Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ (Γ ΜΕΡΟΣ)

«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ




Το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε στην αττική γλώσσα η οποία ήταν επηρεασμένη από τα ιδεολογικά γλωσσικά κινήματα του αρχαĩσμού και του αττικισμού. Οι οπαδοί του αττικισμού πίστευαν ότι η μίμηση της αττικής γλώσσας θα μπορούσε να παράγει κείμενα ανάλογου ύψους και πολιτισμό.
Έτσι, στράφηκαν στους αττικούς ρήτορες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. με προτίμηση στον Λυσία και στον Δημοσθένη και επιπλέον στον Πλάτωνα και στον Ξενοφώντα. Μιμούνταν τη γλώσσα, το ύφος, το λεξιλόγιο, τη γραμματική και τη σύνταξη. Ως αποτέλεσμα, ο γραπτός αττικίζων λόγος έχασε σχεδόν κάθε δυνατότητα επαφής με τη ζωντανή γλώσσα.[1]
Παράλληλα με την αττική γλώσσα καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο η κοινή γλώσσα, η οποία ήταν εξέλιξη της αττικής διαλέκτου. Αυτή επικράτησε στους ελληνιστικούς χρόνους (300-30 π. Χ.) και αποτέλεσε τη γλώσσα επικοινωνίας όλων των λαών από την Περσία έως το δυτικότερο άκρο της Μεσογείου. Ήταν η lingua franca της εποχής. Ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, ήταν κατανοητή από τον αναγνώστη και χρησιμοποιήθηκε από το ελληνίζον στοιχείο της δυτικής αυτοκρατορίας μετά το χωρισμό σε ανατολική και δυτική το 395.
Μέρος της βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε στη δημώδη γλώσσα. Τα κείμενα αυτά ήταν κυρίως λογοτεχνικά.
Η αττική γλώσσα κυριάρχησε διότι η αριστοκρατία γύρω από τον αυτοκράτορα, κρατική και εκκλησιαστική επέμεινε σε αυτήν. Η κατάκτηση εκκλησιαστικών και κρατικών αξιωμάτων  προὓπέθετε τη καλή γνώση των ελληνικών. Η κλασική παιδεία ήταν μέσο κοινωνικής ανόδου.
Το Βυζάντιο από τον 9ο αιώνα διέθετε διανοουμένους που  θα μπορούσαν να εγκαινιάσουν τη σύγχρονη εποχή, αν αυτοί δεν κινούνταν ανάμεσα στον ανθρωπιστικό ορθολογισμό και το θρησκευτικό ανορθολογισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γεώργιου Ακροπολίτη ο οποίος το 1240 εξήγησε με άψογο τρόπο μια έκλειψη ηλίου και στη συνέχεια απέδωσε το φυσικό αυτό φαινόμενο ως προμήνυμα για το θάνατο μιας βυζαντινής πριγκίπισσας.[2]
Ο πλατωνισμός του Πλήθωνα καθώς και η δραστηριότητα των λογίων που ασχολούνταν με τους αρχαίους, κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν στη Δύση και συνετέλεσαν στη διδασκαλία της ελληνικής και την ενδυνάμωση του ουμανισμού της Αναγέννησης.
Η βυζαντινή γραμματεία καθίσταται ενίοτε -αν όχι τις περισσότερες φορές- ιδεολογικό όπλο των λογίων για τον καθορισμό κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών παραμέτρων και το διαβατήριό τους για την κοινωνική άνοδο και την ανάληψη υψηλών αξιωμάτων στη δημόσια διοίκηση.
Όσον αφορά στη διαχρονική σχέση θρησκείας και κοσμικής εξουσίας, αναδεικνύεται ιδιαίτερα μέσω του αυστηρού πρωτόκολου της πατριαρχικής επιστολογραφίας, το οποίο διατηρήθηκε και πολύ πέραν της βυζαντινής περιόδου, μέσω της θρησκευτικής εξουσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Σημαντική  υπήρξε η πολιτιστική συνεισφορά. Εδώ ανήκουν οι μεγάλες καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες, τα έργα των ιστοριογράφων και οι επιστημονικές σπουδές. Ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά επιτεύγματα του Βυζαντίου αφορά στον χώρο της νομικής επιστήμης: είναι η κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, που οφείλεται σε διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύθηκε το 533 με ισχύ νόμου για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Χάρη σ' αυτήν την κωδικοποίηση και την κατοπινή πρόσληψή της από τους Δυτικούς η επίδραση του ρωμαϊκού Δικαίου φθάνει ως τις μέρες μας. Το νομικό έργο του Ιουστινιανού (οι «Εισηγήσεις», οι «Πανδέκτες», ο «Κώδικας και οι «Νεαρές») αποτέλεσαν το «Corpus Juris Civilis», τον Κώδικα Αστικού Δικαίου. Σκοπός του Ιουστινιανού ήταν να προσδώσει στο παραδεδομένο Ρωμαϊκό Δίκαιο ενιαία μορφή, που να διευκολύνει την χρήση του.[3]
Η ρητορική είχε μεγάλη σημασία στο Βυζάντιο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διόριζε το διδάσκαλο της ρητορικής που όφειλε να πλέκει το εγκώμιο του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, σε τακτή μέρα του χρόνου.[4]

Σε αρκετούς εγκωμιαστικούς λόγους συναντιέται παραχάραξη της ιστορίας. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει εκείνος του Γεώργιου Τορνικιώτη προς τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ τον Κομνηνό, έναν μάλλον ανίκανο διοικητικά αυτοκράτορα, τον οποίο ο εγκωμιαστής του προσομοιάζει προς τον βασιλέα-ήλιο της μιθραϊκής παράδοσης ή τον ιδανικό βασιλιά που αναζητούσε ο Πλάτωνας. [5]
Τέλος, καθοριστικός ήταν ο ρόλος των μοναστηριών, με πλουσιότατες βιβλιοθήκες, τα οποία ήταν χώροι εκπαίδευσης και κυρίως αντιγραφής έργων αρχαίων και ορθόδοξων και συνετέλεσαν στη σπουδή, διάδοση και διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.





[1]               Ό.π. , σελ. 332.
[2]               Ό.π., σελ. 350.
[3]               http://www.myriobiblos.gr
[4]               'Ο.π. Σελ. 350.
[5]               http://www.archive.gr

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ «ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» (Β ΜΕΡΟΣ)

«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ






Tρία ήταν τα βασικά και συνδετικά στοιχεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας: ο χριστιανισμός, η κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής σκέψης και η ρωμαϊκή παράδοση στη διοικητική οργάνωση του κράτους.[1]
    Από την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης 330 μ.Χ, το τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα του βυζαντινού κράτους συμπεριλάμβανε τη μελέτη των αρχαίων κειμένων. Τα πράγματα άλλαξαν τον 6ο αιώνα, όταν ο Ιουστινιανός, το 529, με νόμο απαγόρευσε στους «εθνικούς» να διδάσκουν και έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών. Πολλοί γραμματικοί, σοφιστές, νομικοί και γιατροί καταδικάστηκαν σε μαστιγώσεις και φυλακίσεις και ένας αριθμός «εθνικών» βιβλίων ρίχτηκε στην πυρά. Όλα αυτά, εξαιτίας και της παρακμής των πόλεων την ίδια εποχή, έπληξαν την εκπαίδευση. Η διδασκαλία της «θύραθεν παιδείας» έγινε υπόθεση ιδιωτική.
Οι χριστιανοί χαρακτήριζαν τον κόσμο των αρχαίων συγγραφέων: ειδωλολατρικό. Ανησυχούσαν μήπως οι νέοι παρασυρθούν από τη γοητεία του λόγου των αρχαίων, από τις ηθικές αντιλήψεις τους και από τον ελεύθερο στοχασμό τους, και απομακρυνθούν από το χριστιανισμό. Ο Μέγας Βασίλειος, από τον 4ο αιώνα,  απευθυνόμενος Πρός  τούς νέους όπως άν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, τους συνιστούσε να αποφεύγουν ιδέες που δε συμβιβάζονται με το χριστιανισμό. Θεωρούσε τα αρχαία κείμενα προπαιδευτικά για την πληρέστερη κατανόηση της Γραφής.[2]Η ανάγνωση των αρχαίων, έκτοτε,  γινόταν για τον πλουτισμό του λεξιλογίου, την εμπέδωση της γραμματικής και του συντακτικού, την εκμάθηση της τέχνης του ρητορικού λόγου και την επισήμανση παραδειγμάτων για να τον διανθίσουν. Η δυνατότητα αναφορών στους αρχαίους προσέδιδε ευγένεια στο λόγο και αναγνώριση στο ρήτορα.
Τον 8ο αιώνα εμφανίζεται η Γραμματική του Γεωργίου Χοιροβοσκού, που έχει ως βάση το Ψαλτήρι. Ωστόσο, η Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός δεν εγκαταλείφθηκε. Στο τέλος του 8ου αιώνα μια ομάδα κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη που είχε αποκτήσει ρητορική και φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας ιδιαίτερα μαθήματα γραμματικών, συνετέλεσε στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις φιλολογικές σπουδές. Η άνθηση των σπουδών, τον 9ο αιώνα, συσχετίζεται με την εδραίωση της ορθοδοξίας , το θρίαμβο της εικονομαχίας 843 και τη χρήση της μικρογράμματης γραφής. Τα πλεονεκτήματά της μικρογράμματης γραφής ήταν: η μείωση του κόστους των βιβλίων και η ευχερέστερη ανάγνωση των χειρογράφων. Με τη διάδοση του βιβλίου επιταχύνθηκε η πολιτισμική ιστορία του Βυζαντίου.[3]
Η μετάβαση από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή αρχικά συνδέεται με τις ανάγκες της εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Αυτούς τους σκοπούς εξυπηρέτησαν τα εργαστήρια αντιγραφής. Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου, περί το 800, στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένα από αυτά τα εργαστήρια. Τα βιβλία που αντιγράφονταν εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις πνευματικές ανάγκες των ίδιων των μοναχών. Η αριστοτελική λογική στήριζε τη συλλογιστική ικανότητα προς απόδειξη ή ανασκευή θέσεων και προτάσεων.
Στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε τον 9ο αιώνα ο Λέων ο Φιλόσοφος, στον οποίο ανατέθηκε να διευθύνει τη φιλόσοφο σχολή της Μαγναύρας που ίδρυσε ο καίσαρ Βάρδας. Στη σχολή δίδασκε φιλοσοφία ο ίδιος ο Λέοντας . Το πρώτο σωζόμενο χειρόγραφο του Πλάτωνα οφείλεται στον Λέοντα και στον συνεργάτη του στη σχολή της Μαγναύρας οφείλεται η αντιγραφή του Ομήρου σε μικρογράμματη γραφή. Μέσα από αυτές τις προσπάθειες αναβιώνουν οι φιλολογικές σπουδές, τις οποίες αν και δεν αποδέχονται πλήρως πολλοί μοναχοί και πολύς εφημεριακός κλήρος, αναγνωρίζουν, ωστόσο, τον προπαιδευτικό χαρακτήρα τους. Τα κρατικά και εκκλησιαστικά αξιώματα τα κατείχαν λόγιοι «κλασικής» παιδείας, επομένως τα καλά ελληνικά αποτελούσαν στοιχείο κοινωνικής διάκρισης και μέσο κοινωνικής ανόδου.[4]  
Σπουδαία προσωπικότητα του 9ου αιώνα υπήρξε ο πατριάρχης Φώτιος. Η αρχαιοελληνική του παιδεία τού επέτρεψε να ξεχωρίσει χωρίς να απαρνιέται την ορθόδοξη θεολογική του παιδεία. Πρίν γίνει πατριάρχης διετέλεσε προīστάμενος της αυτοκρατορικής Γραμματείας. Έργα του το Λέξεων Συναγωγή(Λεξικό), Μυριόβιβλος, Αμφιλόχια. Συνετέλεσε στην οργάνωση της εκκλησίας στη Μοραβία (Κύριλλος και Μεθόδιος) και την επικράτηση του ορθόδοξου δόγματος στη Βουλγαρία.
Ο Αρέθας ως διάκονος στην Κωνσταντινούπολη δημιούργησε εργαστήριο αντιγραφής έργων. Τα περισσότερα έργα,  που σχολίασε ο ίδιος, ανήκουν στη «θύραθεν παιδεία». Η αγάπη του για τους αρχαίους δεν αποτελεί αμφισβήτηση της ορθόδοξης πίστης. Επίσης, τον 9ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς επιμελήθηκε την Παλατινή Ανθολογία.
Η κορύφωση του ενδιαφέροντος για τα παλαιά κείμενα, το 10ο αιώνα, συνδέεται με το λόγιο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ Πορφυρογέννητο. Το κύριο μέλημά του ήταν η δεύτερη και τρίτη βαθμίδα εκπαίδευσης προς ανάδειξη στελεχών και η συγκέντρωση χειρογράφων για τη συγγραφή έργων. Έργα του είναι: Βίος Βασιλείου Α, Περί βασιλείου τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Περί θεμάτων και Excerpta.
Η γενικότερη τάση ήταν μη αμφισβήτηση, έλλειψη κριτικής στάσης και δεν υπήρχαν νέες μεθολογικές προσεγγίσεις.[5]
Η ανάκαμψη της οικονομίας τον 11ο αιώνα είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη των πόλεων και την άνθηση της παιδείας. Στην Κωνσταντινούπολη ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος δίδασκαν, σε ιδιωτική σχολή, φιλοσοφία, ρητορική και δίκαιο. Με απόφαση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ η σχολή χωρίστηκε σε δύο και ο πρώτος διορίστηκε ύπατος των φιλοσόφων ενώ ο δεύτερος νομοφύλαξ. Ωστόσο, και οι δύο αναγκάστηκαν να γίνουν μοναχοί για να αποφύγουν τις επιθέσεις επειδή τους ενδιέφερε η «θύραθεν» παιδεία. Ο Ξιφιλίνος αναδείχτηκε πατριάρχης. Ο Ψελλός απομακρύνθηκε από τη θέση του επειδή οι προσεγγίσεις του των θεολογικών ζητημάτων με φιλοσοφικό τρόπο δεν γίνονταν ανεκτές. Ο διάδοχός του στο αξίωμα Ιωάννης Ιταλός τιμωρήθηκε για τον ίδιο λόγο με αφορισμό.
Ο Αλέξιος Α Κομνηνός εγκαινίασε άλλη πολιτική. Κατάργησε το αξίωμα του ύπατου των φιλοσόφων και ενίσχυσε με προνόμια κέντρα της ορθοδοξίας όπως τα μοναστήρια του Αγίου Όρους ή του Αγίου Ιωάννη στην Πάτμο. Με απόφαση του Αλεξίου η εκπαίδευση περιήλθε στον έλεγχο και την προστασία του πατριαρχείου. Τα μαθήματα που είχαν κεντρική θέση ήταν: το Ευαγγέλιο, ο Απόστολος και το Ψαλτήρι. Ο Μιχαήλ Ιταλικός δίδασκε αυτά αλλά και τα άλλα μαθήματα τα οποία δεν καταργήθηκαν. Πατριαρχικοί διδάσκαλοι χρημάτισαν και αρκετοί λόγιοι όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο οποίος έγραψε σχόλια για τον Όμηρο.
Οι αυτοκράτορες, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τις φιλολογικές σπουδές και επιστήμες. Διακρίθηκαν ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Μανουήλ Πλανούδης, Μανουήλ Μοσχόπουλος, Θωμάς Μάγιστρος, Δημήτριος Τρικλίνιος. Ο τελευταίος υπήρξε μελετητής των αρχαίων τραγικών. Τέλος, Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο πλατωνιστής φιλόσοφος διέπρεψε την εποχή των Παλαιολόγων. Πρότεινε την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος και την ανασύσταση του Βυζαντίου[6]




[1]               http://el.wikipedia.org
[2]               Ό.π., σελ. 340.
[3]               Ό.π. , σελ. 343.

[4]               Ο.π., σελ. 345.
[5]               Ό.π., σελ. 348.
[6]               Ό.π. , σελ. 350.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ (Α ΜΕΡΟΣ)

 της Νότας Χρυσίνα





«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ


Η επίσημη γλώσσα της πρωτεύουσας της Ρωμαïκής αυτοκρατορίας, όταν ο Κωνσταντίνος Α μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη 330  μ.Χ.,  ήταν η λατινική. Με την οριστική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, οι Έλληνες ισχυροί παράγοντες του κρατικού μηχανισμού, της πολιτικής και της διανόησης πέτυχαν την αναγνώριση της ελληνικής ως ισότιμης με τη λατινική στην απονομή της δικαιοσύνης και στην εκπαίδευση της τρίτης βαθμίδας. Στην Ανατολή τα περισσότερα κείμενα του χριστιανισμού, η Καινή Διαθήκη, έργα των πατέρων της Εκκλησίας, τα πρακτικά και οι αποφάσεις των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, η υμνογραφία γράφτηκαν στην ελληνική κοινή, η οποία ήταν εξέλιξη κυρίως της αττικής διαλέκτου.[1]
Η πλήρης επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ήρθε τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στη Δύση η χρήση της ελληνικής γλώσσας γίνεται μόνο από ελληνικό πληθυσμό στη Σικελία τον 6ο αιώνα μ.Χ. και η μελέτη του Αριστοτέλη γίνεται μόνο από μεταφράσεις. Οι Κατηγορίες του Αριστοτέλη αποτέλεσαν ως τον 13ο αιώνα μ.Χ. τις βάσεις της δυτικής μεσαιωνικής λογικής. Η διάσταση Ανατολής- Δύσης δεν υπήρξε μόνο πολιτική ή θρησκευτική αλλά και πολιτισμική.[2]
Η εκπαίδευση στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, είναι συνέχεια της ελληνιστικής. Παρεχόταν σε τρεις βαθμίδες: Οι σπουδές στην πρώτη βαθμίδα διαρκούσαν τρία χρόνια. Σε αυτήν, ο γραμματιστής δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ωδική, ιστορία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και μυθολογία. Τα μαθήματα παρακολουθούσαν αγόρια από το έκτο έτος της ηλικίας τους και οι μαθητές προέρχονταν ακόμη και από τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Η μάθηση στηριζόταν στην αποστήθιση, στις επαναλήψεις και στην επιβολή ποινών.
Η φοίτηση, στη δεύτερη βαθμίδα, διαρκούσε τρία χρόνια αλλά ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί δραστικά. Ο γραμματικός, επί αμοιβή, δίδασκε πρωτίστως γραμματική, την Τέχνη Γραμματικής του Διονυσίου Θρακός ( 2ος αι. π. Χ.). Επίσης, ο γραμματικός δίδασκε από ανθολόγια κειμένων Όμηρο και άλλους «κλασικούς». Ο μαθητής όφειλε να αναπτύσσει ένα μύθο, να αφηγείται ένα περιστατικό, να πραγματεύεται ένα ρητό ή γνωμικό.
Επιπλέον, διδάσκονταν και τέσσερα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, τα οποία ήταν γνωστά ως τετρακτύς: αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική θεωρία.
Στη τρίτη βαθμίδα δίδασκε ρήτορας ή σοφιστής με τους βοηθούς του. Οι μαθητές προέρχονταν από τις ισχυρότερες κοινωνικά ομάδες. Οι σπουδές γίνονταν έναντι διδάκτρων και σε κάποιες περιπτώσεις αντί μισθού αλλά και στη δεύτερη περίπτωση οι σπουδαστές κατέβαλλαν επιπλέον δίδακτρα και δώρα. Όφειλαν να μεταβούν στην πόλη την οποία δίδασκε ο ρήτορας ή ο σοφιστής. Σ'αυτή τη βαθμίδα η διδασκαλία της ρητορικής κατείχε περίοπτη θέση. Πέρα από τη ρητορική εξειδικευμένες γνώσεις προσφέρονταν σε συγκεκριμένες πόλεις: φιλοσοφίας, που τότε περιελάμβανε μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, νομικής, που προὒπέθετε και σπουδή λατινικής, στη Βηρυτό, ιατρική στην Αλεξάνδρεια και στην Πέργαμο. [3]
Στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναδείχτηκε σε πνευματικό κέντρο, εγκαταστάθηκαν πολλοί λόγιοι, ιδρύθηκε μεγάλη βιβλιοθήκη δεκάδων χιλάδων βιβλίων και αναδείχτηκε σε μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής έργων των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών. Την εποχή αυτή πραγματοποιείται το πέρασμα από τα ειλητάρια, χειρόγραφα σε μακριές λωρίδες περγαμηνών τυλιγμένες σε σχήμα κυλίνδρου, στα χειρόγραφα σε σχήμα βιβλίου, τους κώδικες. Επίσης, ιδρύθηκε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, το Πανδιδακτήριο. Το 425, δίδασκαν ρωμαïκή ρητορική τρεις ρήτορες και δέκα γραμματικοί, ελληνική ρητορική πέντε σοφιστές και δέκα γραμματικοί, ένας καθηγητής της φιλοσοφίας και δύο του δικαίου.
Οι διδάσκαλοι της σοφιστικής και της φιλοσοφίας ως τον 6ο αιώνα δεν είχαν αποδεχτεί τη νέα θρησκεία χωρίς αυτό να τους δημιουργεί πρόβλημα. Η σπουδή των αρχαίων ήταν απαραίτητη για τους νέους που ήθελαν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στο χριστιανισμό. Με τη μελέτη των αρχαίων αποκτούσαν συλλογιστική ικανότητα να διατυπώνουν το δόγμα και να αποκρούουν τα επιχειρήματα των εθνικών αλλά και των χριστιανών που πρόβαλλαν διαφορετικές δοξασίες. Μερικοί από τους μαθητές διακεκριμένων σοφιστών του 4ου αιώνα αναδείχτηκαν μεγάλοι πατέρες της ορθοδοξίας.[4]





[1]               Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Β, Εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000, σελ. 331.
[2]               Στο ίδιο, σελ.332.
[3]               Ό.π., σελ. 338.
[4]               Ό.π., σελ. 339-340.


Ο γνωστός - άγνωστος Στέφανος Θ. Ξένος

Στο ιστορικό του βιβλίο «Η ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως», ο Ξένος αναπλάθει τον επτάχρονο αγώνα της εθνεγερσίας

Στέφανος Θεοδώρου Ξένος (Σμύρνη 1821 - Αθήνα 1894). Καθόλου φιλολογικό το αφιέρωμα στο πρόσωπό του. Καθόλου ρετρό. Καθόλου παλιομοδίτικο. Σύγχρονο, πολύ σύγχρονο, και θα καταλάβετε γιατί. Στέφανος Θ. Ξένος. Αυτός ο ξένος - και δεν παίζουμε με το επώνυμό του. Αυτός ο ξεχασμένος. Πέθανε πένης. Σήμερα, άγνωστος.

Το εφημεριδοπεριοδικό «Ο Βρεττανικός Αστήρ» που εξέδωσε το έργο του Ξένου στο Λονδίνο (1860-'62) και στην Αθήνα (1890-'92)

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, εφοπλιστής είκοσι πέντε ατμοκίνητων πλοίων, κύριος εισηγητής του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος. Με το έργο του «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως: ήτοι σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821-1828» διασώθηκε στη μνήμη των συγχρόνων του και των μεταγενέστερων. Κυκλοφορεί σ' ένα δίτομο από τις εκδόσεις Κώστα και Ελένης Ουράνη (1988), το οποίο επιμελήθηκε φιλολογικά η Βικτωρία Χατζηγεωργίου-Χασιώτη - σήμερα λέκτορας της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
Αντιγράφουμε την αφιέρωση προς τον θείο του Εμμανουήλ και τον πατέρα του Θεόδωρο, με την ένδειξη «Τεκμήριον σεβασμού. Η συγγραφή αυτή ανατίθεται». Ελπίζω τα ελληνικά του να είναι κατανοητά και στους νεότερους:
«Υπήρξε ποτέ εποχή τρισευδαίμων, καθ' ην άπαντες οι υπό την δουλείαν του Οθωμανικού Κράτους Χριστιανοί από Ιστρου μέχρις Ευρώτα, δράξαντες τα όπλα, και μηδεμίαν άλλην φέροντες ονομασίαν ή ΕΛΛΗΝΕΣ, επειράθησαν να συντρίψωσι τον ζυγόν της δουλείας και εγείρωσι το Βυζαντινόν Κράτος.
»Ο αγών διήρκεσεν επτά σκληρά έτη, αλλά πλήρης ιστορικών συμβάντων και ενθουσιασμού έκαστος αληθής πατριώτης τότε κατά την ισχύν και την σφαίρα του επλήρωσε το προς την πατρίδα χρέος του».
Το έργο άρχισε να γράφεται το 1852, λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση του Στέφανου Θ. Ξένου στο Λονδίνο. Μολονότι είχε πάρει την ολοκληρωμένη μορφή του τη διετία 1853-1855, εκδόθηκε στα 1861, από τις εκδόσεις του εφημεριδοπεριοδικού «Βρεττανικός Αστήρ» (Εν Λονδίνω: Τύποις Βρεττανικού Αστέρος - όπως επακριβώς αναγράφεται στην πρώτη έκδοση).
Στο πρόσωπό του επιβραβευόταν ο λόγιος και ο Κερδώος Ερμής. Γι' αυτό απέκτησε βήμα, απ' όπου είχε τη δυνατότητα να διαδίδει τις ιδέες του, πάντα υπέρ του Ελληνικού Ζητήματος. Το εικονογραφημένο εφημεριδοπεριοδικό «Ο Βρεττανικός Αστήρ» το εξέδωσε πρώτα στο Λονδίνο (1860-1862) και το μετέφερε στην Αθήνα έπειτα από τριάντα χρόνια (1890-1892).
Οι συχνές επανεκδόσεις (1874, 1886, 1911, 1940 και ούτω καθεξής) μόνο πρόσκαιρες δεν ήταν και τυχαίες. Το κύριο πλαίσιο της ιστορίας, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο «Σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821-1828», ορίζουν τα χρονικά του όρια από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα.
Βεβαίως, η δράση πηγαίνει και πέραν του επτάχρονου ορίου, προς τα πίσω, στα 1819, τη χρονιά που τα τρία πρωταγωνιστικά πρόσωπα του μυθιστορήματος συναντιούνται στη Δημητσάνα. Ο Θρασύβουλος Α. και η Ανδρονίκη Αθανασιάδου αρχίζουν να πλέκουν το ειδύλλιό τους, ενώ σαν κακιά σφήνα μπαίνει ο Βάρθακας, ο οποίος κακατρύχεται από δολιότητα απέναντί τους. Και αν πάμε προς τα μπροστά την αφήγηση, στα 1833, θα γίνουμε μάρτυρες του θανάτου της Ανδρονίκης σ' ένα μοναστήρι της Μόσχας.
Η πρώτη εικόνα της ιστορίας τοποθετείται στα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής του 1821, στην Κωνσταντινούπολη. Η Βικτωρία Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, που συναντήσαμε στην αρχή ως επιμελήτρια της έκδοσης του Ιδρύματος Ουράνη, αποφαίνεται για την τεχνική της σύζευξης των ιστορικών και των επινοημένων μυθοπλαστικά προσώπων:
«Ο Ξένος αρχίζει να στήνει τον καλά διαρθρωμένο πίνακά του συμπλέκοντας εξαρχής τα ιστορικά πρόσωπα με τα πλασματικά, στην περιγραφή μιας δήθεν μυστικής συνεργασίας του νεαρού ήρωα Θρασύβουλου με τον θείο του, Πατριάρχη Γρηγόριο, δυο μέρες πριν από τον απαγχονισμό του Ελληνα Ιεράρχη».
«Η τακτική της σύζευξης αυτής», εξηγεί η λέκτορας της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, «θα επεκταθεί γρήγορα και στα άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά ο αναγνώστης να μην ξεχωρίζει το ιστορικό στοιχείο από το φανταστικό. Ετσι, ο συγγραφέας προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε "από μέσα" τα σημαντικότερα γεγονότα της Επανάστασης [...]».
Αλλά ακόμα δεν «ξεμπερδέψαμε» με την υπόθεση του Στέφανου Θ. Ξένου. Το βιογραφικό του είναι η ιστορία της Ελλάδας του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός homo universalis.
Το γεγονός ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη και ότι ήταν γιος του Φιλικού Θεόδωρου Ξένου δεν είναι αστεία υπόθεση. Θα καταλάβετε αμέσως το γιατί. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα, οι Τούρκοι «απάντησαν» με πυρκαγιές στο εμπορικό λιμάνι της Μικράς Ασίας. Οπότε η οικογένεια Ξένου αναγκάζεται να μετοικήσει στην Αθήνα. Ο πατέρας θα επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο, μετά τη λήξη του επτάχρονου Αγώνα, αναλαμβάνοντας τη θέση του Ελληνα προξένου στη Σμύρνη.
Η ενηλικίωσή του τον βρίσκει στο Λονδίνο, όπου θα δράσει κοντά τριάντα χρόνια. Θα ιδρύσει δικές του επιχειρήσεις. Θα ασχοληθεί κυρίως με τη ναυτιλία: Ελληνική και Ανατολική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία (1857), Αγγλοελληνική και Εμπορική Εταιρεία (1865) και Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (1871).
Ξεκίνησε με ιστιοφόρα που δρομολογούνταν Λονδίνο - Μαύρη Θάλασσα. Μετέφερε από το ένα λιμάνι στο άλλο κυρίως ουκρανικά σιτηρά, αφού η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή εθεωρείτο ο σιτοβολώνας της Ευρώπης. Ομως ο ατμός θα φέρει την επανάσταση στη ναυσιπλοΐα και στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, καθώς αυξάνει την ταχύτητα στις μετακινήσεις, άρα το εμπόριο γίνεται περισσότερο κερδοφόρο.
Ετσι, ο Στέφανος Θ. Ξένος, εκμεταλλευόμενος τον Πόλεμο της Κριμαίας, που προκάλεσε την υπερπαραγωγή ατμόπλοιων -επειδή το μέτωπο έκλεισε νωρίς-, κι έτσι έμειναν πολλά αταξίδευτα στα ναυπηγεία, αγόρασε φθηνά, πούλησε ακριβά, παρουσίασε ανάπτυξη. Ετσι στην ακμή του ο στόλος του Στέφανου Θ. Ξένου αριθμούσε είκοσι πέντε ατμόπλοια!
Θα κλείσουμε με τα δικά του λόγια: «Το πόνημα αυτό (σ.σ. "Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως") ουδέν έτερον εστίν, ή η διήγησις των ενδοξοτέρων επεισοδίων της εποχής εκείνης, το πανόραμα των ηρώων της, το θέατρο των δυστυχιών της, και η ραψωδία των τραυμάτων του ήδη βραδέως και μετ' αγωνίας θνήσκοντος τυράννου μας».

Με αφορμή την έκθεση του Σωτήρη Σόρογκα!


Σκουριασμένο φορτηγόό(Ακρυλικό και κάρβουνο σε μουσαμά 180x280 εκ.)

Ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας τοποθετεί τη μνήμη πάνω στον χώρο και την ακινητοποιεί στον χρόνο. Η μνήμη παρουσιάζεται μέσα από αντικείμενα αισθητά και αποκτά μορφή. Η μορφή μπορεί να παραπέμπει σε υλικά αντικείμενα και γνωστά σχήματα ωστόσο συνδέεται περισσότερο με έναν κόσμο πέραν του πραγματικού. Ο κόσμος είναι και δεν είναι. Είναι γνωστά αντικείμενα φορτισμένα με μνήμες αλλά και αντικείμενα που ανασύρονται από τη μνήμη που συνθέτει μία άλλη πραγματικότητα. Η ύλη εμπεριέχει πνεύμα και το πνεύμα δεν μπορεί παρά να μορφοποιείται μέσα στην ύλη.


Κοιτάζοντας τους πίνακες του Σωτήρη Σόρογκα βλέπω τον άνθρωπο ως καλλιτέχνη μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από τον προϊστορικό άνθρωπο που σκαλίζει μέσα στην σπηλιά τον γνωστό του κόσμο μέχρι τον φιλόσοφο που κατασκευάζει θεούς και  θυμάμαι την ρήση  του Θαλή από την Μίλητο που έλεγε «Τα πάντα πλήρη θεών». Κάθε αντικείμενο αναδεικνύεται σε εικόνα σύμβολο της ποιητικής φύσης του ανθρώπου που υμνεί τον δημιουργό του. Ο σύγχρονος καλλιτέχνης γίνεται αφαιρετικός ώστε να πει με το ελάχιστο τη μέγιστη αλήθεια. Το υλικό : ξύλο, πέτρα, αλλά και η φθορά του απασχολούν τη φαντασία του Σόρογκα. Η φθορά όμως δίνεται μέσα από την ομορφιά της και όχι την ασχήμια της.  Λέει ο ποιητής στον Ερωτόκριτο «Από κακό βγαίνει καλό, χαράν από τη θλίψη» (Θυσία, 711-πρβλ. Ερωτόκριτος Γ΄, 1298).



Η σκουριά για παράδειγμα ανοίγει μια παλέτα χρωμάτων και ξεκλειδώνει το μυστικό της ζωής. Η ομορφιά της φθοράς σε οδηγεί στην σκέψη της ακμής της ζωής. Η όψη των αντιθέτων.  Κατά τον Ηράκλειτο, η φύση αγαπά τις αντιθέσεις και ξέρει να χειρίζεται τη σύνθεση τους για να παράγει την αρμονία. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο Σωτήρης Σόρογκας απεικονίζοντας τα αντικείμενα αυτούσια ή φθαρμένα.


Η πέτρα αποτελεί στο έργο του μία σταθερά. Θεμέλιο της σκέψης και της βάσης του πολιτισμού. Καταγράφει τον χρόνο και τον περιέχει. Η πέτρα θα μπορούσε να παραστήσει τον χρόνο που κινείται και ωστόσο παραμένει ακίνητος. Κάθε πέτρα μία μνήμη σύμπαντος κόσμου και χρόνου. Η οργανική ύλη. Ο άνθρωπος θα χαράξει τη γραφή πάνω στην πέτρα και θα την κάνει μνήμα. Με την πέτρα θα οριοθετήσει, επίσης, τον χώρο του.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μνήμη και ο χρόνος είναι τα βασικά θέματα του Σόρογκα. Ο χρόνος παριστάνεται και στην κίνηση των γραμμών του. Οι γραμμές είναι καθαρές και βυθίζονται στο λευκό φως. Το φως λειαίνει το σχήμα και το κάνει να αποκτά μορφή. Η μορφή αποκτά όγκο καθώς βυθίζεται μέσα σε ένα υπερκόσμιο λευκό. Το λευκό του Σόρογκα θυμίζει το χρυσό της βυζαντινής αγιογραφίας. Τα πάντα καθοσιώνονται στο λευκό. Ο Σόρογκας βαπτίζει τα αισθητά στο αττικό φως και τα αναδύει ιερά σύμβολα της εσωτερικής μας συνομιλίας με το θείο. Το θείο παρουσιάζεται μέσα από τα αντικείμενα της καθημερινότητας. Ο Πλάτωνας πίστευε πως ο αισθητός κόσμος μιμείται τον κόσμο των ιδεών. Μέσα από τη πραγματικότητα μετέχουμε στον ιδεατό κόσμο. Στην Γένεση διαβάζουμε «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ἡμετέραν και καθ’ ομοίωσιν». Εάν ο ζωγράφος είναι ο μεσολαβητής μεταξύ θείου και ανθρώπινου τότε η όρασή του και η απεικόνιση του κόσμου είναι ένα παράθυρο στον κόσμο των Ιδεών ή εικονοποίηση του θείου.
Ο Σόρογκας συνομιλεί με την ποίηση της Γενιάς του ’30 αλλά και με σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες. Ενδεικτικά αναφέρω τον Σεφέρη που γράφει «Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα»[Ἄνθη τῆς πέτρας] Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι. Και ο Ελύτης «Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη/Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο» Ωδή στη Σαντορίνη.


Οι βάρκες του Σόρογκα και η Κική Δημουλά λικνίζονται και τραγουδούν «Πες κάτι. Πες «κύμα», που δεν στέκεται./Πες «βάρκα», που βουλιάζει…» Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ


Τα άλογα του Σωτήρη Σόρογκα «καλπάζουν» μέσα από τα γλυπτά της κλασικής περιόδου αλλά θυμίζουν θα τολμήσω να γράψω τις χορεύτριες του Ντεγκά. Η υλικότητα θυμίζει το λευκό μάρμαρο της Πεντέλης αλλά η κίνηση τον ιμπρεσιονιστή ζωγράφο. Πολλοί επίσης πίνακές του μού έφεραν στον νου χαρακτικά του Ντύρερ ως προς το άψογο σχέδιο. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί εδώ η ιδιότητα του Σόρογκα ο οποίος είναι καθηγητής του Eθνικού Mετσόβιου Πολυτεχνείου στη Σχολή Aρχιτεκτόνων.


Θέλω να τονίσω εδώ την κυριαρχία φωτός-  σκιάς στο έργο του Σόρογκα που παραπέμπει στο δίπολο ζωή –θάνατος. Η πάλη αυτή έχει αποδοθεί πολύ ωραία στους στίχους «Μέσά 'μαι στην παράδεισο και βρίσκομαι στον Άδη /φως έχουνε τα μάτια μου και σκοτεινάγρα ομάδι /κι εκείνο πού ΄ναι πλιότερο, μοίρα ασύστατή μου, /το θάνατό μου πιθυμώ και θέλω τη ζωή μου.» (Κατζούρμπος, Γ΄)


Τέλος, νομίζω πως το ποίημα του Σεφέρη «Φυγή» συμπυκνώνει την κοσμοθεωρία του Σωτήρη Σόρογκα που ζωγράφισε τη ζωή κι άφησε την ψυχή να εξηγήσει με πάθος και αγάπη κάθε τι προσπαθώντας να απαντήσει «γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε».

Φυγή

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.



Νότα Χρυσίνα

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ινδοευρωπαϊκή ποίηση και μυθολογία


Το βιβλίο αποτελεί μετάφραση από τα αγγλικά ενός κλασικού εγχειριδίου για τις συγκριτικές σπουδές των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και φιλολογιών (Indo-European Poetry and Myth, 2007). Οι Ινδοευρωπαίοι, ομιλητές μιας προϊστορικής γλώσσας από την οποία κατάγονται σχεδόν όλες οι σύγχρονες γλώσσες της Ευρώπης και πολλές της νότιας Ασίας, έζησαν πριν έξι περίπου χιλιετίες στις στεπώδεις περιοχές στα βόρεια της Μαύρης και της Κασπίας Θάλασσας. Αντικείμενο του βιβλίου είναι η συγκριτική εξέταση των στοιχείων που αφορούν τις ποιητικές, θρησκευτικές και μυθολογικές παραδόσεις των ινδοευρωπαϊκών λαών, με απώτερο στόχο να εντοπιστούν τα στοιχεία εκείνα τα οποία αποτελούν κοινή κληρονομιά από τη μητρική παράδοση της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής. Σημαντικό άξονα αναφοράς του βιβλίου αποτελεί η Ελλάδα, καθώς διερευνώνται οι επιβιώσεις της ινδοευρωπαϊκής παράδοσης στα ομηρικά έπη και σε άλλα πρώιμα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ανάμεσα στα επιμέρους θέματα που εξετάζονται είναι: η θέση του ποιητή και της ποίησης, οι θεοί, από τον πατέρα Ουρανό και τη μητέρα Γη μέχρι τον θεό Ήλιο και την κόρη του, τους θεούς του κεραυνού, των ανέμων και της φωτιάς, τις Νύμφες και τα στοιχειά, οι παρακλητικοί ύμνοι και τα ξόρκια, οι κοσμολογικές αντιλήψεις, οι αντιλήψεις για τον θάνατο και την υπέρβαση του θανάτου με το κλέος, η τυπολογία του βασιλιά και του ήρωα, ο ήρωας ως πολεμιστής, τα στερεότυπα της αφήγησης της μάχης.
Το βιβλίο απευθύνεται σε όσους ασχολούνται όχι μόνον με τις κλασικές σπουδές αλλά και με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές παραδόσεις, όπως τη σανσκριτική, την ιρανική, τη σλαβική, την κελτική, τη γερμανική, καθώς και σε μη ειδικούς αναγνώστες που ενδιαφέρονται για μυθολογικά θέματα και τις νεότερες λαογραφικές επιβιώσεις τους.
Ο καθηγητής M. West (1937-2015) αναγνωρίστηκε ως ο λαμπρότερος και πιο παραγωγικός ελληνιστής φιλόλογος της γενιάς του, όχι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανάμεσα στα πολυάριθμα έργα του περιλαμβάνεται και το πληρέστερο σύγχρονο εισαγωγικό εγχειρίδιο που διαθέτουμε σήμερα για την αρχαία ελληνική μετρική (κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις του ΙΝΣ, 2004).



Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ




Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

-Κυρία Διευθυντού! Εσείς, εδώ, τέτοια ώρα; Πώς αυτό;
Η κ. Διευθυντού τράβηξε τα γκέμια? τ’ άλογο σταμάτησε. Τα μάτια της ήταν καταγάλανα και φωσφόριζαν σαν πυγολαμπίδες.
-Σεις είσαστε, κύριε Λιάπκιν; Ίσως δεν μάθατε το νέο... Είχα πάει στην Αθήνα...
-Το ξέρω? φύγατε προχθές. Δεν νιώθατε καλά, και πήγατε να σας δουν οι γιατροί...
-Έτσι είναι. Μόνον, να, έφυγα... Δεν μπορούσα να μείνω πια εκεί, στο σπίτι των γονιών μου. Είχαν μαζευτεί όλοι γύρω απ’ το κρεβάτι μου κ’ έκλαιγαν, και σπάραζαν...
-Έκλαιγαν; απόρεσε ο Λιάπκιν. Γιατί;
Η κ. Διευθυντού αναστέναξε κι είπε με φωνή πολύ τρυφερή, βελουδένια:
-Φαίνεται πως πέθανα...
Ο Λιάπκιν το έκρινε πολύ φυσικό. Αναστέναξε κι αυτός:
-Ώστε έτσι, πεθάνατε...
Δεν βρήκε τίποτ’ άλλο να πει. Τη χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση:
-Μου επιτρέπετε, πρέπει να πηγαίνω? με περιμένουν κι άργησα.
Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, σσ. 224-225.
Υπήρξε σπάταλος και ακάθεκτος. Είχε παρρησία, που έφτανε τα όρια του κυνισμού κ’ ένα πάθος δημιουργίας, που θα μπορούσε να σταθεί παράδειγμα σε πολλούς. Γεννημένος αφηγητής, θέλησε να είναι και «σύγχρονος». Επραγματοποίησε τόλμες, που άλλοι δεν θα είχαν τη δύναμη μήτε να τις συλλογιστούν. Η κατάρτισή του αναφερόταν κυριότατα στα σύγχρονα θέματα και στα σύγχρονα προβλήματα, και μάλιστα τα ψυχολογικά, της ψυχολογίας του βάθους. Ανήκει στη γενιά των συγγραφέων του εικοστού αιώνα, που μεγάλωσαν κ’ έγραψαν μέσα στο κλίμα του Freud και των απογόνων του. Πίσω απ’ όλα τα κείμενα του Καραγάτση, ακόμη και τα ιστοριογραφικά, υψώνεται σκυθρωπή η φαρδιά σκιά του σκληρού γιατρού της Βιέννης, αυτού του οδοιπόρου των αβύσσων. Ο Freud κατέβηκε, με το πείραμα, με την παρατήρηση, με την ερμηνεία, με την εννοιολογική κατασκευή, ακόμη και με τη διαίσθηση, ίσαμε τα έγκατα του ανθρώπου. Ο Καραγάτσης τον ακολούθησε. Ήταν πλασμένος, προορισμένος, από τη φύση του, να τον ακολουθήσει. Ακόμη και στην υπερβολή.
Υπάρχει ένα σύμπαν μέσα στο σώμα. Αυτό το σύμπαν υπήρξε ο ιδιαίτερος χώρος του Καραγάτση. Πολλές φορές μάς ξάφνιασε. Τον παρακολουθούσαμε με κάποιο τρόμο, δεν ξέραμε ώς πού μπορούσε να φτάσει. Οι ήρωές του δυναστεύονται από το γενετήσιο ένστικτο. Όλοι ζουν μια ώρα κινδύνου. Το γενετήσιο ένστικτο γίνεται η μοίρα, η ανάγκη. Αυτό καθορίζει τη στάση τους, την ψυχοβιολογική τους συγκρότηση, είναι μια ασταμάτητη και οξύτατη παρουσία.
Ο Καραγάτσης δεν είναι νηφάλιος αφηγητής. Ό,τι βγαίνει από τα χέρια του κοχλάζει. Είναι μια διάπυρη μάζα, που προϋποθέτει την ολοκληρωτική εξάντληση, την ανάλωση. Μια αυτεγκατάλειψη, θα μπορούσε να πει κανείς. Στο βάθος είναι ένας απαισιόδοξος ηθολόγος. Νιώθει το ανθρώπινο πλάσμα γεμάτο επιθυμία και πόνο, τοποθετημένο αντίκρυ σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Αυτά τα αδιέξοδα καταλύουν την ευαισθησία. Σπανιότατα θα συναπαντήσει ο αναγνώστης μέσα στα βιβλία του Καραγάτση πρόσωπα παραδομένα σε όνειρο και σε ρεμβασμό, μετέωρα ανάμεσα στο πραγματικό και στο υπερβατικό, αιχμάλωτα ενός ιδανικού, από εκείνα τα παλιά, που η εποχή μας τα θεωρεί «ξεπερασμένα». Η κλίση του είναι προς τους αχαλιναγώγητους, προς τους φθαρμένους, προς τους καταπονεμένους, προς τους άσωτους, προς τους αδίσταχτους. Αν το ιδούμε το θέμα καλύτερα, θ’ ανακαλύψουμε μέσα στην ωμή παρέλαση των θλιβερών αυτών ηρώων μια θλίψη: έτσι είναι ο άνθρωπος! Κι ωστόσο, μπορεί ακόμη και διατηρεί μέσα του κάποια ίχνη καλοσύνης, κάποια κατάλοιπα ανθρωπιάς. 
Η αιχμαλωσία του ενστίκτου, δηλαδή η αιχμαλωσία μέσα στο ένστικτο, δείχνεται στ’ αφηγήματα του Καραγάτση καταθλιπτική, συντριπτική. Δεν έχουν οι άνθρωποί του τη δύναμη να παλαίψουν με το δαίμονα. Η απόλαυση, η ευζω?α, η κατάκτηση, συχνά με όποιους τρόπους, με όποια μέσα, είναι ο αμετάθετος στόχος τους. Πίνακας του καιρού μας; Θα έλεγα: ένας πίνακας του καιρού μας ?και όχι από τους λιγότερο αληθινούς. Ο Καραγάτσης υπήρξε, ως προς τούτο, ένας αδιάλλαχτος κ’ ένας ασυμβίβαστος. Είχε την ικανότητα του σαρκασμού. Ο σαρκασμός είναι μια άμυνα, ενώ συχνά φαίνεται πως είναι επίθεση. Επιτέλους: άμυνα και επίθεση, μια μορφή μάχης. Ο Καραγάτσης επίσης είπε μερικά πράγματα, που άλλοι δε θέλησαν ή δε μπόρεσαν ή δεν ξεθαρρεύτηκαν να πουν. Με αστείρευτη φαντασία και με δύναμη περιγραφής. Δεν κρίνω εδώ τη διατύπωση. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά, που προσπαθώ να προσδιορίσω τον Καραγάτση. Αντιμετωπίζω μόνο μερικές απόψεις του έργου του, που δίνουν αφορμή σε κάποιες χρήσιμες παρατηρήσεις ?ή και σε κάποιους υπαινιγμούς. Γιατί, ανάμεσα στ’ άλλα, αυτός ο πεζογράφος με την αστείρευτη φαντασία, αυτός ο άφθονος, που κατόρθωνε πάντα να ενδιαφέρει, ένιωθες, πως ζούσε μέσα σε μια αέναη κρίση και πως είχε την αντίληψη κάποιου μεγέθους, που τον καταδυνάστευε. Νομίζω, πως θα επιθυμούσε να γίνει ο επικός της παρακμής των ανθρώπων. Έτσι που ήταν απαλλαγμένος από αυταπάτες. Και που δεν επάθαινε πανικό μπροστά στα εμπόδια.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «Η πρώτη επέτειος», Νέα Εστία, 823/1961, σσ. 1360-1361.

Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, με ψιλή βροχή, με σταματάει στο δρόμο ο Ακαδημαϊκός Σωκράτης Κουγέας, τακτικός συνεργάτης της Νέας Εστίας και στενός και σεβαστός φίλος, και μου λέει σχεδόν με αυστηρότητα: «Η Νέα Εστία, όσο δημοσιεύει τον Γιούγκερμαν, δεν μπορεί να έρχεται στο σπίτι μου. Έχω κορίτσια, αγαπητέ μου.
Πέτρος Χάρης, «Προφητικές κρίσεις», Νέα Εστία, 1536/1991, σ. 846.
Λένε για τον Καραγάτση πως είναι «σεξουαλικός συγγραφέας». Η εντύπωση που έχω είν’ άλλη. Πρώτα-πρώτα, το σεξουαλικό στοιχείο δεν είναι το μόνο στις γραφές του Καραγάτση, κι ύστερα το στοιχείο αυτό δεν είναι μονοδιάστατο. Εγώ θα έλεγα πως ο Καραγάτσης είναι, τη λέξη τώρα την εφευρίσκω, δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς τελοσπάντων, ερωτοσαρκικός, με ορισμένα εφόδια φροϋδισμού, με όχι όμως πλήρη γνώση του φροϋδικού κώδικα, όπως λ.χ. στον Ανδρέα Εμπειρίκο, παρεξηγημένον επίσης. Φανερώνει ο Καραγάτσης εξισορρόπηση σώματος και αισθήματος.
Ν. Δ. Καρούζος, «Μ. Καραγάτσης». Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, ό.π., σ. 47.
Ο άνθρωπος του κόσμου του Καραγάτση είναι ένα ηθικό ναυάγιο του αιώνα μας. Ζει ενστικτωδώς τον «θάνατο του Θεού», στερείται κάθε σημείο αναφοράς του βίου και με κοκκαλωμένη ψυχή δεν υποψιάζεται τα μεγάλα ηθικά ερωτήματα και δεν τα θέτει ποτέ στη συνείδησή του. Η συνακόλουθη αυτής της κατάστασης εξαφάνιση της ψυχής με τους αλάλητους, δικούς της ίμερους, επιφέρει μια διόγκωση της παρουσίας του σώματος και της ισχύος της σάρκας. [...]
Έτσι ο Καραγάτσης, εκφράζοντας την αλήθεια του Φρόυντ, δίνει όλη την δυναμικά μυστηριώδη εξουσία στους ίμερους της σάρκας και ανάγει κεφαλαιώδη στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην libido, αλλά υποσυνείδητα υποτυπώνει μια αίσθηση αμαρτίας. Ο Γιούγκερμαν είναι θαυμαστός για την λεβεντιά, την ευρωστία, την πολύχυμη αίσθηση της ζωής που χαίρεται, ο Λιάπκιν είναι ένας περίλαμπρος αρσενικός με μυθικές κι οι δυο ανταύγειες, αλλά ο συγγραφέας δεν αφήνει ποτέ να διατυπωθεί μια ηθική κατάφαση στη συμπεριφορά τους. Η σεξουαλική λειτουργία δεν εκφράζει το μυστήριο του σώματος που μόνο η θεολογία κατορθώνει κάποτε ν’ αποκαλύψει· εκφράζει και το απαγορευμένο της σεξουαλικής χαράς, το εφάμαρτο, κάποια άχνα της κόλασης που είναι αδύνατο να μη ρυπάνει τον άνθρωπο («Ο άνθρωπος με το φλεμόνι»). Δολοφονήθηκε, λοιπόν, ο Νομοθέτης αλλά ο νόμος του παραμένει δρων, ισχυρός και ρυθμίζει όχι πια την συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά την στάση τους απέναντι σε μια τέτοια συμπεριφορά. Μέσα στον κόσμο του μυθιστορήματος «Το 10», που κινείται σ’ ένα συνεχές ημίφωτο, η αίσθηση μιας κοινωνίας χωρίς σκοπό, χωρίς πίστη, που σαν καράβι σέρνεται από θάλασσα σε θάλασσα χωρίς δρομολόγιο, με σπασμένες πυξίδες, εγκαταλειμμένο στα κύματα, εκφράζει μια συγκλονιστική απουσία που εκβάλλει κατ’ ευθείαν στο παράλογο της ζωής. Το ίδιο παράλογο υποκαίει τον «Γιούγκερμαν» κι εξακτινώνεται από το «Χαμένο νησί» ώς την «Μπουχούνστα» –ένα από τα περίφημα μοντέρνα αφηγήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, «Για τον Μ. Καραγάτση». Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, ό.π., σσ. 117-118.  

Ο ΟΝΕΙΡΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Βρισκόμουν –λέει– στη Μόσχα, στη μεγάλη αίθουσα της Όπερας. Φορούσα στολή λοχαγού του Κονβόι, με χρυσά σιρίτια στην αμασχάλη. Δίπλα μου καθόταν η πριγκιπέσα Κουροπαλάτκιν, γυμνή από τη μέση και κάτω, αλλά πολύ αξιόπρεπη. 
-Γιατί φοράτε το παντελόνι σας; με ρώτησε.
-Διαταγή του Τσάρου! αποκρίθηκα. «Όστις φοράται άνευ περισκελίδος, σιδήρω τέμνεται». Κι εγώ, δεν έχω απολύτως καμιάν όρεξη...
-Χαχά! εκάγχασε. Μου είπαν πως οι αξιωματικοί του συντάγματος Πρεομπραζένσκυ ευνουχίσθηκαν αυτοβούλως, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας...
-Ανακριβέστατο! Η κόμισσα Μπλιγούρωφ θα μπορούσε να σας βγάλει απ’ την οικτρή πλάνη.
Εκείνη τη στιγμή, ένας γάτος με δάγκασε στη μασχάλη. Τότε μόνον είδα πως τα πόδια της πριγκιπέσας ήταν γελαδινά.
-Κι αυτή η Κουροπαλάτκιν! είπα μέσα μου. Είναι γνωστό πως υπήρξε ερωμένη του Ιβάν του Τρομερού. Λέγουν μάλιστα πως ο Ρασπούτιν είναι νόθος γιος της, που τον απόχτησε με τον Ιωάννη Ιάκωβο Ρουσώ. Και τώρα, σου παρασταίνει την οσία Μαρία!
Σηκώθηκα όρθιος, ανέβηκα στο κάθισμά μου και φώναξα:
-Αίσχος! Η πόρνη Κουροπαλάτκιν προσπαθεί να με τάμη σιδήρω!
-Σουτ! Σουτ! αποκρίθηκαν όλοι. Σιωπή! Να ο μαέστρος!
Και να! Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Τσαϊκόφσκυ. Κρατάει ένα τεράστιο ξουράφι –όπως ο Φίγκαρο στη δεύτερη πράξη του Μπαρμπιέρη– και λέει:
-Τώρα, θα σας ευνουχίσω όλους!
Σηκώνει το ξυράφι. Κι η ορχήστρα αρχίζει να παίζει την Παθητική Συμφωνία, που δεν είναι η Παθητική Συμφωνία αλλά το Κονσέρτο για πιάνο. Και να! Ο Τσαϊκόφσκυ απλώνει το χέρι κατά την πλατεία –ένα χέρι μακρύ, τεράστιο, κάπου δέκα μέτρα μάκρος. Κραδαίνει το ξουράφι απειλητικά. Και με κοιτάει στα μάτια.
-Βασίλη Φόμιτς! μου λέει. Θα σε τάμω σιδήρω!
Και γελάει σαρκαστικά. Εγώ, θέλω να φύγω. Αλλά τα σκέλια της κοντέσας Κουραπαλάτκιν με σφίγγουν σαν τανάλια.
-Κάνε για στερνή φορά, μου λέει αυτή, προτού σε τάμουν σιδήρω!
-Πιότρ Ίλιτς! φωνάζω του Τσαϊκόφσκυ. Άσε τ’ αστεία! Είναι γνωστό πως πέθανες το 1893 από χολέρα.
-Κι εσύ θα πεθάνεις! μου αποκρίνεται αυτός. Κι εσύ θα πεθάνεις! Στη Μπουχούνστα! Στη Μπουχούνστα!
Το τεράστιο χέρι με το φοβερό ξουράφι πλησιάζει. Andantecantabile. Η Κουροπαλάτκιν τραγουδάει γλυκά, γλυκά... Απάνω στη γαλαρία, ο Λένιν γυρίζει και λέει του Ζαν Ζωρές:
-Τι σαπίλα! Τι σαπίλα!
Παλεύω να λευτερωθώ, να φύγω, να φύγω. Το χέρι, το ξουράφι, το τραγούδι, το γέλιο...
Πετάγομαι πάνω απ’ το κρεβάτι.
«Μπουχούνστα», Το μεγάλο συναξάρι, σσ. 245-247.

Ο ΦΡΟΫΔΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Είπα παραπάνω ότι στη δημιουργία του Καραγάτση, σε ένα μεγάλο μέρος της, έχουμε, ως επί το πλείστον, ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης και της ενόρμησης και όχι ικανοποίηση της επιθυμίας. Αλλά η ικανοποίηση της ανάγκης είναι φαινόμενο στιγμιαίο, εφήμερο, παροδικό? δε συναποφέρει μονιμότερες καταστάσεις συναισθηματικής ευτυχίας, ακριβώς γιατί λείπει η ικανοποίηση της επιθυμίας [...].
Η ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης, που άρχει, τουλάχιστον από άποψη συχνότητας, στη γραφή του Καραγάτση [...] βρίσκει το αντικείμενό της, ένα πραγματικό αντικείμενο, ή σωστότερα ένα μερικό αντικείμενο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ήρωες παλινδρομούν, παίρνουν πάλι την ψυχοσεξουαλική τους περιπέτεια από την αρχή? σε κάποιο κάβο έχουν μπατάρει, έχουν εξοκείλει? κι αυτός ο κάβος είναι η περιοχή της κυρίαρχης προοιδιπόδειας μητέρας, της αρχαϊκής μητέρας, που δεν μπορούν να τη συναντήσουν? μόνο η ηχώ της, η αντιφεγγιά της πλημμυρίζει τις αισθήσεις τους, όπως ο αόρατος θίασος του Θεού στο γνωστό ποίημα του Καβάφη ή οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που χάθηκαν», του ίδιου ερωτικού ποιητή. Πρόκειται για «το μνημονικό ίχνος, που άφησε η σχέση με το σώμα της μητέρας. Η αναπαράσταση είναι συνδεδεμένη με την απώλεια του μητρικού αντικειμένου, με το πένθος και την εξέλιξη αυτής της ανάμνησης μέσα στην απουσία». Γι’ αυτό και οι ήρωες ρίχνονται μετά μανίας στα υποκατάστατα αυτής της αρχέγονης μητρικής φιγούρας και ικανοποιούν την ανάγκη τους αλλ’ όχι και την επιθυμία, η οποία λειτουργεί στο επίπεδο της ασύνειδης φαντασίωσης. Κάτω από την κορεσμένη ανάγκη (ή κατ’ επίφαση κορεσμένη) χαίνει το «κενό που άνοιξε η έλλειψη του υπάρχειν (manque a etre), το οποίο προσπαθεί να καλύψει η συνεχής ένταση της επιθυμίας».
Με βρίσκει αντίθετο λοιπόν, η πολύ γενική και ενορχηστρωμένη άποψη της κριτικής ότι η γραφή του Καραγάτση εξαντλείται στον οργασμικό χαρακτήρα της (αν και κάθε γραφή, αφού προέρχεται από το ασυνείδητο, είναι στη ρίζα της ενορμητική). Δεν είναι, όπως είπα, αυτοσκοπός το συνουσιακό στοιχείο που παίζεται στο επιφανειακό επίπεδο του κειμένου. Ο Λιάπκιν και ο Γιούγκερμαν, ή η Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας» και ο «βιταλιστικός και ανενδοίαστος» Μιχάλης Ρούσης, ή ακόμη, όλες οι λειψές (γιατί λειτουργούν ουσιαστικά με ένα μέρος του εμπορευματοποιημένου κορμιού τους) φιγούρες του «10» [...] είναι πρόσωπα (όσα δεν είναι μάσκες, όπως πολλά από τα θηλυκά που δίνουν αφειδώς το κορμί τους στο «10») μιας ικανοποίησης χειμαρρώδους και ανερμάτιστης, που δεν ακολουθεί την ανιούσα και κατιούσα των συνουσιαζομένων κορμιών (η οχεία δεν είναι και ευτυχία). Κινούνται ανάμεσα σε υποκατάστατα υποκαταστάτων, μεταφορές μεταφορών, χωρίς να μπορούν ποτέ να ανακτήσουν την καθαρή ταυτότητα και την πληρότητα που γνώρισαν στο φαντασιακό.
Θανάσης Χ. Τζούλης, «Η ανάγκη και η επιθυμία στο έργο του Μ. Καραγάτση»Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σσ. 195-196, 204-206.