Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
-Κυρία Διευθυντού! Εσείς, εδώ, τέτοια ώρα; Πώς αυτό;
Η κ. Διευθυντού τράβηξε τα γκέμια? τ’ άλογο σταμάτησε. Τα μάτια της ήταν καταγάλανα και φωσφόριζαν σαν πυγολαμπίδες.
-Σεις είσαστε, κύριε Λιάπκιν; Ίσως δεν μάθατε το νέο... Είχα πάει στην Αθήνα...
-Το ξέρω? φύγατε προχθές. Δεν νιώθατε καλά, και πήγατε να σας δουν οι γιατροί...
-Έτσι είναι. Μόνον, να, έφυγα... Δεν μπορούσα να μείνω πια εκεί, στο σπίτι των γονιών μου. Είχαν μαζευτεί όλοι γύρω απ’ το κρεβάτι μου κ’ έκλαιγαν, και σπάραζαν...
-Έκλαιγαν; απόρεσε ο Λιάπκιν. Γιατί;
Η κ. Διευθυντού αναστέναξε κι είπε με φωνή πολύ τρυφερή, βελουδένια:
-Φαίνεται πως πέθανα...
Ο Λιάπκιν το έκρινε πολύ φυσικό. Αναστέναξε κι αυτός:
-Ώστε έτσι, πεθάνατε...
Δεν βρήκε τίποτ’ άλλο να πει. Τη χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση:
-Μου επιτρέπετε, πρέπει να πηγαίνω? με περιμένουν κι άργησα.
Η κ. Διευθυντού τράβηξε τα γκέμια? τ’ άλογο σταμάτησε. Τα μάτια της ήταν καταγάλανα και φωσφόριζαν σαν πυγολαμπίδες.
-Σεις είσαστε, κύριε Λιάπκιν; Ίσως δεν μάθατε το νέο... Είχα πάει στην Αθήνα...
-Το ξέρω? φύγατε προχθές. Δεν νιώθατε καλά, και πήγατε να σας δουν οι γιατροί...
-Έτσι είναι. Μόνον, να, έφυγα... Δεν μπορούσα να μείνω πια εκεί, στο σπίτι των γονιών μου. Είχαν μαζευτεί όλοι γύρω απ’ το κρεβάτι μου κ’ έκλαιγαν, και σπάραζαν...
-Έκλαιγαν; απόρεσε ο Λιάπκιν. Γιατί;
Η κ. Διευθυντού αναστέναξε κι είπε με φωνή πολύ τρυφερή, βελουδένια:
-Φαίνεται πως πέθανα...
Ο Λιάπκιν το έκρινε πολύ φυσικό. Αναστέναξε κι αυτός:
-Ώστε έτσι, πεθάνατε...
Δεν βρήκε τίποτ’ άλλο να πει. Τη χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση:
-Μου επιτρέπετε, πρέπει να πηγαίνω? με περιμένουν κι άργησα.
Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, σσ. 224-225.
Υπήρξε σπάταλος και ακάθεκτος. Είχε παρρησία, που έφτανε τα όρια του κυνισμού κ’ ένα πάθος δημιουργίας, που θα μπορούσε να σταθεί παράδειγμα σε πολλούς. Γεννημένος αφηγητής, θέλησε να είναι και «σύγχρονος». Επραγματοποίησε τόλμες, που άλλοι δεν θα είχαν τη δύναμη μήτε να τις συλλογιστούν. Η κατάρτισή του αναφερόταν κυριότατα στα σύγχρονα θέματα και στα σύγχρονα προβλήματα, και μάλιστα τα ψυχολογικά, της ψυχολογίας του βάθους. Ανήκει στη γενιά των συγγραφέων του εικοστού αιώνα, που μεγάλωσαν κ’ έγραψαν μέσα στο κλίμα του Freud και των απογόνων του. Πίσω απ’ όλα τα κείμενα του Καραγάτση, ακόμη και τα ιστοριογραφικά, υψώνεται σκυθρωπή η φαρδιά σκιά του σκληρού γιατρού της Βιέννης, αυτού του οδοιπόρου των αβύσσων. Ο Freud κατέβηκε, με το πείραμα, με την παρατήρηση, με την ερμηνεία, με την εννοιολογική κατασκευή, ακόμη και με τη διαίσθηση, ίσαμε τα έγκατα του ανθρώπου. Ο Καραγάτσης τον ακολούθησε. Ήταν πλασμένος, προορισμένος, από τη φύση του, να τον ακολουθήσει. Ακόμη και στην υπερβολή.
Υπάρχει ένα σύμπαν μέσα στο σώμα. Αυτό το σύμπαν υπήρξε ο ιδιαίτερος χώρος του Καραγάτση. Πολλές φορές μάς ξάφνιασε. Τον παρακολουθούσαμε με κάποιο τρόμο, δεν ξέραμε ώς πού μπορούσε να φτάσει. Οι ήρωές του δυναστεύονται από το γενετήσιο ένστικτο. Όλοι ζουν μια ώρα κινδύνου. Το γενετήσιο ένστικτο γίνεται η μοίρα, η ανάγκη. Αυτό καθορίζει τη στάση τους, την ψυχοβιολογική τους συγκρότηση, είναι μια ασταμάτητη και οξύτατη παρουσία.
Ο Καραγάτσης δεν είναι νηφάλιος αφηγητής. Ό,τι βγαίνει από τα χέρια του κοχλάζει. Είναι μια διάπυρη μάζα, που προϋποθέτει την ολοκληρωτική εξάντληση, την ανάλωση. Μια αυτεγκατάλειψη, θα μπορούσε να πει κανείς. Στο βάθος είναι ένας απαισιόδοξος ηθολόγος. Νιώθει το ανθρώπινο πλάσμα γεμάτο επιθυμία και πόνο, τοποθετημένο αντίκρυ σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Αυτά τα αδιέξοδα καταλύουν την ευαισθησία. Σπανιότατα θα συναπαντήσει ο αναγνώστης μέσα στα βιβλία του Καραγάτση πρόσωπα παραδομένα σε όνειρο και σε ρεμβασμό, μετέωρα ανάμεσα στο πραγματικό και στο υπερβατικό, αιχμάλωτα ενός ιδανικού, από εκείνα τα παλιά, που η εποχή μας τα θεωρεί «ξεπερασμένα». Η κλίση του είναι προς τους αχαλιναγώγητους, προς τους φθαρμένους, προς τους καταπονεμένους, προς τους άσωτους, προς τους αδίσταχτους. Αν το ιδούμε το θέμα καλύτερα, θ’ ανακαλύψουμε μέσα στην ωμή παρέλαση των θλιβερών αυτών ηρώων μια θλίψη: έτσι είναι ο άνθρωπος! Κι ωστόσο, μπορεί ακόμη και διατηρεί μέσα του κάποια ίχνη καλοσύνης, κάποια κατάλοιπα ανθρωπιάς.
Η αιχμαλωσία του ενστίκτου, δηλαδή η αιχμαλωσία μέσα στο ένστικτο, δείχνεται στ’ αφηγήματα του Καραγάτση καταθλιπτική, συντριπτική. Δεν έχουν οι άνθρωποί του τη δύναμη να παλαίψουν με το δαίμονα. Η απόλαυση, η ευζω?α, η κατάκτηση, συχνά με όποιους τρόπους, με όποια μέσα, είναι ο αμετάθετος στόχος τους. Πίνακας του καιρού μας; Θα έλεγα: ένας πίνακας του καιρού μας ?και όχι από τους λιγότερο αληθινούς. Ο Καραγάτσης υπήρξε, ως προς τούτο, ένας αδιάλλαχτος κ’ ένας ασυμβίβαστος. Είχε την ικανότητα του σαρκασμού. Ο σαρκασμός είναι μια άμυνα, ενώ συχνά φαίνεται πως είναι επίθεση. Επιτέλους: άμυνα και επίθεση, μια μορφή μάχης. Ο Καραγάτσης επίσης είπε μερικά πράγματα, που άλλοι δε θέλησαν ή δε μπόρεσαν ή δεν ξεθαρρεύτηκαν να πουν. Με αστείρευτη φαντασία και με δύναμη περιγραφής. Δεν κρίνω εδώ τη διατύπωση. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά, που προσπαθώ να προσδιορίσω τον Καραγάτση. Αντιμετωπίζω μόνο μερικές απόψεις του έργου του, που δίνουν αφορμή σε κάποιες χρήσιμες παρατηρήσεις ?ή και σε κάποιους υπαινιγμούς. Γιατί, ανάμεσα στ’ άλλα, αυτός ο πεζογράφος με την αστείρευτη φαντασία, αυτός ο άφθονος, που κατόρθωνε πάντα να ενδιαφέρει, ένιωθες, πως ζούσε μέσα σε μια αέναη κρίση και πως είχε την αντίληψη κάποιου μεγέθους, που τον καταδυνάστευε. Νομίζω, πως θα επιθυμούσε να γίνει ο επικός της παρακμής των ανθρώπων. Έτσι που ήταν απαλλαγμένος από αυταπάτες. Και που δεν επάθαινε πανικό μπροστά στα εμπόδια.
Υπάρχει ένα σύμπαν μέσα στο σώμα. Αυτό το σύμπαν υπήρξε ο ιδιαίτερος χώρος του Καραγάτση. Πολλές φορές μάς ξάφνιασε. Τον παρακολουθούσαμε με κάποιο τρόμο, δεν ξέραμε ώς πού μπορούσε να φτάσει. Οι ήρωές του δυναστεύονται από το γενετήσιο ένστικτο. Όλοι ζουν μια ώρα κινδύνου. Το γενετήσιο ένστικτο γίνεται η μοίρα, η ανάγκη. Αυτό καθορίζει τη στάση τους, την ψυχοβιολογική τους συγκρότηση, είναι μια ασταμάτητη και οξύτατη παρουσία.
Ο Καραγάτσης δεν είναι νηφάλιος αφηγητής. Ό,τι βγαίνει από τα χέρια του κοχλάζει. Είναι μια διάπυρη μάζα, που προϋποθέτει την ολοκληρωτική εξάντληση, την ανάλωση. Μια αυτεγκατάλειψη, θα μπορούσε να πει κανείς. Στο βάθος είναι ένας απαισιόδοξος ηθολόγος. Νιώθει το ανθρώπινο πλάσμα γεμάτο επιθυμία και πόνο, τοποθετημένο αντίκρυ σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα. Αυτά τα αδιέξοδα καταλύουν την ευαισθησία. Σπανιότατα θα συναπαντήσει ο αναγνώστης μέσα στα βιβλία του Καραγάτση πρόσωπα παραδομένα σε όνειρο και σε ρεμβασμό, μετέωρα ανάμεσα στο πραγματικό και στο υπερβατικό, αιχμάλωτα ενός ιδανικού, από εκείνα τα παλιά, που η εποχή μας τα θεωρεί «ξεπερασμένα». Η κλίση του είναι προς τους αχαλιναγώγητους, προς τους φθαρμένους, προς τους καταπονεμένους, προς τους άσωτους, προς τους αδίσταχτους. Αν το ιδούμε το θέμα καλύτερα, θ’ ανακαλύψουμε μέσα στην ωμή παρέλαση των θλιβερών αυτών ηρώων μια θλίψη: έτσι είναι ο άνθρωπος! Κι ωστόσο, μπορεί ακόμη και διατηρεί μέσα του κάποια ίχνη καλοσύνης, κάποια κατάλοιπα ανθρωπιάς.
Η αιχμαλωσία του ενστίκτου, δηλαδή η αιχμαλωσία μέσα στο ένστικτο, δείχνεται στ’ αφηγήματα του Καραγάτση καταθλιπτική, συντριπτική. Δεν έχουν οι άνθρωποί του τη δύναμη να παλαίψουν με το δαίμονα. Η απόλαυση, η ευζω?α, η κατάκτηση, συχνά με όποιους τρόπους, με όποια μέσα, είναι ο αμετάθετος στόχος τους. Πίνακας του καιρού μας; Θα έλεγα: ένας πίνακας του καιρού μας ?και όχι από τους λιγότερο αληθινούς. Ο Καραγάτσης υπήρξε, ως προς τούτο, ένας αδιάλλαχτος κ’ ένας ασυμβίβαστος. Είχε την ικανότητα του σαρκασμού. Ο σαρκασμός είναι μια άμυνα, ενώ συχνά φαίνεται πως είναι επίθεση. Επιτέλους: άμυνα και επίθεση, μια μορφή μάχης. Ο Καραγάτσης επίσης είπε μερικά πράγματα, που άλλοι δε θέλησαν ή δε μπόρεσαν ή δεν ξεθαρρεύτηκαν να πουν. Με αστείρευτη φαντασία και με δύναμη περιγραφής. Δεν κρίνω εδώ τη διατύπωση. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά, που προσπαθώ να προσδιορίσω τον Καραγάτση. Αντιμετωπίζω μόνο μερικές απόψεις του έργου του, που δίνουν αφορμή σε κάποιες χρήσιμες παρατηρήσεις ?ή και σε κάποιους υπαινιγμούς. Γιατί, ανάμεσα στ’ άλλα, αυτός ο πεζογράφος με την αστείρευτη φαντασία, αυτός ο άφθονος, που κατόρθωνε πάντα να ενδιαφέρει, ένιωθες, πως ζούσε μέσα σε μια αέναη κρίση και πως είχε την αντίληψη κάποιου μεγέθους, που τον καταδυνάστευε. Νομίζω, πως θα επιθυμούσε να γίνει ο επικός της παρακμής των ανθρώπων. Έτσι που ήταν απαλλαγμένος από αυταπάτες. Και που δεν επάθαινε πανικό μπροστά στα εμπόδια.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «Η πρώτη επέτειος», Νέα Εστία, 823/1961, σσ. 1360-1361.
Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, με ψιλή βροχή, με σταματάει στο δρόμο ο Ακαδημαϊκός Σωκράτης Κουγέας, τακτικός συνεργάτης της Νέας Εστίας και στενός και σεβαστός φίλος, και μου λέει σχεδόν με αυστηρότητα: «Η Νέα Εστία, όσο δημοσιεύει τον Γιούγκερμαν, δεν μπορεί να έρχεται στο σπίτι μου. Έχω κορίτσια, αγαπητέ μου.
Πέτρος Χάρης, «Προφητικές κρίσεις», Νέα Εστία, 1536/1991, σ. 846.
Λένε για τον Καραγάτση πως είναι «σεξουαλικός συγγραφέας». Η εντύπωση που έχω είν’ άλλη. Πρώτα-πρώτα, το σεξουαλικό στοιχείο δεν είναι το μόνο στις γραφές του Καραγάτση, κι ύστερα το στοιχείο αυτό δεν είναι μονοδιάστατο. Εγώ θα έλεγα πως ο Καραγάτσης είναι, τη λέξη τώρα την εφευρίσκω, δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς τελοσπάντων, ερωτοσαρκικός, με ορισμένα εφόδια φροϋδισμού, με όχι όμως πλήρη γνώση του φροϋδικού κώδικα, όπως λ.χ. στον Ανδρέα Εμπειρίκο, παρεξηγημένον επίσης. Φανερώνει ο Καραγάτσης εξισορρόπηση σώματος και αισθήματος.
Ν. Δ. Καρούζος, «Μ. Καραγάτσης». Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, ό.π., σ. 47.
Ο άνθρωπος του κόσμου του Καραγάτση είναι ένα ηθικό ναυάγιο του αιώνα μας. Ζει ενστικτωδώς τον «θάνατο του Θεού», στερείται κάθε σημείο αναφοράς του βίου και με κοκκαλωμένη ψυχή δεν υποψιάζεται τα μεγάλα ηθικά ερωτήματα και δεν τα θέτει ποτέ στη συνείδησή του. Η συνακόλουθη αυτής της κατάστασης εξαφάνιση της ψυχής με τους αλάλητους, δικούς της ίμερους, επιφέρει μια διόγκωση της παρουσίας του σώματος και της ισχύος της σάρκας. [...]
Έτσι ο Καραγάτσης, εκφράζοντας την αλήθεια του Φρόυντ, δίνει όλη την δυναμικά μυστηριώδη εξουσία στους ίμερους της σάρκας και ανάγει κεφαλαιώδη στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην libido, αλλά υποσυνείδητα υποτυπώνει μια αίσθηση αμαρτίας. Ο Γιούγκερμαν είναι θαυμαστός για την λεβεντιά, την ευρωστία, την πολύχυμη αίσθηση της ζωής που χαίρεται, ο Λιάπκιν είναι ένας περίλαμπρος αρσενικός με μυθικές κι οι δυο ανταύγειες, αλλά ο συγγραφέας δεν αφήνει ποτέ να διατυπωθεί μια ηθική κατάφαση στη συμπεριφορά τους. Η σεξουαλική λειτουργία δεν εκφράζει το μυστήριο του σώματος που μόνο η θεολογία κατορθώνει κάποτε ν’ αποκαλύψει· εκφράζει και το απαγορευμένο της σεξουαλικής χαράς, το εφάμαρτο, κάποια άχνα της κόλασης που είναι αδύνατο να μη ρυπάνει τον άνθρωπο («Ο άνθρωπος με το φλεμόνι»). Δολοφονήθηκε, λοιπόν, ο Νομοθέτης αλλά ο νόμος του παραμένει δρων, ισχυρός και ρυθμίζει όχι πια την συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά την στάση τους απέναντι σε μια τέτοια συμπεριφορά. Μέσα στον κόσμο του μυθιστορήματος «Το 10», που κινείται σ’ ένα συνεχές ημίφωτο, η αίσθηση μιας κοινωνίας χωρίς σκοπό, χωρίς πίστη, που σαν καράβι σέρνεται από θάλασσα σε θάλασσα χωρίς δρομολόγιο, με σπασμένες πυξίδες, εγκαταλειμμένο στα κύματα, εκφράζει μια συγκλονιστική απουσία που εκβάλλει κατ’ ευθείαν στο παράλογο της ζωής. Το ίδιο παράλογο υποκαίει τον «Γιούγκερμαν» κι εξακτινώνεται από το «Χαμένο νησί» ώς την «Μπουχούνστα» –ένα από τα περίφημα μοντέρνα αφηγήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Έτσι ο Καραγάτσης, εκφράζοντας την αλήθεια του Φρόυντ, δίνει όλη την δυναμικά μυστηριώδη εξουσία στους ίμερους της σάρκας και ανάγει κεφαλαιώδη στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην libido, αλλά υποσυνείδητα υποτυπώνει μια αίσθηση αμαρτίας. Ο Γιούγκερμαν είναι θαυμαστός για την λεβεντιά, την ευρωστία, την πολύχυμη αίσθηση της ζωής που χαίρεται, ο Λιάπκιν είναι ένας περίλαμπρος αρσενικός με μυθικές κι οι δυο ανταύγειες, αλλά ο συγγραφέας δεν αφήνει ποτέ να διατυπωθεί μια ηθική κατάφαση στη συμπεριφορά τους. Η σεξουαλική λειτουργία δεν εκφράζει το μυστήριο του σώματος που μόνο η θεολογία κατορθώνει κάποτε ν’ αποκαλύψει· εκφράζει και το απαγορευμένο της σεξουαλικής χαράς, το εφάμαρτο, κάποια άχνα της κόλασης που είναι αδύνατο να μη ρυπάνει τον άνθρωπο («Ο άνθρωπος με το φλεμόνι»). Δολοφονήθηκε, λοιπόν, ο Νομοθέτης αλλά ο νόμος του παραμένει δρων, ισχυρός και ρυθμίζει όχι πια την συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά την στάση τους απέναντι σε μια τέτοια συμπεριφορά. Μέσα στον κόσμο του μυθιστορήματος «Το 10», που κινείται σ’ ένα συνεχές ημίφωτο, η αίσθηση μιας κοινωνίας χωρίς σκοπό, χωρίς πίστη, που σαν καράβι σέρνεται από θάλασσα σε θάλασσα χωρίς δρομολόγιο, με σπασμένες πυξίδες, εγκαταλειμμένο στα κύματα, εκφράζει μια συγκλονιστική απουσία που εκβάλλει κατ’ ευθείαν στο παράλογο της ζωής. Το ίδιο παράλογο υποκαίει τον «Γιούγκερμαν» κι εξακτινώνεται από το «Χαμένο νησί» ώς την «Μπουχούνστα» –ένα από τα περίφημα μοντέρνα αφηγήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, «Για τον Μ. Καραγάτση». Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, ό.π., σσ. 117-118.
Ο ΟΝΕΙΡΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Βρισκόμουν –λέει– στη Μόσχα, στη μεγάλη αίθουσα της Όπερας. Φορούσα στολή λοχαγού του Κονβόι, με χρυσά σιρίτια στην αμασχάλη. Δίπλα μου καθόταν η πριγκιπέσα Κουροπαλάτκιν, γυμνή από τη μέση και κάτω, αλλά πολύ αξιόπρεπη.
-Γιατί φοράτε το παντελόνι σας; με ρώτησε.
-Διαταγή του Τσάρου! αποκρίθηκα. «Όστις φοράται άνευ περισκελίδος, σιδήρω τέμνεται». Κι εγώ, δεν έχω απολύτως καμιάν όρεξη...
-Χαχά! εκάγχασε. Μου είπαν πως οι αξιωματικοί του συντάγματος Πρεομπραζένσκυ ευνουχίσθηκαν αυτοβούλως, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας...
-Ανακριβέστατο! Η κόμισσα Μπλιγούρωφ θα μπορούσε να σας βγάλει απ’ την οικτρή πλάνη.
Εκείνη τη στιγμή, ένας γάτος με δάγκασε στη μασχάλη. Τότε μόνον είδα πως τα πόδια της πριγκιπέσας ήταν γελαδινά.
-Κι αυτή η Κουροπαλάτκιν! είπα μέσα μου. Είναι γνωστό πως υπήρξε ερωμένη του Ιβάν του Τρομερού. Λέγουν μάλιστα πως ο Ρασπούτιν είναι νόθος γιος της, που τον απόχτησε με τον Ιωάννη Ιάκωβο Ρουσώ. Και τώρα, σου παρασταίνει την οσία Μαρία!
Σηκώθηκα όρθιος, ανέβηκα στο κάθισμά μου και φώναξα:
-Αίσχος! Η πόρνη Κουροπαλάτκιν προσπαθεί να με τάμη σιδήρω!
-Σουτ! Σουτ! αποκρίθηκαν όλοι. Σιωπή! Να ο μαέστρος!
Και να! Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Τσαϊκόφσκυ. Κρατάει ένα τεράστιο ξουράφι –όπως ο Φίγκαρο στη δεύτερη πράξη του Μπαρμπιέρη– και λέει:
-Τώρα, θα σας ευνουχίσω όλους!
Σηκώνει το ξυράφι. Κι η ορχήστρα αρχίζει να παίζει την Παθητική Συμφωνία, που δεν είναι η Παθητική Συμφωνία αλλά το Κονσέρτο για πιάνο. Και να! Ο Τσαϊκόφσκυ απλώνει το χέρι κατά την πλατεία –ένα χέρι μακρύ, τεράστιο, κάπου δέκα μέτρα μάκρος. Κραδαίνει το ξουράφι απειλητικά. Και με κοιτάει στα μάτια.
-Βασίλη Φόμιτς! μου λέει. Θα σε τάμω σιδήρω!
Και γελάει σαρκαστικά. Εγώ, θέλω να φύγω. Αλλά τα σκέλια της κοντέσας Κουραπαλάτκιν με σφίγγουν σαν τανάλια.
-Κάνε για στερνή φορά, μου λέει αυτή, προτού σε τάμουν σιδήρω!
-Πιότρ Ίλιτς! φωνάζω του Τσαϊκόφσκυ. Άσε τ’ αστεία! Είναι γνωστό πως πέθανες το 1893 από χολέρα.
-Κι εσύ θα πεθάνεις! μου αποκρίνεται αυτός. Κι εσύ θα πεθάνεις! Στη Μπουχούνστα! Στη Μπουχούνστα!
Το τεράστιο χέρι με το φοβερό ξουράφι πλησιάζει. Andantecantabile. Η Κουροπαλάτκιν τραγουδάει γλυκά, γλυκά... Απάνω στη γαλαρία, ο Λένιν γυρίζει και λέει του Ζαν Ζωρές:
-Τι σαπίλα! Τι σαπίλα!
Παλεύω να λευτερωθώ, να φύγω, να φύγω. Το χέρι, το ξουράφι, το τραγούδι, το γέλιο...
Πετάγομαι πάνω απ’ το κρεβάτι.
-Γιατί φοράτε το παντελόνι σας; με ρώτησε.
-Διαταγή του Τσάρου! αποκρίθηκα. «Όστις φοράται άνευ περισκελίδος, σιδήρω τέμνεται». Κι εγώ, δεν έχω απολύτως καμιάν όρεξη...
-Χαχά! εκάγχασε. Μου είπαν πως οι αξιωματικοί του συντάγματος Πρεομπραζένσκυ ευνουχίσθηκαν αυτοβούλως, σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας...
-Ανακριβέστατο! Η κόμισσα Μπλιγούρωφ θα μπορούσε να σας βγάλει απ’ την οικτρή πλάνη.
Εκείνη τη στιγμή, ένας γάτος με δάγκασε στη μασχάλη. Τότε μόνον είδα πως τα πόδια της πριγκιπέσας ήταν γελαδινά.
-Κι αυτή η Κουροπαλάτκιν! είπα μέσα μου. Είναι γνωστό πως υπήρξε ερωμένη του Ιβάν του Τρομερού. Λέγουν μάλιστα πως ο Ρασπούτιν είναι νόθος γιος της, που τον απόχτησε με τον Ιωάννη Ιάκωβο Ρουσώ. Και τώρα, σου παρασταίνει την οσία Μαρία!
Σηκώθηκα όρθιος, ανέβηκα στο κάθισμά μου και φώναξα:
-Αίσχος! Η πόρνη Κουροπαλάτκιν προσπαθεί να με τάμη σιδήρω!
-Σουτ! Σουτ! αποκρίθηκαν όλοι. Σιωπή! Να ο μαέστρος!
Και να! Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Τσαϊκόφσκυ. Κρατάει ένα τεράστιο ξουράφι –όπως ο Φίγκαρο στη δεύτερη πράξη του Μπαρμπιέρη– και λέει:
-Τώρα, θα σας ευνουχίσω όλους!
Σηκώνει το ξυράφι. Κι η ορχήστρα αρχίζει να παίζει την Παθητική Συμφωνία, που δεν είναι η Παθητική Συμφωνία αλλά το Κονσέρτο για πιάνο. Και να! Ο Τσαϊκόφσκυ απλώνει το χέρι κατά την πλατεία –ένα χέρι μακρύ, τεράστιο, κάπου δέκα μέτρα μάκρος. Κραδαίνει το ξουράφι απειλητικά. Και με κοιτάει στα μάτια.
-Βασίλη Φόμιτς! μου λέει. Θα σε τάμω σιδήρω!
Και γελάει σαρκαστικά. Εγώ, θέλω να φύγω. Αλλά τα σκέλια της κοντέσας Κουραπαλάτκιν με σφίγγουν σαν τανάλια.
-Κάνε για στερνή φορά, μου λέει αυτή, προτού σε τάμουν σιδήρω!
-Πιότρ Ίλιτς! φωνάζω του Τσαϊκόφσκυ. Άσε τ’ αστεία! Είναι γνωστό πως πέθανες το 1893 από χολέρα.
-Κι εσύ θα πεθάνεις! μου αποκρίνεται αυτός. Κι εσύ θα πεθάνεις! Στη Μπουχούνστα! Στη Μπουχούνστα!
Το τεράστιο χέρι με το φοβερό ξουράφι πλησιάζει. Andantecantabile. Η Κουροπαλάτκιν τραγουδάει γλυκά, γλυκά... Απάνω στη γαλαρία, ο Λένιν γυρίζει και λέει του Ζαν Ζωρές:
-Τι σαπίλα! Τι σαπίλα!
Παλεύω να λευτερωθώ, να φύγω, να φύγω. Το χέρι, το ξουράφι, το τραγούδι, το γέλιο...
Πετάγομαι πάνω απ’ το κρεβάτι.
«Μπουχούνστα», Το μεγάλο συναξάρι, σσ. 245-247.
Ο ΦΡΟΫΔΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Είπα παραπάνω ότι στη δημιουργία του Καραγάτση, σε ένα μεγάλο μέρος της, έχουμε, ως επί το πλείστον, ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης και της ενόρμησης και όχι ικανοποίηση της επιθυμίας. Αλλά η ικανοποίηση της ανάγκης είναι φαινόμενο στιγμιαίο, εφήμερο, παροδικό? δε συναποφέρει μονιμότερες καταστάσεις συναισθηματικής ευτυχίας, ακριβώς γιατί λείπει η ικανοποίηση της επιθυμίας [...].
Η ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης, που άρχει, τουλάχιστον από άποψη συχνότητας, στη γραφή του Καραγάτση [...] βρίσκει το αντικείμενό της, ένα πραγματικό αντικείμενο, ή σωστότερα ένα μερικό αντικείμενο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ήρωες παλινδρομούν, παίρνουν πάλι την ψυχοσεξουαλική τους περιπέτεια από την αρχή? σε κάποιο κάβο έχουν μπατάρει, έχουν εξοκείλει? κι αυτός ο κάβος είναι η περιοχή της κυρίαρχης προοιδιπόδειας μητέρας, της αρχαϊκής μητέρας, που δεν μπορούν να τη συναντήσουν? μόνο η ηχώ της, η αντιφεγγιά της πλημμυρίζει τις αισθήσεις τους, όπως ο αόρατος θίασος του Θεού στο γνωστό ποίημα του Καβάφη ή οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που χάθηκαν», του ίδιου ερωτικού ποιητή. Πρόκειται για «το μνημονικό ίχνος, που άφησε η σχέση με το σώμα της μητέρας. Η αναπαράσταση είναι συνδεδεμένη με την απώλεια του μητρικού αντικειμένου, με το πένθος και την εξέλιξη αυτής της ανάμνησης μέσα στην απουσία». Γι’ αυτό και οι ήρωες ρίχνονται μετά μανίας στα υποκατάστατα αυτής της αρχέγονης μητρικής φιγούρας και ικανοποιούν την ανάγκη τους αλλ’ όχι και την επιθυμία, η οποία λειτουργεί στο επίπεδο της ασύνειδης φαντασίωσης. Κάτω από την κορεσμένη ανάγκη (ή κατ’ επίφαση κορεσμένη) χαίνει το «κενό που άνοιξε η έλλειψη του υπάρχειν (manque a etre), το οποίο προσπαθεί να καλύψει η συνεχής ένταση της επιθυμίας».
Με βρίσκει αντίθετο λοιπόν, η πολύ γενική και ενορχηστρωμένη άποψη της κριτικής ότι η γραφή του Καραγάτση εξαντλείται στον οργασμικό χαρακτήρα της (αν και κάθε γραφή, αφού προέρχεται από το ασυνείδητο, είναι στη ρίζα της ενορμητική). Δεν είναι, όπως είπα, αυτοσκοπός το συνουσιακό στοιχείο που παίζεται στο επιφανειακό επίπεδο του κειμένου. Ο Λιάπκιν και ο Γιούγκερμαν, ή η Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας» και ο «βιταλιστικός και ανενδοίαστος» Μιχάλης Ρούσης, ή ακόμη, όλες οι λειψές (γιατί λειτουργούν ουσιαστικά με ένα μέρος του εμπορευματοποιημένου κορμιού τους) φιγούρες του «10» [...] είναι πρόσωπα (όσα δεν είναι μάσκες, όπως πολλά από τα θηλυκά που δίνουν αφειδώς το κορμί τους στο «10») μιας ικανοποίησης χειμαρρώδους και ανερμάτιστης, που δεν ακολουθεί την ανιούσα και κατιούσα των συνουσιαζομένων κορμιών (η οχεία δεν είναι και ευτυχία). Κινούνται ανάμεσα σε υποκατάστατα υποκαταστάτων, μεταφορές μεταφορών, χωρίς να μπορούν ποτέ να ανακτήσουν την καθαρή ταυτότητα και την πληρότητα που γνώρισαν στο φαντασιακό.
Η ικανοποίηση της ερωτικής ανάγκης, που άρχει, τουλάχιστον από άποψη συχνότητας, στη γραφή του Καραγάτση [...] βρίσκει το αντικείμενό της, ένα πραγματικό αντικείμενο, ή σωστότερα ένα μερικό αντικείμενο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ήρωες παλινδρομούν, παίρνουν πάλι την ψυχοσεξουαλική τους περιπέτεια από την αρχή? σε κάποιο κάβο έχουν μπατάρει, έχουν εξοκείλει? κι αυτός ο κάβος είναι η περιοχή της κυρίαρχης προοιδιπόδειας μητέρας, της αρχαϊκής μητέρας, που δεν μπορούν να τη συναντήσουν? μόνο η ηχώ της, η αντιφεγγιά της πλημμυρίζει τις αισθήσεις τους, όπως ο αόρατος θίασος του Θεού στο γνωστό ποίημα του Καβάφη ή οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που χάθηκαν», του ίδιου ερωτικού ποιητή. Πρόκειται για «το μνημονικό ίχνος, που άφησε η σχέση με το σώμα της μητέρας. Η αναπαράσταση είναι συνδεδεμένη με την απώλεια του μητρικού αντικειμένου, με το πένθος και την εξέλιξη αυτής της ανάμνησης μέσα στην απουσία». Γι’ αυτό και οι ήρωες ρίχνονται μετά μανίας στα υποκατάστατα αυτής της αρχέγονης μητρικής φιγούρας και ικανοποιούν την ανάγκη τους αλλ’ όχι και την επιθυμία, η οποία λειτουργεί στο επίπεδο της ασύνειδης φαντασίωσης. Κάτω από την κορεσμένη ανάγκη (ή κατ’ επίφαση κορεσμένη) χαίνει το «κενό που άνοιξε η έλλειψη του υπάρχειν (manque a etre), το οποίο προσπαθεί να καλύψει η συνεχής ένταση της επιθυμίας».
Με βρίσκει αντίθετο λοιπόν, η πολύ γενική και ενορχηστρωμένη άποψη της κριτικής ότι η γραφή του Καραγάτση εξαντλείται στον οργασμικό χαρακτήρα της (αν και κάθε γραφή, αφού προέρχεται από το ασυνείδητο, είναι στη ρίζα της ενορμητική). Δεν είναι, όπως είπα, αυτοσκοπός το συνουσιακό στοιχείο που παίζεται στο επιφανειακό επίπεδο του κειμένου. Ο Λιάπκιν και ο Γιούγκερμαν, ή η Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας» και ο «βιταλιστικός και ανενδοίαστος» Μιχάλης Ρούσης, ή ακόμη, όλες οι λειψές (γιατί λειτουργούν ουσιαστικά με ένα μέρος του εμπορευματοποιημένου κορμιού τους) φιγούρες του «10» [...] είναι πρόσωπα (όσα δεν είναι μάσκες, όπως πολλά από τα θηλυκά που δίνουν αφειδώς το κορμί τους στο «10») μιας ικανοποίησης χειμαρρώδους και ανερμάτιστης, που δεν ακολουθεί την ανιούσα και κατιούσα των συνουσιαζομένων κορμιών (η οχεία δεν είναι και ευτυχία). Κινούνται ανάμεσα σε υποκατάστατα υποκαταστάτων, μεταφορές μεταφορών, χωρίς να μπορούν ποτέ να ανακτήσουν την καθαρή ταυτότητα και την πληρότητα που γνώρισαν στο φαντασιακό.
Θανάσης Χ. Τζούλης, «Η ανάγκη και η επιθυμία στο έργο του Μ. Καραγάτση», Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σσ. 195-196, 204-206.