Μικρογραφία χειρογράφου από το Χρονικό του Ιω. Σκυλίτζη (13ος-14ος αι.), που εικονίζει τη στέψη του αυτοκράτορα από τον πατριάρχη. Πρόκειται για την τελετή της αναγορεύσεως που καθιερώθηκε από τα μέσα του 5ου αι. (Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη
της Νότας Χρυσίνα
Ο 4ος αιώνας
σηματοδότησε για τη χριστιανική Εκκλησία τον ουσιαστικό της θρίαμβο, καθώς η
χριστιανική θρησκεία έγινε νόμιμη και λίγο αργότερα η επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού
κράτους.
Ο Μ. Κωνσταντίνος
και ο Λικίνιος συναντήθηκαν το 313 στα Μεδιόλανα και υπόγραψαν το διάταγμα των Μεδιολάνων με το οποίο
συνεχίστηκε η πολιτική της ανεξιθρησκίας, πολιτική που είχε ακολουθήσει ο
Γαλέριος, ο οποίος είχε αναγνωρίσει στους χριστιανούς, με διάταγμά του το 311,
το δικαίωμα της λατρείας.
Ο Μ. Κωνσταντίνος,
χωρίς να αποποιηθεί τον τίτλο του pontifex maximus, του ανώτερου ηγέτη της αρχαίας
θρησκείας, έδειξε με διάφορα μέτρα εύνοια στον χριστιανισμό. Οικοδόμησε
χριστιανικούς ναούς, παραχώρησε δικαστικά και άλλα προνόμια στους επισκόπους,
υποστήριξε τους χριστιανούς που ζούσαν εκτός ρωμαϊκών συνόρων. Μετά τη
θεμελίωση της νέας πρωτεύουσας της Κωνσταντινούπολης το 324, αναμίχθηκε ενεργά
στα πράγματα της Εκκλησίας και συγκάλεσε το 325 την Α οικουμενική σύνοδο στη
Νίκαια της Βιθυνίας. [1]
Αυτή η εκατέρωθεν
ανάμιξη σε ζητήματα εκκλησιαστικά ή πολιτικά είναι φυσικό να συνοδεύεται και
από την εμφάνιση μεγάλων προβλημάτων στους κόλπους της ρωμαϊκής κοινωνίας. Η
έννοια της αίρεσης έλαβε συχνά και πολιτικές διαστάσεις σε σημείο να διώκονται
πολιτικά άνθρωποι τους οποίους θεώρησε η
επίσημη Εκκλησία ως αιρετικούς. Το φαινόμενο της ανάμιξης της κοσμικής εξουσίας
στα εκκλησιαστικά πράγματα είναι γνωστό ως καισαροπαπισμός.
Το ζήτημα που
απασχόλησε την Εκκλησία και την κοσμική εξουσία ήταν οι έριδες γύρω από το
δόγμα, την αλήθεια, δηλαδή μιας αντίληψης όσον αφορά τη φύση ενός από τα
πρόσωπα της Τριάδας( Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα) ή τη σχέση μεταξύ τους. Από
τον 4ο αιώνα οι δογματικές έριδες απασχόλησαν τον Κωνσταντίνο και στη συνέχεια
δεν άφησαν αδιάφορο κανένα Ρωμαίο αυτοκράτορα. Η ανώτατη κοσμική αρχή
αναμιγνύεται στα της Εκκλησίας προκειμένου να εξομαλύνει την κρίση, είναι
σπάνιες, ωστόσο, οι φορές που κατορθώνει κάτι καλύτερο από τη γενίκευση και τη
διαιώνισή της.[2]
Οι έριδες
αντιμετωπίστηκαν από την Εκκλησία κυρίως με τη σύγκληση από τον αυτοκράτορα
οικουμενικών συνόδων. Ένα συνέδριο εκκλησιαστικών εκπροσώπων από όλες τις
επαρχίες της αυτοκρατορίας που συνέρχονται μετά από πρόταση του αυτοκράτορα. Η
σύνοδος λειτουργεί όπως ένα δικαστήριο που επιλύει αστικές διαφορές. Κάθε
ενδιαφερόμενος προσκομίζει τα τεκμήρια της αλήθειας του, συνήθως κείμενα της
Αγίας Γραφής ή των χριστιανών Πατέρων.[3]
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α
οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 με αφορμή τη θεολογική
διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ του επισκόπου Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και τον
πρεσβύτερο Άρειο ο οποίος υποστήριζε ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι ίσος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα
του, δημιούργημά του. Η σύνοδος καταδίκασε την αρειανή διδασκαλία και διακήρυξε
το δόγμα του ομοουσίου μεταξύ Πατρός και Υιού, που διατυπώθηκε στο Σύμβολο της
Πίστεως. Ο αρειανισμός ήταν η πρώτη τριαδολογική αίρεση που απασχόλησε την
Εκκλησία.
Στη
Β οικουμενική σύνοδο καταδικάστηκαν οι απόψεις του Μακεδόνιου που κήρυττε ότι
το Άγιο Πνεύμα ήταν και αυτό κτίσμα του Πατρός. Η σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη
το 381 ύστερα από πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α (379-395). Η
διατύπωση του δόγματος ήταν (...τον εκ του Πατρός γεννηθέντα...) και για το
Άγιο Πνεύμα (...το εκ του Πατρός εκπορευόμενον).
Τα
δογματικά ερωτήματα που ταλανίζουν την ανατολική Εκκλησία τον 5ο αιώνα αφορούν
τη σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Η Γ οικουμενική σύνοδος
πραγματοποιήθηκε στην Έφεσο το 431 και καταδίκασε τα κηρύγματα των Νεστοριανών
ότι η Μαρία δεν ήταν θεοτόκος αλλά χριστοτόκος.
Οι
αντίπαλοι των Νεστοριανών στην Αλεξάνδρεια υποστήριξαν μια νέα διδασκαλία που
διακήρυσσε πως οι δύο φύσεις του Χριστού συνενώθηκαν μετά την ενσάρκωση σε μία, τη θεία. Ο μονοφυσιτισμός
καταδικάστηκε στην Δ οικουμενική σύνοδο στη Χαλκηδόνα την οποία συγκάλεσε το
451 ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457). Εκεί διατυπώθηκε το δόγμα των δύο
τέλειων, αδιαίρετων και ασύγχυτων φύσεων του Χριστού.[4]
Με
την Ε οικουμενική σύνοδο, που έλαβε χώρα στη Κωνσταντινούπολη το 553, ο
αυτοκράτορας Ιουστινιανός προχώρησε στην καταδίκη των Τριών Κεφαλαίων δηλαδή
των ύποπτων για νεστοριανισμό συγγραμμάτων του Θεοδώρου Μοψουεστίας και των
κειμένων του Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης που στρέφονταν κατά
του Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Η
θρησκευτική κρίση του 7ου αιώνα με τον μονοθελητισμό (ένα θέλημα του Χριστού) ο
οποίος καταδικάστηκε στην Στ οικουμενική
σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (680/681) και κήρυξε ως
ορθόδοξο το δόγμα των δύο θελήσεων και ενεργειών του Χριστού. Ο αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος Δ (668-685) παρευρέθηκε στις περισσότερες από τις 17 συνεδρίες της
συνόδου.
Μια
νέα σύνοδο συγκάλεσε ο Ιουστινιανός Β (685-695, 705- 711) το 691/2 τη λεγόμενη Πενθέκτη.
Η σύνοδος έλαβε χώρα στη θολωτή αίθουσα του μεγάλου αυτοκρατορικού Παλατίου
και έγινε γνωστή ως η εν Τρούλλω σύνοδος, συμπλήρωσε τους δογματικούς
όρους της Ε και της Στ συνόδου. Οι 102 κανόνες της ρυθμίζουν διάφορα ζητήματα
εκκλησιαστικής τάξης και καταδικάζονται μία σειρά από ειδωλολατρικά έθιμα που
είχαν επιβιώσει μέχρι τα χρόνια εκείνα.[5]
Η
Ζ οικουμενική σύνοδος διεξήχθη στη Νίκαια της Βιθυνίας (787) και σηματοδοτεί
την επίσημη απόρριψη της εικονομαχίας. Η σύνοδος έγινε με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης της
Αθηναίας συζύγου του Λέοντα Δ (775-780). Η σύνοδος υπογράμμισε την αρχή ότι η
προσκύνηση δεν αναφέρεται στην εικόνα αυτή καθαυτή, αλλά στο εικονιζόμενο ιερό
πρόσωπο και δεν σχετίζεται με τη λατρεία που αποδίδεται αποκλειστικά στον Θεό.
Η Ζ οικουμενική σύνοδος είναι η τελευταία που αναγνωρίζει η ανατολική Εκκλησία.[6]
Η
δεύτερη εικονομαχία έληξε με τον θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Η
αποκατάσταση των εικόνων έγινε το 843 με ενέργειες της αυτοκράτειρας Θεοδώρας
και του πατριάρχη Μεθόδιου. Η πολιτεία απέτυχε να υποτάξει την Εκκλησία, η
οποία διατύπωσε το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, στο οποίο μνημονεύει τους νικητές
της πίστης και καταδικάζει τους αιρετικούς.
[1] Σ. Ευθυμιάδης, Α. Κυρκίνη- Κούτουλα, Ν.
Νικολούδης, Β. Πέννα, Δημόσιος και
Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά
Χρόνια, Τόμος Β, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα
2001,σελ. 209.
[2] Στο ίδιο,
σελ. 210
[3] Ό.π., σελ. 211-212
[4] Ό.π., σελ. 215
[5] Ό.π., σελ. 216-217
[6]
Ό.π., σελ. 218
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου