Των Βασίλη Κωνσταντούδη και Στάθη Κομνηνού //
*
6ο Τακτικό Εθνικό Συνέδριο
Μετρολογίας (13-14 Μαΐου 2016)
«Καμία μέτρηση δεν γίνεται εν κενώ. Πάντα υπάρχει η αστάθμητη επίδραση του
περιβάλλοντος και της ίδιας της μετρητικής διαδικασίας στο αποτέλεσμα της
μέτρησης. Αυτή η επίδραση επάγει σφάλματα και καθιστά την επιδίωξη της απόλυτης
ακρίβειας, αλλά και της επαναληψιμότητας της μέτρησης, ανέφικτη. Άλλωστε, κατά
μία έννοια, ένα μεγάλο μέρος της μετρολογικής επιστήμης είναι αφιερωμένο στη
θεωρητική και πειραματική αντιμετώπιση της ακρίβειας και του σωστού
προσδιορισμού της αβεβαιότητας των μετρήσεων.»
«Η Τέχνη πράττει, ζώντας φυσικώς μέσα στο μετρολογικό πεδίο και
με τα δικά της εργαλεία, ό,τι πράττει και κάθε άλλος μετρολόγος σε οιοδήποτε
γνωσιακό πεδίο ανήκει. Το σημαντικό, όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω, είναι
ότι η Τέχνη έθεσε και εξακολουθεί να θέτει παραδείγματα μετρήσεων.
Παραδείγματα μετρητικών διαδικασιών και παραδείγματα μετρητικών
λειτουργιών, τα οποία στην περίπτωσή της είναι ενσωματωμένα στο
εκάστοτε έργο Τέχνης, και μάλιστα τα παραδείγματα αυτά προσκαλούν τους
θεράποντες των θετικών επιστημονικών πεδίων σε άμεση μαθηματικοποίησή τους και
εξακρίβωση της λειτουργικότητας αλλά και της αλήθειάς τους. Όλο αυτό το εν
Τέχνη πραττόμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι διάφορο της μετρητικής
διαδικασίας που ακολουθεί οιοσδήποτε μετρολόγος, αφού όπως τονίσαμε παραπάνω, η
μετρητική διαδικασία προσαρμόζεται στην ιδιαιτερότητα του εκάστοτε προς μέτρηση
αντικειμένου.
Περίληψη
Περίληψη
Στην εργασία αυτή δοκιμάζουμε μία φιλοσοφική προσέγγιση της διαδικασίας της
μέτρησης με αφορμή το έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ «…Ποιητικά κατοικεί ο
άνθρωπος…» και τις σχετικές αναφορές του στο μέτρο, το ποιείν και το κατοικείν
του ανθρώπου. Ξεκινάμε με το ερώτημα περί μέτρησης και δείχνουμε τη σύνδεσή του
με τη θεμελιώδη προσπάθεια του ανθρώπου να οικειωθεί τον άγνωστο κόσμο
γύρω του μεταφράζοντάς τον σε μία σειρά αριθμών και μαθηματικών αναπαραστάσεων
που προκύπτουν από τη μέτρηση. Στη συνέχεια, σχολιάζουμε δύο χαρακτηριστικά
αυτής της αριθμητικής/μετρητικής δεξίωσης του κόσμου που υπονομεύουν την
απολυτοποίησή της και την ανοίγουν σε ευρύτερες θεωρήσεις. Το πρώτο είναι η
αναπόφευκτη διαμεσολάβηση της μετρητικής διαδικασίας και του σχεδιασμού της στο
αποτέλεσμα της μέτρησης. Αυτή η διαμεσολάβηση όσο και αν ελαχιστοποιηθεί
υφίσταται και ουσιαστικά καθιστά το μετρητικό αποτέλεσμα μία σύνθεση τού προς
μέτρηση αντικειμένου με την ίδια τη μετρητική διαδικασία και όχι απλώς μία
«αντικειμενική» αριθμητική αντιστοίχιση του πραγματικού μεγέθους. Το δεύτερο
χαρακτηριστικό, που μπορεί να θεωρηθεί και μερική συνέπεια του πρώτου, είναι το
ανέφικτο της απόλυτα ακριβούς μέτρησης, αφού πάντα υπεισέρχεται η αβεβαιότητα
των τυχαίων ή μη επιδράσεων από το περιβάλλον της μέτρησης, αλλά και της ίδιας
της μετρητικής διαδικασίας. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά μπορεί να οδηγήσουν στην
υπόθεση ότι η επιστημονική μετρητική διαδικασία δεν εξαντλεί την αρχική
στόχευση επίκλησης του μέτρου για οικείωση του κόσμου, αλλά αποτελεί μέρος ενός
καθολικότερου εγχειρήματος που αναπτύσσεται και σε άλλες περιοχές της
ανθρώπινης δημιουργικότητας. Επιχειρούμε μία πρώτη ανίχνευση των ευρύτερων
διαστάσεων της έννοιας του μέτρου με βάση α) το φιλοσοφικό σχολιασμό
του Γερμανού φιλοσόφου Μ. Χάιντεγκερ στην ποίηση του Φ. Χαίλντερλιν, όπου
αναδεικνύεται το μέτρο και η αναζήτησή του ως η βαθύτερη ουσία του ποιείν και
της ποίησης και β) τη διερεύνηση της έννοιας του μέτρου στην τέχνη και
καλλιτεχνική πράξη γενικότερα.
Απώτερος στόχος μας είναι η προετοιμασία μιας αμφίδρομα γόνιμης συνάντησης
και συνδιαλλαγής της επιστημονικής θεώρησης του μέτρου με τη φιλοσοφική και
καλλιτεχνική προσέγγισή του.
Λέξεις-Κλειδιά: Φιλοσοφία της μέτρησης, Ακρίβεια, Αβεβαιότητα,
Χάιντεγκερ, Ποίηση.
«Ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός :
εκείνος που πράττει, κι εκείνος
που
βλέπει τον εαυτό του να πράττει»
(Μέρες Α΄, Γ. Σεφέρης)
«…βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν
αινίγματι…
(Α΄ Κορ. 13,12 Απ. Παύλος)
1. Εισαγωγή
Κάθε τι που κάνει ο άνθρωπος μπορεί να εξετασθεί στη προοπτική δύο
κατευθύνσεων: η πρώτη αφορά αυτό που κάνει καθαυτό, δηλ. τον όσο το δυνατόν
πληρέστερο ορισμό της πράξης και ενέργειάς του, το πού αυτή αποσκοπεί (μια
τελεολογία δηλαδή, με άλλα λόγια), τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει για να
προσεγγίσει το ζητούμενο, τα κριτήρια αξιολόγησής που θέτει κλπ. Η δεύτερη
είναι περισσότερο αναστοχαστική και αφορά στο τί μας φανερώνει αυτό που κάνει ο
άνθρωπος για την ίδια τη φύση του ανθρώπινου υποκειμένου, τα χαρακτηριστικά
του, την ιστορική εξέλιξή του. Μέχρι τώρα το σύνηθες είναι οι δύο παραπάνω
κατευθύνσεις να θεωρούνται ανεξάρτητες μεταξύ τους και εκεί που διερευνάται η
μία να αγνοείται ουσιαστικά η άλλη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια όλο και πιο
έντονα διατυπώνεται η ανάγκη εντονότερης αλληλεπίδρασής τους ενόψει των νέων
ανοιγμάτων και εμβαθύνσεων που αυτή μπορεί να προκαλέσει και στις δύο
κατευθύνσεις κι αυτό, κρίνουμε, είναι μείζονος σημασίας και σπουδαιότητας.
Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να μεταφέρει τον παραπάνω προβληματισμό
στη διαδικασία της μέτρησης, και χωρίς να αγνοεί την πρώτη κατεύθυνση, μάλιστα
παίρνοντας αφορμή από αυτή, να θέσει ερωτήματα και να μοιραστεί πρώτες
σκέψεις στο πλαίσιο της δεύτερης αναστοχαστικής κατεύθυνσης. Αφορμή για την
εργασία αυτή αποτέλεσαν οι σχετικές αναφορές περί μέτρου, μέτρησης, ποίησης και
ανθρώπινου όντος του Μ. Χάιντεγκερ στο βιβλίο του «…Ποιητικά κατοικεί ο
άνθρωπος…», στο οποίο ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος σχολιάζει την ποίηση του
ρομαντικού ποιητή Φ. Χαίλντερλιν.
Η εργασία μας θα χωριστεί σε τρία μέρη που συζητούνται στις παραγράφους 2,3
και 4 αντίστοιχα. Στο πρώτο μέρος, θα θέσουμε το ερώτημα τι είναι η μέτρηση και
θα το προσεγγίσουμε από φιλοσοφικής σκοπιάς εντάσσοντάς το στην ευρύτερη
προσπάθεια του ανθρώπου να οικειωθεί τον άγνωστο κόσμο που τον περιβάλει. Στο
δεύτερο μέρος θα συζητήσουμε δύο χαρακτηριστικά της διαδικασίας της μέτρησης
(το ανέφικτο της απόλυτης ακρίβειας και τη συμμετοχή/συνέργεια της μετρητικής
διαδικασίας στο αποτέλεσμά της) και θα τα θεωρήσουμε ως προκλήσεις για μία
ευρύτερη αντιμετώπιση του μέτρου και της μέτρησης. Στο τρίτο μέρος, με αναφορά στο
έργο του Χάιντεγκερ και γενικότερα στην έννοια του μέτρου στην τέχνη, θα
αποπειραθούμε τη διερεύνηση αυτής της πρόκλησης για ευρύτερη εννόηση της
αναζήτησης μέτρου από τον άνθρωπο.
2. Τι είναι η μέτρηση
Μέτρηση είναι η αντιστοίχηση ενός αριθμού (ή περισσοτέρων) σε μία ιδιότητα
ενός αντικειμένου ή γεγονότος. Η αντιστοίχηση αυτή γίνεται διαμέσου της
σύγκρισής τους με αντικείμενα ή γεγονότα που η κοινότητα των επιστημόνων έχει
αναγνωρίσει τις αντίστοιχες ιδιότητές τους ως μονάδες μέτρησης. Σχηματικά
η παραπάνω διαδικασία φαίνεται στο Σχ. 1.
Από τον παραπάνω ορισμό είναι φανερό ότι βασικό συστατικό της πράξης
της μέτρησης είναι η σύγκριση, η συσχέτιση αυτού που δεν γνωρίζουμε (ιδιότητα,
μέγεθος ενός αντικειμένου ή γεγονότος) με κάτι που το γνωρίζουμε και το
θεωρούμε οικείο, δικό μας. Κατά συνέπεια, η διαδικασία της μέτρησης μπορεί να
εννοηθεί ως μία απόπειρα/πράξη οικείωσης του άγνωστου κόσμου και των διαφόρων
όψεων ύπαρξής του (ιδιότητες), διαμέσου της συσχέτισής του με τον ήδη γνωστό
κόσμο μας, όπως αυτός εκφράζεται σε ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε, σε
τεχνική γλώσσα, μονάδες ή πρότυπα μέτρησης. Τα σημαίνοντα αυτής της σχέσης
είναι αριθμοί και γενικότερα μαθηματικές αναπαραστάσεις που περιγράφουν το
αποτέλεσμα της μέτρησης με ποσοτικό τρόπο. Με αυτή την έννοια μπορεί κάποιος να
πει ότι η μέτρηση ουσιαστικά αφορά στην αριθμητική δεξίωση, από πλευράς του
ανθρώπου, του άγνωστου κόσμου που κείται έξω από αυτόν και τα όρια της γνώσης
του. Ο αριθμητικός χαρακτήρας αυτής της μετρητικής δεξίωσης συνήθως
χαρακτηρίζεται ως ποσοτικοποίηση του μετρούμενου μεγέθους ή ιδιότητας. Αλλά τι
σημαίνει αυτή η ποσοτικοποίηση; Ποσοτικοποίηση, διαμέσου της γλώσσας των
αριθμών και των μαθηματικών, σημαίνει απλά την «υπαγωγή» του μετρούμενου
άγνωστου αντικειμένου και των ιδιοτήτων του στις προϋπάρχουσες κανονικότητες
και δομές των αριθμών και του κόσμου τους. Αυτή η θεώρηση της ποσοτικοποίησης
στη μέτρηση τη συσχετίζει με το γενικότερο ερώτημα της συσχέτισης μεταξύ
μαθηματικής γλώσσας και φυσικής πραγματικότητας, πράγμα που έχει αποτελέσει
αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων. Στην παρούσα εισήγηση δεν θα προχωρήσουμε
σε αυτές, αλλά θα αναρωτηθούμε για τα όρια της ποσοτικής περιγραφής η οποία
προκύπτει από τη μετρητική πράξη. Πιο συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε το κατά πόσο
μπορεί να θεωρηθεί ότι η περιγραφή αυτή εξαντλεί τη σημασία του μέτρου στην
κατανόηση του κόσμου και στην οικοδόμηση της αληθινής σχέσης μαζί του.
Η πραγμάτευση αυτού του ερωτήματος αποτελεί το αντικείμενο της επόμενης
παραγράφου. Σε αυτή θα σταθούμε σε δύο χαρακτηριστικά της μετρητικής
διαδικασίας και πράξης, τα οποία υπαινίσσονται τα όρια της και ανοίγουν τον
προβληματισμό σε ευρύτερες θεωρήσεις, όπου η συνάντηση με το φιλοσοφικό
στοχασμό και την καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να είναι, και οφείλει να
είναι…, γόνιμη.
Πριν όμως περάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, αξίζει να προσθέσουμε ακόμη ένα
σχόλιο σχετικά με το σχ. 1 που φέρει τον μετρολογικό προβληματισμό κοντά στις
σύγχρονες επιστημολογικές θεωρήσεις για τη συμμετοχή «εξω»-επιστημονικών
παραγόντων στην εξέλιξη της επιστήμης. Επαναλαμβάνουμε ότι ο ορισμός της
μονάδας μέτρησης και ο χαρακτηρισμός της ως γνωστής είναι συνέπεια απόφασης της
αρμόδιας επιστημονικής κοινότητας, δηλ. πηγάζει από ένα γεγονός κοινωνικής
τάξης που σαφώς επηρεάζεται από τα επιστημονικά επιχειρήματα και τις σχετικές
έρευνες, αλλά δεν εξαντλείται σε αυτά. Άλλοι παράγοντες
«εξω»-επιστημονικής προέλευσης (κοινωνικοί, οικονομικοί, γεωγραφικοί, ιστορικοί
κ.α.) παίζουν ενίοτε τον δικό τους σημαντικό και κρίσιμο ρόλο στη λήψη των
σχετικών αποφάσεων. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να θεωρηθεί ότι επιρρωνύει τη
γενικότερη πεποίθηση της πρόσφατης επιστημολογικής έρευνας ότι η αλληλεπίδραση
κοινωνία ς και επιστήμης είναι πολύπλευρη και παίζει συχνά καθοριστικό ρόλο
στην ίδια την εξέλιξη της επιστήμης. Ο Kuhn δεν θα αφίστατο, θεωρούμε, από μια
τέτοια θέση και άποψη, και ο υπαινιγμός εδώ είναι, κρίνουμε, σαφής.
3. Χαρακτηριστικά και όρια της μετρητικής διαδικασίας
3.1 Συμμετοχή της διαδικασίας στο αποτέλεσμα της μέτρησης
Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε να μετρήσουμε μία σφαιρική προεξοχή σε μία
επιφάνεια σε κλίμακα νανομέτρου με τη βοήθεια ενός Μικροσκοπίου Ατομικής
Δύναμης (ΜΑΔ), που λαμβάνει μετρήσεις ύψους σαρώνοντας την επιφάνεια με μία
πολύ μυτερή ακίδα (σχ. 2). Οι μετρήσεις λαμβάνονται σε συγκεκριμένα,
προκαθορισμένα σημεία του οριζόντιου επιπέδου, που συνήθως ορίζουν ένα
τετραγωνικό πλέγμα. Όπως είναι φανερό από το σχήμα 2, το αποτέλεσμα της
μέτρησης διαφέρει από την πραγματική τοπομορφία και αυτή η διαφορά οφείλεται
στην επίδραση του πλάτους της ακίδας του μικροσκοπίου, το οποίο εμποδίζει
να ληφθούν ακριβείς μετρήσεις σε σημεία με απότομες μεταβολές ύψους.
Αυτή η επίδραση του μετρητικού οργάνου ή της μετρητικής διαδικασίας
δεν εμφανίζεται μόνο στις μετρήσεις του AFM, αλλά είναι ένα γενικό
χαρακτηριστικό κάθε μετρητικής διαδικασίας που συχνά κωδικοποιείται στη σχέση
Όπου : ΑΜ είναι το αποτέλεσμα της μέτρησης, ΜΔ η μετρητική διαδικασία και ΑΝ
το αντικείμενο που μετράται. Το σύμβολο Ä εκφράζει τη συνέλιξη των δύο
τελευταίων για να προκύψει το πρώτο. Η συνέλιξη εξαρτάται από την επιλογή της
ΜΔ, οπότε καθίσταται κρίσιμη η προσαρμογή της ΜΔ στο εκάστοτε ΑΝ.
Έχουν γίνει και γίνονται πολλές ερευνητικές προσπάθειες να «λυθεί» αυτή η
σχέση συνέλιξης ως προς ΑΝ με την αφαίρεση της επίδρασης της μέτρησης και τον
χαρακτηρισμό του αντικειμένου ως έχει. Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες τους, η
αφαίρεση δεν είναι ποτέ πλήρης, ενώ πάντα παραμένει το θέμα επικύρωσης της
ισχύος των υποθέσεων στις οποίες αυτές οι μέθοδοι βασίζονται. Ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα εξέλιξη αυτού του προβλήματος είναι η πρόταση της υβριδικής
μετρολογίας για σύνθεση διαφορετικών μετρητικών οργάνων και των δεδομένων τους,
ώστε να επιτευχθεί πληρέστερος χαρακτηρισμός του μετρούμενου αντικειμένου.
Το ΑΜ εκφράζεται συνήθως με αριθμούς και αυτό δείχνει ότι η αριθμητική
αναπαράσταση της μέτρησης όχι μόνο εκφράζει τη σχέση του μετρούμενου
αντικειμένου με τα ήδη γνωστά πρότυπα και μονάδες (όπως τονίσαμε στην
προηγούμενη παράγραφο), αλλά ότι επιπλέον προκύπτει από την αλληλεπίδραση της
σχεδιαζόμενης από τον παρατηρητή μετρητικής διαδικασίας με το αντικείμενο που
θέλουμε να μετρήσουμε. Με άλλα λόγια, οι αριθμοί «αναδύονται», κατά τη
μετρητική πράξη, στην αλληλεπίδρασή μας με τα αντικείμενα που θέλουμε να
γνωρίσουμε καλύτερα δια της μέτρησης. Οι αριθμοί δεν εκφράζουν τις φυσικές
ιδιότητες και μεγέθη ως αυτά έχουν (δηλαδή an sich, για να χρησιμοποιήσουμε μια
καντιανή ορολογία που έχει διαπεράσει τη φιλοσοφία των νεωτέρων χρόνων), αλλά
την αντανάκλασή τους στο κάτοπτρο της μετρητικής προσέγγισης. Συχνά, όχι μόνο
οι αριθμοί αλλά και οι ίδιοι οι ορισμοί των φυσικών μεγεθών εξαρτώνται από τη
διαδικασία μέτρησης που έχει ακολουθηθεί. Αυτό έχει οδηγήσει σύγχρονους
ερευνητές στο χώρο της νανομετρολογίας να προχωρήσουν στην πρόταση για
διαδικαστικούς ορισμούς (procedural definitions) που ενσωματώνουν, πέρα από το
προς μέτρηση μέγεθος, και τη διαδικασία μέτρησης καθεαυτήν. Μία σχηματική
αναπαράσταση αυτής της ανάδυσης φαίνεται στο σχ.3 για το συγκεκριμένο
παράδειγμα της μέτρησης μιας επιφάνειας με ΜΑΔ. Σε αυτή την περίπτωση το
αποτέλεσμα της μέτρησης είναι ένας πίνακας που περιέχει τις μετρήσεις των υψών
της επιφάνειας στους κόμβους ενός τετραγωνικού πλέγματος.
3.2 Το ανέφικτο της απόλυτης ακρίβειας
Καμία μέτρηση δεν γίνεται εν κενώ. Πάντα υπάρχει η αστάθμητη επίδραση του
περιβάλλοντος και της ίδιας της μετρητικής διαδικασίας στο αποτέλεσμα της μέτρησης.
Αυτή η επίδραση επάγει σφάλματα και καθιστά την επιδίωξη της απόλυτης
ακρίβειας, αλλά και της επαναληψιμότητας της μέτρησης, ανέφικτη. Άλλωστε, κατά
μία έννοια, ένα μεγάλο μέρος της μετρολογικής επιστήμης είναι αφιερωμένο στη
θεωρητική και πειραματική αντιμετώπιση της ακρίβειας και του σωστού
προσδιορισμού της αβεβαιότητας των μετρήσεων.
Το αναπόφευκτο της αβεβαιότητας σε κάθε μέτρηση οδηγεί στο ακόλουθο ερώτημα
με χροιά τραγικότητας: Γιατί να επιδιώκουμε κάτι, όπως η απόλυτη ακρίβεια στη
μέτρηση, το οποίο δεν είναι εφικτό και δεν θα είναι εφικτό ποτέ; Μήπως
το μέτρο που αναζητούμε διαφεύγει των ορίων της επιστημονικής προσέγγισής του
και εισέρχεται σε άλλες περιοχές της ανθρώπινης δημιουργικότητας; Και αν ναι,
πώς μπορούμε να προσπελάσουμε αυτό το πέραν της επιστήμης μέτρο του
ανθρώπου και της ζωής του; Αυτό είναι το ζητούμενο της επόμενης παραγράφου,
όπου θα συζητηθεί το θέμα αυτό με αναφορά στην ποίηση και την τέχνη
γενικότερα.
4. Για μια ευρύτερη θεώρηση της μέτρησης: μέτρο και ποιείν
4.1 Μέτρηση και ποιείν: Χάιντεγκερ
Ο Μ. Χάιντεγγερ (Μ.Χ.) είναι γνώστης της επιστημονικής μέτρησης αλλά και των
ουσιαστικών περιορισμών της. Γράφει, μεταξύ πολλών άλλων, ότι στη συνήθη
έννοια της μέτρησης : «…με τη βοήθεια των ήδη γνώριμων μέτρων και σταθμών
στοιχίζεται το άγνωστο και καθίσταται γνωστό, κι έτσι περιορίζεται σε μια ανά
πάσα στιγμή εποπτεύσιμη ποσότητα…. Αλλά ποιός μας εγγυάται ότι αυτός ο τρέχων
τρόπος μέτρησης, μόνο και μόνο γιατί είναι ο συνήθης, αγγίζει και την ουσία της
μέτρησης; Όταν ακούμε μέτρο, σκεφτόμαστε αμέσως τον αριθμό και τα φανταζόμαστε
και τα δύο ως ποσοτικά μεγέθη. Μόνο που η ουσία του μέτρου, όπως και η ουσία
του αριθμού δεν είναι μια ποσότητα» (σ.45). Αν η ουσία της μέτρησης δεν
εξαντλείται στον συνήθη επιστημονικό ορισμό της, τότε πώς μπορεί να
προσεγγισθεί; Ο Μ.Χ. ανατρέχει σε ένα ποίημα του ρομαντικού Γερμανού ποιητή Φ.
Χαίλντερλιν και συγκεκριμένα στους παρακάτω στίχους:
… Όσο η φιλοφροσύνη, η Αγνή,
διαρκεί
στην καρδιά, δεν είναι ατελέσφορη η
αναμέτρηση
του ανθρώπου με τη θεότητα. Είναι
άγνωστος άραγε ο
Θεός;
Είναι φανερός όπως ο ουρανός; Μάλλον
αυτό πιστεύω. Είναι το μέτρο του
ανθρώπου.
Εντελώς επάξια, αλλά ποιητικά
κατοικεί ο άνθρωπος,
Πάνω σ’ αυτή τη γη… (σ.30-31)
Σε αυτούς ξεχωρίζει αρχικά τη θεμελιώδη «θέση» ότι «ποιητικά κατοικεί
ο άνθρωπος» και διαμέσου αυτού προσπαθεί να προσεγγίσει την ουσία του
μέτρου και της σχέσης με τον Θεό, δηλαδή με μια χ υπερβατικότητα.
Ξεκινάει το συλλογισμό του με τη διευκρίνηση ότι «Το κατοικείν του ανθρώπου
βασίζεται στη μέτρηση της διάστασης, στην οποία ανήκουν τόσο ο ουρανός όσο και
η γη, μέτρηση που γίνεται με το βλέμμα υψωμένο προς τα πάνω.» (σελ. 35). Με
άλλα λόγια, το κατοικείν του ανθρώπου πάνω στη γη συνίσταται στη μέτρηση
του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της γης και του ουρανού. «Η μέτρηση υπολογίζει τον
Ενδιάμεσο Χώρο, ο οποίος φέρνει κοντά τη γη με τον ουρανό», όπως διευκρινίζει
λίγο παρακάτω(σ. 35). Αυτή η διευρυμένη θεώρηση του μέτρου αφορά το ενδιάμεσο
μεταξύ αυτού του χειροπιαστού, αισθητού και βέβαιου που είμαστε (της «γης» μας)
και αυτού που μας υπερβαίνει και μας ξεπερνά, όμως, μολαταύτα, ταυτόχρονα συμβαίνει
να επιδιώκουμε και προσδοκούμε (του ουρανού μας), δηλαδή μιας χ
Πραγματικότητας που υπάρχει πέραν των δεδομένων νόμων που διέπουν τη
δική μας, όπως π.χ. συμβαίνει ένα βήμα πέρα από τη στρατόσφαιρα, στο
διάστημα, ή όπως ένας πέραν της γήινης πραγματικότητάς μας κομήτης, ο οποίος,
ωστόσο, συμβαίνει να επηρεάζει, ενίοτε καταλυτικά, τα εντός αυτής της
πραγματικότητας. Υπαινισσόμαστε, προφανώς, ότι το «έξω» (υπερβατικό, ή κατ’
άλλους απλά κοσμικό…), που στην ορολογία του Μ.Χ. φέρει το όνομα του «ουρανού»,
είναι κάτι ΦΥΣΙΚΑ δεδομένο, υπαρκτό και ενεργόν, που επηρεάζει συχνότατα τις
ενδογήινες διαδικασίες. Μπορούμε να προσθέσουμε στον συλλογισμό του Μ.Χ. ότι
αυτή η συνύπαρξη «γης» και «ουρανού» ενυπάρχει και στην επιστημονική μέτρηση,
όπου ως «γη» μπορεί να εννοηθεί το συγκεκριμένο προς μέτρηση αντικείμενο με
όλες τις ιδιότητες και συνάφειές του και ως «ουρανός» η απαίτηση για απόλυτη
ακρίβεια και αριθμητική γνώση του. Σε αυτό το πλαίσιο η επιστημονική μέτρηση,
κινούμενη μεταξύ του χειροπιαστού αντικειμένου και της ανέφικτης, αλλά
θεμελιώδους και κινητήριας απαίτησης για ακρίβεια, εξελίσσεται στον
ενδιάμεσο χώρο απαρτίζοντας ένα μέρος του αληθινού «κατοικείν», μία προβολή στο
αριθμητικό επίπεδο της πολυδιάστατης ουσιαστικής μέτρησης.
Πώς όμως ο άνθρωπος προσεγγίζει και οικειώνεται το διευρυμένο μέτρο του
ενδιάμεσου χώρου; Εδώ έρχεται η εμπλοκή του επιρρήματος «ποιητικά» που
αναφέρει στο ποίημά του ο Χαίλντερλιν.
Λέει ο Μ.Χ. «Η μέτρηση είναι το ποιητικό χαρακτηριστικό του κατοικείν. Ποιώ
σημαίνει μετρώ» (σελ. 36) και παρακάτω ακόμη αναλυτικότερα «Η ποίηση είναι, με
την πιο στενή έννοια του όρου, λήψη του μέτρου, ενέργεια μέσω της οποίας – και
μόνο αυτής – ο άνθρωπος δεξιώνεται το μέτρο για όλο το μέγεθος της ουσίας του»
(σελ. 37). Αν η ποίηση είναι η αναζήτηση και η λήψη του μέτρου, τότε προκύπτει
το ερώτημα ποιό είναι αυτό το μέτρο. Ο Μ.Χ. βασιζόμενος στους παραπάνω στίχους
του Χαίλντερλιν απαντά «Το μέτρο αυτό είναι η θεότητα, με την οποία αναμετράται
ο άνθρωπος». Αλλά με ποιόν τρόπο γίνεται αυτό; Δεν είναι αυθαίρετη μία τέτοια
ταύτιση; Και με τα λόγια του Μ.Χ. «Πώς είναι ποτέ δυνατόν Αυτός που η ουσία Του
παραμένει άγνωστη να αποτελεί για εμάς μέτρο;»(σελ.39). Εδώ ακριβώς
υπεισέρχεται το κλειδί της φανέρωσης του αληθινού μέτρου του ανθρώπου κατά
Μ.Χ., που έγκειται όχι στον Θεό αφηρημένα και απροσδιόριστα, αλλά στον τρόπο με
τον οποίο, παραμένοντας Αυτός άγνωστος, αποκαλύπτεται από τον «ουρανό» ως
τέτοιος. Διευκρινίζει: « Η εμφάνιση του Θεού μέσω του ουρανού είναι εκκάλυψη,
που μας αφήνει να δούμε αυτό που συγκαλύπτεται, αλλά που μας αφήνει να το δούμε
όχι επιδιώκοντας να αποσπάσει το συγκαλυμμένο από τη συγκάλυψή του αλλά
προστατεύοντας το συγκαλυμμένο μέσα στην αυτο-συγκάλυψή του: Έτσι, ο άγνωστος
Θεός εμφανίζεται ως άγνωστος μέσω της φανέρωσης του ουρανού. Αυτή η εμφάνιση
είναι το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος μετρά τον εαυτό του» (σελ. 41).
Και κλείνει το σχολιασμό του στο ποίημα του Χαίλντερλιν διερωτώμενος για τις
προϋπόθεσης αυτής της εμφάνισης του αληθινού μέτρου στον άνθρωπο. Βρίσκει την
απάντηση στον πρώτο στίχο του ποιητικού αποσπάσματος που παραθέσαμε παραπάνω:
«Όσο η φιλοφροσύνη, η Αγνή, διαρκεί στην καρδιά…» και προσθέτει «Στην καρδιά,
διότι με αυτό θέλει να πει ο ποιητής: η Αγνή φιλοφροσύνη που φτάνει στην
κατοικούσα ουσία του ανθρώπου, που φτάνει ως κλήση του μέτρου στην καρδιά, ώστε
η καρδιά να στρέφεται προς το μέτρο» (σελ. 59).
4.2 Μέτρηση και τέχνη
Αν στη μετρητική (και όχι μόνον…) διαδικασία θεωρείται ως θεμελιώδης
παράγοντάς της ο παρατηρητής, δηλαδή το ανθρώπινο υποκείμενο με τις μετρητικές
μεθόδους που επινοεί (βλ. παρ. 3.1.), τότε με βάση αυτό ακριβώς έχουμε μια
πρώτη ενιαία Αρχή που διέπει, κατ’ απόλυτο τρόπο, κάθε γνωσιακό πεδίο. Αν το
μικροσκόπιο έχει τον παρατηρητή και το χειριστή του, τότε το ίδιο συμβαίνει και
με το μικροσκόπιο της Τέχνης, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ενσωματωμένο
στον ανθρώπινο παρατηρητή, δηλαδή στον οφθαλμό του, και όχι κάτι αντικειμενικά
τεχνητό και πεποιημένο. Η βασική Αρχή, ωστόσο, παραμένει η ίδια. Ειδικά η
Τέχνη, σε όλο το εύρος της, θεώρησε, εξαρχής της γεννήσεώς της, τη μετρική και
μετρολογική διαδικασία ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό και λειτουργία της εν όψει
της εκζήτησης της Ομορφιάς και της μετοχής σ’ αυτήν. Όμως, καθώς υποστηρίζουμε
την άποψη Heidegger ότι η Τέχνη αιτείται και κάτι άλλο πέραν του
Ωραίου, ότι αιτείται δηλαδή Αλήθεια και Φανέρωση των όντων, τότε κατανοεί
κανείς πως η μετρητική διαδικασία είναι κάτι που, ιδιοτύπως μεν και με τρόπο
ιδιαίτερο στο χώρο της Τέχνης, εμπίπτει στο πεδίο της μετρολογίας και της
αυστηρής μετρητικής διαδικασίας, εν όψει της μετοχής/οικειώσεως στις κοσμικές
οντότητες που καλλιεργεί. Η Τέχνη πράττει, ζώντας φυσικώς μέσα στο
μετρολογικό πεδίο και με τα δικά της εργαλεία, ό,τι πράττει και κάθε άλλος
μετρολόγος σε οιοδήποτε γνωσιακό πεδίο ανήκει. Το σημαντικό, όπως θα
καταδειχθεί αμέσως παρακάτω, είναι ότι η Τέχνη έθεσε και εξακολουθεί να θέτει παραδείγματα
μετρήσεων. Παραδείγματα μετρητικών διαδικασιών και
παραδείγματα μετρητικών λειτουργιών, τα οποία στην περίπτωσή της
είναι ενσωματωμένα στο εκάστοτε έργο Τέχνης, και μάλιστα τα παραδείγματα
αυτά προσκαλούν τους θεράποντες των θετικών επιστημονικών πεδίων σε άμεση
μαθηματικοποίησή τους και εξακρίβωση της λειτουργικότητας αλλά και της αλήθειάς
τους. Όλο αυτό το εν Τέχνη πραττόμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι
διάφορο της μετρητικής διαδικασίας που ακολουθεί οιοσδήποτε μετρολόγος,
αφού όπως τονίσαμε παραπάνω, η μετρητική διαδικασία προσαρμόζεται στην
ιδιαιτερότητα του εκάστοτε προς μέτρηση αντικειμένου. Μπορεί να διαφέρουν οι
τρόποι και τα αιτήματα των δύο πεδίων, κι αυτό είναι απολύτως φυσικό και
απαραίτητο να συμβαίνει. Όμως, δεν διαφέρουν οι ανάγκες και οι επιδιώξεις. Αν
αυτό καταστεί κατανοητό από τους εκπροσώπους αμφοτέρων των πεδίων, τότε η
παρούσα εργασία θα θεωρηθεί επιτυχημένη. Εννοούμε, ότι αν ο μετρολόγος
ενδιαφερθεί να πληροφορηθεί τις μετρητικές διαδικασίες που η ίδια η Τέχνη
θεωρεί, επιχειρεί και πράττει, και προσπαθήσει, επιστρατεύοντας όλα τα όπλα που
διαθέτει το ανθρώπινο υποκείμενο, να τις μεταφράσει ή και να τις παραφράσει υπό
τους όρους της επιστήμης του, τότε αληθινά είμαστε πεπεισμένοι ότι θα υπάρξει
μείζον γνωσιακό όφελος. Αν έχει κάποιο νόημα η παρούσα εργασία, άλλο δεν είναι
από το ότι καλεί τους μετρολόγους να συναντήσουν, εν τινι μέτρω, το πεδίο της
Τέχνης, με τους δικούς τους αποκλειστικά όρους, και να
προσπαθήσουν να εντάξουν ό,τι ανακαλύψουν στο πεδίο τους και υπό τους όρους που
το πεδίο αυτό θέτει. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για εκείνους που θεραπεύουν τον
καλλιτεχνικό χώρο, οι οποίοι έχουν χρέος να παρακολουθούν στενά τη μετρολογική
επιστήμη.
Πέρα από την ΕΝΙΑΙΑ ΑΡΧΗ του παρατηρητή, ένα ακόμη στοιχείο που συμβάλλει
στην ΕΝΙΑΙΑ θεώρηση Τέχνης - (μετρολογικής)Επιστήμης
είναι το σημείο εκκίνησής τους για κάθε μετρητική απόπειρα και διαδικασία. Όπως
και στα μαθηματικά ή και σε άλλα πεδία των θετικών επιστημών, έτσι και στην
Τέχνη, αλλά επίσης και στη μετρολογία, η αξιωματικότητα και το λογικά
αθεμελίωτο είναι η καταγωγική τους αρχή. Οιοδήποτε μέτρο της μετρολογικής
επιστήμης, όσο πρότυπο και ακεραιωμένο κι αν είναι, όσο «τέλειο» και
υποδειγματικό, εμπίπτει, εν τέλει, σε μια αξιωματικότητα[1]. Σε κάτι λογικά αθεμελίωτο. Εννοώντας μ’ αυτό,
μεταξύ πολλών άλλων που δεν θίγουμε εδώ, ότι τίποτε από εκείνα που ορίζουν την αντικειμενική
Πραγματικότητα δεν μας υποβάλλει (και μάλιστα αποδεικτικώς…) το
εκάστοτε μέτρο και την εκάστοτε μονάδα μέτρησης, που εμείς οι ίδιοι, για δικούς
μας αποκλειστικά λόγους, έχουμε επιλέξει. Τα μετρητικά μας πρότυπα είναι
αξιωματικά. Κάθε μετρητικό μας πρότυπο είναι αξιωματικό. Αυτό συνιστά ένα
δεύτερο κοινό σημείο των γνωσιακών πεδίων και θεωρούμε ότι είναι αυτό ακριβώς
που ο Heidegger υπαινίσσεται (βλ.σελ. 53) όταν αναρωτιέται, δια του
Χαίλντερλιν, αν «υπάρχει ένα μέτρο πάνω στη γη». Ο ίδιος, χαρακτηριστικότατα,
απαντά : «Δεν υπάρχει κανένα». Δεν σχολιάζουμε, μολαταύτα, περαιτέρω.
Με βάση τα δύο αυτά κοινά στοιχεία προχωρούμε στην εξέταση ενός σύγχρονου
έργου Τέχνης, που παρήχθη, μάλιστα, κατά τους τελευταίους μήνες. Η εξέταση
αυτή, τονίζουμε μετ’ επιτάσεως, κατατίθεται εδώ ως πειραματικό δεδομένο ή απλώς
ως μια προσπάθεια ενός πειράματος, ασχέτως επιτυχίας και ακρίβειάς του ή όχι.
Υπό το πρίσμα αυτό θα επιθυμούσαμε και να γίνει αντιληπτή. Η έκθεση εδώ των
όρων που το διέπουν φιλοδοξεί, λοιπόν, να αποτελεί ένα πειραματικό δεδομένο,
ολότελα πραγματιστικού χαρακτήρα, και το μετρητικό σχήμα, που ευκρινέστατα
προβάλλεται, θεωρούμε ότι είναι ένα σχήμα μετρητικής ποιητικής
διαδικασίας προς άμεση και αμείλικτη μαθηματικοποίηση και αδυσώπητο έλεγχο
αληθείας. Αν κατανοηθεί ως τέτοιο και προσληφθεί έτσι, τότε η ανωτέρω ευχή για
συνδιαλλαγή και συνομιλία των δύο πεδίων θα έχει εκπληρωθεί. Το έργο
τιτλοφορείται ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ και σχετική προδημοσίευσή
του υπάρχει εδώ: ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ [αποσπασματική ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ] https://www.academia.edu/20001770/ΟΙ_ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ_ΤΟΥ_ΜΕΓ._ΑΝΤΩΝΙΟΥ_ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ.
Το έργο εξέλαβε ως μέτρο του μια ποιητική μονάδα μεγέθους
(προφανώς υπάρχουν και άλλα είδη μεγεθών και μετρήσεων…) που ονομάζεται Έπος. Η
εν λόγω μονάδα, στην οποία είναι δομημένα τα Ομηρικά έπη, υποδιαιρείται σε
μικρότερες μονάδες και μεγέθη που ονομάζονται Ραψωδίες ή, κατά τη
δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, Άσματα ή Cantos/Canti/Cantica. Η
μετρητική μονάδα της εποποιίας επιλέχθηκε διότι ήταν αδήριτη ανάγκη να
συσταθεί και να εκφραστεί το μέγεθος μιας χ Πράξεως. Δηλαδή, να
προσεγγισθεί ένα χ αντικείμενο με σκοπό την οικείωση της Πραγματικότητάς
του. Ενώπιών μας, λοιπόν, έχουμε ένα δεδομένο μετρητικό μέγεθος (Έπος). Τις
υποδιαιρέσεις του (Ραψωδίες). Μια Πράξη που εμείς θεωρούμε (κίνηση, ταχύτητα,
μορφή, ποιείν, πράττειν κάτινος κλπ), ένα αντικείμενο ον δηλαδή, που μοιάζει
να δείχνει ότι το οικείο της μέτρο είναι το προαναφερθέν αποδεκτό μετρητικό
μέγεθος (του Έπους). Συνεπώς, εξ όσων αναφέραμε, προκύπτει ότι προσπαθούμε,
αναγνωριστικά, να πλαισιώσουμε, βάσει αποδεκτών μετρητικών μεγεθών και
μετρήσεων, το εξεταζόμενο αντικείμενο εντός ενός ήδη δοθέντος μέτρου. Ποιος μας
λέει, όμως, ότι αυτό το όν, αυτή η Πράξη, ΑΝΗΚΕΙ στο μέτρο αυτό και στην
ακολουθούμενη απ’ αυτό το μέτρο μετρητική διαδικασία ;
Στο έργο επιχειρήθηκε να ερευνηθεί αν η Πράξη κάτινος (εδώ του «Μεγ.
Αντωνίου», δηλαδή μια πράξη που φέρει, ή όχι, το μέγεθος του ηρωισμού.
Δηλαδή, κάτινος που αφορά σε όγκο ή ύψος, ή βάθος ή πλάτος…, και που υπερβαίνει
συνήθη μέτρα, συνήθεις μετρητικές μονάδες κοινά απαντώμενες…), το ίδιο το
εξεταζόμενο αντικείμενο δηλαδή, υποδείκνυε αφ εαυτού ένα μέτρο και μία
μέτρηση (!!!), που με τη σειρά τους παρέπεμπαν (αντικειμενότροπα…) σε ένα
συγκεκριμένο Είδος, σε μια ΑΠΤΗ μορφική απεικόνιση των μεγεθών που η
ίδια η πραγματικότητα του αντικειμένου υπέβαλε. Ο δημιουργός, στο σημείο αυτό,
αναρωτήθηκε εναγώνια για την εκαστότητα των μετρήσεων εν γένει. Αν, δηλαδή,
εκάστη μέτρηση αφορά ΜΟΝΟΝ σε χ συγκεκριμένο αντικείμενο και μάλιστα
μόνον κατά το χρόνο που η μέτρηση συμβαίνει και εντός των καταστάσεων στις
οποίες τελεί. Υπό τον ορίζοντα, ωστόσο, της οικείωσης του αντικειμένου,
δηλαδή της Πράξεως του πρωταγωνιστή Αντωνίου, έγινε η σκέψη σμίκρυνσης του
Μεγέθους και ελαχιστοποίησής του σε διαστάσεις τέτοιες που θα ήταν παραπλήσιες
με εκείνες που εξετάζει η νανομετρολογία. Αναζητήθηκε το στοιχειώδες
ποιητικό σωμάτιο, η πυρηνική ποιητική μονάδα, και η ελάχιστη δυνατή τους εξεικόνιση,
κατά τρόπο, όμως, που να παρουσιάζεται ακεραιότητα και ολότητα και παράλληλα
σαφής μεθεκτικότητα/πρόσληψη. Ουσιαστικά, το μέγεθος του Έπους επιζητήθηκε να
«σπάσει» σε ακέραιες ποιητικές μονάδες που θα ενείχαν μια συγκεκριμένη
λειτουργία και δεν θα ήταν απλά θεωρητικές. Δηλαδή, θα παρέπεμπαν σε Πράξη, άρα
σε συγκεκριμένη οικείωση και μετοχή Πραγματικότητας. Αν το Άσμα ή η Ραψωδία,
όπως είπαμε, είναι η διαίρεση του μεγέθους του Έπους, τότε ποια θα μπορούσε να
είναι, μετρητικά και με ορίζοντα την οικείωση μιας χ Πραγματικότητας, η
διαίρεση του Άσματος ; Δηλαδή η διαίρεση της διαίρεσης, και δη υπό ποιόν
διαιρέτη. Ποια μονάδα μέτρησης θα μπορούσε να τη συστήσει ; Δηλώθηκε, λίγο
παραπάνω, ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η πυρηνική ποιητική μονάδα. Όμως, πώς
μετριέται αυτή και ποία είναι ;
Με βάση ότι, σχηματικά έστω, εκθέσαμε έως τώρα θεωρήθηκε, κατά την
ποιητική Πράξη, ότι η ελάχιστη ποιητική μονάδα μπορεί να έχει μετρητικό
μέγεθος, μέτρο, το μήκος εκείνο που ορίζει ο οφθαλμός του παρατηρητή.
Εφιστούμε, όλως ιδιαιτέρως, την προσοχή σ’ αυτό: Αρχικά, δηλαδή, ο οφθαλμός
του δημιουργού και στη συνέχεια του ίδιου του αναγνώστη/παραλήπτη, ο οποίος
προσλαμβάνει το έργο Τέχνης και το δεξιώνεται, μετασχηματιζόμενος σε
παρατηρητή/ δεξιωτή/ μετρολόγο/ μετρητικό β΄. Με βάση την εκαστότητα των
μετρήσεων, τον παράγοντα του παρατηρητή/δημιουργού, δηλαδή το ίδιο το
μικροσκόπιο/οφθαλμό κλπ, αναζητήθηκε και εντοπίστηκε το ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ μήκος εκείνο
της Πράξεως που μπορούσε από μόνο του να συνιστά αυταξία, ολότητα, ακεραιότητα
και ακρίβεια. Αυτό θα ήταν και το ελάχιστο δυνατό μέτρο. Η πυρηνική ποιητική
μονάδα. Το στοιχειώδες ποιητικό σωμάτιο. Η νανοποιητική του στίχου.
Παρατηρήθηκε ότι η δομική, όπως πιστεύουμε, απροσδιοριστία των μετρήσεων, πάντα
σε σχέση με την ΟΥΣΙΑ αυτών τούτων των όντων και της Πραγματικότητας,
ξεπερνιόταν αν μετρούσαμε συγκεκριμένα και με βάση την εκαστότητα. Αν η
πυρηνική ποιητική μονάδα (πάνω στη λέξη «ποιητική» τοποθετείστε, παρακαλούμε,
οιοδήποτε επιστημονικό όρο…) αφορά σε ένα συγκεκριμένο μήκος μια χ
πράξεως, δηλαδή μιας χ οντότητας ή μιας ψ κίνησης αυτής της
οντότητας, και αυτήν την πράξη την θεάται, ως προφανή που είναι…, ο οφθαλμός,
τότε έχουμε ενώπιών μας το μέτρο μέτρησης (!) με το οποίο θα μετρήσουμε το
μεγάλο μέγεθος του Έπους, καθώς επίσης και την ευμεγέθη υποδιαίρεσή του σε
Ραψωδίες. Η μόνη κανονιστική αρχή που θεωρήθηκε απαραίτητη να υπάρξει ώστε να
συντελεσθεί η μέτρηση ήταν η αρχή που ήθελε να βασίζεται πάνω στη βάση μιας χ
συνάφειας/Σχέσης δύο οντοτήτων, τουλάχιστον, που συνιστούν ακέραιο και
ολοκληρωμένο θεμέλιο θέασης/δόμησης, αυτοτελές και αυτοδύναμο σωματίδιο πλήρους
κόσμου, δηλαδή κάτινος που συνιστά (και πιθανώς είναι…) μια λογικότητα.
Αυτό είναι, με άλλο λόγια, ό,τι εννοούμε με την έννοια του μήκους μιας Πράξεως.
Ωστόσο, όλο αυτό το σχήμα είναι ακριβές και ΝΟΜΙΜΟ ΜΟΝΟΝ για τον
παρατηρητή, καθώς δεν υφίσταται, όπως θεωρούμε, κανονιστική αρχή για το οράν,
για τον οφθαλμό/μικροσκόπιο. Έτσι, η σκυτάλη δόθηκε στους υποδοχείς/ξενιστές
του έργου Τέχνης αναγνώστες, ώστε οι ίδιοι, κατά την αναγνωστική τους πρόσληψη
και οικείωση της εκτιθέμενης, ποιητικώς, Πραγματικότητας, να ξαναμετρήσουν την
ελάχιστη ποιητική μονάδα, βάσει των δικών τους «μικροσκοπίων»/οφθαλμών και να
αναδιατάξουν τη μέτρηση, ώστε να υπάρξει όχι μόνον και απλά ένας μετρολογικός
και μετρητικός εμπλουτισμός, αλλά μια αντικειμενική προσέγγιση και οικείωση του
μετρούμενου αντικειμένου. Το σημαντικό μετρητικό στοιχείο στην όλη διαδικασία
ήταν ότι η ελάχιστη «ποιητική» μονάδα μέτρησης δεν ήταν κάτι αντικειμενικά
καθορισμένο και παγιωμένο. Η μόνη θεμελίωσή της ήταν το μήκος που ο
οφθαλμός/«μικροσκόπιο» του εκάστοτε παρατηρητή θεωρούσε και η έννοια που δόθηκε
σ’ αυτό το μήκος. Έτσι, η τμηματοποίηση αυτή του ενιαίου μεγέθους του Άσματος
δεν σημαίνει μια αυτονόητη απριορική ισοκατανομή των τμημάτων του. Πόσο μάλλον,
όταν αυτή είναι δυναμική και υπόκειται σε αναδιάταξη δια του
αναγνωστικού μετρητικού βλέμματος. Συνεπώς, άλλοτε η ελάχιστη «ποιητική»
πυρηνική/σωματιδιακή μονάδα ήταν 4, λόγου χάρη, στίχοι, άλλοτε 12, άλλοτε 35,
άλλοτε… 3 ! Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω, ούτε και θα σχολιάσουμε σημαντικές
παραμέτρους της μετρητικής αυτής διαδικασίας στο έργο Τέχνης. Μένουν έξω πολλά.
Οφείλουμε, όμως, να κάνουμε μια παρατήρηση. Ότι καθοριστικός μετρητικός
παράγοντας στην όλη διαδικασία που σχηματικά περιγράψαμε ήταν ο Χρόνος. Ο
Χρόνος εντάχθηκε οργανικά και λειτουργικά στη μετρολογική μας θέαση. Και ο
Χρόνος, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που άρμοζε
και συνιστούσε το ΜΗΚΟΣ της Πράξεως. Δηλαδή, καταδείκνυε το
μετρούμενο αντικείμενο. Ο Χρόνος ορατοποιούσε τα νοητά άκρα μιας νοητής ευθείας
ενός Γεγονότος (Πράξεως, εδώ του «Αντωνίου».). Και όπως ήδη είπαμε, τα άκρα
αυτά τα συλλάμβανε και τα καθόριζε ο πρώτος παρατηρητής που συνέβαινε να είναι
ο δημιουργός του έργου. Έπετο ο ανακαθορισμός τους από τον αναγνώστη. Το
σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι με βάση όλα αυτά προέκυπτε μια …εικονολογική
διάσταση του Χρόνου.
Εδώ, όμως, σταματούμε. Αν η όλη αυτή διαδικασία, η οποία με πολύ μεγαλύτερη
λεπτομέρεια περιγράφεται στην προαναφερθείσα προδημοσίευση, αφορά σ’ αυτήν
καθαυτήν τη μετρολογική επιστήμη, η οποία και θα μπορεί να μεταφράσει και να
παραφράσει τα δεδομένα αυτά και να τα εντάξει γόνιμα και δημιουργικά στις
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ της, όπως και το αντίστροφο για την ίδια την καλλιτεχνική Πράξη…,
μένει να αποδειχθεί από την τόλμη εκείνων που θα θελήσουν να αντιληφθούν το
ΕΝΙΑΙΟ των πεδίων και να γονιμοποιήσουν διαλεκτικά την επιστημονική και
καλλιτεχνική Πράξη τους.
5. Σύνοψη και συμπεράσματα
Ζούμε την εποχή της δικτύωσης. Η πληροφορία ρέει από και προς τις διάφορες
περιοχές της κοινωνίας και του πολιτισμού μας αβίαστα, προετοιμάζοντας αλλά και
προκαλώντας τη συνάντηση και συνδιαλλαγή τους. Αυτό είναι, κρίνουμε, βέβαιο.
Στο πεδίο της επιστήμης, αυτή η κίνηση μεταφράζεται σε άνοιγμα προς την
κοινωνία και τις διάφορες πτυχές του κοινωνικού βίου σε όλες τις διαβαθμίσεις του,
από τις περισσότερο πρακτικές (οικονομία, νομοθεσία) ως τις περισσότερο
θεωρητικές (τέχνη, φιλοσοφία, θρησκεία).
Σε αυτό το άνοιγμα η μετρολογία εκ των πραγμάτων παίζει κρίσιμο ρόλο.
Αποτελεί ένα μέρος της επιστήμης όπου βασικά και θεμελιώδη χαρακτηριστικά της,
όπως η ακρίβεια, η ποσοτικοποίηση, η μεθοδικότητα, τανύονται έως τα απώτατα
όριά τους δοκιμάζοντας τις αντοχές των μέχρι τώρα κατανοήσεών τους. Την ίδια
στιγμή είναι σε άμεση επαφή με τις πρακτικές όψεις του κοινωνικού βίου μας, τη
νομοθεσία και την οικονομία, λειαίνοντας τη μεταξύ τους διεπιφάνεια προς όφελος
της κοινωνίας.
Με αυτή την εργασία προσπαθήσαμε να συμπληρώσουμε τις αντιστοιχίσεις της
μετρολογίας με τις άλλες πλευρές της ζωής μας και ανιχνεύσαμε την αλληλεπίδρασή
της με τη φιλοσοφία και την τέχνη. Προβάλλοντας τον ορισμό της μέτρησης και του
μέτρου στο επίπεδο της ανθρώπινου εγχειρήματος για οικείωση του άγνωστου
κόσμου, προχωρήσαμε σε επισήμανση δύο χαρακτηριστικών της επιστημονικής
κατανόησής τους. Αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως ανοίγματα σε ευρύτερους αναστοχασμούς
και προοπτικές. Στη συνέχεια, με οδηγό τον σχολιασμό του Μ. Χάιντεγγερ στην
ποίηση του Φ. Χαίλντερλιν και την εννόηση του μέτρου στην καλλιτεχνική Πράξη,
δια του έργου «ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ», ανιχνεύσαμε χαρακτηριστικά των
πιθανών διευρύνσεων της έννοιας του μέτρου και της μέτρησης. Απώτερος στόχος
μας, και σε αυτό διαφοροποιούμαστε από τον Μ. Χάιντεγγερ, δεν είναι η
καταγγελία της μονομέρειας της επιστημονικής κατανόησης και των κινδύνων
της, αλλά η ενσωμάτωσή της και η διάδρασή της με καθολικότερες θεωρήσεις και
εμβιώσεις σε ένα πλαίσιο αμφίδρομης έμπνευσης και εμβάθυνσης.
Bhushan B., Jung Y. C., and
Koch K., «Micro-, nano- and hierarchical structures for superhydrophobicity,
self-cleaning and low adhesion,» Philosophical Transactions of the Royal
Society of London A: Mathematical, Physical and Engineering Sciences, vol.
367, pp. 1631-1672, 2009.
ISO:25178-2, «Geometrical
product specifications (GPS) – Surface texture: Areal – Part 2: Terms,
definitions and surface texture parameters » 2012.
Leach R. K., Characterisation
of areal surface texture: Springer, 2013.
Liang Y., Shu L., Natsu W.,
and He F., «Anisotropic wetting characteristics versus roughness on machined
surfaces of hydrophilic and hydrophobic materials,» Applied Surface Science,
vol. 331, pp. 41-49, 3/15/ 2015.
Petropoulos G. P., C. N.
Pandazaras, and J. P. Davim, «Surface texture characterization and
evaluation related to machining,» in Surface integrity in machining,
ed: Springer, pp. 37-66, 2010.
* Βασίλης
Κωνσταντούδης: δρ. φυσικός, εργάζεται στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και
Νανοτεχνολογίας, ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος. Κυρίως ασχολείται με μαθηματικά και
υπολογιστικά προβλήματα που αναδύονται στη νανομετρολογία δηλ. στην προσπάθειά
μας να μετρήσουμε πολύ-πολύ μικρά πραγματάκια που φτιάχνουμε στη
νανοτεχνολογία. Αρκετές φορές αυτά έχουν πολύπλοκη μορφολογία και για να τα
περιγράψει έχει αφιερώσει αρκετές ώρες στην προσπάθεια να εξοικειωθεί με
μεθόδους της στοχαστικής ανάλυσης και της φράκταλ γεωμετρίας. Όταν κουράζεται ή
απελπίζεται, του αρέσει να σηκώνει το κεφάλι του από το γραφείο και τον
υπολογιστή και να κοιτάει έξω από το παράθυρο.
Στάθης Κομνηνός: Σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει
εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα,
έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην (νοτιο)ανατολική
ευρωπαϊκή μουσική (ελληνική/βυζαντινή).
Είναι ποιητής, φιλόσοφος, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος
(βιβλιοκριτικός και μουσικοκριτικός), θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής (https://independent.academia.edu/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%82%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%82 ). Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως
σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Μεταφράζει
από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και
έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης
κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν,
Litteraterra, Ηνιοχείν, Ποιείν, Cantus Firmus,
Στάχτες, Fractal κλπ).
________________________________
[1] Σχετικά μ’ αυτό, και φυσικά όχι μόνον, στη σύγχρονη
κινηματογραφική παραγωγή συγκαταλέγεται μια ταινία άμεσου κι αληθινού
μετρολογικού ενδιαφέροντος, που ευφυέστατα διανοίγει τη μετρολογική
προβληματική, υπό την εισαγωγή που επιχειρεί και εμφατικά τονίζει, του υπαρξιακού
παράγοντα, μεταξύ άλλων, στη μετρολογική θεώρηση και μετρητική πράξη : βλ. 1001
Gram (original title), σκην. Bent Hamer, 2014. Ελληνικός τίτλος : 1001
γραμμάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου