Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμμανουήλ Ροΐδης "Πάπισσα Ιωάννα (μυθιστόρημα)". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμμανουήλ Ροΐδης "Πάπισσα Ιωάννα (μυθιστόρημα)". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Εμμανουήλ Ροΐδης "Πάπισσα Ιωάννα (μυθιστόρημα)"

Η φιγούρα της Πάπισσας Ιωάννας μεπαπική τιάρα ως γυναίκα Βαβυλώνα

Πάπισσα Ιωάννα είναι μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη που δημοσιεύτηκε το 1866 με το χαρακτηρισμό «μεσαιωνική μελέτη» σύμφωνα με την άποψη του ίδιου του συγγραφέα. Σε αυτό εξιστορείται ο βίος της Ιωάννας, μίας γυναίκας που κατάφερε να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και να φτάσει μέχρι και το αξίωμα του Πάπα, προσποιούμενη ότι ήταν άντρας. Το μυθιστόρημα βασίζεται στο σχετικό μεσαιωνικό θρύλο της Πάπισσας Ιωάννας, σύμφωνα με τον οποίο μια γυναίκα βρέθηκε στο θρόνο του Βατικανού κατά την περίοδο 855 - 858. Το μυθιστόρημα αυτό θεωρείται το σημαντικότερο από τα έργα του Ροΐδη και ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα, το οποίο τελικά αφορίστηκε"ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες", με την υπ' αριθ. 5688/4-4-1866 εγκύκλιο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ ο ίδιος ο Ροΐδης διώχθηκε δικαστικά.

Η Πάπισσα Ιωάννα έχει τον υπότιτλο «μεσαιωνική μελέτη» και το βιβλίο, εκτός από την καθαυτό αφήγηση (στην οποία υπάρχουν συχνά υποσημειώσεις με επιπρόσθετο πληροφοριακό υλικό), συνοδεύεται από άλλες τρεις ενότητες: έναν πρόλογο του συγγραφέα προς τους αναγνώστες με πληροφορίες ενημερωτικές για την προϊστορία του έργου, την έρευνα, τις πηγές, το ύφος αλλά και την κριτική διάθεση με την οποία αντιμετώπιζε τα εκκλησιαστικά πράγματα, μία εκτενή εισαγωγή με παρουσίαση όλων των μαρτυριών για την ύπαρξη της Πάπισσας Ιωάννας και την ιστορίας της, και μία ενότητα με εκτενείς σημειώσεις στο τέλος του έργου, όπου παρατίθενται άλλα ιστορικά στοιχεία και σχόλια.

Η κυρίως αφήγηση εξιστορεί τη ζωή της Ιωάννας από τη γέννηση έως το τέλος της ζωής της. Ξεκινά από την ιστορία των γονέων της, δύο ιεραποστόλων και συνεχίζει με την ένταξή της στον βίο της μοναχής σε νεαρή ηλικία, τη γνωριμία και τον έρωτά της για τον μοναχό Φρουμέντιο, τα ταξίδια τους -με την Ιωάννα μεταμφιεσμένη σε άντρα- στη Γερμανία, στην Ελβετία και τη Γαλλία, τη μακροχρόνια παραμονή τους στην Αθήνα και την εγκατάσταση της Ιωάννας στη Ρώμη, την άνοδό της στην εκκλησιαστική ιεραρχία που την οδήγησε τελικά στο παπικό αξίωμα, την ερωτική της σχέση με τον θαλαμηπόλο της, την εγκυμοσύνη και τέλος την αποβολή και τον θάνατό της κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας.
Μέχρι τοῦδε περιωρίσθην, σεβαστοὶ μοι Ἱεράρχαι, εἰς τὸ νὰ καταστήσω ψηλαφητὸν εἰς ὑμᾶς ὅτι, ὅσον αντιχριστιανική καὶ ἀν ὑποτεθῇ ἡ «Ἰωάννα», μυριάκης ἀντιχριστιανικώτεραι εἶναι αἱ ὑμέτεραι ὕβρεις, ἀπειλαὶ καὶ ἐπικλήσεις τοῦ εἰσαγγελέως, ἠδη δὲ θέλω ἐξετάσει, μὲ τὴν ἀδειὰν σας, ἄν τῷ ὄντι τὴν θρησκείαν ἤ ἌΛΛΟ ΤΙ ἐχλεύασεν ὁ συγγραφεὺς τοῦ καταδικασθέντος βιβλίου.
—Εμμ. Ροΐδης, «Ὀλίγαι λέξεις εἰς ἀπάντησιν ...τῆς ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου», σελ. 305

Royidis.jpg


Το πολύκροτο έργο εκδόθηκε στις αρχές του 1866. Ο Ροΐδης στον πρόλογο του έργου ισχυρίζεται ότι άκουσε για πρώτη φορά τον μεσαιωνικό θρύλο για την Πάπισσα Ιωάννα όταν ήταν παιδί στη Γένοβα, όπου ζούσε με την οικογένειά του. Η ιστορία τον εντυπωσίασε και αργότερα κατά την πολύμηνο διαμονή του στη Γερμανία (1855-1856) συγκέντρωσε υλικό για την εποχή, το οποίο συμπλήρωσε ταξιδεύοντας στην Ιταλία αλλά κι επισκεπτόμενος την Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Εκεί, οι αδιάκοπες αιτήσεις μεσαιωνικών βιβλίων,«ἅτινα οὔτε ἐγνώριζον οὔτε εὐκόλως ἀνεύρισκον οἱ τότε βιβλιοφύλακες, ἠνάγκασαν μάλιστα τον ἐφορεύοντα Παναγιώτην Σοῦτσον να λύῃ τα ἑκάστοτε ἐγειρόμενα ζητήματα δίδων εἰς τον Ροΐδην μίαν κλίμακα και την ἂδειαν ν’ ἀναζητή ὁ ἳδιος τα συναξάρια».
Ο μύθος της Πάπισσας Ιωάννας ήταν αρκετά διαδεδομένος και είχε απασχολήσει και στο παρελθόν ιστορικούς και λογοτέχνες, επομένως ο Ροΐδης είχε στη διάθεσή του αρκετά κείμενα από τα οποία άντλησε υλικό για το θέμα του. Τα κείμενα που χρησιμοποίησε κυρίως ο Ροΐδης είναι η μελέτη του Fr. Spanheim (1631) Disquisitio historica de papa foemina inter Leonem IV et Benedictum III, για τις ιστορικές πληροφορίες της εισαγωγής, και το έμμετρο αφήγημα Papessa (1804), του Giambattista Casti.
Η δημοσίευση του έργου αντιμετώπισε αμέσως αρνητική κριτική από εκπροσώπους της Εκκλησίας, εξαιτίας της τολμηρότητας κάποιων σκηνών και κυρίως της κριτικής που ασκούσε ο Ροΐδης σε συγκεκριμένες πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις επιθέσεις εναντίον του Ροΐδη πρωτοστάτησε αρχικά ο κληρικός Μακάριος ο Καρυστίας, με άρθρα στον τύπο, και αργότερα ενεπλάκη και η Ιερά Σύνοδος που με εγκύκλιό της αναθεμάτισε το έργο ως «κακόηθες και βλάσφημον» και ζήτησε την παρέμβαση του κράτους για την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου, κάτι που τελικά δεν έγινε. Το θέμα αυτό φαίνεται πως απασχόλησε για αρκετό καιρό τον τύπο της εποχής, αλλά οι απόψεις των αρθρογράφων ήταν διχασμένες.
Ο Ροΐδης απάντησε στις επιθέσεις αρχικά με τα σατιρικά κείμενα «Η Πάπισσα Ιωάννα και η ηθική. Επιστολαί ενός Αγρινιώτου» και στη συνέχεια με το κείμενο «Ολίγαι λέξεις εις απάντησιν της υπ' αρ. 5688 εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου κατά της Παπίσσης Ιωάννας». Στο πρώτο κείμενο εξέταζε την Πάπισσα παράλληλα με άλλα σατιρικά κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, με κύριο στόχο να αποδείξει σε όσους επαινούσαν μεν το έργο, αλλά κατηγορούσαν την αθυροστομία του, ότι σε όλα τα σατιρικά κείμενα η αθυροστομία ήταν αναγκαία, ενώ στο δεύτερο ανασκεύαζε τις κατηγορίες της Ιεράς Συνόδου, διανθίζοντας παράλληλα την επιχειρηματολογία του με χιούμορ: για παράδειγμα αναγνώριζε ότι χάρη στην Ιερά Σύνοδο το βιβλίο του αναγνώστηκε και έγινε διάσημο στο ευρύ κοινό, ενώ αλλιώς θα παρέμενε γνωστό μόνο σε κάποιους λογίους.!
Βεβαίως, η κριτική στο έργο αυτό δεν ασκήθηκε μόνο από την Εκκλησία, αλλά και από πολλούς λόγιους της εποχής, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές διενέξεις ήταν εκείνη μεταξύ του Γάλλου Jules-Barbey d'Aureville και του Ροΐδη. Ο D'Aureville είχε επιτεθεί εναντίον του Ροΐδη με άρθρο του στην εφημερίδα Constitutionel των Παρισίων (9 Απριλίου 1878). Μεταξύ άλλων, έγραφε:
«Ὁ κ. Ροΐδης κάνει τόν ἐλαφρὸ. Εἶναι ὁ ταρτοῦφος τῆς ἐλαφρότητος. Καμώνεται καί λέει ὅτι βασική του ἐπιδίωξις [...] ἦταν τό μυθιστόρημα, ἐνῶ τό κύριο [...] ἦταν ἡ Ἱστορική διατριβή, μέ τήν ὁποία [...] προσπαθεῖ νά ἀποδείξη, ὡς ἀληθινό ἕνα γεγονός [...] ἀνυπόστατο, πού τό ἀρνήθηκαν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀκόμα»..
Σε αντίθεση με την απάντηση του προς την Εκκλησία, η αντίδραση του Ροΐδη περιορίσθηκε σε μια επιστολή προς τονD'Aureville, με ημερομηνία 1 Μαΐου 1878. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο γράμμα του αυτό λέει πως η Πάπισσα Ιωάννα είναι νεανικό του αμάρτημα:
«Ἐκεῖνο πού σεῖς ἐκλαμβάνετε ὡς ἔργο μίσους, δέν εἶναι παρά ἕνα ξέσκασμα μαθητοῦ, ἕνα νεανικό ἁμάρτημα, καί πρῶτος ἐγώ ἀναγνώρισα τίς ἀτέλειες καί τίς ὠμότητες τοῦ ὕφους»..
Αντιδράσεις για την Πάπισσα δεν έλειψαν ούτε και στον 20ο αι.: το 1940, όταν ετοιμαζόταν έκδοση των Απάντων του Ροΐδη, η κυβέρνηση απαγόρευσε την επανέκδοση του μυθιστορήματος
Η Πάπισσα έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα μετά την πρώτη έκδοσή της και άρχισε να μεταφράζεται ήδη από τον 19ο αιώνα, με τις μεταφράσεις της να σημειώνουν εκδοτική επιτυχία και στο εξωτερικό.
Ο Ροΐδης αντιμετώπισε αντιδράσεις και για την λογοτεχνική πλευρά του έργου, αφού κατηγορήθηκε για «λογοκλοπή» από τις πηγές που χρησιμοποίησε Παράλληλα όμως η Πάπισσα Ιωάννα αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πιο πρωτοποριακά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας του 19ου αι. όχι μόνο χάρη στο επιμελημένο ύφος αλλά και εξαιτίας της αντιρομαντικής διάθεσης που θεωρήθηκε πρόδρομος της στροφής προς τον ρεαλισμό που πραγματοποιήθηκε στην ελληνική πεζογραφία μετά την εμφάνιση της γενιάς του 1880.

Κατά καιρούς, πολλοί συγγραφείς θέλησαν να αποδώσουν την "Πάπισσα Ιωάννα" στην καθομιλουμένη. Αξίζει να αναφερθεί η απόδοση του Γ. Τσουκαλά το 1954, που γνώρισε πολλές επανεκδόσεις, του Αντ. Σιμιτζή (Λιβάνης 1993), του Μάριου Βερέττα (αντικριστά με το πρωτότυπο) και, πιο πρόσφατα, του Δημήτρη Καλοκύρη (Ελληνικά Γράμματα, 2005). Οι προσπάθειες αυτές, που υπαγορεύονται εξίσου από την υπαρκτή ανάγκη να γίνει προσιτό το κείμενο σε νεότερους αναγνώστες όσο και από την επιθυμία των μεταφραστών να αναμετρηθούν με το πνεύμα του Ροΐδη, έγιναν δεκτές με επιφύλαξη από την κριτική.
Η υπόθεση του αφορισμού του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, είχε δημιουργήσει κάποια σύγχυση ως προς το σε ποιον απευθυνόταν ο αφορισμός της εγκυκλίου της Ι. Συνόδου. Για παράδειγμα, στην αθηναϊκή εφημερίδα Σκριπ, φύλλο της 9ης Ιανουαρίου 1904, σελ. 1 αναφέρεται:
«Τήν 2 μ.μ. χθές ἔγινεν ἡ κηδεία τοῦ Ἐμμανουήλ Ροΐδου...εἰς τό Ἅ' Νεκροταφεῖον, μία κηδεία σεμνή καί συγκινητική. Προηγεῖτο εἷς ἱερεύς μόνον [... ] οἱ ἀκολουθήσαντες ἐκτός τῶν συγγενῶν καί τῶν φίλων ἤσαν λόγιοι καί δημοσιογράφοι [...] Ὡς γνωστόν, ὁ Ροΐδης, ἀπό τῆς ἐποχῆς καθ’ ἥν συνέγραψε τήν "Πάπισσαν Ἰωάνναν", εἶχεν ἀφορισθεῖ ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διά θρησκευτικούς λόγους. Προχθές τήν πρωίαν, ἐνῶ ὁ συγγραφεύς ἔπνεε τά λοίσθια, ἡ Ἱερά Σύνοδος προέβη εἰς τήν ἄρσην τοῦ ἀφορισμοῦ μεθ’ ὁ ὁ ἑτοιμοθάνατος ἐκοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων».
Εν τούτοις, για το ζήτημα αυτό, ο βιογράφος και ανεψιός του Ροΐδη, Ανδρέας Ανδρεάδης, αναφέρει:
«Ὁ Ροίδης, ἐφ’ ὅσον γνωρίζω, οὐδέποτε ἀφωρίσθη· διά τοῦτο ἐξηκολούθησε τελῶν τά θρησκευτικά του καθήκοντα, ὁσάκις δέ διωρίζετο εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν ἐφρόντιζε νά ὀμνύη τόν νενομισμένον ὅρκον πρό τοῦ ἱερέως τῆς ἐνορίας του. Διά τοῦτο δ' ἐπίσης δέν ἐδέησε, ὅπως ἀνέγραψαν τινές ἐφημερίδες, ν' ἀρθῆ ὁ ἀφορισμός, ὅπως μεταλάβη τῶν ἄχραντων μυστηρίων καί κηδευθῆ χριστιανικῶς».
Πράγματι, φαίνεται πως η εγκύκλιος στρεφόταν μόνο κατά του βιβλίου και όχι κατά του ιδίου του Ροΐδη.

Τα δύο βασικά στοιχεία του ιδιαίτερου ύφους του, που εντοπίζονται και στην Πάπισσα Ιωάννα αλλά και στα άλλα κείμενά του, με αποτέλεσμα περιπαικτικό και κωμικό, είναι:
  • η παράθεση ασυμβίβαστων εννοιών: «εἰς Ἀκυΐσγρανον, πόλιν περίφημον διά τά ἅγια λείψανα καί διά τάς βελόνας»
  • και οι απροσδόκητες παρομοιώσεις: «ὑπέπεσε κατά τάς πρώτας ἡμέρας είς τήν μοναστηριακήν ἐκείνην χαύνωσιν, ἥτις καταλαμβάνει τάς νεήλυδας εἰς τά κοινόβια, ὡς ἡ ναυτίασις τούς κατά πρῶτον πατοῦντας ἐπί πλοίου» 
Στον πρόλογο της Πάπισσας ερμηνεύει αυτές τις υφολογικές επιλογές ως τρόπο να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη:
Ἄγγλος τις συγγραφεύς, ὁ Swift νομίζω, διηγεῖται ὅτι οἱ κάτοικοι, δέν ἐνθυμοῦμαι τίνος τόπου, εἶναι τοσούτῳ ἀπαθεῖς καί ἀπρόσεκτοι, ὥστε ὁσάκις ἀποτείνεταί τις πρός αὐτούς, πρέπει νά κτυπᾷ ἐκ διαλειμμάτων τήν κεφαλήν των διά ξηρᾶς κολοκύνθης, ἵνα μή ἀποκοιμῶνται, ἐνῶ ὁμιλεῖ. Τοιοῦτόν τι ἀνθυπνωτικόν φάρμακον ἐσκέφθην κἀγώ νά μεταχειρισθῶ κατά τῆς ἀπαθείας τοῦ Ἕλληνος ἀναγνώστου˙ ἐν ἐλλείψει δέ κολοκύνθης ἐπροσπάθησα νά ἐξορκίσω τά χασμήματα καταφεύγων ἀνά πᾶσαν σελίδαν εἰς ἀπροσδοκήτους παρεκβάσεις, ἰδιοτρόπους παρομοιώσεις ἤ ἀλλοκότους λέξεων συγκρούσεις˙περιβάλλων ἑκάστην ἰδέαν δι’ εἰκόνος, οὕτως εἰπεῖν, ψηλαφητῆς, καί αὐτά ἀκόμη τά σοβαρώτερα τῆς θεολογίας ζητήματα στολίζω διά κροσσίων, θυσσάνων καί κωδωνίσκων ὡς ποδιάν Ἱσπανῆς χορευτρίας.
Οι παρομοιώσεις και τα άλλα χιουμοριστικά τεχνάσματα του Ροΐδη χαρακτηρίστηκαν συχνά από μελετητές ως επίδειξη πνεύματος, αλλά αναγνωρίζονται από άλλους ως οργανικό στοιχείο της γραφής που εξυπηρετεί συγκεκριμένη λειτουργικότητα, αυτήν της άσκησης κριτικής.
Ἀλλὰ ν’ ἀνυμνῶσι τὴν «Ἰωάνναν» ὡς εὐφυέστατον καὶ νοστιμώτατον βιβλίον, καὶ ἔπειτα νὰ κατηγορῶσιν ὡς ἄσεμνον, εἴρωνα καὶ σαρκαστικὸν συγγραφέα, ὁμολογοῦντα ἀπερικαλύπτως εἰς τὸ προοίμιόν του ὅτι ἠκολούθησε τὰ ἴχνη τοῦ Ἅινε καὶ τοῦ Βύρωνος, τοῦτο οὔτε νὰ τὸ ἐννοήσω δύναμαι οὔτε νὰ τὸ χωνεύσω˙ εἶναι τὸ αὐτὸ πρᾶγμα ὡς νὰ ἐκατηγόρουν εὐσεβῆ καθολικὸν ὅτι κάμνει τὸν σταυρὸν του μὲ τὰ τέσσαρα δάκτυλα, χορεύτριαν ὅτι δεικνύει τὰς κνήμας της, ταῦρον διότι ἔχει κέρατα ἤ ἱεροκήρυκα διότι λέγει ἀνοησίας
—Εμμ. Ροΐδης, «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα καὶ ἡ ἠθική. Ἐπιστολαί ἑνὸς Ἀγρινιώτου» σελ. 342


Εκτός από το ύφος της Πάπισσας, ιδιάζουσα είναι και η τεχνική της. Η αφήγηση ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, από την ιστορία των γονέων της Ιωάννας έως και τον θάνατό της. Σε μερικά σημεία όμως γίνονται κάποιες προδρομικές αφηγήσεις που αναφέρονται στην μελλοντική εξέλιξη της Ιωάννας και την ανάρρησή της στον παπικό θρόνο. Αυτό το γεγονός εξάλλου είναι ήδη γνωστό σε όσους είχαν διαβάσει τον πρόλογο και την εισαγωγή του έργου. Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απουσία διαλόγου μεταξύ των προσώπων. Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία πλοκής (αφού το τέλος του έργου είναι ήδη γνωστό) υπονομεύει τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις και φέρνει το μυθιστόρημα πιο κοντά στην ιστοριογραφία.[19] Παράλληλα, το μυθιστόρημα παρουσιάζει μια ιδιόρρυθμη σχέση με τις πηγές του. Τα κείμενα από τα οποία άντλησε το υλικό του ο Ροΐδης συμπλέκονται στην σύνθεση της Πάπισσας με ποικίλους τρόπους: πολλά σημεία είναι χωρία αυτούσια ειλημμένα από άλλα κείμενα, κάτι που επισημαίνεται από τον Ροΐδη στο παράρτημα με τις σημειώσεις. Πολλές φορές τα λόγια των ηρώων είναι αποσπάσματα λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών κειμένων. Ιδιαίτερος είναι και ο ρόλος των υποσημειώσεων, οι οποίες συχνά διορθώνουν ή διαψεύδουν γεγονότα που αναφέρθηκαν στην κυρίως αφήγηση ή συνεχίζουν την εξιστόρηση περιστατικών της κυρίως αφήγησης. Τέλος, πρωτοποριακό γνώρισμα της σύνθεσης του μυθιστορήματος είναι η αυτοαναφορικότητα, δηλαδή η εμπλοκή του συγγραφέα στην αφήγηση με αποστροφές προς τον αναγνώστη και με αναφορές στην διαδικασία γραφής του έργου που διαλύουν την εντύπωση της αληθοφάνειας των γραφομένων, που ήταν κυρίαρχη σύμβαση του μυθιστορήματος. Για αυτές τις ιδιάζουσες τεχνικές αλλά και για το έντονο στοιχείο της παρωδίας ηΠάπισσα Ιωάννα έχει χαρακτηριστεί από την κριτική ως «αντιμυθιστόρημα» ή «μεταμυθιστόρημα».

Η σημασία της Πάπισσας Ιωάννας μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από την εξέταση του πνευματικού κλίματος της εποχής όπου γράφτηκε. Στην ελληνική λογοτεχνία από το 1830 έως το 1880 κυριαρχούσε ο ρομαντισμός και οι κύριες τάσεις τηςπεζογραφίας της περιόδου αυτής ήταν οι ρομαντικές ερωτικές ιστορίες και τα ιστορικά μυθιστορήματα. Παράλληλα, ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στον μεσαίωνα, για τον οποίο είχε καλλιεργήσει μία εξιδανικευμένη εικόνα, ενώ τα ίδια χρόνια στην Ελλάδα αρκετοί λόγιοι έθεταν το ζήτημα της «αποκατάστασης» της θέσης του Βυζαντίου στην ελληνική ιστορία, για την οποία διαμορφωνόταν η τριμερής διαίρεση «αρχαιότητα-μέσοι χρόνοι-νεότερη εποχή». Ο Ροΐδης, που ήταν κριτική προσωπικότητα και σε όλα τα κείμενά του σχολίαζε -συχνά σατιρίζοντας- την πνευματική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, με την Πάπισσα Ιωάννα εξέφρασε την αντίθεσή του στις κυρίαρχες ιδεολογικές και λογοτεχνικές τάσεις της εποχής.
Μετὰ τὴν νίκην, φοβούμενος ὁ ἅγιος αὐτοκράτωρ [ενν. οΚαρλομάγνος] μὴ ἀναγκασθῇ καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἀγριανθρώπων ἐκείνων νὰ διακόψῃ τὰς εὐσεβεῖς αὐτοῦ ἀσχολίας, ἀπεφάσισεν ἤ πάντας τοὺς νικηθέντας νὰ εξολοθρεύσῃ ἤ ἑκόντας ἄκοντας ὅλους νὰ βαπτίσῃ. Οὐδεὶς ποτὲ ἱεροκῆρυξ κατώρθωσε πλείονας ἀπίστους ἐν βραχεῖ χρόνῳ νὰ χριστιανίσῃ• ἀλλ’ ἡ εὐγλωττία τοῦ Φράγκου κατακτητοῦ ἦτο ἀκαταμάχητος. «Πίστευσον ἤ σὲ φονεύω», ἔλεγεν εἰς τὸν δεσμώτην Σάξωνα, εἰς οὗ τὰ ὄμματα ἤστραπτεν ὡς πειστικώτατον ἐπιχείρημα ἡ μάχαιρα τοῦ δημίου, καὶ ὅλος ἐκεῖνος ὁ ὄχλος ἐπήδα εἰς τὴν κολυμβήθραν ὡς αἱ νῆσσαι εἰς τοὺς λάκκους, ἀφοῦ βρέξῃ.
—Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 118.

Ήδη από τον πρόλογο ο Ροΐδης προϊδεάζει τους αναγνώστες ότι είναι πιθανό να ενοχληθούν από την ελευθεριότητα κάποιων σκηνών του βιβλίου αλλά κυρίως από την παρουσίαση των αρνητικών πλευρών της μεσαιωνικής εκκλησιαστικής ιστορίας (τις οποίες ονομάζει «εκκλησιαστικόν βόρβορον») και κάποιες κριτικές παρατηρήσεις για την σύγχρονή του Ορθόδοξη Εκκλησία. Διευκρινίζει όμως ότι η διάθεσή του δεν είναι πολεμική εναντίον της Εκκλησίας, αλλά αξιοποιεί οποιοδήποτε περιστατικό θεωρεί αξιοκατάκριτο και σατιρίζει οτιδήποτε είναι δυνατό να προκαλέσει γέλιο, ανεξαρτήτως από το περιβάλλον από το οποίο προέρχεται. Στην συνέχεια παραθέτει κάποιες σκέψεις του για τις πρακτικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες κατά την γνώμη του καθιστούν την άσκηση της λατρείας απεχθή για τους πιστούς.
Στην καθαυτό αφήγηση, ακριβώς όπως είχε προεξαγγείλει στον πρόλογο, παρουσιάζει μία άκρως αρνητική εικόνα του δυτικού κυρίως, αλλά και του ελληνικού μεσαίωνα, καθώς και της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής. Ένα στοιχείο στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα είναι η ερωτική δραστηριότητα των μοναχών: ο πατέρας της Ιωάννας ήταν μοναχός που γνώρισε την μητέρα της όταν τού την πρόσφερε ένας υπηρέτης με αντάλλαγμα το δόντι ενός Αγίου· η Ιωάννα ακολούθησε την μοναστική ζωή επειδή στον ύπνο της εμφανίστηκε μία Αγία που της εκθείασε τα αγαθά της ζωής στο μοναστήρι λέγοντας ότι οι μοναχές απολαμβάνουν τις επισκέψεις εραστών και πολυτελή ζωή, ενώ διαδίδουν το ψεύδος ότι περνούν τη ζωή τους με προσευχές και στερήσεις. Επιπλέον ο Ροΐδης παρουσιάζει τους καθολικούς ιερείς ως αγράμματους, πρόθυμους να παραβιάσουν τη νηστεία βαφτίζοντας ψάρι το κρέας, και τους ανώτερους κληρικούς ενδιαφερόμενους μόνο για ραδιουργίες, υλικές απολαύσεις και απόκτηση δόξας και χρημάτων.
Στο κεφάλαιο όπου αφηγείται την παραμονή της Ιωάννας στην Αθήνα ο Ροΐδης αναφέρεται εκτενώς στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με πολλές αφορμές παρουσιάζει και τους ορθόδοξους ιερείς ενδιαφερόμενους μόνο για τα επίγεια αγαθά, επιρρεπείς στην παραβίαση της νηστείας και στις ερωτικές προσφορές της Ιωάννας, κυρίως όμως κατηγορεί την Ορθόδοξη Εκκλησία για τυπολατρία και συντηρητισμό καθώς και για χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη του απομακρύνουν τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας, όπως η μεγάλη διάρκεια της λειτουργίας και η αισθητική των αγιογραφιών και της βυζαντινής ψαλμωδίας (την οποία ονομάζει «ρινοφωνία»).
Στην απάντησή του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου διατυπώνει παρόμοιες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι στόχος της κριτικής του δεν ήταν η θρησκεία και η πίστη, αλλά όσες πρακτικές θεωρούσε ότι ήταν διαστρεβλώσεις του νοήματος της θρησκείας.
Όμως η κριτική του Ροΐδη δεν στρέφεται μόνο εναντίον του μεσαίωνα, αλλά κυρίως στοχεύει στην σύγχρονη με αυτόν εποχή. Αντικείμενο της κριτικής του, εκτός από την Εκκλησία, είναι καταστάσεις και προσωπικότητες της σύγχρονης κοινωνικής και πνευματικής ζωής, καθώς και οι συμβάσεις των λογοτεχνικών έργων. Συχνά αντιμετωπίζει ειρωνικά τους αρχαϊστές: «ὁ βήχας, ἤ ὁ βὴξ, ἄν ἀρχαΐζης, ἀναγνῶστα». Εξάλλου ο ίδιος ήταν υποστηρικτής της δημοτικής στα θεωρητικά του κείμενα, αν και έγραφε μόνο στην καθαρεύουσα αφού, όπως τόνιζε, δεν είχε διδαχθεί ποτέ να χρησιμοποιεί τη δημοτική. Με μεγαλύτερη ειρωνεία αντιμετωπίζει τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας στις Επιστολές ενός Αγρινιώτου, στις οποίες χρησιμοποιεί και απλούστερη γλώσσα, υποδυόμενος έναν απλό γιατρό και όχι κάποιον λόγιο. Πολύ συχνά αναφέρεται στο ρομαντικό κλίμα της λογοτεχνίας της εποχής, στις ερωτικές ιστορίες που διάβαζαν με ευχαρίστηση οι αναγνώστες και στις υπερβολές των ρομαντικών συγγραφέων (χαρακτήριζε «δίποδα του ρομαντικού θηριοτροφείου» τους απελπισμένους ερωτευμένους ήρωες) και κυρίως του Παναγιώτη Σούτσου, για τον οποίο έλεγε ότι κατασκεύαζε «ποιήματα ἄνευ ποιήσεως».
Ὁ ἥλιος ἀνέτελλεν ὄπισθεν τοῦ Ὑμηττοῦ στιλπνός καὶ ἀνέφελος ὡς ὁ ὡριμάσας τὰ μῆλα τῆς Ἐδέμ, ὅτε οἱ τρεῖς ὁδοιπόροι παραμείψαντες τὸ Ποικίλον εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ἀδριανοῦ. Πλῆθος Ἀθηναίων συνέρρεον πανταχόθεν εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἵνα πανηγυρίσωσι τὴν «Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας» ἤτοι τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων• ὑπὸ τούτων φερόμενοι εἰσῆλθον οἱ τρεῖς ὁδοιπόροι εἰς τὸ Θησεῖον, ὅπερ ἦτο χριστιανικὴ ἐκκλησία, ἀφιερωμένη τῷ Ἁγ. Γεωργίῳ. Ὁ χριστιανισμός κατέπνιξε τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἐν τούτοις τὸ ἄκακον τοῦτο θῦμα κατέστησε τὸν φονέα του γενικὸν κληρονόμον, κληροδοτῆσαν αὐτώ τοὺς ναούς, τὰς τελετάς, τὰς θυσίας, τοὺς μάντεις, τοὺς ἱερείς καὶ τοὺς ὀνειροκρίτας. Ταῦτα πάντα παραλαβόντες οἱ χριστιανοὶ μετεσχημάτισαν ὁπωσοῦν πρὸς χρῆσιν των, ὡς οἱ λογοκλόποι τὰς ξένας ἰδέας, ὀνομάσαντες ἐκκλησίας τοὺς ναούς, τοὺς βωμοὺς θυσιαστήρια, τὰς πομπὰς λιτανείας καὶ τοὺς θεοὺς Ἁγίους. Ἅγ. Νικόλαον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Πᾶνα Ἅγ. Δημήτριον καὶ Ἀπόλλωνα τὸν Ἅγ. Ἠλίαν• ἀλλ’ εἰς τούτους προσήρτησαν οἱ ἱερεῖς, ἵνα τοὺς καταστήσωσι σεβαστοτέρους, καὶ μακρὰν γενειάδα, ὡς αἱ προαγωγοὶ τῆς Ρώμης ξανθὴν φενάκην εἰς τὰς ὑποτρόφους των, ἵνα ἑλκύωσι πλείονας πελάτας.
—Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, σελ. 188-189.
Η κριτική, εκτός από την άμεση έκθεση περιστατικών, επιτυγχάνεται με τους διαρκείς συσχετισμούς που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στην εποχή στην οποία διαδραματίζεται το έργο και στο παρόν της συγγραφής του, που εμφανίζονται κυρίως με την μορφή παρομοιώσεων. Για παράδειγμα, σε μία περιγραφή γαλήνιας θάλασσας, γράφει: «ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο ὡς ἐπίσκοπος μετὰ τὸ γεῦμα»,  ενώ εξιστορώντας ένα δύσκολο ταξίδι των ηρώων χαρακτηρίζει τον δρόμο σκοτεινό και δύσβατο «ὡς τὸ ὕφος τῆς Νέας Σχολῆς»,  αναφερόμενος στο δοκίμιο Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου του Παναγιώτη Σούτσου, ο οποίος υποστήριζε την «ανάσταση» της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Μία άλλη ανάλογη λειτουργία των παρομοιώσεων είναι η σύγκριση στοιχείων που προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα, με αποτέλεσμα συχνά κωμικό, που γελοιοποιεί το πρώτο σκέλος της σύγκρισης: «Ἡ Ἀγγλία εἶχε τότε τὸ μονοπώλιον τῶν θεολόγων ὡς σήμερον τὸ τῶν ἀτμομηχανῶν».
Παράλληλα με την κριτική μέσω της σάτιρας ο Ροΐδης αξιοποιεί και την παρωδία, με στόχο να ειρωνευτεί τις συμβάσεις των λογοτεχνικών και άλλων κειμένων, την σοβαρότητα των γεγονότων που αφηγείται και κατ' επέκταση και την σπουδαιότητα του ιστορικού παρελθόντος.  Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η χρήση αποσπασμάτων από θρησκευτικά κείμενα σε τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα, όπως σε σκηνές γευμάτων ή σε ερωτικές επιστολές.
Η Πάπισσα Ιωάννα
Η Πάπισσα Ιωάννα(Μυθιστόρημα)

Εμμανουήλ Ροΐδης