Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ (Α ΜΕΡΟΣ)

 της Νότας Χρυσίνα





«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ


Η επίσημη γλώσσα της πρωτεύουσας της Ρωμαïκής αυτοκρατορίας, όταν ο Κωνσταντίνος Α μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη 330  μ.Χ.,  ήταν η λατινική. Με την οριστική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, οι Έλληνες ισχυροί παράγοντες του κρατικού μηχανισμού, της πολιτικής και της διανόησης πέτυχαν την αναγνώριση της ελληνικής ως ισότιμης με τη λατινική στην απονομή της δικαιοσύνης και στην εκπαίδευση της τρίτης βαθμίδας. Στην Ανατολή τα περισσότερα κείμενα του χριστιανισμού, η Καινή Διαθήκη, έργα των πατέρων της Εκκλησίας, τα πρακτικά και οι αποφάσεις των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, η υμνογραφία γράφτηκαν στην ελληνική κοινή, η οποία ήταν εξέλιξη κυρίως της αττικής διαλέκτου.[1]
Η πλήρης επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ήρθε τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στη Δύση η χρήση της ελληνικής γλώσσας γίνεται μόνο από ελληνικό πληθυσμό στη Σικελία τον 6ο αιώνα μ.Χ. και η μελέτη του Αριστοτέλη γίνεται μόνο από μεταφράσεις. Οι Κατηγορίες του Αριστοτέλη αποτέλεσαν ως τον 13ο αιώνα μ.Χ. τις βάσεις της δυτικής μεσαιωνικής λογικής. Η διάσταση Ανατολής- Δύσης δεν υπήρξε μόνο πολιτική ή θρησκευτική αλλά και πολιτισμική.[2]
Η εκπαίδευση στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, είναι συνέχεια της ελληνιστικής. Παρεχόταν σε τρεις βαθμίδες: Οι σπουδές στην πρώτη βαθμίδα διαρκούσαν τρία χρόνια. Σε αυτήν, ο γραμματιστής δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ωδική, ιστορία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και μυθολογία. Τα μαθήματα παρακολουθούσαν αγόρια από το έκτο έτος της ηλικίας τους και οι μαθητές προέρχονταν ακόμη και από τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Η μάθηση στηριζόταν στην αποστήθιση, στις επαναλήψεις και στην επιβολή ποινών.
Η φοίτηση, στη δεύτερη βαθμίδα, διαρκούσε τρία χρόνια αλλά ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί δραστικά. Ο γραμματικός, επί αμοιβή, δίδασκε πρωτίστως γραμματική, την Τέχνη Γραμματικής του Διονυσίου Θρακός ( 2ος αι. π. Χ.). Επίσης, ο γραμματικός δίδασκε από ανθολόγια κειμένων Όμηρο και άλλους «κλασικούς». Ο μαθητής όφειλε να αναπτύσσει ένα μύθο, να αφηγείται ένα περιστατικό, να πραγματεύεται ένα ρητό ή γνωμικό.
Επιπλέον, διδάσκονταν και τέσσερα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, τα οποία ήταν γνωστά ως τετρακτύς: αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική θεωρία.
Στη τρίτη βαθμίδα δίδασκε ρήτορας ή σοφιστής με τους βοηθούς του. Οι μαθητές προέρχονταν από τις ισχυρότερες κοινωνικά ομάδες. Οι σπουδές γίνονταν έναντι διδάκτρων και σε κάποιες περιπτώσεις αντί μισθού αλλά και στη δεύτερη περίπτωση οι σπουδαστές κατέβαλλαν επιπλέον δίδακτρα και δώρα. Όφειλαν να μεταβούν στην πόλη την οποία δίδασκε ο ρήτορας ή ο σοφιστής. Σ'αυτή τη βαθμίδα η διδασκαλία της ρητορικής κατείχε περίοπτη θέση. Πέρα από τη ρητορική εξειδικευμένες γνώσεις προσφέρονταν σε συγκεκριμένες πόλεις: φιλοσοφίας, που τότε περιελάμβανε μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, νομικής, που προὒπέθετε και σπουδή λατινικής, στη Βηρυτό, ιατρική στην Αλεξάνδρεια και στην Πέργαμο. [3]
Στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναδείχτηκε σε πνευματικό κέντρο, εγκαταστάθηκαν πολλοί λόγιοι, ιδρύθηκε μεγάλη βιβλιοθήκη δεκάδων χιλάδων βιβλίων και αναδείχτηκε σε μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής έργων των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών. Την εποχή αυτή πραγματοποιείται το πέρασμα από τα ειλητάρια, χειρόγραφα σε μακριές λωρίδες περγαμηνών τυλιγμένες σε σχήμα κυλίνδρου, στα χειρόγραφα σε σχήμα βιβλίου, τους κώδικες. Επίσης, ιδρύθηκε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, το Πανδιδακτήριο. Το 425, δίδασκαν ρωμαïκή ρητορική τρεις ρήτορες και δέκα γραμματικοί, ελληνική ρητορική πέντε σοφιστές και δέκα γραμματικοί, ένας καθηγητής της φιλοσοφίας και δύο του δικαίου.
Οι διδάσκαλοι της σοφιστικής και της φιλοσοφίας ως τον 6ο αιώνα δεν είχαν αποδεχτεί τη νέα θρησκεία χωρίς αυτό να τους δημιουργεί πρόβλημα. Η σπουδή των αρχαίων ήταν απαραίτητη για τους νέους που ήθελαν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στο χριστιανισμό. Με τη μελέτη των αρχαίων αποκτούσαν συλλογιστική ικανότητα να διατυπώνουν το δόγμα και να αποκρούουν τα επιχειρήματα των εθνικών αλλά και των χριστιανών που πρόβαλλαν διαφορετικές δοξασίες. Μερικοί από τους μαθητές διακεκριμένων σοφιστών του 4ου αιώνα αναδείχτηκαν μεγάλοι πατέρες της ορθοδοξίας.[4]





[1]               Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Β, Εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000, σελ. 331.
[2]               Στο ίδιο, σελ.332.
[3]               Ό.π., σελ. 338.
[4]               Ό.π., σελ. 339-340.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου