Σάββατο 7 Απριλίου 2018

"Πάσχα στη Νέα Υόρκη" Μπλαιζ Σαντράρ μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης


Πάσχα στη Νέα Υόρκη

Κύριε, είναι σήμερα η μέρα της γιορτής Σου·
Σ’ ένα βιβλίο παλιό τα θεία Σου πάθη διάβασα,
Την αγωνία, τα έργα Σου κι όλα τα θεία Σου λόγια,
Που κλαίνε στις σελίδες του μονότονα, γλυκά.
Για τη θανή Σου μου ’λεγε ένας καλόγερος παλιός
Την ιστορία Σου γράφοντας με γράμματα χρυσά
Σ’ ένα βιβλίο λειτουργικό που ’χε στα γόνατά του.
Κύριε, από Σένα εμπνέονταν κι ευλαβικά το δούλευε.
Κάτω απ’ τη σκέπη του βωμού ντυμένος στ’ άσπρα κάθονταν
Κι από Δευτέρα ώς Κυριακή μ’ αργό ρυθμό συνέχιζε.
Στου αναπαμού του το κατώφλι οι ώρες σταματούσανε
Κι αυτός αποξεχνιότανε, σκυμμένος στο πορτρέτο Σου.
Εσπερινός — στον πύργο ηχούσαν οι καμπάνες,
Μα ο μοναχός δεν ήξερε αν ήτανε η αγάπη του,
Ή αν ήτανε η αγάπη Σου, Κύριε, ή ο Θεός Πατέρας
Που χτύπαγε με δύναμη τις πόρτες της μονής.
Μοιάζω με τον καλόγερο απόψε, είμαι ανήσυχος.
Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω απ’ την πόρτα αμίλητος
Προσμένει μες στη θλίψη του κάποιος να τον καλέσω:
Συ Κύριε, ο Θεός, εγώ — η Αιωνιότητα.
Δεν Σε είχα τότε, Κύριε, γνωρίσει — μα ούτε τώρα.
Και προσευχές δεν έκανα σαν ήμουνα παιδί.
Όμως απόψε η σκέψη Σου μ’ έχει γεμίσει τρόμο
Κι η ψυχή μου, μια χήρα που βαρυπενθεί στα πόδια του Σταυρού·
Χήρα η ψυχή μου μαυροφόρα — είν’ η Μητέρα Σου,
Ζωγραφισμένη απ’ τον Καριέρ, αδάκρυτη κι ανέλπιδη.
Ξέρω όλους τους Εσταυρωμένους όλων των μουσείων·
Εσύ όμως, Κύριε, περπατάς δίπλα, κοντά μου, απόψε.
Και κατεβαίνω σχεδόν τρέχοντας στην κάτω πόλη
Με κυρτωμένη πλάτη, καρδιά ρυτιδωμένη, μυαλό που καίει στον πυρετό.
Τ’ ολάνοιχτό Σου το πλευρό σαν ένας ήλιος θεόρατος
Και γύρω του τρεμάμενα τα χέρια Σου να βγάζουν σπίθες.
Τα τζάμια των σπιτιών γεμάτα αίμα
Και πίσω τους γυναίκες σαν αιμάτινα λουλούδια,
Παράξενα λουλούδια κι άσχημα και μαραμένα· είν’ ορχιδέες,
Σαν αναποδογυρισμένα δισκοπότηρα κάτω απ’ τις τρεις πληγές Σου.
Το αίμα Σου κι αν μαζέψανε, δεν το ήπιανε ποτέ·
Αυτές φορούν στους πισινούς δαντέλες και στα χείλη κοκκινάδι.
Όμως του Πάθους τα λουλούδια είναι λευκά σαν τα κεριά
Κι είναι τα πιο γλυκά μέσα στον κήπο της Παρθένου.
Λοιπόν την ώρα εκείνη, κατά τις εννιά,
Η κεφαλή Σου, Κύριε, έγειρε στην καρδιά Σου.
Κάθομαι τώρα εδώ στου ωκεανού την άκρη
Και μου ’ρχεται πάλι στον νου γερμανικός ψαλμός,
Που ανιστορεί με λόγια απλά, πάναγνα και γλυκά
Την ωραιότητα της θείας μαρτυρικής μορφής Σου.
Μέσα σε μια εκκλησία της Σιένας, σ’ ένα υπόγειο,
Στον τοίχο, κάτω απ’ το πανί, την ίδια είδα μορφή.
Και σ’ ένα του Μπουριέ-Βλαντισλάς ερημητήριο
Την ίδια ανάγλυφη χρυσή, μες στη λειψανοθήκη.
Κι είδα κάτι παράξενα καρφιά στη θέση των ματιών,
Που οι χωρικοί τ’ ασπάζονταν γονατιστοί — τα μάτια Σου.
Η ίδια μορφή στης Βερονίκης το μαντίλι είναι ζωγραφισμένη
Γι’ αυτό κι είναι η Αγία Σου, η Αγία Βερονίκη.
Αυτό λοιπόν, το πιο πολύτιμο απ’ τα λείψανα, γυρίζει τους αγρούς
Κι όλους, σε σώμα και ψυχή, τους άρρωστους γιατρεύει.
Τόσα κι άλλα η μορφή Σου χίλια κάνει θαύματα
Που όμως ούτ’ ένα τους ποτέ δεν είδα με τα μάτια μου.
Ίσως η πίστη, Κύριε, κι η καλοσύνη λείπει
Σε μένα για να δω ποτέ της Ομορφιάς τη λάμψη.
Κι όμως έκανα, Κύριε, ταξίδι επικίνδυνο
Για να δω την εικόνα Σου, σ’ ένα σμαράγδι χαραγμένη.
Κάνε να πέσει από το πρόσωπό μου, στα χέρια στηριγμένο,
Της αγωνίας η μάσκα που με πνίγει.
Και κάνε τα δυο χέρια μου, στο στόμα στηριγμένα,
Τους άγριους της απόγνωσης αφρούς να μη γευτούν.
Είμαι θλιμμένος κι άρρωστος. Ίσως να φταις Εσύ,
Ίσως να φταίει άλλος κανείς. Ίσως να φταις Εσύ.
Κύριε, Εσύ θυσιάστηκες για τους φτωχούς του κόσμου·
Νά τοι, σαν ζώα, όλοι μαζί, μες στα φτωχοκομεία.
Έρχονται απ’ τον ορίζοντα μαύρα μεγάλα πλοία
Και τους αδειάζουν σωρηδόν σε γέφυρες πλωτές.
Έλληνες, Ιταλοί, Σπανιόλοι, Ρώσοι,
Και Βούλγαροι και Πέρσες και Μογγόλοι·
Ζώα του τσίρκου που σαλτάρουν τους μεσημβρινούς
Και που τους ρίχνουν, σαν σε σκύλους, ένα κομμάτι μαύρο κρέας.
Αυτό το βρόμικο φαΐ είν’ όλη η ευτυχία τους.
Κύριε, λυπήσου τους λαούς του κόσμου που υποφέρουν.
Κύριε, άκου στα γκέτο του τον όχλο των Εβραίων·
Όλοι τους είναι πρόσφυγες από την Πολωνία.
Ξέρω, το ξέρω, Κύριε, αυτοί είναι που Σε δίκασαν,
Μα πίστεψέ το πως δεν είναι ολότελα κακοί.
Χάλκινες λάμπες τούς φωτίζουν μες στα μικρομάγαζα
Κι εκεί πουλούν όπλα, βιβλία, ρούχα παλιά.
Του Ρέμπραντ τού άρεσε να ζωγραφίζει επάνω στα παλιόρουχά τους.
Απόψε εγώ παζάρεψα εκεί ένα μικροσκόπιο.
Κύριε, αλίμονο! Το Πάσχα σαν τελειώσει, εδώ δεν θα ’σαι πια!
Κύριε, λυπήσου τους Εβραίους μες στις παράγκες.
Οι ταπεινές γυναίκες που μαζί σου ανέβηκαν στο Γολγοθά
Σ’ άθλιους σοφάδες κάθονται, κρυμμένες μες στις τρώγλες.
Μολύνθηκαν κι αυτές από τους άντρες τους.
Σκυλιά τούς ροκανίσανε τα κοκάλα, και μες στο ρούμι
Κρύβουν την άθλια αρρώστια που τις ξεφλουδίζει.
Σαν μου μιλήσει μια απ’ αυτές λιποθυμάω, Κύριε.
Θα ’θελα να ’μαι Εσύ, για να αγαπήσω όλες τις πόρνες·
Κύριε, συμπόνεσε τις πόρνες.
Στη συνοικία βρίσκομαι όπου θα δεις τους κλέφτες,
Τους άφραγκους, τ’ αλάνια, τους κλεπταποδόχους.
Σκέφτομαι τώρα στον Σταυρό τούς δυο ληστές μαζί Σου·
Ξέρω, στη δυστυχία τους θα τους χαμογελάσεις.
Κύριε, ο ένας τους ήθελε ένα σκοινί με κόμπο,
Αλλά κοστίζει το σκοινί, δεν το χαρίζουν, Κύριε.
Μιλούσε σαν φιλόσοφος ο γερο-κατεργάρης. Κι εγώ με λίγο όπιο
Πιο γρήγορα τον έστειλα στην πύλη του Παράδεισου.
Σκέφτομαι ακόμη αυτούς τους μουσικούς των δρόμων,
Τον τυφλό βιολιστή, τον κουλό με τη λατέρνα,
Την τραγουδίστρια με το ψάθινο καπέλο και τα ψεύτικα, χάρτινα ρόδα·
Το ξέρω, αυτοί μας τραγουδούν στους αιώνες των αιώνων.
Κύριε, ελέησέ τους, κι όχι αν θες με του γκαζιού το στόμιο.
Χρήματα, δώσ’ τους χρήματα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Κύριε, όταν παρέδωσες σκιστήκαν οι ουρανοί,
Ό,τι κι αν φανερώθηκε κανένας δεν μας το ’πε.
Χρυσός και ματωμένος τώρα, όλο σκουπίδι και φωτιά,
Ο δρόμος μοιάζει σαν να σκίζει, λες, τη νύχτα.
Αυτοί που απ’ τον ναό με το μαστίγιο έδιωξες
Με χέρι δολοφονικό τον κόσμο μαστιγώνουν.
Και τ’ Άστρο Σου που χάθηκε από τη φάτνη τότε
Πάνω στους τοίχους καίγεται μες στο σκληρό το φως των θεαμάτων.
Σαν χρηματοκιβώτιο η φωτισμένη τράπεζα:
Εκεί έπηξε, Κύριε, το αίμα απ’ τον θάνατό Σου.
Οι δρόμοι, πάει, ερήμωσαν κι όλο και σκοτεινιάζουν.
Τρεκλίζω σαν μεθύστακας πάνω στα πεζοδρόμια.
Φοβάμαι τις μεγάλες σκιερές φτερούγες των σπιτιών.
Φοβάμαι. Ακούω πίσω μου βήματα και δεν τολμάω να στρέψω.
Κάποιος κουτσαίνει πηδηχτά κι όλο με πλησιάζει.
Φοβάμαι. Και ζαλίζομαι. Και σταματάω επίτηδες.
Ένα φριχτό υποκείμενο μου ρίχνει κακό βλέμμα
Που με περνάει σαν μαχαιριά — κι ύστερα φεύγει.
Κύριε, απ’ τον καιρό που πια δεν είσαι βασιλιάς δεν έχει αλλάξει τίποτε,
Μόνο που το κακό έγινε δεκανίκι του Σταυρού Σου.
Κατεβαίνω τ’ άθλια σκαλιά ενός καφενείου
Και να ’μαι καθισμένος μπρος σ’ ένα φλιτζάνι τσάι.
Κινέζοι το ’χουν που χαμογελούν, λες, με την πλάτη,
Σκύβουν κι είναι σαν πίθηκοι γυαλιστεροί.
Το μαγαζί μικρό, είναι βαμμένο κόκκινο
Και μες σε κάδρα από μπαμπού, παράξενες χρωμολιθογραφίες.
Από εκατό μεριές ο Χο-Κουσάι ένα βουνό ζωγράφισε.
Πώς θα ’ταν, Κύριε, η μορφή Σου ζωγραφισμένη από Κινέζο;
Νά μια ιδέα που στην αρχή μ’ έκανε να γελάσω.
Ήταν σαν να ’δα μπρος μου το μαρτύριό Σου… εν περιλήψει.
Όμως στ’ αλήθεια το μαρτύριο αυτό θα το ζωγράφιζε ο Κινέζος
Πολύ σκληρότερα απ’ ό,τι οι Δυτικοί ζωγράφοι μας.
Γυριστές κάμες θα πριόνιζαν τις σάρκες Σου,
Τσιμπίδες, χτένια θ’ αυλακώνανε τα νεύρα Σου,
Θα Σου περνούσε στο λαιμό αλυσίδα σιδερένια,
Θα Σου ξερίζωνε τα νύχια και τα δόντια,
Πελώριες μαύρες σαύρες θα Σου ’ριχνε στο πρόσωπο
Και τρομερές φωτιές θα ’βαζε να Σου γλείφουν τον λαιμό,
Θα Σου ’βγαζε τα μάτια και τη γλώσσα
Και σ’ ένα πάσσαλο θα σε παλούκωνε στο τέλος.
Τέτοια ταπείνωση θα Σου ’χε ετοιμαστεί,
Γιατί στάση φρικτότερη απ’ αυτήν δεν έχει γίνει.
Κι ύστερα απ’ όλα αυτά και στα γουρούνια ακόμα
Θα Σ’ έριχνε για να Σου φαν κοιλιά και εντόσθια.
Οι άλλοι τώρα πια φύγανε και βρίσκομαι μονάχος
Και κάθομαι στον πάγκο κι έχω τον τοίχο απέναντι.
Θα ’θελα, Κύριε, να μπω μέσα σε μια εκκλησία,
Όμως σ’ αυτή την πόλη πια καμπάνες δεν υπάρχουν.
Τις σκέφτομαι που σώπασαν· πού είν’ οι αρχαίες καμπάνες;
Πού είναι οι λιτανείες και τα γλυκά τροπάρια;
Οι ακολουθίες τι γίνανε κι οι ωραίες δοξολογίες;
Κι οι λειτουργίες; Κι οι μουσικές;
Οι υπερήφανοι αρχιερείς κι οι μοναχές Σου πού είναι;
Κι η αυγή η λευκή; Και το ωμοφόριο των Αγίων;
Του Παραδείσου η χαρά πνίγεται μες στη σκόνη
Στις υαλοθήκες δεν αστράφτουν πια τα μυστικά τα φώτα.
Αργεί να ’ρθεί το χάραμα και μες στη στενή τρώγλη
Οι σταυρωμένες σκιές ψυχορραγούνε στις μεσοτοιχίες.
Μοιάζει της νύχτας Γολγοθάς που πέφτει σε καθρέφτη
Και τρέμει κατακόκκινος πάνω σε μαύρο φόντο.
Μοιάζει της λάμπας ο καπνός με ξεβαμμένο ασπρόρουχο
Που γύρω από τη μέση Σου τυλίγεται, στριμμένο.
Πάνω, η λάμπα κρέμεται ωχρή σαν το κεφάλι Σου,
Αναιμική και λυπημένη και νεκρή.
Τώρα στα τζάμια πάλλουνε παράξενες εκλάμψεις.
Κύριε, φοβάμαι, θλίβομαι για τη μεγάλη θλίψη μου.
«Dic nobis, Maria, quid vidisti in via?»
— Είδα το φως να τρεμοσβήνει ταπεινό στο ξημέρωμα.
«Dic nobis, Maria, quid vidisti in via?»
— Λευκότητες τρεμάμενες, κινιόντουσαν σαν χέρια.
«Dic nobis, Maria, quid vidisti in via?»
— Ο ανοιξιάτικος οιωνός στο στήθος μου σκιρτούσε.
Η αυγή γλίστρησε, Κύριε, ψυχρή σαν νεκροσέντονο
Στον άνεμο γυμνώνοντας και στους ουρανοξύστες.
Ένας τεράστιος θόρυβος πάνω απ’ την πόλη ακούγεται.
Ήδη τα τρένα μαίνονται κι αναπηδούν στο πέρασμά τους,
Κυλάνε τα μετρό βροντώντας κάτω από τη γη,
Οι σιδηρόδρομοι κουνάνε ολόκληρα γεφύρια.
Σείεται η πόλη. Και φωνές, φωτιά, καπνοί παντού,
Ακούγονται βραχνές ατμού σειρήνες σαν στριγκλιές.
Τα πλήθη μες στον πυρετό του χρυσοθήρα ιδρώτα
Σπρώχνονται και χιμούν μαζί μες σε μακριούς διαδρόμους.
Περίεργο, μες στη σύγχυση που οι στέγες στεφανώνουν,
Νά ο ήλιος, Κύριε, η μορφή Σου η ίδια, ατιμασμένη απ’ τις φτυσιές.
Γυρίζω σπίτι, Κύριε. Πένθιμος, μόνος, κουρασμένος…
Και το δωμάτιό μου είναι γυμνό σαν τάφος…
Κύριε, είμ’ ολομόναχος. Με ψήνει ο πυρετός…
Και το κρεβάτι κρύο, κρύο σαν φέρετρο…
Κλείνω τα μάτια και τα δόντια μου χτυπούν.
Είμαι ολομόναχος. Κρυώνω. Σε φωνάζω…
Μπροστά στα μάτια μου γυρίζουν εκατό χιλιάδες σβούρες…
Όχι! Γυναίκες είναι… Όχι, εκατό χιλιάδες βιολοντσέλα…
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, της δυστυχίας τις ώρες…
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, τις ώρες μου που φύγαν…
Κύριε, δε Σε σκέφτομαι πια. Δε Σε σκέφτομαι πια.
[ Μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης ].


Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Θρήνος της Θεοτόκου

Κομνήνεια ζωγραφική (β' μισό 12ου αι.) Σταθμό αποτελούν οι τοιχογραφίες της Μονής. Αγ. Παντελεήμονος στο Νέρεζι


Το ποίημα απαρτίζεται από 192 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, γράφτηκε από τον κρητικό (φιλενωτικό) ιερέα Ιωάννη Πλουσιαδηνό στα τέλη του 15ου αιώνα και φαίνεται πως μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τα δημοτικά τραγούδια (μοιρολόγια) της ίδιας εποχής. Το κείμενο έχει τη μορφή ενός θρήνου της Θεοτόκου για τα Πάθη του Χριστού.

f. 199r 
             [1]

Οἴμοι , γλυκύτατε υἱέ, οἴμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου,
Οἴμοι, φωσφόρε βασιλεῦ, οἴμοι, γλυκιά μου ἀγάπη,
τέκνον μου ποθεινότατον , τέκνον ἠγαπημένον!
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,

                   
               5
ὦ τέκνον μου γλυκύτατον, ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
ὁμίλησόν μοι, τέκνον μου, τῆς ταπεινῆς σου μάνας!
Μήνα κοιμᾶσαι, τέκνον μου, ὕπνον βαθὺν καὶ μέγαν,
κ’ ἐκλείσασιν οἱ ὀφθαλμοὶ κ’ ἐσώπασεν τὸ στόμα;
Τὸ στόμα τὸ σοφώτατον κατέπαυσεν , υἱέ μου,

             10
κ’ ἡ γλώσσα ἡ γλυκύτατη μὲ τὰ γλυκέα της λόγια,
οἱ ὀφθαλμοί σου, δέσποτα, καὶ αὐτοὶ κεκαλυμμένοι!...
Οἴμοι, υἱέ μου Ἰησοῦ, ποῦ σου ἡ ὡραιότης,
ποῦ σου τὸ κάλλος, τέκνον μου, καὶ ποῦ οἱ ὀμορφιές σου;
Ἄπνουν σὲ βλέπω, τέκνον μου, τὸν ποιητὴν τοῦ κόσμου,



             15
νεκρόν, γυμνόν, ἀνίδεον , ἄδικα σταυρωμένον
καὶ πληγωμένον, τέκνον μου, καὶ τὸ κορμὶν δαρμένον,
τὰ ἐμπτύσματα τὸ πρόσωπον γεμάτον καὶ τὰ γέλια
καὶ τὸ κεφάλιν τ’ ὄμορφον τριγύρου ματωμένον,
μὲ τὲς ἀκάνθες τὲς πικρές, φεῦ μοι, στεφανωμένον·

             20
τὰς χεῖρας ὁποὺ ἔπλασαν τὸν ἄνθρωπον στὸν κόσμον
ἐξηπλωμένας στὸν σταυρὸν βλέπω καὶ τρυπημένας,
μὲ τὰ καρφία τὰ δολερὰ ἔχουσι καρφωμένας·
οἱ πόδες οἱ ἀμόλυντοι καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ καρφία
προσηλωμένοι φαίνονται· ἀλλὰ τῇ σῇ σοφίᾳ



             25
οὐ χωρισμένους ἔστησας, ἀλλὰ ὁμοῦ τοὺς δύο,
ἵνα ἑνώσης ἐν μιᾷ πίστει λαοὺς τοὺς δύο.
Μετά το πρώτο τμήμα, στο οποίο η Θεοτόκος απευθύνεται στον Χριστό, μεσολαβεί ένα ρητορικό ερώτημα (στ. 27-29) και κατόπιν αρχίζει ένα εκτενές χωρίο, όπου απευθύνεται στους Ιουδαίους (στ. 30-83). Το τμήμα αυτό περιέχει πρώτα μια προσφώνηση στην πόλη του Ισραήλ (στ. 30-32), ύστερα στους Ιουδαίους (στίχ. 33-35) και, τέλος, σε ολόκληρο το γένος (στ. 36-83). Η Θεοτόκος ρίχνει όλο το φταίξιμο για τον χαμό του γιού της στους Ιουδαίους και μέσω μερικών ερωτήσεων προσπαθεί να δείξει το μέγεθος της αδικίας που εκείνοι έχουν διαπράξει. 
Ακολουθούν διαδοχικά οι προσφωνήσεις στον ήλιο, στον ουρανό, στη σελήνη, στα αστέρια, στη γη, στη θάλασσα, στα βουνά, στα όρη και στα λαγκάδια (στ. 84-100), και παρεμβάλλεται μια σχετικά σύντομη αποστροφή στον Χριστό (στ. 101-111), στην οποία ο νοηματικός πυρήνας φαίνεται πως είναι η επιθυμία της Θεοτόκου να κατέβει ζωντανή στον Άδη.
        [101]
Ὦ Ἰησοῦ γλυκύτατε, ὦ Ἰησοῦ υἱέ μου,
πῶς νὰ σὲ θέσω, τέκνον μου, στὸ μνῆμα, νὰ μισέψω ,
ἢ πῶς <ἐγὼ> χωρὶς ἐσὲν στὸ σπίτιν νὰ γυρίσω,
πῶς νὰ γυρίσω ἡ ταπεινὴ ξένη καὶ πονεμένη,

          
  
         105
ἢ πῶς νὰ ζήσω, τέκνον μου, ἡ παραπονεμένη;
Λέγω νὰ μπῶ στὸ μνῆμα σου, νά ’μαι μ’ ἐσὲν ὁμάδι ,
καὶ νὰ κατέβω σύψυχη , συζώντανη στὸν Ἅδην,
νὰ δείρω ’κεῖ τὰ στήθη μου εἰς τοὺς προπάτοράς μου,
τὴν Εὔαν καὶ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὁπού ’σαν πρόγονοί μου,

         110
νὰ λυπηθῶ καὶ νὰ δαρθῶ, ὀδυνηρὰ νὰ κλάψω
καὶ νὰ βοήσω θλιβερὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς νὰ κράξω:

Αφού απευθύνθηκε πρώτα στα επίγεια (ουρανό, γη κ.τ.ό.) και εξέφρασε την επιθυμία της να κατέβει κάτω στον Άδη για να δείξει τον πόνο της, η Θεοτόκος απευθύνεται τώρα στους προγόνους: στον Αδάμ (στ. 112-115), στον Κάιν (στ. 116-118), στον Αβραάμ (στ. 119-128), στον Ιακώβ (στ. 129-135) και στον Μωυσή (στ. 136-144).
Αμέσως μετά ακολουθεί η αποστροφή στους χριστιανούς (στ. 145-153), τους οποίους παρακινεί να προσκυνήσουν για να λυτρωθούν, δεόμενοι για τη σωτηρία των ψυχών τους. Έπεται η δέηση των χριστιανών (στ. 154-182), στην οποία "απαντά" ο Χριστός ευλογώντας τους πιστούς (στ. 182-192) και στην κατακλείδα αυτή εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα όλου του ποιήματος.

         [154]
«Χριστέ, ὁποὺ ἐποῖκες οὐρανὸν κ’ ἐθεμελίωσες κόσμον,

           155
καὶ ὁποὺ ’πλασες τὸν ἄνθρωπον μὲ τὰ ἴδια σου χέρια,
καὶ τώρα τὰ ἐξάπλωσες εἰς τὸν σταυρὸν ἀπάνω,
καὶ ἐπληγώθης, Δέσποτα, πέντε πληγαῖς τὸ σῶμα,
χεῖρας καὶ πόδας, βασιλεῦ, καὶ τὴν πλευράν, Χριστέ μου,
διὰ νὰ σώσης, εὔσπλαγχνε, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,


                 
           160
συγχώρησον, ἐξάλειψον ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας,
ὁποὺ πιστεύομεν εἰς σὲ καὶ ὅλοι ὁμολογοῦμεν
τὴν γέννησιν, τὴν βάπτισιν, τὴν σταύρωσίν σου ταύτην,
πιστεύομεν καὶ τὴν ταφὴν καὶ τὴν ἀνάστασίν σου
καὶ τὴν φρικτὴν ἀνάληψιν εἰς οὐρανοὺς ἀπάνω,


           165
κἀκεῖθεν ἀναμένομεν δεύτερον νὰ σὲ δοῦμεν
κριτὴν φρικτὸν καὶ φοβερὸν μετὰ μεγάλης δόξης,
ὁποίαν ὀνομάζομεν δευτέραν παρουσίαν,
οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν, τοὺς τόπους νὰ ἑτοιμάζουν.
Εἰς τόπον τοῦτον, βασιλεῦ, εἰς τοῦ Δαυὶδ τοὺς οἴκους,

           170
θέλεις καθίσειν, ὕψιστε, κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου,
οἱ ἄγγελοι νὰ τρέχουσιν δεξὰ καὶ ἀριστερά σου,
εἰς τὴν κοιλάδα τὴν φρικτήν, λέγω, τὴν τοῦ κλαυθμῶνος ,
τὰ ἔθνη ὅλα νά ’λθουσιν, τὰ γόνατα κλιμένα ,
ἐσὲν νὰ προσκυνήσουσιν ὡς ποιητὴν τοῦ κόσμου,

           175
οἱ δίκαιοι νὰ ἔλθουσιν μὲ παρρησίαν μεγάλην
στὴν δεξιάν σου νὰ σταθοῦν, νὰ χαίρωνται μετά σου,
οἱ ἄθλιοι ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν ἀριστεράν σου
μὲ στεναγμοὺς νὰ ἐκδέχωνται καὶ τὴν ἀπόφασίν σου.
Τότε, Χριστὲ παμβασιλεῦ καὶ ποιητὰ καὶ κτίστα,
  
           180

ἡμᾶς, ὁποὺ δακρύσαμεν τώρα τὴν σταύρωσίν σου,
θεράπευσον ὡς εὔσπλαγχνος μὲ τὴν γλυκεῖαν φωνήν σου,
ἐκείνην τὴν πανθαύμαστον: Δεῦτε, εὐλογημένοι 
τοῦ ἀοράτου μου πατρὸς κἀμοῦ τοῦ σταυρωθέντος,
ἔλθατε ὅλοι σήμερον, ἐγὼ νὰ σᾶς πληρώσω

           185
τὰ δάκρυα ὁποὺ ἐχύσετε δριμέα στὴν σταύρωσίν μου·
τὴν βασιλείαν δίδω σας καὶ τὸν παράδεισόν μου
καὶ τὴν οὐράνιον χαρὰν μὲ ὅλους τοὺς ἀγγέλους
νὰ χαίρεσθε, ν’ ἀγάλλεσθε καὶ νὰ κληρονομῆτε,
ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου, τὸ ἅγιον μου πνεῦμα,

           190
Τριάδα νὰ λατρεύετε καὶ νὰ δοξολογῆτε
ἀθάνατον, ἀΐδιον Θεὸν καὶ βασιλέα,
καὶ μετὰ μᾶς νὰ χαίρεσθε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας’».


Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Η «Μαγδαληνή» του Νίκου Καζαντζάκη


Magdalena penitente, atrib., 1610, Napoli - Museo di Capodimonte
Carlo Sellitto (1581 –1614) - CARAVAGGIO E CARAVAGGESCHI



«Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη»

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

"Διάφανη ιστορία" της Νότας Χρυσίνα



(ένα μικρό διήγημα, βασισμένο πάνω στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, που υπέβαλα για εργασία)

Φοράει έναν κατακόκκινο σκούφο και βιάζεται να μπει στο μετρό. Τα μάτια της είναι κρυμμένα πίσω από δυο μεγάλους φακούς.
      «Μαίρη, πώς μεγάλωσαν τα μάτια σου τόσο» της πέταξα.
      «Για να βλέπω καλύτερα» μου αντιγύρισε.
Σύμπτωση ή είχε ανακαλύψει ότι το διήγημα που είχα στείλει για επιμέλεια στον εκδοτικό οίκο η Σφίγγα ήταν αντιγραμμένο λέξη προς λέξη από εκείνο του Σαμαράκη; Και το άλλο με τα παιδικά παραμύθια που παρουσίασα στη Λέσχη Λογοτεχνών… Με κοίταζε με ένα βλέμμα περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: «Ξέρω».
Ξαφνικά γυρνάει, και λέει δήθεν αδιάφορα:
         «τὸ κυνήγι ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς              τὰ σκάγια».
«Τι εννοείς;» προλαβαίνω να της πω τρέμοντας ενώ κατεβαίνει στη στάση Σύνταγμα. Απάντηση δεν πήρα. Είμαι σίγουρος. Ξέρει.
Ο κόκκινος σκούφος της χάθηκε στο βάθος μέσα στο πλήθος. Το στομάχι μου είχε βαρύνει. Ανάπνεα με δυσκολία σαν να είχα καταπιεί πέτρες. Κυοφορούσα τα ψεύδη μου.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Η κατάρα και η δόξα τού Πόου

γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης


Ο ποιητής του Κορακιού, πρόδρομος του αστυνομικού μυθιστορήματος και της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς παγκοσμίως, διακόσια χρόνια από τη γέννησή του


Το 1827, όταν ήταν μόλις 18 ετών, ο Ε. Α. Πόου τύπωσε στη Βοστώνη την πρώτη του ποιητική συλλογήΤαμερλάνος και άλλα ποιήματα. Στο εξώφυλλο του μικρού αυτού βιβλίου των 50 σελίδων εφέρετο ως συγγραφέας «ένας Βοστωνέζος». Την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου ένα αντίτυπο της συλλογής αυτής βγήκε σε δημοπρασία στις ΗΠΑ από τον οίκο Christie΄s και πουλήθηκε για 662.000 δολάρια. (ΟΤαμερλάνοςέχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας από τον Τ. Κ. Παπατσώνη.)

Ο Πόου πέθανε 40 ετών, στις 7 Οκτωβρίου 1849, στο Νοσοκομείο Washington College. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα τον είχαν βρει πεσμένο σε δρόμο της Βαλτιμόρης να παραληρεί. Ηταν τύφλα στο μεθύσι και φορούσε δανεικά ρούχα. Τα χρήματα για να πιει τα είχε εξασφαλίσει πουλώντας την ψήφο του. Λέγεται ότι στο νοσοκομείο μέσα στο παραλήρημά του καλούσε τον Ρέινολντς, έναν από τους ήρωές του, να έλθει και να του σώσει τη ζωή.

Η συμπλήρωση 200 χρόνων από τη γέννησή του φέρνει ξανά στο προσκήνιο τα περιστατικά της τραγικής ζωής ενός ανθρώπου που έζησε μέσα στη φτώχεια και στον αλκοολισμό και που μετά τον θάνατό του ο θανάσιμος εχθρός του Ρούφους Γουίλμοτ Γκρίσγουολντ κατάφερε να γίνει ο εκδότης των έργων του και να τον δυσφημήσει μετά θάνατον σε απίστευτο βαθμό, χαρακτηρίζοντάς τον «μεθύστακα» και «παράφρονα τοξικομανή». Η «κατάρα» του Γκρίσγουολντ κυνηγά ακόμη και σήμερα το φάντασμα του συγγραφέα. Ακόμη και σπουδαίοι αγγλόφωνοι συγγραφείς αμφισβήτησαν την ιδιοφυΐα και την αξία του, από τον Εμερσον και τον Μαρκ Τουέιν ως τον Χάξλεϊ, τον Πάουντ και τον Τ. Σ. Ελιοτ. Ο Γκρίσγουολντ για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του παρέθεσε επιστολές του Πόου, οι οποίες όμως αποδείχθηκε έπειτα από χρόνια ότι ήταν πλαστές. Το στίγμα ωστόσο έμεινε. Ο Πόου παρά ταύτα, πέραν του ότι και σήμερα παραμένει στη χώρα του εξαιρετικά δημοφιλής (όπως άλλωστε και σε όλον τον κόσμο), τις μεγάλες τιμές τις γνώρισε στην Ευρώπη, στην οποία έτυχε απείρως μεγαλύτερης φήμης και αναγνώρισης, κυρίως λόγω των εξαίρετων μεταφράσεων των ποιημάτων του από τον Μποντλέρ. Και στην Ελλάδα φυσικά, όπου έχει μεταφραστεί πάμπολλες φορές. Αρκεί μόνο να θυμίσουμε ότι ο Σεφέρης έγραψε πάνω στοΚοράκιτο δικό του Raven. Ας σημειωθεί ότι για το ποίημα τούτο, ένα από τα διασημότερα στον κόσμο, ο Πόου έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 9 δολαρίων!

Ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας 
Αυτό το μαύρο πρόβατο των αμερικανικών γραμμάτων υπήρξε, εκτός από σημαντικός ποιητής και καταπληκτικός πεζογράφος, ο καλύτερος κριτικός και επιπλέον ο υπ΄ αριθμόν ένα επιμελητής της εποχής του. Ως τον θάνατό του διόρθωνε και βελτίωνε τα δικά του κείμενα, όπως αποδεικνύουν οι αναρίθμητες σημειώσεις στα περιθώρια των βιβλίων και των δημοσιευμάτων του. Τη σύγκρουσή του με τους υπερβατιστές την πλήρωσε ακριβά, αφού οι τελευταίοι ήταν εκείνοι που θα καθόριζαν την πορεία την οποία θα έπαιρναν τα αμερικανικά γράμματα. Τον τόνο θα τον έδιναν ο Γουόλτ Γουίτμαν και ο Εμερσον- και όχι ο σκοτεινός και αλλόκοτος ποιητής τουΚορακιού. Τι και αν ήταν αυτός με τον οποίο καθιερώνεται στις ΗΠΑ το διήγημα, αν με τα δικά του διηγήματα αποκτά υπόσταση η αστυνομική λογοτεχνία, αν ήταν εκείνος που καθιέρωσε τη μορφή του ντετέκτιβ και αν η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας τον θεωρεί- και δικαίως- έναν από τους προδρόμους της;

Ο Πόου θα γινόταν πασίγνωστος μετά θάνατον, ενώ όσο ζούσε ακόμη και τα δημοφιλέστερα έργα του δεν του εξασφάλιζαν αρκετά χρήματα για μια αξιοπρεπή ζωή. Είχε αποφασίσει να ζήσει ως επαγγελματίας συγγραφέας- για την ακρίβεια, ήταν ο πρώτος στη χώρα του - σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε νόμος για προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και η πειρατεία ήταν συνηθέστατο φαινόμενο. Τον χαρακτήριζαν συν τοις άλλοις και άλλα «ελαττώματα», όπως το να διατυπώνει με παρρησία τη γνώμη του. Είχε λ.χ. την τόλμη να κατηγορήσει για λογοκλοπή έναν ποιητή εξαιρετικά διάσημο στην εποχή του, τον Λονγκφέλοου, και αυτό το πλήρωσε πολύ ακριβά, ασχέτως του ότι σήμερα ο ίδιος ανήκει στις λογοτεχνικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα που το έργο τους ξεπέρασε την εποχή τους και τον Λονγκφέλοου δεν τον θυμάται σχεδόν κανένας.

Εμμονές με την κρυπτογραφία 
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και όλα τα γνωρίσματα του βίου και των συνηθειών που η συντηρητική και κατά βάση πουριτανική αμερικανική κοινωνία της εποχής δεν συγχωρούσε. Ηταν μπεκρής, είχε πάθος με τον τζόγο, παντρεύτηκε την ανήλικη εξαδέλφη του, παράτησε τις σπουδές του, η μητέρα του πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός αφού πρώτα ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει, τον υιοθέτησε ένας πουριτανός και αυτή την αγωγή δεν την άντεξε, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το σπίτι των θετών γονέων του και να καταταγεί στον στρατό στα 18 του χρόνια δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία (ότι είχε κλείσει τα 21). Και στην τέχνη του υπήρξε αυτοδημιούργητος. Ο Πόου δημιούργησε λογοτεχνικούς απογόνους, αλλά ο ίδιος δεν είχε αντίστοιχους προγόνους. Ηταν μόνος, όπως γράφει σε κάποιο από τα ωραιότερα ποιήματά του, ένα μετέωρο, ορφανός στην τέχνη όπως υπήρξε και στη ζωή του, ένας παραδαρμένος που άλλαζε σπίτια συνεχώς: στη Βοστώνη, στο Ρίτσμοντ, στη Βαλτιμόρη, στη Νέα Υόρκη.

Ολα τούτα ήταν υπεραρκετά για να τον καταστήσουν αποδιοπομπαίο τράγο. Αλλά σήμερα, 200 χρόνια από τη γέννησή του, θυμάται κανείς αυτά που έλεγε ο δημιουργός τού Σέρλοκ Χολμς Αρθουρ Κόναν Ντόιλ: ότι κάθε διήγημα του Πόου είναι η ρίζα από όπου έχει βλαστήσει μια ολόκληρη λογοτεχνία και ότι η αστυνομική ιστορία δεν ήταν τίποτε ώσπου ο ιδιοφυής εκείνος να της εμφυσήσει ζωή. Και βιβλία σαν τιςΠεριπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πυμ από το Ναντάκετείναι από εκείνα που γράφονται κάθε εκατό χρόνια. Από το δεύτερο μέρος αυτού του εξαίσιου μυθιστορήματος βγαίνουν έναν αιώνα αργότερα ταΚυκλικά ερείπιατου Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Τη συνέχειά του θέλησε να μας δώσει γράφοντας τηΣφίγγα των πάγων ο Ιούλιος Βερν. Ξεκινώντας από μια τρελή αλλά εξαιρετικά δημοφιλή θεωρία της εποχής κάποιου Συμς, ότι η Γη είναι κούφια στους πόλους, ο Πόου έγραψε ένα από τα εκπληκτικότερα μυθιστορήματα φαντασίας. Τα ενδιαφέροντά του για την κρυπτογραφία λοιδορήθηκαν συχνά, αλλά στο δοκίμιό τουΕureka:Α Ρrose Ρoem- και αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι είναι γεμάτο επιστημονικά λάθη- ο Πόου «προλέγει» τη θεωρία του big bang για το Σύμπαν 80 χρόνια πριν από την επιστημονική της διατύπωση. Οσο για τις εμμονές του με την κρυπτογραφία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εξαπλώθηκαν στις ΗΠΑ εξαιτίας των διηγημάτων του. Γι΄ αυτό και πολλοί υποστηρίζουν βάσιμα ότι ο «βασιλιάς» της κρυπτογραφίας Γουίλιαμ Φρίντμαν στράφηκε σε αυτήν διαβάζοντας μικρός διηγήματα του Πόουτο ομολογεί μάλιστα και ο ίδιος. Τις μεθόδους αποκρυπτογράφησης που χρησιμοποίησε ο Πόου άλλωστε αξιοποίησε για να αποκρυπτογραφήσει στον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο τον περίφημο γιαπωνέζικο purple code.

Ενας συγγραφέας που έδινε τόσο μεγάλη σημασία στο ύφος και στη γλώσσα και ταυτοχρόνως στην πρωτοτυπία και στην ένταση του θέματος δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλεί τον φθόνο. Το να παράγεις υψηλή και ταυτοχρόνως λαϊκή λογοτεχνία είναι από τα πλέον σπάνια στα παγκόσμια γράμματα. Ο Πόου το πέτυχε με ορθολογικές, όπως ισχυριζόταν, μεθόδους προσχεδιάζοντας και εξετάζοντας το καθετί προτού καθήσει να το γράψει. Στο περίφημο δοκίμιό τουΗ φιλοσοφία της σύνθεσηςεξηγεί ότι το «παραληρηματικό» Κοράκιτου ήταν προϊόν απόλυτου ελέγχου και σχεδιασμού και όχι παράγωγο της έμπνευσης. Στον ίδιο οφείλουμε και τον καλύτερο ως σήμερα ορισμό του διηγήματος, που το θεωρεί«απόσπασμα μυθιστορήματος το οποίο μπορεί να διαβαστεί σε δημόσια συγκέντρωση».

Γι΄ αυτό ακόμη και σήμερα είναι πάντοτε φρέσκα τα λουλούδια που αποθέτουν οι αναρίθμητοι θαυμαστές του στον τάφο του στη Βαλτιμόρη.