«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»
Tρία ήταν τα βασικά και
συνδετικά στοιχεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας: ο χριστιανισμός, η κληρονομιά
της αρχαίας ελληνικής σκέψης και η ρωμαϊκή παράδοση στη διοικητική οργάνωση του
κράτους.[1]
Από την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της
Κωνσταντινούπολης 330 μ.Χ, το τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα του βυζαντινού
κράτους συμπεριλάμβανε τη μελέτη των αρχαίων κειμένων. Τα πράγματα άλλαξαν τον
6ο αιώνα, όταν ο Ιουστινιανός, το 529, με νόμο απαγόρευσε στους «εθνικούς» να
διδάσκουν και έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών. Πολλοί γραμματικοί, σοφιστές,
νομικοί και γιατροί καταδικάστηκαν σε μαστιγώσεις και φυλακίσεις και ένας
αριθμός «εθνικών» βιβλίων ρίχτηκε στην πυρά. Όλα αυτά, εξαιτίας και της
παρακμής των πόλεων την ίδια εποχή, έπληξαν την εκπαίδευση. Η διδασκαλία της
«θύραθεν παιδείας» έγινε υπόθεση ιδιωτική.
Οι χριστιανοί χαρακτήριζαν τον κόσμο των
αρχαίων συγγραφέων: ειδωλολατρικό. Ανησυχούσαν μήπως οι νέοι παρασυρθούν από τη
γοητεία του λόγου των αρχαίων, από τις ηθικές αντιλήψεις τους και από τον
ελεύθερο στοχασμό τους, και απομακρυνθούν από το χριστιανισμό. Ο Μέγας
Βασίλειος, από τον 4ο αιώνα, απευθυνόμενος
Πρός τούς νέους όπως άν εξ ελληνικών
ωφελοίντο λόγων, τους συνιστούσε να αποφεύγουν ιδέες που δε συμβιβάζονται
με το χριστιανισμό. Θεωρούσε τα αρχαία κείμενα προπαιδευτικά για την πληρέστερη
κατανόηση της Γραφής.[2]Η
ανάγνωση των αρχαίων, έκτοτε, γινόταν
για τον πλουτισμό του λεξιλογίου, την εμπέδωση της γραμματικής και του
συντακτικού, την εκμάθηση της τέχνης του ρητορικού λόγου και την επισήμανση
παραδειγμάτων για να τον διανθίσουν. Η δυνατότητα αναφορών στους αρχαίους
προσέδιδε ευγένεια στο λόγο και αναγνώριση στο ρήτορα.
Τον 8ο αιώνα εμφανίζεται η Γραμματική
του Γεωργίου Χοιροβοσκού, που έχει ως βάση το Ψαλτήρι. Ωστόσο, η Γραμματική του
Διονυσίου του Θρακός δεν εγκαταλείφθηκε. Στο τέλος του 8ου αιώνα μια ομάδα
κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη που είχε αποκτήσει ρητορική και φιλοσοφική
παιδεία, παρακολουθώντας ιδιαίτερα μαθήματα γραμματικών, συνετέλεσε στην
αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις φιλολογικές σπουδές. Η άνθηση των
σπουδών, τον 9ο αιώνα, συσχετίζεται με την εδραίωση της ορθοδοξίας , το θρίαμβο
της εικονομαχίας 843 και τη χρήση της μικρογράμματης γραφής. Τα πλεονεκτήματά
της μικρογράμματης γραφής ήταν: η μείωση του κόστους των βιβλίων και η
ευχερέστερη ανάγνωση των χειρογράφων. Με τη διάδοση του βιβλίου επιταχύνθηκε η
πολιτισμική ιστορία του Βυζαντίου.[3]
Η μετάβαση από τη μεγαλογράμματη στη
μικρογράμματη γραφή αρχικά συνδέεται με τις ανάγκες της εκκλησίας και της
εκπαίδευσης. Αυτούς τους σκοπούς εξυπηρέτησαν τα εργαστήρια αντιγραφής. Η μονή
του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου, περί το 800, στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένα από
αυτά τα εργαστήρια. Τα βιβλία που αντιγράφονταν εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις
πνευματικές ανάγκες των ίδιων των μοναχών. Η αριστοτελική λογική στήριζε τη
συλλογιστική ικανότητα προς απόδειξη ή ανασκευή θέσεων και προτάσεων.
Στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε
τον 9ο αιώνα ο Λέων ο Φιλόσοφος, στον οποίο ανατέθηκε να διευθύνει τη φιλόσοφο
σχολή της Μαγναύρας που ίδρυσε ο καίσαρ Βάρδας. Στη σχολή δίδασκε φιλοσοφία
ο ίδιος ο Λέοντας . Το πρώτο σωζόμενο χειρόγραφο του Πλάτωνα οφείλεται στον
Λέοντα και στον συνεργάτη του στη σχολή της Μαγναύρας οφείλεται η αντιγραφή του
Ομήρου σε μικρογράμματη γραφή. Μέσα από αυτές τις προσπάθειες αναβιώνουν οι
φιλολογικές σπουδές, τις οποίες αν και δεν αποδέχονται πλήρως πολλοί μοναχοί
και πολύς εφημεριακός κλήρος, αναγνωρίζουν, ωστόσο, τον προπαιδευτικό χαρακτήρα
τους. Τα κρατικά και εκκλησιαστικά αξιώματα τα κατείχαν λόγιοι «κλασικής»
παιδείας, επομένως τα καλά ελληνικά αποτελούσαν στοιχείο κοινωνικής διάκρισης
και μέσο κοινωνικής ανόδου.[4]
Σπουδαία προσωπικότητα του 9ου αιώνα
υπήρξε ο πατριάρχης Φώτιος. Η αρχαιοελληνική του παιδεία τού επέτρεψε να
ξεχωρίσει χωρίς να απαρνιέται την ορθόδοξη θεολογική του παιδεία. Πρίν γίνει
πατριάρχης διετέλεσε προīστάμενος της αυτοκρατορικής Γραμματείας. Έργα του το Λέξεων
Συναγωγή(Λεξικό), Μυριόβιβλος, Αμφιλόχια. Συνετέλεσε στην οργάνωση της
εκκλησίας στη Μοραβία (Κύριλλος και Μεθόδιος) και την επικράτηση του ορθόδοξου
δόγματος στη Βουλγαρία.
Ο Αρέθας ως διάκονος στην
Κωνσταντινούπολη δημιούργησε εργαστήριο αντιγραφής έργων. Τα περισσότερα
έργα, που σχολίασε ο ίδιος, ανήκουν στη «θύραθεν
παιδεία». Η αγάπη του για τους αρχαίους δεν αποτελεί αμφισβήτηση της ορθόδοξης
πίστης. Επίσης, τον 9ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς επιμελήθηκε την Παλατινή
Ανθολογία.
Η κορύφωση του ενδιαφέροντος
για τα παλαιά κείμενα, το 10ο αιώνα, συνδέεται με το λόγιο αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο Ζ Πορφυρογέννητο. Το κύριο μέλημά του ήταν η δεύτερη και τρίτη
βαθμίδα εκπαίδευσης προς ανάδειξη στελεχών και η συγκέντρωση χειρογράφων για τη
συγγραφή έργων. Έργα του είναι: Βίος Βασιλείου Α, Περί βασιλείου
τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Περί θεμάτων και Excerpta.
Η γενικότερη τάση ήταν μη
αμφισβήτηση, έλλειψη κριτικής στάσης και δεν υπήρχαν νέες μεθολογικές
προσεγγίσεις.[5]
Η ανάκαμψη της οικονομίας
τον 11ο αιώνα είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη των πόλεων και την άνθηση της
παιδείας. Στην Κωνσταντινούπολη ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος
δίδασκαν, σε ιδιωτική σχολή, φιλοσοφία, ρητορική και δίκαιο. Με απόφαση του
αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ η σχολή χωρίστηκε σε δύο και ο πρώτος διορίστηκε ύπατος
των φιλοσόφων ενώ ο δεύτερος νομοφύλαξ. Ωστόσο, και οι δύο αναγκάστηκαν να
γίνουν μοναχοί για να αποφύγουν τις επιθέσεις επειδή τους ενδιέφερε η «θύραθεν»
παιδεία. Ο Ξιφιλίνος αναδείχτηκε πατριάρχης. Ο Ψελλός απομακρύνθηκε από τη θέση
του επειδή οι προσεγγίσεις του των θεολογικών ζητημάτων με φιλοσοφικό τρόπο δεν
γίνονταν ανεκτές. Ο διάδοχός του στο αξίωμα Ιωάννης Ιταλός τιμωρήθηκε για τον
ίδιο λόγο με αφορισμό.
Ο Αλέξιος Α Κομνηνός
εγκαινίασε άλλη πολιτική. Κατάργησε το αξίωμα του ύπατου των φιλοσόφων και
ενίσχυσε με προνόμια κέντρα της ορθοδοξίας όπως τα μοναστήρια του Αγίου Όρους ή
του Αγίου Ιωάννη στην Πάτμο. Με απόφαση του Αλεξίου η εκπαίδευση περιήλθε στον
έλεγχο και την προστασία του πατριαρχείου. Τα μαθήματα που είχαν κεντρική θέση
ήταν: το Ευαγγέλιο, ο Απόστολος και το Ψαλτήρι. Ο Μιχαήλ Ιταλικός δίδασκε αυτά
αλλά και τα άλλα μαθήματα τα οποία δεν καταργήθηκαν. Πατριαρχικοί διδάσκαλοι
χρημάτισαν και αρκετοί λόγιοι όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο οποίος έγραψε
σχόλια για τον Όμηρο.
Οι αυτοκράτορες, μετά την
κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, έδειξαν μεγάλο
ενδιαφέρον για τις φιλολογικές σπουδές και επιστήμες. Διακρίθηκαν ο Νικηφόρος
Βλεμμύδης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Μανουήλ Πλανούδης, Μανουήλ Μοσχόπουλος, Θωμάς
Μάγιστρος, Δημήτριος Τρικλίνιος. Ο τελευταίος υπήρξε μελετητής των αρχαίων
τραγικών. Τέλος, Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο πλατωνιστής φιλόσοφος διέπρεψε
την εποχή των Παλαιολόγων. Πρότεινε την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος
και την ανασύσταση του Βυζαντίου[6]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου