Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Γιώργος Σεφέρης «Θεατρίνοι, Μ.Α.»




Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες

και την καρδιά μας∙ ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

Μέση Ανατολή, Αύγουστος ’43

Ο Mario Vitti γράφει για το συγκεκριμένο ποίημα: «Στο Θεατρίνοι, Μ.Α., «Αύγουστος ’43», η αλληγορία σε τόνο οπερέτας είναι διαφανέστατη. Τον ίδιο εκείνο Αύγουστο, μέσα στη μηχανή φθοράς, όπου είχε μπει, αηδιασμένος από τη μικρότητα και τις πανουργίες των πολιτευόμενων, πνιγμένος στον «πηχτό αέρα», ο Σεφέρης βλέπει να καταφτάνει έξαφνα μια αντιπροσωπεία της μαχόμενης Ελλάδας των βουνών. Η επαφή με τους άντρες που πολεμούν τον εχθρό με τα όπλα, στον τόπο τους, και μιλούν μια γλώσσα τόσο διαφορετική από αυτήν που ακούει γύρω του, είναι συγκλονιστική εμπειρία. Ο ποιητής αναζητεί την παρέα τους, ιδιαίτερα του Καρτάλη, που «κουβεντιάζει ανταρτοπόλεμο, πολιτική και ψυχανάλυση, όλα μαζί» (Μέρες, Δ΄, σ. 303). Συγκρίνει τους ανθρώπους, βλέπει την αμηχανία και την αναξιοσύνη των δικών του.» [Mario Vitti, Φθορά και λόγος, εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία]


Ιστορικό πλαίσιο
Στις αρχές Μαρτίου 1943, μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ της ελληνικής, της βρετανικής και της αιγυπτιακής κυβέρνησης, συμφωνήθηκε η εγκατάσταση της πρώτης στο Κάιρο. Ωστόσο, τη στιγμή αυτή μεσολάβησε σοβαρή κρίση στον ελληνικό Στρατό στη Μέση Ανατολή. Η απόφαση να ενοποιηθεί η διοίκηση των δύο ελληνικών ταξιαρχιών, με τη δημιουργία μεραρχίας υπό τον στρατηγό Χρ. Ζυγούρη, αξιωματικό φιλοβασιλικών φρονημάτων, καθώς και η πιθανή απομάκρυνση ορισμένων αξιωματικών, είχαν ήδη προκαλέσει αναταραχή στην ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), κυρίως της 2ης Ταξιαρχίας. Η απουσία του Κανελλόπουλου στο Λονδίνο διευκόλυνε την εκδήλωση της κρίσης. Ο ίδιος θα βρεθεί σύντομα ανάμεσα στα πυρά και των συντηρητικών και των αριστερών στρατιωτικών.
Λίγο μετά την επιστροφή του Κανελλόπουλου στην Αίγυπτο, υπέβαλαν ομαδικά τις παραιτήσεις τους συντηρητικοί αξιωματικοί των δύο Ταξιαρχιών, και μάλιστα αυτοί της 1ης κατόπιν συνελήφθησαν από την ΑΣΟ. Τη στιγμή εκείνη τα αιτήματα της ΑΣΟ περιλάμβαναν τη διεύρυνση της κυβέρνησης και την εκκαθάριση του στρατού από τους αξιωματικούς που είχαν στηρίξει το καθεστώς Μεταξά. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την παραίτηση του Κανελλόπουλου. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση πραγματοποίησαν την προγραμματισμένη μετακίνησή τους στο Κάιρο. Η κρίση επέφερε την αντικατάσταση της ηγεσίας των δύο Ταξιαρχιών (από τους συνταγματάρχες Ε. Παππά στην 1η και Ι. Μπεγέτη στη 2η Ταξιαρχία), την κατάργηση της ενιαίας διοίκησής τους και τον εγκλεισμό των στρατιωτικών – συντηρητικών και αριστερών – που είχαν εμπλακεί στην αντιπαράθεση, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διενεργήθηκε επίσης έρευνα των βρετανικών Αρχών για τα αίτια της αναταραχής.
Η παραίτηση Κανελλόπουλου προκάλεσε, στις 24 Μαρτίου, ανασχηματισμό της κυβέρνησης: ο Τσουδερός διατήρησε το Υπουργείο Εξωτερικών και ανέλαβε το Οικονομικών (με υφυπουργό τον Γεώργιο Μαντζαβίνο), μετά την παραίτηση του Βαρβαρέσου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αυξημένη επιρροή του Κόμματος Φιλελευθέρων στη νέα κυβέρνηση. Αντιπρόεδρος και υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου ανέλαβε ο Γεώργιος Ρούσσος, υπουργός Πολέμου και Αεροπορίας ο Βύρων Καραπαναγιώτης και Κοινωνικής Πρόνοιας ο Εμμανουήλ Σοφούλης. Αργότερα, το Υπουργείο Αεροπορίας θα αναλάβει ο αντιναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης, και το Υπουργείο Ναυτιλίας ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Μετά την κρίση, ο Τσουδερός κάλεσε τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να αποστείλουν στην Αίγυπτο τριμελή επιτροπή για διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση. Από την πλευρά του, ο αστικός πολιτικός κόσμος θα συνεχίσει να εκδηλώνει δυσπιστία για τις προθέσεις του βασιλιά: σε μήνυμά του, στα τέλη Απριλίου, ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, θα τονίσει ότι τα κόμματα δεν θα μπορούσαν να μετάσχουν στην κυβέρνηση, χωρίς δήλωση του Γεωργίου που θα αποδεχόταν επίλυση του Πολιτειακού με ελεύθερη ψήφο του λαού μετά την απελευθέρωση∙ με τη θέση αυτή συντάχθηκαν και άλλοι πολιτικοί αρχηγοί. Οι σχετικές διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν ως τον Ιούνιο, οπότε οι αστικές πολιτικές δυνάμεις απέκρουσαν την ιδέα αποστολής αντιπροσωπείας, ενώ το ΚΚΕ προσχώρησε και επίσημα στην ιδέα του δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος. Ενώπιον της κατάστασης αυτής και υπό την πίεση του Τσουδερού και των Βρετανών να διευκολύνει τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ο Γεώργιος, με διάγγελμά του στις 4 Ιουλίου, αποδέχτηκε τον σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, καθώς και εκλογές σε διάστημα έξι μηνών για την ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης. Δεν ανέφερε, ωστόσο, διενέργεια δημοψηφίσματος και εξάρτηση της επανόδου του από αυτό, θέση που δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική από τα πολιτικά κόμματα.
Τον ίδιο μήνα, Ιούλιο 1943, εκδηλώθηκαν νέες ταραχές στους κόλπους της 2ης Ταξιαρχίας, στις οποίες ενεπλάκησαν οι συντηρητικές και αριστερές οργανώσεις του στρατεύματος και οι οποίες επεκτάθηκαν σε μονάδες του Στόλου. Τα επεισόδια οδήγησαν σε ουσιαστική διάλυση της Ταξιαρχίας ως μάχιμης μονάδας, εγκλεισμό και άλλων στρατιωτικών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και σε εκκαθάριση μελών της ΑΟΝ (Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού) από τον Στόλο. Κατόπιν, κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 4 Αυγούστου, όλοι οι υπουργοί απείλησαν να παραιτηθούν, θέτοντας τα ζητήματα όχι μόνο των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και των βρετανικών παρεμβάσεων στην επικοινωνία της κυβέρνησης με την κατεχόμενη Ελλάδα.
Οι εξελίξεις, ωστόσο, έλαβαν άλλη τροπή, μετά την άφιξη στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα, στις 10 Αυγούστου, με πρωτοβουλία της SOE (Special Operations Executive) και όχι της ελληνικής κυβέρνησης, που αιφνιδιάστηκε, του Γ. Εξαντάρη, εκπροσώπου του πολιτικού κόσμου από την κατεχόμενη χώρα, καθώς και έξι αντιπροσώπων αντιστασιακών οργανώσεων: των Α. Τζήμα, Π. Ρούσου, Η. Τσιριμώκου και Κ. Δεσποτόπουλου από το ΕΑΜ (οι δύο πρώτοι ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ), του Κ. Πυρομάγλου από τον ΕΔΕΣ και του Γ. Καρτάλη από την ΕΚΚΑ, συνοδευόμενων από τον αρχηγό της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα, ταξίαρχο Μάιερς. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, κατά τις οποίες κυριάρχησε το Πολιτειακό και η επίλυσή του μετά τον πόλεμο, ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν να ελέγξουν τις εξελίξεις, λαμβάνοντας θέση μεσολαβητή. Οι εκπρόσωποι της αντίστασης και ο Εξηντάρης επέμειναν στη δημοσίευση δήλωσης ότι ο Γεώργιος δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, πριν από τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Στις 17 Αυγούστου, οι έξι αντιστασιακοί, ο Εξηντάρης και ο Κανελλόπουλος υπέγραψαν σχετική δήλωση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο την αποδέχτηκε δύο ημέρες αργότερα. Στη συνέχεια ο Τσουδερός πίεσε τον Γεώργιο να δεχτεί αυτή την προοπτική. Ο βασιλιάς όμως αντέδρασε, απευθυνόμενος και εξασφαλίζοντας τη στήριξη των ηγετών της Βρετανίας και των ΗΠΑ∙ σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των απόψεων του Γεωργίου έπαιξε ο Νοτιοαφρικανός ηγέτης Γιαν Σματς (JSmuts). Η πρωτοβουλία αυτή του βασιλιά άλλαξε το σκηνικό. Οι Βρετανοί ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα τους εκπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, και μάλιστα παρά τις διαμαρτυρίες των τελευταίων. Η αναχώρησή τους απετράπη κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, μετά από πρωτοβουλία μελών της εξόριστης κυβέρνησης που πίεσαν σχετικά και τον Τσουδερό, καθώς μια τέτοια ενέργεια θα είχε περιπλέξει αφάνταστα τις σχέσεις μεταξύ Καΐρου και Βουνού. Με εκκρεμές ακόμη το πολιτειακό ζήτημα, οι συζητήσεις κατόπιν στράφηκαν στον ενδεχόμενο σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης. Τώρα, όμως, έγινε σαφές ότι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν επικροτούσαν την είσοδο στην κυβέρνηση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδίως του ΕΑΜ. Έτσι, οι εκπρόσωποι της αντίστασης αναχώρησαν από το Κάιρο, στις 15 Σεπτεμβρίου 1943.

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών]

Το ποίημα

Ήδη με τον τίτλο του ποιήματος, Θεατρίνοι Μέσης Ανατολής, ο Σεφέρης καθιστά σαφή την ειρωνική του διάθεση, αλλά και την πικρή αίσθηση που του έχουν προκαλέσει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, έχοντας τοποθετηθεί στη διεύθυνση εξωτερικού τύπου, και ζει από κοντά την εναγώνια προσπάθεια των πολιτικών εκείνων που απέχουν απ’ την κατεχόμενη Ελλάδα να διατηρήσουν τον αποκλειστικό έλεγχο της εξουσίας, παρά το γεγονός πως στη δοκιμαζόμενη πατρίδα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα που δίνει το σημαντικότερο αγώνα κατά του ξένου κατακτητή.
Μια σκιώδης, απέχουσα κυβέρνηση, που περιμένει το τέλος του πολέμου στην ασφάλεια των ξένων χωρών που τη φιλοξενούν∙ ένας βασιλιάς που αρνείται να δεχτεί την ανάγκη μιας πολιτειακής αλλαγής στη χώρα∙ ο ίδιος ο ποιητής που μετέχει σ’ αυτή την κυβέρνηση, έστω κι αν βλέπει καθαρά την υποκρισία των μελών της και την εμμονική τους προσκόλληση σε μια εξουσία που δεν δικαιούνται πια. Όλοι τους θεατρίνοι, όλοι τους επίμονα εθελότυφλοι μπροστά στην αλλαγή που έχει επέλθει στα ελληνικά πράγματα.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.

Η επαφή του Σεφέρη με τους εκπροσώπους των αντιστασιακών οργανώσεων, με τους ανθρώπους εκείνους που μάχονται για την ελευθερία των Ελλήνων, και δεν αποζητούν την ασφάλεια μέσω της φυγής, όπως έκαναν τα μέλη της αυτοεξόριστης κυβέρνησης, τον φέρνει πλησιέστερα στη συνειδητοποίηση πως η πραγματικότητα έχει πια ξεπεράσει τις μηχανορραφίες και τις ιδιοτελείς προσδοκίες των πολιτικών που κρύβονται στη Μέση Ανατολή. Οι άνθρωποι που φέρουν το βάρος της αντίστασης δεν είναι μόνο μια ανάσα αλήθειας και ειλικρίνειας στην αποπνικτική ατμόσφαιρα υποκρισίας και αυταπάτης που για καιρό κινείται ο ποιητής, είναι συνάμα κι οι νέοι πραγματικοί φορείς εξουσίας στην Ελλάδα.
Τώρα πια η επίμονη άρνηση των αστικών κομμάτων ν’ αναγνωρίσουν τη δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος μοιάζει με μια μάταιη θεατρική παράσταση. Η μοίρα που νικά τα πάντα και σαρώνει τους θεατρίνους και το θεατρώνη, δεν είναι παρά η νέα πραγματικότητα του ελληνικού χώρου. Το ΕΑΜ με τη συνεπή του δράση έχει δίκαια κερδίσει την αναγνώριση των πολιτών κι έχει δίκαια αποκτήσει λόγο στις μελλοντικές εξελίξεις στη χώρα. Το θέατρο που έχει στηθεί στη Μέση Ανατολή∙ οι δραπετεύσαντες πολιτικοί που θέλουν ανέπαφη την παλαιά τους εξουσία, βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με μια ριζική ανατροπή των δεδομένων.

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες

και την καρδιά μας∙ ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

Ο ποιητής, ωστόσο, δεν προσδίδει πολιτική μόνο χροιά στο ποίημά του, γι’ αυτό και το Μέση Ανατολή του τίτλου δίνεται συντομογραφικά (Μ.Α.). Οι πολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν παράλληλα και την προσωπική ζωή των ανθρώπων, κι ακόμη περισσότερο το ίδιο το στοιχείο της εξαπάτησης και της αυταπάτης χαρακτηρίζει και τον ατομικό βίο. Ο υποκριτικός παραλογισμός της πολιτικής δεν απέχει πολύ κι απ’ τον παραλογισμό της ίδιας της ζωής, που στερείται οποιασδήποτε εγγύησης κι είναι πάντοτε έρμαιο πολλών και ανεξέλεγκτων παραγόντων. Το σαρωτικό πέρασμα της μοίρας ανατρέπει από κοινού μεγαλεπήβολα σχέδια και μικρές επιθυμίες, μεγαλόσχημους πολιτικούς κι απλούς πολίτες.
Με έντονη την αίσθηση πως οι άνθρωποι είναι ανίσχυρα ανδρείκελα απέναντι στις εξελίξεις και τις αλλαγές της πραγματικότητας, ο Σεφέρης προσεγγίζει εδώ σε μεγάλο βαθμό την ποίηση του Καρυωτάκη. Με πικρή ειρωνεία που ενισχύεται απ’ τη χρήση της ομοιοκαταληξίας, μας παραπέμπει στο κλίμα των ελεγείων του Καρυωτάκη, κι αναγνωρίζει πλέον κι ο ίδιος το ασήμαντο και το ανυπόστατο της ανθρώπινης ελπίδας και προσδοκίας. Όλα όσα συνιστούν τα στοιχεία του θεάτρου (μάσκες, στολίδια, επιφωνήματα, φτιασίδια κτλ.) είναι ριγμένα κι ανάκατα με τα στοιχεία του πραγματικού βίου, έτσι ώστε δύσκολα πια διακρίνεται τι αποτελεί πραγματικότητα και τι είναι επίπλαστο∙ τι είναι απλή επιθυμία ή προϊόν υποκρισίας και τι εν τέλει συνιστά την αλήθεια. Ο προσανατολισμός του ανθρώπου -ο προορισμός του- μοιάζει δυσδιάκριτος, καθώς κινείται ανάμεσα στο ψεύτικο και το αληθινό, ανάμεσα στο προσδοκώμενο και τις συνεχείς διαψεύσεις.
Οι άνθρωποι κινούνται σ’ ένα ασταθές περιβάλλον μπερδεμένοι στην υποκρισία που τόσο αξεχώριστα έχει μπλεχτεί με την αλήθεια, κι είναι πια τα γυμνά τους νεύρα σαν τις χορδές μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Γίνονται αποδέκτες τόσο συγκεχυμένων μηνυμάτων, που δεν μπορούν πια να βρουν σταθερό έδαφος για να κρίνουν και να σκεφτούν σωστά. Η ίδια τους η υπόσταση αμφισβητείται, τα νεύρα τους ανάερα (τόσο ελαφριά, σαν να μην έχουν πραγματική ύλη), η ζωτική τους ορμή υπονομεύεται τόσο, ώστε μοιάζει να μην υφίσταται, τα νεύρα στεγνά στην κάψα (στεγνωμένα από ζωή ή διάθεσης ζωής και αγώνα), στοιχεία που προκαλούν την αίσθηση πως οι άνθρωποι δεν έχουν κανέναν απολύτως έλεγχο στην ίδια τους την πορεία (πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;).
Το διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο υποκριτικό και το πραγματικό που αδρανοποιεί επί της ουσίας τη σκέψη και τη λογική κρίση των ανθρώπων, δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την καρδιά τους (τα συναισθήματά τους). Σαν ένα σφουγγάρι που έχει πεταχτεί στο δρόμο, η καρδιά των ανθρώπων πίνει και το αίμα του ληστή, αλλά και τη χολή του τετράρχη (αναφορά στον Ηρώδη και το ανακατωμένο με χολή κρασί που δόθηκε στο Χριστό, αλλά και σε όσους ληστές επρόκειτο να σταυρωθούν). Η καρδιά των ανθρώπων δέχεται αδιαχώριστα και τον πόνο του θύματος και τη σκληρότητα του θύτη, όπως αδιαχώριστη είναι κι η κοινή τους μοίρα∙ όπως δυσδιάκριτοι είναι κι οι μεταξύ τους ρόλοι.
Η καρδιά που σέρνεται απ’ το δρόμο στο παζάρι και το εύκολα αναστρέψιμο και εύκολα αμφισβητούμενο μεταξύ θύματος και θύτη, μεταδίδει ακόμη παραστατικότερα την αίσθηση της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού που κυριαρχεί στη σκέψη των ανθρώπων. Το σκηνικό του θεάτρου μπορεί ν’ ανατραπεί πολύ γρηγορότερα απ’ όσο χρειάζεται για να στηθεί, αλλάζοντας τα πάντα μέσα σ’ ελάχιστες στιγμές και καθιστώντας ακόμη σαφέστερο το επισφαλές και το «ανάερο» της ανθρώπινης ζωής. 


Read more: http://latistor.blogspot.com/2014/01/blog-post.html#ixzz3ogQCogxd


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου