Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Επιτυχία στις εισαγωγικές; Ε και;

Αγαπημένα μου φιλαράκια, 
                                                Συγχαρητήρια για την εισαγωγή σας σε κάποια σχολή αλλά εδώ και πολλά χρόνια είναι γνωστό πως στο πανεπιστήμιο δεν εισάγονται οι έξυπνοι αλλά οι "φυτούκλες". 
Για την ακρίβεια δεν πέρασαν στο πανεπιστήμιο αλλά είναι εκατομμυριούχοι οι παρακάτω:


 John Caudwell με περιουσία 2.7 δισ. δολάρια
Ιδρυτής της British phone retailer Phones 4 U.

 Ingvar Kampgrad με περιουσία 3.4 δισ. δολάρια
 Ιδρυτής του IKEA.

Baron Albert Frère με περιουσία 4.7 δισ. δολάρια
Επενδύσεις χάλυβα.

Richard Branson με περιουσία 5 δισ. δολάρια
Ιδρυτής της Virgin 

Laurence Graff με περιουσία 5 δισ. δολάρια
Διαμάντια 

Sir Philip Green με περιουσία 5.2 δισ. δολάρια
Ιδρυτής της Arcadia, στην οποία ανήκει το Topshop.



Roman Abramovich με περιουσία 8.7 δισ. δολάρια
 Επενδύσεις 

Francois Pinault με περιουσία 13.2 δισ. δολάρια
Μόδα: Alexander McQueen, Saint Laurent  και Stella McCartney. Κατέχει επίσης οίκο δημοπρασιών Κρίστις.


Liliane Bettencourt με περιουσία 41 δισ. δολάρια
Ιδιοκτήτρια της L'Oreal.


Amancio Ortega με περιουσία 69.5 δισ. δολάρια
Λιανεμπόριο. Ιδρυτής του Zara.

Ωστόσο, να διαβάζετε από Ιστορία, Φιλοσοφία, Λογοτεχνία, Ποίηση, Γεωγραφία, Ανθρωπολογία, Τεχνολογία και ό,τι άλλο μπορείτε διότι το μυαλό ανοίγει εάν το "ανοίγεις" με γνώσεις τις οποίες αξιοποιείς κατάλληλα όταν χρειαστεί.

                                                                                                  Νότα Χρυσίνα 
                                                                                                   

                                                                                              (διότι η γνώση 
                                                                                                          είναι κατάκτηση σε                                                                                                           ολόκληρη τη ζωή μας. Είναι                                                                                                        όπως ο ρόλος του γονιού,                                                                                                             δεν τελειώνει ποτέ)





Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Γράμμα στον Κωνσταντίνο Κ


Αγαπημένε μου Κωνσταντίνε,
σε χαιρετώ από την Αθήνα. Ήθελα να έρθω στα τέλη του μηνός στην Πόλη μας αλλά φοβήθηκα μήπως χαλάσω τον μύθο της. Τι είναι μια Πόλη χωρίς μύθο; Μια μεγαλούπολη με χιλιάδες άστεγους και απέραντες εκτάσεις. Με βρωμιά και απίστευτα στενά δρομάκια. Ερείπια και αριστουργήματα κρυμμένα πίσω από την άμμο. Κι εσύ να απουσιάζεις και να είσαι παρών μέσα από την νοσταλγία σου που μού κληροδότησες για αυτήν την ελληνική παιδεία που κάποτε φαινόταν στον τρόπο που σήκωνες το καπέλο σου για να καλημερίσεις μια γυναίκα που κατοικούσε στο απέναντι χαμόσπιτο και έβγαζε το ψωμί της δίνοντας το σώμα της που δεν της ανήκε και που μόνο τα μάτια της έδειχναν πως κάποτε υπήρξε κι αυτή γυναίκα με όνειρα. 

Εδώ πια δεν χορεύουμε στις συναντήσεις των Αιγυπτιωτών. Έφυγαν οι γονείς και οι παππούδες. Μείναμε ελάχιστοι που ανταλλάσουμε συνταγές μαγειρικής και κάποια νέα για το καθεστώς εκεί. Οι περισσότεροι δεν έρχονται στην Πόλη μας. Προτιμούν το Λονδίνο. Κωνσταντίνε μου όταν συναντηθούμε να μου φέρεις και αυτό το σάλι της γιαγιάς μου που το ξέχασε δίπλα στο πιάνο σας στο σαλόνι. Ήταν μια αξέχαστη βραδιά με υγρασία και ζέστη. Μα στο πιάνο έπαιζε η γυναίκα του Μπενάκη μια σονάτα του Μπετόβεν ή του Σούμαν και ο Ντάρελλ έγραφε κάτι σημειώσεις του. Ωραίες βραδιές. Τότε σε θαύμαζα για το αινιγματικό σου χιούμορ. Τώρα σε σκέφτομαι φυλακισμένο μέσα σε μια Ελλάδα όραμα που σε πήρε για πάντα τυλιγμένο στα πέπλα της ηδονής της.
Δική σου
Νότα

Υ.Γ. Η συνταγή της θείας Χαρίκλειας για το βοδινό με χουρμάδες, έκτακτη!

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Σκέψεις πάνω στον ΚΩΣΤΑ ΑΞΕΛΟ

Με αφορμή  το επίμετρο του ΜΑΡΙΟΥ ΜΠΕΓΖΟΥ στο βιβλίο του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΟΥΑΤΖΗ για τον φιλόσοφο


γράφει η Νότα Χρυσίνα* 


Η φιλικότητα συνυπάρχει άρρηκτα με την ποιητικότητα

Ο Μάριος Μπέγζος, καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, έγραψε την ελληνική βιογραφία του Κώστα Αξελού, μετά από πρόταση του ίδιου του φιλοσόφου. Τίτλος του βιβλίου Κώστας Αξελός. Το Άνοιγμα της Σκέψης (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2002).
Ο Γιώργος Δουατζής πρότεινε στον Μάριο Μπέγζο να γράψει το επίμετρο του βιβλίου του, στο οποίο καταγράφεται η τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός στον ποιητή- δημοσιογράφο, καθώς είναι συστηματικός μελετητής της φιλοσοφίας του Αξελού και βιογράφος του. Το βιβλίο του Γ. Δουατζή ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ εκδόθηκε το 2011(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ).


Βασικές έννοιες της σκέψης του Αξελού, που αναφέρονται από τον Μ. Μπέγζο, είναι η «ανοικτότητα», η «πλανητική σκέψη», ο «κ/Κόσμος», το «παιχνίδι του κόσμου».
Επίσης, σημαντικές έννοιες είναι: η ποιητικότητα και το αποκορύφωμα της σκέψης του φιλοσόφου η φιλικότητα. Ο φιλόσοφος αποθεώνει τη φιλία, η οποία «δεν θεωρεί τον εαυτό της, τους άλλους, τον κόσμο σαν μια κτήση και …διατρέχει το σύνολο της σχέσης άνθρωπος και κόσμος». «Η φιλικότητα συνυπάρχει άρρηκτα με την ποιητικότητα».
Η φιλικότητα του Αξελού με παραπέμπει στην φιλότητα και το νείκος του Εμπεδοκλή, ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με πλάνητες  που με την διδασκαλία μυστικιστικών ρευμάτων και καθαρμών καθόρισαν τη σκέψη του. Ο ίδιος ο Εμπεδοκλής έγραψε στους δικούς του Καθαρμούς απευθυνόμενος στους συμπολίτες του:
«...Αθάνατος εγώ κι όμοιος θεός πλανιέμαι,
κι όχι θνητός, ανάμεσα σε σας και τιμημένος
περιζωσμένος με ταινίες κι ολάνθιστα στεφάνια.»
Η «ανοικτότητα της σκέψης» του Αξελού και το «πλανητικό στοιχείο» που διαπερνά τη σκέψη του έχει πολλαπλές αναφορές. Η πρώτη οδηγεί στον πλανήτη Γη που σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι, για πρώτη φορά στην ιστορία του, ενωμένος πολιτισμικά. (Η Δύση καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη και μέσα από την Τεχνολογία κατισχύει της Ανατολής).
Δεύτερον, η πλάνη στην οποία οδήγησε η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από την Φιλοσοφία, για να διαπιστωθεί πως δεν υπάρχει μία αλήθεια αλλά κυρίαρχη οπτική γωνία από την οποία την παρατηρούμε και επομένως η αλήθεια ταυτίζεται σχεδόν με την πλάνη ή το εφήμερο.
Τρίτον, ο πλάνης που σημαίνει ταξιδευτής όπως ο σημερινός άνθρωπος, περισσότερο από κάθε εποχή στο παρελθόν, αλλά και η σκέψη που πλανάται και περιπλανάται. Όπως σημειώνει ο Μπέγζος με τα ακριβή λόγια του Αξελού «Η πλανητική σκέψη αντιστοιχεί στην περιπλάνηση του είναι εν τω γίγνεσθαι της ολότητας του κόσμου». Ο περιπλανώμενος έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να μην καταντήσει παραπλανώμενος καθώς συναντάει μέσα στον χώρο και τον χρόνο «όψεις της αλήθειας».
Καθήκον του ανθρώπου «η “φιλίωση” με τον πολυδιάστατο και ανοιχτό Κόσμο, κάτω από τον ορίζοντα του Χρόνου». Ο άνθρωπος θέλοντας να εξουσιάσει το «παν» δεν κατορθώνει να ελέγξει τον σημαντικότερο αντίπαλό του τον εαυτό του. Ο αυτοέλεγχος είναι αυτό που πρέπει να στοχεύει ο άνθρωπος. Η παραδοχή της αβεβαιότητας οδηγεί στην ελευθερία. «Εκ προοιμίου δεν είμαστε η ερώτηση, αποτελούμε μέρος της». «Οι λέξεις μπορούν να ανοίγονται σε ένα γενικότερο ρεύμα το οποίο τις φέρει». Γι’  αυτό δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Ούτε πρώτη. Όλες οι λέξεις έχουν την ιστορία τους». Συνέπεια αυτού η ανοικτότητα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία της σκέψης δεν υπάρχει καμία παρηγοριά, καμία σωτηρία. Το ήθος είναι επιλογή και τρόπος ζωής. Η γλώσσα δεν αρκεί να εκφράζει αλλά πρέπει και να σιωπά. Πίσω από τη λέξη υπάρχει ο διάλογος που προηγήθηκε της έκφρασής της. (Gadamer). Η σιωπή έχει νόημα.
«Για να ξεπεράσουμε κάτι πρέπει να το αφήσουμε να μας διαπεράσει». «Σκοπός της σκέψης είναι να σκέφτεται. Τι; Αυτό που φανερώνεται και που αποκρύβεται». Ο Ηράκλειτος είχε πει «η φύση αγαπά να κρύβεται» και «πως ο λόγος δεν λέει ούτε κρύβει». Ο φιλόσοφος και ιδιαίτερα ο στοχαστής πρέπει να είναι έτοιμος να πλησιάσει τη σοφία και ταυτόχρονα τη συντριβή.
Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον Αξελό «υποφέρει διότι δεν είναι όλον». Θυμίζει τη θεωρία του Πλάτωνα για τον ανδρόγυνο στο «Συμπόσιο ή Περί έρωτος». Η ποιητικότητα παραπέμπει στην έννοια της ποίησις του Αριστοτέλη ως εκδήλωση της αδιαίρετης ύλης και του πνεύματος και την Τέχνη της Φύσης που συνδέεται με τον Δημιουργό. Η ποιητικότητα και η φιλικότητα θα μπορούσε να παραπέμπει στην Ποιητική του Αριστοτέλη και στα «καθόλου», τους γενικούς νόμους. Η ποίηση άλλωστε θεωρήθηκε από τον Αριστοτέλη φιλοσοφικότερη της Ιστορίας. Ο Κ. Αξελός ήταν ο τελευταίος φιλόσοφος του 20ού αιώνα, όπως γράφει ο Μάριος Μπέγζος. Στην τελευταία του συνέντευξη στον Γ. Δουατζή φαίνεται ο φιλόσοφος αλλά και ο άνθρωπος σε μια αρμονική σύζευξη. Η Ποίηση είναι μία δύναμη που θέτει σε κίνηση τη σκέψη και η σκέψη που στοχάζεται συναντάει την Ποίηση. Η ποίηση όταν αγγίζει το ύψος της είναι η μέλλουσα σκέψη που έχει ήδη αναγγελθεί.

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Οι γυναίκες του Διονύσιου Σολωμού




Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν γιός του κόντε Νικόλαου Σολωμού, ευγενή κρητικής καταγωγής, και της Αγγελικής Νίκλη που ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του κόντε. Ο ποιητής γεννήθηκε εκτός γάμου αλλά ο πατέρας του φρόντισε για τη μόρφωσή του και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη του και λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη μητέρα του.
Ο Σολωμός έζησε σε κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια, την οποία κάθε τόσο επέτειναν προστριβές με τον ομομήτριο αδελφό του Δημήτριο και δικαστικές διαμάχες τόσο με τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του Ροβέρτο Σολωμό, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του, όσο και, κυρίως, με τον μικρότερο, τον Ιωάννη Λεονταράκη, από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του. Ο τελευταίος διεκδίκησε το όνομα, τον τίτλο και την περιουσία του κόντε Νικολάου, προκαλώντας έναν δικαστικό αγώνα που διήρκεσε πέντε χρόνια (1833-1838). Μολονότι η έκβαση δικαίωσε τον Διονύσιο, η υπόθεση κόστισε πολύ στον ποιητή, καθώς τον έφερε σε σύγκρουση με τη μητέρα του, που πήρε το μέρος του Ιωάννη, αλλά και με αρκετούς φίλους του, που δεν κράτησαν την αναμενόμενη στάση.
Οι περιπέτειες που χρειάστηκε να ζήσει εξαιτίας της οικογενειακής του κατάστασης και της αγγλικής πολιτικής στα Επτάνησα δεν άφησαν ανεπηρέαστο το έργο του.
Στο ποίημά του «Η τρίχα» του Συνθέματος 1833-1834 ο σατιρικός στόχος του Σολωμού ήταν ο δικηγόρος του αντίδικου αδελφού του, επίσης νόθος, στο κέντρο του ποιήματος βρίσκεται ο γενικότερος προβληματισμός για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στον Έρωτα και παίρνει την απόσταση της αυτοειρωνείας σχολιάζοντας εμμέσως τον τρόπο που γεννήθηκε ο ίδιος αλλά και την εικόνα που είχε για τη γυναίκα : «Όταν μια γυναίκα παραδίνεται έτσι ..όπου τον Έρωτα ποιεί ξαδέλφι με το Χάρο/πώς διάβολο μπορείς να ξέρεις τίνος παιδί είσαι;»
Ο Σολωμός στα πρώτα ελληνικά του ποιήματα υμνεί τον έρωτα και την γυναικεία εξωτερική ομορφιά. Περιγράφει τη γυναίκα σύμφωνα με το ανθρωπιστικό ιδεώδες του έρωτα στην Αναγέννηση όπως αποτυπώθηκε μέσα από τη μορφή της γυναίκας, εφόσον αυτή αποτελεί την πηγή των ερωτικών συναισθημάτων που εξευγενίζουν τον άνθρωπο. Ο Σολωμός όπως και οι ομότεχνοί του Δάντης και Πετράρχης αλλά και το dolce stil nuovo μετέτρεψαν τη γυναίκα σε ένα αγγελικό πλάσμα, που με τη φυσική και πνευματική ομορφιά της γίνεται πρότυπο αρμονίας για όλον τον κόσμο.  Η νεκρή αρραβωνιαστικιά του Κρητικού, η Φεγγαροντυμένη, η Μητέρα Πατρίδα, η Αιμιλία Ροδόσταμο, η Γυναίκα με το Μαγνάδι, η Φραγκίσκα Φραίζερ, ακόμη και η ατιμασμένη Μαρία του Λάμπρου, αποτελούν εκφράσεις ενός ιδεώδους κόσμου κατά τα πρότυπα της ρομαντικής ποιητικής. Στον Σολωμό οι γυναίκες συχνά εξαϋλώνονται, ώστε να μεταμορφώνονται σε οράματα και οπτασίες από κάποιο μακρινό υπερπέραν.
Η γυναίκα στην οποία απευθύνει τους ποιητικούς του λογισμούς θυμίζει ακόμη τις βοσκοπούλες και την μυθιστορία του Λόγγου «Δάφνις και Χλόη». Είναι σχεδόν πάντοτε  απρόσιτη είτε γιατί βρίσκεται σε μοναστήρι, είτε εμφανίζεται στο όνειρό του, είτε ακόμη είναι νεκρή: «Εις κόρην  η οποία αναθρέφετο μέσα εις μοναστήρι», «Ανθούλα», «Το όνειρο», «Ο θάνατος της ορφανής», «Η Αγνώριστη», «Ξανθούλα».
Η «Ξανθούλα» είναι το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός και το οποίο έδειξε στον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Είναι ένα ρυθμικό ποίημα που θυμίζει νανούρισμα. «Τὴν εἶδα τὴν Ξανθούλα, /τὴν εἶδα ψὲς ἀργά, /ποὺ μπῆκε στὴ βαρκούλα, /νὰ πάει στὴν ξενητιά.»
Το 1823 έγραψε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», που τυπώθηκε τον επόμενο χρόνο στo Μεσολόγγι. Η Ελευθερία προσωποιείται και περιγράφεται είτε ως μία γυναίκα που ζητάει από τα παιδιά της να σηκωθούν και να τιμήσουν τους προγόνους τους είτε θρηνεί για τον άδικο χαμό των παιδιών της όπως μία μάνα. Με τον ίδιο τρόπο είχε παρουσιαστεί η Ελευθερία από σπουδαίους ζωγράφους του ρομαντισμού όπως ο Ντελακρουά αλλά και στην ποίηση του λόρδου Μπάιρον, στον οποίο ο Σολωμός αφιέρωσε ένα συγκινητικό ποίημα.
Στα 1826 ο Σολωμός έγραψε τον «Λάμπρο» και τη «Φαρμακωμένη». Η κοπέλα στην οποία αναφέρεται στο ποίημα  «Φαρμακωμένη» είναι μία παρθένα που αυτοκτόνησε εξαιτίας των πικρόχολων σχολίων από το περιβάλλον της. Το ποίημα συνεχίζεται στο «Η Φαρμακωμένη στον Άδη» όπου τονίζεται επίσης η παρθενία της κοπέλας η οποία περιμένει τον αγαπημένο της να συναντηθούν στον άλλο κόσμο.   Η Μαρία στον «Λάμπρο» είναι μία γυναίκα που υφίσταται τις ψυχικές διακυμάνσεις ενός φαουστικού ήρωα και που καταλήγει στην τρέλα. Το ρομαντικό πάθος που βιώνεται τραγικά θυμίζει ακόμη βυρωνικό ποίημα. Ο Σολωμός είχε ασχοληθεί με μυστικιστικές θεωρίες όπως ο Μπάιρον αλλά και πολλοί ρομαντικοί ποιητές : «Μ᾿ ἕνα πικρὸ χαμόγελο στὸ στόμα/Ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει·/Τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,… Καὶ βλέπω ἀπ᾿ τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει αἷμα/Μαῦρο μαῦρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση»
Το μεγάλο, το επικό γεγονός από το οποίο εμπνεύστηκε ο Σολωμός ήταν η παρατεινόμενη τρομερή πολιορκία του Μεσολογγίου και η θαυμαστή πίστη και αντοχή των «ελευθέρων πολιορκημένων». Με εθνική συγκίνηση, και ψυχικό ρίγος παρακολουθούσε ο ποιητής την Εθνική εποποϊία, από την οποία προέκυψε η ποιητική του σύνθεση των «Ελευθέρων πολιορκημένων». Σε αυτό το ποίημα οι γυναίκες παρουσιάζονται ως ηρωίδες. Η γυναίκα είναι η μάνα των ηρώων που συμβάλλει στην εποποιία. «Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς σ᾿ τὸ λέω:/Θαυμάζω τὲς γυναῖκες μας καὶ στ᾿ ὄνομά τους μνέω.»
Στον «Κρητικό» ο ποιητής μιλάει για τον έρωτα πέρα από τον θάνατο και βλέπει μια «φεγγαροντυμένη» με «θεϊκή θωριά» παραπέμποντας σε μυστηριακές και μυστικιστικές ιδέες αλλά και στις νεοπλατωνικές ιδέες που συνδέθηκαν με τον ρομαντισμό: «κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη. /Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της, /στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της». H γυναίκα είναι πλάσμα θεϊκό και απόμακρο. Μία Αφροδίτη ή μία Παναγία.

Τέλος, η «Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι μία γυναίκα που μισεί τις άλλες γυναίκες. Ο Σολωμός την περιγράφει άσχημη, μικρόσωμη, με πεσμένο στήθος, με πρόσωπο σαν καλαπόδι δηλαδή μακρύ χωρίς αρμονία, δέρμα μαραμένο και δόντια άσχημα και τα μισά σάπια ενώ τα πάνω μεγάλα. Τα μάτια μαύρα με το ένα αλλήθωρο. Η ασχήμια της πλαισιωνόταν από μία λάμψη κακίας στο βλέμμα και στη φωνή που άλλαζε κατά τον πονηρό σκοπό της. Γυναίκα δαιμονική που καμωνόταν την όμορφη μα που την κρυφόκαιγε η κακία και πονηρία.
«Το λοιπόν, το κορμί της γυναικός, ήτανε μικρό και παρμένο.  Και το στήθος σκεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και αποκάτου εκρεμόντανε δυο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες […]»
Ωστόσο, ο Σολωμός  στην σκηνή της αντιπαράθεσης της «Γυναίκας της Ζάκυθος» με τις Μεσολογγίτισσες γράφει με ύφος χιουμοριστικό πως από το θυμό της ισιώνει το πρόσωπό της και γίνεται κανονική «Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγρύλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο, και το αλληθώρικό ‘σιαξε.»
Όλες οι άλλες γυναίκες ήταν πόρνες ενώ αυτή ήταν σωστή και καλόψυχη «Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες·»
Η γυναίκα είναι μισότρελη και χορεύει δαιμονισμένη. Η σκηνή με τον καθρέφτη θυμίζει τον «Φάουστ» του Γκαίτε αλλά ίσως εμπνέεται και από τον λόρδο Μπάϊρον και το δικό του ποίημα με τον Διάβολο. Η εποχή εμπνέεται από ιστορίες μυστικιστικές και από την άποψη πως το καλό και το κακό είναι όψεις του ίδιου ανθρώπου… Θλίψη και γνώση… Ο «Μάνφρεντ» είναι ο πιό Φαουστικός ήρωας του Μπάϊρον. Ο ποιητής είχε όντως επηρεαστεί από τον πρώτο Φάουστ του Γκαίτε και είναι άξιο προσοχής ότι και ο Γκαίτε αργότερα, θα είναι υπό την επήρεια του Βυρωνικού ήρωα, όταν θα γράφει τον δεύτερο Φάουστ.
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της γυναίκας στην ποίηση του Σολωμού θα αναφερθώ συνοπτικά στις  θηλυκές παρουσίες που καθόρισαν τη ζωή του ποιητή η Μούσα, η Γλώσσα και η Ελευθερία. Για τις τελευταίες έγραψε: «Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»

Νότα Χρυσίνα

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ (Γ ΜΕΡΟΣ)

«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ




Το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε στην αττική γλώσσα η οποία ήταν επηρεασμένη από τα ιδεολογικά γλωσσικά κινήματα του αρχαĩσμού και του αττικισμού. Οι οπαδοί του αττικισμού πίστευαν ότι η μίμηση της αττικής γλώσσας θα μπορούσε να παράγει κείμενα ανάλογου ύψους και πολιτισμό.
Έτσι, στράφηκαν στους αττικούς ρήτορες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. με προτίμηση στον Λυσία και στον Δημοσθένη και επιπλέον στον Πλάτωνα και στον Ξενοφώντα. Μιμούνταν τη γλώσσα, το ύφος, το λεξιλόγιο, τη γραμματική και τη σύνταξη. Ως αποτέλεσμα, ο γραπτός αττικίζων λόγος έχασε σχεδόν κάθε δυνατότητα επαφής με τη ζωντανή γλώσσα.[1]
Παράλληλα με την αττική γλώσσα καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο η κοινή γλώσσα, η οποία ήταν εξέλιξη της αττικής διαλέκτου. Αυτή επικράτησε στους ελληνιστικούς χρόνους (300-30 π. Χ.) και αποτέλεσε τη γλώσσα επικοινωνίας όλων των λαών από την Περσία έως το δυτικότερο άκρο της Μεσογείου. Ήταν η lingua franca της εποχής. Ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, ήταν κατανοητή από τον αναγνώστη και χρησιμοποιήθηκε από το ελληνίζον στοιχείο της δυτικής αυτοκρατορίας μετά το χωρισμό σε ανατολική και δυτική το 395.
Μέρος της βυζαντινής γραμματείας γράφτηκε στη δημώδη γλώσσα. Τα κείμενα αυτά ήταν κυρίως λογοτεχνικά.
Η αττική γλώσσα κυριάρχησε διότι η αριστοκρατία γύρω από τον αυτοκράτορα, κρατική και εκκλησιαστική επέμεινε σε αυτήν. Η κατάκτηση εκκλησιαστικών και κρατικών αξιωμάτων  προὓπέθετε τη καλή γνώση των ελληνικών. Η κλασική παιδεία ήταν μέσο κοινωνικής ανόδου.
Το Βυζάντιο από τον 9ο αιώνα διέθετε διανοουμένους που  θα μπορούσαν να εγκαινιάσουν τη σύγχρονη εποχή, αν αυτοί δεν κινούνταν ανάμεσα στον ανθρωπιστικό ορθολογισμό και το θρησκευτικό ανορθολογισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γεώργιου Ακροπολίτη ο οποίος το 1240 εξήγησε με άψογο τρόπο μια έκλειψη ηλίου και στη συνέχεια απέδωσε το φυσικό αυτό φαινόμενο ως προμήνυμα για το θάνατο μιας βυζαντινής πριγκίπισσας.[2]
Ο πλατωνισμός του Πλήθωνα καθώς και η δραστηριότητα των λογίων που ασχολούνταν με τους αρχαίους, κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν στη Δύση και συνετέλεσαν στη διδασκαλία της ελληνικής και την ενδυνάμωση του ουμανισμού της Αναγέννησης.
Η βυζαντινή γραμματεία καθίσταται ενίοτε -αν όχι τις περισσότερες φορές- ιδεολογικό όπλο των λογίων για τον καθορισμό κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών παραμέτρων και το διαβατήριό τους για την κοινωνική άνοδο και την ανάληψη υψηλών αξιωμάτων στη δημόσια διοίκηση.
Όσον αφορά στη διαχρονική σχέση θρησκείας και κοσμικής εξουσίας, αναδεικνύεται ιδιαίτερα μέσω του αυστηρού πρωτόκολου της πατριαρχικής επιστολογραφίας, το οποίο διατηρήθηκε και πολύ πέραν της βυζαντινής περιόδου, μέσω της θρησκευτικής εξουσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Σημαντική  υπήρξε η πολιτιστική συνεισφορά. Εδώ ανήκουν οι μεγάλες καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες, τα έργα των ιστοριογράφων και οι επιστημονικές σπουδές. Ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά επιτεύγματα του Βυζαντίου αφορά στον χώρο της νομικής επιστήμης: είναι η κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομοθεσίας, που οφείλεται σε διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύθηκε το 533 με ισχύ νόμου για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Χάρη σ' αυτήν την κωδικοποίηση και την κατοπινή πρόσληψή της από τους Δυτικούς η επίδραση του ρωμαϊκού Δικαίου φθάνει ως τις μέρες μας. Το νομικό έργο του Ιουστινιανού (οι «Εισηγήσεις», οι «Πανδέκτες», ο «Κώδικας και οι «Νεαρές») αποτέλεσαν το «Corpus Juris Civilis», τον Κώδικα Αστικού Δικαίου. Σκοπός του Ιουστινιανού ήταν να προσδώσει στο παραδεδομένο Ρωμαϊκό Δίκαιο ενιαία μορφή, που να διευκολύνει την χρήση του.[3]
Η ρητορική είχε μεγάλη σημασία στο Βυζάντιο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διόριζε το διδάσκαλο της ρητορικής που όφειλε να πλέκει το εγκώμιο του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, σε τακτή μέρα του χρόνου.[4]

Σε αρκετούς εγκωμιαστικούς λόγους συναντιέται παραχάραξη της ιστορίας. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει εκείνος του Γεώργιου Τορνικιώτη προς τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ τον Κομνηνό, έναν μάλλον ανίκανο διοικητικά αυτοκράτορα, τον οποίο ο εγκωμιαστής του προσομοιάζει προς τον βασιλέα-ήλιο της μιθραϊκής παράδοσης ή τον ιδανικό βασιλιά που αναζητούσε ο Πλάτωνας. [5]
Τέλος, καθοριστικός ήταν ο ρόλος των μοναστηριών, με πλουσιότατες βιβλιοθήκες, τα οποία ήταν χώροι εκπαίδευσης και κυρίως αντιγραφής έργων αρχαίων και ορθόδοξων και συνετέλεσαν στη σπουδή, διάδοση και διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.





[1]               Ό.π. , σελ. 332.
[2]               Ό.π., σελ. 350.
[3]               http://www.myriobiblos.gr
[4]               'Ο.π. Σελ. 350.
[5]               http://www.archive.gr

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ «ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» (Β ΜΕΡΟΣ)

«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ






Tρία ήταν τα βασικά και συνδετικά στοιχεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας: ο χριστιανισμός, η κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής σκέψης και η ρωμαϊκή παράδοση στη διοικητική οργάνωση του κράτους.[1]
    Από την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης 330 μ.Χ, το τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα του βυζαντινού κράτους συμπεριλάμβανε τη μελέτη των αρχαίων κειμένων. Τα πράγματα άλλαξαν τον 6ο αιώνα, όταν ο Ιουστινιανός, το 529, με νόμο απαγόρευσε στους «εθνικούς» να διδάσκουν και έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών. Πολλοί γραμματικοί, σοφιστές, νομικοί και γιατροί καταδικάστηκαν σε μαστιγώσεις και φυλακίσεις και ένας αριθμός «εθνικών» βιβλίων ρίχτηκε στην πυρά. Όλα αυτά, εξαιτίας και της παρακμής των πόλεων την ίδια εποχή, έπληξαν την εκπαίδευση. Η διδασκαλία της «θύραθεν παιδείας» έγινε υπόθεση ιδιωτική.
Οι χριστιανοί χαρακτήριζαν τον κόσμο των αρχαίων συγγραφέων: ειδωλολατρικό. Ανησυχούσαν μήπως οι νέοι παρασυρθούν από τη γοητεία του λόγου των αρχαίων, από τις ηθικές αντιλήψεις τους και από τον ελεύθερο στοχασμό τους, και απομακρυνθούν από το χριστιανισμό. Ο Μέγας Βασίλειος, από τον 4ο αιώνα,  απευθυνόμενος Πρός  τούς νέους όπως άν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, τους συνιστούσε να αποφεύγουν ιδέες που δε συμβιβάζονται με το χριστιανισμό. Θεωρούσε τα αρχαία κείμενα προπαιδευτικά για την πληρέστερη κατανόηση της Γραφής.[2]Η ανάγνωση των αρχαίων, έκτοτε,  γινόταν για τον πλουτισμό του λεξιλογίου, την εμπέδωση της γραμματικής και του συντακτικού, την εκμάθηση της τέχνης του ρητορικού λόγου και την επισήμανση παραδειγμάτων για να τον διανθίσουν. Η δυνατότητα αναφορών στους αρχαίους προσέδιδε ευγένεια στο λόγο και αναγνώριση στο ρήτορα.
Τον 8ο αιώνα εμφανίζεται η Γραμματική του Γεωργίου Χοιροβοσκού, που έχει ως βάση το Ψαλτήρι. Ωστόσο, η Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός δεν εγκαταλείφθηκε. Στο τέλος του 8ου αιώνα μια ομάδα κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη που είχε αποκτήσει ρητορική και φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας ιδιαίτερα μαθήματα γραμματικών, συνετέλεσε στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις φιλολογικές σπουδές. Η άνθηση των σπουδών, τον 9ο αιώνα, συσχετίζεται με την εδραίωση της ορθοδοξίας , το θρίαμβο της εικονομαχίας 843 και τη χρήση της μικρογράμματης γραφής. Τα πλεονεκτήματά της μικρογράμματης γραφής ήταν: η μείωση του κόστους των βιβλίων και η ευχερέστερη ανάγνωση των χειρογράφων. Με τη διάδοση του βιβλίου επιταχύνθηκε η πολιτισμική ιστορία του Βυζαντίου.[3]
Η μετάβαση από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή αρχικά συνδέεται με τις ανάγκες της εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Αυτούς τους σκοπούς εξυπηρέτησαν τα εργαστήρια αντιγραφής. Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου, περί το 800, στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένα από αυτά τα εργαστήρια. Τα βιβλία που αντιγράφονταν εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις πνευματικές ανάγκες των ίδιων των μοναχών. Η αριστοτελική λογική στήριζε τη συλλογιστική ικανότητα προς απόδειξη ή ανασκευή θέσεων και προτάσεων.
Στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε τον 9ο αιώνα ο Λέων ο Φιλόσοφος, στον οποίο ανατέθηκε να διευθύνει τη φιλόσοφο σχολή της Μαγναύρας που ίδρυσε ο καίσαρ Βάρδας. Στη σχολή δίδασκε φιλοσοφία ο ίδιος ο Λέοντας . Το πρώτο σωζόμενο χειρόγραφο του Πλάτωνα οφείλεται στον Λέοντα και στον συνεργάτη του στη σχολή της Μαγναύρας οφείλεται η αντιγραφή του Ομήρου σε μικρογράμματη γραφή. Μέσα από αυτές τις προσπάθειες αναβιώνουν οι φιλολογικές σπουδές, τις οποίες αν και δεν αποδέχονται πλήρως πολλοί μοναχοί και πολύς εφημεριακός κλήρος, αναγνωρίζουν, ωστόσο, τον προπαιδευτικό χαρακτήρα τους. Τα κρατικά και εκκλησιαστικά αξιώματα τα κατείχαν λόγιοι «κλασικής» παιδείας, επομένως τα καλά ελληνικά αποτελούσαν στοιχείο κοινωνικής διάκρισης και μέσο κοινωνικής ανόδου.[4]  
Σπουδαία προσωπικότητα του 9ου αιώνα υπήρξε ο πατριάρχης Φώτιος. Η αρχαιοελληνική του παιδεία τού επέτρεψε να ξεχωρίσει χωρίς να απαρνιέται την ορθόδοξη θεολογική του παιδεία. Πρίν γίνει πατριάρχης διετέλεσε προīστάμενος της αυτοκρατορικής Γραμματείας. Έργα του το Λέξεων Συναγωγή(Λεξικό), Μυριόβιβλος, Αμφιλόχια. Συνετέλεσε στην οργάνωση της εκκλησίας στη Μοραβία (Κύριλλος και Μεθόδιος) και την επικράτηση του ορθόδοξου δόγματος στη Βουλγαρία.
Ο Αρέθας ως διάκονος στην Κωνσταντινούπολη δημιούργησε εργαστήριο αντιγραφής έργων. Τα περισσότερα έργα,  που σχολίασε ο ίδιος, ανήκουν στη «θύραθεν παιδεία». Η αγάπη του για τους αρχαίους δεν αποτελεί αμφισβήτηση της ορθόδοξης πίστης. Επίσης, τον 9ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς επιμελήθηκε την Παλατινή Ανθολογία.
Η κορύφωση του ενδιαφέροντος για τα παλαιά κείμενα, το 10ο αιώνα, συνδέεται με το λόγιο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ Πορφυρογέννητο. Το κύριο μέλημά του ήταν η δεύτερη και τρίτη βαθμίδα εκπαίδευσης προς ανάδειξη στελεχών και η συγκέντρωση χειρογράφων για τη συγγραφή έργων. Έργα του είναι: Βίος Βασιλείου Α, Περί βασιλείου τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Περί θεμάτων και Excerpta.
Η γενικότερη τάση ήταν μη αμφισβήτηση, έλλειψη κριτικής στάσης και δεν υπήρχαν νέες μεθολογικές προσεγγίσεις.[5]
Η ανάκαμψη της οικονομίας τον 11ο αιώνα είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη των πόλεων και την άνθηση της παιδείας. Στην Κωνσταντινούπολη ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος δίδασκαν, σε ιδιωτική σχολή, φιλοσοφία, ρητορική και δίκαιο. Με απόφαση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ η σχολή χωρίστηκε σε δύο και ο πρώτος διορίστηκε ύπατος των φιλοσόφων ενώ ο δεύτερος νομοφύλαξ. Ωστόσο, και οι δύο αναγκάστηκαν να γίνουν μοναχοί για να αποφύγουν τις επιθέσεις επειδή τους ενδιέφερε η «θύραθεν» παιδεία. Ο Ξιφιλίνος αναδείχτηκε πατριάρχης. Ο Ψελλός απομακρύνθηκε από τη θέση του επειδή οι προσεγγίσεις του των θεολογικών ζητημάτων με φιλοσοφικό τρόπο δεν γίνονταν ανεκτές. Ο διάδοχός του στο αξίωμα Ιωάννης Ιταλός τιμωρήθηκε για τον ίδιο λόγο με αφορισμό.
Ο Αλέξιος Α Κομνηνός εγκαινίασε άλλη πολιτική. Κατάργησε το αξίωμα του ύπατου των φιλοσόφων και ενίσχυσε με προνόμια κέντρα της ορθοδοξίας όπως τα μοναστήρια του Αγίου Όρους ή του Αγίου Ιωάννη στην Πάτμο. Με απόφαση του Αλεξίου η εκπαίδευση περιήλθε στον έλεγχο και την προστασία του πατριαρχείου. Τα μαθήματα που είχαν κεντρική θέση ήταν: το Ευαγγέλιο, ο Απόστολος και το Ψαλτήρι. Ο Μιχαήλ Ιταλικός δίδασκε αυτά αλλά και τα άλλα μαθήματα τα οποία δεν καταργήθηκαν. Πατριαρχικοί διδάσκαλοι χρημάτισαν και αρκετοί λόγιοι όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο οποίος έγραψε σχόλια για τον Όμηρο.
Οι αυτοκράτορες, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τις φιλολογικές σπουδές και επιστήμες. Διακρίθηκαν ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Μανουήλ Πλανούδης, Μανουήλ Μοσχόπουλος, Θωμάς Μάγιστρος, Δημήτριος Τρικλίνιος. Ο τελευταίος υπήρξε μελετητής των αρχαίων τραγικών. Τέλος, Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο πλατωνιστής φιλόσοφος διέπρεψε την εποχή των Παλαιολόγων. Πρότεινε την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος και την ανασύσταση του Βυζαντίου[6]




[1]               http://el.wikipedia.org
[2]               Ό.π., σελ. 340.
[3]               Ό.π. , σελ. 343.

[4]               Ο.π., σελ. 345.
[5]               Ό.π., σελ. 348.
[6]               Ό.π. , σελ. 350.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ (Α ΜΕΡΟΣ)

 της Νότας Χρυσίνα





«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ


Η επίσημη γλώσσα της πρωτεύουσας της Ρωμαïκής αυτοκρατορίας, όταν ο Κωνσταντίνος Α μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη 330  μ.Χ.,  ήταν η λατινική. Με την οριστική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, οι Έλληνες ισχυροί παράγοντες του κρατικού μηχανισμού, της πολιτικής και της διανόησης πέτυχαν την αναγνώριση της ελληνικής ως ισότιμης με τη λατινική στην απονομή της δικαιοσύνης και στην εκπαίδευση της τρίτης βαθμίδας. Στην Ανατολή τα περισσότερα κείμενα του χριστιανισμού, η Καινή Διαθήκη, έργα των πατέρων της Εκκλησίας, τα πρακτικά και οι αποφάσεις των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, η υμνογραφία γράφτηκαν στην ελληνική κοινή, η οποία ήταν εξέλιξη κυρίως της αττικής διαλέκτου.[1]
Η πλήρης επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ήρθε τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στη Δύση η χρήση της ελληνικής γλώσσας γίνεται μόνο από ελληνικό πληθυσμό στη Σικελία τον 6ο αιώνα μ.Χ. και η μελέτη του Αριστοτέλη γίνεται μόνο από μεταφράσεις. Οι Κατηγορίες του Αριστοτέλη αποτέλεσαν ως τον 13ο αιώνα μ.Χ. τις βάσεις της δυτικής μεσαιωνικής λογικής. Η διάσταση Ανατολής- Δύσης δεν υπήρξε μόνο πολιτική ή θρησκευτική αλλά και πολιτισμική.[2]
Η εκπαίδευση στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, είναι συνέχεια της ελληνιστικής. Παρεχόταν σε τρεις βαθμίδες: Οι σπουδές στην πρώτη βαθμίδα διαρκούσαν τρία χρόνια. Σε αυτήν, ο γραμματιστής δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ωδική, ιστορία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και μυθολογία. Τα μαθήματα παρακολουθούσαν αγόρια από το έκτο έτος της ηλικίας τους και οι μαθητές προέρχονταν ακόμη και από τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Η μάθηση στηριζόταν στην αποστήθιση, στις επαναλήψεις και στην επιβολή ποινών.
Η φοίτηση, στη δεύτερη βαθμίδα, διαρκούσε τρία χρόνια αλλά ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί δραστικά. Ο γραμματικός, επί αμοιβή, δίδασκε πρωτίστως γραμματική, την Τέχνη Γραμματικής του Διονυσίου Θρακός ( 2ος αι. π. Χ.). Επίσης, ο γραμματικός δίδασκε από ανθολόγια κειμένων Όμηρο και άλλους «κλασικούς». Ο μαθητής όφειλε να αναπτύσσει ένα μύθο, να αφηγείται ένα περιστατικό, να πραγματεύεται ένα ρητό ή γνωμικό.
Επιπλέον, διδάσκονταν και τέσσερα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, τα οποία ήταν γνωστά ως τετρακτύς: αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική θεωρία.
Στη τρίτη βαθμίδα δίδασκε ρήτορας ή σοφιστής με τους βοηθούς του. Οι μαθητές προέρχονταν από τις ισχυρότερες κοινωνικά ομάδες. Οι σπουδές γίνονταν έναντι διδάκτρων και σε κάποιες περιπτώσεις αντί μισθού αλλά και στη δεύτερη περίπτωση οι σπουδαστές κατέβαλλαν επιπλέον δίδακτρα και δώρα. Όφειλαν να μεταβούν στην πόλη την οποία δίδασκε ο ρήτορας ή ο σοφιστής. Σ'αυτή τη βαθμίδα η διδασκαλία της ρητορικής κατείχε περίοπτη θέση. Πέρα από τη ρητορική εξειδικευμένες γνώσεις προσφέρονταν σε συγκεκριμένες πόλεις: φιλοσοφίας, που τότε περιελάμβανε μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, νομικής, που προὒπέθετε και σπουδή λατινικής, στη Βηρυτό, ιατρική στην Αλεξάνδρεια και στην Πέργαμο. [3]
Στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναδείχτηκε σε πνευματικό κέντρο, εγκαταστάθηκαν πολλοί λόγιοι, ιδρύθηκε μεγάλη βιβλιοθήκη δεκάδων χιλάδων βιβλίων και αναδείχτηκε σε μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής έργων των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών. Την εποχή αυτή πραγματοποιείται το πέρασμα από τα ειλητάρια, χειρόγραφα σε μακριές λωρίδες περγαμηνών τυλιγμένες σε σχήμα κυλίνδρου, στα χειρόγραφα σε σχήμα βιβλίου, τους κώδικες. Επίσης, ιδρύθηκε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, το Πανδιδακτήριο. Το 425, δίδασκαν ρωμαïκή ρητορική τρεις ρήτορες και δέκα γραμματικοί, ελληνική ρητορική πέντε σοφιστές και δέκα γραμματικοί, ένας καθηγητής της φιλοσοφίας και δύο του δικαίου.
Οι διδάσκαλοι της σοφιστικής και της φιλοσοφίας ως τον 6ο αιώνα δεν είχαν αποδεχτεί τη νέα θρησκεία χωρίς αυτό να τους δημιουργεί πρόβλημα. Η σπουδή των αρχαίων ήταν απαραίτητη για τους νέους που ήθελαν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στο χριστιανισμό. Με τη μελέτη των αρχαίων αποκτούσαν συλλογιστική ικανότητα να διατυπώνουν το δόγμα και να αποκρούουν τα επιχειρήματα των εθνικών αλλά και των χριστιανών που πρόβαλλαν διαφορετικές δοξασίες. Μερικοί από τους μαθητές διακεκριμένων σοφιστών του 4ου αιώνα αναδείχτηκαν μεγάλοι πατέρες της ορθοδοξίας.[4]





[1]               Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Β, Εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000, σελ. 331.
[2]               Στο ίδιο, σελ.332.
[3]               Ό.π., σελ. 338.
[4]               Ό.π., σελ. 339-340.