Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Θρήνος της Θεοτόκου

Κομνήνεια ζωγραφική (β' μισό 12ου αι.) Σταθμό αποτελούν οι τοιχογραφίες της Μονής. Αγ. Παντελεήμονος στο Νέρεζι


Το ποίημα απαρτίζεται από 192 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, γράφτηκε από τον κρητικό (φιλενωτικό) ιερέα Ιωάννη Πλουσιαδηνό στα τέλη του 15ου αιώνα και φαίνεται πως μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τα δημοτικά τραγούδια (μοιρολόγια) της ίδιας εποχής. Το κείμενο έχει τη μορφή ενός θρήνου της Θεοτόκου για τα Πάθη του Χριστού.

f. 199r 
             [1]

Οἴμοι , γλυκύτατε υἱέ, οἴμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου,
Οἴμοι, φωσφόρε βασιλεῦ, οἴμοι, γλυκιά μου ἀγάπη,
τέκνον μου ποθεινότατον , τέκνον ἠγαπημένον!
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,

                   
               5
ὦ τέκνον μου γλυκύτατον, ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
ὁμίλησόν μοι, τέκνον μου, τῆς ταπεινῆς σου μάνας!
Μήνα κοιμᾶσαι, τέκνον μου, ὕπνον βαθὺν καὶ μέγαν,
κ’ ἐκλείσασιν οἱ ὀφθαλμοὶ κ’ ἐσώπασεν τὸ στόμα;
Τὸ στόμα τὸ σοφώτατον κατέπαυσεν , υἱέ μου,

             10
κ’ ἡ γλώσσα ἡ γλυκύτατη μὲ τὰ γλυκέα της λόγια,
οἱ ὀφθαλμοί σου, δέσποτα, καὶ αὐτοὶ κεκαλυμμένοι!...
Οἴμοι, υἱέ μου Ἰησοῦ, ποῦ σου ἡ ὡραιότης,
ποῦ σου τὸ κάλλος, τέκνον μου, καὶ ποῦ οἱ ὀμορφιές σου;
Ἄπνουν σὲ βλέπω, τέκνον μου, τὸν ποιητὴν τοῦ κόσμου,



             15
νεκρόν, γυμνόν, ἀνίδεον , ἄδικα σταυρωμένον
καὶ πληγωμένον, τέκνον μου, καὶ τὸ κορμὶν δαρμένον,
τὰ ἐμπτύσματα τὸ πρόσωπον γεμάτον καὶ τὰ γέλια
καὶ τὸ κεφάλιν τ’ ὄμορφον τριγύρου ματωμένον,
μὲ τὲς ἀκάνθες τὲς πικρές, φεῦ μοι, στεφανωμένον·

             20
τὰς χεῖρας ὁποὺ ἔπλασαν τὸν ἄνθρωπον στὸν κόσμον
ἐξηπλωμένας στὸν σταυρὸν βλέπω καὶ τρυπημένας,
μὲ τὰ καρφία τὰ δολερὰ ἔχουσι καρφωμένας·
οἱ πόδες οἱ ἀμόλυντοι καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ καρφία
προσηλωμένοι φαίνονται· ἀλλὰ τῇ σῇ σοφίᾳ



             25
οὐ χωρισμένους ἔστησας, ἀλλὰ ὁμοῦ τοὺς δύο,
ἵνα ἑνώσης ἐν μιᾷ πίστει λαοὺς τοὺς δύο.
Μετά το πρώτο τμήμα, στο οποίο η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό, μεσολαβεί ένα ρητορικό ερώτημα (στ. 27-29) και κατόπιν αρχίζει ένα εκτενές χωρίο, όπου απευθύνεται στους Ιουδαίους (στ. 30-83). Το τμήμα αυτό περιέχει πρώτα μια προσφώνηση στην πόλη του Ισραήλ (στ. 30-32), ύστερα στους Ιουδαίους (στίχ. 33-35) και, τέλος, σε ολόκληρο το γένος (στ. 36-83). Η Θεοτόκος ρίχνει όλο το φταίξιμο για τον χαμό του γιού της στους Ιουδαίους και μέσω μερικών ερωτήσεων προσπαθεί να δείξει το μέγεθος της αδικίας που εκείνοι έχουν διαπράξει. 
Ακολουθούν διαδοχικά οι προσφωνήσεις στον ήλιο, στον ουρανό, στη σελήνη, στα αστέρια, στη γη, στη θάλασσα, στα βουνά, στα όρη και στα λαγκάδια (στ. 84-100), και παρεμβάλλεται μια σχετικά σύντομη αποστροφή στον Χριστό (στ. 101-111), στην οποία ο νοηματικός πυρήνας φαίνεται πως είναι η επιθυμία της Θεοτόκου να κατέβει ζωντανή στον Άδη.
        [101]
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,
πῶς νὰ σὲ θέσω, τέκνον μου, στὸ μνῆμα, νὰ μισέψω ,
ἢ πῶς <ἐγὼ> χωρὶς ἐσὲν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω,
πῶς νὰ γυρίσω ἡ ταπεινὴ ξένη καὶ πονεμένη,

          
  
         105
ἢ πῶς νὰ ζήσω, τέκνον μου, ἡ παραπονεμένη;
Λέγω νὰ μπῶ στὸ μνῆμα σου, νά ’μαι μ’ ἐσὲν ὁμάδι ,
καὶ νὰ κατέβω σύψυχη , συζώντανη στὸν Ἅδην,
νὰ δείρω ’κεῖ τὰ στήθη μου εἰς τοὺς προπάτοράς μου,
τὴν Εὔαν καὶ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὁπού ’σαν πρόγονοί μου,

         110
νὰ λυπηθῶ καὶ νὰ δαρθῶ, ὀδυνηρὰ νὰ κλάψω
καὶ νὰ βοήσω θλιβερὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς νὰ κράξω:

Αφού απευθύνθηκε πρώτα στα επίγεια (ουρανό, γη κ.τ.ό.) και εξέφρασε την επιθυμία της να κατέβει κάτω στον Άδη για να δείξει τον πόνο της, η Θεοτόκος απευθύνεται τώρα στους προγόνους: στον Αδάμ (στ. 112-115), στον Κάιν (στ. 116-118), στον Αβραάμ (στ. 119-128), στον Ιακώβ (στ. 129-135) και στον Μωυσή (στ. 136-144).
Αμέσως μετά ακολουθεί η αποστροφή στους χριστιανούς (στ. 145-153), τους οποίους παρακινεί να προσκυνήσουν για να λυτρωθούν, δεόμενοι για τη σωτηρία των ψυχών τους. Έπεται η δέηση των χριστιανών (στ. 154-182), στην οποία "απαντά" ο Χριστός ευλογώντας τους πιστούς (στ. 182-192) και στην κατακλείδα αυτή εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα όλου του ποιήματος.

         [154]
«Χριστέ, ὁποὺ ἐποῖκες οὐρανὸν κ’ ἐθεμελίωσες κόσμον,

           155
καὶ ὁποὺ ’πλασες τὸν ἄνθρωπον μὲ τὰ ἴδια σου χέρια,
καὶ τώρα τὰ ἐξάπλωσες εἰς τὸν σταυρὸν ἀπάνω,
καὶ ἐπληγώθης, Δέσποτα, πέντε πληγαῖς τὸ σῶμα,
χεῖρας καὶ πόδας, βασιλεῦ, καὶ τὴν πλευράν, Χριστέ μου,
διὰ νὰ σώσης, εὔσπλαγχνε, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,


                 
           160
συγχώρησον, ἐξάλειψον ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας,
ὁποὺ πιστεύομεν εἰς σὲ καὶ ὅλοι ὁμολογοῦμεν
τὴν γέννησιν, τὴν βάπτισιν, τὴν σταύρωσίν σου ταύτην,
πιστεύομεν καὶ τὴν ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασίν σου
καὶ τὴν φρικτὴν ἀνάληψιν εἰς οὐρανοὺς ἀπάνω,


           165
κἀκεῖθεν ἀναμένομεν δεύτερον νὰ σὲ δοῦμεν
κριτὴν φρικτὸν καὶ φοβερὸν μετὰ μεγάλης δόξης,
ὁποίαν ὀνομάζομεν δευτέραν παρουσίαν,
οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν, τοὺς τόπους νὰ ἑτοιμάζουν.
Εἰς τόπον τοῦτον, βασιλεῦ, εἰς τοῦ Δαυὶδ τοὺς οἴκους,

           170
θέλεις καθίσειν, ὕψιστε, κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου,
οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν δεξὰ καὶ ἀριστερά σου,
εἰς τὴν κοιλάδα τὴν φρικτήν, λέγω, τὴν τοῦ κλαυθμῶνος ,
τὰ ἔθνη ὅλα νά ’λθουσιν, τὰ γόνατα κλιμένα ,
ἐσὲν νὰ προσκυνήσουσιν ὡς ποιητὴν τοῦ κόσμου,

           175
οἱ δίκαιοι νὰ ἔλθουσιν μὲ παρρησίαν μεγάλην
στὴν δεξιάν σου νὰ σταθοῦν, νὰ χαίρωνται μετά σου,
οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν ἀριστεράν σου
μὲ στεναγμοὺς νὰ ἐκδέχωνται καὶ τὴν ἀπόφασίν σου.
Τότε, Χριστὲ παμβασιλεῦ καὶ ποιητὰ καὶ κτίστα,
  
           180

ἡμᾶς, ὁποὺ δακρύσαμεν τώρα τὴν σταύρωσίν σου,
θεράπευσον ὡς εὔσπλαγχνος μὲ τὴν γλυκεῖαν φωνήν σου,
ἐκείνην τὴν πανθαύμαστον: Δεῦτε, εὐλογημένοι 
τοῦ ἀοράτου μου πατρὸς κἀμοῦ τοῦ σταυρωθέντος,
ἔλθατε ὅλοι σήμερον, ἐγὼ νὰ σᾶς πληρώσω

           185
τὰ δάκρυα ὁποὺ ἐχύσετε δριμέα στὴν σταύρωσίν μου·
τὴν βασιλείαν δίδω σας καὶ τὸν παράδεισόν μου
καὶ τὴν οὐράνιον χαρὰν μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους
νὰ χαίρεσθε, ν’ ἀγάλλεσθε καὶ νὰ κληρονομῆτε,
ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου, τὸ ἅγιον μου πνεῦμα,

           190
Τριάδα νὰ λατρεύετε καὶ νὰ δοξολογῆτε
ἀθάνατον, ἀΐδιον Θεὸν καὶ βασιλέα,
καὶ μετὰ μᾶς νὰ χαίρεσθε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας’».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου