Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τισιάνο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τισιάνο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Η αρπαγή της Ευρώπης όπως την περιέγραψε ο Αχιλλέας Τάτιος "Λευκίππη και Κλειτοφών"

Ο Αχιλλέας Τάτιος από την Αλεξάνδρεια,σύγχρονος του Ιάμβλιχου, έγραψε ένα από τα πιο γνωστά στον καιρό του μυθιστορήματα, Τὰ κατὰ Λευκίπην καὶ Κλειτοφῶντα. Η υπόθεση δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία· διαφορετικός είναι όμως ο τρόπος της αφήγησης: ο συγγραφέας έχει τάχα φτάσει στη Σιδώνα της Φοινίκης, στον ναό της Αστάρτης, όπου θαυμάζει, και περιγράφει αναλυτικά, ένα ζωγραφικό πίνακα με την αρπαγή της Ευρώπης. Εκεί γνωρίζει έναν όμορφο νέο, τον Κλειτοφώντα, που του διηγείται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Αυτός ο έμμεσος τρόπος αφήγησης, η έκφραση της εικόνας και πολλά ακόμα στοιχεία στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου μαρτυρούν τη συγγένεια που φυσικό ήταν να υπάρχει ανάμεσα στα μυθιστορήματα και στα έργα της δεύτερης σοφιστικής.

Στα κατὰ Λευκίππην καὶ Κλειτοφῶντα οι ήρωες δεν ήταν εξαρχής υποδειγματικοί εραστές· οι περιπέτειες ήταν που βάθυναν τον έρωτα και στέριωσαν την πίστη τους.

Πηγή:


Η αρπαγή της Ευρώπης, πίνακας του Τιτσιάνο

ταῦρος ἐν μέσῃ τῇ θαλάττῃ ἐγέγραπτο τοῖς κύμασιν [p. 39] ἐποχούμενος, ὡς ὄρους ἀναβαίνοντος τοῦ κύματος ἔνθα καμπτόμενον τοῦ βοὸς κυρτοῦται τὸ σκέλος. [10] Ἡπαρθένος μέσοις ἐπεκάθητο τοῖς νώτοις τοῦ βοός, οὐ περιβάδην, ἀλλὰ κατὰ πλευράν, ἐπὶ δεξιὰ συμβᾶσα τὼ πόδε, τῇ λαιᾷ τοῦ κέρως ἐχομένη, ὥσπερ ἡνίοχος χαλινοῦ: καὶ γὰρ ὁ βοῦς ἐπέστραπτο ταύτῃ μᾶλλον πρὸς τὸ τῆς χειρὸς ἕλκον ἡνιοχούμενος. Χιτὼν ἀμφὶ τὰ στέρνα τῆς παρθένου μέχρις αἰδοῦς: τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος: λευκὸς ὁ χιτών, ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ, τὸ δὲ σῶμα διὰ τῆς ἐσθῆτος ὑπεφαίνετο. [11] Βαθὺς ὀμφαλός, γαστὴρ τεταμένη, λαπάρα στενή: τὸ στενὸν εἰς ἰξὺν καταβαῖνον ηὐρύνετο. Μαζοὶ τῶν στέρνων ἠρέμα προκύπτοντες: ἡ συνάγουσα ζώνη τὸν χιτῶνα καὶ τοὺς μαζοὺς ἔκλειε, καὶ ἐγίνετο τοῦ σώματος κάτοπτρον ὁ χιτών. [12] Αἱ χεῖρες ἄμφω διετέταντο, ἡ μὲν ἐπὶ κέρας, ἡ δὲ ἐπ̓ οὐράν: ἤρτητο δὲ ἀμφοῖν ἑκατέρωθεν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν καλύπτρα κύκλῳ τῶν νώτων ἐμπεπετασμένη. Ὁ δὲ κόλπος τοῦ πέπλου πάντοθεν ἐτέτατο κυρτούμενος: καὶ ἦν οὗτος ἄνεμος τοῦ ζωγράφου. Ἡ δὲ ἐπεκάθητο τῷ ταύρῳ δίκην πλεούσης νεώς, ὥσπερ ἱστίῳ τῷ πέπλῳ χρωμένη. [13] Περὶ δὲ τὸν βοῦν ὠρχοῦντο δελφῖνες, ἔπαιζον Ἔρωτες: εἶπες ἂν αὐτῶν γεγράφθαι καὶ τὰ κινήματα. Ἔρως εἷλκε τὸν βοῦν: Ἔρως, μικρὸν παιδίον, ἡπλώκει τὸ πτερόν, ἤρτητο τὴν φαρέτραν, ἐκράτει τὸ πῦρ: ἐπέστραπτο δὲ ὡς ἐπὶ τὸν Δία καὶ ὑπεμειδία, ὥσπερ αὐτοῦ καταγελῶν ὅτι δἰ αὐτὸν γέγονε βοῦς.

Αχιλλέας Τάτιος "Λευκίππη και Κλειτοφών"