Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

2ο Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα "ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης"




Το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών διοργανώνει, για δεύτερη χρονιά, το Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης», για το ευρύ κοινό (Νοέμβριος 2015-Φεβρουάριος 2016, Ιωνικό Κέντρο, Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπίτι της Κύπρου).
Το Πρόγραμμα έχει ως γενικό θέμα "Η Εγγύς Ανατολή και η Κύπρος από την Αρχαιότητα έως σήμερα" και αρθρώνεται σε δυο ενότητες, με επιμέρους κύκλους. 
Τα μαθήματα του Προγράμματος θα προσφερθούν αφιλοκερδώς από διδάσκοντες του Τμήματος και τα έσοδα θα διευκολύνουν την εκπαιδευτική/ερευνητική διαδικασία.
Συνημμένα, αναλυτικά στοιχεία για τα μαθήματα και τη λειτουργία του προγράμματος. 



Ένα συναρπαστικό ταξίδι γνώσης, προσφοράς και ποιότητας αποτελεί το Ανοιχτό Πανεπιστημιακό Πρόγραμμα «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης». Πρόκειται για εξαιρετική πρωτοβουλία, που φιλοδοξεί να φέρει σε επαφή το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με το ευρύ κοινό.

Με τις «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ» οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν, από τους πλέον ειδικούς, τα αποτελέσματα των σύγχρονων ερευνών και μελετών σε πεδία που ενδιαφέρουν κάθε φιλομαθή και φιλίστορα.

Το Πρόγραμμα φέτος περιλαμβάνει τους εξής κύκλους: «Ανατολικοί λαοί»– «Ελλάδα: Οι πρώτες κοινωνίες» – «Οι μεγάλοι προϊστορικοί πολιτισμοί του Αιγαίου» – «Η κλασική Ελλάδα: Στον πυρήνα της ταυτότητας» – «Η πρόσληψη της αρχαιότητας στους νεότερους χρόνους».

Τα μαθήματα θα πραγματοποιηθούν στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Σκουφά 45), 24 Απριλίου-22 Μαΐου 2015, από τις 18:00 μ.μ. έως τις 21:00 μ.μ., και θα προσφερθούν αφιλοκερδώς από διδάσκοντες του Τμήματος.

Για τη συμμετοχή στο Πρόγραμμα προβλέπονται δίδακτρα 90 ευρώ ανά κύκλο και χορηγείται βεβαίωση παρακολούθησης. Τα έσοδα θα αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική/ερευνητική δραστηριότητα του Τμήματος και του Πανεπιστημίου.

Δείτε το πρόγραμμα αναλυτικά εδώ

Η αίτηση συμμετοχής βρίσκεται στον ιστότοποhttp://www.arch.uoa.gr/diadromes, όπου και οι οδηγίες για τον τρόπο υποβολής της. Για πληροφορίες τηλεφωνήστε στο 210 727740, Δευτέρα-Πέμπτη, από τις 10:00 π.μ. έως τις 13:00 μ.μ.

Γιώργος Σεφέρης «Θεατρίνοι, Μ.Α.»




Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες

και την καρδιά μας∙ ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

Μέση Ανατολή, Αύγουστος ’43

Ο Mario Vitti γράφει για το συγκεκριμένο ποίημα: «Στο Θεατρίνοι, Μ.Α., «Αύγουστος ’43», η αλληγορία σε τόνο οπερέτας είναι διαφανέστατη. Τον ίδιο εκείνο Αύγουστο, μέσα στη μηχανή φθοράς, όπου είχε μπει, αηδιασμένος από τη μικρότητα και τις πανουργίες των πολιτευόμενων, πνιγμένος στον «πηχτό αέρα», ο Σεφέρης βλέπει να καταφτάνει έξαφνα μια αντιπροσωπεία της μαχόμενης Ελλάδας των βουνών. Η επαφή με τους άντρες που πολεμούν τον εχθρό με τα όπλα, στον τόπο τους, και μιλούν μια γλώσσα τόσο διαφορετική από αυτήν που ακούει γύρω του, είναι συγκλονιστική εμπειρία. Ο ποιητής αναζητεί την παρέα τους, ιδιαίτερα του Καρτάλη, που «κουβεντιάζει ανταρτοπόλεμο, πολιτική και ψυχανάλυση, όλα μαζί» (Μέρες, Δ΄, σ. 303). Συγκρίνει τους ανθρώπους, βλέπει την αμηχανία και την αναξιοσύνη των δικών του.» [Mario Vitti, Φθορά και λόγος, εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία]


Ιστορικό πλαίσιο
Στις αρχές Μαρτίου 1943, μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ της ελληνικής, της βρετανικής και της αιγυπτιακής κυβέρνησης, συμφωνήθηκε η εγκατάσταση της πρώτης στο Κάιρο. Ωστόσο, τη στιγμή αυτή μεσολάβησε σοβαρή κρίση στον ελληνικό Στρατό στη Μέση Ανατολή. Η απόφαση να ενοποιηθεί η διοίκηση των δύο ελληνικών ταξιαρχιών, με τη δημιουργία μεραρχίας υπό τον στρατηγό Χρ. Ζυγούρη, αξιωματικό φιλοβασιλικών φρονημάτων, καθώς και η πιθανή απομάκρυνση ορισμένων αξιωματικών, είχαν ήδη προκαλέσει αναταραχή στην ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), κυρίως της 2ης Ταξιαρχίας. Η απουσία του Κανελλόπουλου στο Λονδίνο διευκόλυνε την εκδήλωση της κρίσης. Ο ίδιος θα βρεθεί σύντομα ανάμεσα στα πυρά και των συντηρητικών και των αριστερών στρατιωτικών.
Λίγο μετά την επιστροφή του Κανελλόπουλου στην Αίγυπτο, υπέβαλαν ομαδικά τις παραιτήσεις τους συντηρητικοί αξιωματικοί των δύο Ταξιαρχιών, και μάλιστα αυτοί της 1ης κατόπιν συνελήφθησαν από την ΑΣΟ. Τη στιγμή εκείνη τα αιτήματα της ΑΣΟ περιλάμβαναν τη διεύρυνση της κυβέρνησης και την εκκαθάριση του στρατού από τους αξιωματικούς που είχαν στηρίξει το καθεστώς Μεταξά. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την παραίτηση του Κανελλόπουλου. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση πραγματοποίησαν την προγραμματισμένη μετακίνησή τους στο Κάιρο. Η κρίση επέφερε την αντικατάσταση της ηγεσίας των δύο Ταξιαρχιών (από τους συνταγματάρχες Ε. Παππά στην 1η και Ι. Μπεγέτη στη 2η Ταξιαρχία), την κατάργηση της ενιαίας διοίκησής τους και τον εγκλεισμό των στρατιωτικών – συντηρητικών και αριστερών – που είχαν εμπλακεί στην αντιπαράθεση, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διενεργήθηκε επίσης έρευνα των βρετανικών Αρχών για τα αίτια της αναταραχής.
Η παραίτηση Κανελλόπουλου προκάλεσε, στις 24 Μαρτίου, ανασχηματισμό της κυβέρνησης: ο Τσουδερός διατήρησε το Υπουργείο Εξωτερικών και ανέλαβε το Οικονομικών (με υφυπουργό τον Γεώργιο Μαντζαβίνο), μετά την παραίτηση του Βαρβαρέσου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αυξημένη επιρροή του Κόμματος Φιλελευθέρων στη νέα κυβέρνηση. Αντιπρόεδρος και υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου ανέλαβε ο Γεώργιος Ρούσσος, υπουργός Πολέμου και Αεροπορίας ο Βύρων Καραπαναγιώτης και Κοινωνικής Πρόνοιας ο Εμμανουήλ Σοφούλης. Αργότερα, το Υπουργείο Αεροπορίας θα αναλάβει ο αντιναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης, και το Υπουργείο Ναυτιλίας ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Μετά την κρίση, ο Τσουδερός κάλεσε τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να αποστείλουν στην Αίγυπτο τριμελή επιτροπή για διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση. Από την πλευρά του, ο αστικός πολιτικός κόσμος θα συνεχίσει να εκδηλώνει δυσπιστία για τις προθέσεις του βασιλιά: σε μήνυμά του, στα τέλη Απριλίου, ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, θα τονίσει ότι τα κόμματα δεν θα μπορούσαν να μετάσχουν στην κυβέρνηση, χωρίς δήλωση του Γεωργίου που θα αποδεχόταν επίλυση του Πολιτειακού με ελεύθερη ψήφο του λαού μετά την απελευθέρωση∙ με τη θέση αυτή συντάχθηκαν και άλλοι πολιτικοί αρχηγοί. Οι σχετικές διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν ως τον Ιούνιο, οπότε οι αστικές πολιτικές δυνάμεις απέκρουσαν την ιδέα αποστολής αντιπροσωπείας, ενώ το ΚΚΕ προσχώρησε και επίσημα στην ιδέα του δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος. Ενώπιον της κατάστασης αυτής και υπό την πίεση του Τσουδερού και των Βρετανών να διευκολύνει τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ο Γεώργιος, με διάγγελμά του στις 4 Ιουλίου, αποδέχτηκε τον σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, καθώς και εκλογές σε διάστημα έξι μηνών για την ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης. Δεν ανέφερε, ωστόσο, διενέργεια δημοψηφίσματος και εξάρτηση της επανόδου του από αυτό, θέση που δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική από τα πολιτικά κόμματα.
Τον ίδιο μήνα, Ιούλιο 1943, εκδηλώθηκαν νέες ταραχές στους κόλπους της 2ης Ταξιαρχίας, στις οποίες ενεπλάκησαν οι συντηρητικές και αριστερές οργανώσεις του στρατεύματος και οι οποίες επεκτάθηκαν σε μονάδες του Στόλου. Τα επεισόδια οδήγησαν σε ουσιαστική διάλυση της Ταξιαρχίας ως μάχιμης μονάδας, εγκλεισμό και άλλων στρατιωτικών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και σε εκκαθάριση μελών της ΑΟΝ (Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού) από τον Στόλο. Κατόπιν, κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 4 Αυγούστου, όλοι οι υπουργοί απείλησαν να παραιτηθούν, θέτοντας τα ζητήματα όχι μόνο των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και των βρετανικών παρεμβάσεων στην επικοινωνία της κυβέρνησης με την κατεχόμενη Ελλάδα.
Οι εξελίξεις, ωστόσο, έλαβαν άλλη τροπή, μετά την άφιξη στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα, στις 10 Αυγούστου, με πρωτοβουλία της SOE (Special Operations Executive) και όχι της ελληνικής κυβέρνησης, που αιφνιδιάστηκε, του Γ. Εξαντάρη, εκπροσώπου του πολιτικού κόσμου από την κατεχόμενη χώρα, καθώς και έξι αντιπροσώπων αντιστασιακών οργανώσεων: των Α. Τζήμα, Π. Ρούσου, Η. Τσιριμώκου και Κ. Δεσποτόπουλου από το ΕΑΜ (οι δύο πρώτοι ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ), του Κ. Πυρομάγλου από τον ΕΔΕΣ και του Γ. Καρτάλη από την ΕΚΚΑ, συνοδευόμενων από τον αρχηγό της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα, ταξίαρχο Μάιερς. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, κατά τις οποίες κυριάρχησε το Πολιτειακό και η επίλυσή του μετά τον πόλεμο, ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν να ελέγξουν τις εξελίξεις, λαμβάνοντας θέση μεσολαβητή. Οι εκπρόσωποι της αντίστασης και ο Εξηντάρης επέμειναν στη δημοσίευση δήλωσης ότι ο Γεώργιος δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, πριν από τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Στις 17 Αυγούστου, οι έξι αντιστασιακοί, ο Εξηντάρης και ο Κανελλόπουλος υπέγραψαν σχετική δήλωση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο την αποδέχτηκε δύο ημέρες αργότερα. Στη συνέχεια ο Τσουδερός πίεσε τον Γεώργιο να δεχτεί αυτή την προοπτική. Ο βασιλιάς όμως αντέδρασε, απευθυνόμενος και εξασφαλίζοντας τη στήριξη των ηγετών της Βρετανίας και των ΗΠΑ∙ σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των απόψεων του Γεωργίου έπαιξε ο Νοτιοαφρικανός ηγέτης Γιαν Σματς (JSmuts). Η πρωτοβουλία αυτή του βασιλιά άλλαξε το σκηνικό. Οι Βρετανοί ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα τους εκπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, και μάλιστα παρά τις διαμαρτυρίες των τελευταίων. Η αναχώρησή τους απετράπη κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, μετά από πρωτοβουλία μελών της εξόριστης κυβέρνησης που πίεσαν σχετικά και τον Τσουδερό, καθώς μια τέτοια ενέργεια θα είχε περιπλέξει αφάνταστα τις σχέσεις μεταξύ Καΐρου και Βουνού. Με εκκρεμές ακόμη το πολιτειακό ζήτημα, οι συζητήσεις κατόπιν στράφηκαν στον ενδεχόμενο σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης. Τώρα, όμως, έγινε σαφές ότι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν επικροτούσαν την είσοδο στην κυβέρνηση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδίως του ΕΑΜ. Έτσι, οι εκπρόσωποι της αντίστασης αναχώρησαν από το Κάιρο, στις 15 Σεπτεμβρίου 1943.

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών]

Το ποίημα

Ήδη με τον τίτλο του ποιήματος, Θεατρίνοι Μέσης Ανατολής, ο Σεφέρης καθιστά σαφή την ειρωνική του διάθεση, αλλά και την πικρή αίσθηση που του έχουν προκαλέσει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, έχοντας τοποθετηθεί στη διεύθυνση εξωτερικού τύπου, και ζει από κοντά την εναγώνια προσπάθεια των πολιτικών εκείνων που απέχουν απ’ την κατεχόμενη Ελλάδα να διατηρήσουν τον αποκλειστικό έλεγχο της εξουσίας, παρά το γεγονός πως στη δοκιμαζόμενη πατρίδα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα που δίνει το σημαντικότερο αγώνα κατά του ξένου κατακτητή.
Μια σκιώδης, απέχουσα κυβέρνηση, που περιμένει το τέλος του πολέμου στην ασφάλεια των ξένων χωρών που τη φιλοξενούν∙ ένας βασιλιάς που αρνείται να δεχτεί την ανάγκη μιας πολιτειακής αλλαγής στη χώρα∙ ο ίδιος ο ποιητής που μετέχει σ’ αυτή την κυβέρνηση, έστω κι αν βλέπει καθαρά την υποκρισία των μελών της και την εμμονική τους προσκόλληση σε μια εξουσία που δεν δικαιούνται πια. Όλοι τους θεατρίνοι, όλοι τους επίμονα εθελότυφλοι μπροστά στην αλλαγή που έχει επέλθει στα ελληνικά πράγματα.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Η επαφή του Σεφέρη με τους εκπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, με τους ανθρώπους εκείνους που μάχονται για την ελευθερία των Ελλήνων, και δεν αποζητούν την ασφάλεια μέσω της φυγής, όπως έκαναν τα μέλη της αυτοεξόριστης κυβέρνησης, τον φέρνει πλησιέστερα στη συνειδητοποίηση πως η πραγματικότητα έχει πια ξεπεράσει τις μηχανορραφίες και τις ιδιοτελείς προσδοκίες των πολιτικών που κρύβονται στη Μέση Ανατολή. Οι άνθρωποι που φέρουν το βάρος της αντίστασης δεν είναι μόνο μια ανάσα αλήθειας και ειλικρίνειας στην αποπνικτική ατμόσφαιρα υποκρισίας και αυταπάτης που για καιρό κινείται ο ποιητής, είναι συνάμα κι οι νέοι πραγματικοί φορείς εξουσίας στην Ελλάδα.
Τώρα πια η επίμονη άρνηση των αστικών κομμάτων ν’ αναγνωρίσουν τη δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος μοιάζει με μια μάταιη θεατρική παράσταση. Η μοίρα που νικά τα πάντα και σαρώνει τους θεατρίνους και το θεατρώνη, δεν είναι παρά η νέα πραγματικότητα του ελληνικού χώρου. Το ΕΑΜ με τη συνεπή του δράση έχει δίκαια κερδίσει την αναγνώριση των πολιτών κι έχει δίκαια αποκτήσει λόγο στις μελλοντικές εξελίξεις στη χώρα. Το θέατρο που έχει στηθεί στη Μέση Ανατολή∙ οι δραπετεύσαντες πολιτικοί που θέλουν ανέπαφη την παλαιά τους εξουσία, βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με μια ριζική ανατροπή των δεδομένων.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες

και την καρδιά μας∙ ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

Ο ποιητής, ωστόσο, δεν προσδίδει πολιτική μόνο χροιά στο ποίημά του, γι’ αυτό και το Μέση Ανατολή του τίτλου δίνεται συντομογραφικά (Μ.Α.). Οι πολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν παράλληλα και την προσωπική ζωή των ανθρώπων, κι ακόμη περισσότερο το ίδιο το στοιχείο της εξαπάτησης και της αυταπάτης χαρακτηρίζει και τον ατομικό βίο. Ο υποκριτικός παραλογισμός της πολιτικής δεν απέχει πολύ κι απ’ τον παραλογισμό της ίδιας της ζωής, που στερείται οποιασδήποτε εγγύησης κι είναι πάντοτε έρμαιο πολλών και ανεξέλεγκτων παραγόντων. Το σαρωτικό πέρασμα της μοίρας ανατρέπει από κοινού μεγαλεπήβολα σχέδια και μικρές επιθυμίες, μεγαλόσχημους πολιτικούς κι απλούς πολίτες.
Με έντονη την αίσθηση πως οι άνθρωποι είναι ανίσχυρα ανδρείκελα απέναντι στις εξελίξεις και τις αλλαγές της πραγματικότητας, ο Σεφέρης προσεγγίζει εδώ σε μεγάλο βαθμό την ποίηση του Καρυωτάκη. Με πικρή ειρωνεία που ενισχύεται απ’ τη χρήση της ομοιοκαταληξίας, μας παραπέμπει στο κλίμα των ελεγείων του Καρυωτάκη, κι αναγνωρίζει πλέον κι ο ίδιος το ασήμαντο και το ανυπόστατο της ανθρώπινης ελπίδας και προσδοκίας. Όλα όσα συνιστούν τα στοιχεία του θεάτρου (μάσκες, στολίδια, επιφωνήματα, φτιασίδια κτλ.) είναι ριγμένα κι ανάκατα με τα στοιχεία του πραγματικού βίου, έτσι ώστε δύσκολα πια διακρίνεται τι αποτελεί πραγματικότητα και τι είναι επίπλαστο∙ τι είναι απλή επιθυμία ή προϊόν υποκρισίας και τι εν τέλει συνιστά την αλήθεια. Ο προσανατολισμός του ανθρώπου -ο προορισμός του- μοιάζει δυσδιάκριτος, καθώς κινείται ανάμεσα στο ψεύτικο και το αληθινό, ανάμεσα στο προσδοκώμενο και τις συνεχείς διαψεύσεις.
Οι άνθρωποι κινούνται σ’ ένα ασταθές περιβάλλον μπερδεμένοι στην υποκρισία που τόσο αξεχώριστα έχει μπλεχτεί με την αλήθεια, κι είναι πια τα γυμνά τους νεύρα σαν τις χορδές μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Γίνονται αποδέκτες τόσο συγκεχυμένων μηνυμάτων, που δεν μπορούν πια να βρουν σταθερό έδαφος για να κρίνουν και να σκεφτούν σωστά. Η ίδια τους η υπόσταση αμφισβητείται, τα νεύρα τους ανάερα (τόσο ελαφριά, σαν να μην έχουν πραγματική ύλη), η ζωτική τους ορμή υπονομεύεται τόσο, ώστε μοιάζει να μην υφίσταται, τα νεύρα στεγνά στην κάψα (στεγνωμένα από ζωή ή διάθεσης ζωής και αγώνα), στοιχεία που προκαλούν την αίσθηση πως οι άνθρωποι δεν έχουν κανέναν απολύτως έλεγχο στην ίδια τους την πορεία (πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;).
Το διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο υποκριτικό και το πραγματικό που αδρανοποιεί επί της ουσίας τη σκέψη και τη λογική κρίση των ανθρώπων, δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την καρδιά τους (τα συναισθήματά τους). Σαν ένα σφουγγάρι που έχει πεταχτεί στο δρόμο, η καρδιά των ανθρώπων πίνει και το αίμα του ληστή, αλλά και τη χολή του τετράρχη (αναφορά στον Ηρώδη και το ανακατωμένο με χολή κρασί που δόθηκε στο Χριστό, αλλά και σε όσους ληστές επρόκειτο να σταυρωθούν). Η καρδιά των ανθρώπων δέχεται αδιαχώριστα και τον πόνο του θύματος και τη σκληρότητα του θύτη, όπως αδιαχώριστη είναι κι η κοινή τους μοίρα∙ όπως δυσδιάκριτοι είναι κι οι μεταξύ τους ρόλοι.
Η καρδιά που σέρνεται απ’ το δρόμο στο παζάρι και το εύκολα αναστρέψιμο και εύκολα αμφισβητούμενο μεταξύ θύματος και θύτη, μεταδίδει ακόμη παραστατικότερα την αίσθηση της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού που κυριαρχεί στη σκέψη των ανθρώπων. Το σκηνικό του θεάτρου μπορεί ν’ ανατραπεί πολύ γρηγορότερα απ’ όσο χρειάζεται για να στηθεί, αλλάζοντας τα πάντα μέσα σ’ ελάχιστες στιγμές και καθιστώντας ακόμη σαφέστερο το επισφαλές και το «ανάερο» της ανθρώπινης ζωής. 


Read more: http://latistor.blogspot.com/2014/01/blog-post.html#ixzz3ogQCogxd


Ποίηση και στοχασμός με τη δύναμη της φαντασίας







Της Χρυσας Σπυροπουλου


Σ. T. Κόλεριτζ: «Παγωνιά τα μεσάνυχτα». Μετάφραση: Διονύσιος Καψάλης. Εκδόσεις «Αγρα», 2002.

Στη Γερμανία το ρομαντικό κίνημα εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνος με πρωτοπόρους τους αδελφούς Σλέγκελ. Στην Αγγλία, λίγα χρόνια πριν εκπνεύσει ο ίδιος αιώνας, δύο ποιητές, ο Γουόρτζγουοθρ (William Wordsworth, 1770-1850) και ο Κόλεριτζ (Coleridge, 1772-1834), συνθέτουν από κοινού τις «Λυρικές Μπαλάντες» που αποτελούν τη «διακήρυξη» των ιδεών των ρομαντικών, καθώς σε αυτές, έστω στα πρώτα τους στάδια, υπάρχουν οι θέσεις και το ύφος που θα αναπτυχθούν σε μεταγενέστερα έργα των ίδιων, αλλά και άλλων ποιητών. Οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού ανέτρεψαν τις έως τότε επικρατούσες θεωρίες περί ομορφιάς, δημιουργικότητας και έκφρασης και άρχισαν να δίνουν μεγάλη σημασία στη φαντασία. Ηδη, νωρίτερα, την εποχή του Διαφωτισμού, οι ποιητές και στοχαστές αναγνωρίζουν τη δύναμη της φαντασίας, ενώ οι Προρομαντικοί ξεχωρίζουν το «αυθόρμητο» και το «φυσικό» στοιχείο και το αναδεικνύουν. Για τη στροφή αυτή, υπεύθυνος υπήρξε ο φιλόσοφος Fichte, ο οποίος υποστήριξε ότι «η ίδια η ύπαρξη και η μορφή του κόσμου εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τρόπο που η ατομική φαντασία τις αντιλαμβάνεται».

Η φαντασία, λοιπόν, εμπνέει τους ρομαντικούς και τους οδηγεί σε κόσμους υπερβατικούς, πέραν της επιφανειακής πραγματικότητας. O Κόλεριτζ, μάλιστα, στην «Ωδή στη θλίψη» (1802) αναφέρεται στη διαφορά ανάμεσα στον εφήμερο, φαινομενικά κόσμο και στον κόσμο της αιώνιας αλήθειας και ομορφιάς, όπως και στο «διαμορφωτικό πνεύμα της φαντασίας», που δίνει νόημα στον άψυχο, παγερόν αυτόν κόσμο». O φίλος και στενός συνεργάτης του Κόλεριτζ, ο Γουόρτζγουορθ, περιγράφει την ποίηση ως «έργο της φαντασίας και του αισθήματος», ενώ ο Κιτς σε επιστολή του στον αδελφό του αναφέρει: «Περιγράφω αυτό που φαντάζομαι», φράση που ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις των ρομαντικών, οι οποίοι απευθύνονται στο αόρατο μέσω του συγκεκριμένου, στο ιδανικό, μέσω της πραγματικότητας. H πολυμορφία και η ανάδειξη του ατομικισμού είναι κύρια γνωρίσματα του αγγλικού ρομαντισμού, τα οποία χαρακτηρίζουν το έργο διαφόρων ποιητών, αλλά ακόμα και το έργο του ίδιου ποιητή, εν προκειμένω του Κόλεριτζ. Από το 1798, αφού εκδόθηκαν οι «Λυρικές μπαλάντες» ο Κόλεριτζ άρχισε να επεξεργάζεται ένα καινούργιο ποιητικό είδος, τα «Ποιήματα συνομιλίας» που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας του τόνου και του ρυθμού τους.

Τα «Ποιήματα συνομιλίας» του έχουν ως πυρήνα τους την αισιοδοξία, παρότι ορισμένα αποπνέουν αγωνία εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων της εποχής εκείνης. O τόνος της αισιοδοξίας που υπάρχει και στην «Παγωνιά τα μεσάνυχτα» (Τrust at midnight) χάνεται στην «Ωδή στη θλίψη».

Ο ποιητής πια υποφέρει από σωματικούς πόνους, αλλά και τη συναισθηματική απομάκρυνση από τη γυναίκα του. Ωστόσο, σε όλο το έργο είναι εμφανής η πίστη του στην ύπαρξη της ισχυρής «ζωικής συνείδησης» και στη διορατικότητα, ενώ η ένωση του «ενθουσιασμού και της διαίσθησης» είναι διάχυτη σ' αυτά. Τα «Ποιήματα συνομιλίας» είναι στοχαστικές συνθέσεις και διαθέτουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Εχουν γραφτεί σε απλό ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό πεντάμετρο -τον αγγλικό στίχο που λέγεται blank verse- και αποτελούν μονολόγους, στους οποίους υπάρχει ένας σιωπηλός ακροατής. O ποιητής έχει αφετηρία τον οικείο περίγυρο -σπίτι, σύζυγος, παιδί και φίλοι- και επεκτείνεται στο φυσικό τοπίο του τόπου στον οποίο κατοικεί. Από το πραγματικό οδηγείται στην έμπνευση, στην ιδέα και επανέρχεται στο συγκεκριμένο. H Φύση γι' αυτόν είναι σημαντική όπως και για τον Γουόρτζγουορθ, μόνο που στην περίπτωσή του η Φύση στέκει ως αυτόνομη δύναμη.

