Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟΝ ΡΩΜΑΝΟ ΤΟΝ ΜΕΛΩΔΟ

γράφει ο Δηµήτρης Ι. Καραµβάλης


Iconographer: Holy Monastery Of St.Meletios,Oinoi





Ο Ρωµανός ο Μελωδός ανήκει στην περίοδο εκείνη, όπου ακµάζει το κοντάκιο, γεγονός που συµπίπτει µε την πρώτη µεγάλη ανάπτυξη της Βυζαντινής Υµνογραφίας. Η γλώσσα που χρησιµοποιεί, είναι σύνθετη, δοθέντος ότι αφ’ ενός µεν προσεγγίζει το κοινό γλωσσικό (λαϊκό) ιδίωµα της εποχής του, αλλ’ επιπροσθέτως δείχνει να είναι θετικότατα επηρεασµένος από την Αγία Γραφή και ταυτόχρονα την ρητορική ελληνική. Τούτο το κράµα, κατορθώνει να µας δώσει µιαν άλλη, ξέχωρη αυθόρµητη, εκφραστική γραφή, σε µιαν εποχή µεταβατική για τη γλώσσα µας. Η µελέτη των κοντακίων που έχει συγγράψει, αποδεικνύει την ποιότητα της τέχνης, την ένταση, την εναλλαγή των ρυθµών, το ξεχωριστό αυτό άρωµα που αποπνέει η ποίησή του, το «µυρίσαι το άριστον»!
 Μέσα στους στίχους του, κατορθώνει να µεταδώσει αφ’ ενός µεν την συγκινησιακή του φόρτιση για τα γεγονότα ενώ συγχρόνως παίρνει και µια ξεχωριστή θέση σαν άνθρωπος και σαν «εξοργισµένος» για τα όσα δια-δραµατίζονται (όπως π.χ. για το Θείον Δράµα) που όµως εναλλάσσεται και καταλήγει σε εξοµολογητικές τάσεις προσευχής και ικεσίας. Η προσωπική αγωνία και συντριβή, η συµµετοχή όχι απλώς ενός ψυχρού καταγραφέα και µόνο των γεγονότων, αλλ’ αντίθετα η βιωµατική θα λέγαµε αναψηλάφιση των γεγονότων, αλλά και η πρόσβαση όχι µονάχα στον Χριστό και τον Ιούδα αλλά και στα εγγύτερα πρόσωπα που συµπράττουν, συνιστούν και συντελούν σε µια «εφ’ όλης της ύλης» αναπαράσταση του θέµατος, µε στίχους µελίρρυτους, έχοντας ίδιον µέλος, µε την απαράµιλλη οµορφιά και συνύπαρξη ποίησης και µουσικής, σε ιδιαίτερες χρωµατικές και τονικές κλίµακες.

 Η προσεκτική µελέτη του έργου του Ρωµανού του Μελωδού, καταδεικνύει και µίαν άλλη θεωρία και ανάπτυξη του µουσικού εκείνου φαινοµένου, όπου οι παρηχήσεις είναι τόσο έκδηλες (εν χερσίν έχων τά χρήµατα») αλλά και οι ψυχικές εντάσεις, εναλλασσόµενες και συγκλονιστικές. Η «έµµετρη οµιλία» του κοντακίου, του Ρωµανού, προσδίδει κίνηση και ρυθµό, και πληρούται κατ’ αυτόν τον τρόπον, η ψυχή του ακροατή ή αναγνώστη κατά περίσταση και κατά περίπτωση, από την ίδια την ποιητική λειτουργία και µε ρυθµούς και πάθος και ένταση απαράµιλλη κι άλλοτε πάλι από µια γαλήνη και απάνεµο λιµάνι καταφυγής. Ποίηση και Μουσική, συµπορεύονται αρµονικά και κοντανασαίνουν µιάν άλλη φωνή, µιάν άλλη έκφραση και βίωση του Θείου Πάθους, µέσα από µια ψυχή που πάλεψε να το νοιώσει κατάβαθα, η γοητεία και η σφοδρή σύγκρουση και εναλλαγή των συναισθηµάτων µέσα από µια πάλλουσα πένα όχι απλώς µιας αυτοπρόσωπης παρουσίας αλλά ενός µάρτυρα αυτόπτη στα γεγονότα που ζει το πάθος και την ένταση και τις ψυχικές συγκρούσεις των δρώντων και των δρωµένων, άµεσα και συγκλονιστικά.

Στο Ρωµανό έχει αποδοθεί ο τίτλος του Μελωδού, για τις µουσικές του συνθέσεις που είναι εξαιρετικές, αλλ’ εκείνο που προξενεί εντύπωση και οπωσδήποτε ανεβάζει σε υψηλά επίπεδα αποδόσεως και ποιότητας του έργου του, είναι το γεγονός πως η γραφή του είναι δηµώδης και αρκετά από τα έργα της κατοπινής βυζαντινής γλώσσας θα τα συναντήσουµε σε µια καινούργια φόρµα πιο εξελιγµένη, µέσα στα κοντάκια του Ρωµανού. Με το Ρωµανό το Μελωδό έχουµε την απαρχή ενός φαινοµένου που συνεχίστηκε και συνεχίζεται ως τις µέρες µας, µε τον Κ.Π. Καβάφη, τον Διονύσιο Σολωµό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Γιώργο Σαραντάρη και άλλους νεότερους, που συνεχίζουν επάξια την παράδοση. Αυτός ο νεαρός στην ηλικία διάκονος που ήρθε από την Βηρυτό στην Κωνσταντινούπολη, δεν κάτεχε την γλώσσα, κι όµως, σαν κι αυτούς που προαναφέραµε, δηµιούργησαν ανανεώνοντας κι επαυξάνοντας, δίνοντας πλατύτερες διαστάσεις και δυνατότητες στη γλώσσα. Ειδικότερα ο Γιώργος Σαραντάρης µε ιταλική παιδεία όπως και ο Σολωµός µαθαίνοντας σιγά-σιγά, µε άξιους δασκάλους, έδωσαν µια πρωτόγνωρη γεύση και έκφραση ακριβώς όπως ο Ρωµανός, που κατά τον Ελύτη θα πρέπει να ήταν Σύρος στην καταγωγή: «… Επειδή συµβαίνει κι αυτό καµιά φορά στην ποίηση: ο ανεξοικείωτος, να συλλαµβάνει αποτελεσµατικότερα τις δυνατότητες που παρέχει ένα τέντωµα της γλώσσας και να τις αποτολµά, όταν ο άλλος, ο βαθύς γνώστης, έχει λόγους ν’ αντιστέκεται».

Και αυτή η επαφή, προσθέτουµε κατά την ταπεινή µας γνώµη, δίνει µιαν ατοµική θεώρηση της στιχουργίας έτσι που ο στίχος γίνεται στόχος, άρωµα, κατευθυντήρια οδός ζωής. Είναι γεγονός πως ο Ρωµανός έχει χρησιµοποιήσει στο έργο του την ελληνική, αλλά όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Καθηγητής Πανεπιστηµίου και συγγραφέας και ερευνητής Καρυοφίλης Μητσάκης, ευθυγραµµιζόµενος µε την εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού, απέρριψε τον αρχαίο κόσµο που τον αχρήστευσε η χάρις του Ιησού στο σύνολό του. Είναι ένας εξελληνισµένος Σύρος που τα κοντάκιά του δεν ήταν απλώς συνθέσεις ποιητικές και µουσικές, αλλά αποκόµιζε ο ακροατής χρήσιµες συµβουλές, οδηγίες και οράµατα – µηνύµατα.

΄Αλλωστε µην ξεχνάµε ότι ο Ρωµανός τάχθηκε αναµφισβήτητα µε την πολιτική του Ιουστινιανού που ήθελε να εξαφανίσει τις εστίες των εθνικών που ήταν πλέον ελάχιστες στην εποχή του. Ο Ρωµανός ο Μελωδός αφ’ ενός µεν παρουσιάζει δραµατικές εντάσεις και σφύζον πάθος και αφ’ ετέρου δηµιουργεί ένα γνήσιο ποιητικό σώµα και αίµα, δίχως χασµωδίες, κοµίζοντας οπωσδήποτε κάτι καινούργιο και πρωτότυπο στο χώρο της Βυζαντινής Υµνογραφίας.

Η απορία και η έκπληξη («… Απορώ και εξίσταµαι…»), γίνεται οργή και αγανάκτηση για το ανοσιούργηµα του Ιούδα. Εξ’ άλλου, η γνώση της ρητορικής που κατέχει, πράγµα που προδίδει πως πριν έρθει στην Κωνσταντινούπολη, είχε µαθητεύσει σε κάποια σχετική σχολή της Ανατολής, του δίνει το έναυσµα να µην υπεισέλθει κύρια και άµεσα στο θέµα, αλλά να χρησιµοποιήσει προλόγους εκτενείς, που λέγονται οίκοι. Τούτο βοηθά τα µάλα στην εισαγωγή και κατανόηση και κατατόπιση από τον συγγραφέα. Ο πρώτος οίκος, έτσι που θα λέγαµε σήµερα εισαγωγικό σηµείωµα, απευθύνεται στο κοινό του, το ακροατήριο. Ο δεύτερος οίκος, καθώς και ο τρίτος, στον Ιησού Χριστό, στο κεντρικό δηλαδή και καίριο πρόσωπο του δράµατος, ενώ µε τον τέταρτο οίκο, είναι γεγονός πως επιστρέφει στο ακροατήριο κοινό του, και µε τον πέµπτο οίκο να στρέφεται και ν’ απευθύνεται στον ίδιο τον προδότη, τον Ιούδα.

Είναι προφανές, πως εδώ έχουµε να κάνουµε µε µια φωνή αγανάκτησης και θυµού. Αναπτύσσεται µια συνοµιλία µε τον ίδιο τον προδότη και απόδοση µιας έξαρσης γιοµάτης πάθος: «… άδικε, αυτουργέ, άσπονδε, πειρατά, προδότα» κ.λπ. Ο Ρωµανός ο Μελωδός είναι εξαίσιος ποιητής. Κατέχει καλά τι σηµαίνει παρήχηση και χρωµατίζει το λόγο του µε τη συχνή επανάληψη – χρήση ενός συµφώνου που προσδίδει µουσικότητα και ευωχία και ένταση όπως για παράδειγµα του γράµµατος Χι: «Εν χερσίν έχων τα χρήµατα»! Η δυσκολία που έχει στην αποστολή του ο Ρωµανός, να µπορέσει δηλαδή να συνδυάσει λόγο ποιητικό, και µάλιστα µε υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις, και αφ’ ετέρου να κινηθεί µέσα στα πλαίσια των εκκλησιαστικών απαιτήσεων και όρων, αποτελεί γι’ αυτόν µια πρόκληση και κίνητρο, και τα καταφέρνει οµολογουµένως περίφηµα, ενώ το πισωγύρισµα που πραγµατοποιεί σε πρόσωπα και σε χρόνο, φορτίζει αναµφισβήτητα το κείµενο που περνά από ξέφρενους ρυθµούς έντασης και µετά γαλήνης και ηρεµίας όπου τα πάντα ακινητούν, και η γλώσσα που χρησιµοποιεί θα ‘λεγε κανένας πως είναι έξω από τα µέτρα και τα σταθµά της εποχής, όντας πολύ σκληρή και επιθετική, είναι όµως από την άλλη µεριά, προϊόν γνήσιας συγκίνησης και απόδοσης του ψυχικού δράµατος.

΄Εχει παρουσιαστεί και συζητηθεί ευρέως το φαινόµενο της µετάβασης από µια προσωπική και αυθόρµητη και γεµάτη παλµό γραφή, σ’ ένα στυλιζαρισµένο ύφος, ιδιαίτερα στον οίκο ΙΗ-ΚΒ, όµως θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο Ρωµανός ήταν και ποιητής και εκκλησιαστικός υµνογράφος ταυτόχρονα, µ’ άλλα λόγια, γράφει από ένα µετερίζι συγκεκριµένο, και πρέπει να τηρήσει κάποιους όρους συγχρόνως, της παραδόσεως. Το δυστυχές είναι ότι ειδικά στο κοντάκιο 17, η χαρά που αποκοµίζουµε είναι µόνο λειψή µια και έχει απωλεσθεί η µουσική απόδοσή του (υπενθυµίζουµε ότι στο κοντάκιο αυτό ο Ρωµανός ιστορεί την προδοσία), κι εξεικονίζεται σε τρία στάδια-µέρη: α) το κοινό- ακροατήριο, β) τον Ιησού και γ) τον προδότη. Το άρωµα που αναδύεται από τη µελέτη των κοντακίων του Ρωµανού, «προδίδει» τον συγγραφέα-κριτικό που θα καταπιαστεί, που δεν θέλει να προχωρήσει σε επί µέρους αναλύσεις, αλλά προτιµά να µείνει µε τη µαγεία των στίχων, να καταθέσει τη δική του θέση ως «µυρίσαι το άριστον»… Η έµµετρη οµιλία του κοντακίου έχει και κάποιες ιδιαιτερότητες, αν αναλογιστεί κανείς πως βρισκόµαστε στον ΣΤ΄ αιώνα µ.Χ., κι αυτό βοηθά αναµφισβήτητα στην διαµόρφωση της ποιητικής του. Η έκθλιψη λόγου χάριν, χρησιµοποιείται συχνότατα, η λέξη από την παραλήγουσα τονίζεται στη λήγουσα, οι συνηρηµένοι τύποι αλλά κι οι ασυναίρετοι συµβιούν µαζί, κι αυτό προσδίδει µιαν εναλλαγή και µιαν άλλη αισθητική και το ίδιο συµβαίνει και µε τα αριθµητικά κι ακόµη µερικά επίθετα που έχουν παθητική σηµασία, εκφέρονται ως ενεργητικά και συµβαίνει και το ίδιο αντιστρόφως όπως για παράδειγµα: καταπλήσιος (αντί καταπληκτικός), και βέβαια γι’ αυτό που είπαµε για τα επίθετα µε ενεργητική και παθητική σηµασία, ισχύει κάτι ανάλογο µε τις αντωνυµίες «αυτός» και «ούτος» να συνυπάρχουν, ενώ βεβαίως η δεικτική αντωνυµία «ούτος» είναι πλέον ο κανόνας. 
Ακόµη στον αόριστο, ο ενεργητικός και παθητικός αόριστος αλλά και στη µετοχή και στο απαρέµφατο Ο Μέλλων χρόνος είναι ελάχιστος λες κι εδώ ο Ρωµανός ο Μελωδός έχει σταµατήσει το χρόνο και το χώρο ηθεληµένα, που κάπου ακινητούν και τα πάντα συντελούνται παρόντος του ακροατή-αναγνώστη, όπως επίσης και του ίδιου του Ρωµανού που δείχνει να είναι παρών και να συµµετέχει στα δρώµενα. Ακόµη το ουσιαστικό και το επίθετο που το προσδιορίζουν δεν ανταποκρίνεται ανάµεσά τους. Ο Ακάθιστος ΄Υµνος, αυτό το διαµάντι της Βυζαντινής Υµνογραφίας, εξακολουθεί για δέκα έξι αιώνες να κατέχει την πρωτεύουσα θέση στις ψυχές των πιστών αλλά και στα εκκλησιαστικά βιβλία. Εδώ πρόκειται για έναν ύµνο που συσπειρώνεται σε είκοσι τέσσερις οίκους, τόσους ακριβώς όσους και τα γράµµατα του αλφαβήτου. Η σύνδεση γίνεται µε ακροστιχίδα και τρία προοίµια, αλφαβητική ακροστιχίδα δηλαδή που ξεκινάει πάντα από ένα γράµµα του αλφαβήτου. Εδώ να πούµε πως η µετρική των οίκων είναι κατανεµηµένη σε πολλά µικρά και µεγάλα κώλα. ΄Εχουµε βεβαίως αυξοµειώσεις και εναλλαγές απρόβλεπτες και ακανόνιστες, αυτό προδίδει και προσδίδει φόρτιση και συναίσθηµα κι όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Καθηγητής και συγγραφέας Καρυοφίλης Μητσάκης «αποµιµούνται το λαχάνιασµα στην οµιλία ενός ανθρώπου διακατεχόµενου από δυνατά συναισθήµατα»: «Τις ακούσας ουκ ενάρτησεν ή τις θεωρήσας ουκ ετρόµασε τον Ιησούν δόλω φιλούµενον, ποια γη ήνεγκε το τόλµηµα; ποια δε θάλασσα υπέφερες ορώσα το ανοσιούργηµα;» Το «µυστικώς παρουσιασθέν» είναι το πρώτο προοίµιο που θεωρείται ότι είναι το γνήσιο και αρχικό προοίµιο του Ακάθιστου ΄Υµνου «το δέντρο το γνωστό τούτο ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ» για το οποίο υπάρχουν κάποιες διαφορές, όµως το µάλλον επικρατούν είναι ότι πρόκειται για έργο του εβδόµου αιώνα. Αυτό έχει γραφεί για να επέλθει συσπείρωση και να γίνει κάποιος σύνδεσµος µετά τα γνωστά γεγονότα του 626. Το τρίτο, «ΟΥ ΠΑΥΟΜΕΘΑ», αποτελεί µια µεταγενέστερη προσθήκη.
 Δύο είναι αναµφισβήτητα οι µεγάλες ενότητες του έργου του Ακαθίστου ΄Υµνου: Οι στίχοι α-ιβ έχουν αφηγηµατικό χαρακτήρα. Οι στίχοι ιγ-κδ΄ θεολογικό αντίστοιχα. Η καταγραφή και η ποιητική µεταφορά της αφήγησης του Ευαγγελιστή Λουκά που αναφέρεται στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου – την προσκύνηση των ποιµένων – την Υπαπαντή του Ιησού κ.λπ. Ειδικά στον ια οίκο, αναπτύσσεται ποιητικότατα η φυγή στην Αίγυπτο.
 Στην δεύτερη ενότητα, γίνεται λόγος για τη νέα κτίση µετ’ επαίνων που έφερε µε τη γέννησή του το Θείο Βρέφος.
 Πάντως πρόκειται για ένα ποίηµα ή µάλλον µια ποιητική σύνθεση που φέρει λειτουργικό χαρακτήρα. Δεν έγινε για να εκφράσει ή να υποµνήσει ιστορικά γεγονότα, κι εποµένως δεν έχει σύνδεση µε κάποιο ιστορικό ή θρησκευτικό γεγονός. Οι εξάρσεις του έργου του Ανδρέα Κάλβου αλλά και του Διονυσίου Σολωµού πιστεύουµε πως έχουν και κάποια σύνδεση µε το έργο του Ρωµανού του Μελωδού.

