Η ζωή, φίλοι, είναι βαρετή. Αυτό δεν πρέπει να το λέμε. στο κάτω κάτω, ο ουρανός λάμπει, η απέραντη θάλασσα επιθυμεί, εμείς οι ίδιοι λάμπουμε κι επιθυμούμε, κι επιπλέον η μάνα μου σαν ήμουνα παιδί μου είπε (επανειλημμένα) «Άμα ομολογείς ότι βαριέσαι σημαίνει ότι δεν έχεις
Ψυχικά Προσόντα.» Καταλήγω λοιπόν τώρα πως δεν έχω ψυχικά προσόντα, αφού βαριέμαι του θανατά. Οι άνθρωποι μου φέρνουν πλήξη, η λογοτεχνία μου φέρνει πλήξη, κυρίως η υψηλή λογοτεχνία, ο Χένρυ μου φέρνει πλήξη, με τα χάλια και τον κοιλόπονό του ίδιος με τον αχιλλέα,
που λατρεύει τους ανθρώπους και την θαρραλέα τέχνη, που με πλήττει. Και οι γαλήνιοι λόφοι, και το τζιν, σκέτη ανία και με κάποιον τρόπο ένας σκύλος που έχει φτάσει μαζί με την ουρά του αξιοσημείωτα μακριά στα βουνά ή στην θάλασσα ή στον ουρανό, αφήνοντας πίσω: εμένα, της ουράς κούνημα.
ΣΟΚΟΛΆΤΑ Δεν είμαι παιδαράς μα ούτε κοιλαράς και πρέπει να προσέξω τι τρώω τι θα πιω να μην παρασυρθώ για Πάσχα να νηστέψω. Έχω συμβιβαστεί και περιορισθεί σε φρούτα και σαλάτα, κι από το πουθενά μου σκάει ξαφνικά φουντούκι σοκολάτα. Πώς να αντισταθώ και πώς να αρνηθώ με σκέψεις αμαρτάνω, να βγάλω το χαρτί για να την δω γυμνή κι ας πέσω να πεθάνω. Σίγουρα ναι θα πω και
θα παραδοθώ τυφλά στην πρόκλησή της ν’ αγγίξω τρυφερά έστω για μια φορά το σοκολά κορμί της. Όσο για την ψυχή κάνω ανακωχή σπάω την συμφωνία και λέω μοναχός, είναι πολύς καιρός, δεν βγαίνει με νηστεία! Στη αμαρτία αυτή δεν κάνω το παπί γουστάρω να πληρώσω, ύστερα θα πλυθώ και θα προσευχηθώ και την ψυχή θα σώσω.
ΝΕΑ
ΙΩΝΙΑ 3-4-2009
ΚΤΥΠΩ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ
Κτυπώ στον υπολογιστή
κι αυτός μου απαντάει
με γράμματα και με φωνή
τι κάνεις με
ρωτάει,
κι εγώ του λέω πως πονώ
που έχω μείνει μόνος
βγάζει ερωτηματικό
δεν ξέρει τι είναι πόνος.
Είναι ο δίσκος του σκληρός όπως και η καρδιά σου
που έφυγες και με άφησες να λιώνω μακριά σου.
Είναι το διαδίκτυο σαν τα δικά σου δίχτυα
και με τα δύο
μπλέχτηκα και λιώνω στα ξενύχτια.
Χάριν στον υπολογιστή
φίλους δεν έχω τώρα
η κοινωνία πιο κλειστή
στης μοναξιάς την χώρα.
Λογισμικά και
κείμενα
και mail μέρα νύχτα
τα χάδια μου σου στέρησα
και παίζω με τα πλήκτρα.
Googlάρισα στη φτώχια αυτή
κι απάντηση δεν
παίρνω
απ’ ένα άψυχο κουτί
σαν τι να περιμένω; Τον ρώτησα αν μ' αγαπάς
μα η λέξη έχει
σβήσει
με τι μυαλό με τι καρδιά
να με κατανοήσει.
ΚΑΛΛΙΘΕΑ 19-11
-2007
Ο Νικόλαος Παπαχατζής γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Παναγιά (κοντά στην Κυλλήνη στον Ν.Ηλείας),οι κάτοικοι του οποίου προέρχονται από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι τα μουσικά του ακούσματα ήταν από την Μικρασιατική και Αιγαιοπελαγίτικη παράδοση.
Από μικρός άκουγε στο ραδιόφωνο, (ένα από τα λίγα μέσα ενημέρωσης της εποχής), εκπομπές που λείπουν σήμερα όπως «η ραδιοφωνική βιβλιοθήκη» και «το θέατρο στο ραδιόφωνο», ακούσματα που πλαταίνουν τη σκέψη και η φαντασία γεμίζει εικόνες.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πήγε σχολείο στον Πύργο όπου έγραψε τις πρώτες του σάτιρες καθώς και ορισμένα ποιήματα. Από 20 ετών ήρθε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα.
Συνέχισε το συγγραφικό του ταλέντο όταν εισήχθη στην εκπαίδευση στη Σιβιτανίδειο Σχολή ως καθηγητής. Στα επόμενα χρόνια η πένα του δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη Σχολή αυτή γράφοντας ποιήματα και στίχους, ένας εκ των οποίων έχει μελοποιηθεί.
Σχετικό βίντεο βρίσκεται ανερτημένο στο διαδίκτυο με τίτλο « Ερωτική επιταγή»
Ώρα 9 μ.μ. Σε διάστημα μιας ώρας έγιναν όλα όσα θα χρειάζονταν μια βδομάδα για να χωρέσουν άνετα με κανονική εξέλιξη γεγονότων. Συνοπτικά: Σκοτώθηκε ένα νεαρό αγόρι αγνώστων στοιχείων που χαρακτηρίστηκε αμέσως «αναρχικός:». Μ’ αυτή την ονομασία πέρασε από τον τάφο στη δημοσιότητα κι από τη δημοσιότητα στη μνήμη εκείνων που ορκίστηκαν να θυμούνται. Συγκράτησαν έτσι, το γαλάζιο τριμμένο πουκάμισο του με το σκισμένο γιακά. Το καναρινί πουλόβερ του που ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του και έπλεε πάνω του σαν ξένο. Το σχήμα που είχε το στόμα του ήταν ένα σχήμα χαμόγελου, εντελώς παράλογο και ίσως άκαιρο. Τα ματιά του δεν τα είδαν γιατί του τα ‘κλεισε βιαστικά ο απέναντι περιπτεράς. που έτρεξε συγχρόνως με τους πυροβολισμούς και κατάπιε τη φωνή του «ρ… το παιδί», και μόνο αρκέστηκε στη Φράση «πέθανε, να ειδοποιήσουμε τους δικούς του».
Κάποιος έπιασε τα δάχτυλα τον παιδιού και τα ΄τριψε στις χούφτες του αδέξια, «είναι πεθαμένος» ξαναείπε ο περιπτεράς και κατάπιε την ίδια φράση για δεύτερη φορά. «το φάγατε το παιδί ρ….». Και ο κόσμος που είχε μαζευτεί σε κείνο το σημείο και χάζευε διαλύθηκε βίαια από τα όργανα της τάξεως που είχαν ένα ύφος παράξενο. Κάτι ανάμεσα υπεροχή και επάρκεια.
`
ΔΙΟΝΥΣΗΣ (Το άλλο παιδί)
Ώρα 10. 17 μ.μ. Ακριβώς… Το νέο παιδί τρέχει. Είναι λίγο νεότερο από το πρώτο που αναφέραμε, εκείνο με το φθαρμένο γαλάζιο πουκάμισο και το καναρινί τεράστιο πουλόβερ. Είναι ένα παιδί αμούστακο, παιδί-παιδί, λιγνό και ξανθό και τρέχει. Χώνεται στην ανοιχτή πόρτα μιας πελώριας πολυκατοικίας. Τρέχει. Πίσω του τρέχουν δύο σκιές. Δεν είναι πρόσωπα συγκεκριμένα. Είναι σκιές. Μαύρες ή καφέ. Και τρέχουν.
Βήμα με βήμα το φτάνουν. Το παιδί χτυπάει πόρτες. Χτυπάει τρελά τις πόρτες. Ξύνει το ξύλο στις πόρτες με τα νύχια του. «Ανοίξτε, για τ’ όνομα του θεού, θα με σκοτώσουν, τους πληρώνουν για να μας σκοτώνουν, ανοίξτε».
Οι πόρτες είναι κουφές. Οι πόρτες είναι από ξύλο. Είναι από φόβο και στέκουν ακίνητες. Κλειστές.
Οι πόρτες. Και οι σκιές σκεπάζουν ολότελα το παιδί. Τώρα το παιδί έχει γίνει μόνο μια σκιά μέσα στις άλλες τις δυο τις μεγάλες.
Μια σκιά πελώρια, μια σκιά με έξι μάτια. Τα δύο πονάνε. Δεν κλαίνε. Πονάνε και αίμα.
Το κουφάρι σε σχήμα σάκου μισογεμάτου πετιέται στο δρόμο, «παφ» κάνει και η γωνία γεμίζει κόσμο. Κόσμο και ήχους. Ήχους και μάτια. Μάτια και φόβο. Χαλκοκονδύλη γωνία και Γ’ Σεπτεμβρίου.
Αναρχικός. Ετών 17.
Επάγγελμα, ανειδίκευτος εργάτης.
`
*
Η νύχτα γέμισε υποσχέσεις. Η νύχτα γέμισε τομές. Κανένας δεν ξέρει πότε και πώς και ως πού θα φτάσει η δύναμη της φωνής στους 1.050 χιλιόκυκλους. Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι η ίδια φωνή κι αν το χειροκρότημα θα έρθει αργά, πολύ αργότερα από το κακό.
Ώρα 1.44′ π.μ. Πρόσωπα και μάτια και στόματα σε σχήμα τραγουδιού, παρατάχτηκαν απέναντι ακριβώς από τα τανκς. Αναποφάσιστα τανκς απέναντι σε τόσα μάτια ερωτηματικά και μπροστά σ’ αυτή τη γωνιώδη απορία που σχηματίζει το τραγούδι σ’ ένα πρόσωπο παιδικό.
Αυτό διαρκεί τρία ολόκληρα λεπτά. Μια ολόκληρη εποχή κυκλική και εύηχη.
Ώρα 1.47′ π.μ. Τα γκλομπς, που η ειδησεογραφία της ημέρας θα τα παρουσιάσει στην αυριανή της έκδοση σα «στυλιάρια από κασμάδες», όρμησαν στο χώρο που βρίσκονται κλεισμένα τα παιδιά, σε μήκος κύματος 1.050 χιλιόκυκλων και σε χρόνο μηδέν. Ο χρόνος παραμένει μηδέν όσο διαρκεί αυτή η άκαιρη εισβολή. Έπειτα, σιγά σιγά τα γκλομπς ταυτοποιούνται με τον πανικό και διαχέονται μέσα στο χώρο που δεν τους είναι οικείος και τον κατακτούν βίαια.
Ώρα 1.50′ π.μ. Οι 1.050 χιλιόκυκλοι βουβάθηκαν. Η φωνή βγαίνει από κάπου αλλού. Κάπου μέσα στη νύχτα. Κάπου μέσα στο χρόνο. Λέει σταθερά τούτη η φωνή: «Παιδιά, μην πετάξετε τίποτα εναντίον τους. Να τους υποδεχτείτε με τη φράση: «Αδέρφια μας φαντάροι»».
Ώρα 1.57′ π.μ. Στους 1.050 χιλιόκυκλους, το τραγούδι πολλαπλασιαζόταν. Τώρα, η φωνή που ξανακούστηκε και ανάγγειλε επίσημα τη βλάβη του πομπού, ήτανε μια φωνή μονοδιάστατη. Σκέτη. Μια φωνή έρημη. Λέει: «Μέσα στο χώρο μας μπήκαν τα γκλομπς. Γιατί όχι οι φαντάροι;»
Ώρα 1.58′ π.μ. Σιωπηλά παιδιά και τα φωτίζουν οι προβολείς. Η περιγραφή περισσεύει. Στα χέρια τους κρατάνε αναμμένα φαναράκια ή κάτι σα στυλό. Είναι άοπλα. Παιδιά άοπλα και σωπαίνουν.
[…]
Ώρα 2.57′ π.μ. Τρία τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν και πολτοποιούνται. Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο.
Ο Παλαμάς και ο Σικελιανός στον τάφο του Βαλαωρίτη, Λευκάδα 1925. Στις 7 Ιουνίου 1925 στη Λευκάδα γιορτάστηκαν τα 100χρονα από τη γέννηση του Βαλαωρίτη με λαμπρές τελετές, με αποκορύφωση την αποκάλυψη της προτομής του από τον γλύπτη Δημητριάδη αλλά και τις απαγγελίες πανηγυρικών ποιημάτων από τον Κωστή Παλαμά («Αριστοτέλης Βαλαωρίτης») και τον Άγγελο Σικελιανό («Ωδή στο Βαλαωρίτη»).
Χωρίζοντας το μίσος από το μίσος στάθηκα να αγναντέψω την ειρήνη πλοπ πλοπ έσταζαν τα χημικά μου δάκρυα πάνω στη γραμμή που ισορροπούσε η πατρίδα μόνο που δεν ήξερα πια ποια μεριά της με κρατούσε συντρίμμια ήμουν κι ας ανέμιζαν νικηφόρα οι σημαίες τι κέρδισα που δεν το είχα χάσει;