γράφει η Διώνη Δημητριάδου
«Η ποίησις είναι
ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου», όπως εύστοχα ο Ανδρέας Εμπειρίκος φέρνει
μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας όλο τον λόγο τον ποιητικό μέσα σε μια εικόνα που
αναπτύσσεται απαστράπτουσα με στίλβουσα επιφάνεια. Ο πεζός λόγος θεωρητικά
διαφέρει στα μέσα που χρησιμοποιεί, στην αρχική του ιδέα και έμπνευση, πατώντας
σταθερότερα στα γήινα και υλικά από τον ανάλογο ποιητικό.
Η παραπάνω επισήμανση δεν γίνεται επειδή ο λόγος του Θοδωρή
Ρακόπουλου παραβιάζει τα χωρικά ύδατα
της ποίησης. Καθόλου μάλιστα, αν αναφερόμαστε στα αφορώντα στη μορφή ή στον
εσωτερικό ρυθμό που διέπει την ποίηση.
Υπάρχει όμως η αίσθηση, όταν διαβάζουμε τα διηγήματα της συλλογής του, ότι η
λογική προσέγγιση του λόγου του δεν επαρκεί για να ‘ανοίξει’ το παράξενο αυτό
βιβλίο τα μυστικά του. Εκεί που νομίζεις πως κατανοείς μια συμβατική πλοκή, θα
σε ξαφνιάσει με την ανατροπή των εικόνων, με τη διάσπαση της χρονικής
ακολουθίας, με τη διατάραξη της τάξης των πραγμάτων και του κόσμου τους, ο
οποίος συχνά αποδομείται τελείως.
«Για να διασκεδάσω την
ανησυχία μου, έπεσα τον εαυτό μου πως ανέβαινα ολοένα προς κάτι σαν παιδική
σκαλωσιά, όπου θα έβλεπα κρεμασμένους οικοδόμους οκτώ ετών με σκισμένα γόνατα
και ροζιασμένες τις φάλαγγες των δαχτύλων· στα μάγουλά τους γραμμές από σκόνη
σαν ρυτίδες. Ένας, ο πιο μάγκας, θα έχει στο αυτί σχολικό μολύβι ιχνογραφίας,
μάλλον χρώματος λευκού – και θα είναι το αρχιμαστόρι σίγουρα. Σκέφτηκα ακόμη
πως τα παιδιά θα αφαιρούσαν κάποτε τη σκάλα, αφήνοντας πίσω τους έναν κτισμένο
ουρανό.» (Περιπέτεια)
Στην πραγματικότητα ο αναγνώστης καλείται να συλλάβει με
όποιον τρόπο έχει πρόσφορο, όχι τόσο την ‘υπόθεση’ της κάθε ιστορίας αλλά
περισσότερο το ‘κλίμα’, αυτή την ιδιαίτερη αύρα που κυκλοφορεί στις σελίδες του
βιβλίου. Ακριβώς αυτό το κλίμα είναι που συνταιριάζει την πεζογραφία του Θοδωρή
Ρακόπουλου με την ποίηση, και μάλιστα την πιο εκλεκτή σε υπέργειες εικόνες, την υπερρεαλιστική. Από
εκεί και ο συνειρμός με το περίφημο απαστράπτον ποδήλατο του Εμπειρίκου.
«Κοιμάσαι και κρατώ
σταθερή απόσταση από τον φόβο του πνιγμού, όπως στο διήγημα του Βιζυηνού. Κάθε
σου κύτταρο λέει την ίδια ιστορία και με βλέπω σε όλες, πρόσωπο στο βάθος αχνό,
όπως στην Αναγέννηση ο ζωγράφος προσθέτει τη δική του μορφή στον πίνακα.»
«Το ημερολόγιο
μισάνοιχτο, από κάτω φρέσκες σελίδες γραμμένες. Σημειωμένες σειρές, γραμμές σε
επανάληψη, οι αράδες έχουν μια συνέχεια, όλα πολύ στρωτά· καλό σημάδι. Φαίνεται
μπαίνουν σε τροχιά οι σκέψεις σου, συνήθως όλα ανάκατα και μουντζούρες, ξυσιές
με τη μύτη του στυλό στο χαρτί. Σηκώνω το βλέμμα από το κείμενο για λίγο, σε
κοιτάζω: δεν έχεις κουνηθεί γραμμή. Αν ήσουν κείμενο, θα ήταν μια μουντζούρα ο
τίτλος.» (Με το κεφάλι στο σεντόνι)
Ο αναγνώστης, στην ουσία, συνεχίζει την κάθε ιστορία μόνος
του, δίνοντας την ερμηνεία που αυτός επιλέγει, έχοντας τη γεύση που του άφησε η
κατευθυντήρια ιδέα. Χαρακτηριστικό δείγμα το διήγημα «Εκκρεμές», στο οποίο ο
συγγραφέας μας οδηγεί καρέ καρέ όπως ο σκηνοθέτης, αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες του σκηνικού που
ο ίδιος έχει στήσει, εναποθέτοντας το βλέμμα μας όπου αυτός θέλει και
φωτίζοντας όσα αυτός επιτρέπει. Στο τέλος, θα πρέπει εμείς να συνεχίσουμε το
‘σενάριο’, σε όσα ζοφερά θα μας φέρει η δική μας φαντασία.
Παράλογος ο κόσμος που μας οδηγεί ο συγγραφέας;
Αναμφισβήτητα, όσο παράλογο είναι αυτό που δεν εξηγείται, όσο ακόμη πιο
παράλογος είναι ο πόθος του ανθρώπου να
του εξηγηθεί ο κόσμος μέσα στον οποίο βρέθηκε. Αυτή η παράλογη συνύπαρξη
πλανάται ως αίσθηση στη σκέψη των ηρώων των διηγημάτων και κατευθύνει προς μια υπερρεαλιστική
σύλληψη του κόσμου.
«Η μέλισσα, λέγει ο
φιλόσοφος Μαρξ, στερείται φαντασίας. Διαγράφει κύκλους προδιαγεγραμμένους,
ακόμη και στα πιο έξαφνά της πτερουγίσματά της στον αέρα. Μα το πιο σημαντικό
από τα τρωτά της (και πώς να μην είναι προβληματικό ένα ζώο που χειρίζεται το
όπλο του άπαξ) είναι που έχει δεμένο χαρακίρι των Ιαπώνων στην κοιλιά της,
Πρόεδρε: είναι σαν να την επιστρέφει ο τσιμπηθείς στη φύση, απ’ όπου τη βρήκε,
ελαττωματική. Κι αλήθεια, πόσο δραματικά ομοιότυπες είναι όλες οι μέλισσες του
κόσμου.» (Το ήσυχο πουλί καζουάριος)
Προσοχή, όμως! Αυτή η
παράξενη γραφή δημιουργεί έναν αδιόρατο φόβο, ακόμη κι όταν η ιστορία
εκτυλίσσεται στον ανοιχτό χώρο και στο άπλετο φως. Μια λεπτή ομίχλη τυλίγει τον
λόγο, σαν κάτι να πλανάται αδιόρατο, ωστόσο αντιληπτό από ευαίσθητες κεραίες.
Αβεβαιότητα; Αμφιβολία; Ο λόγος υπερίπταται του πεζού εδάφους αλλά δεν
απομακρύνεται. Μετέωρος εκεί λίγο πιο πάνω από όσα αγγίζει η λογική, λίγο πιο
έξω από τα απολύτως ανθρώπινα στις διαστάσεις τους.
Μπορεί μόνο ένα από τα διηγήματα να έχει στις σελίδες του
μια ‘νυχτερίδα στην τσέπη’, ωστόσο οι σκοτεινές φτερούγες της υποκρύπτονται σε
όλο το βιβλίο.
«Μέχρι κι η μικρή
νυχτερίδα, ακίνητη στην τσέπη, μπορεί και να είχε κοιμηθεί, τα ελαφρά της νύχια
ίσα που νιώθονταν μέσα από το ύφασμα, κρεμασμένη ανάποδα πίσω απ’ την τσέπη,
σαν ακίνητο βαρίδι, σαν εκκρεμές στο περπάτημα μέσα στο ξημέρωμα»
(Νυχτερίδα στην τσέπη)
Ένα παράξενο, καθηλωτικό
βιβλίο με είκοσι “ομιχλώδεις” ιστορίες. Με τη σκιά μιας νυχτερίδας πίσω
από τις λέξεις του.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου