Γράφει η Νότα Χρυσίνα // *Αναδημοσίευση από Fractal
Υπάρχει ένα ερώτημα που έχει πυροδοτήσει ατέλειωτες συζητήσεις, επιστημονικά συνέδρια, τηλεοπτικούς διαξιφισμούς, λογοτεχνικές διαμάχες, δοκίμια, διηγήματα αλλά και ποιήματα. Το ερώτημα αυτό αφορά τη συμβολή της παράδοσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.
Χατζημιχαήλ Θεόφιλος, «Ο χαιρετισμός του Μάη» 1929
Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας τέθηκε επιτακτικά με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία που διδαχτήκαμε στο σχολείο, πριν από το 1821 δεν υπήρχε σαφώς καθορισμένη η έννοια του έθνους-κράτους ανάμεσα στους Έλληνες. Το ελληνικό έθνος μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν γεωγραφικά διασκορπισμένο σε κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ελληνικό έθνος-κράτος δημιουργήθηκε μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, και ιδιαίτερα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830. Η δημιουργία του στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογία του Ρομαντισμού, βάσει της οποίας εδραιώθηκαν τα έθνη-κράτη σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Κάθε έθνος στράφηκε στο παρελθόν για να ισχυροποιήσει το παρόν του ως νεοσύστατο κράτος. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στηρίχθηκε και αυτό στο παρελθόν του, όπως έκαναν όλα τα ευρωπαϊκά έθνη που ακολούθησαν την ιδεολογία του Ρομαντισμού. Με την επίδραση αυτής της ιδεολογίας τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά: γλώσσα, θρησκεία, τρόπος ζωής, έδαφος κ.ά. μετατράπηκαν σε εθνικά χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερα οι Έλληνες έπρεπε να δημιουργήσουν μία ταυτότητα του συνανήκειν αλλά και να τεκμηριώσουν την ιστορική τους συνέχεια με βάση τη φυλετική, γλωσσική και πολιτιστική συνέχεια από την αρχαιότητα. Αυτή τη συνέχεια μπόρεσαν να την τεκμηριώσουν κυρίως μέσα από τη ζωντανή παράδοση, δηλαδή τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, τα παραμύθια και τη δημοτική γλώσσα, γραπτή και προφορική.
Η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη θρησκεία ήταν τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των πολιτών του νέου βασιλείου. Η άμεση καταγωγή της γλώσσας αυτής από την αρχαία πρόσφερε, όπως προαναφέρθηκε, ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της ταυτότητας του νέου έθνους-κράτους. Το άλλο σταθερό σημείο για τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας υπήρξε η λαϊκή παράδοση.
Η λαϊκή παράδοση επανεκτιμήθηκε τον 19ο αιώνα ως εθνικός θησαυρός. Τον αιώνα αυτόν ιδρύθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη η ελληνική λαογραφία ως επιστημονικός κλάδος. Ο Πολίτης κατέγραψε τα δημοτικά τραγούδια και στοιχεία της παράδοσης απαλλάσσοντάς τα από ξένα στοιχεία.
Η ελληνική ταυτότητα και συνέχεια στηρίχτηκε και στην επιστήμη της ιστοριογραφίας που γράφτηκε ως απάντηση στους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ περί καταγωγής των νεοελλήνων από Σλάβους και Αλβανούς. Αρχικά ο Ζαμπέλιος και μετά ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος συνέγραψαν την «εθνική ιστορία» μας συνδέοντας την αρχαιότητα με τον νεοελληνικό πολιτισμό με ενδιάμεσο σταθμό τον Μεσαίωνα (Βυζάντιο).
Η σύνδεση με το πρόσφατο παρελθόν μας το λεγόμενο βυζαντινό εστιάζει στα ήθη και έθιμα του λαού μας. Από το 1880, μαζί με την ανακάλυψη ότι η λαϊκή παράδοση είναι ο θησαυρός των αρχαίων ηθών και εθίμων που επέζησαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή, γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ζωή και ιδιαίτερα για τη γλώσσα της ελληνικής υπαίθρου. Η ομιλούμενη (δημοτική) γλώσσα χαρακτηρίστηκε κιβωτός της εθνικής ταυτότητας και διεκδίκησε την άμεση καταγωγή από την αρχαία ελληνική -όπως ακριβώς την είχε διεκδικήσει και η αρχαΐζουσα. (γλωσσικό ζήτημα).
Στη δημοτική γλώσσα στηρίχτηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (επτανησιακή σχολή) και δημιούργησε ένα διακείμενο (πλαίσιο) για να εντάξει τα δικά του κείμενα. Δημιούργησε δηλαδή μια νέα παράδοση καθώς στράφηκε στο δημοτικό τραγούδι και στον «Ερωτόκριτο» που είχε γραφτεί διακόσια χρόνια νωρίτερα. Ο Σολωμός στήριξε τη γλωσσική του επιλογή και με το δοκιμιακό του έργο, το βασικότερο έργο του είναι ο γνωστός «Διάλογος».
ΣΟΦ. Η γλώσσα σου φαίνεται ‘λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.
ΠΟΙΗΤ. Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ‘ξέρουν και τα παιδιά.
Το ελληνικό κράτος αφού ταλαιπωρήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα τη μέση οδό του Κοραή και την αρχαΐζουσα φτάνει στην παρακμή του ρομαντικού κινήματος και στον «ξύλινο» σχεδόν λόγο. Η γενιά του 1880 αναζήτησε νέα εκφραστικά μέσα και ανανέωση της γλώσσας. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς υιοθέτησε τη γλώσσα του λαού και προσπάθησε να εκφράσει την ψυχή του.
Ὁ Διγενὴς κι ὁ ΧάρονταςΚαβάλλα πάει ὁ Χάρονταςτὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,κι ἄλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεταιτ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου τουδεμένους στὰ καπούλια,τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.[…]
Το 1883 ανακοινώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη και το περιοδικό «Εστία» ο διαγωνισμός ελληνικού διηγήματος του οποίου η «υπόθεση θα ήταν ελληνική, δηλαδή θα συνίστατο από περιγραφές σκηνών του βίου του ελληνικού λαού».
«ο ελληνικός λαός», αναφέρεται, «είπερ και άλλος τις έχει ευγενή ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του ιστορικού αυτού βίου· η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα γέμει σκηνών δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων».
Όλες οι αναφορές στα ιστορικά και λογοτεχνικά γεγονότα μας αποδεικνύουν ότι η παράδοση είναι μια έννοια δυναμική και πώς συνέβαλε σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή στη συγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας. Άλλωστε και αργότερα, με τη λεγόμενη γενιά του ’30, η παράδοση «κλήθηκε» ξανά να συμβάλλει από μια νέα οπτική γωνία στην αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας. Ο ρόλος της παράδοσης θα συνεχίσει να τροφοδοτεί μελέτες και διαξιφισμούς καθώς αποτελεί μια γόνιμη βάση για διάλογο και αυτό ίσως αποτελεί την σπουδαιότερη συμβολή της.
Βιβλιογραφία
- Beaton, Roderic, Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία, Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα, επιμ. Λυδάκη Ε., μτρ. Πιπίνη Ε., Νοτιά Π., Τσάμου Σ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
- Γιάννης Παπακώστας, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα, Αθήνα 1982, 79-80.
- Πολίτου-Μαρμαρινού Ελένη, «Ηθογραφία». Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τ. 26, Αθήνα 1984, 219-221.
- Βουτουρής, Παντελής, Ως εις καθρέπτην … Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 259-260.
* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου