Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ (Γ ΜΕΡΟΣ)

«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ




Το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε στην αττική γλώσσα η οποία ήταν επηρεασμένη από τα ιδεολογικά γλωσσικά κινήματα του αρχαĩσμού και του αττικισμού. Οι οπαδοί του αττικισμού πίστευαν ότι η μίμηση της αττικής γλώσσας θα μπορούσε να παράγει κείμενα ανάλογου ύψους και πολιτισμό.
Έτσι, στράφηκαν στους αττικούς ρήτορες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. με προτίμηση στον Λυσία και στον Δημοσθένη και επιπλέον στον Πλάτωνα και στον Ξενοφώντα. Μιμούνταν τη γλώσσα, το ύφος, το λεξιλόγιο, τη γραμματική και τη σύνταξη. Ως αποτέλεσμα, ο γραπτός αττικίζων λόγος έχασε σχεδόν κάθε δυνατότητα επαφής με τη ζωντανή γλώσσα.[1]
Παράλληλα με την αττική γλώσσα καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο η κοινή γλώσσα, η οποία ήταν εξέλιξη της αττικής διαλέκτου. Αυτή επικράτησε στους ελληνιστικούς χρόνους (300-30 π. Χ.) και αποτέλεσε τη γλώσσα επικοινωνίας όλων των λαών από την Περσία έως το δυτικότερο άκρο της Μεσογείου. Ήταν η lingua franca της εποχής. Ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, ήταν κατανοητή από τον αναγνώστη και χρησιμοποιήθηκε από το ελληνίζον στοιχείο της δυτικής αυτοκρατορίας μετά το χωρισμό σε ανατολική και δυτική το 395.
Μέρος της βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε στη δημώδη γλώσσα. Τα κείμενα αυτά ήταν κυρίως λογοτεχνικά.
Η αττική γλώσσα κυριάρχησε διότι η αριστοκρατία γύρω από τον αυτοκράτορα, κρατική και εκκλησιαστική επέμεινε σε αυτήν. Η κατάκτηση εκκλησιαστικών και κρατικών αξιωμάτων  προὓπέθετε τη καλή γνώση των ελληνικών. Η κλασική παιδεία ήταν μέσο κοινωνικής ανόδου.
Το Βυζάντιο από τον 9ο αιώνα διέθετε διανοουμένους που  θα μπορούσαν να εγκαινιάσουν τη σύγχρονη εποχή, αν αυτοί δεν κινούνταν ανάμεσα στον ανθρωπιστικό ορθολογισμό και το θρησκευτικό ανορθολογισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γεώργιου Ακροπολίτη ο οποίος το 1240 εξήγησε με άψογο τρόπο μια έκλειψη ηλίου και στη συνέχεια απέδωσε το φυσικό αυτό φαινόμενο ως προμήνυμα για το θάνατο μιας βυζαντινής πριγκίπισσας.[2]
Ο πλατωνισμός του Πλήθωνα καθώς και η δραστηριότητα των λογίων που ασχολούνταν με τους αρχαίους, κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν στη Δύση και συνετέλεσαν στη διδασκαλία της ελληνικής και την ενδυνάμωση του ουμανισμού της Αναγέννησης.
Η βυζαντινή γραμματεία καθίσταται ενίοτε -αν όχι τις περισσότερες φορές- ιδεολογικό όπλο των λογίων για τον καθορισμό κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών παραμέτρων και το διαβατήριό τους για την κοινωνική άνοδο και την ανάληψη υψηλών αξιωμάτων στη δημόσια διοίκηση.
Όσον αφορά στη διαχρονική σχέση θρησκείας και κοσμικής εξουσίας, αναδεικνύεται ιδιαίτερα μέσω του αυστηρού πρωτόκολου της πατριαρχικής επιστολογραφίας, το οποίο διατηρήθηκε και πολύ πέραν της βυζαντινής περιόδου, μέσω της θρησκευτικής εξουσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Σημαντική  υπήρξε η πολιτιστική συνεισφορά. Εδώ ανήκουν οι μεγάλες καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες, τα έργα των ιστοριογράφων και οι επιστημονικές σπουδές. Ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά επιτεύγματα του Βυζαντίου αφορά στον χώρο της νομικής επιστήμης: είναι η κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, που οφείλεται σε διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύθηκε το 533 με ισχύ νόμου για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Χάρη σ' αυτήν την κωδικοποίηση και την κατοπινή πρόσληψή της από τους Δυτικούς η επίδραση του ρωμαϊκού Δικαίου φθάνει ως τις μέρες μας. Το νομικό έργο του Ιουστινιανού (οι «Εισηγήσεις», οι «Πανδέκτες», ο «Κώδικας και οι «Νεαρές») αποτέλεσαν το «Corpus Juris Civilis», τον Κώδικα Αστικού Δικαίου. Σκοπός του Ιουστινιανού ήταν να προσδώσει στο παραδεδομένο Ρωμαϊκό Δίκαιο ενιαία μορφή, που να διευκολύνει την χρήση του.[3]
Η ρητορική είχε μεγάλη σημασία στο Βυζάντιο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διόριζε το διδάσκαλο της ρητορικής που όφειλε να πλέκει το εγκώμιο του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, σε τακτή μέρα του χρόνου.[4]

Σε αρκετούς εγκωμιαστικούς λόγους συναντιέται παραχάραξη της ιστορίας. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει εκείνος του Γεώργιου Τορνικιώτη προς τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ τον Κομνηνό, έναν μάλλον ανίκανο διοικητικά αυτοκράτορα, τον οποίο ο εγκωμιαστής του προσομοιάζει προς τον βασιλέα-ήλιο της μιθραϊκής παράδοσης ή τον ιδανικό βασιλιά που αναζητούσε ο Πλάτωνας. [5]
Τέλος, καθοριστικός ήταν ο ρόλος των μοναστηριών, με πλουσιότατες βιβλιοθήκες, τα οποία ήταν χώροι εκπαίδευσης και κυρίως αντιγραφής έργων αρχαίων και ορθόδοξων και συνετέλεσαν στη σπουδή, διάδοση και διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.





[1]               Ό.π. , σελ. 332.
[2]               Ό.π., σελ. 350.
[3]               http://www.myriobiblos.gr
[4]               'Ο.π. Σελ. 350.
[5]               http://www.archive.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου