γράφει ο Δηµήτρης Ι. Καραµβάλης
Iconographer: Holy Monastery Of St.Meletios,Oinoi
Ο Ρωµανός ο Μελωδός ανήκει στην περίοδο εκείνη, όπου ακµάζει το κοντάκιο,
γεγονός που συµπίπτει µε την πρώτη µεγάλη ανάπτυξη της Βυζαντινής Υµνογραφίας.
Η γλώσσα που χρησιµοποιεί, είναι σύνθετη, δοθέντος ότι αφ’ ενός µεν προσεγγίζει
το κοινό γλωσσικό (λαϊκό) ιδίωµα της εποχής του, αλλ’ επιπροσθέτως δείχνει να είναι
θετικότατα επηρεασµένος από την Αγία Γραφή και ταυτόχρονα την ρητορική ελληνική. Τούτο
το κράµα, κατορθώνει να µας δώσει µιαν άλλη, ξέχωρη αυθόρµητη, εκφραστική γραφή, σε
µιαν εποχή µεταβατική για τη γλώσσα µας.
Η µελέτη των κοντακίων που έχει συγγράψει, αποδεικνύει την ποιότητα της τέχνης,
την ένταση, την εναλλαγή των ρυθµών, το ξεχωριστό αυτό άρωµα που αποπνέει η ποίησή
του, το «µυρίσαι το άριστον»!
Μέσα στους στίχους του, κατορθώνει να µεταδώσει αφ’ ενός µεν την συγκινησιακή
του φόρτιση για τα γεγονότα ενώ συγχρόνως παίρνει και µια ξεχωριστή θέση σαν άνθρωπος
και σαν «εξοργισµένος» για τα όσα δια-δραµατίζονται (όπως π.χ. για το Θείον Δράµα) που
όµως εναλλάσσεται και καταλήγει σε εξοµολογητικές τάσεις προσευχής και ικεσίας.
Η προσωπική αγωνία και συντριβή, η συµµετοχή όχι απλώς ενός ψυχρού
καταγραφέα και µόνο των γεγονότων, αλλ’ αντίθετα η βιωµατική θα λέγαµε αναψηλάφιση
των γεγονότων, αλλά και η πρόσβαση όχι µονάχα στον Χριστό και τον Ιούδα αλλά και στα
εγγύτερα πρόσωπα που συµπράττουν, συνιστούν και συντελούν σε µια «εφ’ όλης της ύλης»
αναπαράσταση του θέµατος, µε στίχους µελίρρυτους, έχοντας ίδιον µέλος, µε την
απαράµιλλη οµορφιά και συνύπαρξη ποίησης και µουσικής, σε ιδιαίτερες χρωµατικές και
τονικές κλίµακες.
Η προσεκτική µελέτη του έργου του Ρωµανού του Μελωδού, καταδεικνύει και µίαν
άλλη θεωρία και ανάπτυξη του µουσικού εκείνου φαινοµένου, όπου οι παρηχήσεις είναι τόσο
έκδηλες (εν χερσίν έχων τά χρήµατα») αλλά και οι ψυχικές εντάσεις, εναλλασσόµενες και
συγκλονιστικές.
Η «έµµετρη οµιλία» του κοντακίου, του Ρωµανού, προσδίδει κίνηση και ρυθµό, και
πληρούται κατ’ αυτόν τον τρόπον, η ψυχή του ακροατή ή αναγνώστη κατά περίσταση και
κατά περίπτωση, από την ίδια την ποιητική λειτουργία και µε ρυθµούς και πάθος και ένταση
απαράµιλλη κι άλλοτε πάλι από µια γαλήνη και απάνεµο λιµάνι καταφυγής.
Ποίηση και Μουσική, συµπορεύονται αρµονικά και κοντανασαίνουν µιάν άλλη φωνή,
µιάν άλλη έκφραση και βίωση του Θείου Πάθους, µέσα από µια ψυχή που πάλεψε να το
νοιώσει κατάβαθα, η γοητεία και η σφοδρή σύγκρουση και εναλλαγή των συναισθηµάτων
µέσα από µια πάλλουσα πένα όχι απλώς µιας αυτοπρόσωπης παρουσίας αλλά ενός
µάρτυρα αυτόπτη στα γεγονότα που ζει το πάθος και την ένταση και τις ψυχικές συγκρούσεις
των δρώντων και των δρωµένων, άµεσα και συγκλονιστικά.