Η «Παγωνιά τα μεσάνυχτα» φέρει στοιχεία της σκέψης του Γουόρτζγουορθ περί της υπερβατικής πραγματικότητας των φυσικών φαινομένων σε μορφή συζητήσεως. Οι πρώτοι στίχοι απηχούν στοχασμούς του ποιητή William Cowper (1731-1800), που αφορούν τον ευρύ κόσμο, τον ευρισκόμενο πέραν της κατοικίας του ποιητή. Οι αντιθέσεις σ' αυτήν την τρυφερή σύνθεση είναι πολλές και ποικίλες? από τη μία βρίσκεται η πόλη κι από την άλλη η εξοχή, η συντροφικότητα στην επαρχία και η αποξένωση της πόλης. Πάνω απ' όλα, πάντως, σημασία έχει ο γιος του ποιητή, ο οποίος είναι ευλογημένος από τη Φύση: «Ομως, εσύ σαν αεράκι θα γυρνάς / σε λίμνες κι αμμουδιές, κάτω απ' τους / βράχους /.. .κι έτσι θ' ακούς τους ήχους που προφέρει / στη γλώσσα των αιώνων ο Θεός σου, / εκείνος που ανέκαθεν διδάσκει / αυτόν στα πάντα και τα πάντα εν αυτώ».

Ο Διονύσης Καψάλης με ευαισθησία και σεβασμό μετέφερε το ποίημα στη γλώσσα μας, διατηρώντας τη μουσικότητα του πρωτοτύπου (κάτι που δεν είναι εύκολο) αλλά και τη λεπτότητα των εικόνων και των στοχασμών. Σπάνια έχουμε την τύχη να απολαύσουμε τόσο εκλεκτά παιχνιδίσματα της φαντασίας και του συναισθήματος.


"Η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού" Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ

Πηγή:http://logotexnia-filoteo.blogspot.gr/2012/01/blog-post_07.html


Με την ποίηση έχω μάλλον κακή σχέση. Δεν την απορρίπτω, αδυνατώ να τη διαβάσω και να την αφήσω να μου γεννήσει τα όποια συναισθήματα μπορεί να γεννήσει. Όποτε πέφτει στα χέρια μου έργο ποιητικό φέρομαι αλλόκοτα, συνήθως απαγγέλλω δυνατά με στόμφο διακωμωδώντας την κάθε φράση και λέξη που διάλεξε με την καρδιά του ο ποιητής, την παρατώ πολύ εύκολα και έχω αποφασίσει ότι μου ταιριάζει ο πεζός λόγος, το μυθιστόρημα ή το διήγημα, η ιστορία που πολλές φορές μου λείπει από το ποίημα. Τη στενομυαλιά αυτή τη γνωρίζω καλά και γι' αυτό αποφεύγω να περιέλθω στην εν λόγω κατάσταση, γιατί στο τέλος δε μου φταίνε σε τίποτα ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Λειβαδίτης και άλλοι πολλοί που τους εκτιμώ (πλατωνικά τις περισσότερες φορές). 

Ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή τούτη η παιδαριώδης αντιμετώπιση θα σταματήσει ένεκα κάποιας ποθητής ενηλικίωσης, ενίοτε συμβαίνει να εκτιμήσω βαθύτατα ποιητικά έργα που έχουν όμως μέσα τους το στοιχείο της ιστορίας, που είναι ίσως μικρά έπη, που έχουν χαρακτήρες, αρχή, μέση και τέλος. Ένα τέτοιο ποιητικό έργο είναι "Η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού" του Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ. Γεννήθηκε στα 1772 στο Ντέβονσάιρ της Αγγλίας και μεγάλωσε σε μία οικογένεια που γαλούχησε ανθρώπους του πνεύματος. Με αυτή την τύχη κατάφερε να διαμορφώσει μία πολυπρισματική προσωπικότητα, αυτή του ποιητή, του φιλοσόφου, του θεατρικού συγγραφέα και του δημοσιογράφου. Στον τομέα της ποίησης συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους του αγγλικού λυρισμού με το συγκεκριμένο έργο να είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά του είδους.

Βασική πηγή της ζωής και του έργου του (και της συγκεκριμένης ανάρτησης) αποτέλεσε για μένα τούτη η έκδοση που φέρει τη μετάφραση και την εισαγωγή στο έργο από τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο. Ο Κόλεριτζ απέρριψε τις βασικές αρχές της μηχανιστικής ψυχολογίας του 18ου αιώνα και θεώρησε πως η κινητήριος δύναμη του νου και της ψυχής είναι η φαντασία. Βουτηγμένος στο όπιο και την κατάθλιψη σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή του, θα έλεγε κανείς πως ο ποιητής ζούσε με το πνεύμα του να βρίσκεται σε συνεχή και κοπιαστική εγρήγορση, πνευματική οδύσσεια τη χαρακτηρίζει ο Αθανασόπουλος, καθιστώντας το γέρο - ναυτικό έργο αυτοβιογραφικό. Ένας γέρος ναυτικός λοιπόν διηγείται την ιστορία ενός ταξιδιού του σε έναν νεαρό: σφοδρή ανεμοθύελλα παρέσυρε το καράβι του στο Νότιο Πόλο και το παγίδεψε μέσα στους πάγους εκεί που φαινόταν ότι δεν υπήρχε κανένα ζωντανό πλάσμα, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ένα άλμπατρος. Το καλότυχο πουλί έφερε τη λύτρωση στους απελπισμένους ναυτικούς, όταν άρχισαν  να λιώνουν οι πάγοι και το καράβι απεγκλωβίστηκε. Η ανεξήγητη πράξη του γέρου ναυτικού να σκοτώσει το πουλί στη συνέχεια οδηγεί το πλήρωμα σε μεγάλη κακοτυχία, σε ένα στοιχειωμένο ταξίδι που θα στοιχίσει ζωές σε ένα περιβάλλον τρομακτικό και φαντασιακό με την παρουσία απεχθών πλασμάτων, αγγέλων και πνευμάτων. Η οδύσσεια λοιπόν του γέρου - ναυτικού ενσαρκώνει τη ζωή του Κόλεριτζ με τον πιο σκοτεινό και οδυνηρό τρόπο, πολλοί μελετητές μάλιστα θεωρούν ότι πίσω από τους ήρωες του ποιήματος, πίσω από τις αγγελικές παρουσίες και τα απεχθή πλάσματα, ακόμη και πίσω από το άλμπατρος κρύβονται πραγματικά πρόσωπα που έκαναν το πέρασμά τους από τη ζωή του ποιητή. Μια ζωή που συνήθιζε να σφάλει και να επωμίζεται σαν άλλος Οδυσσέας την θεόθεν τιμωρία. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη έκδοση κοσμείται από τις εξαιρετικές εικόνες του χαράκτη Γκούσταβ Ντορέ που μπορείτε να δείτε και εδώ:

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.– Η ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑΣ

Μικρογραφία χειρογράφου των αρχών του 9ου αι. Εικονίζει το Θεοδόσιο Β' ανάμεσα σε επισκόπους και ιερείς της Γ' Οικουμενικής συνόδου. (Vercelli, Βιβλιοθήκη Αρχιεπισκοπής)

της Νότας Χρυσίνα

Μετά την Δ οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), στην οποία καταδικάστηκαν ο μονοφυσιτισμός και ο νεστοριανισμός, οι ανατολικές περιφέρειες (Συρία, Αίγυπτος) άρχισαν να προβάλλουν διαθέσεις αποσκίρτησης από την κηδεμονία της  κεντρικής βυζαντινής εξουσίας, έτσι η τελευταία έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα. Ο Ζήνων το 482 δημοσίευσε σε συνεννόηση με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο το λεγόμενο Ενωτικόν, το οποίο αποσιωπά τα περί φύσεως του Χριστού και προσπαθεί να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν τρεις εκκλησιαστικές παρατάξεις: οι διφυσίτες, οι μονοφυσίτες και οι οπαδοί του Ενωτικού. Σθεναρός πολέμιος του Ενωτικού ήταν και ο πάπας Φήλιξ σε σημείο ώστε από την αντιπαράθεση Ρώμης και Κωνσταντινούπολης να προκύψει ένα πρώτο σχίσμα που διάρκεσε πάνω από τριάντα χρόνια (484- 518). Η ρίζα αυτής της διαμάχης είχε αφετηρία την Δ οικουμενική σύνοδο. Ο 28 κανόνας της αναγνώριζε την πλήρη ισοτιμία ανάμεσα στους επισκόπους της Νέας και της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Αυτό στάθηκε η τυπική αφετηρία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κέντρων.[1]
Το φράγμα της γλώσσας, οι πολιτικές προστριβές και οι λειτουργικές διαφορές, που κατά καιρούς είχαν συντείνει στην αποξένωση της ελληνικής Ανατολής από τη λατινική Δύση,  έλαβαν τη μορφή σχίσματος τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος της εικονομαχίας 843. Η καθαίρεση του πατριάρχη Ιγνατίου και η ανάρρηση του λαϊκού Φωτίου, υπερασπιστή των παραδόσεων της ανατολικής Εκκλησίας και εμπνευστή της εξάπλωσης της πολιτισμικής της επιρροής στον σλαβικό κόσμο, στον πατριαρχικό θρόνο καλλιέργησε την αντιπαλότητα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Η κρίση έλαβε περαιτέρω διαστάσεις με τη διεκδίκηση της νεοσύστατης βουλγαρικής Εκκλησίας από τον Πάπα. Ο Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο με την οποία καταδικάστηκε η ρωμαϊκή διδασκαλία για την και εκ του Υιού (Filioque)  εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η καταδίκη της Ρώμης ονομάστηκε Φωτίειο Σχίσμα.[2]
Αντικείμενα του οριστικού σχίσματος αποτέλεσαν τόσο το ζήτημα του filioque όσο και η διαφορετική αντιμετώπιση ορισμένων ζητημάτων της εκκλησιαστικής ζωής. Τέτοια ήταν η ρωμαϊκή νηστεία του Σαββάτου, ο γάμος των ορθοδόξων ιερέων, η χρήση του ενζύμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία από τη βυζαντινή εκκλησία και του άζυμου από τη δυτική.  Οι διαφορές εντάθηκαν όταν στον πατριαρχικό και στον παπικό θρόνο βρίσκονταν αντίστοιχα ο Μιχαήλ Κηρουλλάριος και ο Λέων ο Θ (1049-1054). Οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενθαρρυμένοι από την αρνητική στάση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου, κατέθεσαν αφορισμό κατά του Κηρουλλάριου στην Αγία Σοφία το 1054. Με την υποστήριξη κλήρου και λαού θα ανταποδοθεί ο αφορισμός κατά του πάπα σε σύνοδο που οργάνωσε ο Μηχαήλ Κηρουλλάριος στην Κωνσταντινούπολη. Τους επόμενους αιώνες (12ος- 15ος) η μόνιμη παρουσία των Δυτικών (Βενετών ή σταυροφόρων) ως αντιπάλων ή κατακτητών στον βυζαντινό χώρο θα διευρύνει το ρήγμα που είχε επιφέρει ο εκατέρωθεν αφορισμός του 1054.[3]
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (1261-1453) η μόνιμη διαμάχη ήταν η επανένωση ή όχι με τη λατινική πλευρά. Η φιλενωτική πλευρά περιλάμβανε μερίδα λογίων καθώς και τους αυτοκράτορες Παλαιολόγους, ενώ η ανθενωτική πλευρά την πλειοψηφία του κλήρου και του λαού. Η σύνοδος της Λυών 1274 και η σύνοδος της Φεράρρας – Φλωρεντίας (1438/1439) ήταν δύο σοβαρές προσπάθειες ένωσης των εκκλησιών που είχαν πρόσκαιρα αποτελέσματα.
Η θεολογική αντιπαράθεση ανατολικής και δυτικής εκκλησίας αποτελεί μια από τις παραμέτρους της ησυχαστικής έριδας. Η ησυχαστική θεωρία δίχασε τη βυζαντινή Εκκλησία τον 14ο αιώνα. Αντιπροσωπεύει την παράδοση των μοναχών της Ανατολής, που απέκλειαν κάθε κοσμική φροντίδα και απέβλεπαν στην ένωση και θέα του Θεού. Ο πόλεμος κατά του ησυχασμού πυροδοτήθηκε από τον δυτικό λόγιο μοναχό Βαρλαάμ Καλαβρό που κατήγγειλε τον μυστικισμό των αγιορειτών μοναχών ως έκφραση δεισιδαιμονίας. Ο Γρηγόριος Παλαμάς τον αντιμετώπισε με το κήρυγμά του με το οποίο υποστήριζε τη δυνατότητα του ανθρώπου να υπερκεράσει την απόσταση με το θείο και να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο υπερβατικό και το εγκόσμιο. 
Ο χριστιανισμός και παγανισμός συνδιαλέγονται και συγκρούονται κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
Παρά τη μοιραία εκτόπιση από το χριστιανισμό τον 4ο αιώνα και τις διώξεις των οπαδών τους, οι πολυποίκιλες εκφάνσεις της ελληνορωμαϊκής θρησκείας συνέχισαν να έχουν οπαδούς. Μετά την κατάργηση της Πλατωνικής Ακαδημίας των Αθηνών από τον Ιουστινιανό το 529, ο Ιωάννης επίσκοπος Εφέσου, αναφέρει πως συνάντησε  χιλιάδες ειδωλολάτρες στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας και τους προσηλύτισε στον χριστιανισμό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η λατρεία των αρχαίων θεών δεν είχε εξαφανιστεί στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τη Συρία.[4]
Όσον αφορά τη λατρεία υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν λατρευτική συνέχεια. Παράδειγμα η εγκοίμιση ( ο πιστός κοιμόταν κοντά στο ναό προσδοκώντας το θαύμα) ίσχυε ως θεραπευτικό μέσο τόσο στην αρχαιότητα όσο και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού.
Μέχρι τον 7ο αιώνα επικράτησε μια παράξενη συμβίωση χριστιανικών και εθνικών εορτών, από την οποία προέκυψαν ορισμένες επιβιώσεις. Κάτι ανάλογο συνέβη και με πολλά ειδωλολατρικά έθιμα, τα οποία, παρά την απόρριψη με την οποία τα αντιμετώπισε η Εκκλησία και οι επιφανείς εκπρόσωποί της, δεν έπαψαν να αποτελούν βίωμα των απλών ανθρώπων του Μεσαίωνα. Όμως, πολλά από τα έθιμα που οι χριστιανοί θεωρούσαν “ελληνικά” δεν είχαν σχέση με τις λατρευτικές εκδηλώσεις της αρχαίας θρησκείας. Παράδειγμα θέατρα, παντομίμα, αγώνες με ζώα. Όσοι χριστιανοί συνέχιζαν να τηρούν αυτά τα ήθη χαρακτηρίζονταν ελληνίζοντες. [5]
Τις εορτές και τα έθιμα αυτά τα καταδίκασαν με αποφάσεις τους οι εκκλησιαστικές σύνοδοι και κείμενα χριστιανών συγγραφέων.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος αιώνας) στο έργο του “περί αιρέσεων” αναφέρεται στα έθιμα και όσους τα τηρούν τους αποκαλεί εθνόφρονες. Αυτοί που ακολουθούν τις συνήθειες των εθνικών παραδέχονται τη τύχη και τη μοίρα, την αστρονομία και την αστρολογία, τη μαντεία και την ορνιθοσκοπία, ερμηνεύουν οιωνούς και τελούν θυσίες εξιλασμού και εξορκισμούς.
Τα έθιμα που είχαν επιβιώσει μέχρι τα χρόνια του Δαμασκηνού εκδηλώνονταν ως α) πρόβλεψη του μέλλοντος (μαντεία, ωροσκόπια, αστρονομία, αστρολογία, ορνιθοσκοπία), β) μαγικές πρακτικές για την αποτροπή του κακού (θυσίες εξιλασμού, εξορκισμοί), γ) ενεργός συμμετοχή σε ειδωλολατρικές εορτές.
Λίγες δεκαετίες πριν από τα χρόνια που κατέγραψε τα παραπάνω ο Ιωάννης Δαμασκηνός  εθνικές εορτές και ειδωλολατρικές πρακτικές καταδικάστηκαν σε πολλούς από τους 102 κανόνες της Πενθέκτης ή “εν Τρούλλω συνόδου” (691/2). Το γεγονός ότι οι κανόνες εμφανίζονται και σε προγενέστερες συνόδους δείχνει ότι η μάζα των πιστών δεν ενδιαφερόταν πολύ για την τήρησή τους. Το επιθετικό ύφος με το οποίο έχουν διατυπωθεί μας επιτρέπει να υποθέσουμε την αγωνία της Εκκλησίας για την εξάλειψή τους.
Οι περισσότερες “ειδωλολατρικές” εορτές που αναφέρονται στις διατάξεις της Πενθέκτης είχαν κατά βάση ρωμαϊκή καταγωγή, προέρχονταν δηλαδή από το ρωμαϊκό εορτολόγιο. Παράδειγμα οι Καλένδες, τα Βότα, τα Βρουμάλια, τα Ροζάλια.[6]
Πράγματα “ξένα προς τον βίο των χριστιανών” θεωρήθηκαν από την “εν Τρούλλω” σύνοδο και διάφορα “αρχαία ήθη” όπως η καταφυγή σε μάντεις και αστρολόγους, τα άλματα πάνω από φωτιές κατά τις νουμηνίες (πρώτη του μηνός) και η συμμετοχή σε θεατρικά παιχνίδια.
Παρά την καταδίκη των παγανιστικών εορτών από τις εκκλησιαστικές συνόδους δεν εξαφανίστηκαν ούτε και τα χρόνια που επαλείφθηκε η εθνική θρησκεία. Η πίστη σε ειδωλολατρικές πρακτικές όπως η μαντεία και η αστρολογία κατέστη αδύνατο να εκλείψουν από τη ζωή των Βυζαντινών.





ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες επενέβαιναν στα ζητήματα της εκκλησίας καθώς διόριζαν πατριάρχες και προήδρευαν στις περισσότερες οικουμενικές συνόδους. Ο Μ. Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α οικουμενική σύνοδο το 325 και με την ενέργειά του αυτή καθιερώνει την ανάμιξη της κοσμικής εξουσίας στα θέματα της Εκκλησίας. Στην Α οικουμενική σύνοδο διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα το οποίο    ολοκληρώθηκε στην Β οικουμενική σύνοδο το 381 την οποία συγκάλεσε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος.
Οι ειδωλολατρικές παραδόσεις καταδικάστηκαν στην Πενθέκτη ή εν Τρούλλω σύνοδο την οποία συγκάλεσε το 691/2 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β.
Εκτός από τις δογματικές έριδες ένα σοβαρό ζήτημα που απασχόλησε την Εκκλησία ήταν η  εικονομαχία. Δημιουργήθηκε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και έληξε με την αναστήλωση των εικόνων το 843.
Η ανατολική και η δυτική Εκκλησία μέσα από τον ανταγωνισμό για την επιρροή των νέων εκκλησιών αλλά και της πρωτοκαθεδρείας οδηγήθηκαν στο οριστικό σχίσμα του 1054.



[1]    Ό.π., σελ. 215
[2]    Ό.π., σελ. 219
[3]    Ό.π., σελ. 220
[4]    Ό.π., σελ. 256
[5]    Ό.π., σελ. 260
[6]    Ό.π., σελ. 261

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ– ΤΟ ΟΡΘΟ ΔΟΓΜΑ

Μικρογραφία χειρογράφου από το Χρονικό του Ιω. Σκυλίτζη (13ος-14ος αι.), που εικονίζει τη στέψη του αυτοκράτορα από τον πατριάρχη. Πρόκειται για την τελετή της αναγορεύσεως που καθιερώθηκε από τα μέσα του 5ου αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη





της Νότας Χρυσίνα

Ο 4ος αιώνας σηματοδότησε για τη χριστιανική Εκκλησία τον ουσιαστικό της θρίαμβο, καθώς η χριστιανική θρησκεία έγινε νόμιμη και λίγο αργότερα η επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους.
Ο Μ. Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος συναντήθηκαν το 313 στα Μεδιόλανα και υπόγραψαν  το διάταγμα των Μεδιολάνων με το οποίο συνεχίστηκε η πολιτική της ανεξιθρησκίας, πολιτική που είχε ακολουθήσει ο Γαλέριος, ο οποίος είχε αναγνωρίσει στους χριστιανούς, με διάταγμά του το 311, το δικαίωμα της λατρείας.
Ο Μ. Κωνσταντίνος, χωρίς να αποποιηθεί τον τίτλο του pontifex maximus, του ανώτερου ηγέτη της αρχαίας θρησκείας, έδειξε με διάφορα μέτρα εύνοια στον χριστιανισμό. Οικοδόμησε χριστιανικούς ναούς, παραχώρησε δικαστικά και άλλα προνόμια στους επισκόπους, υποστήριξε τους χριστιανούς που ζούσαν εκτός ρωμαϊκών συνόρων. Μετά τη θεμελίωση της νέας πρωτεύουσας της Κωνσταντινούπολης το 324, αναμίχθηκε ενεργά στα πράγματα της Εκκλησίας και συγκάλεσε το 325 την Α οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας. [1]
Αυτή η εκατέρωθεν ανάμιξη σε ζητήματα εκκλησιαστικά ή πολιτικά είναι φυσικό να συνοδεύεται και από την εμφάνιση μεγάλων προβλημάτων στους κόλπους της ρωμαϊκής κοινωνίας. Η έννοια της αίρεσης έλαβε συχνά και πολιτικές διαστάσεις σε σημείο να διώκονται πολιτικά  άνθρωποι τους οποίους θεώρησε η επίσημη Εκκλησία ως αιρετικούς. Το φαινόμενο της ανάμιξης της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά πράγματα είναι γνωστό ως καισαροπαπισμός.
Το ζήτημα που απασχόλησε την Εκκλησία και την κοσμική εξουσία ήταν οι έριδες γύρω από το δόγμα, την αλήθεια, δηλαδή μιας αντίληψης όσον αφορά τη φύση ενός από τα πρόσωπα της Τριάδας( Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα) ή τη σχέση μεταξύ τους. Από τον 4ο αιώνα οι δογματικές έριδες απασχόλησαν τον Κωνσταντίνο και στη συνέχεια δεν άφησαν αδιάφορο κανένα Ρωμαίο αυτοκράτορα. Η ανώτατη κοσμική αρχή αναμιγνύεται στα της Εκκλησίας προκειμένου να εξομαλύνει την κρίση, είναι σπάνιες, ωστόσο, οι φορές που κατορθώνει κάτι καλύτερο από τη γενίκευση και τη διαιώνισή της.[2]
Οι έριδες αντιμετωπίστηκαν από την Εκκλησία κυρίως με τη σύγκληση από τον αυτοκράτορα οικουμενικών συνόδων. Ένα συνέδριο εκκλησιαστικών εκπροσώπων από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας που συνέρχονται μετά από πρόταση του αυτοκράτορα. Η σύνοδος λειτουργεί όπως ένα δικαστήριο που επιλύει αστικές διαφορές. Κάθε ενδιαφερόμενος προσκομίζει τα τεκμήρια της αλήθειας του, συνήθως κείμενα της Αγίας Γραφής ή των χριστιανών Πατέρων.[3]
 Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 με αφορμή τη θεολογική διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ του επισκόπου Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και τον πρεσβύτερο Άρειο ο οποίος υποστήριζε ότι ο Υιός του Θεού  δεν είναι ίσος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα του, δημιούργημά του. Η σύνοδος καταδίκασε την αρειανή διδασκαλία και διακήρυξε το δόγμα του ομοουσίου μεταξύ Πατρός και Υιού, που διατυπώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο αρειανισμός ήταν η πρώτη τριαδολογική αίρεση που απασχόλησε την Εκκλησία.
Στη Β οικουμενική σύνοδο καταδικάστηκαν οι απόψεις του Μακεδόνιου που κήρυττε ότι το Άγιο Πνεύμα ήταν και αυτό κτίσμα του Πατρός. Η σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 381 ύστερα από πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α (379-395). Η διατύπωση του δόγματος ήταν (...τον εκ του Πατρός γεννηθέντα...) και για το Άγιο Πνεύμα (...το εκ του Πατρός εκπορευόμενον).
Τα δογματικά ερωτήματα που ταλανίζουν την ανατολική Εκκλησία τον 5ο αιώνα αφορούν τη σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Η Γ οικουμενική σύνοδος πραγματοποιήθηκε στην Έφεσο το 431 και καταδίκασε τα κηρύγματα των Νεστοριανών ότι η Μαρία δεν ήταν θεοτόκος αλλά χριστοτόκος.
Οι αντίπαλοι των Νεστοριανών στην Αλεξάνδρεια υποστήριξαν μια νέα διδασκαλία που διακήρυσσε πως οι δύο φύσεις του Χριστού συνενώθηκαν μετά την ενσάρκωση  σε μία, τη θεία. Ο μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε στην Δ οικουμενική σύνοδο στη Χαλκηδόνα την οποία συγκάλεσε το 451 ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457). Εκεί διατυπώθηκε το δόγμα των δύο τέλειων, αδιαίρετων και ασύγχυτων φύσεων του Χριστού.[4]
Με την Ε οικουμενική σύνοδο, που έλαβε χώρα στη Κωνσταντινούπολη το 553, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός προχώρησε στην καταδίκη των Τριών Κεφαλαίων δηλαδή των ύποπτων για νεστοριανισμό συγγραμμάτων του Θεοδώρου Μοψουεστίας και των κειμένων του Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης που στρέφονταν κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Η θρησκευτική κρίση του 7ου αιώνα με τον μονοθελητισμό (ένα θέλημα του Χριστού) ο οποίος  καταδικάστηκε στην Στ οικουμενική σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (680/681) και κήρυξε ως ορθόδοξο το δόγμα των δύο θελήσεων και ενεργειών του Χριστού. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ (668-685) παρευρέθηκε στις περισσότερες από τις 17 συνεδρίες της συνόδου.
Μια νέα σύνοδο συγκάλεσε ο Ιουστινιανός Β (685-695, 705- 711) το 691/2 τη λεγόμενη Πενθέκτη. Η σύνοδος έλαβε χώρα στη θολωτή αίθουσα του μεγάλου αυτοκρατορικού Παλατίου και έγινε γνωστή ως η εν Τρούλλω σύνοδος, συμπλήρωσε τους δογματικούς όρους της Ε και της Στ συνόδου. Οι 102 κανόνες της ρυθμίζουν διάφορα ζητήματα εκκλησιαστικής τάξης και καταδικάζονται μία σειρά από ειδωλολατρικά έθιμα που είχαν επιβιώσει μέχρι τα χρόνια εκείνα.[5]
Η Ζ οικουμενική σύνοδος διεξήχθη στη Νίκαια της Βιθυνίας (787) και σηματοδοτεί την επίσημη απόρριψη της εικονομαχίας. Η σύνοδος έγινε με  πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας συζύγου του Λέοντα Δ (775-780). Η σύνοδος υπογράμμισε την αρχή ότι η προσκύνηση δεν αναφέρεται στην εικόνα αυτή καθαυτή, αλλά στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν σχετίζεται με τη λατρεία που αποδίδεται αποκλειστικά στον Θεό. Η Ζ οικουμενική σύνοδος είναι η τελευταία που αναγνωρίζει η ανατολική Εκκλησία.[6]
Η δεύτερη εικονομαχία έληξε με τον θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Η αποκατάσταση των εικόνων έγινε το 843 με ενέργειες της αυτοκράτειρας Θεοδώρας και του πατριάρχη Μεθόδιου. Η πολιτεία απέτυχε να υποτάξει την Εκκλησία, η οποία διατύπωσε το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, στο οποίο μνημονεύει τους νικητές της πίστης και καταδικάζει τους αιρετικούς.




[1]    Σ. Ευθυμιάδης, Α. Κυρκίνη- Κούτουλα, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα,  Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Τόμος Β,  εκδ.  Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2001,σελ. 209.
[2]    Στο ίδιο,  σελ. 210
[3]    Ό.π., σελ. 211-212
[4]    Ό.π., σελ. 215
[5]    Ό.π., σελ. 216-217
[6] Ό.π., σελ. 218