------------------------------
 

      Αυτό Το Ψωμί Που Κόβω

Αυτό το ψωμί που κόβω
ήτανε
 κάποτε σιτάρι
Αυτό το κρασί πάνω σε ξένο δέντρο
Βούλιαξε στον καρπό του
Ο άνθρωπος τη μέρα
ή ο άνεμος τη νύχτα
Τα στάχυα ρίξαν κάτω,
τσακίσαν τη χαρά του σταφυλιού.
Κάποτε στο κρασί αυτό
το καλοκαιρινό αίμα χτυπούσε
μες στη σάρκα που κάλυπτε τ'
 αμπέλι
Κάποτε στο ψωμί αυτό
το σιτάρι ήταν στον άνεμο ευτυχισμένο.
Ο άνθρωπος κομμάτιασε τον ήλιο,
τον άνεμο έσυρε κάτω.
Αυτή η σάρκα που κόβεις,
Αυτό το αίμα που χύνεις

Τη φλέβα ερημώνουν,
Το σιτάρι και το σταφύλι
ήταν γεννημένα απ’ των αισθήσεων
τη ρίζα και το σφρίγος.

Το κρασί μου πίνεις,
το ψωμί μου αρπάζεις.


Εκεί Που Κάποτε Τα Ύδατα Του Προσώπου Σου

Εκεί που κάποτε τα ύδατα του προσώπου σου
Στις έλικές μου ελίσσονταν,
το άνυδρό σου πνεύμα πνέει,
Γλαρώνει το μάτι του ο νεκρός
Εκεί που κάποτε την κόμη τους οι τρίτωνες
Μεσ' απ' τους πάγους σου σφεντόνιζαν,
Άνεμος άνυδρος οδεύει
Μεσ' απ' αλάτι και ρίζα κι αυγό ψαριού.
Εκεί που κάποτε οι πράσινές σου αρθρώσεις
Τις αρμογές των βύθιζαν
στο πλέγμα της φουσκονεριάς,
Ο πράσινος πορεύεται διαλύτης,
Ψαλίδι λιπασμένο,
μαχαίρι έτοιμο στο πλάι,
Να κόψει σύρριζα κανάλια
κι υγρούς καρπούς να κόψει.
Αόρατες οι ρυθμικές φουσκονεριές σου
Σ' ερωτικές ξεσπάζουν κλίνες,
Ξεραίνεται το φύκι της αγάπης.
Γύρω τριγύρω στα λιθάρια σου σκιές
Παιδιών πορεύονται που μεσ' απ' τα κενά τους
Στη δελφινάρια θάλασσα προσπέφτουν.
Στεγνά σα τάφοι τα βαμμένα βλέφαρά σου,
Όσο η σοφή μαγεία γλυστρά
σε γη κι ουράνια,
Δεν θα κλείσουν,
Κοράλια η κλίνη σου γεμάτη θα 'ναι,
Ερπετά οι φουσκονεριές σου,
ώσπου οι θαλάσσιες πίστεις μας να σβήσουν.

Εδώ Σ' Αυτή Την Άνοιξη

Εδώ σ' αυτή την Άνοιξη
αστέρια επιπλέουν στο κενό·
Εδώ
 σ' αυτόν το διακοσμητικό Χειμώνα
Η αυγή χαϊδεύει τους γυμνούς ανέμους,
Το
 Καλοκαίρι αυτό κηδεύει
εν' ανοιξιάτικο πουλί.
Σύμβολα έχουν διαλεχτεί
απ' των ετών το
 κυκλογύρισμα
τεσσάρων εποχιακών ακτών,
Σε
 Φθινοπωρινά μαθήματα
τριών εποχιακών πυρών
Και
 τεσσάρων τόνων πουλιών.

Θα μπορούσα να πω
το Καλοκαίρι από τα δέντρα,
τα σκουλήκια
Να πω τελικά
αν είναι οι άνεμοι του Χειμώνα
Ή
 η κηδεία του ήλιου,
Θα
 μπορούσα να διαβάσω την Άνοιξη
στη φωνή του κούκου
Κι
 ο Σάλιακας θα μπορούσε
να με διδάξει καταστροφή.

Ένα σκουλήκι λέει το Καλοκαίρι
καλύτερα απ' ένα ρολόι,
Ο
 σάλιακας είναι ένα ζωντανό ημερολόγιο,
Τι
 θα μου πει αν ένα άχρονο έντομο
Λέει πως ο κόσμος τσακίζει;

Υπήρξε Καιρός

Υπήρξε καιρός
που χορευτές με το ξεφάντωμά τους
Σε χαρωπές παιδιάστικες συνάξεις
Τα βάσανά τους αλαφρώναν;
Υπήρξε καιρός
που μπορούσαν να κλάψουν με βιβλία.
Όμως ο χρόνος
έβαλε το σαράκι του στο πέρασμά τους.
Τώρα ειν' αβέβαιοι
κάτω από την αψίδα τ' ουρανού.
·Ο, τι για πάντα άγνωστο θα μείνει
Είναι
 το βεβαιότερο σε τούτη τη ζωή.
Κάτω απ' τα ουράνια σημεία,
ο δίχως άκρα
Έχει τ' αγνότερα χέρια
και σαν τ' άκαρδο στοιχειό
Απλήγωτο στη μοναξιά του,
ο τυφλός καλύτερα βλέπει.