Στο Ρωµανό έχει αποδοθεί ο τίτλος του Μελωδού, για τις µουσικές του συνθέσεις
που είναι εξαιρετικές, αλλ’ εκείνο που προξενεί εντύπωση και οπωσδήποτε ανεβάζει σε
υψηλά επίπεδα αποδόσεως και ποιότητας του έργου του, είναι το γεγονός πως η γραφή του
είναι δηµώδης και αρκετά από τα έργα της κατοπινής βυζαντινής γλώσσας θα τα
συναντήσουµε σε µια καινούργια φόρµα πιο εξελιγµένη, µέσα στα κοντάκια του Ρωµανού.
Με το Ρωµανό το Μελωδό έχουµε την απαρχή ενός φαινοµένου που συνεχίστηκε και
συνεχίζεται ως τις µέρες µας, µε τον Κ.Π. Καβάφη, τον Διονύσιο Σολωµό, τον Ανδρέα Κάλβο,
τον Γιώργο Σαραντάρη και άλλους νεότερους, που συνεχίζουν επάξια την παράδοση.
Αυτός ο νεαρός στην ηλικία διάκονος που ήρθε από την Βηρυτό στην
Κωνσταντινούπολη, δεν κάτεχε την γλώσσα, κι όµως, σαν κι αυτούς που προαναφέραµε,
δηµιούργησαν ανανεώνοντας κι επαυξάνοντας, δίνοντας πλατύτερες διαστάσεις και
δυνατότητες στη γλώσσα.
Ειδικότερα ο Γιώργος Σαραντάρης µε ιταλική παιδεία όπως και ο Σολωµός
µαθαίνοντας σιγά-σιγά, µε άξιους δασκάλους, έδωσαν µια πρωτόγνωρη γεύση και έκφραση
ακριβώς όπως ο Ρωµανός, που κατά τον Ελύτη θα πρέπει να ήταν Σύρος στην καταγωγή:
«… Επειδή συµβαίνει κι αυτό καµιά φορά στην ποίηση: ο ανεξοικείωτος, να
συλλαµβάνει αποτελεσµατικότερα τις δυνατότητες που παρέχει ένα τέντωµα της γλώσσας
και να τις αποτολµά, όταν ο άλλος, ο βαθύς γνώστης, έχει λόγους ν’ αντιστέκεται».
Και αυτή η επαφή, προσθέτουµε κατά την ταπεινή µας γνώµη, δίνει µιαν ατοµική
θεώρηση της στιχουργίας έτσι που ο στίχος γίνεται στόχος, άρωµα, κατευθυντήρια οδός
ζωής.
Είναι γεγονός πως ο Ρωµανός έχει χρησιµοποιήσει στο έργο του την ελληνική, αλλά
όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Καθηγητής Πανεπιστηµίου και συγγραφέας και ερευνητής
Καρυοφίλης Μητσάκης, ευθυγραµµιζόµενος µε την εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού,
απέρριψε τον αρχαίο κόσµο που τον αχρήστευσε η χάρις του Ιησού στο σύνολό του. Είναι
ένας εξελληνισµένος Σύρος που τα κοντάκιά του δεν ήταν απλώς συνθέσεις ποιητικές και
µουσικές, αλλά αποκόµιζε ο ακροατής χρήσιµες συµβουλές, οδηγίες και οράµατα –
µηνύµατα.
΄Αλλωστε µην ξεχνάµε ότι ο Ρωµανός τάχθηκε αναµφισβήτητα µε την πολιτική του
Ιουστινιανού που ήθελε να εξαφανίσει τις εστίες των εθνικών που ήταν πλέον ελάχιστες στην
εποχή του.
Ο Ρωµανός ο Μελωδός αφ’ ενός µεν παρουσιάζει δραµατικές εντάσεις και σφύζον
πάθος και αφ’ ετέρου δηµιουργεί ένα γνήσιο ποιητικό σώµα και αίµα, δίχως χασµωδίες,
κοµίζοντας οπωσδήποτε κάτι καινούργιο και πρωτότυπο στο χώρο της Βυζαντινής
Υµνογραφίας.
Η απορία και η έκπληξη («… Απορώ και εξίσταµαι…»), γίνεται οργή και αγανάκτηση
για το ανοσιούργηµα του Ιούδα. Εξ’ άλλου, η γνώση της ρητορικής που κατέχει, πράγµα που
προδίδει πως πριν έρθει στην Κωνσταντινούπολη, είχε µαθητεύσει σε κάποια σχετική σχολή
της Ανατολής, του δίνει το έναυσµα να µην υπεισέλθει κύρια και άµεσα στο θέµα, αλλά να
χρησιµοποιήσει προλόγους εκτενείς, που λέγονται οίκοι. Τούτο βοηθά τα µάλα στην
εισαγωγή και κατανόηση και κατατόπιση από τον συγγραφέα.
Ο πρώτος οίκος, έτσι που θα λέγαµε σήµερα εισαγωγικό σηµείωµα, απευθύνεται
στο κοινό του, το ακροατήριο. Ο δεύτερος οίκος, καθώς και ο τρίτος, στον Ιησού Χριστό, στο
κεντρικό δηλαδή και καίριο πρόσωπο του δράµατος, ενώ µε τον τέταρτο οίκο, είναι γεγονός
πως επιστρέφει στο ακροατήριο κοινό του, και µε τον πέµπτο οίκο να στρέφεται και ν’
απευθύνεται στον ίδιο τον προδότη, τον Ιούδα.
Είναι προφανές, πως εδώ έχουµε να κάνουµε µε µια φωνή αγανάκτησης και θυµού.
Αναπτύσσεται µια συνοµιλία µε τον ίδιο τον προδότη και απόδοση µιας έξαρσης γιοµάτης
πάθος:
«… άδικε, αυτουργέ, άσπονδε, πειρατά, προδότα» κ.λπ.
Ο Ρωµανός ο Μελωδός είναι εξαίσιος ποιητής. Κατέχει καλά τι σηµαίνει παρήχηση
και χρωµατίζει το λόγο του µε τη συχνή επανάληψη – χρήση ενός συµφώνου που προσδίδει
µουσικότητα και ευωχία και ένταση όπως για παράδειγµα του γράµµατος Χι:
«Εν χερσίν έχων τα χρήµατα»!
Η δυσκολία που έχει στην αποστολή του ο Ρωµανός, να µπορέσει δηλαδή να
συνδυάσει λόγο ποιητικό, και µάλιστα µε υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις, και αφ’ ετέρου να
κινηθεί µέσα στα πλαίσια των εκκλησιαστικών απαιτήσεων και όρων, αποτελεί γι’ αυτόν µια
πρόκληση και κίνητρο, και τα καταφέρνει οµολογουµένως περίφηµα, ενώ το πισωγύρισµα
που πραγµατοποιεί σε πρόσωπα και σε χρόνο, φορτίζει αναµφισβήτητα το κείµενο που
περνά από ξέφρενους ρυθµούς έντασης και µετά γαλήνης και ηρεµίας όπου τα πάντα
ακινητούν, και η γλώσσα που χρησιµοποιεί θα ‘λεγε κανένας πως είναι έξω από τα µέτρα και
τα σταθµά της εποχής, όντας πολύ σκληρή και επιθετική, είναι όµως από την άλλη µεριά,
προϊόν γνήσιας συγκίνησης και απόδοσης του ψυχικού δράµατος.
΄Εχει παρουσιαστεί και συζητηθεί ευρέως το φαινόµενο της µετάβασης από µια
προσωπική και αυθόρµητη και γεµάτη παλµό γραφή, σ’ ένα στυλιζαρισµένο ύφος, ιδιαίτερα
στον οίκο ΙΗ-ΚΒ, όµως θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο Ρωµανός ήταν και ποιητής και
εκκλησιαστικός υµνογράφος ταυτόχρονα, µ’ άλλα λόγια, γράφει από ένα µετερίζι
συγκεκριµένο, και πρέπει να τηρήσει κάποιους όρους συγχρόνως, της παραδόσεως.
Το δυστυχές είναι ότι ειδικά στο κοντάκιο 17, η χαρά που αποκοµίζουµε είναι µόνο
λειψή µια και έχει απωλεσθεί η µουσική απόδοσή του (υπενθυµίζουµε ότι στο κοντάκιο αυτό
ο Ρωµανός ιστορεί την προδοσία), κι εξεικονίζεται σε τρία στάδια-µέρη: α) το κοινό-
ακροατήριο, β) τον Ιησού και γ) τον προδότη.
Το άρωµα που αναδύεται από τη µελέτη των κοντακίων του Ρωµανού, «προδίδει»
τον συγγραφέα-κριτικό που θα καταπιαστεί, που δεν θέλει να προχωρήσει σε επί µέρους αναλύσεις, αλλά προτιµά να µείνει µε τη µαγεία των στίχων, να καταθέσει τη δική του θέση
ως «µυρίσαι το άριστον»…
Η έµµετρη οµιλία του κοντακίου έχει και κάποιες ιδιαιτερότητες, αν αναλογιστεί
κανείς πως βρισκόµαστε στον ΣΤ΄ αιώνα µ.Χ., κι αυτό βοηθά αναµφισβήτητα στην
διαµόρφωση της ποιητικής του. Η έκθλιψη λόγου χάριν, χρησιµοποιείται συχνότατα, η λέξη
από την παραλήγουσα τονίζεται στη λήγουσα, οι συνηρηµένοι τύποι αλλά κι οι ασυναίρετοι
συµβιούν µαζί, κι αυτό προσδίδει µιαν εναλλαγή και µιαν άλλη αισθητική και το ίδιο συµβαίνει
και µε τα αριθµητικά κι ακόµη µερικά επίθετα που έχουν παθητική σηµασία, εκφέρονται ως
ενεργητικά και συµβαίνει και το ίδιο αντιστρόφως όπως για παράδειγµα: καταπλήσιος (αντί
καταπληκτικός), και βέβαια γι’ αυτό που είπαµε για τα επίθετα µε ενεργητική και παθητική
σηµασία, ισχύει κάτι ανάλογο µε τις αντωνυµίες «αυτός» και «ούτος» να συνυπάρχουν, ενώ
βεβαίως η δεικτική αντωνυµία «ούτος» είναι πλέον ο κανόνας.
Ακόµη στον αόριστο, ο ενεργητικός και παθητικός αόριστος αλλά και στη µετοχή και
στο απαρέµφατο Ο Μέλλων χρόνος είναι ελάχιστος λες κι εδώ ο Ρωµανός ο Μελωδός έχει σταµατήσει
το χρόνο και το χώρο ηθεληµένα, που κάπου ακινητούν και τα πάντα συντελούνται
παρόντος του ακροατή-αναγνώστη, όπως επίσης και του ίδιου του Ρωµανού που δείχνει να
είναι παρών και να συµµετέχει στα δρώµενα.
Ακόµη το ουσιαστικό και το επίθετο που το προσδιορίζουν δεν ανταποκρίνεται
ανάµεσά τους.
Ο Ακάθιστος ΄Υµνος, αυτό το διαµάντι της Βυζαντινής Υµνογραφίας, εξακολουθεί για
δέκα έξι αιώνες να κατέχει την πρωτεύουσα θέση στις ψυχές των πιστών αλλά και στα
εκκλησιαστικά βιβλία. Εδώ πρόκειται για έναν ύµνο που συσπειρώνεται σε είκοσι τέσσερις
οίκους, τόσους ακριβώς όσους και τα γράµµατα του αλφαβήτου. Η σύνδεση γίνεται µε
ακροστιχίδα και τρία προοίµια, αλφαβητική ακροστιχίδα δηλαδή που ξεκινάει πάντα από ένα
γράµµα του αλφαβήτου.
