Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Αναστάσης Βιστωνίτης συνομιλούν με το "RAVEN" του Πόου

Raven

In memoriam E. A. P.


Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ' ακίνητο κοράκι;
τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.

Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ' αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ' τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ' ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ως πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ' απ' τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα - ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ' όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά ...

 Γιώργος Σεφέρης, Κοριτσά, χειμώνας 1937


T H E    R A V E N

Στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου τὸ κρύο φῶς τοῦ δωματίου.
Κόκκινες πληγὲς τὰ μάτια καρφωμένα στὸ κενό.
Στὸ ταβάνι μαῦρο στίγμα καὶ τὸ στῆθος μου ἕνα ρῆγμα,
δηλητηριῶδες μεῖγμα στὸ ποτήρι τὸ νερό –
σπάζουν γύρω μου τοπία μ’ ἕνα σκοτεινὸ σπασμό.
Σώματα πελεκημένα καὶ ποτάμια παγωμένα,
πρόσωπα μεταφερμένα σ’ ἕνα μέλλον σκοτεινό,
χάνονται μακριὰ τὰ φῶτα κι ἔχω ἀκάλυπτα τὰ νῶτα –
κομματιάζουνε τὴν πόρτα μ’ ἕναν ξέφρενο ρυθμό.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόβο ποὺ μὲ σπρώχνει στὸ κενό.
Τὸ πουλί, βαλσαμωμένο, μοῦ φωνάζει: «Περιμένω
ἕνα χτύπημα στὸ χρόνο, μιὰ ἄγρια νεροποντή».
Πρὶν ἐτούτη ἡ νύχτα λήξει κάποιο χέρι θὰ μὲ πνίξει
καὶ μὲ φόβο θὰ τυλίξει τὴν αὐριανὴ ἀστραπή.
Δίχως φῶς καὶ δίχως χρῶμα θὰ μὲ θάψουν τὴν αὐγή;
Ἀπαντῶ στὸν ἑαυτό μου: «Εἶσαι γέννημα τοῦ τρόμου,
παραλήρημα τοῦ ἀνέμου ποὺ σφυρίζει στὰ κλαδιά,
στάχτη μιᾶς φωτιᾶς σβησμένης, τίποτε δὲν περιμένεις,
γέννημα τῆς πεθαμένης νύχτας ποὺ σὲ κυνηγᾶ».
Λύκοι ἀπ’ τὸ Βορρὰ θὰ σπείρουν αὔριο δόντια καὶ σκουριά.
Ἄνοιξη κομματιασμένη καὶ στ’ ἀγρίμια μοιρασμένη,
πέφτουν τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ παγώνουν οἱ πηγές,
ἔτσι ἡ λύπη μου φυτρώνει πάνω σ’ ἕνα ὑγρὸ σεντόνι,
ἔτσι ἡ λύπη μου ματώνει τῶν ματιῶν μου τὶς πληγές.
Ζῶ σ’ ἕνα παρὸν ἀβέβαιο κι ἕνα σπαραγμένο χθές.
Τὸ πουλί, ἀναστατωμένο, μοῦ φωνάζει: «Κατεβαίνω
ἀπ’ τὸν κόσμο τοῦ θανάτου κι ἀπ’ τὴ χώρα τῆς ὀργῆς».
Τρίζουν πόρτες καὶ σανίδια, μπαίνουν ἀπ’ τὶς τρύπες φίδια,
πέτρες, σίδερα, σκουπίδια καὶ μαχαίρια τῆς σφαγῆς.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόνο καὶ τὴν τρέλα τῆς φυγῆς.
Ἔτσι πέθανε τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ἀγγέλων
ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ πένθος γιὰ νὰ βάψουν τὰ φτερά.
Τρόμος ἔγινε ἡ γαλήνη καὶ τὰ χρώματα μοῦ σβήνει,
γύρω γύρω ἡ νύχτα στήνει τὰ τρελά της σκηνικά –
ὁ οὐρανὸς μοῦ δείχνει νέφη καὶ τὴ σάπια του καρδιά.
Πέφτουν στὸ θολὸ μυαλό μου τὰ πηχτὰ νερὰ τοῦ δρόμου,
μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τρέχουν τῶν ἐπίπλων οἱ σκιές,
εἶμαι μόνος μου, κρυώνω καὶ τὴν τρέλα μου πυκνώνω
σ’ ἕνα μεθυσμένο χρόνο πού ’χει γύρω του γραμμὲς
μπερδεμένες μὲς στὸ χῶρο καὶ σ’ ἀνώνυμες φωνές.
Ἕνα φῶς σκελετωμένο, βλέμμα κάποιου κρεμασμένου
μὲ τὰ μάτια πεταγμένα πρὸς τὸ μέλλον καὶ σκληρά,
σὰν ἐξογκωμένος φόνος πέφτει στὴ ζωή μου ὁ χρόνος,
σὲ μιὰ κάμαρα εἶμαι μόνος μ’ ἐφιάλτες καὶ σφυριὰ
κι ἕνα ἐβένινο κοράκι κρώζει καὶ σκορπάει φτερά.
Δὲν μπορῶ να σὲ ρωτήσω. Ἀπὸ τὸ παρόν σου πίσω
κρύβεται, πουλί, μιὰ λάμψη καὶ μιὰ μέθη ἀπὸ φωτιά.
Φιμωμένος στὴ σιωπή μου, χτυπημένος στὴ στοργή μου,
μὲ τὸ χρῶμα τῆς ἐρήμου ποὺ σκοτώνει τὰ φυτὰ
ταξιδεύω σ’ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν γέννησε πουλιά.

Αναστάσης Βιστωνίτης 


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ "ΜΑΣ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑ"







Εαρινή προβολή
                    I
Ήταν σκοτεινιασμένος
ο ουρανός του ονείρου
Μετά ξημέρωσε
σκοτεινιασμένη μέρα
Άνδρες γυναίκες συρροή
αγνώστων συντροφίες
Αυτός ο κύριος αυτή
με τον λευκό λαιμό
Αυτός ο κύριος αυτή
― Με το μαύρο περίστροφο
Φιγούρες δίχως βλέμμα
μου γνέφουν μου μιλούν
Τους σέρνω όλους στη δουλειά
τη μυστική συνάντηση
με τον εντεταλμένο
του μεσιτικού στη γενική
συνέλευση στην εφορία
Πουλώ το βιος μου ξεπουλώ
σάλες γεμάτες τράπεζες
λαμπρές οινοποσίες
του ύπνου μου του ξύπνου μου
εμένα σώμα και ψυχή
υπάρχοντά μου όλα
με πουλώ με ξεπουλώ
υπάρχοντά μου
          παρελθόν
αυτός με τον λευκό λαιμό
με το μαύρο περίστροφο
Φιγούρες
αεικίνητες
καλά κρυμμένα
μυστικά
γλίτωσαν όλοι
Κι ο δολοφόνος του φονιά
στο πιο ωραίο άλλοθι
μακριά στην Γουαδελούπη
Γλίτωσαν όλοι
πλην εμού
που τους ονειρευόμουν


              II
Έως εδώ το όνειρο
και τώρα η προφητεία
Ύπνοι χωρίς ενύπνια
Φθινόπωρο χωρίς βροχή
Τσιγάρο στον ακάλυπτο
Γυμνή το καταχείμωνο
Κανείς να μη ζεσταίνεται
Κανείς να μην κρυώνει
Από παντού να βρέχεσαι
Από παντού να καίγεσαι
Άθικτος ως πριν
Να παραμένεις
Ώστε
δεν είμαι μόνη,
καλά το είπες
Και προπαντός
που δεν περίμενες
ο κόσμος σου να φωτιστεί
από έναν κάποιο ήλιο.


ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Εργογραφία:
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Δύο όνειρα πριν, Μανδραγόρας 2000
’Αλλοτε αλλού, Νεφέλη 2004
Ωδικά πτηνά, Τυπωθήτω 2008
Υπογείως, Τυπωθήτω 2012
Μας προσπερνά, Κέδρος 2015

"ΑΙΓΙΣ" της Φοίβης Γιαννίση

Αναδημοσίευση από:
 fairead-GR


ΑΙΓΙΣ

φεύγουνε σωρηδόν οι καραβιές με τους ανθρώπους
νεαρούς και δυνατούς.
πίσω οι μάνες με τις μαντίλες τυλιγμένες 
«πού να ’σαι, γιε μου» – αναρωτιούνται
κάθε μέρα και προσεύχονται. 
στο φως.
άραγε για το τέλος να μαθαίνουν;
«πού είσαι, γιε μου» – λέει η θεά Θέτις
κορμοράνος ή σουπιά
βουτώντας κατακόρυφα στης θάλασσας τα βάθη
κολυμπώντας αβίαστα σαν το πουλί στον ουρανό.
σε πότισα ροδόσταμο
σε μεγάλωσα – με το γάλα μου με τη θεϊκή φωτιά μου
σε βούτηξα μέσα της ολόκληρο
ασπίδα στο σώμα σου όταν θα είναι μακριά μου.
αλλά τα σώματα είναι σώματα τα σώματα είναι ύλη
κι έπρεπε από τους αστραγάλους
ανάποδα να σε κρατώ
από τις φτέρνες τις μικρές σου.
κι αυτή η της αθάνατης λαβής σφραγίδα
έγινε το τρωτό σημάδι σου αγαπημένε.
ο τόπος της λαβής της μάνας
σημάδι του θανάτου.

H "υπερπραγματικότητα" και ο "έξυπνος" άνθρωπος είναι ήδη εδώ!

γράφει η Νότα Χρυσίνα*


Ο Homo facebook είναι ήδη εδώ, τρέμε Homo sapiens

Ο νέος άνθρωπος σκέφτεται με το χέρι που πληκτρολογεί. Σε λίγο θα φοράει προέκταση στο χέρι του ένα πληκτρολόγιο ή touch screen. 
Η ηδονή θα είναι καταχωρημένη στα emoticon ως μία ακόμη φατσούλα. Με άλλη φατσούλα θα χαμογελάς. Σε λίγο θα εξαλειφτούν οι συσπάσεις των μυών από το πρόσωπο και όλη η επικοινωνία θα γίνεται μέσα από οθόνες. Η πραγματικότητα θα είναι εκείνη για την οποία είχε μιλήσει ο Μπωντριγιάρ δηλαδή "η απώλεια του πραγματικού".

Εχουμε ζήσει κάθε όργιο απελευθέρωσης. Συνεχίζουμε ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση, παρότι γνωρίζουμε ότι κατευθυνόμαστε στο κενό, στήνοντας σκηνικά προσομοίωσης. Τι ιδέα κι αυτή! Τι μας λέει ο Μπωντριγιάρ; Οτι είμαστε έτοιμοι να ξαναπαίξουμε από την αρχή όλα τα εξαντλημένα σενάρια. Δεν το συνειδητοποιούμε, αλλά ήδη αναπαράγουμε ιδανικά, εικόνες, όνειρα που εφεξής βρίσκονται πίσω μας και που εμείς οφείλουμε να αναπαράγουμε με ένα είδος μοιραίας αδιαφορίας. Ισως να διαφωνήσουμε με το «οφείλουμε» του Μπωντριγιάρ. Η αναπαραγωγή είναι αποτέλεσμα της έλλειψης της δυναμικής του καινούργιου, παρότι οτιδήποτε καινούργιο θεωρείται εκ προοιμίου εχθρικό για τον πολίτη. Θα συμφωνήσουμε όμως με το σκεπτικό του Γάλλου διανοητή ότι η ιδέα της προόδου έχει εκλείψει, αλλά η πρόοδος συνεχίζεται. Η ιδέα του πλούτου που υπο-τείνει την παραγωγή έχει εκλείψει, η παραγωγή όμως προχωράει. Η ιδέα του πολιτικού έχει εκλείψει, όμως το πολιτικό παιχνίδι συνεχίζεται με μια κρυφή αδιαφορία για το ίδιο το διακύβευμά του.



