γράφει η Νότα Χρυσίνα*
"Ανέστιος" ο ήρωας και όχι άστεγος. Η εστία του γίνεται η γραφή. Εστία ως φιλοξενία αλλά και εστία ως σημείο αναφοράς και συγκρότησης εαυτού. Η γραφή γίνεται εστία και δομεί έναν νέο εαυτό. Η γραφή συνθέτει και συγκροτεί το εδώ και τώρα συμφιλιώνοντάς το με το παρελθόν το οποίο ακολουθεί όπως και η πόλη μια δεύτερη εστία μέσα στην οποία οδεύει ο ήρωας ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης μνήμης του. Η πόλη -εστία του αλεξανδρινού σε ακολουθεί και η γραφή -εστία σε τοποθετεί μέσα στην Ιστορία. Ο βάρβαρος είναι ο εσώτατος εαυτός. Ο βάρβαρος ως κατακτητής δεν θα έρθει διότι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που γυρεύει την ταυτότητά του αφού απαρνηθεί τον συμβολικό εαυτό του που είναι δημιούργημα των εκάστοτε θεσμών. Ο ανέστιος είναι ο άνθρωπος που αναζητά τον εαυτό του οδεύοντας μέσα από τις δαιδαλώδεις δυσκολίες της ζωής στον θάνατο, την μόνη βεβαιότητα. Οδεύει όμως γνωρίζοντας πως υπάρχει και πως αυτό το γνωρίζει ώστε να αναφωνεί πως τίποτα πέραν αυτού δεν γνωρίζει.
Ο Η.Κ., ο ήρωας του βιβλίου, σε εναν τόνο εξομολογητικό που θυμίζει τον ήρωα στην "Μεταμόρφωση" του Κάφκα διηγείται την δική του μεταμόρφωση από εφέστιο σε ανέστιο. Καταγράφει τις μέρες του που διανύουν Κυριακή σε Κυριακή και τις σχέσεις του που μεταμορφώθηκαν πριν ο ίδιος διαλέξει να διαρρήξει την σχέση του με τον χρόνο. Κινείται μέσα στον χώρο σε ένα ατελείωτο οδοιπορικό όπως και η ίδια η πόλη χωρίς να μπορεί να σταματήσει παρά μόνο για λίγο. Ο χρόνος του παρελθόντος εισχωρεί στο παρόν ως μνήμη και ως βίωμα. Όσο προσπαθεί να απαλλαγεί από το παρελθόν τόσο αυτό ορμάει μέσα από το ασυνείδητο και αποκτά σώμα μέσα από την γραφή. Ο ήρωας είναι εντός του μέλλοντός του ενώ ζούσε μια "κανονική" ζωή με την οικογένειά του. Ήταν ένας πλάνητας πριν να γίνει ανέστιος και να περιπλανιέται στον δρόμο. Ο δρόμος είναι η οδός της δικής του αλήθειας και η γλώσσα αποτυπώνει την οδό της σκέψης του. Οι σκέψεις του είναι οι μόνες που δεν τον αποχωρίζονται και οι μόνες συνοδοιπόροι του. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Η μοναδική διέξοδος είναι η έξοδος. Η έξοδος στην Βίβλο και η Οδός που είναι ένα όνομα της θρησκείας διατρέχει την σκέψη του ανθρώπου που μέσα από την φιλοσοφία προσπέρασε τον μύθο και την Ιστορία και έμεινε ανέστια στο παρόν.
Το ποίημα "Ας φρόντιζαν" του Κωνσταντίνου Καβάφη, θα μπορούσα να πω, πως συνομιλεί με το κείμενό τής Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.Φυσικά, το κείμενο συνομιλεί με άλλα κείμενα, κυρίως φιλοσοφικά, καθώς η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, αλλά και με την λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα. Ωστόσο, ο Καβάφης συμπυκνώνει ολόκληρο τον ελληνισμό που διαμόρφωσε το παρόν μας, ένα παρόν στο οποίο καταντήσαμε ανέστιοι και πένητες μετά από έναν δαπανηρό βίο. Ο βίος μας δαπανήθηκε στο κυνήγι του ωφέλιμου και οι κραταιοί θεοί από καιρό να έχουν πεθάνει ώστε να μην υπάρχει οδός έτσι που την ζωή μας χαλάσαμε.
Το ποίημα "Ας φρόντιζαν" του Κωνσταντίνου Καβάφη, θα μπορούσα να πω, πως συνομιλεί με το κείμενό τής Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.Φυσικά, το κείμενο συνομιλεί με άλλα κείμενα, κυρίως φιλοσοφικά, καθώς η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, αλλά και με την λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα. Ωστόσο, ο Καβάφης συμπυκνώνει ολόκληρο τον ελληνισμό που διαμόρφωσε το παρόν μας, ένα παρόν στο οποίο καταντήσαμε ανέστιοι και πένητες μετά από έναν δαπανηρό βίο. Ο βίος μας δαπανήθηκε στο κυνήγι του ωφέλιμου και οι κραταιοί θεοί από καιρό να έχουν πεθάνει ώστε να μην υπάρχει οδός έτσι που την ζωή μας χαλάσαμε.
Ας φρόντιζαν Αναγνωρισμένα
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Ας φρόντιζαν (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος)
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και στη Σορβόννη και είναι καθηγήτρια στο Α.Π.Θ. Εκτός από μελέτες, δοκίμια και άρθρα, έχει εκδώσει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Το δοκίμιό της «Ά-νοστον ήμαρ» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998.
--------------------------------
*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου