Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

«Χάιντεγκερ και μέτρηση: Δοκιμή φιλοσοφικής διερεύνησης της διαδικασίας της μέτρησης»



ΔΗΜΟΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Β/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΟΥΝ
  
Διημερίδα με θέμα:
«Φιλοσοφία και Επιστήμη. Μία διαχρονική συνάντηση»
1 Δεκεμβρίου-2 Δεκεμβρίου 2018
     ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ[1]

«Χάιντεγκερ και μέτρηση: Δοκιμή φιλοσοφικής διερεύνησης της διαδικασίας της μέτρησης»

[Θα ήθελα ξεκινώντας να τονίσω ότι δίδεται μια ειδική διάσταση στη μετρολογική προσπάθεια μέσω του μετρολογημένου ποιητικού έργου Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου. Εκκινώ από τη γενικού χαρακτήρα θέση, όπως αντιλαμβάνομαι ότι έχουν τα πράγματα, πως η ίδια η γνώση μαρτυρεί και κατ’ αλήθειαν «επιβάλλει» το μετοχικό χαρακτήρα της, πως  Η γνώση είναι μετοχή. Κι αν έτσι, τότε η γνώση έχει και κοινωνικό, ασφαλώς, χαρακτήρα και κοινωνήσιμο κυρίως. Όπως, δηλαδή, η φυσική, τα μαθηματικά, η χημεία κλπ, πεδία «καθαρής» και θετικής επιστημονικότητας…, παράγουν αυτοκίνητο, τρένο, διαστημόπλοιο και κινητό τηλέφωνο, καθιστώντας έτσι την επιστημονική γνώση άμεσα και χειροπιαστά μεθεκτή και αφορώσα πρακτικά το κοινωνικό σώμα, η οποία γνώση, παράλληλα, επιβεβαιώνει εν τοις πράγμασι την εγκυρότητά της (…), έτσι και ένα καλλιτεχνικό έργο, εν προκειμένω μια ποιητική συλλογή, ως κακώς είθισται να λέγεται, θέλησε και να μετρήσει και να μετρηθεί για να γίνει, να καταστεί ΜΕΘΕΚΤΗ, για να κοινωνηθεί. Και αναζήτησε το πώς, φλεγόμενη να υπάρξει σχέση κοινωνίας μεταξύ δύο παραγόντων : δημιουργού και αποδέκτη του δημιουργήματος. Θεωρώ πως με αυτά τα 2-3 λόγια κατέστη άμεσα και αμέσως ορατός ο σκοπός, το προς-τί (αμφότερες σημαντικότατες λέξεις εν όψει του Νοήματος), που ώθησε αυτή την ανάγκη μετρήσεως κάτινος, που άλλος δεν είναι, επαναλαμβάνω, από την ανάγκη να κοινωνηθεί κάτι και να διερευνηθεί ο ΤΡΟΠΟΣ για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Νομίζω ότι αυτή είναι, αυτονοήτως, μια απλή φυσική ανάγκη. Καταφάσκω απολύτως στη λεγόμενη αφηρημένη γνώση και στην όποια απόλαυση προσφέρει, αλλά η ενεργώς μετοχική εμπειρία στη γνώση, το ίδιο το εμπειρικό βίωμα, είναι άλλης τάξεως… Θα έλεγα πως ομνύει και θυσιάζει στον «θετικισμό» που εκπέμπει το Υπαρκτό με απόλυτους όρους αυστηρής… επιστημονικότητας.
[
 
Η φιλοσοφίας της μέτρησης και η ίδια η μέτρηση στο έργο Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου αποβλέπει στην πρόσληψη. Το προσληπτό βλέπει μόνον σε γνωσιολογικό (αν θέλετε νοητικό ;…) κεκτημένο/δεδομένο ; Ναι. Αλλά μόνον ; Όχι, καθώς αφ’ εαυτού ως ΜΕΤΡΗΜΕΝΗ με χ κριτήρια μέτρησης μονάδα, επιζητεί να παραπέμψει τον κοινωνό της σε μια ΕΦΑΡΜΟΓΗ αυτής της μέτρησης (δείτε την σαν έναν ελαστικό και εύκαμπτο μαθηματικό τύπο…) στη ζωή του, γεγονός που θα τον οδηγήσει στην εμπειρική βίωσή της. Παράλληλα, θα του δημιουργήσει, ασφαλώς, νοητικά μιαν αντίστοιχη αντίληψη για τα πράγματα. Επ’ ουδενί στατική. Αντιθέτως, είναι κινούμενη και κινητική, όπως όλος ο αριστοτελικός, ας πούμε, κόσμος, ακριβώς για να εφαρμόζεται με άπειρες παραλλαγές και διαφοροποιήσεις παντού. Τη μετρητική μονάδα που προτείνει το έργο Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου θα την ονόμαζα, με μια λέξη, …στατικά κινούμενη μονάδα μέτρησης, όσο κι αν αυτό ακούγεται αντιφατικό και παραπέμπει σε πολεμική αντινομία. Στατικά κινούμενη μονάδα μέτρησης, αφενός διότι εμπλέκει ενεργά τον «παρατηρητή» (στην προκειμένη περίπτωση τον αποδέκτη/κοινωνό του ποιήματος), και αφετέρου διότι οι άξονες από τους οποίους εξαρτάται και συναρτάται δεν παρουσιάζουν αμεταβλησία και σταθερότητα, αλλά υπόκεινται σε διαρκή αλλαγή και είναι κινούμενοι. Ωστόσο, στατικό και αμετάβλητου χαρακτήρα είναι το υπόδειγμα, ο τύπος μέτρησης που εισηγείται, που ερείδεται σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική θεώρηση των περί την Τέχνη και του Υπαρκτού, των όντων δηλαδή ως τέτοιων.
 Θεωρώ ότι ο προβληματισμός και μόνο που τίθεται εδώ με αφορμή ένα έργο τέχνης για το πώς μεταλαμβάνεται κάτι (εδώ ένα λογοτεχνικό/ποιητικό έργο) με εργαλείο τη μέτρηση, είναι αυτό που αξίζει πάνω απ’ όλα. Απαντήσεις ποικίλες θα δοθούν. Επιβάλλεται. Όμως, θα είναι ΕΝΤΟΣ του αυλακιού που αυτός ο προβληματισμός άνοιξε. Ξέρετε, βασανιζόμαστε ΚΑΙ στη Τέχνη, όπως άλλοι στα μικροσκόπια και τα τηλεσκόπια… Και θα έλεγα ότι αναζητεί και η Ποίηση… «στοιχειώδη» σωμάτια, κάνει και η ίδια τη δική της σωματιδιακή έρευνα πατώντας, κρίνω, σ’ ένα πολύ πιο ολισθηρό έδαφος από εκείνο της Φυσικής : τον (αναπόδεικτο) αέρα (που περί γαίαν ειλίσσεται…). Και ο μετεωρισμός εξ αυτού ; Πάθος δια βίου. Ας είναι. Στο σημείο αυτό και πριν προχωρήσω παρουσιάζω, για τους ενδιαφερόμενους, τους συνδέσμους δημοσιεύσεων που αφορούν στο μετρολογικό δοκίμιο και στο προαναφερθέν ποιητικό έργο : 





Η υπόρρητη αντίληψη, αν θέλετε, που κεντρίζει την επιθυμία να μετρηθεί ένα έργο τέχνης είναι ότι η «μετοχή συνιστά υπαρκτικό γεγονός» και «είναι ένωση με το γινωσκόμενο»[2]. Ξεπερνά την απλή πιστοποίηση που αφορά σε χ αντικείμενο και επεκτείνεται στη σχέση μαζί του. Νομίζω ότι η ίδια η γνώση «δικαιώνεται» από τη μετοχή εις τι ή εις ποιόν, κι αυτό το αναγνωρίζει, κρίνω, η Επιστήμη, μόνο που χρησιμοποιεί έναν άλλο όρο για να περιγράψει το γεγονός της εμπειρικής πιστοποίησης (και συνακόλουθα μετοχής…) : επαλήθευση. Επί την αλήθεια. Άριστη ορολογία. Στη συνάφεια αυτή θέλω να θέσω στην κρίση σας κάποιες θεματικές προς διερεύνηση που ανασύρω από το συρτάρι μου, οι οποίες ούτε ποτέ δημοσιεύθηκαν, ούτε και έχουν υποστεί μέχρι τώρα πλήρη επεξεργασία αλλά θέτουν, νομίζω, ερωτήματα και προκαλούν, ελπίζω, προβληματισμό. Τις οποίες, όμως, δεν θα αναπτύξω καθόλου σήμερα και θα τις αφήσω να ηχούν τους υπαινιγμούς τους: 1Σχέση μέτρου-μεγέθους (Το μέτρημα είναι μια οικείωσις ενός χ αντικειμένου, το οποίο πάντα έχει ένα χ μέγεθος ; Η μέτρηση, δηλαδή, ως σχέση ;). 2. Έχει ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ η μέτρηση ; Όχι δεν εννοώ αν μετρά το περιβάλλον, όχι. Αλλά αν η ίδια συντελείται ΣΕ περιβάλλον, ΜΕ περιβάλλον, ΑΠΟ περιβάλλον… ΑΝ έχει περιβάλλον, τότε το έχει… ΟΥΣΙΩΔΩΣ ; 3.Τι θα σήμαινε αποτυχία της μέτρησης ; Αποτυχία πώς, σε τι, προς τι ; Αποτυχία είναι η μη σύλληψη του λεγομένου αντικειμένου ;… 4.Η μέτρηση είναι ή μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστοιχία ιδιοτήτων χ αντικειμένων, έτσι ώστε με χ τρόπο να τα οικειωθούμε και να μετάσχουμε σ’ αυτά ; 5. Η ακρίβεια στη μέτρηση είναι η είσοδος μετοχής στο αντικείμενο; 6. ΠΩΣ μπορεί στην Τέχνη να εντοπισθεί Μέγεθος (!!!) ώστε να μετρηθεί ; 7. Το μέγεθος στην τέχνη γίνεται από τον ΤΡΟΠΟ μεταφοράς κάτινος στο πεδίο της ; 8. ΠΩΣ μετριέται η «αριστοτελική» Πράξη που έχει μέγεθος ; (αναφέρομαι στον περίφημο ορισμό της τραγωδίας από την Ποιητική του Αριστοτέλους). Και ποιο το μέγεθός της ; Πώς ορίζεται αυτό ; Γιατί θεωρείται μέγεθος ; Η ποσότητα στην τέχνη έχει μεν άπειρο αριθμό βαθμών, όμως σκοπό της έχει να γίνει συγκεκριμένη ποιότητα, η οποία συγκεκριμένη ποιότητα θα έχει ΕΝΑΝ και μόνο βαθμό ; !!!! 9. Κρίνω πως η μέτρηση προϋποθέτει πάντα ένα ΕΑΝ. Το οποίο αφορά στα ίδια τα αντικείμενα, δλδ αυτό το ΕΑΝ είναι απροσδιόριστο σε τελική ανάλυση, αφού τα αντικείμενα δεν είναι στατικά. Είναι ορθή αυτή η προσέγγιση ; 10. Είναι ο χ χώρος θεμελιώδης συνάρτηση της ακριβούς μέτρησης ; (όμως ας σκεφτούμε ότι ο χώρος στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι πρόχειρα παρεχόμενος, ούτε και η εξομοίωση του (εν Τέχνη), κάποτε, μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως τις φυσικές συνθήκες …).
Δεν προχωρώ βήμα. Αφού έχει εκτεθεί ήδη, έστω και στις γενικές του γραμμές, το περιεχόμενο της φιλοσοφίας της μέτρησης, που ενώνει, προφανώς, ως εξετέθη τα πεδία της Επιστήμης-Φιλοσοφίας, θα εξαντλήσω το υπόλοιπο της εισήγησης στο να μιλήσω όσο πιο πρακτικά γίνεται και να καταστήσω, όσο μπορώ, σαφές το θέμα. Εν όψει της δημιουργίας ενός ποιητικού έργου αναζητήθηκε ΧΩΡΙΣ προειλημμένη απόφαση ή κάποιο έτοιμο υπόδειγμα
]1
.Η μορφολογία του έργου
2.Κρίθηκε κατάλληλη η μορφή του έπους, το οποίο θα διαρθρωνόταν σε Άσματα
3.Η μορφολογία επιλέχθηκε ως προσφυέστατη λόγω ενός γεγονότος (εποποιίας), δηλαδή κάτινος μεγάλου, μεγαλοπρεπούς, ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ, για να θυμίσω έναν αριστοτελικό όρο («…η εποποιία… μίμησις είναι σπουδαίων», βλ. Αριστ. Ποιητική 1449b). Είχα δηλαδή την πρώτη ένδειξη ΜΕΤΡΟΥ.   
4. Αφού είχα εντοπίσει το ΜΕΓΕΘΟΣ της ΠΡΑΞΕΩΣ υποδεικνυόταν ένα ΕΙΔΟΣ, δηλαδή υποδεικνυόταν εντελώς ΦΥΣΙΚΑ η ΕΚΤΑΣΗ και το ΕΚΤΕΝΕΣ. Θα πρέπει να πω, όμως, ότι αυτό υποκρύπτει το ερώτημα : μια χ Πράξη φέρει (αναγκαστικά) πάντα το αναζητούμενο, μετρητικά, οικείο της Μέγεθος, που αμφότερα οδηγούν, κατά την ενδεχόμενη αποτύπωσή τους στην χ μετρητική αποτύπωση, που με τη σειρά της οδηγεί στο χ συγκεκριμένο Είδος ;
8
5. Το Μέγεθος, ο Όγκος του Έπους έθετε σχεδόν εξαρχής προβλήματα μικρόκοσμου-μακρόκοσμου, σωματιδιακής (ποιητικής) Φυσικής αφενός και γαλαξιακών, αν όχι συμπαντικών…, διαστάσεων αφετέρου. Εννοώ ότι το Μέγεθος ήταν ανάγκη να καταστεί ΠΡΟΣΛΗΠΤΟ, να μετέχεται άμεσα και συνακόλουθα να «στηθεί» μινιμαλιστικά. Έτσι,
6.Κατέτμησα (διέσπασα το «άτομο» δηλαδή…) τα συστατικά του άσματος αφενός θραύοντας τον Όγκο/Μέγεθός του και στη συνέχεια κατέτμησα το Έπος (διέσπασα και αυτού το «άτομο» δηλαδή…) με την αρίθμηση Ασμάτων (Ραψωδιών, αν προτιμάτε), με όχι άλλον ΣΚΟΠΟ, επαναλαμβάνω, από την προσοικείωση/μετοχή του Μεγέθους μέσω της σμίκρυνσής του και της ελαχιστοποίησής του (της εμφάνισης τής σωματιδιακότητάς του δηλαδή…), η οποία, παράλληλα, τείνει να συμπυκνώνει ακέραιο το όλον και το Μέγεθος και να το εξεικονίζει στην πλέον βαθειά και καίρια πυρηνικότητά του. Θυμίζω και πάλι, ως βοήθεια για τη σκέψη μας, την αριστοτελική άποψη για το Επος σε σχέση με το Μέτρο : «μετά μέτρου λόγω μίμησις είναι», 1449b, διαθέτει εγγενώς ΜΕΤΡΟ δηλαδή, και το σπουδαιότερο, όπως θα φανεί και από τα αμέσως παρακάτω, ότι κατά Αριστοτέλη (και δεν έχει καθόλου άδικο): «η δε εποποιία αόριστος» (βλ. ενθ. αν. 1449b), δηλαδή δεν παρέχεται μονολιθικά και τελεσίδικα κάποιο απολυτοποιημένο Μέτρο. Είναι αυτονόητο, νομίζω, εδώ ότι εισερχόμαστε στην απροσδιοριστία των μετρήσεων.
7.Κατατμώντας το Έπος και τα Άσματα που το διαρθρώνουν αναζητήθηκε η ακέραιη ποιητική μονάδα, η «μικροσωματιδιακή» αυτοτελής και ακέραιη ποιητική μονάδα, που αν αναφαινόταν (ας πούμε δια του ποιητικού μικροσκοπίου…) θα καθιστούσε Προσληπτό αρχικά το Άσμα και το Άσμα, με τη σειρά του, το Έπος.
[] 8. Βασιζόμενος στο λόγο του Αριστοτέλη για «πρέπον μέγεθος» (δίχως ο Αριστοτέλης να το καθορίζει επαναλαμβάνω) αλλά και για «πείρα» (υπό τον ορίζοντα, υπολαμβάνω, μιας σχέσεως με αυτό τούτο το ΦΥΣΙΚΟ…, αφού η «φύσις διδάσκει» 1460a, - το πώς της μέτρησης υπολαμβάνω εγώ…), είχα κάθε δικαίωμα να συσχετίσω την «πείρα» με κάθε έννοια δημιουργικής και αποκαλυπτικής (ποιητικά ή μη…) σχετικότητας κι ακόμη να βασίσω αυτή τη σχετικότητα πάνω στο «πρέπον» (!!!), προσδίδοντάς της οντολογική προοπτική, δηλαδή μια μορφή θεμελίου στατικού που, μολαταύτα, …κινείται (μετρητικά κατά το φαινόμενον, και καλλιτεχνικά/φιλοσοφικά βάσει αυτής τούτης της μέτρησης).  
9.Για την εύρεση όλων αυτών των μετρικών μονάδων υπήρχε, αυτονόητα, η ανάγκη… «μικροσκοπίου». Το μικροσκόπιο που διαθέτει το ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ είναι ο οφθαλμός (ιδιότυπης ίσως φύσεως). Ο οφθαλμός θεωρεί το ΜΕΓΕΘΟΣ μιας ΠΡΑΞΕΩΣ και συνεπώς εν προκειμένω το πράττειν του Μεγ. Αντωνίου, το συγκεκριμένο αυτό πράττειν, ήταν εκείνο που όρισε και το μέγεθος και το είδος (εποποιία) και το ενιαίο του ποιητικού εδώ τρόπου (μια που το στιγμιαίο μήκος μια πράξεως είναι πάντα κάτι ενιαίο).
[στην παρούσα διαφάνεια βλέπουμε τη προσεπιμαρτύρηση του Heidegger τόσο για το φιλοσοφείν στο ποιείν, όσο και για το μετράν στο ποιείν/οικείν, αλλά παράλληλα και για το φιλοσοφείν επί της μετρολογίας/μετρητικής. Παρατίθεται εδώ ως απλά μια σύγχρονη αναφορά, επιβεβαιωτική των αρχαίων αριστοτελικών υποψιασμών.] Ο Οφθαλμός (το ποιητικό μικροσκόπιο) μέτρησε το ΜΗΚΟΣ μιας πράξεως. Και «έστησε» την σωματιδιακή ποιητική μονάδα. Σπεύδω να τονίσω ότι το Μέγεθος δεν είναι κάτι αυθαίρετο και τυχαίο (κάτι που δεν νοείται «οπόθεν έτυχεν άρχεσθαι μηθ’ όπου έτυχε τελευτάν»), όπως κάποιος, ανοήτως, θα νόμιζε εξισώνοντας ή εξομοιώνοντας την αυθαιρεσία με την απροσδιοριστία και με το δομικά εκάστοτε των μετρήσεων. Η απροσδιοριστία των μετρήσεων, η ολότελα ακριβής επί του συγκεκριμένου και εκάστου…, δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί αυθαιρεσία και τυχαιότητα. Απλουστεύοντας την εκφραστική μου, εννοώ πως ΔΕΝ υφίσταται αυθαιρεσία στο μικροσκόπιο.
[] 10. Το κριτήριο που όρισε ποια θα είναι η ελάχιστη δυνατή ποιητική μονάδα, δηλαδή ποιο το ποίημα αστραπή, είναι ο Χρόνος. Ο Χρόνος νοούμενος ως τα ακραία σημεία της νοητής ευθείας ενός γεγονότος. Υπό την νόμιμη “αυθαιρεσία” πάντοτε του ποιητικού βλέμματος, το οποίο καθορίζει αυτά τα σημεία και οριοθετεί την αρχή και το τέλος τους. Η μέτρησή μου, η εκ μέρους μου τμηματοποίηση του Άσματος, οφείλω επιπροσθέτως να τονίσω πως είναι θεμελιωδώς εικονολογική.
[ Θα σταματήσω εδώ. Στα μισά των εν τω ποιητικώ εργαστηρίω πεπραγμένων. Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης και στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που τίθενται δεν είναι δυνατόν να εκτεθεί στην πληρότητά του το μετρολογικό/φιλοσοφικό εγχείρημα που υποβαστάζει ένα ποιητικό έργο. 
                                                                                            Κρίνω    καλύτερο να κλείσω με την παράθεση κάποιων παραδειγμάτων  
[] επιτροχάδην και δυστυχώς σχηματικά και τηλεγραφικά,  τονίζοντας όμως πρώτα ότι ήταν εμφανές
στο εγχείρημα μου πως το σωματίδιο νοηματίζεται από το όλον, πως το όλον εξασφαλίζει το νόημα του σωματιδίου και η σχέση μεταξύ των δύο είναι (επιτρέψτε μου τον όρο) …σωτηριολογική.  Ευχαριστώ.
 και κλείνοντας γίνεται η
   


©ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ




[1] Η παρούσα εισήγηση αποτελεί συνοπτική μα και τρόπον τινά επεξηγηματική παρουσίαση των διαλαμβανομένων χώρα στην εισήγηση των Βασίλη Κωνσταντούδη – Στάθη Κομνηνού κατά το 6ο Τακτικό Εθνικό Συνέδριο Μετρολογίας (13-14 Μαΐου 2016) (βλ. πρόσφατη δημοσίευση στο CANTUS FIRMUS http://cantfus.blogspot.com/2018/12/blog-post_17.html, προσπελάστηκε 30-12-2018). Δημοσίευση ολόκληρης της τότε εισηγήσεως μα και του μετρολογικού δοκιμίου που προτάσσετο του ποιητικού έργου Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου, μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει στoυς ακόλουθους συνδέσμους (προσπελάστηκαν στις 6/12/2018) : https://www.academia.edu/24255390/ΒΑΣ , https://www.academia.edu/20001770/ΣΤΑΘΗ_ΚΟΜΝΗΝΟΥ_ΟΙ_ .
  
[2] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Χάϊντεγκερ και Αρεοπαγίτης, σελ.109, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ


της Νότας Χρυσίνα
"Κοπιάστε στο τραπέζι μας"


Να παρακολουθείς την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας 2004 είναι μια συγκινητική στιγμή, μια στιγμή υπερηφάνειας, γεμάτη ρίγη ανατριχίλας. Δεν είναι λίγο να βλέπεις να περνούν μπροστά στα μάτια σου όλες οι ταυτότητες που «ντύθηκε» το ελληνικό έθνος για να υπάρξει ως σύγχρονο ελληνικό κράτος. Από τη φουστανέλα μέχρι το αστραφτερό φόρεμα της Βίσση, από τα δημοτικά μας τραγούδια που εμψύχωναν τα παλικάρια μας που πήγαιναν στον πόλεμο μέχρι τα σύγχρονα λαϊκά που εμψυχώνουν τα σημερινά περήφανα ελληνόπουλα πάνω στις πίστες της παραλιακής με το σύνθημα «Καραπιπερίμ καραπιπερίμ άσε πια τα πλούτη και τον Ιμπραήμ». Ολυμπιακοί αγώνες, θα μου πείτε, πρέπει να περάσουν ειρηνικά μηνύματα. Δεν θέλουμε πόλεμο αλλά τραγούδια και χορούς. «Ας κρατήσουν οι χοροί» προτρέπει ο Σαββόπουλος ο εθνικός μας εμψυχωτής και τολμώ να πω τολμηρός δημιουργός του συνθήματος «Χαλαρά». Βέβαια το ανατολίτικο παρελθόν μας, της νωχελικότητας και του ρομαντισμού το οποίο ενέπνευσε έναν Μπάυρον που ήρθε να πολεμήσει για την ελληνική επανάσταση, τιμάται δεόντως με το άσμα «Μαντουβάλα» και πλήθος χορευτικών. Οι Έλληνες σε όλες τις περιστάσεις χορεύουν και τραγουδούν. Είμαστε λαός «έξω καρδιά» και μάλιστα κάθε τόπος έχει και τον χορό του. Παράδειγμα οι Κρητικοί χορεύουν πεντοζάλι με τη λύρα, οι Πόντιοι κυκλικούς χορούς με νταούλι και ζουρνά, οι Νησιώτες χορεύουν σούστες και συρτά και με περηφάνεια φορούν τις στολές τους με τις οποίες αντιμετώπισαν τον Τούρκο πασά πριν γίνουμε έθνος. Αλλά κι αργότερα που γίναμε έθνος το τραγούδι μας έβγαλε έναν νταλκά καθώς ποτέ δεν είχαμε χρήματα και ένα ρεμπέτικο τραγούδι στο λιμάνι του Πειραιά που η αοιδός «δεν βρήκε άλλο λιμάνι τρελή να την κάνει σαν τον Πειραιά» μας αναπτέρωνε το ηθικό. Με το δίκιο της διότι τα ναυτάκια από τα πλοία έδεναν στον Πειραιά και η Ελλάδα έχει παράδοση στο ναυτικό. Κι ως χώρα της φιλοξενίας που είμαστε αγαπάμε τους τουρίστες που μας αγαπούν και αυτοί όταν επισκέπτονται τη χώρα μας τα καλοκαίρια. Τι συγκίνηση όταν ο πρόεδρος των ολυμπιακών αγώνων μίλησε ελληνικά και είπε «Ευχαριστούμι Ελλάντα». Εμείς έχουμε ευχαριστήσει του πάντες. Ακόμη και μέσα στη Βουλή των Ελλήνων. Διότι είμαστε λαός που κάποτε λάτρευε τον ξένιο Δία προστάτη της φιλοξενίας. Ακόμη και στα ομηρικά έπη φιλοξενούσαμε τους ξένους. Από εκεί κατάγονται και οι ολυμπιακοί αγώνες που μέχρι σήμερα μεταφέρουν το πνεύμα της ευγενούς ανταγωνιστικότητας, της συνεργασίας και όλα τα υψηλά ιδανικά. Αυτά τα ιδανικά τιμήσαμε με δάφνινα στεφάνια στα κεφάλια των αθλητών και των αθλητριών. Σήμερα οι φίλοι μας ευγενικά μας παραχώρησαν τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων που φιλοξενήθηκαν ξανά στη χώρα προέλευσής τους. Για εμάς τιμή μεγάλη που αναβίωσε το αρχαιοελληνικό μας παρελθόν που κάποτε μας χάρισε την ανεξαρτησία μας. Φοβάμαι, όμως, ότι σήμερα, που μπορούμε να κάνουμε έναν απολογισμό των πεπραγμένων αυτής της τιμής, μας άφησε τον φουσκωμένο λογαριασμό που πληρώνουμε και θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια. Αλλά ας κρατήσουν οι χοροί εμείς τους καλέσαμε και εμείς θα πληρώσουμε. Έτσι κάνουμε εμείς οι Έλληνες.



Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Δοκιμή για μια φιλοσοφική προσέγγιση της διαδικασίας της μέτρησης



Των Βασίλη Κωνσταντούδη και Στάθη Κομνηνού // *
6ο Τακτικό Εθνικό Συνέδριο Μετρολογίας (13-14 Μαΐου 2016)
«Καμία μέτρηση δεν γίνεται εν κενώ. Πάντα υπάρχει η αστάθμητη επίδραση του περιβάλλοντος και της ίδιας της μετρητικής διαδικασίας στο αποτέλεσμα της μέτρησης. Αυτή η επίδραση επάγει σφάλματα και καθιστά την επιδίωξη της απόλυτης ακρίβειας, αλλά και της επαναληψιμότητας της μέτρησης, ανέφικτη. Άλλωστε, κατά μία έννοια, ένα μεγάλο μέρος της μετρολογικής επιστήμης είναι αφιερωμένο στη θεωρητική και πειραματική αντιμετώπιση της ακρίβειας και του σωστού προσδιορισμού της αβεβαιότητας των μετρήσεων.»
 «Η Τέχνη πράττει, ζώντας φυσικώς μέσα στο μετρολογικό πεδίο και με τα δικά της εργαλεία, ό,τι πράττει και κάθε άλλος μετρολόγος σε οιοδήποτε γνωσιακό πεδίο ανήκει. Το σημαντικό, όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω, είναι ότι η Τέχνη έθεσε και εξακολουθεί να θέτει παραδείγματα μετρήσεων. Παραδείγματα μετρητικών διαδικασιών και παραδείγματα μετρητικών λειτουργιών, τα οποία στην περίπτωσή της είναι  ενσωματωμένα στο εκάστοτε έργο Τέχνης, και μάλιστα τα παραδείγματα αυτά προσκαλούν τους θεράποντες των θετικών επιστημονικών πεδίων σε άμεση μαθηματικοποίησή τους και εξακρίβωση της λειτουργικότητας αλλά και της αλήθειάς τους. Όλο αυτό το εν Τέχνη πραττόμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι διάφορο  της μετρητικής διαδικασίας που ακολουθεί οιοσδήποτε μετρολόγος, αφού όπως τονίσαμε παραπάνω, η μετρητική διαδικασία προσαρμόζεται στην ιδιαιτερότητα του εκάστοτε προς μέτρηση αντικειμένου.

Περίληψη

Στην εργασία αυτή δοκιμάζουμε μία φιλοσοφική προσέγγιση της διαδικασίας της μέτρησης με αφορμή το έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ «…Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…» και τις σχετικές αναφορές του στο μέτρο, το ποιείν και το κατοικείν του ανθρώπου. Ξεκινάμε με το ερώτημα περί μέτρησης και δείχνουμε τη σύνδεσή του με τη θεμελιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να  οικειωθεί τον άγνωστο κόσμο γύρω του μεταφράζοντάς τον σε μία σειρά αριθμών και μαθηματικών αναπαραστάσεων που προκύπτουν από τη μέτρηση. Στη συνέχεια, σχολιάζουμε δύο χαρακτηριστικά αυτής της αριθμητικής/μετρητικής δεξίωσης του κόσμου που υπονομεύουν την απολυτοποίησή της και την ανοίγουν σε ευρύτερες θεωρήσεις. Το πρώτο είναι η αναπόφευκτη διαμεσολάβηση της μετρητικής διαδικασίας και του σχεδιασμού της στο αποτέλεσμα της μέτρησης. Αυτή η διαμεσολάβηση όσο και αν ελαχιστοποιηθεί υφίσταται και ουσιαστικά καθιστά το μετρητικό αποτέλεσμα μία σύνθεση τού προς μέτρηση αντικειμένου με την ίδια τη μετρητική διαδικασία και όχι απλώς μία «αντικειμενική» αριθμητική αντιστοίχιση του πραγματικού μεγέθους. Το δεύτερο χαρακτηριστικό, που μπορεί να θεωρηθεί και μερική συνέπεια του πρώτου, είναι το ανέφικτο της απόλυτα ακριβούς μέτρησης, αφού πάντα υπεισέρχεται η αβεβαιότητα των τυχαίων ή μη επιδράσεων από το περιβάλλον της μέτρησης, αλλά και της ίδιας της μετρητικής διαδικασίας. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά μπορεί να οδηγήσουν στην υπόθεση ότι η επιστημονική μετρητική διαδικασία δεν εξαντλεί την αρχική στόχευση επίκλησης του μέτρου για οικείωση του κόσμου, αλλά αποτελεί μέρος ενός καθολικότερου εγχειρήματος που αναπτύσσεται και σε άλλες περιοχές της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Επιχειρούμε μία πρώτη ανίχνευση των ευρύτερων διαστάσεων της έννοιας του μέτρου με βάση  α)  το φιλοσοφικό σχολιασμό του Γερμανού φιλοσόφου Μ. Χάιντεγκερ στην ποίηση του Φ. Χαίλντερλιν, όπου αναδεικνύεται το μέτρο και η αναζήτησή του ως η βαθύτερη ουσία του ποιείν και της ποίησης και β) τη διερεύνηση της έννοιας του μέτρου στην τέχνη και καλλιτεχνική πράξη γενικότερα.
Απώτερος στόχος μας είναι η προετοιμασία μιας αμφίδρομα γόνιμης συνάντησης και συνδιαλλαγής της επιστημονικής θεώρησης του μέτρου με τη φιλοσοφική και καλλιτεχνική προσέγγισή του.

Λέξεις-Κλειδιά: Φιλοσοφία της μέτρησης, Ακρίβεια, Αβεβαιότητα, Χάιντεγκερ, Ποίηση.  
«Ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός :
εκείνος που πράττει, κι εκείνος που
βλέπει τον εαυτό του να πράττει»
(Μέρες Α΄, Γ. Σεφέρης) 
«…βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι…
(Α΄ Κορ. 13,12 Απ. Παύλος)
1.  Εισαγωγή

Κάθε τι που κάνει ο άνθρωπος μπορεί να εξετασθεί στη προοπτική δύο κατευθύνσεων: η πρώτη αφορά αυτό που κάνει καθαυτό, δηλ. τον όσο το δυνατόν πληρέστερο ορισμό της πράξης και ενέργειάς του, το πού αυτή αποσκοπεί (μια τελεολογία δηλαδή, με άλλα λόγια), τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει για να προσεγγίσει το ζητούμενο, τα κριτήρια αξιολόγησής που θέτει κλπ. Η δεύτερη είναι περισσότερο αναστοχαστική και αφορά στο τί μας φανερώνει αυτό που κάνει ο άνθρωπος για την ίδια τη φύση του ανθρώπινου υποκειμένου, τα χαρακτηριστικά του, την ιστορική εξέλιξή του. Μέχρι τώρα το σύνηθες είναι οι δύο παραπάνω κατευθύνσεις να θεωρούνται ανεξάρτητες μεταξύ τους και εκεί που διερευνάται η μία να αγνοείται ουσιαστικά η άλλη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια όλο και πιο έντονα διατυπώνεται η ανάγκη εντονότερης αλληλεπίδρασής τους ενόψει των νέων ανοιγμάτων και εμβαθύνσεων που αυτή μπορεί να προκαλέσει και στις δύο κατευθύνσεις κι αυτό, κρίνουμε, είναι μείζονος σημασίας και σπουδαιότητας.

Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να μεταφέρει τον παραπάνω προβληματισμό στη διαδικασία της μέτρησης, και χωρίς να αγνοεί την πρώτη κατεύθυνση, μάλιστα παίρνοντας αφορμή από αυτή,  να θέσει ερωτήματα και να μοιραστεί πρώτες σκέψεις στο πλαίσιο της δεύτερης αναστοχαστικής κατεύθυνσης. Αφορμή για την εργασία αυτή αποτέλεσαν οι σχετικές αναφορές περί μέτρου, μέτρησης, ποίησης και ανθρώπινου όντος του Μ. Χάιντεγκερ στο βιβλίο του «…Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…», στο οποίο ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος σχολιάζει την ποίηση του ρομαντικού ποιητή Φ. Χαίλντερλιν.
Η εργασία μας θα χωριστεί σε τρία μέρη που συζητούνται στις παραγράφους 2,3 και 4 αντίστοιχα. Στο πρώτο μέρος, θα θέσουμε το ερώτημα τι είναι η μέτρηση και θα το προσεγγίσουμε από φιλοσοφικής σκοπιάς εντάσσοντάς το στην ευρύτερη προσπάθεια του ανθρώπου να οικειωθεί τον άγνωστο κόσμο που τον περιβάλει. Στο δεύτερο μέρος θα συζητήσουμε δύο χαρακτηριστικά της διαδικασίας της μέτρησης (το ανέφικτο της απόλυτης ακρίβειας και τη συμμετοχή/συνέργεια της μετρητικής διαδικασίας στο αποτέλεσμά της) και θα τα θεωρήσουμε ως προκλήσεις για μία ευρύτερη αντιμετώπιση του μέτρου και της μέτρησης. Στο τρίτο μέρος, με αναφορά στο έργο του Χάιντεγκερ και γενικότερα στην έννοια του μέτρου στην τέχνη, θα αποπειραθούμε τη διερεύνηση αυτής της πρόκλησης για ευρύτερη εννόηση της αναζήτησης μέτρου από τον άνθρωπο.


2.  Τι είναι η μέτρηση

Μέτρηση είναι η αντιστοίχηση ενός αριθμού (ή περισσοτέρων) σε μία ιδιότητα ενός αντικειμένου ή γεγονότος. Η αντιστοίχηση αυτή γίνεται διαμέσου της σύγκρισής τους με αντικείμενα ή γεγονότα που η κοινότητα των επιστημόνων έχει αναγνωρίσει τις αντίστοιχες ιδιότητές τους ως μονάδες μέτρησης.  Σχηματικά η παραπάνω διαδικασία φαίνεται στο Σχ. 1. 


Σχήμα 1. Σχηματική αναπαράσταση της μετρητικής διαδικασίας που συνίσταται στη σύγκριση του προς μέτρηση άγνωστου μεγέθους με οικείο μέγεθος, το οποίο παίζει το ρόλο της μονάδας μέτρησης. Το αποτέλεσμα της μέτρησης που ποσοτικοποιεί την παραπάνω σύγκριση εκφράζεται με αριθμητικές τιμές.

 Από τον παραπάνω ορισμό είναι φανερό ότι βασικό συστατικό της πράξης της μέτρησης είναι η σύγκριση, η συσχέτιση αυτού που δεν γνωρίζουμε (ιδιότητα, μέγεθος ενός αντικειμένου ή γεγονότος) με κάτι που το γνωρίζουμε και το θεωρούμε οικείο, δικό μας. Κατά συνέπεια, η διαδικασία της μέτρησης μπορεί να εννοηθεί ως μία απόπειρα/πράξη οικείωσης του άγνωστου κόσμου και των διαφόρων όψεων ύπαρξής του (ιδιότητες), διαμέσου της συσχέτισής του με τον ήδη γνωστό κόσμο μας, όπως αυτός εκφράζεται σε ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε, σε τεχνική γλώσσα, μονάδες ή πρότυπα μέτρησης. Τα σημαίνοντα αυτής της σχέσης είναι αριθμοί και γενικότερα μαθηματικές αναπαραστάσεις που περιγράφουν το αποτέλεσμα της μέτρησης με ποσοτικό τρόπο. Με αυτή την έννοια μπορεί κάποιος να πει ότι η μέτρηση ουσιαστικά αφορά στην αριθμητική δεξίωση, από πλευράς του ανθρώπου, του άγνωστου κόσμου που κείται έξω από αυτόν και τα όρια της γνώσης του. Ο αριθμητικός χαρακτήρας αυτής της μετρητικής δεξίωσης συνήθως χαρακτηρίζεται ως ποσοτικοποίηση του μετρούμενου μεγέθους ή ιδιότητας. Αλλά τι σημαίνει αυτή η ποσοτικοποίηση; Ποσοτικοποίηση, διαμέσου της γλώσσας  των αριθμών και των μαθηματικών, σημαίνει απλά την «υπαγωγή» του μετρούμενου άγνωστου αντικειμένου και των ιδιοτήτων του στις προϋπάρχουσες κανονικότητες και δομές των αριθμών και του κόσμου τους. Αυτή η θεώρηση της ποσοτικοποίησης στη μέτρηση τη συσχετίζει με το γενικότερο ερώτημα της συσχέτισης μεταξύ μαθηματικής γλώσσας και φυσικής πραγματικότητας, πράγμα που έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων. Στην παρούσα εισήγηση δεν θα προχωρήσουμε σε αυτές, αλλά θα αναρωτηθούμε για τα όρια της ποσοτικής περιγραφής η οποία προκύπτει από τη μετρητική πράξη. Πιο συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι η περιγραφή αυτή εξαντλεί τη σημασία του μέτρου στην κατανόηση του κόσμου και στην οικοδόμηση της αληθινής σχέσης μαζί του.

Η πραγμάτευση αυτού του ερωτήματος αποτελεί το αντικείμενο της επόμενης παραγράφου. Σε αυτή θα σταθούμε σε δύο χαρακτηριστικά της μετρητικής διαδικασίας και πράξης, τα οποία υπαινίσσονται τα όρια της και ανοίγουν τον προβληματισμό σε ευρύτερες θεωρήσεις, όπου η συνάντηση με το φιλοσοφικό στοχασμό και την καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να είναι, και οφείλει να είναι…, γόνιμη.

Πριν όμως περάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, αξίζει να προσθέσουμε ακόμη ένα σχόλιο σχετικά με το σχ. 1 που φέρει τον μετρολογικό προβληματισμό κοντά στις σύγχρονες επιστημολογικές θεωρήσεις για τη συμμετοχή «εξω»-επιστημονικών παραγόντων στην εξέλιξη της επιστήμης.  Επαναλαμβάνουμε ότι ο ορισμός της μονάδας μέτρησης και ο χαρακτηρισμός της ως γνωστής είναι συνέπεια απόφασης της αρμόδιας επιστημονικής κοινότητας, δηλ. πηγάζει από ένα γεγονός κοινωνικής τάξης που σαφώς επηρεάζεται από τα επιστημονικά επιχειρήματα και τις σχετικές έρευνες,  αλλά δεν εξαντλείται σε αυτά. Άλλοι παράγοντες «εξω»-επιστημονικής προέλευσης (κοινωνικοί, οικονομικοί, γεωγραφικοί, ιστορικοί κ.α.) παίζουν ενίοτε τον δικό τους σημαντικό και κρίσιμο ρόλο στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να θεωρηθεί ότι επιρρωνύει τη γενικότερη πεποίθηση της πρόσφατης επιστημολογικής έρευνας ότι η αλληλεπίδραση κοινωνία ς και επιστήμης είναι πολύπλευρη και παίζει συχνά καθοριστικό ρόλο στην ίδια την εξέλιξη της επιστήμης. Ο Kuhn δεν θα αφίστατο, θεωρούμε, από μια τέτοια θέση και άποψη, και ο υπαινιγμός εδώ είναι, κρίνουμε, σαφής.


3. Χαρακτηριστικά και όρια της μετρητικής διαδικασίας

3.1 Συμμετοχή της διαδικασίας στο αποτέλεσμα της μέτρησης

Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε να μετρήσουμε μία σφαιρική προεξοχή σε μία επιφάνεια σε κλίμακα νανομέτρου με τη βοήθεια ενός Μικροσκοπίου Ατομικής Δύναμης (ΜΑΔ), που λαμβάνει μετρήσεις ύψους σαρώνοντας την επιφάνεια με μία πολύ μυτερή ακίδα (σχ. 2). Οι μετρήσεις λαμβάνονται σε συγκεκριμένα, προκαθορισμένα σημεία του οριζόντιου επιπέδου, που συνήθως ορίζουν ένα τετραγωνικό πλέγμα.  Όπως είναι φανερό από το σχήμα 2, το αποτέλεσμα της μέτρησης διαφέρει από την πραγματική τοπομορφία και αυτή η διαφορά οφείλεται στην επίδραση του πλάτους της ακίδας του μικροσκοπίου, το οποίο  εμποδίζει να ληφθούν ακριβείς μετρήσεις σε σημεία με απότομες μεταβολές ύψους. 



Σχήμα 2. Σχηματική αναπαράσταση της διαδικασίας της μέτρησης της τοπομορφίας μιας σφαιρικής επιφανειακής προεξοχής με μία ακίδα Μικροσκοπίου Ατομικής Δύναμης. Σημειώστε την καταλυτική επίδραση του σχήματος της ακίδας στο αποτέλεσμα της μέτρησης, η οποία το διαφοροποιεί σε σχέση με την πραγματική τοπομορφία.

 Αυτή η επίδραση του μετρητικού οργάνου ή της μετρητικής διαδικασίας δεν εμφανίζεται μόνο στις μετρήσεις του AFM, αλλά είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό κάθε μετρητικής διαδικασίας που συχνά κωδικοποιείται στη σχέση


Όπου : ΑΜ είναι το αποτέλεσμα της μέτρησης, ΜΔ η μετρητική διαδικασία και ΑΝ το αντικείμενο που μετράται. Το σύμβολο Ä εκφράζει τη συνέλιξη των δύο τελευταίων για να προκύψει το πρώτο. Η συνέλιξη εξαρτάται από την επιλογή της ΜΔ, οπότε καθίσταται κρίσιμη η προσαρμογή της ΜΔ στο εκάστοτε ΑΝ.

Έχουν γίνει και γίνονται πολλές ερευνητικές προσπάθειες να «λυθεί» αυτή η σχέση συνέλιξης ως προς ΑΝ με την αφαίρεση της επίδρασης της μέτρησης και τον χαρακτηρισμό του αντικειμένου ως έχει. Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες τους, η αφαίρεση δεν είναι ποτέ πλήρης, ενώ πάντα παραμένει το θέμα επικύρωσης της ισχύος των υποθέσεων στις οποίες αυτές οι μέθοδοι βασίζονται.  Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξέλιξη αυτού του προβλήματος είναι η πρόταση της υβριδικής μετρολογίας για σύνθεση διαφορετικών μετρητικών οργάνων και των δεδομένων τους, ώστε να επιτευχθεί πληρέστερος χαρακτηρισμός του μετρούμενου αντικειμένου.

Το ΑΜ εκφράζεται συνήθως με αριθμούς και αυτό δείχνει ότι η αριθμητική αναπαράσταση της μέτρησης όχι μόνο εκφράζει τη σχέση του μετρούμενου αντικειμένου με τα ήδη γνωστά πρότυπα και μονάδες (όπως τονίσαμε στην προηγούμενη παράγραφο), αλλά ότι επιπλέον προκύπτει από την αλληλεπίδραση της σχεδιαζόμενης από τον παρατηρητή μετρητικής διαδικασίας με το αντικείμενο που θέλουμε να μετρήσουμε. Με άλλα λόγια, οι αριθμοί «αναδύονται», κατά τη μετρητική πράξη, στην αλληλεπίδρασή μας με τα αντικείμενα που θέλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα δια της μέτρησης. Οι αριθμοί δεν εκφράζουν τις φυσικές ιδιότητες και μεγέθη ως αυτά έχουν (δηλαδή an sich, για να χρησιμοποιήσουμε μια καντιανή ορολογία που έχει διαπεράσει τη φιλοσοφία των νεωτέρων χρόνων), αλλά την αντανάκλασή τους στο κάτοπτρο της μετρητικής προσέγγισης. Συχνά, όχι μόνο οι αριθμοί αλλά και οι ίδιοι οι ορισμοί των φυσικών μεγεθών εξαρτώνται από τη διαδικασία μέτρησης που έχει ακολουθηθεί. Αυτό έχει οδηγήσει σύγχρονους ερευνητές στο χώρο της νανομετρολογίας  να προχωρήσουν στην πρόταση για διαδικαστικούς ορισμούς (procedural definitions) που ενσωματώνουν, πέρα από το προς μέτρηση μέγεθος, και τη διαδικασία μέτρησης καθεαυτήν. Μία σχηματική αναπαράσταση αυτής της ανάδυσης φαίνεται στο σχ.3 για το συγκεκριμένο παράδειγμα της μέτρησης μιας επιφάνειας με ΜΑΔ. Σε αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα της μέτρησης είναι ένας πίνακας που περιέχει τις μετρήσεις των υψών της επιφάνειας στους κόμβους ενός τετραγωνικού πλέγματος.

3.2 Το ανέφικτο της απόλυτης ακρίβειας

Καμία μέτρηση δεν γίνεται εν κενώ. Πάντα υπάρχει η αστάθμητη επίδραση του περιβάλλοντος και της ίδιας της μετρητικής διαδικασίας στο αποτέλεσμα της μέτρησης. Αυτή η επίδραση επάγει σφάλματα και καθιστά την επιδίωξη της απόλυτης ακρίβειας, αλλά και της επαναληψιμότητας της μέτρησης, ανέφικτη. Άλλωστε, κατά μία έννοια, ένα μεγάλο μέρος της μετρολογικής επιστήμης είναι αφιερωμένο στη θεωρητική και πειραματική αντιμετώπιση της ακρίβειας και του σωστού προσδιορισμού της αβεβαιότητας των μετρήσεων.
Το αναπόφευκτο της αβεβαιότητας σε κάθε μέτρηση οδηγεί στο ακόλουθο ερώτημα με χροιά τραγικότητας: Γιατί να επιδιώκουμε κάτι, όπως η απόλυτη ακρίβεια στη μέτρηση, το οποίο δεν είναι εφικτό και δεν θα είναι εφικτό ποτέ; Μήπως το μέτρο που αναζητούμε διαφεύγει των ορίων της επιστημονικής προσέγγισής του και εισέρχεται σε άλλες περιοχές της ανθρώπινης δημιουργικότητας; Και αν ναι, πώς μπορούμε να προσπελάσουμε αυτό το πέραν της επιστήμης μέτρο του ανθρώπου και της ζωής του; Αυτό είναι το ζητούμενο της επόμενης παραγράφου, όπου θα συζητηθεί το θέμα αυτό με αναφορά στην ποίηση και την τέχνη γενικότερα. 


 4. Για μια ευρύτερη θεώρηση της μέτρησης: μέτρο και ποιείν

 4.1 Μέτρηση και ποιείν: Χάιντεγκερ

Ο Μ. Χάιντεγγερ (Μ.Χ.) είναι γνώστης της επιστημονικής μέτρησης αλλά και των ουσιαστικών περιορισμών της. Γράφει, μεταξύ πολλών άλλων,  ότι στη συνήθη έννοια της μέτρησης : «…με τη βοήθεια των ήδη γνώριμων μέτρων και σταθμών  στοιχίζεται το άγνωστο και καθίσταται γνωστό, κι έτσι περιορίζεται σε μια ανά πάσα στιγμή εποπτεύσιμη ποσότητα…. Αλλά ποιός μας εγγυάται ότι αυτός ο τρέχων τρόπος μέτρησης, μόνο και μόνο γιατί είναι ο συνήθης, αγγίζει και την ουσία της μέτρησης; Όταν ακούμε μέτρο, σκεφτόμαστε αμέσως τον αριθμό και τα φανταζόμαστε και τα δύο ως ποσοτικά μεγέθη. Μόνο που η ουσία του μέτρου, όπως και η ουσία του αριθμού δεν είναι μια ποσότητα» (σ.45). Αν η ουσία της μέτρησης δεν εξαντλείται στον συνήθη επιστημονικό ορισμό της, τότε πώς μπορεί να προσεγγισθεί; Ο Μ.Χ. ανατρέχει σε ένα ποίημα του ρομαντικού Γερμανού ποιητή Φ. Χαίλντερλιν και συγκεκριμένα στους παρακάτω στίχους: 

… Όσο η φιλοφροσύνη, η Αγνή,

διαρκεί

στην καρδιά, δεν είναι ατελέσφορη η αναμέτρηση

του ανθρώπου με τη θεότητα. Είναι άγνωστος άραγε ο

Θεός;

Είναι φανερός όπως ο ουρανός; Μάλλον

αυτό πιστεύω. Είναι το μέτρο του ανθρώπου.

Εντελώς επάξια, αλλά ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος,

Πάνω σ’ αυτή τη γη…  (σ.30-31)

 Σε αυτούς ξεχωρίζει αρχικά τη θεμελιώδη «θέση» ότι «ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος» και διαμέσου αυτού  προσπαθεί να προσεγγίσει την ουσία του μέτρου και της σχέσης με τον Θεό, δηλαδή με μια χ υπερβατικότητα. Ξεκινάει το συλλογισμό του με τη διευκρίνηση ότι «Το κατοικείν του ανθρώπου βασίζεται στη μέτρηση της διάστασης, στην οποία ανήκουν τόσο ο ουρανός όσο και η γη, μέτρηση που γίνεται με το βλέμμα υψωμένο προς τα πάνω.» (σελ. 35). Με άλλα λόγια, το κατοικείν του ανθρώπου πάνω στη γη  συνίσταται στη μέτρηση του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της γης και του ουρανού. «Η μέτρηση υπολογίζει τον Ενδιάμεσο Χώρο, ο οποίος φέρνει κοντά τη γη με τον ουρανό», όπως διευκρινίζει λίγο παρακάτω(σ. 35). Αυτή η διευρυμένη θεώρηση του μέτρου αφορά το ενδιάμεσο μεταξύ αυτού του χειροπιαστού, αισθητού και βέβαιου που είμαστε (της «γης» μας) και αυτού που μας υπερβαίνει και μας ξεπερνά, όμως, μολαταύτα, ταυτόχρονα συμβαίνει να επιδιώκουμε και προσδοκούμε (του ουρανού μας), δηλαδή μιας χ Πραγματικότητας που υπάρχει πέραν των δεδομένων νόμων που διέπουν τη δική μας, όπως π.χ. συμβαίνει ένα βήμα πέρα από τη στρατόσφαιρα, στο διάστημα, ή όπως ένας πέραν της γήινης πραγματικότητάς μας κομήτης, ο οποίος, ωστόσο, συμβαίνει να επηρεάζει, ενίοτε καταλυτικά, τα εντός αυτής της πραγματικότητας. Υπαινισσόμαστε, προφανώς, ότι το «έξω» (υπερβατικό, ή κατ’ άλλους απλά κοσμικό…), που στην ορολογία του Μ.Χ. φέρει το όνομα του «ουρανού», είναι κάτι ΦΥΣΙΚΑ δεδομένο, υπαρκτό και ενεργόν, που επηρεάζει συχνότατα τις ενδογήινες διαδικασίες. Μπορούμε να προσθέσουμε στον συλλογισμό του Μ.Χ. ότι αυτή η συνύπαρξη «γης» και «ουρανού» ενυπάρχει και στην επιστημονική μέτρηση, όπου ως «γη» μπορεί να εννοηθεί το συγκεκριμένο προς μέτρηση αντικείμενο με όλες τις ιδιότητες και συνάφειές του και ως «ουρανός» η απαίτηση για απόλυτη ακρίβεια και αριθμητική γνώση του. Σε αυτό το πλαίσιο η επιστημονική μέτρηση, κινούμενη μεταξύ του χειροπιαστού αντικειμένου και της ανέφικτης, αλλά θεμελιώδους και κινητήριας απαίτησης για ακρίβεια,  εξελίσσεται στον ενδιάμεσο χώρο απαρτίζοντας ένα μέρος του αληθινού «κατοικείν», μία προβολή στο αριθμητικό επίπεδο της πολυδιάστατης ουσιαστικής μέτρησης.

Πώς όμως ο άνθρωπος προσεγγίζει και οικειώνεται το διευρυμένο μέτρο του ενδιάμεσου χώρου; Εδώ έρχεται η εμπλοκή του επιρρήματος «ποιητικά» που αναφέρει στο ποίημά του ο Χαίλντερλιν.

Λέει ο Μ.Χ. «Η μέτρηση είναι το ποιητικό χαρακτηριστικό του κατοικείν. Ποιώ σημαίνει μετρώ» (σελ. 36) και παρακάτω ακόμη αναλυτικότερα «Η ποίηση είναι, με την πιο στενή έννοια του όρου, λήψη του μέτρου, ενέργεια μέσω της οποίας – και μόνο αυτής – ο άνθρωπος δεξιώνεται το μέτρο για όλο το μέγεθος της ουσίας του» (σελ. 37). Αν η ποίηση είναι η αναζήτηση και η λήψη του μέτρου, τότε προκύπτει το ερώτημα ποιό είναι αυτό το μέτρο. Ο Μ.Χ. βασιζόμενος στους παραπάνω στίχους του Χαίλντερλιν απαντά «Το μέτρο αυτό είναι η θεότητα, με την οποία αναμετράται ο άνθρωπος». Αλλά με ποιόν τρόπο γίνεται αυτό; Δεν είναι αυθαίρετη μία τέτοια ταύτιση; Και με τα λόγια του Μ.Χ. «Πώς είναι ποτέ δυνατόν Αυτός που η ουσία Του παραμένει άγνωστη να αποτελεί για εμάς μέτρο;»(σελ.39). Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το κλειδί της φανέρωσης του αληθινού μέτρου του ανθρώπου κατά Μ.Χ., που έγκειται όχι στον Θεό αφηρημένα και απροσδιόριστα, αλλά στον τρόπο με τον οποίο, παραμένοντας Αυτός άγνωστος, αποκαλύπτεται από τον «ουρανό» ως τέτοιος. Διευκρινίζει: « Η εμφάνιση του Θεού μέσω του ουρανού είναι εκκάλυψη, που μας αφήνει να δούμε αυτό που συγκαλύπτεται, αλλά που μας αφήνει να το δούμε όχι επιδιώκοντας να αποσπάσει το συγκαλυμμένο από τη συγκάλυψή του αλλά προστατεύοντας το συγκαλυμμένο μέσα στην αυτο-συγκάλυψή του: Έτσι, ο άγνωστος Θεός εμφανίζεται ως άγνωστος μέσω της φανέρωσης του ουρανού. Αυτή η εμφάνιση είναι το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος μετρά τον εαυτό του» (σελ. 41).
Και κλείνει το σχολιασμό του στο ποίημα του Χαίλντερλιν διερωτώμενος για τις προϋπόθεσης αυτής της εμφάνισης του αληθινού μέτρου στον άνθρωπο. Βρίσκει την απάντηση στον πρώτο στίχο του ποιητικού αποσπάσματος που παραθέσαμε παραπάνω: «Όσο η φιλοφροσύνη, η Αγνή, διαρκεί στην καρδιά…» και προσθέτει «Στην καρδιά, διότι με αυτό θέλει να πει ο ποιητής: η Αγνή φιλοφροσύνη που φτάνει στην κατοικούσα ουσία του ανθρώπου, που φτάνει ως κλήση του μέτρου στην καρδιά, ώστε η καρδιά να στρέφεται προς το μέτρο» (σελ. 59).


 4.2 Μέτρηση και τέχνη

Αν στη μετρητική (και όχι μόνον…) διαδικασία θεωρείται ως θεμελιώδης παράγοντάς της ο παρατηρητής, δηλαδή το ανθρώπινο υποκείμενο με τις μετρητικές μεθόδους που επινοεί (βλ. παρ. 3.1.), τότε με βάση αυτό ακριβώς έχουμε μια πρώτη ενιαία Αρχή που διέπει, κατ’ απόλυτο τρόπο, κάθε γνωσιακό πεδίο. Αν το μικροσκόπιο έχει τον παρατηρητή και το χειριστή του, τότε το ίδιο συμβαίνει και με το μικροσκόπιο της Τέχνης, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ενσωματωμένο στον ανθρώπινο παρατηρητή, δηλαδή στον οφθαλμό του, και όχι κάτι αντικειμενικά τεχνητό και πεποιημένο. Η βασική Αρχή, ωστόσο, παραμένει η ίδια. Ειδικά η Τέχνη, σε όλο το εύρος της, θεώρησε, εξαρχής της γεννήσεώς της, τη μετρική και μετρολογική διαδικασία ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό και λειτουργία της εν όψει της εκζήτησης της Ομορφιάς και της μετοχής σ’ αυτήν. Όμως, καθώς υποστηρίζουμε την άποψη Heidegger ότι η Τέχνη αιτείται και κάτι άλλο πέραν του Ωραίου, ότι αιτείται δηλαδή Αλήθεια και Φανέρωση των όντων, τότε κατανοεί κανείς πως η μετρητική διαδικασία είναι κάτι που, ιδιοτύπως μεν και με τρόπο ιδιαίτερο στο χώρο της Τέχνης, εμπίπτει στο πεδίο της μετρολογίας και της αυστηρής μετρητικής διαδικασίας, εν όψει της μετοχής/οικειώσεως στις κοσμικές οντότητες που καλλιεργεί. Η Τέχνη πράττει, ζώντας φυσικώς μέσα στο μετρολογικό πεδίο και με τα δικά της εργαλεία, ό,τι πράττει και κάθε άλλος μετρολόγος σε οιοδήποτε γνωσιακό πεδίο ανήκει. Το σημαντικό, όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω, είναι ότι η Τέχνη έθεσε και εξακολουθεί να θέτει παραδείγματα μετρήσεων. Παραδείγματα μετρητικών διαδικασιών και παραδείγματα μετρητικών λειτουργιών, τα οποία στην περίπτωσή της είναι  ενσωματωμένα στο εκάστοτε έργο Τέχνης, και μάλιστα τα παραδείγματα αυτά προσκαλούν τους θεράποντες των θετικών επιστημονικών πεδίων σε άμεση μαθηματικοποίησή τους και εξακρίβωση της λειτουργικότητας αλλά και της αλήθειάς τους. Όλο αυτό το εν Τέχνη πραττόμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι διάφορο  της μετρητικής διαδικασίας που ακολουθεί οιοσδήποτε μετρολόγος, αφού όπως τονίσαμε παραπάνω, η μετρητική διαδικασία προσαρμόζεται στην ιδιαιτερότητα του εκάστοτε προς μέτρηση αντικειμένου. Μπορεί να διαφέρουν οι τρόποι και τα αιτήματα των δύο πεδίων, κι αυτό είναι απολύτως φυσικό και απαραίτητο να συμβαίνει. Όμως, δεν διαφέρουν οι ανάγκες και οι επιδιώξεις. Αν αυτό καταστεί κατανοητό από τους εκπροσώπους αμφοτέρων των πεδίων, τότε η παρούσα εργασία θα θεωρηθεί επιτυχημένη. Εννοούμε, ότι αν ο μετρολόγος ενδιαφερθεί να πληροφορηθεί τις μετρητικές διαδικασίες που η ίδια η Τέχνη θεωρεί, επιχειρεί και πράττει, και προσπαθήσει, επιστρατεύοντας όλα τα όπλα που διαθέτει το ανθρώπινο υποκείμενο, να τις μεταφράσει ή και να τις παραφράσει υπό τους όρους της επιστήμης του, τότε αληθινά είμαστε πεπεισμένοι ότι θα υπάρξει μείζον γνωσιακό όφελος. Αν έχει κάποιο νόημα η παρούσα εργασία, άλλο δεν είναι από το ότι καλεί τους μετρολόγους να συναντήσουν, εν τινι μέτρω, το πεδίο της Τέχνης, με τους δικούς τους αποκλειστικά όρους, και να προσπαθήσουν να εντάξουν ό,τι ανακαλύψουν στο πεδίο τους και υπό τους όρους που το πεδίο αυτό θέτει. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για εκείνους που θεραπεύουν τον καλλιτεχνικό χώρο, οι οποίοι έχουν χρέος να παρακολουθούν στενά τη μετρολογική επιστήμη. 

Πέρα από την ΕΝΙΑΙΑ ΑΡΧΗ του παρατηρητή, ένα ακόμη στοιχείο που συμβάλλει στην ΕΝΙΑΙΑ θεώρηση Τέχνης - (μετρολογικής)Επιστήμης είναι το σημείο εκκίνησής τους για κάθε μετρητική απόπειρα και διαδικασία. Όπως και στα μαθηματικά ή και σε άλλα πεδία των θετικών επιστημών, έτσι και στην Τέχνη, αλλά επίσης και στη μετρολογία, η αξιωματικότητα και το λογικά αθεμελίωτο είναι η καταγωγική τους αρχή. Οιοδήποτε μέτρο της μετρολογικής επιστήμης, όσο πρότυπο και ακεραιωμένο κι αν είναι, όσο «τέλειο» και υποδειγματικό, εμπίπτει, εν τέλει, σε μια αξιωματικότητα[1]. Σε κάτι λογικά αθεμελίωτο. Εννοώντας μ’ αυτό, μεταξύ πολλών άλλων που δεν θίγουμε εδώ, ότι τίποτε από εκείνα που ορίζουν την αντικειμενική Πραγματικότητα δεν μας υποβάλλει (και μάλιστα αποδεικτικώς…) το εκάστοτε μέτρο και την εκάστοτε μονάδα μέτρησης, που εμείς οι ίδιοι, για δικούς μας αποκλειστικά λόγους, έχουμε επιλέξει. Τα μετρητικά μας πρότυπα είναι αξιωματικά. Κάθε μετρητικό μας πρότυπο είναι αξιωματικό. Αυτό συνιστά ένα δεύτερο κοινό σημείο των γνωσιακών πεδίων και θεωρούμε ότι είναι αυτό ακριβώς που ο Heidegger υπαινίσσεται (βλ.σελ. 53) όταν αναρωτιέται, δια του Χαίλντερλιν, αν «υπάρχει ένα μέτρο πάνω στη γη». Ο ίδιος, χαρακτηριστικότατα, απαντά : «Δεν υπάρχει κανένα». Δεν σχολιάζουμε, μολαταύτα, περαιτέρω.


Με βάση τα δύο αυτά κοινά στοιχεία προχωρούμε στην εξέταση ενός σύγχρονου έργου Τέχνης, που παρήχθη, μάλιστα, κατά τους τελευταίους μήνες. Η εξέταση αυτή, τονίζουμε μετ’ επιτάσεως, κατατίθεται εδώ ως πειραματικό δεδομένο ή απλώς ως μια προσπάθεια ενός πειράματος, ασχέτως επιτυχίας και ακρίβειάς του ή όχι. Υπό το πρίσμα αυτό θα επιθυμούσαμε και να γίνει αντιληπτή. Η έκθεση εδώ των όρων που το διέπουν φιλοδοξεί, λοιπόν, να αποτελεί ένα πειραματικό δεδομένο, ολότελα πραγματιστικού χαρακτήρα, και το μετρητικό σχήμα, που ευκρινέστατα προβάλλεται, θεωρούμε ότι είναι ένα σχήμα μετρητικής ποιητικής διαδικασίας προς άμεση και αμείλικτη μαθηματικοποίηση και αδυσώπητο έλεγχο αληθείας. Αν κατανοηθεί ως τέτοιο και προσληφθεί έτσι, τότε η ανωτέρω ευχή για συνδιαλλαγή και συνομιλία των δύο πεδίων θα έχει εκπληρωθεί. Το έργο τιτλοφορείται ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ και σχετική προδημοσίευσή του υπάρχει εδώ: ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ [αποσπασματική ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ] https://www.academia.edu/20001770/ΟΙ_ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ_ΤΟΥ_ΜΕΓ._ΑΝΤΩΝΙΟΥ_ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ. Το έργο  εξέλαβε ως μέτρο του μια ποιητική μονάδα μεγέθους (προφανώς υπάρχουν και άλλα είδη μεγεθών και μετρήσεων…) που ονομάζεται Έπος. Η εν λόγω μονάδα, στην οποία είναι δομημένα τα Ομηρικά έπη, υποδιαιρείται σε μικρότερες μονάδες και μεγέθη που ονομάζονται Ραψωδίες ή, κατά τη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, Άσματα ή Cantos/Canti/Cantica. Η μετρητική μονάδα της εποποιίας επιλέχθηκε διότι ήταν αδήριτη ανάγκη να συσταθεί και να εκφραστεί το μέγεθος μιας χ Πράξεως. Δηλαδή, να προσεγγισθεί ένα χ αντικείμενο με σκοπό την οικείωση της Πραγματικότητάς του. Ενώπιών μας, λοιπόν, έχουμε ένα δεδομένο μετρητικό μέγεθος (Έπος). Τις υποδιαιρέσεις του (Ραψωδίες). Μια Πράξη που εμείς θεωρούμε (κίνηση, ταχύτητα, μορφή, ποιείν, πράττειν κάτινος κλπ), ένα αντικείμενο ον δηλαδή, που μοιάζει να δείχνει ότι το οικείο της μέτρο είναι το προαναφερθέν αποδεκτό μετρητικό μέγεθος (του Έπους). Συνεπώς, εξ όσων αναφέραμε, προκύπτει ότι προσπαθούμε, αναγνωριστικά, να πλαισιώσουμε, βάσει αποδεκτών μετρητικών μεγεθών και μετρήσεων, το εξεταζόμενο αντικείμενο εντός ενός ήδη δοθέντος μέτρου. Ποιος μας λέει, όμως, ότι αυτό το όν, αυτή η Πράξη, ΑΝΗΚΕΙ στο μέτρο αυτό και στην ακολουθούμενη απ’ αυτό το μέτρο μετρητική διαδικασία ;


Στο έργο επιχειρήθηκε να ερευνηθεί αν η Πράξη κάτινος (εδώ του «Μεγ. Αντωνίου», δηλαδή μια πράξη που φέρει, ή όχι, το μέγεθος του ηρωισμού. Δηλαδή, κάτινος που αφορά σε όγκο ή ύψος, ή βάθος ή πλάτος…, και που υπερβαίνει συνήθη μέτρα, συνήθεις μετρητικές μονάδες κοινά απαντώμενες…), το ίδιο το εξεταζόμενο αντικείμενο δηλαδή, υποδείκνυε αφ εαυτού ένα μέτρο και μία μέτρηση (!!!), που με τη σειρά τους παρέπεμπαν (αντικειμενότροπα…) σε ένα συγκεκριμένο Είδος, σε μια ΑΠΤΗ μορφική απεικόνιση των μεγεθών που η ίδια η πραγματικότητα του αντικειμένου υπέβαλε. Ο δημιουργός, στο σημείο αυτό, αναρωτήθηκε εναγώνια για την εκαστότητα των μετρήσεων εν γένει. Αν, δηλαδή, εκάστη μέτρηση αφορά ΜΟΝΟΝ σε χ συγκεκριμένο αντικείμενο και μάλιστα μόνον κατά το χρόνο που η μέτρηση συμβαίνει και εντός των καταστάσεων στις οποίες τελεί. Υπό τον ορίζοντα, ωστόσο, της οικείωσης του αντικειμένου, δηλαδή της Πράξεως του πρωταγωνιστή Αντωνίου, έγινε η σκέψη σμίκρυνσης του Μεγέθους και ελαχιστοποίησής του σε διαστάσεις τέτοιες που θα ήταν παραπλήσιες με εκείνες που εξετάζει η νανομετρολογία. Αναζητήθηκε το στοιχειώδες ποιητικό σωμάτιο, η πυρηνική ποιητική μονάδα, και η ελάχιστη δυνατή τους εξεικόνιση, κατά τρόπο, όμως, που να παρουσιάζεται ακεραιότητα και ολότητα και παράλληλα σαφής μεθεκτικότητα/πρόσληψη. Ουσιαστικά, το μέγεθος του Έπους επιζητήθηκε να «σπάσει» σε ακέραιες ποιητικές μονάδες που θα ενείχαν μια συγκεκριμένη λειτουργία και δεν θα ήταν απλά θεωρητικές. Δηλαδή, θα παρέπεμπαν σε Πράξη, άρα σε συγκεκριμένη οικείωση και μετοχή Πραγματικότητας. Αν το Άσμα ή η Ραψωδία, όπως είπαμε, είναι η διαίρεση του μεγέθους του Έπους, τότε ποια θα μπορούσε να είναι, μετρητικά και με ορίζοντα την οικείωση μιας χ Πραγματικότητας, η διαίρεση του Άσματος ; Δηλαδή η διαίρεση της διαίρεσης, και δη υπό ποιόν διαιρέτη. Ποια μονάδα μέτρησης θα μπορούσε να τη συστήσει ; Δηλώθηκε, λίγο παραπάνω, ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η πυρηνική ποιητική μονάδα. Όμως, πώς μετριέται αυτή και ποία είναι ;


 Με βάση ότι, σχηματικά έστω, εκθέσαμε έως τώρα θεωρήθηκε, κατά την ποιητική Πράξη,  ότι η ελάχιστη ποιητική μονάδα μπορεί να έχει μετρητικό μέγεθος, μέτρο, το μήκος εκείνο που ορίζει ο οφθαλμός του παρατηρητή. Εφιστούμε, όλως ιδιαιτέρως, την προσοχή σ’ αυτό: Αρχικά, δηλαδή, ο οφθαλμός του δημιουργού και στη συνέχεια του ίδιου του αναγνώστη/παραλήπτη, ο οποίος προσλαμβάνει το έργο Τέχνης και το δεξιώνεται, μετασχηματιζόμενος σε παρατηρητή/ δεξιωτή/ μετρολόγο/ μετρητικό β΄. Με βάση την εκαστότητα των μετρήσεων, τον παράγοντα του παρατηρητή/δημιουργού, δηλαδή το ίδιο το μικροσκόπιο/οφθαλμό κλπ, αναζητήθηκε και εντοπίστηκε το ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ μήκος εκείνο της Πράξεως που μπορούσε από μόνο του να συνιστά αυταξία, ολότητα, ακεραιότητα και ακρίβεια. Αυτό θα ήταν και το ελάχιστο δυνατό μέτρο. Η πυρηνική ποιητική μονάδα. Το στοιχειώδες ποιητικό σωμάτιο. Η νανοποιητική του στίχου. Παρατηρήθηκε ότι η δομική, όπως πιστεύουμε, απροσδιοριστία των μετρήσεων, πάντα σε σχέση με την ΟΥΣΙΑ αυτών τούτων των όντων και της Πραγματικότητας, ξεπερνιόταν αν μετρούσαμε συγκεκριμένα και με βάση την εκαστότητα. Αν η πυρηνική ποιητική μονάδα (πάνω στη λέξη «ποιητική» τοποθετείστε, παρακαλούμε, οιοδήποτε επιστημονικό όρο…) αφορά σε ένα συγκεκριμένο μήκος μια χ πράξεως, δηλαδή μιας χ οντότητας ή μιας ψ κίνησης αυτής της οντότητας, και αυτήν την πράξη την θεάται, ως προφανή που είναι…, ο οφθαλμός, τότε έχουμε ενώπιών μας το μέτρο μέτρησης (!) με το οποίο θα μετρήσουμε το μεγάλο μέγεθος του Έπους, καθώς επίσης και την ευμεγέθη υποδιαίρεσή του σε Ραψωδίες. Η μόνη κανονιστική αρχή που θεωρήθηκε απαραίτητη να υπάρξει ώστε να συντελεσθεί η μέτρηση ήταν η αρχή που ήθελε να βασίζεται πάνω στη βάση μιας χ συνάφειας/Σχέσης δύο οντοτήτων, τουλάχιστον, που συνιστούν ακέραιο και ολοκληρωμένο θεμέλιο θέασης/δόμησης, αυτοτελές και αυτοδύναμο σωματίδιο πλήρους κόσμου, δηλαδή κάτινος που συνιστά (και πιθανώς είναι…) μια λογικότητα. Αυτό είναι, με άλλο λόγια, ό,τι εννοούμε με την έννοια του μήκους μιας Πράξεως.


 Ωστόσο, όλο αυτό το σχήμα είναι ακριβές και ΝΟΜΙΜΟ ΜΟΝΟΝ για τον παρατηρητή, καθώς δεν υφίσταται, όπως θεωρούμε, κανονιστική αρχή για το οράν, για τον οφθαλμό/μικροσκόπιο. Έτσι, η σκυτάλη δόθηκε στους υποδοχείς/ξενιστές του έργου Τέχνης αναγνώστες, ώστε οι ίδιοι, κατά την αναγνωστική τους πρόσληψη και οικείωση της εκτιθέμενης, ποιητικώς, Πραγματικότητας, να ξαναμετρήσουν την ελάχιστη ποιητική μονάδα, βάσει των δικών τους «μικροσκοπίων»/οφθαλμών και να αναδιατάξουν τη μέτρηση, ώστε να υπάρξει όχι μόνον και απλά ένας μετρολογικός και μετρητικός εμπλουτισμός, αλλά μια αντικειμενική προσέγγιση και οικείωση του μετρούμενου αντικειμένου. Το σημαντικό μετρητικό στοιχείο στην όλη διαδικασία ήταν ότι η ελάχιστη «ποιητική» μονάδα μέτρησης δεν ήταν κάτι αντικειμενικά καθορισμένο και παγιωμένο. Η μόνη θεμελίωσή της ήταν το μήκος που ο οφθαλμός/«μικροσκόπιο» του εκάστοτε παρατηρητή θεωρούσε και η έννοια που δόθηκε σ’ αυτό το μήκος. Έτσι, η τμηματοποίηση αυτή του ενιαίου μεγέθους του Άσματος δεν σημαίνει μια αυτονόητη απριορική ισοκατανομή των τμημάτων του. Πόσο μάλλον, όταν αυτή είναι δυναμική και υπόκειται σε αναδιάταξη δια του αναγνωστικού μετρητικού βλέμματος. Συνεπώς, άλλοτε η ελάχιστη «ποιητική» πυρηνική/σωματιδιακή μονάδα ήταν 4, λόγου χάρη, στίχοι, άλλοτε 12, άλλοτε 35, άλλοτε… 3 ! Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω, ούτε και θα σχολιάσουμε σημαντικές παραμέτρους της μετρητικής αυτής διαδικασίας στο έργο Τέχνης. Μένουν έξω πολλά. Οφείλουμε, όμως, να κάνουμε μια παρατήρηση. Ότι καθοριστικός μετρητικός παράγοντας στην όλη διαδικασία που σχηματικά περιγράψαμε ήταν ο Χρόνος. Ο Χρόνος εντάχθηκε οργανικά και λειτουργικά στη μετρολογική μας θέαση. Και ο Χρόνος, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που άρμοζε και συνιστούσε το ΜΗΚΟΣ της Πράξεως. Δηλαδή, καταδείκνυε το μετρούμενο αντικείμενο. Ο Χρόνος ορατοποιούσε τα νοητά άκρα μιας νοητής ευθείας ενός Γεγονότος (Πράξεως, εδώ του «Αντωνίου».). Και όπως ήδη είπαμε, τα άκρα αυτά τα συλλάμβανε και τα καθόριζε ο πρώτος παρατηρητής που συνέβαινε να είναι ο δημιουργός του έργου. Έπετο ο ανακαθορισμός τους από τον αναγνώστη. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι με βάση όλα αυτά προέκυπτε μια …εικονολογική διάσταση του Χρόνου.
Εδώ, όμως, σταματούμε. Αν η όλη αυτή διαδικασία, η οποία με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια περιγράφεται στην προαναφερθείσα προδημοσίευση, αφορά σ’ αυτήν καθαυτήν τη μετρολογική επιστήμη, η οποία και θα μπορεί να μεταφράσει και να παραφράσει τα δεδομένα αυτά και να τα εντάξει γόνιμα και δημιουργικά στις ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ της, όπως και το αντίστροφο για την ίδια την καλλιτεχνική Πράξη…, μένει να αποδειχθεί από την τόλμη εκείνων που θα θελήσουν να αντιληφθούν το ΕΝΙΑΙΟ των πεδίων και να γονιμοποιήσουν διαλεκτικά την επιστημονική και καλλιτεχνική Πράξη τους.


5. Σύνοψη και συμπεράσματα

Ζούμε την εποχή της δικτύωσης. Η πληροφορία ρέει από και προς τις διάφορες περιοχές της κοινωνίας και του πολιτισμού μας αβίαστα, προετοιμάζοντας αλλά και προκαλώντας τη συνάντηση και συνδιαλλαγή τους. Αυτό είναι, κρίνουμε, βέβαιο. Στο πεδίο της επιστήμης, αυτή η κίνηση μεταφράζεται σε άνοιγμα προς την κοινωνία και τις διάφορες πτυχές του κοινωνικού βίου σε όλες τις διαβαθμίσεις του, από τις περισσότερο πρακτικές  (οικονομία, νομοθεσία) ως τις περισσότερο θεωρητικές (τέχνη, φιλοσοφία, θρησκεία).

Σε αυτό το άνοιγμα η μετρολογία εκ των πραγμάτων παίζει κρίσιμο ρόλο. Αποτελεί ένα μέρος της επιστήμης όπου βασικά και θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, όπως η ακρίβεια, η ποσοτικοποίηση, η μεθοδικότητα, τανύονται έως τα απώτατα όριά τους δοκιμάζοντας τις αντοχές των μέχρι τώρα κατανοήσεών τους. Την ίδια στιγμή είναι σε άμεση επαφή με τις πρακτικές όψεις του κοινωνικού βίου μας, τη νομοθεσία και την οικονομία, λειαίνοντας τη μεταξύ τους διεπιφάνεια προς όφελος της κοινωνίας.

Με αυτή την εργασία προσπαθήσαμε να συμπληρώσουμε τις αντιστοιχίσεις της μετρολογίας με τις άλλες πλευρές της ζωής μας και ανιχνεύσαμε την αλληλεπίδρασή της με τη φιλοσοφία και την τέχνη. Προβάλλοντας τον ορισμό της μέτρησης και του μέτρου στο επίπεδο της ανθρώπινου εγχειρήματος για οικείωση του άγνωστου κόσμου, προχωρήσαμε σε επισήμανση δύο χαρακτηριστικών της επιστημονικής κατανόησής τους. Αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως ανοίγματα σε ευρύτερους αναστοχασμούς και προοπτικές. Στη συνέχεια, με οδηγό τον σχολιασμό του Μ. Χάιντεγγερ στην ποίηση του Φ. Χαίλντερλιν και την εννόηση του μέτρου στην καλλιτεχνική Πράξη, δια του έργου «ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ», ανιχνεύσαμε χαρακτηριστικά των πιθανών διευρύνσεων της έννοιας του μέτρου και της μέτρησης. Απώτερος στόχος μας, και σε αυτό διαφοροποιούμαστε  από τον Μ. Χάιντεγγερ, δεν είναι η καταγγελία της μονομέρειας της επιστημονικής κατανόησης και  των κινδύνων της, αλλά η ενσωμάτωσή της και η διάδρασή της με καθολικότερες θεωρήσεις και εμβιώσεις σε ένα πλαίσιο αμφίδρομης έμπνευσης και εμβάθυνσης.

Bhushan B., Jung Y. C., and Koch K., «Micro-, nano- and hierarchical structures for superhydrophobicity, self-cleaning and low adhesion,» Philosophical Transactions of the Royal Society of London A: Mathematical, Physical and Engineering Sciences, vol. 367, pp. 1631-1672, 2009.

ISO:25178-2, «Geometrical product specifications (GPS) – Surface texture: Areal – Part 2: Terms, definitions and surface texture parameters » 2012.

Leach R. K., Characterisation of areal surface texture: Springer, 2013.

Liang Y., Shu L., Natsu W., and He F., «Anisotropic wetting characteristics versus roughness on machined surfaces of hydrophilic and hydrophobic materials,» Applied Surface Science, vol. 331, pp. 41-49, 3/15/ 2015.

Petropoulos G. P., C. N. Pandazaras, and J. P. Davim, «Surface texture characterization and evaluation related to machining,» in Surface integrity in machining, ed: Springer, pp. 37-66, 2010. 

 * Βασίλης Κωνσταντούδης: δρ. φυσικός, εργάζεται στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας, ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος. Κυρίως ασχολείται με μαθηματικά και υπολογιστικά προβλήματα που αναδύονται στη νανομετρολογία δηλ. στην προσπάθειά μας να μετρήσουμε πολύ-πολύ μικρά πραγματάκια που φτιάχνουμε στη νανοτεχνολογία. Αρκετές φορές αυτά έχουν πολύπλοκη μορφολογία και για να τα περιγράψει έχει αφιερώσει αρκετές ώρες στην προσπάθεια να εξοικειωθεί με μεθόδους της στοχαστικής ανάλυσης και της φράκταλ γεωμετρίας. Όταν κουράζεται ή απελπίζεται, του αρέσει να σηκώνει το κεφάλι του από το γραφείο και τον υπολογιστή και να κοιτάει έξω από το παράθυρο.

Στάθης Κομνηνός: Σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα, έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην (νοτιο)ανατολική ευρωπαϊκή μουσική (ελληνική/βυζαντινή). Είναι ποιητής, φιλόσοφος, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος (βιβλιοκριτικός και μουσικοκριτικός), θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής (https://independent.academia.edu/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%82%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%82  ). Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Μεταφράζει από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν, Litteraterra, Ηνιοχείν, Ποιείν, Cantus Firmus, Στάχτες, Fractal κλπ).
________________________________
[1] Σχετικά μ’ αυτό, και φυσικά όχι μόνον, στη σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή συγκαταλέγεται μια ταινία άμεσου κι αληθινού μετρολογικού ενδιαφέροντος, που ευφυέστατα διανοίγει τη μετρολογική προβληματική, υπό την εισαγωγή που επιχειρεί και εμφατικά τονίζει, του υπαρξιακού παράγοντα, μεταξύ άλλων, στη μετρολογική θεώρηση και μετρητική πράξη : βλ. 1001 Gram (original title), σκην. Bent Hamer, 2014. Ελληνικός τίτλος : 1001 γραμμάρια.


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

«Μια Δευτέρα στη Βουλιαγμένη: εικόνες της κοινωνικής αλλαγής σε ένα ‘ιστορικό’ πάρτυ»



της Νότας Χρυσίνα 



 Την 25η Ιουλίου του 1983 το «πάρτυ» που οργάνωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στη Βουλιαγμένη «πραγματοποιεί» την πολυπόθητη «αλλαγή» που είχε εξαγγείλει το τότε κυβερνόν κόμμα του ΠΑΣΟΚ. Ο λαός συμμετέχει ισότιμα στη διασκέδαση δίχως να χωρίζεται κοινωνικά, ταξικά, πολιτισμικά, πολιτικά. Γίνεται πράξη το σύνθημα «Ο λαός στην  εξουσία». Ο κόσμος που παρακολουθεί το θέαμα-συναυλία ανήκει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, δεν έχει ορισμένο επίπεδο μόρφωσης ή πολιτικής ιδεολογίας. Το «πάρτυ» διαφοροποιείται από τις μέχρι τότε πολιτικές συναυλίες της μεταπολίτευσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Κηλαηδόνης δεν είχε την πρόθεση να εφαρμόσει το πολιτικό όραμα του ΠΑΣΟΚ. Καλεί να συμμετάσχουν καλλιτέχνες που εκπροσωπούν διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές ταυτότητες, όπως τον Γιώργο Νταλάρα, που ήταν ένας από τους βασικούς ερμηνευτές των πολιτικών τραγουδιών της μεταπολίτευσης, τον Διονύση Σαββόπουλο, με τον σατιρικό-ειρωνικό στίχο και τη μίξη μουσικών ειδών  αλλά και τον Βαγγέλη Γερμανό, που εκπροσωπούσε την ελληνική ροκ.  
Η πλαζ και τα περίφημα «μπάνια του λαού», που αργότερα γίνονται πολιτικό σύνθημα,  παραπέμπουν στα νέα ήθη, όπου ο εργαζόμενος δεν είναι μόνο ο ψηφοφόρος ή το υποζύγιο αλλά έχει δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο και τη διασκέδαση. Επιπλέον, ο Έλληνας πολίτης βγαίνει από το «περιθώριο» καθώς ο πολιτισμός που παράγει και καταναλώνει καθώς και τα πολιτισμικά του προϊόντα απενοχοποιούνται και αποσυνδέονται από τον συντηρητισμό, τον εθνοκεντρισμό και την ξενομανία. Η μουσική ενώνει. Αυτό γίνεται πράξη στο «πάρτυ της Βουλιαγμένης». Τα είδη που παράγονται από τον λαό όπως τα δημοτικά τραγούδια ή οι καντάδες των Επτανήσιων αλλά και το ελαφρό τραγούδι που είχε συνδεθεί με  την στροφή προς το λαϊκό, που απευθυνόταν σε ένα μη εξειδικευμένο κοινό, με τα οποίο «συνομιλούσε» και η ίδια η χούντα απενοχοποιήθηκαν και ζυμώθηκαν με το ροκ αλλά με στίχο ελληνικό.
Ο κόσμος, ιδιαίτερα η νεολαία της εποχής, είχε κουραστεί από το πολιτικό τραγούδι και το «πολεμικό» κλίμα, τον διαχωρισμό σύμφωνα με τις κομματικές παρατάξεις και ερχόμενος σε επαφή με τις νέες τεχνολογίες, ραδιόφωνο και τηλεόραση, που τον έφερναν σε επαφή με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και γενικότερα την δυτική κουλτούρα, ενδυόταν νέους ατομικούς ρόλους ως προς την ταυτότητά του. Ήταν η εποχή που η γυναίκα μπαίνει ισότιμα στον χώρο εργασίας, η σεξουαλικότητα αρχίζει να απελευθερώνεται, ο πολίτης μπορεί να ονειρεύεται ένα μέλλον στο οποίο θα έχει καλύτερη ποιότητα ζωής καθώς η χώρα αυξάνει το βιοτικό της επίπεδο. Καθοριστική είναι η αναδιανομή του πλούτου, μετά το 1981, καθώς η σοσιαλιστική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνική κινητικότητα. Από την άλλη, ο πολιτισμός που παράγεται είναι μαζικός και εμπορευματοποιημένος. Ο πολίτης προορίζεται για τον ρόλο του καταναλωτή.  Σε αυτόν τον ρόλο τον εκπαιδεύει η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και ο δημοσιογραφικός λόγος ο οποίος γίνεται περισσότερο «εκπαιδευτικός» και λιγότερο πληροφοριακός αν και τα ΜΜΕ φαινομενικά κάνουν άνοιγμα προς την πολυφωνία.
Ο Κηλαηδόνης χρησιμοποιεί τη νέα τεχνολογία και το «πάρτυ» καθιερώνει ένα νέο τύπο διασκέδασης, σε χώρο φυσικό, το υπερθέαμα ένα θέαμα που αντιγράφει τις μεγάλες παραστάσεις ή θεάματα τα οποία στην πορεία έμελλε να κυριαρχήσουν  παραγκωνίζοντας ακόμη και την ίδια την τέχνη.