Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

«Το διήγημα ομοιάζει με τη γυναίκα»

Ο Ι. Παπακώστας παρουσιάζει ένα άγνωστο θεωρητικό κείμενο του Γρηγορίου Ξενοπούλου στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος καθώς και για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο
Το 1889 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη η συλλογή Δεσμίς διηγημάτων της πεζογράφου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Η αξία της συλλογής δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι έχομε την εμφάνιση της ουσιαστικά πρώτης γυναίκας συγγραφέως όσο και σε κάτι άλλο σημαντικό: στο γεγονός ότι η συλλογή προλογίζεται από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο με ένα ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο έχει μάλλον θεωρητικό παρά κριτικό χαρακτήρα. Το κείμενο έχει τις ενδείξεις «Εν Ζακύνθω, 1889», όπου προφανώς βρέθηκε για λίγο ο Ξενόπουλος (από το 1883 διέμενε μόνιμα στην Αθήνα) και προέκυψε ύστερα από προσωπική αλληλογραφία του με την Παπαδοπούλου· μια αλληλογραφία που τελικά εξελίχθηκε σε ερωτική.
Το θεωρητικό αυτό κείμενο ίσαμε τώρα ελάνθανε, όπως ελάνθανε και η συλλογή διηγημάτων της Παπαδοπούλου· η συλλογή μού έγινε γνωστή σχετικώς πρόσφατα, ύστερα από ευγενική παραχώρηση της κυρίας Χριστίνας Αγγελίδου. Στο σημείωμά μου θα περιοριστώ μόνο στο κείμενο του Ξενοπούλου, γιατί παρουσιάζει το ξεχωριστό ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του '80 έχομε μια αμιγώς θεωρητική αντιμετώπιση του σαφώς ανανεωμένου είδους, όπως το διήγημα, επιφυλασσόμενος με τα διηγήματα της Παπαδοπούλου να ασχοληθώ αλλού.
Πριν από τον Ξενόπουλο κάποια θεωρητικά πλαίσια είχαν τεθεί βέβαια το 1883 από τον Νικόλαο Πολίτη με την προκήρυξη του πρώτου στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων διαγωνισμού «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» αλλά εκεί διαγράφονταν μάλλον οι περιοχές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντληθούν οι υποθέσεις του διηγήματος παρά ο τρόπος και η τεχνική με την οποία θα γινόταν η διαπραγμάτευσή του. Ανάλογες αναφορές είχαν γίνει επίσης και από τον Κωστή Παλαμά ή τον Εμμ. Ροΐδη απ' αφορμή κυρίως τη συμμετοχή τους στους κριτικούς διαγωνισμούς διηγήματος της «Εστίας». Ο Ξενόπουλος όμως προχωρεί περισσότερο, αποδεικνύοντας έτσι ότι παράλληλα προς τον δημιουργικό και τον κριτικό λόγο τον απασχολούν και θέματα θεωρητικά. Και δεν είναι παρά 22 ετών και με σπουδές στα μαθηματικά.
Η συνεργασία με την «Εστία»
Το 1889 είναι το έτος που ο Ξενόπουλος είχε αρχίσει να συνεργάζεται στενά και με το εγκυρότερο περιοδικό της εποχής, την «Εστία», όπου ίσαμε το 1895 ­ κι αφού πια είχε αναλάβει αυτός τη διεύθυνσή της ­ δημοσίευσε διηγήματα, μελέτες («Αι περί Ζολά προλήψεις»), κριτικά κείμενα για σύγχρονα έργα και συγγραφείς καθώς και ποικίλα σημειώματα και μεταφράσεις. Παράλληλα συνεργάτις του ίδιου περιοδικού υπήρξε και η Παπαδοπούλου, η οποία έστελνε τακτικά διηγήματα για δημοσίευση. Ο Ξενόπουλος παρακολουθούσε από κοντά τη συγγραφική δραστηριότητα της πολίτισσας πεζογράφου και κατά το σύντομο διάστημα της ζωής της (η Παπαδοπούλου πέθανε το 1906, σε ηλικία 39 ετών) δημοσίευσε τέσσερα θετικά κριτικά κείμενα για ­ ή απ' αφορμή ­ το έργο της, ένα από τα οποία, το πρώτο, είναι και το παρουσιαζόμενο εδώ.
Στο θεωρητικό τούτο κείμενο λοιπόν ο Ξενόπουλος, άλλοτε χαριεντιζόμενος και άλλοτε με τρόπο βαθύτατα διεισδυτικό και οξύ, εκθέτει σε 17 τυπωμένες σελίδες τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος, το οποίο, όπως γράφει, «ομοιάζει με την γυναίκα». «Δύναται», συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «να είνε πλήρες ύψους, σοφίας και μεγαλείου· δύναται ν' αποπνέη ευσπλαχνίαν, τρυφερότητα και αγάπην· αλλ' άνευ τέχνης, όπως η γυνή άνευ καλλονής, το διήγημα δεν εκπληροί τον προορισμό του. Μετά το δράμα, είνε αναντιρρήτως το δυσκολώτερον είδος του λόγου. Εις ον βαθμόν υψίστης τελειότητος ανήγαγον αυτό οι νεώτεροι, ως ο Doudet, o Coppee, o de Amicis ­ συνεχίζοντες το έργον των παλαιοτέρων, του Merimme, του Haffman, του Poe ­, διεγείρει, ευθύς ως αντηχεί τ' όνομά του, την καθαράν έννοιαν της Τέχνης. Οι διηγηματογράφοι σήμερον είνε καλλιτέχναι, όπως οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Τα όριά των είνε στενώς και αυστηρώς προδιαγεγραμμένα· διερμηνεύουσι την καλαισθησίαν ολοκλήρου εποχής, και υπό την πνοήν της μεγαλοφυΐας των σμικρύνουσι τα μεγάλα, συγκεντρούμενοι εις μίαν και μόνην σελίδα ­ μικράν, κομψήν, με αστερίσκους και παύλας ­ εφ' ης αποτυπούσι θαυμασίως τας μεγάλας αυτών αληθείας και τας βαθείας παρατηρήσεις. Κατά την ανάγνωσιν των διηγημάτων τα ψυχικά όμματα πρέπει να οπλίζωνται διά μικροσκοπίου.
Η σύγκριση με την ποίηση
Αλλά συχνάκις, εκτός του υψηλού διδάγματος, το οποίον εγκλείει το διήγημα υπό το ελαφρόν αυτού περικάλυμμα, είνε αξιοθαύμαστον εξ αυτού και μόνου του περικαλύμματος. Η εξωτερική μορφή αποτελεί τότε όλην την τέχνην και την αξίαν του διηγήματος. Ουδ' είνε εύκολον να κατορθωθή τούτο. Εκτός της ιδιοφυΐας, απαιτείται προσοχή και πείρα και μελέτη και καλαισθησία. Διότι το διήγημα σύντομον και περιεκτικόν, όπως το σοννέτον της ποιήσεως, πρέπει να γεννάται τέλειον και αρτιμελές, ως ενόργανον, ως έμψυχον πλάσμα, από του οποίου ουδέν άνευ βλάβης δύναται ν' αφαιρεθή ή να προστεθή. Τότε είνε αριστούργημα. Η περιττολογία, οι πλατειασμοί, αι παρεκβάσεις χαλαρούσι την ενότητά του, καταστρέφουσι την καλλιτεχνικήν του αξίαν. Η υπόθεσίς του δύναται να ήνε απλή, και το δίδαγμά του κοινόν· σώζεται όμως εάν η διήγησίς του προβαίνη αμιμήτως χαρίεσσα, ή ήνε παραστατικόν μετά ζωηρότητος και εναργείας, ως ζωγράφημα, ή επιδεικνύη πλαστικότητα ως αγάλματος. Υπό την έποψιν ταύτην το διήγημα ομοιάζει με τα ρωσσικά εκείνα κομψοτεχνήματα, τα οποία αποτελούνται μεν εξ ολίγων χρωμάτων και τεμαχίων ξύλλου ή μετάλλου, αλλά θαυμάζονται και τιμώνται πολλού, διά την αυστηράν και άμεμπτον αυτών καλαισθησίαν. Τα βλέπομεν προτιμώμενα πολλάκις των σημαντικωτέρων ειδών, κατατέρποντα όλους τους οφθαλμούς, κοσμούντα τας σοβαροτέρας αιθούσας, διότι με την ολίγην και εντελή των ύλην, εκδηλούσι πνεύμα, εκπροσωπούσιν ιδέαν.
Εν τούτοις, μεθ' όσους επισωρεύω κανόνας και παρατηρήσεις, και τόμον ολόκληρον αν αποτελέσω, δεν θα δυνηθώ να υποτυπώσω τας αρχάς και να διαγράψω τα όρια της διηγηματογραφίας. Αν ήτο τούτο δυνατόν, θα ήρκει ολίγη μελέτη διά να γίνη κανείς διηγηματογράφος ­ ως γίνεται ευκολώτερον σοφός ­ και ως ηκούομεν να κηρύττωσιν οι φιλόδοξοι νέοι μετά στόμφου: "Θα γίνω διηγηματογράφος!", ως τώρα λέγουσι: "Θα γίνω νομικός, θα γίνω έμπορος!"».
Αλλά, συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «αι αξιώσεις του διηγήματος είνε πολύ μεγαλύτεραι. Εκτός πάσης ηθικής διδασκαλίας, συγκινεί ευπρόσιτον και διαπλάσσει την καρδίαν του ανθρώπου διά της τέχνης του και μόνης.
Η «σφραγίδα» του διηγηματογράφου
Η ανάγνωσις ωραίου διηγήματος δύναται ν' αντικαταστήση την θέαν εικόνος ή την ακρόασιν μουσικής. Ουδέν είνε προσφορώτερον όπως τέρψη, μαλάσσον το ήθος και τον χαρακτήρα, εμφυτεύον λεληθότως υγιείς αρχάς και ήρεμα αισθήματα. Η κοινωνία έχει χρείαν του διηγήματος, όπως του Σχολείου και του Θεάτρου. Τα δάκρυα, όσα δύναται ν' αποσπάση από οφθαλμών, ανικάνων άλλως να κλαύσωσιν, είνε αδάμαντες αληθείς· ποτέ δ' οι παλμοί των ευαισθήτων καρδιών δεν επιταχύνονται ανωφελώς υπό ιεράς θέρμης και συγκινήσεως.
Εκτός τούτου, οι μεγάλοι διηγηματογράφοι, οι υπό της επιστήμης κατατασσόμενοι εις την τάξιν των μερικών, μεγαλοφυών, εις εκάστην αυτών σελίδα εμφυσώσι το πνεύμα των, εκχύνουσι την καρδίαν των, αποτυπούσι την σφραγίδα των.
Αι δε σελίδες αύται ­ μικραί, κομψαί, με αστερίσκους και παύλας ­, εν αις εξελίσσεται μία ψυχολογική ιστορία, είς χαρακτήρ, μία ηθογραφία, μία απλή περιπέτεια, εν συνόλω λαμβανόμεναι, αναπαριστώσι την φυσιογνωμίαν ενός έθνους και μιας εποχής, η συμπλήρωσις της ιστορίας γινόμεναι. Την φιλολογίαν των εθνών αποτελούσιν ως επί το πολύ τα έργα της φαντασίας και ουχί τα έργα της μελέτης· τότε δε το έθνος βαδίζει προς την πρόοδον και την ευημερίαν όταν είνε μεγάλη η δημιουργική του φιλολογία, εν η το διήγημα ­ το μάλλον μελετημένον είδος ­ κατέχει περίβλεπτον θέσιν».
Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο του Ξενοπούλου τελειώνει με τη διατύπωση απόψεων για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο καθώς και με την επισήμανση ότι θεωρεί σημαντική την εμφάνιση στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιας γυναίκας, έστω και με πρωτόλεια, ενώ παράλληλα συσχετίζει το όνομά της με τα ονόματα των καθιερωμένων τότε ξένων συγγραφέων, όπως της Γ. Σανδ, της Γ. Ελιοτ, της Ερ. Σταβ.
Ο κ. Ιωάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε μια διαφορετική συνέντευξη

Πηγή:http://www.paliaathina.com/gr/pages/340/O-grigorios-ksenopoylos-se-mia-diaforetiki-synenteyksi.html


Η ιστοσελίδα μας βρήκε έναν πραγματικό θησαυρό και σας τον παρουσιάζει με ιδιαίτερη χαρά. Το 1936, τα «Αθηναϊκά Νέα» έπεισαν εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής να αυτοσκιαγραφηθούν. Απαντώντας σε πολύ προσωπικού χαρακτήρα ερωτήσεις, οι VIPs της Παλιάς Αθήνας μάς αποκαλύπτουν λεπτομέρειες της καθημερινής τους ζωής, που σίγουρα λείπουν από τις επίσημες βιογραφίες τους.

Ξεκινάμε λοιπόν σήμερα με τον ακαδημαϊκό Γρηγόριο Ξενόπουλο, μια που χρονογράφημά του φιλοξενούμε στα «Αδημοσίευτα Κείμενά» μας. 

-Τι γράφετε τώρα κύριε Ξενόπουλε;

-Ένα μυθιστόρημα που σύντομα θα δημοσιευτεί στα «Αθηναϊκά Νέα».

-Έχετε εργασίαν ανέκδοτον;

-Δυο θεατρικά έργα που δεν παίχτηκαν ακόμη. Άλλα που παίχτηκαν αλλά δεν τυπώθηκαν, καθώς και πλήθος διηγήματα, μυθιστορήματα και μελέτες που δημοσιεύτηκαν μόνο σ’εφημερίδες και περιοδικά.

-Πότε πρωτοδημοσιεύσατε έργον σας;

-Το πρώτο βιβλίο μου βγήκε προ 50 ακριβώς ετών. Αυτόν το χειμώνα θα γιορτάσω την φιλολογική μου πεντηκονταετηρίδα -αλλά μόνος μου, δεν θα ενοχλήσω κανένα, μην ανησυχήτε.

-Ποιά ηλικία είχατε τότε;

-Δεκαοκτώ χρόνων.

-Εγνωρίσατε καμμίαν αποτυχίαν;

-Καμμία. Δυο-τρεις αποτυχίες μου, για τον κόσμο, είνε για μένα οι μεγαλύτερές μου επιτυχίες.

-Ποιο από τα έργα σας προτιμάτε;

-Όλα και κανένα.

-Ποιος από τους ποιητάς μας σας αρέσει;

-Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης. Αυτό είνε το Τριμόρφι. Μα και πολλοί άλλοι μου αρέσουν.

-Ποιος πεζογράφος μας;

-Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου που μου αρέσει πολύ και σαν ποιητής.

-Ποιος ξένος ποιητής;

-Δεν έχω ξεχωριστή προτίμησι για έναν.

-Ποιος ξένος πεζογράφος;

-Ο Ντοστογιέφσκι.

-Ποιο από όλα τα βιβλία προτιμάτε;

-Την «Ιλιάδα» του Ομήρου και μεταφρασμένη από τον Πάλλη.

-Τι διαβάζετε τώρα;

-Θεωρώ χρέος μου τον λίγο καιρό που μου αφήνει η εργασία και η ηλικία, να τον διαθέτω διαβάζοντας νεοελληνικά.

-Ποια είνε η μεγαλειτέρα σας ευχαρίστησις;

-Να γράφω.

-Τι σας δυσαρεστεί ιδιαιτέρως;

-Η βλακεία που περνά για εξυπνάδα κι’ οι τενεκέδες που ποζάρουν για μεγαλοφυίες.

-Ποιο φαγητό προτιμάτε;

-Συναγρίδα μαγιονέζα. Όρνιθα πιλάφι αλά μιλαναίζα.

-Τι φαγητό δεν σας αρέσει;

-Κανένα. Μόνο ό,τι θα έτρωγα δυο-τρεις ημέρες κατά συνέχεια.

-Τρώτε πολύ;

-Μάλλον πολύ, αλλά δεν αποφαίνεται γιατί η κυριώτερή μου τροφή είνε τέσσερα φλιτζάνια γάλα την ημέρα. Τι να φάω ύστερα στο τραπέζι;

-Τι πίνετε;

-Μόνο νερό. Όλα τα άλλα εκτάκτως και σπανίως.

-Καπνίζετε;

-Ένα πακέτο Ντάμες την ημέρα με ειδικές χάρτινες πίπες, που άμα τις τελειώση ο καπνοπώλης μου (μου φυλάει ακόμα λίγες) μου φαίνεται πως θα το κόψω.

-Πόσες ώρες εργάζεσθε;

-Εξαρτάται. Πότε λιγώτερες από δέκα και περισσότερες από δεκατρείς την ημέρα.

-Ποια είνε η καλλίτερη στιγμή της ημέρας σας;

-Το πρωί όταν πίνω το γάλα μου με χτυπητό αυγό και καπνίζω το πρώτο μου τσιγάρο. Μα και τη νύχτα όταν τελειώνω την εργασία μου και πέφτω στο κρεββάτι μου.

-Πόσες ώρες κοιμάσθε;

-Από τις 3 μετά τα μεσάνυχτα (συνήθως) ως τις 9 το πρωί, και το απόγευμα 4-6 (γιατί τρώγω πολύ αργά).

-Τι ώρα ξυπνάτε το πρωί;

-Στις 9 καθώς είπα, αλλά κι’ αργότερα, αν χρειασθή ν’ αγρυπνήσω πέραν των τριών.

-Σας αρέσει ο περίπατος;

-Πολύ, πολύ, πολύ! Αλλά δυστυχώς δεν μου μένει πια καιρός για περίπατο παρά σπανίως.

-Τι ιδέα έχετε για τα σπορ;

-Ότι η μετρία χρήσις ωφελεί κι’ η κατάχρηση καταστρέφει. Τι τα θέλετε! Είμαι υγιής όσο λίγοι και ποτέ στη ζωή μου δεν έκαμα σπορ.

-Γυμνάζεσθε καθόλου;

-Ούτε όταν ήμουν παιδί στο σχολείο.

-Πηγαίνετε στο θέατρο;

-Ευτυχώς ή δυστυχώς είνε η δουλειά μου.

-Ποιος Έλλην θεατρικός συγγραφεύς σας αρέσει;

-Ο Σπύρος Μελάς.

-Ποία καλλιτέχνις μας;

-Μπορώ να εκφράσω προτίμηση; Αλλοίμονό μου!

-Τι ιδέα έχετε για την επιθεώρησι;

-Καμμία. Έχω και τριάντα χρόνια να ιδώ τέτοιο πράμμα.


-Πηγαίνετε στον κινηματογράφο;

-Στην αρχή της εφευρέσεως πήγαινα κάπου-κάπου. Τώρα σχεδόν καθόλου. Δεν μ’ αρέσει!

-Ποιος αστήρ σας αρέσει;

-Μια φορά μου άρεσε πολύ η Μπερτίνι. Τις νεώτερες δεν τις παρακολούθησα.

-Σας αρέσουν τα ταξείδια;

-Πολύ λίγο ταξείδεψα στη ζωή μου.

-Ποιο μέρος αγαπάτε πολύ;

-Την Αθήνα.

-Σας αρέσει η μουσική;

-Τρελλαίνουμαι! Και μια από τις λύπες μου είνε που τώρα δεν ευκαιρώ ν’ ακούω πολύ.

-Ποιόν συνθέτη προτιμάτε;

-Απ’ τους δικούς μας τον Καλομοίρη.

-Ποιος ζωγράφος σας αρέσει;

-Απ’ τους δικούς μας ο Παρθένης.

-Σε ποιο λουλούδι έχετε αδυναμία;

-Να βλέπω κόκκινους κρίνους, να μυρίζω απριλιάτικο φρέσκο τριαντάφυλλο.

-Ποιο χρώμα σας αρέσει;

-Το γαλάζιο, το χρυσογάλαζο, το μπλε-σαξ.

-Τι αγαπάτε περισσότερο στο κόσμο;

-Την ωμορφιά.

-Ποια είνε η αναψυχή σας;

-Ο ρεμβασμός.

-Είσθε προληπτικός;

-Είμαι από αταβισμό. Δεν πιστεύω στις προλήψεις μα και δεν τολμώ να πάω κόντρα σε μια πρόληψη (π.χ. ν’ αρχίσω κάτι Τρίτη).

-Τι προτιμάτε, τις ξανθές ή τις μελαχροινές γυναίκες;

-Όταν μου άρεσε μια γυναίκα μου άρεσε με το χρώμα της. Μόνο κοκκινομάλα (ρούσσα) δεν θυμάμαι να μου άρεσε ποτέ.

-Τα γαλανά μάτια ή τα μαύρα;

-Η ίδια απάντηση και σ’ αυτό.

-Θα θέλατε να είσθε πλούσιος;

-Όχι. Ήθελα μόνο να κερδίζω λίγο περισσότερα για να με φτάνουν και να μη βρίσκουμαι αιωνίως στενοχωρημένος από λεπτά.

-Κινδύνευσε ποτέ η ζωή σας;

-Ποτέ. Ούτε από αρρώστεια, ούτε από τίποτα άλλο. (Μόνο ίσως από αυτοκίνητα, μ’ αυτά δεν λογαριάζουν πια).

-Έχετε αδυναμία σε κανένα ζώο;

-Διηγήθηκα στ’ «Αθηναϊκά Νέα» την ιστορία της αείμνηστης γάτας μου Χιονίας. Η μόνη της ζωής μου αδυναμία σε ζώο.

-Έχετε καμμία μασκώτ;

-Όχι. Και μου φαίνεται πως δεν είχα ποτέ.

-Έχετε καμμία ιδιαιτέρα επιθυμία τον τελευταίο καιρό;

-Να πεθάνω φυσικά κι’ ανώδυνα όταν δεν θα μπορώ πια να εργάζουμαι και να ζω.

-Δια τις συνεντεύξεις τι ιδέαν έχετε;

-Όταν αποδίδουνται πιστά μπορεί νάχουν κάποια χρησιμότητα.»