Κομνήνεια ζωγραφική (β' μισό 12ου αι.) Σταθμό αποτελούν οι τοιχογραφίες της Μονής. Αγ. Παντελεήμονος στο Νέρεζι |
f. 199r
[1]
[1]
Οἴμοι , γλυκύτατε υἱέ, οἴμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου,
Οἴμοι, φωσφόρε βασιλεῦ, οἴμοι, γλυκιά μου ἀγάπη,
τέκνον μου ποθεινότατον , τέκνον ἠγαπημένον!
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,
5
ὦ τέκνον μου γλυκύτατον, ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
ὁμίλησόν μοι, τέκνον μου, τῆς ταπεινῆς σου μάνας!
Μήνα κοιμᾶσαι, τέκνον μου, ὕπνον βαθὺν καὶ μέγαν,
κ’ ἐκλείσασιν οἱ ὀφθαλμοὶ κ’ ἐσώπασεν τὸ στόμα;
Τὸ στόμα τὸ σοφώτατον κατέπαυσεν , υἱέ μου,
10
κ’ ἡ γλώσσα ἡ γλυκύτατη μὲ τὰ γλυκέα της λόγια,
οἱ ὀφθαλμοί σου, δέσποτα, καὶ αὐτοὶ κεκαλυμμένοι!...
Οἴμοι, υἱέ μου Ἰησοῦ, ποῦ σου ἡ ὡραιότης,
ποῦ σου τὸ κάλλος, τέκνον μου, καὶ ποῦ οἱ ὀμορφιές σου;
Ἄπνουν σὲ βλέπω, τέκνον μου, τὸν ποιητὴν τοῦ κόσμου,
15
νεκρόν, γυμνόν, ἀνίδεον , ἄδικα σταυρωμένον
καὶ πληγωμένον, τέκνον μου, καὶ τὸ κορμὶν δαρμένον,
τὰ ἐμπτύσματα τὸ πρόσωπον γεμάτον καὶ τὰ γέλια
καὶ τὸ κεφάλιν τ’ ὄμορφον τριγύρου ματωμένον,
μὲ τὲς ἀκάνθες τὲς πικρές, φεῦ μοι, στεφανωμένον·
20
τὰς χεῖρας ὁποὺ ἔπλασαν τὸν ἄνθρωπον στὸν κόσμον
ἐξηπλωμένας στὸν σταυρὸν βλέπω καὶ τρυπημένας,
μὲ τὰ καρφία τὰ δολερὰ ἔχουσι καρφωμένας·
οἱ πόδες οἱ ἀμόλυντοι καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ καρφία
προσηλωμένοι φαίνονται· ἀλλὰ τῇ σῇ σοφίᾳ
25
οὐ χωρισμένους ἔστησας, ἀλλὰ ὁμοῦ τοὺς δύο,
Μετά το πρώτο τμήμα, στο οποίο η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό, μεσολαβεί ένα ρητορικό ερώτημα (στ. 27-29) και κατόπιν αρχίζει ένα εκτενές χωρίο, όπου απευθύνεται στους Ιουδαίους (στ. 30-83). Το τμήμα αυτό περιέχει πρώτα μια προσφώνηση στην πόλη του Ισραήλ (στ. 30-32), ύστερα στους Ιουδαίους (στίχ. 33-35) και, τέλος, σε ολόκληρο το γένος (στ. 36-83). Η Θεοτόκος ρίχνει όλο το φταίξιμο για τον χαμό του γιού της στους Ιουδαίους και μέσω μερικών ερωτήσεων προσπαθεί να δείξει το μέγεθος της αδικίας που εκείνοι έχουν διαπράξει.
Ακολουθούν διαδοχικά οι προσφωνήσεις στον ήλιο, στον ουρανό, στη σελήνη, στα αστέρια, στη γη, στη θάλασσα, στα βουνά, στα όρη και στα λαγκάδια (στ. 84-100), και παρεμβάλλεται μια σχετικά σύντομη αποστροφή στον Χριστό (στ. 101-111), στην οποία ο νοηματικός πυρήνας φαίνεται πως είναι η επιθυμία της Θεοτόκου να κατέβει ζωντανή στον Άδη.
[101]
|
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,
πῶς νὰ σὲ θέσω, τέκνον μου, στὸ μνῆμα, νὰ μισέψω ,
ἢ πῶς <ἐγὼ> χωρὶς ἐσὲν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω,
πῶς νὰ γυρίσω ἡ ταπεινὴ ξένη καὶ πονεμένη,
| ||||||||||||||||||||||||||
105
|
ἢ πῶς νὰ ζήσω, τέκνον μου, ἡ παραπονεμένη;
Λέγω νὰ μπῶ στὸ μνῆμα σου, νά ’μαι μ’ ἐσὲν ὁμάδι ,
καὶ νὰ κατέβω σύψυχη , συζώντανη στὸν Ἅδην,
νὰ δείρω ’κεῖ τὰ στήθη μου εἰς τοὺς προπάτοράς μου,
τὴν Εὔαν καὶ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὁπού ’σαν πρόγονοί μου,
| ||||||||||||||||||||||||||
110
|
καὶ νὰ βοήσω θλιβερὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς νὰ κράξω:
Αφού απευθύνθηκε πρώτα στα επίγεια (ουρανό, γη κ.τ.ό.) και εξέφρασε την επιθυμία της να κατέβει κάτω στον Άδη για να δείξει τον πόνο της, η Θεοτόκος απευθύνεται τώρα στους προγόνους: στον Αδάμ (στ. 112-115), στον Κάιν (στ. 116-118), στον Αβραάμ (στ. 119-128), στον Ιακώβ (στ. 129-135) και στον Μωυσή (στ. 136-144).
Αμέσως μετά ακολουθεί η αποστροφή στους χριστιανούς (στ. 145-153), τους οποίους παρακινεί να προσκυνήσουν για να λυτρωθούν, δεόμενοι για τη σωτηρία των ψυχών τους. Έπεται η δέηση των χριστιανών (στ. 154-182), στην οποία "απαντά" ο Χριστός ευλογώντας τους πιστούς (στ. 182-192) και στην κατακλείδα αυτή εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα όλου του ποιήματος.
|