΄Οσον αφορά το µέτρο, υπάρχει µια ιδιορρυθµία. Οι οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθµό, είναι µεγαλύτεροι από τους έχοντες άρτιο αριθµό. Το γεγονός αυτό, µαρτυρά µια ξεχωριστή περίπτωση ύµνου, καθ’ όσον εδώ, δεν έχουν όλες οι στροφές τον ίδιο αριθµό των στίχων. Οι οίκοι που έχουν περιττό αριθµό έχουν απλώς δώδεκα στίχους δηλαδή σύνολο 17 στίχους που περιέχουν τους χαιρετισµούς στη Θεοτόκο. Ο Τωµαδάκης γράφει χαρακτηριστικά πως οι «Χαιρετισµοί» αποτελούν γηγενές στοιχείο της ελληνικής λογοτεχνίας. Η µια άποψη θεωρεί ότι οι χαιρετισµοί προέρχονται από το λόγο που είχε απευθύνει ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ευαγγελισµό στην Παρθένο Μαρία. Η άλλη, του Ι.Θ. Παπαδηµητρίου, ότι αυτό προϋπήρχε στην συριακή ποίηση και διαδόθηκε στην ελληνική υµνογραφία. Πάντως, όπως υποστηρίζει ο Κ. Μητσάκης, είναι πολύ δύσκολο ν’ αποφανθεί κανείς σήµερα για την ελληνική ή συριακή καταγωγή των χαιρετισµών. Άλλο επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ακάθιστος έχει δύο εφύµνια που εναλλάσσονται ενώ κανονικά ένα είναι το εφύµνιο που συνδέει όλους τους οίκους. Ταυτόχρονα, το «Χαίρε νύµφη ανύµφευτε», µε το οποίο κλείνονται οι µεγάλες στροφές στη Θεοτόκο, έχουµε το «Αλληλούϊα» που ακούγεται µόνο όταν τελειώνουν οι µικρές στροφές.

Ο ΄Υµνος σύµφωνα µε αρκετούς ερευνητές του έργου του Ρωµανού, θεωρείται ότι γράφτηκε σε Συριακό έδαφος. ΄Οσον αφορά την πατρότητα πολλών στίχων, έχουν υποστηριχθεί αρκετές αντιµαχόµενες απόψεις. Προσωπικά θεωρώ ως σηµαντικότερη αυτήν που διατύπωσε ο WELLEZ: «… Αν λάβουµε υπ’ όψιν µας όλα τα στοιχεία που συγκροτούν το σπουδαίο αυτό ποίηµα, δύναµη στην έκφραση, τόλµη και παροµοιώσεις, τέλεια αρµονία στους στίχους και πάνω απ’ όλα την ποιητική σύλληψη (POETICAL VISION), δεν γνωρίζουµε κανέναν άλλο ποιητή που θα µπορούσε να θεωρηθεί ως συγγραφέας του έξω από τον Ρωµανό». Το γεγονός εξ άλλου ότι ο Ακάθιστος ΄Υµνος έχει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, γραµµένο για τον κοινό εορτασµό Χριστουγέννων και Ευαγγελισµού, µας οδηγεί στο στοιχείο να θεωρήσουµε ότι αυτά γιορτάζονταν σε µια πρώϊµη εποχή, γνωστού όντος ότι στα χρόνια του Ιουστινιανού καθιερώθηκε η ηµεροµηνία 25 Μαρτίου ως η ηµέρα εορτασµού του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου.
 Το κοντάκιο βεβαίως θεωρείται επάξια ότι είναι το πρώτο µεγάλο επίτευγµα της Βυζαντινής Λογοτεχνίας µας. Ο Ρωµανός πάντως αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σηµείο αναφοράς που φτιάχνει ένα νέο ποιητικό είδος. Τα κοντάκια αποτελούν την ποιητική ανάπτυξη του περιεχοµένου µιας ευαγγελικής περικοπής. Διαβάζονταν ακριβώς µετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και ψάλλονταν. Πάντως, δεν φαίνεται να έδωσαν περισσότερη σηµασία και περιεχόµενο στη µουσική µελωδία, αφού περισσότερο θεωρούνται ως «έµµετρη οµιλία» και είναι κάτι παράλληλο µε αυτό που σήµερα καλούµε «µελοποίηση» και «µουσική απαγγελία». Πάντως δεν γνωρίζουµε για τη µουσική του κοντακίου και την ακουστική του, αφού σώζεται ένα και αυτό κοµµένο. ΄Αλλωστε υποστηρίζεται η άποψη ότι οι µελωδίες που αποτελούνται από ορισµένους τύπους (FORMULES)) ήταν απλές και συλλαβικές µελωδίες, όπως ήταν αυτές των πρώτων βυζαντινών χρόνων.

Η µελωδία του κάθε κοντακίου είναι γραµµένη σήµερα µε έναν από τους οκτώ ήχους της βυζαντινής µουσικής π.χ. το Ι κατά τον γ΄ ήχο, το 41 κατά τον πλάγιο α΄, το 47 κατά τον δ΄ ήχο. Υπάρχουν ενδείξεις των ήχων που υπάρχουν στους τίτλους –κοντάκια του Ρωµανού που είναι πιθανό να προέρχονται από τον ίδιο όπως υποστηρίζει ο MAAS. Η διάκριση της Βυζαντινής Μουσικής σε οκτώ ήχους συνδέεται µε τους ήχους της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής. Το προοίµιο (και κουκούλιο) και κουβάλιο και κοκάκιο είναι η εισαγωγή στο κύριο µέρος της έµµετρης οµιλίας που είναι το κοντάκιο. Πρόκειται για µια στροφή γραµµένη σε διαφορετικό µετρικό σχήµα από το υπόλοιπο ποίηµα. Είναι σηµαντικό να τονιστεί το γεγονός πως ο ίδιος ο Ρωµανός χρησιµοποιεί συχνά τη µελωδία ενός παλαιότερου ποιήµατος σ’ ένα νεότερο (ίσως για να καταδείξει την νοηµατική συγγένεια ή άλλως πως συνέχεια).
 Συνήθως όµως, κατά κανόνα, προτάσσει ένα προοίµιο ιδιόµελο θέλοντας µ’ αυτόν τον τρόπο να προσδώσει µια νέα ξεχωριστή και αυτοτελή δηµιουργία. Κάποτε υπάρχει βεβαίως και η περίπτωση να τονισθεί µε δύο ή και τρία προοίµια ένα κοντάκιο, όπως το 18 ή το 30, ίσως από ένα µεταγενέστερο ή και το ίδιο που θέλησε να προσαρµόσει σε σχέση µ’ ένα γεγονός αναγόµενο στην επικαιρότητα. 
Οι οίκοι (οίκος - οικοδοµή) είναι το µετρικό δείγµα και µουσικό, πάνω στο οποίο είναι γραµµένοι οι υπόλοιποι οίκοι του ίδιου ύµνου. Υπάρχει στα κοντάκια η αναφορά (επιγραφή) που παραπέµπει στη µελωδία του στίχου. Πολλά κοντάκια κλείνουν µε µια προσευχή-επίλογο που ξεκινά µε µια προσφώνηση. Η ακροστιχίδα ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΣ, είναι το εξαιρετικό στοιχείο οπτικό και ακουστικό ηχητικά σε µια ενότητα, και κλείνοντας να τονίσουµε πως ο Ρωµανός παρουσιάζει διασπάσεις ενός κώλοου ή στίχου σε πολλούς οίκους και διασκευή µιας στροφής ή µιας σειράς στροφών σ’ ένα κοντάκιο ή και διασκευή ολοκλήρου του κοντακίου. 
Το κοντάκιο, σαν σύντοµη αναφορά και ιδιόρρυθµη ποιητική οµιλία, ευτύχησε στα χέρια του Ρωµανού του Μελωδού να συνδυάσει ποιητικό και πεζό λόγο και ταυτόχρονα συνέδεσε – συνόδευσε υψηλόπνοα κείµενα µε την τέχνη του µέλους. Σκιαγράφησε χαρακτήρες, απλά, άµεσα και κατανοητά µε συναίσθηµα και εξάρσεις, µε εκλαϊκευµένη χρήση. Εκεί, σ’ ένα κελί του ναού της Θεοτόκου της εν της Κύρου, τον φαντάζοµαι να βαδίζει επάνω κάτω ανήσυχο πνεύµα και µε άγρυπνη συνείδηση, παλεύοντας να τιθασεύσει τις λέξεις, να διατηρήσει και ν’ ανανεώσει τους εκφραστικούς πυρήνες που ανατρέχουν στο ήθος του ελληνικού λόγου. Με την τόσο απλή αλλά και την τόσο περήφανη σε βάθος ρήση: «Τούτο του ταπεινού Μελωδού»! 
Δηµήτρης Ι. Καραµβάλης

ΠΡΟΣΩΠΑ - ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ


Το cantus firmus φιλοξενεί τον ποιητή Γρηγόρη Σακαλή. Ο ποιητής δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή το 2008. Στην συνέντευξη που ακολουθεί μιλάει για την ποίηση και την κρίση που βιώνει η χώρα. Λέει χαρακτηριστικά «Γράφω ποίηση από ανάγκη, όχι επιλογή» και συμπληρώνει «θέλω να περνάω στα ποιήματά μου και κάποιες σκέψεις για το ξεπέρασμα της κρίσης».



Αισθήσεις
             
Το στόμα μου είναι σφραγισμένο
τα μάτια μου δεμένα
στ' αυτιά μου με τη βία ωτασπίδες.

Έμεινε μόνο η αφή
να ταξιδεύει στο σώμα σου.


Από την ποιητική συλλογή «Κίβδηλος Καιρός».








Διαφυγή
   
Στην μικρή αυλή
φύτεψα τριανταφυλλιές.
Τη μοναξιά μου
τη μοιράστηκα μ' ένα σκύλο.
Το σπίτι
χρόνια τώρα
το έκανα βιβλιοθήκη,
θάλασσα να κολυμπώ
να μη θυμάμαι
εσένα.

Από την ποιητική συλλογή «Θαμμένος στην Άμμο».









ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ  ΤΡΙΛΟΓΙΑ 


Πρώτο επίπεδο

Κίτρινα λεωφορεία κάνουν
τις μεταγωγές.
Οι κοινωνικοί προτεστάντες 
είναι βαθιά στη γη,
δουλεύουν στην εξόρυξη, 
σε ζώνες ασφαλείας,
μ’ αυστηρούς όρους
διατροφής,
διαβίωσης και τιμωρίας.
Οι οπαδοί του status quo
είναι στην επιφάνεια,
βασανίζονται λιγότερο,
ανασαίνουν μεγαλύτερες μερίδες
οξυγόνου,
έχουνε στις ποινές
και δεύτερη ευκαιρία.
Κίτρινα λεωφορεία
κάνουν τις μεταγωγές.
Τ’ ανθρώπινα σκυλιά
φορούν μεταλλικές στολές
πιστά όργανα του καθεστώτος
αναπαραγωγής ανθρώπων κι εξόρυξης του πλανήτη,
βάζουν τις βαριές αλυσίδες
στα πόδια των πρώην ομοίων τους 
και μεταφέρουν άτομα
από τον ένα τομέα στον άλλο
τους επιφανειακούς παραβάτες
κάτω στη γη.
Καζάνια βράζουν ασταμάτητα,
μέσα τους
οι γυάλινες θήκες
των ανθρώπινων εμβρύων,
που γονιμοποιήθηκαν
που ελέγχθηκαν
κι άλλα πετάχθηκαν στον διαστημικό Καιάδα,
δεν υπάρχει εδώ χώρος για ανάπηρους.  
Τα ανθρώπινα σκυλιά οδηγούνε
τα μαύρα καμιόνια,
από την εξόρυξη
στα επίγεια ενεργειακά κέντρα.
Οι σοφοί της γης,
δέκα – δεκαπέντε το πολύ,
επιβλέπουν
από τους γυάλινους πύργους.
Πάνω απ’ τα κεφάλια τους
ο τεράστιος ηλεκτρονικός πίνακας
όπου γράφονται οι διαταγές
άνωθεν, που δεν σηκώνουν αντιρρήσεις.
Αυτό είναι
το πρώτο επίπεδο της
πλανητικής διακυβέρνησης.


Δεύτερο επίπεδο

Δύο όντα
σε γυάλινο δωμάτιο
επιβλέπουν τους σοφούς.
Βγάζουν σπινθήρες τα μάτια τους.
Οι σοφοί γονατίζουν
όταν τους απευθύνονται
μπροστά στον ηλεκτρονικό πίνακα.
Δεν τους βλέπουν, 
μόνο αιτούνται και προσεύχονται.    
Εντολές με λίγα γράμματα
μετασχηματίζονται
και εγγράφονται στον πίνακα.
Οι σοφοί τους αποκωδικοποιούν
και τους μεταφέρουν
στον ανθρώπινο τομέα.
Τρέχουν τα μεταλλικά,
πρώην ανθρώπινα, σκυλιά
με πάπυρους
και φωσφορίζοντα οχήματα,
να τις μεταδώσουν
στα κατώτερα κλιμάκια.
Είναι μονόδρομος.
Δεν υπάρχει αντίστροφη διάβαση.
Τα όντα στέλνουν αναφορές
στον δεύτερο όροφο του Πύργου. Και αναμένουν.



Ανώτερο επίπεδο


Στον δεύτερο όροφο του Πύργου
φτάνουν οι αναφορές
των δύο όντων στο γυάλινο δωμάτιο.
Αναλαμβάνουν τώρα
οι Γραμματείς.
Κάνουν ηλεκτρονική επεξεργασία
των αναφορών,
αρχειοθέτηση σε μαγνητικούς φακέλους
και τις προωθούν
στα ανώτερα κλιμάκια,
το περίφημο Συμβούλιο της αποικίας,
όπου λίγοι και εκλεκτοί συμμετέχουν.
Παίρνονται αποφάσεις από το Σώμα
και στέλνονται από τον Πρόεδρό του
στους τρεις πρίγκηπες
του προτελευταίου ορόφου
για έλεγχο και επικύρωση.
Αυτοί αφού κάνουν τη δουλειά τους,
περνούν τα έγγραφα
από ηλεκτρονική θυρίδα
στον τελευταίο όροφο,
απ’ όπου και επιστρέφουν,
συνήθως, σφραγισμένα με την
ηλεκτρονική σφραγίδα της αποικίας.
Από τον τελευταίο όροφο, σπανιότατα,
στέλνονται μηνύματα σε μια
παράξενη γλώσσα.
Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι μέσα.
Είναι τα απόλυτο Άβατο.


Από τη συλλογή «Πορεία στην Γύμνια».



 Ίσως
         
Θλιμμένα πρωϊνά
εναρκτήρια λακτίσματα
της μέρας
μονοτονία στις κινήσεις
στις ανάσες
στα συναισθήματα
ποιός ξέρει
ίσως ο έρωτας εμφανισθεί
πίσω από τις τριανταφυλλιές.


 Άλλος κόσμος

Νύχτωσε.
Βασανισμένες ψυχές
ψάχνουν στα σκοτάδια
να βρουν την ανακούφιση.
Ο έρωτας
πουλιέται φτηνά
στους δρόμους
στα μαγαζιά.
Νοθευμένο αλκοόλ
νοθευμένες σχέσεις
της στιγμής
κάλπικες
γεννιούνται και πεθαίνουν
γρήγορα.
Ο κόσμος της νύχτας
ένας άλλος κόσμος
βγαίνει στο προσκήνιο
διεκδικεί τη βασιλεία του.
Γεμάτος πειρασμούς
για μικρούς και μεγάλους
υπόσχεται πιο πολλά
απ' όσα μπορεί να δώσει.
Έτσι είναι το παιχνίδι.
Ταχυδακτυλουργία και μαγεία.
Όταν ξημερώσει
όλοι οι απολογισμοί
θα είναι βεβαρημένοι.



Κύριε Σακαλή  στο ποίημά σας «Μοιρολόι» γράφετε:
«Ξεριζωμένες καρδιές
στο σκοτάδι
οι λέξεις δεν μπορούν να πουν τίποτα
παρά μόνο κουρνιάζουν βουβές»
Τι αντιπροσωπεύει η ποίηση για εσάς; Μπορούν οι λέξεις να πουν κάτι στη εποχή μας;
Γράφω ποίηση από ανάγκη, όχι επιλογή. Οι λέξεις έχουν πολλά να πουν όταν τις πιστεύεις. Σε αντίθετη περίπτωση είναι κούφιες και χωρίς περιεχόμενο.


Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο;
Ο χρόνος είναι κάτι σχετικό. Υπάρχουν διαστήματα με μεγάλη πυκνότητα και άλλα χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Για μένα σημασία έχει ο χρόνος κατά τον οποίο γράφω.


 Υπάρχουν συγγραφείς Έλληνες και ξένοι που επηρέασαν τον τρόπο γραφής σας;
Δεν είμαι απολύτως σίγουρος, αλλά έχω την εντύπωση ότι επηρεάστηκα από τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τους μπιτ ποιητές και τον Μπουκόφσκι.

Σε μερικά ποιήματά σας έχω την εντύπωση ότι το ποιητικό Εγώ εξομολογείται στον αναγνώστη του. Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει λυτρωτικά για τον δημιουργό;
Νομίζω ότι αυτή είναι η κυρίαρχη λειτουργία της ποίησης χωρίς να είναι και η μοναδική. Μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά και για τον αναγνώστη.

Στην «Πλανητική Τριλογία» περιγράφεται έναν κόσμο μηχανικό και ζοφερό που θυμίζει Όργουελ. Υπάρχει ελπίδα για την ανθρωπότητα;
Έστω και ένας άνθρωπος να υπάρχει που σκέφτεται ελεύθερα νομίζω ότι δεν χάθηκε η ελπίδα για την ανθρωπότητα.


 Πως βιώνει ένας δημιουργός την κρίση στην παιδεία, τον πολιτισμό, την οικονομία;
 Όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, με αγωνία, ανησυχία, άγχος. Εγώ προσωπικά θέλω να περνάω στα ποιήματά μου και κάποιες σκέψεις για το ξεπέρασμα της κρίσης. Ομολογώ όμως ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο.

Υπάρχει αξιόλογη ποίηση στην χώρα μας;
Σαφώς υπάρχει αξιόλογη ποίηση. Εδώ θέλω να σταθώ στους ποιητές και ποιήτριες της νεότερης γενιάς όπου υπάρχουν πολλές αξιόλογες φωνές αν και δεν προβάλλονται όσο θα έπρεπε.

Ποιος ο ρόλος του Διαδικτύου στην επικοινωνία του έργου του δημιουργού;
Ο ρόλος του Διαδικτύου είναι πολύ σημαντικός. Θα έλεγα ότι ευτυχώς που υπάρχει και αυτό αλλιώς θα διαβάζαμε μόνο την ποίηση ορισμένων ανθρώπων που είναι σε λογοτεχνικές παρέες.

Ποια η γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό; Με αφορμή το Νόμπελ λογοτεχνίας στην  Σβετλάνα Αλεξίεβιτς που αμφισβητήθηκε από Έλληνες λογοτέχνες.
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι αδιάβλητα. Έχουν ακουστεί διάφορα κατά καιρούς. Αναφέρομαι στην Ελλάδα, για το εξωτερικό δεν γνωρίζω.

Θα αναλαμβάνατε να διδάξετε σε σεμινάρια γραφής; Διδάσκεται η ποίηση;
Όχι, δεν θα αναλάμβανα, δεν θεωρώ ότι αυτή είναι η δουλειά μου. Αυτό που θέλω είναι να γράφω και να δημοσιεύω τα ποιήματά μου. Τώρα για το αν διδάσκεται η ποίηση θα έλεγα η τεχνική ναι. Πρέπει όμως να προϋπάρχει το τάλαντο γιατί το να γράφεις ποίηση είναι χάρισμα από το θεό ή τη φύση.





 Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. 
Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» το 2008 και «Θαμμένος στην Άμμο» το 2010, από τις εκδόσεις Πλανόδιον, και τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars 2013. 
Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Τελευταία του δουλειά η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.

Μια ‘ανάγνωση’ στη συλλογή διηγημάτων «Νυχτερίδα στην τσέπη» του Θοδωρή Ρακόπουλου








«Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου», όπως εύστοχα ο Ανδρέας Εμπειρίκος φέρνει μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας όλο τον λόγο τον ποιητικό μέσα σε μια εικόνα που αναπτύσσεται απαστράπτουσα με στίλβουσα επιφάνεια. Ο πεζός λόγος θεωρητικά διαφέρει στα μέσα που χρησιμοποιεί, στην αρχική του ιδέα και έμπνευση, πατώντας σταθερότερα στα γήινα και υλικά από τον ανάλογο ποιητικό.
Η παραπάνω επισήμανση δεν γίνεται επειδή ο λόγος του Θοδωρή Ρακόπουλου  παραβιάζει τα χωρικά ύδατα της ποίησης. Καθόλου μάλιστα, αν αναφερόμαστε στα αφορώντα στη μορφή ή στον εσωτερικό ρυθμό που διέπει την  ποίηση. Υπάρχει όμως η αίσθηση, όταν διαβάζουμε τα διηγήματα της συλλογής του, ότι η λογική προσέγγιση του λόγου του δεν επαρκεί για να ‘ανοίξει’ το παράξενο αυτό βιβλίο τα μυστικά του. Εκεί που νομίζεις πως κατανοείς μια συμβατική πλοκή, θα σε ξαφνιάσει με την ανατροπή των εικόνων, με τη διάσπαση της χρονικής ακολουθίας, με τη διατάραξη της τάξης των πραγμάτων και του κόσμου τους, ο οποίος συχνά αποδομείται τελείως.

«Για να διασκεδάσω την ανησυχία μου, έπεσα τον εαυτό μου πως ανέβαινα ολοένα προς κάτι σαν παιδική σκαλωσιά, όπου θα έβλεπα κρεμασμένους οικοδόμους οκτώ ετών με σκισμένα γόνατα και ροζιασμένες τις φάλαγγες των δαχτύλων· στα μάγουλά τους γραμμές από σκόνη σαν ρυτίδες. Ένας, ο πιο μάγκας, θα έχει στο αυτί σχολικό μολύβι ιχνογραφίας, μάλλον χρώματος λευκού – και θα είναι το αρχιμαστόρι σίγουρα. Σκέφτηκα ακόμη πως τα παιδιά θα αφαιρούσαν κάποτε τη σκάλα, αφήνοντας πίσω τους έναν κτισμένο ουρανό.» (Περιπέτεια)


Στην πραγματικότητα ο αναγνώστης καλείται να συλλάβει με όποιον τρόπο έχει πρόσφορο, όχι τόσο την ‘υπόθεση’ της κάθε ιστορίας αλλά περισσότερο το ‘κλίμα’, αυτή την ιδιαίτερη αύρα που κυκλοφορεί στις σελίδες του βιβλίου. Ακριβώς αυτό το κλίμα είναι που συνταιριάζει την πεζογραφία του Θοδωρή Ρακόπουλου με την ποίηση, και μάλιστα την πιο εκλεκτή σε  υπέργειες εικόνες, την υπερρεαλιστική. Από εκεί και ο συνειρμός με το περίφημο απαστράπτον ποδήλατο του Εμπειρίκου.

«Κοιμάσαι και κρατώ σταθερή απόσταση από τον φόβο του πνιγμού, όπως στο διήγημα του Βιζυηνού. Κάθε σου κύτταρο λέει την ίδια ιστορία και με βλέπω σε όλες, πρόσωπο στο βάθος αχνό, όπως στην Αναγέννηση ο ζωγράφος προσθέτει τη δική του μορφή στον πίνακα.»

«Το ημερολόγιο μισάνοιχτο, από κάτω φρέσκες σελίδες γραμμένες. Σημειωμένες σειρές, γραμμές σε επανάληψη, οι αράδες έχουν μια συνέχεια, όλα πολύ στρωτά· καλό σημάδι. Φαίνεται μπαίνουν σε τροχιά οι σκέψεις σου, συνήθως όλα ανάκατα και μουντζούρες, ξυσιές με τη μύτη του στυλό στο χαρτί. Σηκώνω το βλέμμα από το κείμενο για λίγο, σε κοιτάζω: δεν έχεις κουνηθεί γραμμή. Αν ήσουν κείμενο, θα ήταν μια μουντζούρα ο τίτλος.» (Με το κεφάλι στο σεντόνι)

Ο αναγνώστης, στην ουσία, συνεχίζει την κάθε ιστορία μόνος του, δίνοντας την ερμηνεία που αυτός επιλέγει, έχοντας τη γεύση που του άφησε η κατευθυντήρια ιδέα. Χαρακτηριστικό δείγμα το διήγημα «Εκκρεμές», στο οποίο ο συγγραφέας μας οδηγεί καρέ καρέ όπως ο σκηνοθέτης,  αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες του σκηνικού που ο ίδιος έχει στήσει, εναποθέτοντας το βλέμμα μας όπου αυτός θέλει και φωτίζοντας όσα αυτός επιτρέπει. Στο τέλος, θα πρέπει εμείς να συνεχίσουμε το ‘σενάριο’, σε όσα ζοφερά θα μας φέρει η δική μας φαντασία.
Παράλογος ο κόσμος που μας οδηγεί ο συγγραφέας; Αναμφισβήτητα, όσο παράλογο είναι αυτό που δεν εξηγείται, όσο ακόμη πιο παράλογος  είναι ο πόθος του ανθρώπου να του εξηγηθεί ο κόσμος μέσα στον οποίο βρέθηκε. Αυτή η παράλογη συνύπαρξη πλανάται ως αίσθηση στη σκέψη των ηρώων των διηγημάτων και κατευθύνει προς μια υπερρεαλιστική σύλληψη του κόσμου.

«Η μέλισσα, λέγει ο φιλόσοφος Μαρξ, στερείται φαντασίας. Διαγράφει κύκλους προδιαγεγραμμένους, ακόμη και στα πιο έξαφνά της πτερουγίσματά της στον αέρα. Μα το πιο σημαντικό από τα τρωτά της (και πώς να μην είναι προβληματικό ένα ζώο που χειρίζεται το όπλο του άπαξ) είναι που έχει δεμένο χαρακίρι των Ιαπώνων στην κοιλιά της, Πρόεδρε: είναι σαν να την επιστρέφει ο τσιμπηθείς στη φύση, απ’ όπου τη βρήκε, ελαττωματική. Κι αλήθεια, πόσο δραματικά ομοιότυπες είναι όλες οι μέλισσες του κόσμου.» (Το ήσυχο πουλί καζουάριος)


Προσοχή, όμως! Αυτή η παράξενη γραφή δημιουργεί έναν αδιόρατο φόβο, ακόμη κι όταν η ιστορία εκτυλίσσεται στον ανοιχτό χώρο και στο άπλετο φως. Μια λεπτή ομίχλη τυλίγει τον λόγο, σαν κάτι να πλανάται αδιόρατο, ωστόσο αντιληπτό από ευαίσθητες κεραίες. Αβεβαιότητα; Αμφιβολία; Ο λόγος υπερίπταται του πεζού εδάφους αλλά δεν απομακρύνεται. Μετέωρος εκεί λίγο πιο πάνω από όσα αγγίζει η λογική, λίγο πιο έξω από τα απολύτως ανθρώπινα στις διαστάσεις τους.
Μπορεί μόνο ένα από τα διηγήματα να έχει στις σελίδες του μια ‘νυχτερίδα στην τσέπη’, ωστόσο οι σκοτεινές φτερούγες της υποκρύπτονται σε όλο το βιβλίο.

«Μέχρι κι η μικρή νυχτερίδα, ακίνητη στην τσέπη, μπορεί και να είχε κοιμηθεί, τα ελαφρά της νύχια ίσα που νιώθονταν μέσα από το ύφασμα, κρεμασμένη ανάποδα πίσω απ’ την τσέπη, σαν ακίνητο βαρίδι, σαν εκκρεμές στο περπάτημα μέσα στο ξημέρωμα» (Νυχτερίδα στην τσέπη)

Ένα παράξενο, καθηλωτικό  βιβλίο με είκοσι “ομιχλώδεις” ιστορίες. Με τη σκιά μιας νυχτερίδας πίσω από τις λέξεις του.


Διώνη Δημητριάδου

Ενας χαλκιδαίος ποιητής του 4ου αιώνα π.X. και ο γριφώδης τραγικός μονόλογός του


Το σκοτεινό ποίημα

Ενα από τα «σκοτεινότερα» και τα διασημότερα συνάμα ποιήματα της ελληνικής αρχαιότητας - άγνωστο πάντως στους σημερινούς Ελληνες - κυκλοφορεί μεταφρασμένο και σχολιασμένο εδώ και λίγο καιρό από τη «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων» των εκδόσεων Στιγμή, που επιμελείται ο καθηγητής Γιώργος Χριστοδούλου. Πρόκειται για την Αλεξάνδρα του Λυκόφρονος, ενός χαλκιδαίου ποιητή (γενν. γύρω στα 320 π.X.) για τον οποίο η Σούδα γράφει ότι ήταν γραμματικός και ποιητής τραγωδιών (αναφέρονται 21 τίτλοι) και ότι έγραψεκαι την καλουμένην Αλεξάνδραν, το σκοτεινόν ποίημα. H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται - προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως - την ημέρα που ο Πάρις-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και τα μεταφέρει στον Πρίαμο. Στους πρώτους 30 στίχους ο Φύλακας απευθύνεται στον βασιλιά και του αναφέρει όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας - Ευρώπης (31-1450). Επεται ο θρήνος της Αλεξάνδρας επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).

H προφητεία
Ωστόσο αυτό το καλά οργανωμένο ποίημα (ένας τραγικός μονόλογος στην έκταση μιας τραγωδίας) είναι διαβόητο, θα λέγαμε, για το γριφώδες περιεχόμενό του. Κυρίως όμως για την «πραγματική» προφητεία που περιέχει (1435-1450) για τη μελλοντική εμφάνιση ενός νέου άρχοντα του κόσμου. H σκοτεινότητα όμως του ποιήματος βρίσκεται σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτον, ο λόγιος Λυκόφρων (πιθανότατα γράφει στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου Φιλαδέλφου) αλιεύει από διάφορες πηγές, αλλά κατασκευάζει και ο ίδιος, ένα άκρως δύστροπο λεκτικό. Στο ποίημα συναντούμε 3.000 λέξεις, πολλές από τις οποίες είναι σπανιότατες. Αλλωστε σε όλο το έργο του Λυκόφρονος (κυρίως στην Αλεξάνδρα) απαντούν 310 άπαξ ειρημένα και πρωτοεμφανίζονται 104 λέξεις. Χρησιμοποιούνται παράλληλα σπάνιες γεωγραφικές ονομασίες, περίεργες μυθολογικές εκδοχές, μυστηριώδη μυθικά ονόματα που είναι αδύνατον να εννοήσουμε χωρίς βοήθεια. Τέλος, οι συνεχείς παρεκβάσεις συντελούν ώστε η αφήγηση να «βυθίζεται» συχνά στο απροσδόκητο. Το κείμενο «μεταμφιέζεται» συνεχώς, σημαίνοντα και σημαινόμενα δημιουργούν έναν τεράστιο, γοητευτικό γρίφο.
H περίφραση
Ομως το κύριο στοιχείο της αφήγησης-προφητείας είναι η γριφώδης περίφραση. Που αντί να επεξηγεί συσκοτίζει. Αυτό το αινιγματώδες δεν αφορά μόνο ήρωες και γεγονότα: χρησιμοποιείται για να δηλωθεί και μια απλή ενέργεια. H φράση λ.χ., «την παρθενοκτόνο Θέτι / με τα σπαθιά τους χτυπούσαν, μυριόποδες, ωραίες / πελαργόχρωμες, της Φαλάκρας οι κόρες» (22-24) σημαίνει πως «τα κουπιά χτυπούσαν τη θάλασσα»! Για να απολαύσουμε αυτή τη σύνθετη περίφραση πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε μία μία τις λέξεις της, τις μυθικές και άλλες αναφορές της, να φτάσουμε στο βάθος του κειμένου για να βρούμε το πραγματικό αντικείμενό της. Αυτή η τεχνική της απόκρυψης του αντικειμένου, όπως θα λέγαμε, φαίνεται καλύτερα όταν η αφήγηση αφορά γεγονότα που μας είναι οικεία. Ο οδυσσεϊκός νόστος, λ.χ., κατέχει κεντρική θέση στο ποίημα (στ. 648-819) και περιέχει ασυνήθιστες εκδοχές: η Πηνελόπη περιγράφεται ως χυδαία πόρνη, ο ήρωας πεθαίνει στην Ετρουρία κλπ. Ομως σε όλη αυτή την αφήγηση δεν ακούμε κανένα γνωστό όνομα. Ετσι ο πασίγνωστος νόστος μοιάζει διαφορετικός. Είναι ένα γνωστό-άγνωστο αίνιγμα. Το ίδιο γίνεται όταν ακούμε από το στόμα της Αλεξάνδρας τον σφαγιασμό του Αγαμέμνονα και τον δικό της στις Μυκήνες (1099-1122). Ο Λυκόφρων ακολουθεί την αισχυλική εκδοχή των γεγονότων (άλλωστε από εκεί φαίνεται να πηγάζει όλο το ποίημα). Ομως τώρα το φονικό στο Παλάτι «μεταμφιέζεται» μέσα στην προφητική ανιστόρησή του.
Χαιρόμαστε που αυτό το δύστροπο, ρωμαλέο ποίημα μεταφέρθηκε στα Νεοελληνικά με τόση επιτυχία. Με λόγο σεμνό, υψηλό και γοητευτικό. Ελάχιστες μεταφράσεις, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, μου έδωσαν τόση χαρά, όσο το μεγαλοπρεπές και τρυφερό συνάμα κείμενο της κυρίας Φανής Παιδή. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την εμπεριστατωμένη Εισαγωγή του Andre Hurst, γνωστού μελετητή του Λυκόφρονος. Ο αναγνώστης (ειδικός και μη) μπορεί να ωφεληθεί πολλαπλά μελετώντας αυτή την καλογραμμένη Εισαγωγή που φωτίζει πολλές πτυχές του ποιήματος: αυτή καθεαυτή τη «γραφή του σκοτεινού», τον ίδιο τον Λυκόφρονα, τα πρότυπα και τους απογόνους της Αλεξάνδρας, τη χειρόγραφη παράδοσή της κλπ. Το καλό τριτώνει με τις πλουσιότατες και διαφωτιστικές Σημειώσεις της κ. Παιδή (σελ. 177-288).
Να τελειώσουμε με δύο παρεμφερή ερωτήματα. Πώς θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε σήμερα την Αλεξάνδρα; Τι νόημα έχει σήμερα, την εποχή των εύπεπτων κειμένων, ένα ποίημα όπως αυτό που παρουσιάζουμε; Θα δοκιμάσουμε μια κοινή απάντηση.
Στο προσκήνιο
Με τη δημοσίευσή της η Αλεξάνδρα (μέσα του 3ου αι. π.X.) και ως το Βυζάντιο τουλάχιστον προκαλεί το ενδιαφέρον των λογίων (κυρίως) αναγνωστών. Εχουμε πλήθος από ερμηνευτικά σχόλια, παραφράσεις, μιμήσεις, επιδράσεις. Ο Βιργίλιος λ.χ. αντλεί από τον Λυκόφρονα όσον αφορά την πορεία του Αινεία, την ίδρυση της Ρώμης κλπ. Αργότερα το αναγνωστικό ενδιαφέρον μειώνεται. Ενας γερμανός εκδότης απηυδισμένος γράφει στα 1879: «δεν βρίσκουμε καμία ικανοποίηση στα βασανιστήρια της γραμματικής του βιβλίου [...] δεν αξίζει να διαβάζουμε κάποιον που δεν θέλει να τον καταλάβουμε»! Ομως ο 20ός αι. άλλαξε πάλι τα πράγματα. H Αλεξάνδρα ξαναβρέθηκε στο κέντρο της φιλολογικής έρευνας και έχουν εκπονηθεί αμέτρητες μελέτες για τη γλώσσα, τον συγγραφέα της και κυρίως για την περίφημη προφητεία στο τέλος του ποιήματος. Ο αναμενόμενος «λέων» ή «λύκος», που θα σταματήσει τον αιώνιο πόλεμο Ευρώπης-Ασίας (το θέμα αυτό διαπερνά όλο το ποίημα), είναι ο M. Αλέξανδρος; Ή η αυτοκρατορία της Ρώμης που θα εμφανισθεί ύστερα από 100 και πλέον χρόνια;
Αυτά και άλλα, φιλολογικά και μη, επαναφέρουν την Αλεξάνδρα στο προσκήνιο. Ομως αυτό που προσδίδει σήμερα στο ποίημα νέο ενδιαφέρον είναι «η σκοτεινή γραφή» που με διαφόρους τρόπους αναπτύχθηκε στον 20ό αι. «H ποίηση του Ελιοτ δεν είναι σκοτεινή, όπως θα λέγαμε σκοτεινό τον Λυκόφρονα», γράφει ο Σεφέρης το 1936 στην Εισαγωγή του στον Ελιοτ. Δεν συμφωνώ με την υποτιθέμενη διαφορά της «σκοτεινότητας» στον Λυκόφρονα και στον Ελιοτ, όπως την ορίζει ο Σεφέρης. Δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι ότι γίνεται η σύγκριση. Αυτή η σύγκριση του Λυκόφρονος με τους νεότερους ποιητές και πεζογράφους δεν σταματά. Αλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά. Ο υπερρεαλισμός, η ποιητική πρωτοπορία, ο μοντερνισμός γενικότερα χαρακτηρίζονται από το ηθελημένο, ή το αναγκαστικά «σκοτεινό», από αυτό που ονομάσαμε «απόκρυψη του αντικειμένου της αφήγησης». Δεν θα αναφερθούμε στους λόγους αυτού του αινιγματικού λόγου, που άλλωστε έχει μακρά παράδοση. Ομως γεγονός είναι ότι η υψηλότερη ποίηση του 20ού αι. είναι «σκοτεινή». Απ' την άλλη ο Saint-John Perse, σύμφωνα με μια ηρωίδα του Proust, είναι δύσκολος και δεν διαβάζεται. Ο Pound είναι κρυπτικός, το γαλλικό nouneau roman ακαταλαβίστικο. Ο Finnegans Wake του James Joyce συγκρίνεται με την Αλεξάνδρα: και τα δυο θεωρούνται «monstrous curiosities»!
Ολα είναι θέμα γούστου. Αλλοι διαβάζουν για μυστηριώδεις κώδικες, μάγισσες και χαρτορίχτρες. Εμείς μπορούμε να διαβάσουμε την Αλεξάνδρα ως ένα πραγματικό ποίημα. Μοντέρνο, τολμηρό, μυστηριώδες και απείρως θελκτικό.

Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο




Νικηφόρος Βρεττάκος


Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο*
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες* από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:
ένας κόσμος χαμένος.

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες* κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης*,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα* και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.

Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά
εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,

το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα*,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια* της πριν απ' το θάνατο.

Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

* λουλακιασμένο σεντόνι: σεντόνι πλυμένο με λουλάκι, μια γαλάζια ουσία που παλιότερα ξέβγαζαν τα ρούχα για να πάρουν πιο λευκό χρώμα *κατιφέδες (ο κατιφές): είδος λουλουδιών * χλαίνες (η χλαίνη): στρατιωτικά πανωφόρια * υπό μάλης: κάτω από τη μασχάλη *λίκνα (το λίκνο): κλίνες βρεφών· μεταφορικά, τόποι στους οποίους γεννήθηκε κάτι πολύ σπουδαίο, κοιτίδες * αμπριά (το αμπρί):καταφύγια που προστατεύουν τους στρατιώτες στον πόλεμο *(η) ασίκισσα (ο ασίκης): λεβέντισσα, γενναία * (η) μπόλια: γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι, πετσέτα

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Ο ζωγράφος Δημήτρης Δάβης στο Μουσείο Μπενάκη




Το αθηναϊκό κοινό έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει το έργο του πολύπλευρου ζωγράφου, σχεδιαστή και γελοιογράφου σε μια αναδρομική έκθεση με επιλογές από του πλούσιο αρχείο του.
Είναι ελάχιστα γνωστός στο ευρύ κοινό κι αυτό διότι σπάνια εξέθετε έργα του –η επαφή του με τους θαυμαστές του έργου του περιορίζονταν στις εικονογραφήσεις βιβλίων, πολλές για ξένους εκδοτικούς οίκους, και στις γελοιογραφίες με τις οποίες πλούτιζε τις σελίδες περιοδικών και εφημερίδων. Όμως ο Δημήτρης Δάβης έχει να επιδείξει ένα πολύπλευρο έργο με έντονες επιρροές από  τα καλλιτεχνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τις δεκαετίες που προηγήθηκαν του Πολέμου. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Ακαδημίας του Μονάχου, έκανε την εμφάνισή του στα ελληνικά καλλιτεχνικά πράγματα το 1929 και  πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός το 1932. Ακολούθησαν και άλλες εκθέσεις –μετρημένες είναι οι αλήθεια- κυρίως με έργα ρεαλιστικού χαρακτήρα στα οποία πρωτεύουσα θέση έχουν οι σκηνές από την καθημερινότητα, τα πορτρέτα αλλά και ιστορικά γεγονότα που σφράγισαν τα χρόνια εκείνα.
Το αρχείο του Δημήτρη Δάβη, σχέδια και ελαιογραφίες, χαρακτικά, προσχέδια και βιβλία τα οποία εικονογράφησε φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη, δωρεά της αδερφής του καλλιτέχνη Ελευθερίας Δάβη. Η έκθεση που είναι ανοιχτή στο κοινό από αύριο 23 Οκτωβρίου περιλαμβάνει έργα από το αρχείο καθώς και δάνεια από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης και από ιδιωτικές συλλογές. Η επιμέλεια της έκθεσης ανήκει στον Νίκο Παΐσιο και στον Σπύρο Μοσχονά, τα κείμενα του καταλόγου υπογράφουν η Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου, στην οποία οφείλουμε και την ολοκληρωμένη μελέτη για τον καλλιτέχνη (Δημήτρης Δάβης, 1905-1973, εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα 2001), ο Σπύρος Μοσχονάς, ο Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, η Ευγενία Αλεξάκη και η Ελίζα Πολυχρονιάδου.
Δημήτρης Δάβης – Αναδρομική, Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138. Διάρκεια: 23 Οκτωβρίου έως 29 Νοεμβρίου 2015