Απορητικό δοκίμιο περί
Τέχνης και Χρόνου
Σημείωση : ό,τι
ακολουθεί συνιστά αποσπασματική προδημοσίευση τού εν λόγω δοκιμίου για το
περιοδικό Cantus Firmus
Ένας ο Δρόμος που πατούν ο στίχος κι ο
διαβήτης
Αριστοτέλους
και
Leonardo
Αφιερώνεται περιπόθητα στο αυτονόητα Ενιαίο
της Οδού που σαρκώνουν
§2α. Η στάση του ΕΡΩΤΑΝ –ασημένια
βακχική σονάτα
Θεωρώ ως τιμητικά αρμόζον σε επιστημονικά
περιβάλλοντα[1], αλλά
και γνήσιο φόρο τιμής στην Επιστήμη το ΕΡΩΤΗΜΑ. Την κατάσταση-στάση του ΕΡΩΤΑΝ[2].
Ως εκ τούτου,προκύπτουν αβίαστα κάποια
ερωτήματα για το υπό πραγμάτευση θέμα και ευθύς αμέσως μπαίνω στον πειρασμό,
παρεκβατικά, να τα διατυπώσω, καθώς το ερωτάν
είναι εμπνευσιογενές και εμπνευσιοκρατούμενο, δηλαδή εν ριπή οφθαλμού
παρερχόμενο και ελλάμπον, σωτηριώδες και φαρμακευτικό, ανθρωπολογικά. Το ερωτάν
στον ορίζοντα του Χρόνου, στον ορίζοντα της τέταρτης διάστασης, προεικονίζει
και προγεύεται το εν γίγνεσθαι καταληκτικό ανθρώπινο Μέλλον του ειδέναι
ως διαρκές μετεχόμενο Παρόν, αφού η γνώση, κυλιόμενη στο Χρόνο, μόνο ερωτηματικά
βέβαιη και ακριβής μπορεί να είναι (ίσως να συνηγορούσε ένθερμα σ’ αυτό
ο Τόμας Κουν), και αν είναι τέτοια, κατά ατελεύτητη χρονικά ακολουθία,
τότε το Παρόν έχει εμβιώσει το «πέρας» του Μέλλοντός της καταστασιακά
(ίσως αυτό να είναι κάτι που δεν το είδε ο Κουν. Δηλαδή, ότι όλοι, κατά το ΕΡΩΤΑΝ, είναι σύγχρονοι
της ΙΔΙΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, συνεπώς ενωμένοι ουσιωδώς).
Έτσι:
1.
Η κάλλυνση των όντων θεωρείται εκτός αληθούς γνωσιολογικής ισχύος και
εφαρμογής; 2. Υπό ποία οπτική; 3.
Η κάλλυνση είναι κάτι που φέρουν a
priori
τα όντα κατά την εμφάνισή τους σε χ Κόσμο (αμετάβλητη και ανώλεθρη
οντολογική τους σταθερά) ή την αποκτούν κατά το γίνεσθαί τους σ’ αυτόν; 4.
Ποιό το όργανο ερμηνείας και πραγμάτευσης του Κάλλους ; 5.Μπορεί
να υπάρξει τρόπος ελέγχου… ορθότητας του Κάλλους ; 6. Ο τρόπος της σύστασης των όντων δια
του Κάλλους επιδέχεται πειραματικής και εργαστηριακής αποδείξεως; 7.
Το ανεξέλεγκτον σημαίνει αυτονοήτως και ανυπόστατον; 8.
Η φυσική επιστήμη δεν καλείται να μελετήσει όλες τις οντότητες ; 9.
Το κάλλος είναι οντότητα ; 10. Υπαρκτόν και ενυπόστατον είναι μόνο το
κατά οπτική Χίλμπερτ αποδεικτέο, αν το Κάλλος ορισθεί τελεσίδικα αναπόδεικτο
και αφιλοσόφητο ; 11. Πώς αντιμετωπίζει η επιστημονική
απόδειξις το Χρόνο ; 12. Τον ακινητοποιεί ; 13.
Ακόμη περισσότερο : Επιβάλλει, έχει τη δύναμη να επιβάλλει, την ίδια και
αποτετελεσμένη πια ισχύ της από του ΝΥΝ έως το Αεί του; 14.
Υπάρχει διάσταση μεταξύ Αλήθειας και Κάλλους; 15. Η αλήθεια αξιωματικοποιείται μαθηματικώς
και παγιώνεται επιστημονικά ώστε να ακινητεί [σ]τον Χρόνο ή είναι κινούμενη και
τελικά απροσδιόριστη ; 16. Η παραδοξότητα είναι ένας τρόπος
εμφάνισης του Κάλλους ; 17. Αν ναι, κάθε παραδοξότητα είναι
εξοβελιστέα γνωσιολογικά ; 18. Δηλ. το παράδοξον δεν ανήκει στο πεδίο
της Γνώσης ;
19. Η απροσδιοριστία του Κάλλους συμπίπτει με την απροσδιοριστία της
σύγχρονης κβαντικής φυσικής ; 20. Η κάλλυνση είναι το όλον της λειτουργίας της Τέχνης ; 21. Τί ονομάζουμε Κάλλος και
από ποια οπτική γωνία το θεωρούμε ; 22. Τί μπορεί να εμπεριέχει το Κάλλος ; 23. Μπορεί να εμπεριέχει την αναδιάταξη των οντοτήτων στο Χρόνο ; 24. Η αναδιάταξη αυτή μπορεί
να έχει αμιγώς ρεαλιστικό χαρακτήρα με καθαρή γνωσιολογική αξία; 25. Η «παραγωγή» Κάλλους δια
του έργου Τέχνης, μπορεί να εμφορείται από διαισθητικά και ενορατικά στοιχεία,
όπως ακριβώς εκείνα που οδήγησαν τους Φυσικούς στη θεμελίωση της κβαντικής
θεωρίας;[1] 26.Το Κάλλος αφορά πρωτίστως
στην αίσθηση και ουδέποτε στο νοείν ή το στοχάζεσθαι και αποδεικνύειν; 27. Το αποδεικνύειν
(επιστημονικώς) εμφανίζει… αντιχρονική συμπεριφορά ; 28. Επιβάλλει δηλ. αμετάκλητα
την χ αλήθεια στο Χρόνο δεσμεύοντάς τον να την… επαναλαμβάνει, να την
δεικνύει άφθαρτη ; 29.Το Κάλλος εμπίπτει, ουσιωδώς, στο χώρο του αρρήτου και αν όχι, τί και
πώς θα εντοπίζαμε ως ρητή του φανέρωση ; 30. Συνομιλεί με το Χρόνο; 31. Αν ναι, υπάρχει τροπικότητα στην συνομιλία τους ; 32.Η Τέχνη δια του Κάλλους
ακυρώνει ή παγώνει το Χρόνο ; 33. Ο Χρόνος μπορεί να πήγνυται γεγονικά και μάλιστα με ελευθερία,
αναρχία, φοράς και κατεύθυνσης ; 34. Η Τέχνη ευαγγελίζεται μιαν ιδιόμορφη και ίσως παράδοξη ελευθεριότητα
κινητικότητας αλλά και ειρκτής του Χρόνου; 35. Η κινητικότητα αυτή είναι απειθάρχητη ή κατά τάξη και πειθαρχημένη δια
του οργάνου της Τέχνης; 36. Η Τέχνη διασώζει το Χρόνο ; 37. Αν ναι, πώς και τί σημαίνουν γι αυτό το πώς, οι 3 χρονικές διαστάσεις
; 38. Μας ενδιαφέρει γνωσιολογικά το ερώτημα
της σωτηρίας και του πώς σώζεσθαι του Χρόνου ; 39. Το κάλλος είναι υφιστάμενο της
(αποδείξιμης[1] και
πειραματικά ελεγχόμενης) αλήθειας (δηλ. άρχον ή αρχόμενον)[2]; 40. Ανήκει στα υπαρκτά, κατά τρόπο ουσιώδη ;
41.
Είναι μόνον και αποκλειστικά μερικό και επινοημένο-πεποιημένο
ανορθολογικά φαινόμενο ή αγκαλιάζει την ολοκληρία του υπαρκτού ; 42.Είναι
υπερκείμενο της λογικής αλήθειας ; 43.Είναι σύμφυτο μ’ αυτήν ; 44.Αλήθεια
σημαίνει ελεγμένη και επαληθεύσιμη αποδειξιμότητα ; 45.Και αποδειξιμότητα σημαίνει (απλά)
αντιστοιχία intellectus
et rei ; 46.Επί ποίας βάσης αντιστοιχούν αυτά και πώς
θεωρούμε την αντιστοίχιση ;
Από αυτά και από όσα άλλα δεν διατυπώθηκαν εδώ, δηλαδή
παρά ελάχιστο, το αδιατύπωτο ΟΛΟΝ…, προκύπτει πως η Τέχνη δεν έχει να κάνει
αποκλειστικά, νανουριστικά, ή αποκοιμιστικά ακόμη (και αυτό το λέω, διότι
συνιστά και έκπτωση της Τέχνης από το λειτούργημά της και ανθρωπολογικό κίνδυνο
Άγνοιας-προς-θάνατον, ο μονολιθικός περιορισμός της Τέχνης στο πεδίο της
Αισθητικής/Κάλλους, με υπόρρητη πάντα μομφή τον υποκειμενισμό και την
αναξιοπιστία), με την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, τουλάχιστον όπως αυτή γίνεται συμβατικά
αντιληπτή, αλλά με το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ σε κάθε του διάσταση. Η Τέχνη είναι μια καίρια, με ιδιαίτατη
βαρύτητα και σπουδαιότητα, ΓΛΩΣΣΑ που αρθρώνει, μέσα στο ανθρώπινο
ΕΙΔΕΝΑΙ και με προοπτική αυτό τούτο, τον Κόσμο και τα υπόλοιπα όντα και για να
έχει κανείς μια ορθή εικόνα
Κόσμου-Ανθρώπου πρέπει αν όχι να γνωρίζει, οπωσδήποτε όμως να υπολήπτεται
και να ακούει ΟΛΕΣ τις γλώσσες που ομιλεί το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ ως ΜΙΑ.
Πρέπει
πάντα να υπάρχει… Χρόνος, να παρέχεται Χρόνος στην ευκαιρία που προσφέρει το ερωτάν. Κάπου πάντα βγάζει. Ας
αφήσουμε, όμως, τώρα να αιωρούνται αυτά τα λίγα και επελαύνοντα αστραποειδώς
ερωτήματα και ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας ξαναπιάνοντας, για μια ακόμη φορά,
τον ερωτηματικό μας χορό. Από πού πηγάζει η εμφάνιση αυτής της συμπόρευσης
Τέχνης-Επιστήμης; Ένας, κατά πολλούς αδιανόητος, «ταξικά», δηλ.
γνωσιοθεωρητικά, γάμος του Φίγκαρο. Πρόκειται για μια προκλητική αυθαιρεσία
χάριν μιας παρερχόμενης μόδας ή κάλυψης ενός κενού θετικιστικής πλήξης ή μήπως
για μια ουσιαστική ερωτική ανάγκη
κατέναντι του ΚΟΙΝΟΥ κοσμικού Εραστή ; Γάμος με προξενιό ; Γάμος από ανάγκη ;
Γάμος από όψιμο λελογισμένο έρωτα; Συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων, ανόμοιων
στάσεων, ανόμοιων καταστάσεων, ανόμοιων θεάσεων ; Υπάρχει κάποια σύζευξή τους
πάνω στην κοινή βάση της τέταρτης διάστασης, του χρόνου; Υπάρχει κάποια
αμοιβαιότητα σχέσης τους πάνω σε οποιαδήποτε άλλη βάση ; Πόσο πραγματικές,
γνωσιολογικά και οντολογικά, είναι οι διαφορές τους και πόσο ασυμβίβαστες οι
σθεναρά διαφημιζόμενες διχοστασίες τους; Υποκρύπτεται κάπου μέσα σ’ όλα αυτά το
(άφευκτον) Ενιαίον του Τόπου τους ; Το ριζικά αναπόδραστο του Ενιαίου, από τα δύο γνωσιολογικά μεγέθη
Επιστήμης-Τέχνης ; Σε τί συνίστανται οι αποκλίσεις
και διαφοροποιήσεις τους, αν υπάρχουν ; Ακόμη, πώς υπάρχουν αυτές θεμελιωδώς ; Ας εκκινήσουμε από την Επιστήμη. Τί
εστί χρόνος για την Επιστήμη ;
§3. Η καίρια επιστημολογική θέση του T. S.Kuhn
Εντοπίζω δύο κυρίαρχες
απόψεις-θεωρήσεις του επιστημονικώς θεωρείν τον Χρόνο. Την προκουνική και την
κουνική (T.S.Kuhn)[1].
Επιπλέον, πριν προχωρήσω, θέτω, αμέσως και δίχως χρονοτριβή, και το ερώτημα της
ουσιώδους, έστω και αντεστραμμένης, ομοείδειας των δύο αυτών
επιστημονικών θεάσεων του προβλήματος του Χρόνου. Ωστόσο, δεν προχωρώ, στα
πλαίσια αυτής της πραγματείας, ούτε κατά διάνοια σε εξονυχιστική εξέτασή του.
Ούτε καν σε μια σχηματική του πραγμάτευση. Επιφυλάσσομαι για κάποια άλλη φορά.
Η προκούνεια θεώρηση θεωρεί ευθύγραμμα το Χρόνο ως μια αλληλουχία
χρονικών σημείων, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση του πρότερον και ύστερον[2] και της
φυσικής χρονικής διαδοχής τους, τα οποία βαίνουν κατά ομαλή και
προοδευτική φορά. Μη όντας, από ιδιοσυγκρασίας, άνθρωπος των στεγανοποιήσεων,
επιστρατεύω, ΑΚΡΙΒΩΣ εδώ, τη θεολογική
κατάθεση επί του θέματος και μπαίνω στον πειρασμό να παραλληλίσω στενά αυτή τη
θέαση με την παύλεια, που κάνει λόγο (αχρόνως ή χρονικώς ; αϊδίως ή αιωνίως;)
για (φωτιστική, γνωσιακή) μετάβαση «από
δόξης είς δόξαν»[3]…,
ακριβώς σαν να επρόκειτο για κλίμακα, για κλιμακωτή μετάβαση από το ΠΡΙΝ στο
ΜΕΤΑ. Αν εγκύψει με προσοχή κανείς σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτόν τον «αιρετικό»
δήθεν παραλληλισμό, δεν νομίζω πως θα βρει ερείσματα να διαφωνήσει. Φαίνεται,
λοιπόν, πως στις ανωτέρω θεωρήσεις δύο (φαινομενικά) διαφορετικών γνωστικών
πεδίων δεν υφίσταται ρήγμα, χάσμα ή
ενδεχόμενη αναδιάταξη του Χρόνου, ούτε κάποια ενοχλητική (για την
θετικιστική αυταρέσκειά μας ;) αναστάτωση και αταξία. Ο Χρόνος, ως εικάζεται,
κυλά ομαλά και δίχως ρηγματώσεις, δίχως ακαταστασίες, δίχως … νεκραναστάσεις.
Επιτρέψτε μου, όμως, να εντοπίσω και κάτι ακόμη, σχετικά μ’ αυτή την παύλεια
θεώρηση, η οποία αποδεικνύεται εμπλουτισμένη («χρονικώς») και αμφίπλευρη. Κάτι
επιπλέον, κάτι επιπρόσθετο, θα έλεγε
με άνεση κανείς, στην αμέσως παρακάτω εκτιθέμενη και άκρως ενδιαφέρουσα κουνική
θεώρηση του Χρόνου. Κάτι, που αν η ασυνουσίαστη ματιά των γνωστικών πεδίων είχε
αποφασίσει να εγκαταλείψει, έστω για το θεαθήναι, τον εαυτό της, πιθανώς από τη
συνουσιαστική προοπτική τους να είχε προκύψει γνήσια επιστημολογική θεώρηση, με
αποτέλεσμα η κουνική, ας πούμε, επιστημολογική θεώρηση να προσλάμβανε εκρηκτικά
ενδιαφέρουσες διαστάσεις. Στον Παύλο συναντούμε μιαν ολότελα ανεξήγητη και
αδιασάφηστη Στάση του Χρόνου με τελεολογική προοπτική, μια περίεργη
(οντολογικά, γνωσιολογικά και ανθρωπολογικά) ακινητοποίησή του : «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν… ίνα μη χωρίς
ημών τελειωθώσι»[4]. Ως
φαίνεται, με άλλα λόγια :
Ακινησία
των όντων[1]
(!) εν όψει χ πληρότητος προσποριζομένης εν προσδιορισμένω, από Άγνωστο
Παράγοντα, χρόνω… Έτσι, είναι προφανές πως εκτός από την
ομαλή και ευθύγραμμη χρονική θεώρηση (την οποία, σημειώνω,αποδέχεται ασφαλώς κι
ο Κουν), αλλά και τη γνωστότατη ρηγματώδη της κουνικής επιστημολογίας, έχουμε,
με το παραπάνω παράδειγμα/θεολογική θέση, εισαγωγή μιας τρίτης χρονικής
παραμέτρου, μιας τρίτης θεάσεως του Χρόνου, τη στάση/ακινησία του Χρόνου.
Η κούνεια θεώρηση, την οποία φιλοδώρησαν γενναίως με τις
κατηγορίες του ανορθολογισμού, σκεπτικισμού, σχετικισμού κλπ, τα πνεύματα
εκείνα, που ως οπαδοί ενός λογικού θετικισμού (πάντοτε ηχούσε μέσα μου ως
ακραιφνής δογματισμός αυτή η, κατά κύριο λόγο, αυστριακή πνευματική μονομανία) ουδέποτε
κατάφεραν να φιλοξενήσουν τραγικές φιλοσοφικές συζεύξεις, εισάγει πάνω στην
ευθύγραμμη (μολαταύτα, σπεύδω και
πάλι να ρωτήσω : είναι όντως πάλι
ευθύγραμμη; …Καθώς η αναστάτωση, η προσωρινή ακαταστασία μάς επαναφέρει,
επαναφέρει την Επιστήμη, τη γνώση, την αποκάλυψη της αλήθειας [που
είναι, καθώς φαίνεται, πάντα εξαρτώμενη από το Χρόνο, από μια κάποια ωρίμαση
στοιχείων-δεδομένων-ιδεών- αμφισβητήσεων-πειραμάτων, και ως εξαρτώμενη πάντα παροντικά
ελλειπτική, μερική, μη αποκρυσταλλωμένη, ενδεής, εν αναμονή και ζητεία τελούσα]
σε ένα πάλι χ αρχικό χρονικό
σημείο, σχηματίζοντας αναπόφευκτα έτσι έναν παράδοξο κύκλο (σημειώνω πως
οι κυκλικές θεωρήσεις του Χρόνου είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στις θρησκείες),
απ’ όπου εκκινεί ξανά μια ευθύγραμμη πορεία για να διασαλευθεί και πάλι σε
κάποιο άδηλο Μέλλον και να επιστρέψει σε μια νέα παροντική αφετηρία
εκκίνησης και να ακολουθήσει διηνεκώς το αυτόν ανάλλαχτον χρονικό σχήμα…) πορεία του Χρόνου ρηγματώδεις διακοπές, βάσει και
αιτία προϋφιστάμενων γνωστικών ανωμαλιών, όπου εκεί, στον Χρόνο αυτών
των διακοπών, επισυμβαίνουν αφανισμοί (Προσθέτω τις ερωτήσεις : δύναται όντως
να συμβεί κάτι τέτοιο ; Υπάρχουν… ολοκληρωμένες και τέλειες καταστροφές;…
Χάνεται κάτι άπαξ υπάρχον από τον ορίζοντα του Χρόνου;) και γεννήσεις,
αναδύσεις και καταδύσεις, συσκοτίσεις και φωταγωγήσεις. Η επέλευση του Χρόνου,
κατά Κουν, αποκαλύπτει τη σαθρότητα, την ανεπάρκεια ή το ελλιπές των πρότερων
αληθειών και εγκαθιστά στη θέση τους νέες αποδεδειγμένες αλήθειες, υπό την
πλέον βάσιμη προοπτική να είναι τα μελλοντικά αποδεδειγμένα πια ψέματα…
Παράλληλα, δεν μπορεί κανείς, νομίζω, να μην συλλογισθεί ότι για το
Χρόνο δεν ισχύει η αρχή της ταυτότητας
κι αν αυτή δεν ισχύει, τότε κλυδωνίζεται συθέμελα η ίδια ή οντότητά του.
Τουλάχιστον,
από τη μια της πλευρά΄ εκείνη της
φανατισμένης αντικειμενικότητάς του. Αν, από τη μια του πλευρά, ο Χρόνος δεν
έχει … υποκείμενο, τότε η «τάλεια» αντικειμενική του ύπαρξη παραπαίει. Αν η
αϊνστάινεια εισαγωγή του παρατηρητή (δηλ. του ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΥ παράγοντα) και η
σχετικοποίηση του Χρόνου έχει… αντικειμενική εγκυρότητα, τότε αυτό που
σεισμοπληκτεί τον αντικειμενικό, θετικιστικό, ουδέτερο, Χρόνο είναι η εισαγωγή
της υπαρξιακής διάστασης στην έννοιά
του. Θεωρώ πως αν υπάρξει παραδοχή σ’ αυτό, τότε η εισαγωγή της Τέχνης, μέσω των υπαρξιακών κατηγοριών, στην
καρδιά της έννοιας του Χρόνου, γίνεται αυτομάτως. Αν Α≠Α επί του Χρόνου, αυτό
άλλο δεν σημαίνει παρά ότι ζώντας μες στο Χρόνο δεν αντλούμε ή
αποκτούμε… Χρόνο, αλλά παίρνουμε, αποκτούμε, σχέσεις ; Τι άλλο από σχέσεις ΜΕΤΡΑ κανείς… μετρώντας Χρόνο ;
Μάλιστα, σχέσεις που καταφέραμε. Δηλαδή, που ΠΑΡΟΝΤΙΚΟΠΟΙΗΣΑΜΕ, που
ΠΑΡ-ΟΥΣΙΑΣΑΜΕ, εξουδετερώνοντας την ΑΠΟΥΣΙΑ που ΜΕΤΡΑ… Χρόνο. Ζώντας μες στο
Χρόνο δεν αρυόμαστε Χρόνο. Αρυόμαστε σχέσεις. Παίρνουμε, δηλαδή, εκείνο το
περιεχόμενο ζωής, στο οποίο μας παρέπεμπε ο διαθέσιμος ακόμη έκαστος
Χρόνος. Όμως αυτό το περιεχόμενο ζωής είναι άχρονο. Συνεπώς η
«υπαρξιακή» ανυπαρξία του Χρόνου φαίνεται, αναδύεται.
Η χρονικότητα είναι προαγωγός, αιτία,
τελειότητος. Όσο υφίσταται χρονική διάσταση τόσο επιτείνεται ο άνθρωπος προς τα
πρόσω της σχέσης. Κι αν ο… προσανατολισμός του Χρόνου, η …τελεολογία του, είναι
η επίτευξη σχέσεως, τότε δεν μπορεί κανείς να μην συνδέσει αυτό το δεδομένο με
την περιοχή του ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει ατιμωρητί το
ακανθώδες ερώτημα του ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Η αυτονόητη ερώτηση, συνεπώς, που θα μπορούσε
κανείς να θέσει σε περιβάλλοντα και χώρους όπου κυριαρχεί η Φυσική Επιστήμη
είναι : έχει ΝΟΗΜΑ ο Χρόνος ; Δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να υποπτευθώ τί
αντίκρισμα έχει μια τέτοια ερώτηση στους χώρους καλλιέργειας της Φυσικής
Επιστήμης. Εντούτοις, αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να αφορά και σε οποιαδήποτε
άλλη «φυσική» οντότητα, όπως π.χ. ο χώρος. Από πού (ποιός δηλαδή ο φορέας κατανόησης του Χρόνου) κατανοείται (το ρήμα
αυτό μπορεί να αποδώσει επαρκώς τη σχέση μας μαζί του ;…) ο Χρόνος ; Τί
σημαίνει προσωπική κατανόηση του Χρόνου ; Αυτό τούτο δεν υποδηλώνει και
υπαινίσσεται ριζική και αναφαίρετη, ανεξάλειπτη, πια απροσδιοριστία ; Μπορεί ο
όρος «προσωπική» να προσφέρει γνωσιολογική εκκάλυψη στον «πραγματικό,
αντικειμενικό» Χρόνο ; Πότε και πώς ; Και με βάση αυτά, δικαιούμαστε πλήρως να
ρωτήσουμε αν το τετελεσμένον του έργου Τέχνης υποδηλώνει στάσιμον αεί είναι ;
Πώς ορίζεται το αεί, υπό τον ορίζοντα του έργου Τέχνης ;…
Ένας
αντικειμενικά και αισθησιοκρατικά προφανής ορισμός του Χρόνου θα ήταν ο εξής:
«Χρόνος είναι ένα τμήμα του συστήματος μέτρησης που χρησιμοποιείται για την
αλληλουχία των συμβάντων, ώστε να συγκριθούν οι διάρκειές των, καθώς και τα διαστήματα
μεταξύ των, και ακόμη να ποσοτικοποιηθούν οι τιμές αλλαγής, όπως οι κινήσεις
των αντικειμένων»[1]. Η
αίσθηση της απουσίας από μόνη της δηλώνει καταφανώς πως αυτός που την
υφίσταται, αυτομάτως με τούτο το αισθάνεσθαι και μόνον, την υπερβαίνει. Καθ’ όσον επιζητεί τη «διαγραφή» της, την ακύρωσή
της, την υπέρβασή της, φανερώνει πως είναι μείζων
αυτής, κι αν μείζων, τότε ο άνθρωπος είναι ουσιωδώς υπέρτερος του Χρόνου,
ελεύθερος απ’ αυτόν. Στο σημείο δε που κατορθώσει να υπερισχύσει αυτής της
απουσίας, τότε αναδεικνύεται χειραγωγός και ηγεμών αυτής. Το ερώτημα που
τίθεται στην παρούσα θεματική είναι πώς
κατορθώνει να ακυρώσει την απουσία το έργο Τέχνης; Σε τί συνίσταται αυτή η
απουσία εν αυτώ ; Τι απουσιάζει, κατά Τέχνη, ώστε να επιζητηθεί η κάλυψή του ;
Αν δι αυτού του γεγονότος καταδεικνύεται, αποκαλύπτεται πως η Πραγματικότητα
ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΕΗΣ της Τέχνης, ώστε να αρτιωθεί και περαιτέρω, τί τα παραπάνω
δηλώνουν για τη φύση του χωρόχρονου, των οντοτήτων σ’ αυτόν, για το Κάλλος ως
φανέρωση της Βούλησης ή καλύτερα της σφοδρής
ερωτικής επιθυμίας να μετάσχουμε του Κόσμου και όχι να τον θεώμεθα
διαστατά. Η απουσία, δηλαδή η βίωση του
χωρόχρονου ως αντικειμενικά διαστατού μεγέθους ουσιαστικά, είναι ο μοχλός, η
αφορμή, που κινητοποιεί την ανάδυση του έργου Τέχνης. Αυτή είναι που όσο
γίνεται δριμείως αισθητή τόσο κάνει να φανερωθεί
το έργο Τέχνης. Το περιεχόμενο της απουσίας ; θα ρωτούσε εύλογα κανείς. Γενικά
οποιαδήποτε βίωση ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ (χωροχρονικός όρος…) από το τέλος (=την Ολοκλήρωση,
το Αποτετελεσμένον) του έργου Τέχνης ή ακόμη της εν αυτώ διαδρομής (ό,τι
θρηνητικά αποκαλούμε πλειστάκις «απουσία έμπνευσης», στείρα καλλιτεχνικώς
περίοδο, περίοδο μη δημιουργίας κλπ), από ό,τι αποκαλούμε Θεό, ή Εράν, ή άλλο
τι αναφορικότητας.
(συνεχίζεται)
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
[1]
Μέρος του κειμένου εκφωνήθηκε ως εισήγησή μου στο συμπόσιο που διοργάνωσε στο
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο η Ένωση Ελλήνων
Φυσικών στις 20-22 Ιανουαρίου 2012 με θέμα Επιστήμη και Τέχνη : η συνάντησή τους στο χρόνο. Η εισήγησή μου στο
συμπόσιο έγινε υπό τον τίτλο «Το Αίνιγμα του Χρόνου». Ωστόσο ο αρχικός τίτλος ήταν Ο ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΚΑΙ Ο ΤΕΤΕΛΕΣΜΈΝΟΣ ΕΝ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. Στην εισήγησή μου θίγονταν τα εξής πεδία
προβληματισμού :
α)
Αν υφίσταται ανυπαρξία χρόνου στο έργο Τέχνης - ο Χρόνος ως Ούτις (κάτι που θα
υπαινισσόταν μια κατάσταση παρόμοια με μια θέαση του κόσμου «ΠΡΙΝ» από το big
bang).
β)
Αν, μολαταύτα, η ανυπαρξία-ακινησία του χρόνου δεν παύει να ενέχει (εν Τέχνη)
δυναμική κίνηση και δυναμικό γίγνεσθαι και να διατρέχει πληρωματικά τον
εκάστοτε κοσμικό χρόνο.
γ)
Η δημιουργική ανασύνθεση του Χρόνου, η αναβίωσή του διαφωτιστικά (δηλ. ο Χρόνος
ως καλεστικός παράγων εμπειρικής βιωσής του), ως πλεονεκτική ιδιότητα της
Τέχνης. (Δηλ. Χρόνος α (αρχικός και [αισθητά, φυσιοκρατικά] αντικειμενοποιημένος
+ Χρόνος (αναπαραγωγικός, ερμηνευτικός, εμπλουτιστικός και
διαφοροποιημένος του α) = υπαρξιακή [αλλά και φυσική επαναφορά, χειραγώγηση ]
«κατάκτηση» του Χρόνου). Αναφορά στο θεατρικό έργο μου X
Alan Turing.
δ)
Η εκτός χρόνου διαδικασία παραγωγής έργου Τέχνης, η αποκοπή από το ΝΥΝ, για να
συντελεσθεί η εισαγωγή του ΑΧΡΌΝΟΥ, χωρίς την ακύρωση ή το μηδενισμό της
παροντικότητας. Δηλαδή, μια παράδοξη ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΙΑ. (εμπειρική μαρτυρία)
ε)
Η αυταξία του έργου Τέχνης ως αποτετελεσμένου είναι και η σχετικιστική φύση του
επιστημονικού επιτεύγματος (η εν σπέρματι, μεταθετική, αθανασία-εγκυρότητα του
επιστημονικού επιτεύγματος).
στ)
Ο εγκαινιαστικός χρόνος της επιστήμης ως χρόνος σημειακός κατά ευθύγραμμη
προοδευτική τελεολογία και ο τετελεσμένος της Τέχνης ως ολοκληρωμένος δυναμικός
κύκλος.
ζ)
Το εν ταυτώ πλαστόν και αντικειμενικόν του Χρόνου. Η σχετική ύπαρξη της 4ης
διάστασης.
η)
Το πολύπτυχο του Χρόνου ως υπαινιγμός πλασματικότητάς του (το μη ον του χρόνου
ως σωτηριολογικό ον (αυτοπραγμάτωση).Το θεμελιώδες ερώτημα : Από πού κοιτά
κανείς το Χρόνο ;
θ)
Ο Χρόνος ως προαγωγός και εισαγωγεύς σε ετεροντικά καταστασιακά γνωστικά πεδία,
π.χ. στο Αληθεύειν και το Εράν.
ι)
Συναντήσεις-διάλογος-αποκλίσεις των δύο ΓΝΩΣΙΑΚΩΝ μεγεθών (Τέχνης-Επιστήμης)
στο κοινό έδαφος του ενός και μοναδικού προσφερόμενου γνωστικά μεθεκτικού
πεδίου : του ΚΟΣΜΟΥ (η μάταιη διχοστασία, η οριοθέτηση, η συνάφεια των χώρων
Τέχνης-Επιστήμης). Θεωρώ ότι απέτυχα να κοινωνήσω τον προβληματισμό και τη
σκέψη μου σ’ εκείνο το συμπόσιο. Ευελπιστώ να αντιστραφεί αυτό στο μέλλον.
[2]
Παραπέμπω σε δύο αριστοτελικά χωρία ως μια επιμαρτυρία, ελπίζω αποσαφηνιστική,
και κρηπίδωση των θεμελιωδών και αρχικών όρων(στοχασμού) του παρόντος κειμένου,
δηλαδή των όρων «Απορητικό» και «Ερωτάν» : «Ὁμοίως δὲ καὶ τῆς ἀπορίας δόξειεν ἂν ποιητικὸν
εἶναι ἡ τῶν ἐναντίων ἰσότης λογισμῶν· ὅταν γὰρ ἐπ᾿ ἀμφότερα λογιζομένοις ἡμῖν
ὁμοίως ἅπαντα φαίνηται καθ᾿ ἑκάτερον γίνεσθαι, ἀποροῦμεν ὁπότερον πράξωμεν» (βλ.Τοπικά Ζ6, 145b 16-20) και «Ἀνάγκη πρὸς τὴν ἐπιζητουμένην
ἐπιστήμην ἐπελθεῖν ἡμᾶς πρῶτον περὶ ὧν ἀπορῆσαι δεῖ πρῶτον» (βλ. Πρώτη
Φιλοσοφία (Μετά τα Φυσικά) Β1, 995a24). Παραπέμπω επίσης
στους απορητικούς πλατωνικούς διαλόγους (το άπορον είναι συχνό στοιχείο
κατάληξης στην πλατωνική φιλοσοφία) Λάχης, Ευθύφρων, Λύσις, Χαρμίδης, για μία
ακόμη προγονική «στήριξη» στην παρούσα θέαση που το κείμενο εκθέτει. Με την
προσθήκη των δύο αυτών παραθεμάτων τού Σταγειρίτη και την παραπομπή στους
απορητικούς πλατωνικούς διαλόγους θεωρώ ότι δίδεται ένας σαφής ορίζοντας για
την κατανόηση αλλά και βιωματική, πιθανόν, προσοικείωση της φιλοσοφικής στάσεως
τού κειμένου.
[3] Βλ. Αρ. Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων, εκδ. Αρμός, 2007,
σελ.137, καθώς και υποσημ. αρ.236 στην
ίδια σελίδα.
[4] Ενθ. αν. σελ.138, υποσημ.
αρ. 237, όπου και παράθεμα από το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά, Κβαντομηχανική Ι, σελ.95, όπου ο
συγγραφέας αναφέρει πως «κάθε θεμελιώδης
φυσικός νόμος, δεν αποδεικνύεται».
[5] Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικών Α, 1254b 14 ed. W.D.Ross, Oxford.
[6] Βλ. T.S.Kuhn The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press και ελληνική έκδοση : Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, μετ. Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας, Θεσ/νίκη, εκδ. Σύγχρονα θέματα, 1981, 112008
[10] Για το επαναστατικό αυτής της θέσης (ασχέτως βασιμότητας, εγκυρότητας ή αληθείας της), καλά θα κάνει ο αναγνώστης να θυμηθεί την αριστοτελική θεωρία περί κίνησης και να φανταστεί την οργισμένη αναπήδηση του Αριστοτέλη από το κάθισμά του, στο άκουσμά της.
[11] Βλ. Time, Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/Time. Ο παραπάνω ορισμός είναι παράθεμα από την Internet Encyclopedia of Philosophy. Στην ίδια αυτή παραπομπή που παραπέμπει η Wikipedia διαβάζουμε : “Time is what clocks measure”. Το αυτονόητα προφανές για το επίπεδο του Homo sapiens sapiens ερώτημα είναι : Τί μετρά το ρολόϊ ; Τι αληθινά μπορεί να μετρά ; Πόσο… ακριβείας (!...) είναι οι μετρήσεις του και ΤΙ περιλαμβάνουν ; Θεωρώ πως οποιαδήποτε μη ΣΥΝΟΛΙΚΗ αντίληψη και απαίτηση της «μέτρησης», συνιστά αυτόχρημα ανθρωπολογική υποστροφή και εκβαρβάρωση, πρωτογονισμό, του ανθρώπου. Αν η «μέτρηση» δηλώνει ανίκανη, πράγμα ολωσδιόλου θεμιτό, αναμενόμενο για την παρούσα κοσμική συνθήκη στην οποία τελούμε και κατανοητό, να «μετρήσει» υπαρκτικές κατηγορίες και πτυχές του Sapiens, τότε η «μέτρηση» οφείλει να δηλωθεί ΜΕΡΙΚΗ, μερικώς ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ, εκλεκτική, μονοδιάστατη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου