Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Αλέξης Πανσέληνος: «Η τέχνη βρίσκει το υλικό της στις αποτυχίες»



Οδός Ασκληπιού. Στο «κέντρο του κέντρου» της Αθήνας. Στεκόμαστε στην καταπράσινη βεράντα του και από τον πέμπτο όροφο κοιτάμε μαζί τον Λυκαβηττό που υψώνεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες απέναντι. Στο καθιστικό ξεχωρίζει ένας μεγάλος πίνακας του Χρόνη Μπότσογλου. Ο,τι επρόκειτο να γίνει το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος του συγγραφέα υπό τον τίτλο Η κρυφή πόρτα«Το ωραιότερό του βιβλίο», έτσι τελειώνει η καλλιγραφική αφιέρωση του ζωγράφου και φίλου.

Αλέξης Πανσέληνος
Η κρυφή πόρτα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016


«Είχα ζήσει παλαιότερα εδώ. Και τούτο το διαμέρισμα είναι, κατά κάποιον τρόπο, το σκηνικό του βιβλίου. Κάπου εκεί, στον μεσότοιχο, βρίσκεται και η κρυφή πόρτα. Τα τελευταία χρόνια ξανάζησα σ' ένα μέρος που αγάπησα πάρα πολύ. Θέλησα να γράψω και γι' αυτό το σπίτι και γι' αυτή τη γειτονιά. Η ιστορία ήλθε από μόνη της» είπε στο «Βήμα» ο Αλέξης Πανσέληνος σκαλίζοντας την πίπα του.

Πρωταγωνιστής της είναι ένας εξηντάρης συνταξιούχος του Δημοσίου, ένας εργάτης του πολιτισμού που η κρίση έχει γονατίσει. Βλέποντας τα εισοδήματά του να μειώνονται, αποφασίζει να «κόψει» εκ νέου το σπίτι του στα δύο, δηλαδή να νοικιάσει το διπλανό διαμέρισμα που η μητέρα του είχε αγοράσει και κατόπιν «ενώσει» με αυτό στο οποίο μένει τώρα ο ίδιος.

«Ο Ευγένιος είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί σ' όλη του τη ζωή να φυλαχτεί από τις κακοτοπιές. Αποφεύγει λίγο-πολύ την πραγματικότητα, έχει κλειστεί σ' έναν κόσμο δικό του γράφοντας και μεταφράζοντας βιβλία, είναι πλέον χωρισμένος και ανακουφισμένος. Γιατί; Γιατί το διαζύγιο του επιτρέπει να μείνει μόνος, χωρίς να έχει ευθύνες απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Ωσπου, χωρίς να το θέλει, μπλέκει. Και μπλέκει άσχημα». Αιτία είναι η Μαρία, η νέα νοικάρισσα, όμορφη, μελαχρινή, στα μισά του χρόνια, με δύσκολο οικογενειακό παρελθόν και ασαφές επαγγελματικό παρόν.

Στο κουδούνι της δεν υπάρχει ονοματεπώνυμο, υπάρχει μόνο ένα «μικρό μοβ λουλουδάκι».Η «ελαφρώς αναληθοφανής» αφήγηση του Αλέξη Πανσέληνου - η οποία από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε ένα μπες-βγες απίθανο! - κλιμακώνεται συνεχώς αλλά δεν κορυφώνεται ακριβώς. Σκοπίμως, θα λέγαμε. Ετσι λειτουργεί άλλωστε και η επιθυμία: όσο παραμένει στο πεδίο της εκκρεμότητας, της μη ολοκλήρωσης (ελπίζουμε να το πιάνετε το υπονοούμενο), τόσο πιο ισχυρή γίνεται. Αν προσθέσουμε και τη συγγραφική ιδιοτέλεια του ήρωα στο κάδρο, κάτι που συγκρούεται με τον ίδιο του τον πόθο, το πράγμα περιπλέκεται, διότι «αν καταπιανόταν τώρα να παγιώσει μια εικόνα της φαντασίας του, αυτή θα ήταν μόνο η χλωμή απομίμηση του αληθινού που ακόμη δεν είχε συμβεί».

Κατά τα λοιπά, έχουμε να κάνουμε «με μια καταστροφική σχέση, όπως ακριβώς καταστροφική είναι η πραγματικότητα που βιώνει ο τόπος. Νομίζω ότι μέσα από την ιστορία δύο ανθρώπων ουσιαστικά κατάφερα να δημιουργήσω μια παραλληλία, το (εσωτερικό) δράμα που εκτυλίσσεται ανάμεσα τους να συμβαδίζει με το (εξωτερικό) δράμα που συμβαίνει έξω στην πόλη, γύρω τους. Βλέπω μια εσωτερική δυστοπία να συγχρονίζεται με την εξωτερική δυστοπία της χώρας».

Τα βιώματα
Πόσο όμως μοιάζει ο Αλέξης Πανσέληνος με τον Ευγένιο; «Στη λογοτεχνία χρησιμοποιείς πάντοτε ως πειραματόζωο τον εαυτό σου, χρησιμοποιείς κομμάτια του εσώτερου εαυτού σου. Τα βιώματα όμως δεν είναι αναγκαστικά προσωπικά, μπορεί να είναι τα βιώματα άλλων που έχεις παρακολουθήσει ως τρίτος. Ο Ευγένιος, παρά το γεγονός ότι έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ένας κλασικός άνδρας με τις γυναίκες. Κτητικός και όταν τις βαρεθεί τις ξαποστέλνει. Δεν μοιάζει να έχει τρομερή εκτίμηση στις γυναίκες ο Ευγένιος. Τι να κάνουμε; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Αντιθέτως, εγώ είμαι πιο συνεπής και πιστός στις σχέσεις μου. Κάθε βιβλίο όμως είναι και η διερεύνηση μιας δυνατότητας. Ενδεχομένως θα ήθελα να είμαι και σαν τον Ευγένιο».

Ο ίδιος επέμεινε στα βιώματα του συγγραφέα. «Οι εμπειρίες ενός συγγραφέα περιλαμβάνουν τις αναγνώσεις του (και σε αυτές περιλαμβάνω τις "αναγνώσεις" του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής). Οταν κανείς γράφει χωρίς να έχει ένα υπόβαθρο αναγνώσεων πίσω του είναι σαν να γράφει χωρίς να έχει βιώματα (και αυτό φαίνεται δυστυχώς στο τελικό αποτέλεσμα). Διότι είναι άλλο πράγμα το αληθινό βίωμα και άλλο πράγμα η πρόσληψη και η επεξεργασία του μέσα από την τέχνη. Αν θέλεις να δημιουργήσεις καλλιτεχνικά, πρέπει πρώτα να έχεις θητεύσει στους τρόπους της τέχνης σου και στη λογοτεχνία δεν υπάρχει άλλη θητεία πέραν της ανάγνωσης. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο ευγνώμων αναγνώστης από έναν συγγραφέα που διάβασε ένα καλό βιβλίο άλλου συγγραφέα. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα να ξαναδιαβάσω λ.χ. για δέκατη φορά τον "Δον Κιχώτη" ή το "Πόλεμος και ειρήνη", διότι πιστεύω ότι πρέπει κανείς να επαναλαμβάνει τα μεγάλα μαθήματα που έχει πάρει στη ζωή του, διότι ακόμη και τα μεγάλα μαθήματα ενίοτε τα ξεχνάμε».

Συγγραφέας και πρωτοτυπία
Η «κρυφή πόρτα» (πλάνο, εκτός των άλλων, μιας γαλλικής ταινίας που ο Αλέξης Πανσέληνος είχε παρακολουθήσει από τη μέση της ένα βράδυ, πολύ παλιά) ασφαλώς αποτελεί εν προκειμένω ένα σύμβολο πολύσημο, λ.χ. για τις ανθρώπινες σχέσεις, πόσο διαπερατός είναι εν τέλει ένας άνθρωπος για κάποιον άλλον άνθρωπο. «Διαπιστώνει κάπου ο αφηγητής ότι "κάθε άνθρωπος έχει στη ζωή του μια ιστορία κρυφή που σε κανέναν δεν τη λέει". Ετσι κλείνει ένα ποίημα του πατέρα μου, του Ασημάκη, και το χρησιμοποίησα εγώ ως μια φράση πεζή μέσα στην πρόζα. Ο Ευγένιος έχει μια ιστορία την οποία έχει θάψει. Υπάρχει όμως και κάποια ρωγμή από την οποία ξεπηδάει το παρελθόν και βγαίνει μπροστά του να τον αποσταθεροποιήσει. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο αυτό. Αλλά, ξέρετε, εγώ δεν πιστεύω στην πρωτοτυπία των ιστοριών. Η πρωτοτυπία έγκειται στον τρόπο του συγγραφέα παρά στην ιδέα».

Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει και μια φιλόδοξη ιδέα - «θα ακουστεί ενδιαφέρουσα αλλά είναι καταδυναστευτική» - που τον συντροφεύει εδώ και πολλά χρόνια.

«Πλέον θα ξαναπιάσω κάτι που έχει αρχίσει στη δεκαετία του 1970. Κάτι που συνεχιζόταν ενώ εγώ εξέδιδα τα άλλα μου βιβλία εν τω μεταξύ». Αυτό συνιστά τη μήτρα λ.χ. και της «Μεγάλης πομπής» (1985, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). «Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα δύσκολο και από τεχνική άποψη, διότι αναφέρεται σε μια φανταστική χώρα, σε μια Ελλάδα που δεν λέγεται καν έτσι - έχει όμως ελληνικά τοπωνύμια, ασχέτως του αν είναι ανύπαρκτα -, η οποία όμως δεν γνώρισε Τουρκοκρατία. Την περίοδο που άρχισα να το γράφω δεν είχε ξεσπάσει ακόμη τότε ούτε η εγχώρια τρομοκρατία. Σε τούτη την αφήγηση πάντως πρωταγωνιστεί μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία δολοφονεί πολιτικούς. Δεν ξέρω πού θα πάει και τότε δεν ήμουν σίγουρος, πήγαινα ψαχτά, τώρα όμως θα το συνεχίσω».


Ποιο είναι άραγε το κίνητρό του; Οτι βιώνουμε μία ακόμη εθνική αποτυχία; «Μπορεί να είναι κι έτσι. Η τέχνη όμως βρίσκει το υλικό της στις αποτυχίες, στις καταστροφές».

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις 24 Φεβρουαρίου.

"Η Κηφισιά υπό τους Οθωμανούς (1456-1821)


Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Λίγα λόγια για τον "Ανέστιο" της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη



γράφει η Νότα Χρυσίνα*





"Ανέστιος" ο ήρωας και όχι άστεγος. Η εστία του γίνεται η γραφή. Εστία ως φιλοξενία αλλά και εστία ως σημείο αναφοράς και συγκρότησης εαυτού. Η γραφή γίνεται εστία και δομεί έναν νέο εαυτό. Η γραφή συνθέτει και συγκροτεί το εδώ και τώρα συμφιλιώνοντάς το με το παρελθόν το οποίο ακολουθεί όπως και η πόλη μια δεύτερη εστία μέσα στην οποία οδεύει ο ήρωας ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης μνήμης του. Η πόλη -εστία του αλεξανδρινού σε ακολουθεί και η γραφή -εστία σε τοποθετεί μέσα στην Ιστορία. Ο βάρβαρος είναι ο εσώτατος εαυτός. Ο βάρβαρος ως κατακτητής δεν θα έρθει διότι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που γυρεύει την ταυτότητά του αφού απαρνηθεί τον συμβολικό εαυτό του που είναι δημιούργημα των εκάστοτε θεσμών. Ο ανέστιος είναι ο άνθρωπος που αναζητά τον εαυτό του οδεύοντας μέσα από τις δαιδαλώδεις δυσκολίες της ζωής στον θάνατο, την μόνη βεβαιότητα. Οδεύει όμως γνωρίζοντας πως υπάρχει και πως αυτό το γνωρίζει ώστε να αναφωνεί πως τίποτα πέραν αυτού δεν γνωρίζει.

Ο Η.Κ., ο ήρωας του βιβλίου, σε εναν τόνο εξομολογητικό που θυμίζει τον ήρωα στην "Μεταμόρφωση" του Κάφκα διηγείται την δική του μεταμόρφωση από εφέστιο σε ανέστιο. Καταγράφει τις μέρες του που διανύουν Κυριακή σε Κυριακή και τις σχέσεις του που μεταμορφώθηκαν πριν ο ίδιος διαλέξει να διαρρήξει την σχέση του με τον χρόνο. Κινείται μέσα στον χώρο σε ένα ατελείωτο οδοιπορικό όπως και η ίδια η πόλη χωρίς να μπορεί να σταματήσει παρά μόνο για λίγο. Ο χρόνος του παρελθόντος εισχωρεί στο παρόν ως μνήμη και ως βίωμα. Όσο προσπαθεί να απαλλαγεί από το παρελθόν τόσο αυτό ορμάει μέσα από το ασυνείδητο και αποκτά σώμα μέσα από την γραφή. Ο ήρωας είναι εντός του μέλλοντός του ενώ ζούσε μια "κανονική" ζωή με την οικογένειά του. Ήταν ένας πλάνητας πριν να γίνει ανέστιος και να περιπλανιέται στον δρόμο. Ο δρόμος είναι η οδός της δικής του αλήθειας και η γλώσσα αποτυπώνει την οδό της σκέψης του. Οι σκέψεις του είναι οι μόνες που δεν τον αποχωρίζονται και οι μόνες συνοδοιπόροι του. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Η μοναδική διέξοδος είναι η έξοδος. Η έξοδος στην Βίβλο και η Οδός που είναι ένα όνομα της θρησκείας διατρέχει την σκέψη του ανθρώπου που μέσα από την φιλοσοφία προσπέρασε τον μύθο και την Ιστορία και έμεινε ανέστια στο παρόν.

Το ποίημα "Ας φρόντιζαν" του Κωνσταντίνου Καβάφη, θα μπορούσα να πω, πως συνομιλεί με το κείμενό τής Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.Φυσικά, το κείμενο συνομιλεί με  άλλα κείμενα, κυρίως φιλοσοφικά, καθώς η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, αλλά και με την λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα. Ωστόσο, ο Καβάφης συμπυκνώνει ολόκληρο τον ελληνισμό που διαμόρφωσε το παρόν μας, ένα παρόν στο οποίο καταντήσαμε ανέστιοι και πένητες μετά από έναν δαπανηρό βίο. Ο βίος μας δαπανήθηκε στο κυνήγι του ωφέλιμου και οι κραταιοί θεοί από καιρό να έχουν πεθάνει ώστε να μην υπάρχει οδός έτσι που την ζωή μας χαλάσαμε.




Ας φρόντιζαν Αναγνωρισμένα


Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Ας φρόντιζαν (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος)





Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και στη Σορβόννη και είναι καθηγήτρια στο Α.Π.Θ. Εκτός από μελέτες, δοκίμια και άρθρα, έχει εκδώσει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Το δοκίμιό της «Ά-νοστον ήμαρ» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998.

--------------------------------

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.

«Είναι πιο αργά απ’ όσο νομίζεις»

γράφει ο Κυριάκος Αθανασιάδης   





Οι τίγρεις τού ντε Ρομπλές ζουν στις λέξεις, ή μάλλον στην αχανή επικράτεια ασαφών αντικατοπτρισμών που ξανοίγεται επέκεινα των λέξεων, εκεί όπου οι λέξεις γεννιούνται —μπλαβιές ακόμη και πασχίζοντας να πάρουν ανάσα—, πριν ακόμη λάβουν συγκεκριμένη μορφή και μία τουλάχιστον έννοια η καθεμιά τους — σαν ρίγες κινούμενων τίγρεων χωρίς το ζώο.

Το μυθιστόρημά του όμως —αυτό το λεκτικό πανηγύρι, η φιέστα των ιστοριών, των καταλόγων, των πληροφοριών και των εγκιβωτισμένων υποθέσεων— ζει σε έναν υψηλό και νέο λογοτεχνικό χώρο, έναν χώρο έξαλλης αφηγηματολαγνείας, αυτόν του διπλού ή πολλαπλού ή κατοπτρικού πολυμυθιστορήματος, όπου στοιχεία τού ενός «βιβλίου» αναπαράγονται και εκδιπλώνονται στο άλλο, παράγοντας ολοένα ιστορίες επί ιστοριών: ένα χορταστικό καλειδοσκοπικό θαύμα από αφηγήσεις άρτιες ή ημιτελείς, μυθικές ή αφόρητα ρεαλιστικές, με συναρπαστικά αρώματα μύθων αλλά και βρομιά μεγαλουπόλεων, ένθεες αποκαλύψεις μα και ασύλληπτη κακομοιριά, επινοημένες, φιλολογικές, φιλοσοφικές, ανθρωπολογικές, ή απλώς καταγεγραμμένες από την τηλεόραση διηγήσεις, παρατηρήσεις και εξιστορήσεις. 

Τα δύο βασικά μυθιστορήματα, η «αγιογραφική» βιογραφία του Ιησουίτη πανεπιστήμονα Κίρχερ (1601-1680) από τον πιστό μαθητή του Κάσπαρ Σοτ, και η πολυπλόκαμη περιπέτεια που εκτυλίσσεται σε δεκάδες μέρη της σύγχρονης Βραζιλίας (σαν μπερδεμένα μεταξύ τους δάχτυλα), μαζί και με την ίδια την «ανεπιτυχώς επιτυχημένη» προσπάθεια αποδόμησης του Κίρχερ από τον Ελεάζαρ φον Βογκάου, ανταποκριτή ειδήσεων, επιμελητή μιας έκδοσης της βιογραφίας του Κίρχερ στο σήμερα και εκ των βασικών πρωταγωνιστών του βιβλίου, θα μπορούσαν να διαβαστούν και ανεξάρτητα — θα μπορούσαν, αλλά δε θα έπρεπε: το χαρμάνι τους είναι που κάνει τις «Τίγρεις» τόσο εντυπωσιακά πρωτότυπες και ξεχωριστές.

Δύο μεγάλοι κόσμοι συνυπάρχουν και αλληλοκαθρεφτίζονται εδώ: ο σημερινός, με επίκεντρο τη δαιδαλώδη Βραζιλία (που και η ίδια συμβολίζει σαφώς ή και εμπεριέχει όλη τη Γη — τα χίλια πρόσωπά της, ο ορισμός της ως τόπου όπου μπορείς να ζήσεις έξαλλα και να πεθάνεις δίχως ν’ αφήσεις κανένα ίχνος της παρουσίας σου, η τρομώδης συγκατοίκηση όλων των ανθρώπινων εποχών στο εδώ και τώρα, το υπερμοντέρνο που συναντά το πρωτόγονο, ο ακραιφνής πλούτος που αγκαλιάζει την απόλυτη ένδεια, ο μυστικιστικός ντεϊσμός και τα ορθολογιστικά οικιστικά συμβόλαια που αποψιλώνουν τη ζούγκλα, το ποδόσφαιρο ως θρησκεία αλλά και τα μεγάλα ακαδημαϊκά ιδρύματα που για να αναδιφήσουν στο παρελθόν εισέρχονται σε πρωτόγονα βασίλεια), και εκείνος του 17ου αιώνα, του Τριακονταετούς Πολέμου (ταραχώδης και εμβληματική εποχή εξερευνήσεων και συγκρούσεων σε πλανητική κλίμακα, πνευματικών πολέμων, αφελούς επιστημονικής σιγουριάς και τρομερών πνευματικών κατακτήσεων — η εποχή του Ιησουίτη λογίου, επιστήμονα, αιγυπτιολόγου, σινολόγου, ηφαιστειολόγου, εφευρέτη μιας κάποιας δαγκεροτυπίας και ενός κάποιου κινηματογράφου, κατασκευαστή πολεμικών κατόπτρων και πτητικών συσκευών, μεταξύ πολλών-πολλών άλλων: του Αθανασίου Κίρχερ, του προικισμένου με πνεύμα υπερκαινοφανούς αστέρα αλλά στερημένου από την παραμικρή διάθεση αμφισβήτησης των πιστεύω του μοναχού), που με έναν αδιανόητο τρόπο δείχνει και τα όρια του δικού μας.

Δυο λόγια για την πλοκή (πέραν της συναρπαστικής μυθιστορηματικής βιογραφίας του Κίρχερ, δώρου απ’ αυτά που δεν περιμένεις να συναντήσεις σε ένα βιβλίο που αφορά, εντέλει, τις σχέσεις — κυρίως δε τη σχέση καθενός μας με τον εαυτό του και με το θάνατο): ο φον Βογκάου αναλαμβάνει την επιμέλεια του βιβλίου, ερωτεύεται την ατίθαση, πανέμορφη Λορεντάνα (που κρύβει θανάσιμα μυστικά), η σύζυγός του, με την οποία βρίσκονται σε διάσταση, παίρνει μέρος σε μία εξερευνητική αποστολή στην αχαρτογράφητη ζούγκλα μαζί με μία ετερόκλητη ομάδα πανεπιστημιακών, έναν βασανιστή των SS κι έναν αμίλητο Ινδιάνο, για να βρει ένα μοναδικό απολίθωμα που θα οδηγήσει την Παλαιοντολογία σε νέα μονοπάτια κατανόησης του κόσμου και της εξέλιξης, η κόρη τους ζει σε ένα διαρκές χίπικο trip (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με τη δική της παρέα, ο κυβερνήτης μιας χαώδους έκτασης τροπικών δασών ετοιμάζεται να την πουλήσει και να τη χτίσει για να προσποριστεί ένα κολοσσιαίο ποσό, μία ομάδα από παρίες και χωλούς ζητιάνους ποιητές εμπλέκονται καταλυτικά στην αφήγηση, αεροπλάνα τσακίζονται στη γη, μεθυσμένα σώματα κάνουν διαρκώς σεξ χωρίς να γνωρίζονται, φτηνά τοπικά κοκτέιλ δίνουν και παίρνουν, ένας νεαρός καθηγητής ψαρεύει με μια ετοιμόρροπη βάρκα μαζί με πεινασμένους ντόπιους, μία φυλή που ποτέ δεν ξαναήρθε σε επαφή με τον πολιτισμό ζει με παραισθησιογόνα και μιλά μια σχεδόν οικεία διάλεκτο, ερμηνείες σε φιλοσοφικά κείμενα και αισθητικά προτάγματα συμπλέκονται με συνταγές για σούπα από πιράνχας… Ένα όργιο. [Ένα ακόμη παρένθετο βιβλίο συνιστούν τα «Σημειωματάρια του Ελεάζαρ», αφορισμοί τού φον Βογκάου που παρεισφρέουν στη ροή, σχετικοί τόσο με την έρευνά του για τον Κίρχερ όσο (ή καλύτερα: εξ αυτού) και με τα πάντα. Άλλο στιλ (και εδώ…) γραφής, υπαινικτικό και ποιητικό, παράδοξα ευθύ και ταυτοχρόνως κρυπτικό. Από τα καλύτερα και αποκαλυπτικότερα κομμάτια του βιβλίου. Και ταυτόχρονα μια «ζεν» άσκηση μοναξιάς και ενήλικης σοφίας. Σπουδαίες σελίδες, ζηλευτές]. 

Εν ολίγοις, ένα βιβλίο που δε θα ήταν σοφό να αμελήσει κανείς.

ΥΓ: Μετάφραση (άθλος), επιμέλεια και διόρθωση: 10 στα 10.

Jean-Marie Blas de Roblès, «Εκεί που ζουν οι τίγρεις»
(μυθιστόρημα, εκδ. «Πόλις», μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, Αθήνα, Φεβρουάριος 2012)




Επιστολή προς Αλέξανδρο

Πηγή: www.lifo.gr

Κωστής Παπαγιώργης

Επιστολή προς Αλέξανδρο Ο Πιέρ Μπριάν στέλνει μια ανοιχτή επιστολή στον Μέγα Αλέξανδρο, προσπαθώντας να εμβαθύνει στο πώς διαμορφώθηκε το παρελθόν και πώς ανασκευάζεται σήμερα η ιστορία του στρατηλάτη. 


Οι ιστορικοί ειδήμονες που εργάζονται κατά σχολές, πανεπιστήμια και ερευνητικές παραδόσεις δεν είναι απλώς ακόρεστοι ερευνητές που κατέχουν τα αρχαία κείμενα, αφιερώνουν τη ζωή τους σε ταξίδια στο παρελθόν και φέρνουν το πίσω μπρος, αλλά και άτομα που σχετικοποιούν το παρόν και ό,τι ήθελε προκύψει. Οι βιογραφίες μεγάλων ανδρών, οι ιστορίες χωρών, θρησκειών, εκστρατειών, πολέμων και κατακτήσεων δεν αφορούν μόνο τη διαχείριση του εξωτισμού αλλά και το καθήκον να κατέχει κανείς το υπόβαθρο ακόμη και της πιο απλής φράσης. Κατά συνέπεια, διαβάζοντας ο αναγνώστης τον τίτλο αυτού του βιβλίου (Ανοιχτή επιστολή στον Μέγα Αλέξανδρο...), ευνόητο είναι να νιώσει το σύμπτωμα μιας προφανούς κόπωσης. Πόσες βιογραφίες και ιστορικές πραγματείες θα πρέπει να έχει διαβάσει κανείς για να νιώσει ότι το θέμα εξαντλήθηκε; Ο Μπριάν, καθηγητής στο Κολέζ ντε Φρανς (κατέχει την έδρα «Ιστορία και πολιτισμός του αχαιμενεδικού κόσμου και της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου»), έχει σφοδρή κλίση προς το πλασματικό. Ούτε γράμμα στον Μέγα Αλέξανδρο μπορεί να στείλει, ουτε οικειότητα με τον περίλαμπρο στρατηλάτη μπορεί να έχει, ουτε άνεση αισθάνεται πασχίζοντας να συνομιλήσει με έναν άνδρα νεκρό δύο χιλετηρίδες και βάλε, παραταύτα το βιβλίο διαβάζεται με ένα αισθημα ευγνωμοσύνης χάρη στο μπριανικό στυλ. Ο Γάλλος ιστορικός θα απευθύνεται στον Αλέξανδρο σαν να τον ξέρει από πρώτο χέρι, θα τον κρίνει με την ελευθεριότητα της μέγιστης ιστορικής απόστασης, η οποία ξέρει πια πολύ περισσότερα από εκείνα που γνώριζαν οι σύγχρονοί του. Γράφει ο Μπριάν: «Τη δεκαετή εξόρμηση εσύ τη συνέλαβες κι εσύ την έφερες σε πέρας. Δεν ήσουν, όμως, μόνος: ο πατέρας σου σε είχε μυήσει στην πολιτική και στον πόλεμο, ο Αριστοτέλης στην ιστορία και στον κόσμο, δεκάδες σύμβουλοι σε περιέβαλλαν, χιλιάδες στρατιώτες πολέμησαν και σκοτώθηκαν υπό τις διαταγές σου, δεκάδες πόλεις άνοιξαν ή έκλεισαν τις πύλες τους μπροστά σου, πληθυσμοί, γλώσσες, πολιτισμοί ανήκουστης ποικιλίας ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορία σου, όπως είχαν ενσωματωθεί και σε ‘κείνην του Δαρείου. Ο ίδιος ο Μέγας Βασιλεύς με τους άνδρες του εισέφεραν στη δική τους ιστορία, που δεν συγχωνεύτηκε όμως απόλυτα ούτε με τη δική σου, ούτε με της Μακεδονίας. Με λίγα λόγια, αν αυτή η περιπέτειά σου ήταν προσωπική, η ιστορία σου είναι συλλογική και δεν μπορεί να περιοριστεί στη Μακεδονία και την Ελλάδα». 

Το βασικό αφηγηματικό τρικ του αφηγητή (που γνωρίζει τα πάντα) θα έχει διπλή όραση: η μια αφορά τα προσωπικά κατορθώματα του στρατηλάτη, η άλλη -η πιο επίπονη- τα ασιατικά ήθη. Μια από τις βασικές απορίες είναι αυτή: έφερες την Ασία στην Ευρώπη παρά την Ελλάδα στην Ασία; Ο βασικός μύθος του Αλέξανδρου αφορούσε τον Αχιλλέα και τον φθόνο για τη μέγιστη τύχη του, να βρεθεί δηλαδή ένας Ομηρός για να τον αθανατίσει. Αντίθετα, ο Μπριάν προτιμά ν’ αναφέρει τους βηματιστές, τους χωρομέτρες δηλαδή (Βαίτωνα, Διόγνητο, Φιλωνίδη, Αμύντα κ.λπ.) που καταμέτρησαν την αυτοκρατορία του κι έγραψαν βιβλία: Σταθμοί της εξερεύνησης του Αλέξανδρου. Ευνόητο είναι ο ιστορικός να ενδιαφέρεται να μάθει τι είχε ο στρατηλάτης στον νου του όταν προετοίμαζε τον στρατό του και αποβιβαζόταν στην Τροία. Άραγε υπέταξε την Ελλάδα ακολουθώντας την ιδέα του Ισοκράτη για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας; Το βέβαιο είναι ότι λύνοντας τον γόρδιο δεσμό ανήγγειλε την κυριαρχία του σε όλο τον γνωστό κόσμο. Έκοψε νομίσματα όπου ο Βάαλ της Ταρσού αντικαταστάθηκε από τον Δία καθισμένο στον θρόνο του και στην άλλη πλευρά παρίστατο ο Ηρακλής. Εξάλλου, το πάθος του Αλέξανδρου για τον άκρατο οίνο παρουσίαζε το θέαμα ενός μεθύστακα που ήθελε να οικοδομήσει μιαν αυτοκρατορία! Επίσης, η πυρπόληση της Περσέπολης ήταν ένα από τα μεγάλα λάθη του. Ένας άνδρας που γνώριζε την Ακρόπολη των Αθηνών πώς ήταν δυνατόν να μη σεβαστεί το μεγαλείο αυτού του μνημειώδους συνόλου; Ο Μπριάν, αυθεντία στην εποχή των Αχαιμενιδών, θα κατηγορήσει τον Αλέξανδρο ότι δεν συνέχισε την Περσική Αυτοκρατορία ούτε γνώριζε ποιο θα ηταν το ανατολικό τέρμα της εκστρατείας του. 


Αντιμέτωπος με τους Μακεδόνες οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, θα πει ότι «μόνο από τους στρατιώτες του νικήθηκε». Ιδού ένα από τα χαριτωμένα συμπεράσματα του Μπριάν: «Διεξήγαγες έναν παράνομο κατακτητικό πόλεμο, ενάντια στα συμφέροντα των λαών και, μακροπρόθεσμα, ακόμη κι ενάντια στα συμφέροντα του ελληνικού πολιτισμού. Τι άλλο ήταν η εκστρατεία σου από μόνιμος πόλεμος χωρίς προοπτική; Πολλαπλασιάζοντας τους παραλληλισμούς με άλλους κατακτητές από την ιστορία της ανθρωπότητας, οι οποίοι, μάλιστα, ενίοτε έδρασαν στις ίδιες περιοχές που πάτησες κι εσύ, ορισμένοι ιστορικοί της εποχής μου θεωρούν ότι μεταμόρφωσες την αυτοκρατορία σου σε πραγματική έρημο: πολεμώντας ασταμάτητα, σκοτώνοντας, λεηλατώντας και σφαγιάζοντας, αδιαφόρησες για τη μοίρα των ντόπιων πληθυσμών, δεν έλαβες καμιά μέριμνα για τις πόλεις και την ύπαιθρο και δεν δίστασες να καταστρέψεις το αρδευτικό σύστημα της Βαβυλώνας, τοσο αναγκαίο για την επιβίωση των κατοίκων της πόλης και των χωρικών - με δύο λόγια, ρήμαξες ανελέητα τη χώρα σαν αρπακτικό, σαν καταστροφικός κυκλώνας... Τυχαία, μήπως, οι πολέμιοί σου ιστορικοί διαδίδουν ότι ήσουν ένα τέρας, έρμαιο μια βαριάς παράνοιας, που είχε εγκαταστήσει μια βασιλεία βασισμένη στον τρόμο;». Ο Ηρόδοτος, για παράδειγμα, κατέγραψε τα επιτεύγματα των πιο διάσημων βασιλέων (Νίνος, Σέσωστρις, Σεμίραμις, Νίτωκρις), υπογραμμίζοντας ότι τα μεγάλα τους έργα (πυραμίδες, πύργοι, αρδευτικά έργα, συλλέκτες υδάτων) ήταν έργα ειρήνης και όχι πολέμου. Άλλωστε, ο Αλέξανδρος δεν ανέγειρε επιβλητικά μνημεία. Αντίθετα, κατέστρεψε αρχιτεκτονικά θαύματα. Πέρα από την προδοτική Θήβα (που την ανέσκαψε) και την ανυπόκτακτη Περσέπολη, κατεδάφισε τους ναούς στα Εκβάτανα. Κατέστρεψε τα μόνιμα φράγματα αναχαίτισης, θέτοντας σε κίνδυνο τους παρόχθιους πληθυσμούς στην Αραβία. Μένει η κατασκευή του φράγματος εκεί όπου διακλαδίζεται ο Ευφράτης με το όνομα Πολλακόπα. Το «περσικό θαύμα» δεν αντιπαρατίθεται στο «ελληνικό θαύμα», όσο για την περσική αυτοκρατορία, δεν ήταν έρημος που μεταμόρφωσε σε όαση ούτε όαση που μεταμορφώθηκε σε έρημο. Κατά τον Μπριάν, οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου αποτελούσαν ευκαιρίες για γεωγραφικές, βοτανολογικές κι εθνογραφικές ανακαλύψεις, σκοπός που είχε τεθεί εξ υπαρχής σε συμφωνία με τον Αριστοτέλη. Άλλωστε, τι άλλο εξυπηρετούσαν οι δεκάδες ειδήμονες απ’ όλες τις επιστήμες που τον συνόδευαν; Οι χιλιάδες κυνηγοί, ψαράδες, μελισσοκόμοι, κτηνοτρόφοι και πτηνοθήρες πρόσφεραν τις πληροφορίες τους ως υλικό στο Περί τα ζώα ιστοριών του Σταγειρίτη. Όσο για το προσωπικό ήθος του Αλεξάνδρου, ο Μπριάν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικός. Θυμίζει τον φόνο του Φιλώτα και του πατέρα του Παρμενίωνα, τον φόνο του Κλείτου και την εξόντωση του Καλλισθένη, ανιψιού του δασκάλου του Αριστοτέλη. Ο στρατηλάτης και κατακτητής είχε, όπως ξέρουμε, αποδεχτεί την περσική πολυτέλεια και ασιατική μεγαλοπρέπεια. Δεν ήταν πια αρχηγός της Μακεδονίας αλλά σατράπης του Δαρείου. Κάθε μέρα διάλεγε μια από τις 365 παλλακίδες του Δαρείου, ενώ συνάμα εγκαταλείφθηκε στο πάθος του για τον Βαγώα, ευνούχο σπάνιας ομορφιάς στο άνθος της πρώτης νιότης. Ζώντας πια μέσα στην περσική τρυφή, τα απερίγραπτα μεγαλεία των βασιλιάδων και τα νέα για τους Μακεδόνες ήθη, ο Αλέξανδρος το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι απομακρύνθηκε από το μακεδονικό ήθος και συνάμα από τον θριαμβευτή στρατό του. Η αντίδραση του στρατού ήταν ευνόητη και υπεράνω πάσης κριτικής. Κατάκοποι να ζουν στις εσχατιές μιας νεόκοπης αυτοκρατορίας, νοσταλγώντας τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό της πατρίδας, άποικοι και στρατιώτες αποφάσισαν να διαδηλώσουν την απόφασή τους για τη μεγάλη επιστροφή στα πάτρια. Επρόκειτο για τη Μακεδόνων ανάβαση ή πιο σωστά κατάβαση, επιστροφή δηλαδή στα πατρογονικά εδάφη. Ο αριθμός τους δεν ηταν ευκαταφρόνητος. Είκοσι χιλιάδες πεζικάριοι, 3.000 ιππείς με αρχηγό κάποιον Θεσσαλό ονόματι Αινιάνα. Επίσης, πολυάριθμοι μισθοφόροι που δεν έφταναν σε αξία τους Μακεδόνες.                           Χαρακτηριστικό είναι το Α’ κεφάλαιο των Μακκαβαίων, όπου αναφέρεται ο Αλέξανδρος του Φιλίππου: «Και εγένετο μετά το πατάξαι Αλέξανδρον του Φιλίππου τον Μακεδόνα, ος εξήλθεν εκ της γης Χετειείμ, και επάταξε τον Δαρείον, βασιλέα Περσών και Μήδων, και εβασίλευσεν αντ’ αυτού πρότερος επί την Ελλάδα. Και συνεστήσατο πολέμους πολλούς και εκράτησεν οχυρωμάτων πολλών και έσφαξε βασιλείς της γης, και διήλθεν έως άκρων της γης και έλαβε σκύλα πλήθους εθνών, και ησύχασεν η γη ενώπιον αυτού και υψώθη και επήρθη η καρδία αυτού. Και συνήγαγε δύναμιν ισχυράν σφόδρα και ήρξε χωρών και εθνών και τυράννων και εγένοντο αυτώ εις φόρον. Και μετα ταύτα έπεσεν επί την κοίτην και έγνω ότι αποθνήσκει. Και εκάλεσε τους παίδας αυτού τους ενδόξους τους συντρόφους αυτού από νεότητος και διείλεν αυτοίς την βασιλείαν αυτού έτι ζώντος αυτού. Και εβασίλευσεν Αλέξανδρος έτη δώδεκα και απέθανε. Και επεκράτησαν οι παίδες αυτού έκαστος εν τω τόπω αυτού, και επέθοντο πάντες διαδήματα μετά το αποθανείν αυτόν και οι υιοί αυτών οπίσω αυτών, έτη πολλά, και επλήθυναν κακά εν τη γη».
 (Α’ Μακκαβαίων, Ι, Ι - 9) 
Πιερ Μπριάν, Ανοιχτή επιστολή στον Μέγα Αλέξανδρο Mτφρ. Κατερίνα Σχινά, Σελ.: 267, τιμή: 15,50, Εκδόσεις Πατάκη 

"Το Καντήλι της Ουμ Χάσιμ" Γιάχια Χάκι



Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού Αιγύπτιου που, αποτυγχάνοντας στις εξετάσεις στην πατρίδα του, φεύγει για να σπουδάσει ιατρική στην Αγγλία. Με μεγάλεις στερήσεις της οικογένειάς του ολοκληρώνει τις σπουδές του και αποκτά την ειδικότητα του οφθαλμιάτρου. Στην Ευρώπη ο Ισμαήλ γνωρίζει διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετική νοοτροπία και κοσμοθεωρία που του δείχνουν έναν άλλο δρόμο. Παρόλο που του έχουν προσφέρει θέση στην Αγγλία, επιστρέφει στην Αίγυπτο για να εφαρμόσει τις γνώσεις του στην πατρίδα του. Φτάνοντας όμως στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, αντικρύζει μια διαφορετική πραγματικότητα που είχε ξεχάσει όσο ζούσε στο εξωτερικό. Μια πραγματικότητα που τον πονάει, αφού τώρα έχει δει, στην Ευρώπη, πως θα έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι.

Η οικογένεια δέχεται με χαρά τον γιό πίσω, στην πορεία όμως ορθώνεται μπροστά τους ένας άλλος Ισμαήλ, ο γιός που δεν γνωρίζουν πια, γιατί είναι ένας άλλος άνθρωπος, ένας «άπιστος», και η συμμετοχή του στην παιδεία και την κουλτούρα μιας άλλης χώρας εκφράζονται για αυτούς ακριβώς με αυτή τη λέξη.  Ο Ισμαήλ ωστόσο επιμένει. Και προσπαθεί να εφαρμόσει τις γνώσεις του στη Φάτιμα, την κοπέλα που έχει υποσχεθεί να παντρευτεί και η οποία υποφέρει από τράχωμα, μια ασθένεια των ματιών που οδηγεί στην τύφλωση. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του την οικογένεια και κυρίως τη μητέρα του που προσπαθεί να γιατρέψει την κοπέλα με το λάδι από το καντήλι που βρίσκεται στο κοντινό τους τζαμί, το τζαμί της ελ Σαγιέντα Ζέναμπ ή τζαμί της Ουμ Χάσιμ. Μετά από επώδυνες αντιπαραθέσεις και τη θλίψη όλων για όσα συμβαίνουν, ο Ισμαήλ γαληνεύει αποδεχόμενος ότι στη δική του πατρίδα η γνώση πρέπει να συμπλέει με την πίστη και την παράδοση. Έτσι, ήρεμος πια, κάνει οικογένεια με την Φάτιμα που έχει τελικά γιατρευτεί και γίνεται γνωστός, ασκώντας το ιατρικό του λειτούργημα και βοηθώντας τους φτωχούς ασθενείς του.


Αχιλλέας Κατσαρός