Το βλέμμα ήταν μέχρι σήμερα ένδειξη υγιούς επικοινωνίας. Η όραση μπορούσε να πιστοποιήσει τη σχέση σου με την πραγματικότητα. Κανένας "ψυχοπαθής" δεν σε κοιτάζει στα μάτια. Τα "μάτια της ψυχής" που έλεγε ο Σολωμός είναι κλειστά σε όσους η ψυχή νοσεί. Το Διαδίκτυο κρατάει τα μάτια της ψυχής "ερμητικά κλειστά" και ο κόσμος μας ο εσωτερικός φυλακίζεται πίσω από μια εικόνα. Η μη πραγματικότητα γίνεται... ορατή. Αυτό που βλέπουμε δεν υπάρχει. Ό,τι υπάρχει είναι πίσω από το ορατό. Συμβαίνει μια αντιστροφή του μέσα με το έξω και μια σύγχυση. Ποιος είμαι όταν δεν με βλέπετε;

Η ντροπή δεν υπάρχει πλέον. Αυτό το συναίσθημα που μας υπαγορεύει να νιώθουμε μια ταραχή ή ένα αίσθημα αναξιοπρέπειας μπροστά στις συνέπειες μιας φράσης μας ή μιας ενέργειάς μας, που μας οδηγεί να σκύβουμε το κεφάλι, να χαμηλώνουμε τα μάτια, να αποφεύγουμε το βλέμμα του άλλου, να είμαστε ταπεινωμένοι και φοβισμένοι, φαίνεται ότι έχει χαθεί. Σήμερα η ντροπή, αλλά και η δίδυμη αδελφή της η σεμνότητα, δεν αποτελεί πλέον ένα φρένο στο θρίαμβο της επιδειξιομανίας, στην ηδονοβλεψία, τόσο μεταξύ των απλών ανθρώπων όσο και μεταξύ των ηγετικών τάξεων.
Η απώλεια αξίας της ντροπής σχετίζεται και με ένα άλλο μοναδικό φαινόμενο: την εξιδανίκευση του κοινότοπου και του ασήμαντου. Το εντυπωσιασμένο βλέμμα των πολλών δεν στρέφεται πλέον προς πρόσωπα ηθικά ή διανοητικά σπουδαία αλλά σε ανθρώπους μέτριους, ανώνυμους, απολύτως όμοιους με τον άνθρωπο του δρόμου ή με τη γυναίκα της διπλανής πόρτας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παράγεται από την τηλεόραση, από ορισμένα προγράμματα με μεγάλη ακροαματικότητα, όπως ο «Μεγάλος Αδελφός».

Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Αννα Μαρία Παντόλφι, είναι πιθανό η επιδειξιομανία και η ηδονοβλεψία, που κυριαρχούν ακαταμάχητες, να είναι στην πραγματικότητα η ένδειξη μιας διαδεδομένης έλλειψης ταυτότητας, δηλαδή ενός εύθραυστου και φτωχικού ναρκισσισμού, «σύμφωνα με τον οποίο το να μας βλέπουν και να είμαστε γνωστοί, όποιο και αν είναι το τίμημα που πληρώνουμε γι’ αυτό, φαίνεται να είναι το μοναδικό φάρμακο απέναντι στον κίνδυνο να νιώθουμε ότι δεν έχουμε καμιάν αξία».

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΚΑΒΑΦΗΣ και ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ μια συνομιλία αισθητών!


Εισαγωγικό σχόλιο Νότα Χρυσίνα*



                                                    Caravaggio

Το Σύνταγμα της ηδονής είναι ένα από τα τρία σωζόμενα πεζά ποιήματα του Καβάφη τα άλλα δύο είναι Τα Πλοία και τα Ενδύματα.  Υπολογίζεται (με κριτήριο τη γλώσσα και την ωριμότητα της έκφρασης) ότι έχουν γραφεί ανάμεσα στα 1894 και 1897. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο ποιητής μεταβαίνει από το ρομαντισμό στον αισθητιστισμό και τον συμβολισμό. Με τα πεζά αυτά ποιήματα αποπειράται να ανανεώσει την ποιητική του έκφραση. Οι απόπειρες αυτές έμειναν χωρίς συνέχεια.
Ο όρος «ποίημα εν πεζώ λόγω» απαντά σε δοκιμιακό πεζό του Καβάφη το 1892, όπου αναλύεται όχι κάποιο πεζόμορφο ποίημα, αλλά η πρόζα του Φιλοστράτου. 
Ο Καβάφης φαίνεται να γνωρίζει το έργο του Μπωντλαίρ και να συνομιλεί με τον αισθητισμό. Όμως, η ιδοσυγκρασία του δεν του επιτρέπει να περάσει από τον ύμνο  για το ωραίο σώμα και την ηδονή στα ακραία προτάγματα του αισθητισμού, τα οποία αγγίζουν το κακό, το άρρωστο και νοσηρό. Η μελαγχολία του Καβάφη είναι η μελαγχολία ενός αριστοκράτη που διαλέγει τη μοναξιά από σνομπισμό και δεν κατατρύχεται από τον δυισμό των καταραμένων ποιητών όπως ο Μπωντλαίρ με τα αισθήματα έλξης και άπωσης προς τον κόσμο ή τον έρωτα. Ο Μπωντλαίρ ένας flaneur της πόλης εντοπίζει στην πραγματικότητα το παράδοξο και καταφεύγει στο όνειρο όπως φαίνεται από το πεζοποίημα Η μελαγχολία του Παρισιού.  Ο διχασμός των αισθημάτων του μεταφέρεται στο πεζοποίημα που φαίνεται και αυτό να διχάζεται ανάμεσα σε δύο είδη. Το ίδιο είδος δεν φαίνεται να εκφράζει τον Καβάφη ο οποίος περνάει στον συμβολισμό και στον ρεαλισμό μέσα από την ώριμη ποιητική του ματιά. Ο Καβάφης πατάει γερά στην Ιστορία κι εκεί συναντάει τον άλλο του εαυτό, το alter ego του, πότε στον Καισαρίωνα και πότε στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς. Ο Καβάφης είναι ελληνικός. Ο Μπωντλαίρ όμως θέλει να μεταμορφώσει το εδώ και τώρα του τότε Παρισιού, κι όταν συνειδητοποιεί ότι αδυνατεί να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, την οποία αγαπά να μισεί, οδηγείται στη μελαγχολία, το spleen. 
Ο Καβάφης σώζεται από το ωραίο, μεθάει μέσα του. Αντίθετα, ο Μπωντλαίρ χάνεται εξαιτίας της αδυναμίας του να σώσει το ωραίο καθώς όπως ομολογεί "η σπουδή του ωραίου είναι μια μονομαχία όπου ο καλλιτέχνης κραυγάζει από τρόμο προτού να νικηθεί".



Το Σύνταγμα της Hδονής

Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν  και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.  /  Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.  /  Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.  /  Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.  /  Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.



Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ

Charles Baudelaire (1821-1867), “το σπλην του παρισιού” (μτφρ επίμετρο Κώστας Ριτσώνης

Πόσο είναι διαπεραστικά τα απογεύματα του φθινοπώρου ! Αχ! διαπεραστικά μέχρι να πονέσεις! γιατί υπάρχουν κάποιες ηδονικές αισθήσεις των οποίων η αοριστία δεν αποκλείει την ένταση … και δε βρίσκεται ακίδα πιο μυτερή από εκείνη του Απείρου.
Μεγάλη ευχαρίστηση για κείνον που βυθίζει το κοίταγμα του μέσα στο απέραντο του ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά,σιωπή,
άφθαστη αγνότητα του γαλάζιου! Ένα μικρό ιστιοφόρο τρεμουλιάζει στον ορίζοντα, και με τη μικρότητα του και την απομόνωσή του μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη, μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς , κι όλα τα πράγματα σκέφτονται για μένα, ή εγώ σκέφτομαι γι’ αυτά < γιατί μέσα στο μεγαλείο του ονείρου , το εγώ γρήγορα χάνεται! … σκέφτονται, λέω, όμως μουσικά και γραφικά , χωρίς λεπτολογίες, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.
Κάθε φορά , αυτές οι σκέψεις, που βγαίνουν από μένα ή εφορμούν από τα πράγματα , γίνονται γρήγορα πολύ έντονες. Η ενέργεια μέσα στην ηδονή δημιουργεί μια αδιαθεσία και μια θετική οδύνη. Τα νεύρα μου πολύ τεντωμένα δε δίνουν πια παρά κραδασμούς παραπονιάρικους και οδυνηρούς .
Και τώρα το βάθος του ουρανού με καταπλήσσει …η διαφάνειά του με εξαγριώνει . Η αναισθησία της θάλασσας, το αμετάβλητο του θεάματος , με αγανακτούν…Αχ! πρέπει για πάντα να υποφέρουμε, ή για πάντα να αποφεύγουμε το ωραίο ; Φύση , γόησσα , χωρίς οίκτο, αντίπαλε που πάντοτε νικάς , άφησέ με! Σταμάτα να βάζεις σε πειρασμό τους πόθους και την περηφάνειά μου. Η σπουδή του ωραίου είναι μια μονομαχία όπου ο καλλιτέχνης κραυγάζει από τρόμο προτού να νικηθεί.

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

"Αναζητώντας τη Δουλσινέα σε πέντε ηπείρους" του Γιάννη Σιδέρη



ΑΜΕΡΙΚΗ

Χάθηκε ο ρυθμός της…
και που
γίνονται θυσίες.
Καταγωγές έχει
οχτώ,
 πλεγμένες τυχαία 
η μια
με την άλλη. Όταν
θα ’ναι
καλοκαίρι, ναύτες
πλοίο
θ’ αρματώσουν για να
την αναζητήσουν
 Δέος
φοβερό θα νιώσουν
μόλις
θα την αντικρίσουν.

ΑΣΙΑ

Κάτω
απ’ τις λεπτοκαρυές,
 φιάλη
με ονομαστό μέσα
υγρό
απόσταγμα ακριβό.
Amiss:
not quite right; out of place.
Κι όμως,
πάει, δόθηκε εντολή.

ΩΚΕΑΝΙΑ

Λεπτό
καλάμι λυγερό
σειέται.
Με την ανάδοχο
είναι
γερές οι σχέσεις. Με
prayers
δυνατός κρατιέται
δεσμός.
Μα πιο πολλά από
δύο
μάτια, βλέπουν μέσα
από
θαμνώδεις εκτάσεις.

ΕΥΡΩΠΗ

Ευρύ
του κρανίου της το
πλάτος·
πλατειά και η οπτική.
  Χτένι
και μαχαίρι: να πώς
κάνει
επιλογές. Όμως
τώρα
τα ναπολεόνια
–πουγκί
γεμάτο κάποτε–
πάνε…

ΑΦΡΙΚΗ

Με όλως καίριες ωδές
νίκη
εξυμνεί του “τώρα”.
Κάτι
που έμοιαζε επουσιώδες
ήρθε
δα σε πρώτο πλάνο
(δόγμα
μονοθεϊκό που
έγινε επιφανειακό:
μια
αναγκαία θυσία).
Εμπρός,
για επιδρομές νέες!