Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Θρήνος της Θεοτόκου

Κομνήνεια ζωγραφική (β' μισό 12ου αι.) Σταθμό αποτελούν οι τοιχογραφίες της Μονής. Αγ. Παντελεήμονος στο Νέρεζι


Το ποίημα απαρτίζεται από 192 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, γράφτηκε από τον κρητικό (φιλενωτικό) ιερέα Ιωάννη Πλουσιαδηνό στα τέλη του 15ου αιώνα και φαίνεται πως μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τα δημοτικά τραγούδια (μοιρολόγια) της ίδιας εποχής. Το κείμενο έχει τη μορφή ενός θρήνου της Θεοτόκου για τα Πάθη του Χριστού.

f. 199r 
             [1]

Οἴμοι , γλυκύτατε υἱέ, οἴμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου,
Οἴμοι, φωσφόρε βασιλεῦ, οἴμοι, γλυκιά μου ἀγάπη,
τέκνον μου ποθεινότατον , τέκνον ἠγαπημένον!
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,

                   
               5
ὦ τέκνον μου γλυκύτατον, ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
ὁμίλησόν μοι, τέκνον μου, τῆς ταπεινῆς σου μάνας!
Μήνα κοιμᾶσαι, τέκνον μου, ὕπνον βαθὺν καὶ μέγαν,
κ’ ἐκλείσασιν οἱ ὀφθαλμοὶ κ’ ἐσώπασεν τὸ στόμα;
Τὸ στόμα τὸ σοφώτατον κατέπαυσεν , υἱέ μου,

             10
κ’ ἡ γλώσσα ἡ γλυκύτατη μὲ τὰ γλυκέα της λόγια,
οἱ ὀφθαλμοί σου, δέσποτα, καὶ αὐτοὶ κεκαλυμμένοι!...
Οἴμοι, υἱέ μου Ἰησοῦ, ποῦ σου ἡ ὡραιότης,
ποῦ σου τὸ κάλλος, τέκνον μου, καὶ ποῦ οἱ ὀμορφιές σου;
Ἄπνουν σὲ βλέπω, τέκνον μου, τὸν ποιητὴν τοῦ κόσμου,



             15
νεκρόν, γυμνόν, ἀνίδεον , ἄδικα σταυρωμένον
καὶ πληγωμένον, τέκνον μου, καὶ τὸ κορμὶν δαρμένον,
τὰ ἐμπτύσματα τὸ πρόσωπον γεμάτον καὶ τὰ γέλια
καὶ τὸ κεφάλιν τ’ ὄμορφον τριγύρου ματωμένον,
μὲ τὲς ἀκάνθες τὲς πικρές, φεῦ μοι, στεφανωμένον·

             20
τὰς χεῖρας ὁποὺ ἔπλασαν τὸν ἄνθρωπον στὸν κόσμον
ἐξηπλωμένας στὸν σταυρὸν βλέπω καὶ τρυπημένας,
μὲ τὰ καρφία τὰ δολερὰ ἔχουσι καρφωμένας·
οἱ πόδες οἱ ἀμόλυντοι καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ καρφία
προσηλωμένοι φαίνονται· ἀλλὰ τῇ σῇ σοφίᾳ



             25
οὐ χωρισμένους ἔστησας, ἀλλὰ ὁμοῦ τοὺς δύο,
ἵνα ἑνώσης ἐν μιᾷ πίστει λαοὺς τοὺς δύο.
Μετά το πρώτο τμήμα, στο οποίο η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό, μεσολαβεί ένα ρητορικό ερώτημα (στ. 27-29) και κατόπιν αρχίζει ένα εκτενές χωρίο, όπου απευθύνεται στους Ιουδαίους (στ. 30-83). Το τμήμα αυτό περιέχει πρώτα μια προσφώνηση στην πόλη του Ισραήλ (στ. 30-32), ύστερα στους Ιουδαίους (στίχ. 33-35) και, τέλος, σε ολόκληρο το γένος (στ. 36-83). Η Θεοτόκος ρίχνει όλο το φταίξιμο για τον χαμό του γιού της στους Ιουδαίους και μέσω μερικών ερωτήσεων προσπαθεί να δείξει το μέγεθος της αδικίας που εκείνοι έχουν διαπράξει. 
Ακολουθούν διαδοχικά οι προσφωνήσεις στον ήλιο, στον ουρανό, στη σελήνη, στα αστέρια, στη γη, στη θάλασσα, στα βουνά, στα όρη και στα λαγκάδια (στ. 84-100), και παρεμβάλλεται μια σχετικά σύντομη αποστροφή στον Χριστό (στ. 101-111), στην οποία ο νοηματικός πυρήνας φαίνεται πως είναι η επιθυμία της Θεοτόκου να κατέβει ζωντανή στον Άδη.
        [101]
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,
πῶς νὰ σὲ θέσω, τέκνον μου, στὸ μνῆμα, νὰ μισέψω ,
ἢ πῶς <ἐγὼ> χωρὶς ἐσὲν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω,
πῶς νὰ γυρίσω ἡ ταπεινὴ ξένη καὶ πονεμένη,

          
  
         105
ἢ πῶς νὰ ζήσω, τέκνον μου, ἡ παραπονεμένη;
Λέγω νὰ μπῶ στὸ μνῆμα σου, νά ’μαι μ’ ἐσὲν ὁμάδι ,
καὶ νὰ κατέβω σύψυχη , συζώντανη στὸν Ἅδην,
νὰ δείρω ’κεῖ τὰ στήθη μου εἰς τοὺς προπάτοράς μου,
τὴν Εὔαν καὶ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὁπού ’σαν πρόγονοί μου,

         110
νὰ λυπηθῶ καὶ νὰ δαρθῶ, ὀδυνηρὰ νὰ κλάψω
καὶ νὰ βοήσω θλιβερὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς νὰ κράξω:

Αφού απευθύνθηκε πρώτα στα επίγεια (ουρανό, γη κ.τ.ό.) και εξέφρασε την επιθυμία της να κατέβει κάτω στον Άδη για να δείξει τον πόνο της, η Θεοτόκος απευθύνεται τώρα στους προγόνους: στον Αδάμ (στ. 112-115), στον Κάιν (στ. 116-118), στον Αβραάμ (στ. 119-128), στον Ιακώβ (στ. 129-135) και στον Μωυσή (στ. 136-144).
Αμέσως μετά ακολουθεί η αποστροφή στους χριστιανούς (στ. 145-153), τους οποίους παρακινεί να προσκυνήσουν για να λυτρωθούν, δεόμενοι για τη σωτηρία των ψυχών τους. Έπεται η δέηση των χριστιανών (στ. 154-182), στην οποία "απαντά" ο Χριστός ευλογώντας τους πιστούς (στ. 182-192) και στην κατακλείδα αυτή εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα όλου του ποιήματος.

         [154]
«Χριστέ, ὁποὺ ἐποῖκες οὐρανὸν κ’ ἐθεμελίωσες κόσμον,

           155
καὶ ὁποὺ ’πλασες τὸν ἄνθρωπον μὲ τὰ ἴδια σου χέρια,
καὶ τώρα τὰ ἐξάπλωσες εἰς τὸν σταυρὸν ἀπάνω,
καὶ ἐπληγώθης, Δέσποτα, πέντε πληγαῖς τὸ σῶμα,
χεῖρας καὶ πόδας, βασιλεῦ, καὶ τὴν πλευράν, Χριστέ μου,
διὰ νὰ σώσης, εὔσπλαγχνε, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,


                 
           160
συγχώρησον, ἐξάλειψον ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας,
ὁποὺ πιστεύομεν εἰς σὲ καὶ ὅλοι ὁμολογοῦμεν
τὴν γέννησιν, τὴν βάπτισιν, τὴν σταύρωσίν σου ταύτην,
πιστεύομεν καὶ τὴν ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασίν σου
καὶ τὴν φρικτὴν ἀνάληψιν εἰς οὐρανοὺς ἀπάνω,


           165
κἀκεῖθεν ἀναμένομεν δεύτερον νὰ σὲ δοῦμεν
κριτὴν φρικτὸν καὶ φοβερὸν μετὰ μεγάλης δόξης,
ὁποίαν ὀνομάζομεν δευτέραν παρουσίαν,
οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν, τοὺς τόπους νὰ ἑτοιμάζουν.
Εἰς τόπον τοῦτον, βασιλεῦ, εἰς τοῦ Δαυὶδ τοὺς οἴκους,

           170
θέλεις καθίσειν, ὕψιστε, κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου,
οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν δεξὰ καὶ ἀριστερά σου,
εἰς τὴν κοιλάδα τὴν φρικτήν, λέγω, τὴν τοῦ κλαυθμῶνος ,
τὰ ἔθνη ὅλα νά ’λθουσιν, τὰ γόνατα κλιμένα ,
ἐσὲν νὰ προσκυνήσουσιν ὡς ποιητὴν τοῦ κόσμου,

           175
οἱ δίκαιοι νὰ ἔλθουσιν μὲ παρρησίαν μεγάλην
στὴν δεξιάν σου νὰ σταθοῦν, νὰ χαίρωνται μετά σου,
οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν ἀριστεράν σου
μὲ στεναγμοὺς νὰ ἐκδέχωνται καὶ τὴν ἀπόφασίν σου.
Τότε, Χριστὲ παμβασιλεῦ καὶ ποιητὰ καὶ κτίστα,
  
           180

ἡμᾶς, ὁποὺ δακρύσαμεν τώρα τὴν σταύρωσίν σου,
θεράπευσον ὡς εὔσπλαγχνος μὲ τὴν γλυκεῖαν φωνήν σου,
ἐκείνην τὴν πανθαύμαστον: Δεῦτε, εὐλογημένοι 
τοῦ ἀοράτου μου πατρὸς κἀμοῦ τοῦ σταυρωθέντος,
ἔλθατε ὅλοι σήμερον, ἐγὼ νὰ σᾶς πληρώσω

           185
τὰ δάκρυα ὁποὺ ἐχύσετε δριμέα στὴν σταύρωσίν μου·
τὴν βασιλείαν δίδω σας καὶ τὸν παράδεισόν μου
καὶ τὴν οὐράνιον χαρὰν μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους
νὰ χαίρεσθε, ν’ ἀγάλλεσθε καὶ νὰ κληρονομῆτε,
ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου, τὸ ἅγιον μου πνεῦμα,

           190
Τριάδα νὰ λατρεύετε καὶ νὰ δοξολογῆτε
ἀθάνατον, ἀΐδιον Θεὸν καὶ βασιλέα,
καὶ μετὰ μᾶς νὰ χαίρεσθε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας’».


Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Η «Μαγδαληνή» του Νίκου Καζαντζάκη


Magdalena penitente, atrib., 1610, Napoli - Museo di Capodimonte
Carlo Sellitto (1581 –1614) - CARAVAGGIO E CARAVAGGESCHI



«Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη»

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

"Διάφανη ιστορία" της Νότας Χρυσίνα



(ένα μικρό διήγημα, βασισμένο πάνω στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, που υπέβαλα για εργασία)

Φοράει έναν κατακόκκινο σκούφο και βιάζεται να μπει στο μετρό. Τα μάτια της είναι κρυμμένα πίσω από δυο μεγάλους φακούς.
      «Μαίρη, πώς μεγάλωσαν τα μάτια σου τόσο» της πέταξα.
      «Για να βλέπω καλύτερα» μου αντιγύρισε.
Σύμπτωση ή είχε ανακαλύψει ότι το διήγημα που είχα στείλει για επιμέλεια στον εκδοτικό οίκο η Σφίγγα ήταν αντιγραμμένο λέξη προς λέξη από εκείνο του Σαμαράκη; Και το άλλο με τα παιδικά παραμύθια που παρουσίασα στη Λέσχη Λογοτεχνών… Με κοίταζε με ένα βλέμμα περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: «Ξέρω».
Ξαφνικά γυρνάει, και λέει δήθεν αδιάφορα:
         «τὸ κυνήγι ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς              τὰ σκάγια».
«Τι εννοείς;» προλαβαίνω να της πω τρέμοντας ενώ κατεβαίνει στη στάση Σύνταγμα. Απάντηση δεν πήρα. Είμαι σίγουρος. Ξέρει.
Ο κόκκινος σκούφος της χάθηκε στο βάθος μέσα στο πλήθος. Το στομάχι μου είχε βαρύνει. Ανάπνεα με δυσκολία σαν να είχα καταπιεί πέτρες. Κυοφορούσα τα ψεύδη μου.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Η κατάρα και η δόξα τού Πόου

γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης


Ο ποιητής του Κορακιού, πρόδρομος του αστυνομικού μυθιστορήματος και της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς παγκοσμίως, διακόσια χρόνια από τη γέννησή του


Το 1827, όταν ήταν μόλις 18 ετών, ο Ε. Α. Πόου τύπωσε στη Βοστώνη την πρώτη του ποιητική συλλογήΤαμερλάνος και άλλα ποιήματα. Στο εξώφυλλο του μικρού αυτού βιβλίου των 50 σελίδων εφέρετο ως συγγραφέας «ένας Βοστωνέζος». Την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου ένα αντίτυπο της συλλογής αυτής βγήκε σε δημοπρασία στις ΗΠΑ από τον οίκο Christie΄s και πουλήθηκε για 662.000 δολάρια. (ΟΤαμερλάνοςέχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας από τον Τ. Κ. Παπατσώνη.)

Ο Πόου πέθανε 40 ετών, στις 7 Οκτωβρίου 1849, στο Νοσοκομείο Washington College. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα τον είχαν βρει πεσμένο σε δρόμο της Βαλτιμόρης να παραληρεί. Ηταν τύφλα στο μεθύσι και φορούσε δανεικά ρούχα. Τα χρήματα για να πιει τα είχε εξασφαλίσει πουλώντας την ψήφο του. Λέγεται ότι στο νοσοκομείο μέσα στο παραλήρημά του καλούσε τον Ρέινολντς, έναν από τους ήρωές του, να έλθει και να του σώσει τη ζωή.

Η συμπλήρωση 200 χρόνων από τη γέννησή του φέρνει ξανά στο προσκήνιο τα περιστατικά της τραγικής ζωής ενός ανθρώπου που έζησε μέσα στη φτώχεια και στον αλκοολισμό και που μετά τον θάνατό του ο θανάσιμος εχθρός του Ρούφους Γουίλμοτ Γκρίσγουολντ κατάφερε να γίνει ο εκδότης των έργων του και να τον δυσφημήσει μετά θάνατον σε απίστευτο βαθμό, χαρακτηρίζοντάς τον «μεθύστακα» και «παράφρονα τοξικομανή». Η «κατάρα» του Γκρίσγουολντ κυνηγά ακόμη και σήμερα το φάντασμα του συγγραφέα. Ακόμη και σπουδαίοι αγγλόφωνοι συγγραφείς αμφισβήτησαν την ιδιοφυΐα και την αξία του, από τον Εμερσον και τον Μαρκ Τουέιν ως τον Χάξλεϊ, τον Πάουντ και τον Τ. Σ. Ελιοτ. Ο Γκρίσγουολντ για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του παρέθεσε επιστολές του Πόου, οι οποίες όμως αποδείχθηκε έπειτα από χρόνια ότι ήταν πλαστές. Το στίγμα ωστόσο έμεινε. Ο Πόου παρά ταύτα, πέραν του ότι και σήμερα παραμένει στη χώρα του εξαιρετικά δημοφιλής (όπως άλλωστε και σε όλον τον κόσμο), τις μεγάλες τιμές τις γνώρισε στην Ευρώπη, στην οποία έτυχε απείρως μεγαλύτερης φήμης και αναγνώρισης, κυρίως λόγω των εξαίρετων μεταφράσεων των ποιημάτων του από τον Μποντλέρ. Και στην Ελλάδα φυσικά, όπου έχει μεταφραστεί πάμπολλες φορές. Αρκεί μόνο να θυμίσουμε ότι ο Σεφέρης έγραψε πάνω στοΚοράκιτο δικό του Raven. Ας σημειωθεί ότι για το ποίημα τούτο, ένα από τα διασημότερα στον κόσμο, ο Πόου έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 9 δολαρίων!

Ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας 
Αυτό το μαύρο πρόβατο των αμερικανικών γραμμάτων υπήρξε, εκτός από σημαντικός ποιητής και καταπληκτικός πεζογράφος, ο καλύτερος κριτικός και επιπλέον ο υπ΄ αριθμόν ένα επιμελητής της εποχής του. Ως τον θάνατό του διόρθωνε και βελτίωνε τα δικά του κείμενα, όπως αποδεικνύουν οι αναρίθμητες σημειώσεις στα περιθώρια των βιβλίων και των δημοσιευμάτων του. Τη σύγκρουσή του με τους υπερβατιστές την πλήρωσε ακριβά, αφού οι τελευταίοι ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν την πορεία την οποία θα έπαιρναν τα αμερικανικά γράμματα. Τον τόνο θα τον έδιναν ο Γουόλτ Γουίτμαν και ο Εμερσον- και όχι ο σκοτεινός και αλλόκοτος ποιητής τουΚορακιού. Τι και αν ήταν αυτός με τον οποίο καθιερώνεται στις ΗΠΑ το διήγημα, αν με τα δικά του διηγήματα αποκτά υπόσταση η αστυνομική λογοτεχνία, αν ήταν εκείνος που καθιέρωσε τη μορφή του ντετέκτιβ και αν η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας τον θεωρεί- και δικαίως- έναν από τους προδρόμους της;

Ο Πόου θα γινόταν πασίγνωστος μετά θάνατον, ενώ όσο ζούσε ακόμη και τα δημοφιλέστερα έργα του δεν του εξασφάλιζαν αρκετά χρήματα για μια αξιοπρεπή ζωή. Είχε αποφασίσει να ζήσει ως επαγγελματίας συγγραφέας- για την ακρίβεια, ήταν ο πρώτος στη χώρα του - σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε νόμος για προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και η πειρατεία ήταν συνηθέστατο φαινόμενο. Τον χαρακτήριζαν συν τοις άλλοις και άλλα «ελαττώματα», όπως το να διατυπώνει με παρρησία τη γνώμη του. Είχε λ.χ. την τόλμη να κατηγορήσει για λογοκλοπή έναν ποιητή εξαιρετικά διάσημο στην εποχή του, τον Λονγκφέλοου, και αυτό το πλήρωσε πολύ ακριβά, ασχέτως του ότι σήμερα ο ίδιος ανήκει στις λογοτεχνικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα που το έργο τους ξεπέρασε την εποχή τους και τον Λονγκφέλοου δεν τον θυμάται σχεδόν κανένας.

Εμμονές με την κρυπτογραφία 
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και όλα τα γνωρίσματα του βίου και των συνηθειών που η συντηρητική και κατά βάση πουριτανική αμερικανική κοινωνία της εποχής δεν συγχωρούσε. Ηταν μπεκρής, είχε πάθος με τον τζόγο, παντρεύτηκε την ανήλικη εξαδέλφη του, παράτησε τις σπουδές του, η μητέρα του πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός αφού πρώτα ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει, τον υιοθέτησε ένας πουριτανός και αυτή την αγωγή δεν την άντεξε, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το σπίτι των θετών γονέων του και να καταταγεί στον στρατό στα 18 του χρόνια δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία (ότι είχε κλείσει τα 21). Και στην τέχνη του υπήρξε αυτοδημιούργητος. Ο Πόου δημιούργησε λογοτεχνικούς απογόνους, αλλά ο ίδιος δεν είχε αντίστοιχους προγόνους. Ηταν μόνος, όπως γράφει σε κάποιο από τα ωραιότερα ποιήματά του, ένα μετέωρο, ορφανός στην τέχνη όπως υπήρξε και στη ζωή του, ένας παραδαρμένος που άλλαζε σπίτια συνεχώς: στη Βοστώνη, στο Ρίτσμοντ, στη Βαλτιμόρη, στη Νέα Υόρκη.

Ολα τούτα ήταν υπεραρκετά για να τον καταστήσουν αποδιοπομπαίο τράγο. Αλλά σήμερα, 200 χρόνια από τη γέννησή του, θυμάται κανείς αυτά που έλεγε ο δημιουργός τού Σέρλοκ Χολμς Αρθουρ Κόναν Ντόιλ: ότι κάθε διήγημα του Πόου είναι η ρίζα από όπου έχει βλαστήσει μια ολόκληρη λογοτεχνία και ότι η αστυνομική ιστορία δεν ήταν τίποτε ώσπου ο ιδιοφυής εκείνος να της εμφυσήσει ζωή. Και βιβλία σαν τιςΠεριπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πυμ από το Ναντάκετείναι από εκείνα που γράφονται κάθε εκατό χρόνια. Από το δεύτερο μέρος αυτού του εξαίσιου μυθιστορήματος βγαίνουν έναν αιώνα αργότερα ταΚυκλικά ερείπιατου Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Τη συνέχειά του θέλησε να μας δώσει γράφοντας τηΣφίγγα των πάγων ο Ιούλιος Βερν. Ξεκινώντας από μια τρελή αλλά εξαιρετικά δημοφιλή θεωρία της εποχής κάποιου Συμς, ότι η Γη είναι κούφια στους πόλους, ο Πόου έγραψε ένα από τα εκπληκτικότερα μυθιστορήματα φαντασίας. Τα ενδιαφέροντά του για την κρυπτογραφία λοιδορήθηκαν συχνά, αλλά στο δοκίμιό τουΕureka:Α Ρrose Ρoem- και αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι είναι γεμάτο επιστημονικά λάθη- ο Πόου «προλέγει» τη θεωρία του big bang για το Σύμπαν 80 χρόνια πριν από την επιστημονική της διατύπωση. Οσο για τις εμμονές του με την κρυπτογραφία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εξαπλώθηκαν στις ΗΠΑ εξαιτίας των διηγημάτων του. Γι΄ αυτό και πολλοί υποστηρίζουν βάσιμα ότι ο «βασιλιάς» της κρυπτογραφίας Γουίλιαμ Φρίντμαν στράφηκε σε αυτήν διαβάζοντας μικρός διηγήματα του Πόουτο ομολογεί μάλιστα και ο ίδιος. Τις μεθόδους αποκρυπτογράφησης που χρησιμοποίησε ο Πόου άλλωστε αξιοποίησε για να αποκρυπτογραφήσει στον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο τον περίφημο γιαπωνέζικο purple code.

Ενας συγγραφέας που έδινε τόσο μεγάλη σημασία στο ύφος και στη γλώσσα και ταυτοχρόνως στην πρωτοτυπία και στην ένταση του θέματος δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλεί τον φθόνο. Το να παράγεις υψηλή και ταυτοχρόνως λαϊκή λογοτεχνία είναι από τα πλέον σπάνια στα παγκόσμια γράμματα. Ο Πόου το πέτυχε με ορθολογικές, όπως ισχυριζόταν, μεθόδους προσχεδιάζοντας και εξετάζοντας το καθετί προτού καθήσει να το γράψει. Στο περίφημο δοκίμιό τουΗ φιλοσοφία της σύνθεσηςεξηγεί ότι το «παραληρηματικό» Κοράκιτου ήταν προϊόν απόλυτου ελέγχου και σχεδιασμού και όχι παράγωγο της έμπνευσης. Στον ίδιο οφείλουμε και τον καλύτερο ως σήμερα ορισμό του διηγήματος, που το θεωρεί«απόσπασμα μυθιστορήματος το οποίο μπορεί να διαβαστεί σε δημόσια συγκέντρωση».

Γι΄ αυτό ακόμη και σήμερα είναι πάντοτε φρέσκα τα λουλούδια που αποθέτουν οι αναρίθμητοι θαυμαστές του στον τάφο του στη Βαλτιμόρη. 

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»



Το ψαράκι της γυάλας
(διήγημα)

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.
Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».
Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.
«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.
Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.
— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
— Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ’ έξω.
— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.
Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Τότε ήταν Ιούλιος: Αναφέρεται στις διαδηλώσεις του Ιουλίου 1965, μετά το βασιλικό πραξικόπημα. (Ο βασιλεύς Κων/νος ανάγκασε την κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου να παραιτηθεί).
Καπούη: ιταλική πόλη όπου ξεχειμώνιασαν οι στρατιώτες του Αννίβα μετά τη μάχη των Καννών. Από τότε η φράση «απολαύσεις της Καπούη» σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου.
Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972) γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, όπου έζησε ως τα τέσσερά του χρόνια, αλλά μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1950, ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πήγε εθελοντής στη Γυάρο, να περιθάλψει τους κρατούμενους. Αντιμετώπισε προβλήματα λόγω των αριστερών κοινωνικών φρονημάτων του και το 1952 οργανώθηκε στην ΕΔΑ. Άρχισε να ασχολείται ενεργά με τα πολιτιστικά και γράφτηκε στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Λόγω της αριστερής του δραστηριότητας, δεν θα μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στη φυλακή, θα μάθει ξένες γλώσσες και θα αρχίσει να γράφει ποιήματα και διηγήματα. Το 1958 θα υπηρετήσει τη θητεία του, συνεχίζοντας να γράφει. Μετά την αποστράτευσή του, θα αρχίσει να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο πλαστικών. Παντρεύεται, μετακομίζει στο Βύρωνα και έρχεται σε ρήξη με το Κόμμα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με την ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι, το 1965, ποιήματα γραμμένα στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την έκδοση του βιβλίου, συγκινησιακά φορτισμένα και βιωματικά. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία κινείται σε ρεαλιστική κατεύθυνση. Παρότι δεν σταματά να γράφει ποίηση, είναι περισσότερο γνωστός ως πεζογράφος. Στη συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, η γραφή του γίνεται πιο αφαιρετική και αποκτά νέες διαστάσεις, φανταστικές και υπερρεαλιστικές. Στο ίδιο κλίμα ανήκει και το τελευταίο του έργο , δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο , Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Από το 1960 ως το 1967 διετέλεσε στέλεχος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και δημοτικός σύμβουλος στην Καισαριανή, αναπτύσσοντας έντονη πολιτιστική δράση. Στη δικτατορία συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα μήνα. Το 1970 παραστάθηκε το μονόπρακτό του Ενοχή. Το 1969 προσεβλήθη από καρκίνο και το 1972 πέθανε., αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Από το 1960 ως το 1967 διετέλεσε στέλεχος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και δημοτικός σύμβουλος στην Καισαριανή, αναπτύσσοντας έντονη πολιτιστική δράση. Στη δικτατορία συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα μήνα. Το 1970 παραστάθηκε το μονόπρακτό του Το 1969 προσεβλήθη από καρκίνο και το 1972 πέθανε.


Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

William Wordsworth’s ‘Lines Written in Early Spring’

απόδοση: Νότα Χρυσίνα


Στίχοι γραμμένοι στην αρχή της Άνοιξης

Αφουγκράστηκα χίλιους ανάμικτους τόνους,
Ενώ ήμουν  ξαπλωμένος στη σκια ενός άλσους ,
Με αυτή τη γλυκιά διάθεση όταν οι ευχάριστες σκέψεις
Φέρνουν στο μυαλό άλλες θλιβερές.


Για τα δίκαιά της έργα τη σύνδεση η Φύση έκανε
Με την  ανθρώπινη ψυχή που μέσα μου έπλεε·
Και έθλιβε την καρδιά μου τόσο ώστε να σκεφτώ
Τι δημιούργησε ο άνθρωπος από τον άνθρωπο.

Σε θάμνους νυχτολούλουδων, μέσα στην πράσινη κληματαριά,
διασχίζει με τα στεφάνια της η μυρτιά·
Και το πιστεύω ότι κάθε λουλούδι
Απολαμβάνει τον αέρα που αναπνέει.

Τα πουλιά γύρω μου χοροπηδούσαν, φτερουγίζαν,
Τις σκέψεις τους  να υπολογίσω δεν μπορούσα αν:-
Αλλά η ελάχιστη που έκαναν κίνηση 
Φαινόταν ως μιας ευχαρίστησης συγκίνηση .

Τα ανθισμένα κλαδάκια τα φύλλα τους άπλωναν,
Να πιάσουν το ελαφρύ αεράκι σαν·
 Να πρέπει να σκεφτώ, αυτό και μόνο μπορούσα να κάνω,
Πως υπήρχε χαρά ακριβώς εκεί πάνω.


Εάν αυτή η πίστη στάλθηκε από τον ουρανό,
Εάν αυτό είναι ένα σχέδιο της Φύσης ιερό,
Δεν έχω, άραγε, λόγο να θρηνώ
Τι δημιούργησε ο άνθρωπος από τον άνθρωπο;


Lines Written in Early Spring
I heard a thousand blended notes,
While in a grove I sate reclined,
In that sweet mood when pleasant thoughts
Bring sad thoughts to the mind.
To her fair works did Nature link
The human soul that through me ran;
And much it grieved my heart to think
What man has made of man.
Through primrose tufts, in that green bower,
The periwinkle trailed its wreaths;
And ’tis my faith that every flower
Enjoys the air it breathes.
The birds around me hopped and played,
Their thoughts I cannot measure:—
But the least motion which they made
It seemed a thrill of pleasure.
The budding twigs spread out their fan,
To catch the breezy air;
And I must think, do all I can,
That there was pleasure there.
If this belief from heaven be sent,
If such be Nature’s holy plan,
Have I not reason to lament
What man has made of man?