Εδώ να πούµε πως η µετρική των οίκων είναι κατανεµηµένη σε πολλά µικρά και
µεγάλα κώλα. ΄Εχουµε βεβαίως αυξοµειώσεις και εναλλαγές απρόβλεπτες και ακανόνιστες,
αυτό προδίδει και προσδίδει φόρτιση και συναίσθηµα κι όπως γράφει χαρακτηριστικά ο
Καθηγητής και συγγραφέας Καρυοφίλης Μητσάκης «αποµιµούνται το λαχάνιασµα στην
οµιλία ενός ανθρώπου διακατεχόµενου από δυνατά συναισθήµατα»:
«Τις ακούσας ουκ ενάρτησεν ή τις θεωρήσας ουκ ετρόµασε
τον Ιησούν δόλω φιλούµενον,
ποια γη ήνεγκε το τόλµηµα;
ποια δε θάλασσα υπέφερες ορώσα το ανοσιούργηµα;»
Το «µυστικώς παρουσιασθέν» είναι το πρώτο προοίµιο που θεωρείται ότι είναι το
γνήσιο και αρχικό προοίµιο του Ακάθιστου ΄Υµνου «το δέντρο το γνωστό τούτο ΤΗ
ΥΠΕΡΜΑΧΩ» για το οποίο υπάρχουν κάποιες διαφορές, όµως το µάλλον επικρατούν είναι
ότι πρόκειται για έργο του εβδόµου αιώνα.
Αυτό έχει γραφεί για να επέλθει συσπείρωση και να γίνει κάποιος σύνδεσµος µετά τα
γνωστά γεγονότα του 626.
Το τρίτο, «ΟΥ ΠΑΥΟΜΕΘΑ», αποτελεί µια µεταγενέστερη προσθήκη.
Δύο είναι
αναµφισβήτητα οι µεγάλες ενότητες του έργου του Ακαθίστου ΄Υµνου:
Οι στίχοι α-ιβ έχουν αφηγηµατικό χαρακτήρα.
Οι στίχοι ιγ-κδ΄ θεολογικό αντίστοιχα.
Η καταγραφή και η ποιητική µεταφορά της αφήγησης του Ευαγγελιστή Λουκά που
αναφέρεται στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου – την προσκύνηση των ποιµένων – την
Υπαπαντή του Ιησού κ.λπ.
Ειδικά στον ια οίκο, αναπτύσσεται ποιητικότατα η φυγή στην Αίγυπτο.
Στην δεύτερη ενότητα, γίνεται λόγος για τη νέα κτίση µετ’ επαίνων που έφερε µε τη
γέννησή του το Θείο Βρέφος.
Πάντως πρόκειται για ένα ποίηµα ή µάλλον µια ποιητική σύνθεση που φέρει
λειτουργικό χαρακτήρα. Δεν έγινε για να εκφράσει ή να υποµνήσει ιστορικά γεγονότα, κι
εποµένως δεν έχει σύνδεση µε κάποιο ιστορικό ή θρησκευτικό γεγονός.
Οι εξάρσεις του έργου του Ανδρέα Κάλβου αλλά και του Διονυσίου Σολωµού
πιστεύουµε πως έχουν και κάποια σύνδεση µε το έργο του Ρωµανού του Μελωδού.
΄Οσον αφορά το µέτρο, υπάρχει µια ιδιορρυθµία. Οι οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό
αριθµό, είναι µεγαλύτεροι από τους έχοντες άρτιο αριθµό. Το γεγονός αυτό, µαρτυρά µια
ξεχωριστή περίπτωση ύµνου, καθ’ όσον εδώ, δεν έχουν όλες οι στροφές τον ίδιο αριθµό των
στίχων.
Οι οίκοι που έχουν περιττό αριθµό έχουν απλώς δώδεκα στίχους δηλαδή σύνολο 17
στίχους που περιέχουν τους χαιρετισµούς στη Θεοτόκο.
Ο Τωµαδάκης γράφει χαρακτηριστικά πως οι «Χαιρετισµοί» αποτελούν γηγενές
στοιχείο της ελληνικής λογοτεχνίας.
Η µια άποψη θεωρεί ότι οι χαιρετισµοί προέρχονται από το λόγο που είχε απευθύνει
ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ευαγγελισµό στην Παρθένο Μαρία. Η άλλη, του Ι.Θ.
Παπαδηµητρίου, ότι αυτό προϋπήρχε στην συριακή ποίηση και διαδόθηκε στην ελληνική
υµνογραφία.
Πάντως, όπως υποστηρίζει ο Κ. Μητσάκης, είναι πολύ δύσκολο ν’ αποφανθεί κανείς
σήµερα για την ελληνική ή συριακή καταγωγή των χαιρετισµών. Άλλο επίσης χαρακτηριστικό
είναι ότι ο Ακάθιστος έχει δύο εφύµνια που εναλλάσσονται ενώ κανονικά ένα είναι το εφύµνιο
που συνδέει όλους τους οίκους. Ταυτόχρονα, το «Χαίρε νύµφη ανύµφευτε», µε το οποίο
κλείνονται οι µεγάλες στροφές στη Θεοτόκο, έχουµε το «Αλληλούϊα» που ακούγεται µόνο
όταν τελειώνουν οι µικρές στροφές.
Ο ΄Υµνος σύµφωνα µε αρκετούς ερευνητές του έργου του Ρωµανού, θεωρείται ότι
γράφτηκε σε Συριακό έδαφος.
΄Οσον αφορά την πατρότητα πολλών στίχων, έχουν υποστηριχθεί αρκετές
αντιµαχόµενες απόψεις. Προσωπικά θεωρώ ως σηµαντικότερη αυτήν που διατύπωσε ο
WELLEZ:
«… Αν λάβουµε υπ’ όψιν µας όλα τα στοιχεία που συγκροτούν το σπουδαίο αυτό
ποίηµα, δύναµη στην έκφραση, τόλµη και παροµοιώσεις, τέλεια αρµονία στους στίχους και
πάνω απ’ όλα την ποιητική σύλληψη (POETICAL VISION), δεν γνωρίζουµε κανέναν άλλο
ποιητή που θα µπορούσε να θεωρηθεί ως συγγραφέας του έξω από τον Ρωµανό».
Το γεγονός εξ άλλου ότι ο Ακάθιστος ΄Υµνος έχει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα,
γραµµένο για τον κοινό εορτασµό Χριστουγέννων και Ευαγγελισµού, µας οδηγεί στο στοιχείο
να θεωρήσουµε ότι αυτά γιορτάζονταν σε µια πρώϊµη εποχή, γνωστού όντος ότι στα χρόνια
του Ιουστινιανού καθιερώθηκε η ηµεροµηνία 25 Μαρτίου ως η ηµέρα εορτασµού του
Ευαγγελισµού της Θεοτόκου.
Το κοντάκιο βεβαίως θεωρείται επάξια ότι είναι το πρώτο µεγάλο επίτευγµα της
Βυζαντινής Λογοτεχνίας µας. Ο Ρωµανός πάντως αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σηµείο
αναφοράς που φτιάχνει ένα νέο ποιητικό είδος.
Τα κοντάκια αποτελούν την ποιητική ανάπτυξη του περιεχοµένου µιας ευαγγελικής
περικοπής. Διαβάζονταν ακριβώς µετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και ψάλλονταν.
Πάντως, δεν φαίνεται να έδωσαν περισσότερη σηµασία και περιεχόµενο στη µουσική
µελωδία, αφού περισσότερο θεωρούνται ως «έµµετρη οµιλία» και είναι κάτι παράλληλο µε
αυτό που σήµερα καλούµε «µελοποίηση» και «µουσική απαγγελία».
Πάντως δεν γνωρίζουµε για τη µουσική του κοντακίου και την ακουστική του, αφού
σώζεται ένα και αυτό κοµµένο. ΄Αλλωστε υποστηρίζεται η άποψη ότι οι µελωδίες που
αποτελούνται από ορισµένους τύπους (FORMULES)) ήταν απλές και συλλαβικές µελωδίες,
όπως ήταν αυτές των πρώτων βυζαντινών χρόνων.
Η µελωδία του κάθε κοντακίου είναι γραµµένη σήµερα µε έναν από τους οκτώ ήχους
της βυζαντινής µουσικής π.χ. το Ι κατά τον γ΄ ήχο, το 41 κατά τον πλάγιο α΄, το 47 κατά τον
δ΄ ήχο.
Υπάρχουν ενδείξεις των ήχων που υπάρχουν στους τίτλους –κοντάκια του
Ρωµανού που είναι πιθανό να προέρχονται από τον ίδιο όπως υποστηρίζει ο MAAS.
Η διάκριση της Βυζαντινής Μουσικής σε οκτώ ήχους συνδέεται µε τους ήχους της
Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής.
Το προοίµιο (και κουκούλιο) και κουβάλιο και κοκάκιο είναι η εισαγωγή στο κύριο
µέρος της έµµετρης οµιλίας που είναι το κοντάκιο. Πρόκειται για µια στροφή γραµµένη σε
διαφορετικό µετρικό σχήµα από το υπόλοιπο ποίηµα. Είναι σηµαντικό να τονιστεί το γεγονός
πως ο ίδιος ο Ρωµανός χρησιµοποιεί συχνά τη µελωδία ενός παλαιότερου ποιήµατος σ’ ένα
νεότερο (ίσως για να καταδείξει την νοηµατική συγγένεια ή άλλως πως συνέχεια).
Συνήθως
όµως, κατά κανόνα, προτάσσει ένα προοίµιο ιδιόµελο θέλοντας µ’ αυτόν τον τρόπο να προσδώσει µια νέα ξεχωριστή και αυτοτελή δηµιουργία. Κάποτε υπάρχει βεβαίως και η
περίπτωση να τονισθεί µε δύο ή και τρία προοίµια ένα κοντάκιο, όπως το 18 ή το 30, ίσως
από ένα µεταγενέστερο ή και το ίδιο που θέλησε να προσαρµόσει σε σχέση µ’ ένα γεγονός
αναγόµενο στην επικαιρότητα.
Οι οίκοι (οίκος - οικοδοµή) είναι το µετρικό δείγµα και µουσικό, πάνω στο οποίο είναι
γραµµένοι οι υπόλοιποι οίκοι του ίδιου ύµνου. Υπάρχει στα κοντάκια η αναφορά (επιγραφή)
που παραπέµπει στη µελωδία του στίχου.
Πολλά κοντάκια κλείνουν µε µια προσευχή-επίλογο που ξεκινά µε µια προσφώνηση.
Η ακροστιχίδα ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΣ, είναι το εξαιρετικό στοιχείο οπτικό και ακουστικό
ηχητικά σε µια ενότητα, και κλείνοντας να τονίσουµε πως ο Ρωµανός παρουσιάζει
διασπάσεις ενός κώλοου ή στίχου σε πολλούς οίκους και διασκευή µιας στροφής ή µιας
σειράς στροφών σ’ ένα κοντάκιο ή και διασκευή ολοκλήρου του κοντακίου.
Το κοντάκιο, σαν σύντοµη αναφορά και ιδιόρρυθµη ποιητική οµιλία, ευτύχησε στα
χέρια του Ρωµανού του Μελωδού να συνδυάσει ποιητικό και πεζό λόγο και ταυτόχρονα
συνέδεσε – συνόδευσε υψηλόπνοα κείµενα µε την τέχνη του µέλους. Σκιαγράφησε
χαρακτήρες, απλά, άµεσα και κατανοητά µε συναίσθηµα και εξάρσεις, µε εκλαϊκευµένη
χρήση.
Εκεί, σ’ ένα κελί του ναού της Θεοτόκου της εν της Κύρου, τον φαντάζοµαι να βαδίζει
επάνω κάτω ανήσυχο πνεύµα και µε άγρυπνη συνείδηση, παλεύοντας να τιθασεύσει τις
λέξεις, να διατηρήσει και ν’ ανανεώσει τους εκφραστικούς πυρήνες που ανατρέχουν στο
ήθος του ελληνικού λόγου.
Με την τόσο απλή αλλά και την τόσο περήφανη σε βάθος ρήση:
«Τούτο του ταπεινού Μελωδού»!
Δηµήτρης Ι. Καραµβάλης