Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Αλέξης Πανσέληνος: «Η τέχνη βρίσκει το υλικό της στις αποτυχίες»



Οδός Ασκληπιού. Στο «κέντρο του κέντρου» της Αθήνας. Στεκόμαστε στην καταπράσινη βεράντα του και από τον πέμπτο όροφο κοιτάμε μαζί τον Λυκαβηττό που υψώνεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες απέναντι. Στο καθιστικό ξεχωρίζει ένας μεγάλος πίνακας του Χρόνη Μπότσογλου. Ο,τι επρόκειτο να γίνει το εξώφυλλο του νέου μυθιστορήματος του συγγραφέα υπό τον τίτλο Η κρυφή πόρτα«Το ωραιότερό του βιβλίο», έτσι τελειώνει η καλλιγραφική αφιέρωση του ζωγράφου και φίλου.

Αλέξης Πανσέληνος
Η κρυφή πόρτα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016


«Είχα ζήσει παλαιότερα εδώ. Και τούτο το διαμέρισμα είναι, κατά κάποιον τρόπο, το σκηνικό του βιβλίου. Κάπου εκεί, στον μεσότοιχο, βρίσκεται και η κρυφή πόρτα. Τα τελευταία χρόνια ξανάζησα σ' ένα μέρος που αγάπησα πάρα πολύ. Θέλησα να γράψω και γι' αυτό το σπίτι και γι' αυτή τη γειτονιά. Η ιστορία ήλθε από μόνη της» είπε στο «Βήμα» ο Αλέξης Πανσέληνος σκαλίζοντας την πίπα του.

Πρωταγωνιστής της είναι ένας εξηντάρης συνταξιούχος του Δημοσίου, ένας εργάτης του πολιτισμού που η κρίση έχει γονατίσει. Βλέποντας τα εισοδήματά του να μειώνονται, αποφασίζει να «κόψει» εκ νέου το σπίτι του στα δύο, δηλαδή να νοικιάσει το διπλανό διαμέρισμα που η μητέρα του είχε αγοράσει και κατόπιν «ενώσει» με αυτό στο οποίο μένει τώρα ο ίδιος.

«Ο Ευγένιος είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί σ' όλη του τη ζωή να φυλαχτεί από τις κακοτοπιές. Αποφεύγει λίγο-πολύ την πραγματικότητα, έχει κλειστεί σ' έναν κόσμο δικό του γράφοντας και μεταφράζοντας βιβλία, είναι πλέον χωρισμένος και ανακουφισμένος. Γιατί; Γιατί το διαζύγιο του επιτρέπει να μείνει μόνος, χωρίς να έχει ευθύνες απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Ωσπου, χωρίς να το θέλει, μπλέκει. Και μπλέκει άσχημα». Αιτία είναι η Μαρία, η νέα νοικάρισσα, όμορφη, μελαχρινή, στα μισά του χρόνια, με δύσκολο οικογενειακό παρελθόν και ασαφές επαγγελματικό παρόν.

Στο κουδούνι της δεν υπάρχει ονοματεπώνυμο, υπάρχει μόνο ένα «μικρό μοβ λουλουδάκι».Η «ελαφρώς αναληθοφανής» αφήγηση του Αλέξη Πανσέληνου - η οποία από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε ένα μπες-βγες απίθανο! - κλιμακώνεται συνεχώς αλλά δεν κορυφώνεται ακριβώς. Σκοπίμως, θα λέγαμε. Ετσι λειτουργεί άλλωστε και η επιθυμία: όσο παραμένει στο πεδίο της εκκρεμότητας, της μη ολοκλήρωσης (ελπίζουμε να το πιάνετε το υπονοούμενο), τόσο πιο ισχυρή γίνεται. Αν προσθέσουμε και τη συγγραφική ιδιοτέλεια του ήρωα στο κάδρο, κάτι που συγκρούεται με τον ίδιο του τον πόθο, το πράγμα περιπλέκεται, διότι «αν καταπιανόταν τώρα να παγιώσει μια εικόνα της φαντασίας του, αυτή θα ήταν μόνο η χλωμή απομίμηση του αληθινού που ακόμη δεν είχε συμβεί».

Κατά τα λοιπά, έχουμε να κάνουμε «με μια καταστροφική σχέση, όπως ακριβώς καταστροφική είναι η πραγματικότητα που βιώνει ο τόπος. Νομίζω ότι μέσα από την ιστορία δύο ανθρώπων ουσιαστικά κατάφερα να δημιουργήσω μια παραλληλία, το (εσωτερικό) δράμα που εκτυλίσσεται ανάμεσα τους να συμβαδίζει με το (εξωτερικό) δράμα που συμβαίνει έξω στην πόλη, γύρω τους. Βλέπω μια εσωτερική δυστοπία να συγχρονίζεται με την εξωτερική δυστοπία της χώρας».

Τα βιώματα
Πόσο όμως μοιάζει ο Αλέξης Πανσέληνος με τον Ευγένιο; «Στη λογοτεχνία χρησιμοποιείς πάντοτε ως πειραματόζωο τον εαυτό σου, χρησιμοποιείς κομμάτια του εσώτερου εαυτού σου. Τα βιώματα όμως δεν είναι αναγκαστικά προσωπικά, μπορεί να είναι τα βιώματα άλλων που έχεις παρακολουθήσει ως τρίτος. Ο Ευγένιος, παρά το γεγονός ότι έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι ένας κλασικός άνδρας με τις γυναίκες. Κτητικός και όταν τις βαρεθεί τις ξαποστέλνει. Δεν μοιάζει να έχει τρομερή εκτίμηση στις γυναίκες ο Ευγένιος. Τι να κάνουμε; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Αντιθέτως, εγώ είμαι πιο συνεπής και πιστός στις σχέσεις μου. Κάθε βιβλίο όμως είναι και η διερεύνηση μιας δυνατότητας. Ενδεχομένως θα ήθελα να είμαι και σαν τον Ευγένιο».

Ο ίδιος επέμεινε στα βιώματα του συγγραφέα. «Οι εμπειρίες ενός συγγραφέα περιλαμβάνουν τις αναγνώσεις του (και σε αυτές περιλαμβάνω τις "αναγνώσεις" του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής). Οταν κανείς γράφει χωρίς να έχει ένα υπόβαθρο αναγνώσεων πίσω του είναι σαν να γράφει χωρίς να έχει βιώματα (και αυτό φαίνεται δυστυχώς στο τελικό αποτέλεσμα). Διότι είναι άλλο πράγμα το αληθινό βίωμα και άλλο πράγμα η πρόσληψη και η επεξεργασία του μέσα από την τέχνη. Αν θέλεις να δημιουργήσεις καλλιτεχνικά, πρέπει πρώτα να έχεις θητεύσει στους τρόπους της τέχνης σου και στη λογοτεχνία δεν υπάρχει άλλη θητεία πέραν της ανάγνωσης. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο ευγνώμων αναγνώστης από έναν συγγραφέα που διάβασε ένα καλό βιβλίο άλλου συγγραφέα. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα να ξαναδιαβάσω λ.χ. για δέκατη φορά τον "Δον Κιχώτη" ή το "Πόλεμος και ειρήνη", διότι πιστεύω ότι πρέπει κανείς να επαναλαμβάνει τα μεγάλα μαθήματα που έχει πάρει στη ζωή του, διότι ακόμη και τα μεγάλα μαθήματα ενίοτε τα ξεχνάμε».

Συγγραφέας και πρωτοτυπία
Η «κρυφή πόρτα» (πλάνο, εκτός των άλλων, μιας γαλλικής ταινίας που ο Αλέξης Πανσέληνος είχε παρακολουθήσει από τη μέση της ένα βράδυ, πολύ παλιά) ασφαλώς αποτελεί εν προκειμένω ένα σύμβολο πολύσημο, λ.χ. για τις ανθρώπινες σχέσεις, πόσο διαπερατός είναι εν τέλει ένας άνθρωπος για κάποιον άλλον άνθρωπο. «Διαπιστώνει κάπου ο αφηγητής ότι "κάθε άνθρωπος έχει στη ζωή του μια ιστορία κρυφή που σε κανέναν δεν τη λέει". Ετσι κλείνει ένα ποίημα του πατέρα μου, του Ασημάκη, και το χρησιμοποίησα εγώ ως μια φράση πεζή μέσα στην πρόζα. Ο Ευγένιος έχει μια ιστορία την οποία έχει θάψει. Υπάρχει όμως και κάποια ρωγμή από την οποία ξεπηδάει το παρελθόν και βγαίνει μπροστά του να τον αποσταθεροποιήσει. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο αυτό. Αλλά, ξέρετε, εγώ δεν πιστεύω στην πρωτοτυπία των ιστοριών. Η πρωτοτυπία έγκειται στον τρόπο του συγγραφέα παρά στην ιδέα».

Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει και μια φιλόδοξη ιδέα - «θα ακουστεί ενδιαφέρουσα αλλά είναι καταδυναστευτική» - που τον συντροφεύει εδώ και πολλά χρόνια.

«Πλέον θα ξαναπιάσω κάτι που έχει αρχίσει στη δεκαετία του 1970. Κάτι που συνεχιζόταν ενώ εγώ εξέδιδα τα άλλα μου βιβλία εν τω μεταξύ». Αυτό συνιστά τη μήτρα λ.χ. και της «Μεγάλης πομπής» (1985, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). «Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα δύσκολο και από τεχνική άποψη, διότι αναφέρεται σε μια φανταστική χώρα, σε μια Ελλάδα που δεν λέγεται καν έτσι - έχει όμως ελληνικά τοπωνύμια, ασχέτως του αν είναι ανύπαρκτα -, η οποία όμως δεν γνώρισε Τουρκοκρατία. Την περίοδο που άρχισα να το γράφω δεν είχε ξεσπάσει ακόμη τότε ούτε η εγχώρια τρομοκρατία. Σε τούτη την αφήγηση πάντως πρωταγωνιστεί μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία δολοφονεί πολιτικούς. Δεν ξέρω πού θα πάει και τότε δεν ήμουν σίγουρος, πήγαινα ψαχτά, τώρα όμως θα το συνεχίσω».


Ποιο είναι άραγε το κίνητρό του; Οτι βιώνουμε μία ακόμη εθνική αποτυχία; «Μπορεί να είναι κι έτσι. Η τέχνη όμως βρίσκει το υλικό της στις αποτυχίες, στις καταστροφές».

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις 24 Φεβρουαρίου.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Αλέξης Πανσέληνος «Η μεγάλη πομπή»

Μυθιστόρημα. Μεταίχμιο (νέα έκδοση αναθεωρη­μένη), 2013, σ. 450


Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

Το 1985 ο Αλέξης Πανσέληνος έκανε περίπου ό,τι επιδίωκε να κάνει το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα της εποχής, να απεικονίσει δηλαδή τη νοοτροπία και τις δομές της κοινωνίας μας καταφεύγοντας σε μια άλλη χρονική περίοδο. Ομως ο συγγραφέας, αντί να γυρίσει στο παρελθόν και να αναζητήσει εκεί έτοιμες συντεταγμένες, ανοίγεται στην επιστημονική φαντασία και κατασκευάζει ιστορίες-κόμικς, οι οποίες συνομιλούν με την τρέχουσα, ρεαλιστική ιστορία: σε μελλοντικούς καιρούς ο ιππότης Λάνσετρις προσπαθεί να σώσει την ανθρωπότητα από την κυριαρχία της Αυτοκρατορίας, που επιχειρεί να εγκαθιδρυθεί και να εξουσιάσει την Αθήνα. Διαβάζουμε, λοιπόν, σε έναν σοβαρό πεζογράφο σελίδες με πάνοπλους στρατιώτες και ακτινοβόλα όπλα, υβριδικά πλάσματα και ανθρωποειδή, «μηχανόντα» ρομπότ και διαστρικές εισβολές, που γίνονται για την κυριαρχία στο ετεροτοπικό Λεκανοπέδιο Αττικής.

Ωστόσο, ο λογοτέχνης δεν μπαίνει πλησίστιος στη λογοτεχνία του φανταστικού, αφού διατηρεί (τουλάχιστον στο μισό έργο) το υπόβαθρο της γνωστής, σύγχρονης Αθήνας. Η ιστορία του δεκαοκτάχρονου Νότη, η οποία εναλλάσσεται με τη μελλοντολογική αλληγορία, αναφέρεται στην αποτυχημένη του μετεφηβική ηλικία -αποτυχημένη όσον αφορά τόσο στις πανελλήνιες όσο και στις σχέσεις του με τις γυναίκες- μέχρι και την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας. Η αντικομφορμιστική του νοοτροπία σταδιακά συνθλίβεται και αυτός εξωθείται σε μια πιο συμβιβασμένη αντιμετώπιση του εαυτού του και του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Ο Αλ. Πανσέληνος, όπως φάνηκε, διακτινίζει την αφήγησή του στο μέλλον, χρησιμοποιώντας την ποιητική της επιστημονικής φαντασίας και παραπέμποντας σε ανάλογες ταινίες, όπως «Ο Πόλεμος των Αστρων: Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» (1980). Πέρα απ’ αυτή την εμφανή διακειμενικότητα, το μελλοντολογικό επίπεδο εμβαθύνεται περαιτέρω με αναφορές στην αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία και στον μεσαιωνικό Λάνσελοτ, με αποτέλεσμα τα τρία επίπεδα (το παροντικό, το μελλοντικό και το αρχετυπικό) να συνδέονται σε συνεχείς αντικατοπτρισμούς. Η αναφορά μάλιστα στην αποκατάσταση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας με την πτώση της εξουσίας των Ολιγαρχικών είναι σημαίνουσα, καθώς στην κυριαρχία της Αυτοκρατορίας μια ομάδα «αντιστασιακών» οργανώνονται στη Θήβα (όπως και στην αρχαιότητα οι Αθηναίοι δημοκρατικοί), για να ρίξουν το καθεστώς.

Τι θέλει να πετύχει εντέλει ο συγγραφέας με τη διπλή αφήγηση ασύμβατων μεταξύ τους χρονοτόπων; Τι επιδιώκει να μας πει για τον Νότη και τις νεανικές του ιστορίες, που σημειωτέον πλάθονται πολύ ζωντανά και πείθουν για την αληθοφάνειά τους; Κι είναι ο Λάνσετρις ένα προσιτό ηρωικό πρότυπο, που έρχεται από τον κόσμο των χάρτινων ειδώλων και μπορεί να αναδειχθεί σε αντικείμενο μίμησης εκ μέρους του νεαρού πρωταγωνιστή; Τελικά πώς συνδέονται οι δύο ιστορίες, οι οποίες στο τέλος συγκλίνουν στο ίδιο σημείο; Η μία του αφομοιωμένου από την Αυτοκρατορία Λάνσετρις που οδηγείται στην πομπή των Παναθηναίων κι η άλλη του συμβιβασμένου στα κοινωνικά δεδομένα Νότη που συντονίζεται με τους άλλους στην παρέλαση του στρατού. Κατ' αρχάς, οι δύο χαρακτήρες κινούνται αντιστικτικά. Ο Νότης είναι ένα λαϊκό παιδί που δρα αντικομφορμιστικά, πιο πολύ από νεανική αντιδραστικότητα και ενστικτώδη διάθεση να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Ο Λάνσετρις από την άλλη είναι ήρωας, με την κλασική έννοια των εξωπραγματικών ηρώων, που μάχεται για το καλό και ατρόμητος αντιμετωπίζει πολύ ισχυρότερους εχθρούς. Ο Νότης είναι ο καθημερινός έφηβος του Μπραχαμίου, ο Λάνσετρις ο τυπικός υπερήρωας που τολμά και παλεύει χωρίς φόβο, είναι δηλαδή το πρότυπο που ξεπερνά την καθημερινότητα.

Προοδευτικά και σε συγκλίνουσες πορείες τα δύο πρόσωπα πλησιάζουν το ένα το άλλο. Ο Νότης, όπως ήταν φυσικό, όσο μεγαλώνει «κοινωνικοποιείται», με άλλα λόγια συμβιβάζεται, όσο κι αν ο στρατός είναι κατ’ αρχάς άλλη μια εξουσία στην οποία ο νεαρός θέλει να αντισταθεί. Σταδιακά ο στρατός, η κοινωνία δηλαδή, επιβάλλει τη θέλησή του, οι μαγκιές του Νότη δεν περνάνε κι ο ίδιος αναγκάζεται να συμφιλιωθεί με τη νέα πραγματικότητα, να μεγαλώσει και να γίνει κι αυτός κομμάτι του συστήματος. Το παράξενο είναι ότι και ο Λάνσετρις ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, καθώς υποτάσσεται στη νέα πραγματικότητα.

Συμπέρασμα; Ούτε στα όνειρα πλέον ούτε στα χάρτινα είδωλα υπάρχει άλλη προοπτική. Σε μια κοινωνία που βουλιάζει στην υποκρισία και τον κομφορμισμό, που υποτάσσει το «εγώ» στο συμβιβασμένο «εμείς», όχι στο συλλογικό «εμείς» του Μακρυγιάννη αλλά στο μαζικό «εμείς» της κοινωνικής χοάνης, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το μαγγανοπήγαδό της και να ορθώσει ένα αδούλωτο πρόσωπο. Το μυθιστόρημα της ατομικής ήττας…