Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.– Η ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑΣ

Μικρογραφία χειρογράφου των αρχών του 9ου αι. Εικονίζει το Θεοδόσιο Β' ανάμεσα σε επισκόπους και ιερείς της Γ' Οικουμενικής συνόδου. (Vercelli, Βιβλιοθήκη Αρχιεπισκοπής)

της Νότας Χρυσίνα

Μετά την Δ οικουμενική σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), στην οποία καταδικάστηκαν ο μονοφυσιτισμός και ο νεστοριανισμός, οι ανατολικές περιφέρειες (Συρία, Αίγυπτος) άρχισαν να προβάλλουν διαθέσεις αποσκίρτησης από την κηδεμονία της  κεντρικής βυζαντινής εξουσίας, έτσι η τελευταία έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα. Ο Ζήνων το 482 δημοσίευσε σε συνεννόηση με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο το λεγόμενο Ενωτικόν, το οποίο αποσιωπά τα περί φύσεως του Χριστού και προσπαθεί να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν τρεις εκκλησιαστικές παρατάξεις: οι διφυσίτες, οι μονοφυσίτες και οι οπαδοί του Ενωτικού. Σθεναρός πολέμιος του Ενωτικού ήταν και ο πάπας Φήλιξ σε σημείο ώστε από την αντιπαράθεση Ρώμης και Κωνσταντινούπολης να προκύψει ένα πρώτο σχίσμα που διάρκεσε πάνω από τριάντα χρόνια (484- 518). Η ρίζα αυτής της διαμάχης είχε αφετηρία την Δ οικουμενική σύνοδο. Ο 28 κανόνας της αναγνώριζε την πλήρη ισοτιμία ανάμεσα στους επισκόπους της Νέας και της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Αυτό στάθηκε η τυπική αφετηρία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κέντρων.[1]
Το φράγμα της γλώσσας, οι πολιτικές προστριβές και οι λειτουργικές διαφορές, που κατά καιρούς είχαν συντείνει στην αποξένωση της ελληνικής Ανατολής από τη λατινική Δύση,  έλαβαν τη μορφή σχίσματος τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος της εικονομαχίας 843. Η καθαίρεση του πατριάρχη Ιγνατίου και η ανάρρηση του λαϊκού Φωτίου, υπερασπιστή των παραδόσεων της ανατολικής Εκκλησίας και εμπνευστή της εξάπλωσης της πολιτισμικής της επιρροής στον σλαβικό κόσμο, στον πατριαρχικό θρόνο καλλιέργησε την αντιπαλότητα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Η κρίση έλαβε περαιτέρω διαστάσεις με τη διεκδίκηση της νεοσύστατης βουλγαρικής Εκκλησίας από τον Πάπα. Ο Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο με την οποία καταδικάστηκε η ρωμαϊκή διδασκαλία για την και εκ του Υιού (Filioque)  εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η καταδίκη της Ρώμης ονομάστηκε Φωτίειο Σχίσμα.[2]
Αντικείμενα του οριστικού σχίσματος αποτέλεσαν τόσο το ζήτημα του filioque όσο και η διαφορετική αντιμετώπιση ορισμένων ζητημάτων της εκκλησιαστικής ζωής. Τέτοια ήταν η ρωμαϊκή νηστεία του Σαββάτου, ο γάμος των ορθοδόξων ιερέων, η χρήση του ενζύμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία από τη βυζαντινή εκκλησία και του άζυμου από τη δυτική.  Οι διαφορές εντάθηκαν όταν στον πατριαρχικό και στον παπικό θρόνο βρίσκονταν αντίστοιχα ο Μιχαήλ Κηρουλλάριος και ο Λέων ο Θ (1049-1054). Οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενθαρρυμένοι από την αρνητική στάση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου, κατέθεσαν αφορισμό κατά του Κηρουλλάριου στην Αγία Σοφία το 1054. Με την υποστήριξη κλήρου και λαού θα ανταποδοθεί ο αφορισμός κατά του πάπα σε σύνοδο που οργάνωσε ο Μηχαήλ Κηρουλλάριος στην Κωνσταντινούπολη. Τους επόμενους αιώνες (12ος- 15ος) η μόνιμη παρουσία των Δυτικών (Βενετών ή σταυροφόρων) ως αντιπάλων ή κατακτητών στον βυζαντινό χώρο θα διευρύνει το ρήγμα που είχε επιφέρει ο εκατέρωθεν αφορισμός του 1054.[3]
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (1261-1453) η μόνιμη διαμάχη ήταν η επανένωση ή όχι με τη λατινική πλευρά. Η φιλενωτική πλευρά περιλάμβανε μερίδα λογίων καθώς και τους αυτοκράτορες Παλαιολόγους, ενώ η ανθενωτική πλευρά την πλειοψηφία του κλήρου και του λαού. Η σύνοδος της Λυών 1274 και η σύνοδος της Φεράρρας – Φλωρεντίας (1438/1439) ήταν δύο σοβαρές προσπάθειες ένωσης των εκκλησιών που είχαν πρόσκαιρα αποτελέσματα.
Η θεολογική αντιπαράθεση ανατολικής και δυτικής εκκλησίας αποτελεί μια από τις παραμέτρους της ησυχαστικής έριδας. Η ησυχαστική θεωρία δίχασε τη βυζαντινή Εκκλησία τον 14ο αιώνα. Αντιπροσωπεύει την παράδοση των μοναχών της Ανατολής, που απέκλειαν κάθε κοσμική φροντίδα και απέβλεπαν στην ένωση και θέα του Θεού. Ο πόλεμος κατά του ησυχασμού πυροδοτήθηκε από τον δυτικό λόγιο μοναχό Βαρλαάμ Καλαβρό που κατήγγειλε τον μυστικισμό των αγιορειτών μοναχών ως έκφραση δεισιδαιμονίας. Ο Γρηγόριος Παλαμάς τον αντιμετώπισε με το κήρυγμά του με το οποίο υποστήριζε τη δυνατότητα του ανθρώπου να υπερκεράσει την απόσταση με το θείο και να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο υπερβατικό και το εγκόσμιο. 
Ο χριστιανισμός και παγανισμός συνδιαλέγονται και συγκρούονται κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
Παρά τη μοιραία εκτόπιση από το χριστιανισμό τον 4ο αιώνα και τις διώξεις των οπαδών τους, οι πολυποίκιλες εκφάνσεις της ελληνορωμαϊκής θρησκείας συνέχισαν να έχουν οπαδούς. Μετά την κατάργηση της Πλατωνικής Ακαδημίας των Αθηνών από τον Ιουστινιανό το 529, ο Ιωάννης επίσκοπος Εφέσου, αναφέρει πως συνάντησε  χιλιάδες ειδωλολάτρες στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας και τους προσηλύτισε στον χριστιανισμό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η λατρεία των αρχαίων θεών δεν είχε εξαφανιστεί στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τη Συρία.[4]
Όσον αφορά τη λατρεία υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν λατρευτική συνέχεια. Παράδειγμα η εγκοίμιση ( ο πιστός κοιμόταν κοντά στο ναό προσδοκώντας το θαύμα) ίσχυε ως θεραπευτικό μέσο τόσο στην αρχαιότητα όσο και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού.
Μέχρι τον 7ο αιώνα επικράτησε μια παράξενη συμβίωση χριστιανικών και εθνικών εορτών, από την οποία προέκυψαν ορισμένες επιβιώσεις. Κάτι ανάλογο συνέβη και με πολλά ειδωλολατρικά έθιμα, τα οποία, παρά την απόρριψη με την οποία τα αντιμετώπισε η Εκκλησία και οι επιφανείς εκπρόσωποί της, δεν έπαψαν να αποτελούν βίωμα των απλών ανθρώπων του Μεσαίωνα. Όμως, πολλά από τα έθιμα που οι χριστιανοί θεωρούσαν “ελληνικά” δεν είχαν σχέση με τις λατρευτικές εκδηλώσεις της αρχαίας θρησκείας. Παράδειγμα θέατρα, παντομίμα, αγώνες με ζώα. Όσοι χριστιανοί συνέχιζαν να τηρούν αυτά τα ήθη χαρακτηρίζονταν ελληνίζοντες. [5]
Τις εορτές και τα έθιμα αυτά τα καταδίκασαν με αποφάσεις τους οι εκκλησιαστικές σύνοδοι και κείμενα χριστιανών συγγραφέων.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος αιώνας) στο έργο του “περί αιρέσεων” αναφέρεται στα έθιμα και όσους τα τηρούν τους αποκαλεί εθνόφρονες. Αυτοί που ακολουθούν τις συνήθειες των εθνικών παραδέχονται τη τύχη και τη μοίρα, την αστρονομία και την αστρολογία, τη μαντεία και την ορνιθοσκοπία, ερμηνεύουν οιωνούς και τελούν θυσίες εξιλασμού και εξορκισμούς.
Τα έθιμα που είχαν επιβιώσει μέχρι τα χρόνια του Δαμασκηνού εκδηλώνονταν ως α) πρόβλεψη του μέλλοντος (μαντεία, ωροσκόπια, αστρονομία, αστρολογία, ορνιθοσκοπία), β) μαγικές πρακτικές για την αποτροπή του κακού (θυσίες εξιλασμού, εξορκισμοί), γ) ενεργός συμμετοχή σε ειδωλολατρικές εορτές.
Λίγες δεκαετίες πριν από τα χρόνια που κατέγραψε τα παραπάνω ο Ιωάννης Δαμασκηνός  εθνικές εορτές και ειδωλολατρικές πρακτικές καταδικάστηκαν σε πολλούς από τους 102 κανόνες της Πενθέκτης ή “εν Τρούλλω συνόδου” (691/2). Το γεγονός ότι οι κανόνες εμφανίζονται και σε προγενέστερες συνόδους δείχνει ότι η μάζα των πιστών δεν ενδιαφερόταν πολύ για την τήρησή τους. Το επιθετικό ύφος με το οποίο έχουν διατυπωθεί μας επιτρέπει να υποθέσουμε την αγωνία της Εκκλησίας για την εξάλειψή τους.
Οι περισσότερες “ειδωλολατρικές” εορτές που αναφέρονται στις διατάξεις της Πενθέκτης είχαν κατά βάση ρωμαϊκή καταγωγή, προέρχονταν δηλαδή από το ρωμαϊκό εορτολόγιο. Παράδειγμα οι Καλένδες, τα Βότα, τα Βρουμάλια, τα Ροζάλια.[6]
Πράγματα “ξένα προς τον βίο των χριστιανών” θεωρήθηκαν από την “εν Τρούλλω” σύνοδο και διάφορα “αρχαία ήθη” όπως η καταφυγή σε μάντεις και αστρολόγους, τα άλματα πάνω από φωτιές κατά τις νουμηνίες (πρώτη του μηνός) και η συμμετοχή σε θεατρικά παιχνίδια.
Παρά την καταδίκη των παγανιστικών εορτών από τις εκκλησιαστικές συνόδους δεν εξαφανίστηκαν ούτε και τα χρόνια που επαλείφθηκε η εθνική θρησκεία. Η πίστη σε ειδωλολατρικές πρακτικές όπως η μαντεία και η αστρολογία κατέστη αδύνατο να εκλείψουν από τη ζωή των Βυζαντινών.





ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες επενέβαιναν στα ζητήματα της εκκλησίας καθώς διόριζαν πατριάρχες και προήδρευαν στις περισσότερες οικουμενικές συνόδους. Ο Μ. Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α οικουμενική σύνοδο το 325 και με την ενέργειά του αυτή καθιερώνει την ανάμιξη της κοσμικής εξουσίας στα θέματα της Εκκλησίας. Στην Α οικουμενική σύνοδο διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα το οποίο    ολοκληρώθηκε στην Β οικουμενική σύνοδο το 381 την οποία συγκάλεσε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος.
Οι ειδωλολατρικές παραδόσεις καταδικάστηκαν στην Πενθέκτη ή εν Τρούλλω σύνοδο την οποία συγκάλεσε το 691/2 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β.
Εκτός από τις δογματικές έριδες ένα σοβαρό ζήτημα που απασχόλησε την Εκκλησία ήταν η  εικονομαχία. Δημιουργήθηκε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και έληξε με την αναστήλωση των εικόνων το 843.
Η ανατολική και η δυτική Εκκλησία μέσα από τον ανταγωνισμό για την επιρροή των νέων εκκλησιών αλλά και της πρωτοκαθεδρείας οδηγήθηκαν στο οριστικό σχίσμα του 1054.



[1]    Ό.π., σελ. 215
[2]    Ό.π., σελ. 219
[3]    Ό.π., σελ. 220
[4]    Ό.π., σελ. 256
[5]    Ό.π., σελ. 260
[6]    Ό.π., σελ. 261

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου