Της Χρυσας Σπυροπουλου
Σ. T. Κόλεριτζ: «Παγωνιά τα μεσάνυχτα». Μετάφραση: Διονύσιος
Καψάλης. Εκδόσεις «Αγρα», 2002.
Στη Γερμανία το ρομαντικό κίνημα εμφανίζεται στα τέλη του
18ου αιώνος με πρωτοπόρους τους αδελφούς Σλέγκελ. Στην Αγγλία, λίγα χρόνια πριν
εκπνεύσει ο ίδιος αιώνας, δύο ποιητές, ο Γουόρτζγουοθρ (William Wordsworth,
1770-1850) και ο Κόλεριτζ (Coleridge, 1772-1834), συνθέτουν από κοινού τις
«Λυρικές Μπαλάντες» που αποτελούν τη «διακήρυξη» των ιδεών των ρομαντικών,
καθώς σε αυτές, έστω στα πρώτα τους στάδια, υπάρχουν οι θέσεις και το ύφος που
θα αναπτυχθούν σε μεταγενέστερα έργα των ίδιων, αλλά και άλλων ποιητών. Οι
εκπρόσωποι του ρομαντισμού ανέτρεψαν τις έως τότε επικρατούσες θεωρίες περί
ομορφιάς, δημιουργικότητας και έκφρασης και άρχισαν να δίνουν μεγάλη σημασία στη
φαντασία. Ηδη, νωρίτερα, την εποχή του Διαφωτισμού, οι ποιητές και στοχαστές
αναγνωρίζουν τη δύναμη της φαντασίας, ενώ οι Προρομαντικοί ξεχωρίζουν το
«αυθόρμητο» και το «φυσικό» στοιχείο και το αναδεικνύουν. Για τη στροφή αυτή,
υπεύθυνος υπήρξε ο φιλόσοφος Fichte, ο οποίος υποστήριξε ότι «η ίδια η ύπαρξη
και η μορφή του κόσμου εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τρόπο που η ατομική
φαντασία τις αντιλαμβάνεται».
Η φαντασία, λοιπόν, εμπνέει τους ρομαντικούς και τους οδηγεί
σε κόσμους υπερβατικούς, πέραν της επιφανειακής πραγματικότητας. O Κόλεριτζ,
μάλιστα, στην «Ωδή στη θλίψη» (1802) αναφέρεται στη διαφορά ανάμεσα στον
εφήμερο, φαινομενικά κόσμο και στον κόσμο της αιώνιας αλήθειας και ομορφιάς,
όπως και στο «διαμορφωτικό πνεύμα της φαντασίας», που δίνει νόημα στον άψυχο,
παγερόν αυτόν κόσμο». O φίλος και στενός συνεργάτης του Κόλεριτζ, ο
Γουόρτζγουορθ, περιγράφει την ποίηση ως «έργο της φαντασίας και του
αισθήματος», ενώ ο Κιτς σε επιστολή του στον αδελφό του αναφέρει: «Περιγράφω
αυτό που φαντάζομαι», φράση που ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις των ρομαντικών,
οι οποίοι απευθύνονται στο αόρατο μέσω του συγκεκριμένου, στο ιδανικό, μέσω της
πραγματικότητας. H πολυμορφία και η ανάδειξη του ατομικισμού είναι κύρια
γνωρίσματα του αγγλικού ρομαντισμού, τα οποία χαρακτηρίζουν το έργο διαφόρων
ποιητών, αλλά ακόμα και το έργο του ίδιου ποιητή, εν προκειμένω του Κόλεριτζ.
Από το 1798, αφού εκδόθηκαν οι «Λυρικές μπαλάντες» ο Κόλεριτζ άρχισε να
επεξεργάζεται ένα καινούργιο ποιητικό είδος, τα «Ποιήματα συνομιλίας» που
ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας του τόνου και του ρυθμού τους.
Τα «Ποιήματα συνομιλίας» του έχουν ως πυρήνα τους την
αισιοδοξία, παρότι ορισμένα αποπνέουν αγωνία εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων
της εποχής εκείνης. O τόνος της αισιοδοξίας που υπάρχει και στην «Παγωνιά τα μεσάνυχτα»
(Τrust at midnight) χάνεται στην «Ωδή στη θλίψη».
Ο ποιητής πια υποφέρει από σωματικούς πόνους, αλλά και τη
συναισθηματική απομάκρυνση από τη γυναίκα του. Ωστόσο, σε όλο το έργο είναι
εμφανής η πίστη του στην ύπαρξη της ισχυρής «ζωικής συνείδησης» και στη
διορατικότητα, ενώ η ένωση του «ενθουσιασμού και της διαίσθησης» είναι διάχυτη
σ' αυτά. Τα «Ποιήματα συνομιλίας» είναι στοχαστικές συνθέσεις και διαθέτουν
αυτοβιογραφικά στοιχεία. Εχουν γραφτεί σε απλό ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό
πεντάμετρο -τον αγγλικό στίχο που λέγεται blank verse- και αποτελούν
μονολόγους, στους οποίους υπάρχει ένας σιωπηλός ακροατής. O ποιητής έχει
αφετηρία τον οικείο περίγυρο -σπίτι, σύζυγος, παιδί και φίλοι- και επεκτείνεται
στο φυσικό τοπίο του τόπου στον οποίο κατοικεί. Από το πραγματικό οδηγείται
στην έμπνευση, στην ιδέα και επανέρχεται στο συγκεκριμένο. H Φύση γι' αυτόν
είναι σημαντική όπως και για τον Γουόρτζγουορθ, μόνο που στην περίπτωσή του η
Φύση στέκει ως αυτόνομη δύναμη.
Η «Παγωνιά τα μεσάνυχτα» φέρει στοιχεία της σκέψης του
Γουόρτζγουορθ περί της υπερβατικής πραγματικότητας των φυσικών φαινομένων σε
μορφή συζητήσεως. Οι πρώτοι στίχοι απηχούν στοχασμούς του ποιητή William Cowper
(1731-1800), που αφορούν τον ευρύ κόσμο, τον ευρισκόμενο πέραν της κατοικίας
του ποιητή. Οι αντιθέσεις σ' αυτήν την τρυφερή σύνθεση είναι πολλές και
ποικίλες? από τη μία βρίσκεται η πόλη κι από την άλλη η εξοχή, η συντροφικότητα
στην επαρχία και η αποξένωση της πόλης. Πάνω απ' όλα, πάντως, σημασία έχει ο
γιος του ποιητή, ο οποίος είναι ευλογημένος από τη Φύση: «Ομως, εσύ σαν αεράκι
θα γυρνάς / σε λίμνες κι αμμουδιές, κάτω απ' τους / βράχους /.. .κι έτσι θ'
ακούς τους ήχους που προφέρει / στη γλώσσα των αιώνων ο Θεός σου, / εκείνος που
ανέκαθεν διδάσκει / αυτόν στα πάντα και τα πάντα εν αυτώ».
Ο Διονύσης Καψάλης με ευαισθησία και σεβασμό μετέφερε το
ποίημα στη γλώσσα μας, διατηρώντας τη μουσικότητα του πρωτοτύπου (κάτι που δεν
είναι εύκολο) αλλά και τη λεπτότητα των εικόνων και των στοχασμών. Σπάνια
έχουμε την τύχη να απολαύσουμε τόσο εκλεκτά παιχνιδίσματα της φαντασίας και του
συναισθήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου