Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

«Τα τρία νεράντζια». Αντικληρική σάτιρα των Φώτων, του 1787



Στο χωρίο Γαιτάνι
εβουλήθηκε να κάνη
ο παπά- Γκλαβά Ματθαίος
ωσάν άνθρωπος σπουδαίος
ένα πράμα ο στολισμένος
ως εστάθη ορμηνεμένος
από κάποιες τεχνεμένες
γυναικούλες διαβασμένες
στες διάφορες γιατρείες
και εις τες μαντολογίες
λέγοντάς του : «Του Φωτώνε,
τη γιορτή των Χριστιανώνε
δέσποτα, λάβ’ ένα κόπο,
μα πνευματικώ τω τρόπω,
ήγουν όταν θα βαπτίσης
τον Σταυρόν, να μας βουτήσης
παρευθύς νεράντζια τρία
να έχωμέ τα για γιατρεία
εις σε θέρμες κι αρρωστίες
και εις σε κεφαλαλγίες.
Κι όσοι λάχουν μαγεμένοι
κι απ’ αγάπη σκοτισμένοι
και τες νύχτες παρατρέχουν
και ανάπαυσιν δεν έχουν
απ’ αυτά αν ποτισθώσι
έχουν να ωφεληθώσι.
Κι όσους άνδρας αποδέσουν
ή και να τους γοητεύσουν
εις τα σκέλη αν αχνιστούνε
απ’ αυτά θε να λυθούνε.
Κι όσοι είναι λοχεμένοι
κι από ξωτικά βλαμμένοι
κι απ’ αβάσκαμα και μάτι
παραδέρνουν στο κρεββάτι
ενεργούν αυτά και κάνουν
όλα τα κακά να γιάνουν.
Κι όσοι νέοι αχαμνίσουν
με το να παραπηδήσουν
ή πονέσουν τα νεφρά τους
ή πρηστούνε τα λιμπά τους
έτσι πιουν απ’ το ζουμί τους
ευθύς σγίγγει το κορμί τους.
Κι ακόμη όσοι άλλοι
έχουσι λύσσα μεγάλη
τον κλανιά τους για να στένουν
πούτσα μέσα να λαβαίνουν
απ’ αυτά ζωμόν να βγάνουν
αγκληστήρι να τους κάνουν
σβένεται η πεθυμία
και του κώλου η βουρλισία.
Έτσι κι όσοι επιθυμούσι
μ’  άλλους νέους π’ αγαπούσι
σ΄ένα στρώμα να κοιμούνται
εις το να κωλοκτυπιούνται
τούτο και αυτοί να πράζουν
βέβαια καταδαμάζουν
τη λαχτάρα της καρδιάς τους
και τη λύσα του κλανιά τους.
Μα και αν απ’ τους Φλαραίους
ή και από τους Ρωμαίους
τσι παπάδες τσι βαρβάτους
τσι θερμούς και κοτσανάτους
π’  όποιο χύστο και αν ευρούσι
πάντα μέσα του κτυπούσι,
αν απ’ το ξυνάδι στύψουν
και την πούτσα σους αλείψουν
ο θυμός τους ημερώνει
και το σύνεργον ζαρώνει.
Και οι κρυφογκαστρωμένες
και ξεκορασιδωμένες
αν  μ΄ευλάβειαν τα βράζουν
και τα πίνουσι, σκεπάζουν
όσα κρυφογεννημένα
έχουσι απερασμένα.
Κι όποια του ανδρός της φύγει
απ’  τη γνώση της ολίγη
κι ύστερα μετανοήσει
και στον άνδρα της θελήσει
να ξαναγυρίση πάλι
μ’ όρκον σύνεσιν να βάλη
μόνο να τα μυρισθώσι
και οι δυό θ’ αγαπηθώσι.
Και όσες θε να κερατώσουν
τσ’ άντρες τους για να τυφλώσουν
εις το να μη απεικάσουν
όσους καύκους και αν εμβάσουν
απ’ τα φύλλα στάχτη κάνουν
και εις το φαγητόν τη βάνουν
και απ’ εκείνο τους ταίζουν
κι έστι τους αποκοιμίζουν
και δεν βλέπουν τι παθαίνουν
ουδέ το καταλαίβαίνουν,
γιατί όλοι οι ξεχασμένοι
είναι πάντα σκοτισμένοι.
Και οι ρουφιάνες κι οι ρουφιάνοι
κι όποιος μεσιτείες κάνει
εις το να κρυφομαντεύη
κορασιές να ρουφιανεύη
αυτά τόσον ενεργούσι
που αν επιχειρισθούσι
απ΄τες φλούδες να ζυμώσουν
με το μέλι και να δώσουν
εκεινής οπού θελήσουν
εις το να την ξεπορτίσουν
έτσι μόνον είχε φθάσει
απ΄αυτά να δοκιμάση
παρεθύς γνώμη λαβαίνει
με τον καύκον και πηγαίνει.
Και όποια δεν κάνει παιδία
καίγει ολίγο από τα τρία
και αφού τα κάμη σκόνη
τα συχνοανακατώνει
με τσ’ αμυδγαλιάς το λάδι
και αλαφρά, αυγή και βράδυ
με το λιανοδάχτυλό της
μέσα βάνει στ’ απαυτό της
τότε όποιος της τη χώσει
παρευθύς θα την γκαστρώση.
Κι όποια έχει επιθυμία
για τα σερνικά παιδία
και μαραίνεται η καημένη
κι είναι πάντα πικραμένη
δέκα σπόρους αν εβγάλη
απ’ εκείνα και τους βάλει
μέσα σ’ ένα φλυτζανάκι
μα να ρίξει και νεράκι
από το ξαστερισμένο
του Μαγιού το γητεμένο
και τους σπόρους τούτους φάει
σερνικό παιδί γεννάει.
Και οι λεχώνες που στενάζουν
με το να μην κατεβάζουν
γάλα από τα βυζιά τους
για να τρέφουν τα παιδιά τους
ένα απ’ εκείνα σχίζουν
έπειτα το ξεζουμίζουν
και βουτούν ένα πανάκι
εις αυτό το ξυναδάκι
και με  εκείνο τα βυζιά τους
κατά την επιθυμιά τους
με αυτό να συχνοβρέχουν
κάνει ευθύς γάλα να τρέχουν.
Και αν από μυρωδία
είχε σκοτωθεί καμμία
και το αίμα τη τζακίσει
από μέσ’ από τη φύση
να σταθή ξετεντωμένη
και καταφασκελωμένη
και να κάψη φυλλαράκια
από τ’  άγια νερατζάκια
κι η μαμή να την αχνίζει
με δαυτά και να σφουγγίζει
ομορφούλια  αγάλι-αγάλι
και με προσοχή μεγάλη
τ’ απαυτό και τα μηριά της
κατά την επιστασία της
τότ’ ευθύς το αίμα παύει
κι η λεχών’ υγειά θα λάβη.
Και αν καμιά εις μοναστήρι
καλογριά ήθελε γύρει
να ξεπέση και να σφάλη
από μια μεριά κι απ’ άλλη
και κατόπι να θελήση
το κακό να παρατήση
αν ολίγο απ’ αυτό πάρη
και το κάμη φυλακτάρι
και το δέση στα μηριά της
συχωριέται η αμαρτιά της.
Κι όσες είναι αμπηριασμένες
απ’ τους φίλους, οι καημένες,
και τα στήθη τους κτυπούσι
και θρηνομοιρολογούσι
λίγη φλούδα να μασήσουν
στη στιγμή θα ξαστοχήσουν
όλα τα λυσσοπαιγνίδια,
μα και τα κωλοκτυπίδια.
Και οι χήρες που ζητούσι
μ’  άντρα να ματασμιχθούσι
να κρυφοπαιγνιδιαρίσουν
καθώς είχαν συνηθίσουν
ένα από τα τρία παίρνουν
και απ’ τη φλούδα το ξεγδέρνουν
και το βράζουνε λιγάκι
κι απ’ εκείνο το ζουμάκι
πίνουνε και τσ’ αμπηριάζει
το κακό που τες πειράζει.
Έτσι κι οι κορασιδούλες
κοπελιές ή τρυφερούλες
όποια ώρα τις πυρώσει
έρωτας και αν τες δώση
στην καρδιά λιποθυμίαν
και στην σάρκα βουρλισίαν,
τούτ’ αν μεταχερισθώσι
και αυτές θα ωφεληθώσι
και εις ολιγολογίες
σ’ όλα κάνουν ενεργείες.
Μα να ξέρης ευλοημένε,
Δέσποτά μου ξακουσμένε,
π΄απ’ τη θύρα που προβαίνεις
πρέπει αυτά να τα βασταίνης
σκαλωστά στα ιερά σου
και ας κρέμονται μπροστά σου,
ειδεμή δεν πετυχαίνει
ιατρειά καμιά να γένη
απ’ αυτά καθώς κελεύει
το βιβλίον κι ερμηνεύει».
Κι έτσι πάραυτα ο καημένος
σαν παπάς γραμματισμένος
εκατάλαβε τη χρεία
που είχαν και επιθυμία
κι είπε τους: «το ζήτημά σας
θέλει γίνει τσ’ αρεσκειάς σας».
Και εφέτο στους χιλίους
χρόνους και επτακοσίους
ογδοήκοντα επτά
εγινήκαν όλα αυτά.
Κι όταν είπε λειτουργία
ο παπάς στην εκκλησία
εις την ζώνην του κρεμάει
τρία νεράντζια και κινάει
απ’ τη μεσινή τη θύρα
με σταυρό και μ΄αγιαστήρα
και τον κογιονάρουν όλες
οι γυναίκες οι μαριόλες
όσες έδεκεί ευρεθήκαν
όπου ελειτουργηθήκαν
και το κρυφομελετούσαν
μια την άλλη και γελούσαν.
Γιατί απόδειχναν τα τρία
τα δύο αυγά με τη μακρία.
Οι γερόντισσες εκλαίγαν
και των κοπελιών ελέγαν
«Κακομοίρες τι κοιτάτε
τον παπά μας και γελάτε;
Εσείς άξιες δεν είστε
τα βρακιά του να του λύστε.
Μα να ξέρετε καημένες,
κοπελιές ξετροδισμένες,
όπου είναι ο βλοημένος
σε γιατρειά και προκομμένος
που αν καμμιά είχ’ αρρρωστήσει
ή η αγάπη τη βουρλίσει
τρέχ’ ευθύς και την ποτίζει
και τη λύσσα της ξορκίζει
και επιθυμά να βάλη
μ’ επιμέλεια μεγάλη
με συνήβασες και πάτα
πάσα μια σε καλή στράτα».
Αλλ’ αυτές γελοκοπώντας
και λυσσοκαυλομαχώντας
του εβγάλαν τες φωνές
τρεις και τέσσερες φορές:
«Εχεις τρία κούνησέ τα
σαν αυγά φιρίρησέ τα
τρία έχεις κούνησέ τα
κλούβια είναι κι έσπασέ τα».



Μαθητής του Νικόλαου Δοξαρά, ζωγράφισε το πρώτο του μεγάλο θρησκευτικό έργο, τη «Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου», σε ηλικία 25 ετών, πιθανόν μετά το πρώτο του ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, μαθήτευσε πλάι στον Giovanni Battista Tiepolo, ο οποίος και τον μύησε στη δυτική τεχνοτροπία. Ολοκλήρωσε έτσι, την απομάκρυνση από το βυζαντινό ιδίωμα, όπου το χρυσό, υπερβατικό και άχρονο βάθος δίνει τη θέση του στο chiaroscuro και την προοπτική. «Αγέρωχος και υπέρφρων, μεγαλοπρεπής το ύφος και την πλούσιαν περιβολήν, διήρχετο ο ηγεμών των ελευθερίων σατιριστών τας οδούς, περιφέρων δεξιά και αριστερά ερευνητικά βλέμματα, εξακοντίζων ετοίμως σκώμματα και βέλη». Ορισμένοι από τους μελετητές του βίου του, γράφουν ότι από τη Βενετία επέστρεψε με το περιβόητο για το σκανδαλιστικό του περιεχόμενο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, ίσως το πιο ταιριαστό ανάγνωσμα για μια προσωπικότητα τόσο θορυβώδη και ιδιόρρυθμη. Υπήρξε μάλιστα τόσο οξύς και εριστικός απέναντι στους συμπατριώτες του, αλλά και τόσο άστατος συναισθηματικά με τις συμπατριώτισσές του, που κάποια στιγμή υπέστη «φρεζάρισμα», του επιτέθηκαν δηλαδή με φιαλίδιο που έσπασαν στο πρόσωπό του και περιείχε κοφτερά γυαλιά και μπαρούτι.

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/style/nikolaos-koutouzis-1741-1813/ ]
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ (Φωτό: Αυτοπροσωπογραφία του Ν. Κουτούζη)
[Από το βιβλίο: ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ, «Βωμολοχικές σάτιρες ιερέων» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ]
νεράντζι= πορτοκάλι, Γαητάνι= χωριό της Ζακύνθου, αποδένω= κάνω με μάγια κάποιον ανίκανο για συνουσία, αχνίζω=εκθέτω στους ατμούς κάτι που βράζει, λύνομαι= διώχνω τα μάγια, λοχεμένος=επηρρεασμένος από μάγια, αχαμνίζω=χάνω τις δυνάμεις μου, λιμπά=όρχεις, κλανιάς=πρωκτός, αγκληστήρι=κλίσμα, φλάρης=καθολικός ιερέας, ξεκορασιδωμένη=διακορευμένη, καύκος=εραστής, ξαστεριασμένο=κάτι που έχει διαβαστεί με ειδικά λόγια από μάγισσα κάτω από τα αστέρια, γητεμένο=μαγεμένο, αμπηριασμένη=παρατημένη, κογιονάρω=κοροιδεύω, μαριόλα= εκμαυλίστρια, ξετροδισμένη=πονηρή,
περπατημένη, συνήβασες=συμβάσεις, πάτα=συμφωνητικά, φιρίρω=τσουγκρίζω.
Ο Νικόλαος Κουτούζης (Ζάκυνθος, 1741 – Ζάκυνθος, 1813) ήταν έλληνας ζωγράφος της Επτανησιακής Σχολής. Ο Νικόλαος Κουτούζης υπήρξε ιδιόρρυθμη και σύνθετη προσωπικότητα: από ζωγράφος και σατιρικός στιχουργός έως ιερέας. Σε ηλικία 16 ετών ανέλαβε να δημιουργήσει δύο εικόνες για την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Κόλλα. Το 1766 ζωγράφισε την Λιτανεία στον γυναικωνίτη του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου. Κατά πάσα πιθανότητα, πριν του ανατεθεί αυτό το έργο, είχε πραγματοποίησει σπουδές ζωγραφικής στην Βενετία.
Το 1770 αναμείχθηκε σε φιλονικία, λέγεται από απατηθείσα ερωμένη, και «εφρεζαρίστηκε» στο πρόσωπο. Το φρεζάρισμα ήταν τρόπος επίθεσης της εποχής, κυρίως για λόγους εκδίκησης. Σε μια φιάλη με λεπτά γυαλί έβαζαν μπαρούτι και την έσπαγαν μπροστά στο πρόσωπο του θύματος. Τα γυαλάκια έκαναν γρατζουνιές μέσα στις οποίες εγκαθίστατο μονίμως η μαύρη μπαρούτη. Για να καλύψει τις ουλές που του άφησε η πληγή, άφησε γένια και χειροτονήθηκε ιερέας. Έγινε εφημέριος σε διάφορες εκκλησίες της Ζακύνθου, αλλά εχθροί του τον κατηγόρησαν για «ανάρμοστη συμπεριφορά και παραβίαση της ορθόδοξης τελετουργίας». Εξαιτίας αυτής της κατηγορίας, δικάστηκε και παύθηκε από ιερέας το 1810. Την 1η Φεβρουαρίου 1813, το άτομο που τον κατηγόρησε παραδέχθηκε την συκοφαντία του και έτσι έγινε ανάκληση του Κουτούζη στην ιεροσύνη. Ο ηλικιωμένος Κουτούζης πάντως αρνήθηκε να επιστρέψει στα καθήκοντά του και πέθανε μερικούς μήνες αργότερα.
Ως ζωγράφος, ο Κουτούζης διακρίθηκε όχι μόνον για τις δυτικότροπες αγιογραφίες του, αλλά και για την εισαγωγή της κοσμικής προσωπογραφίας στον ελλαδικό χώρο. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και στο Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "Cassirer και Χώρος"


               


(Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από μια πολύ ευρύτερη μελέτη που διερευνά και πραγματεύεται την προβληματική σχετικά με το Είναι του χώρου, θέτοντας ως βασικό της ερώτημα το αν το Είναι του Χώρου είναι η Τέχνη, βλ. https://www.academia.edu/4346067/ΣΤΑΘΗ_ΚΟΜΝΗΝΟΥ_ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ_ΤΗΣ_ΤΕΧΝΗΣ_)
Αρχικά, είναι θεμελιωδέστατη η ερώτηση για το ποιό είδος Είναι είναι εκείνο που αρμόζει στην έννοια του Χώρου[1]. Την  ερώτηση αυτή του Cassirer τη θεωρώ υψίστης χρησιμότητας για την κατανόηση της παρούσας προβληματικής μας περί το Είναι του χώρου. Ακολούθως, στη διερεύνηση του γνωσιακού προβλήματος εισάγεται στο κείμενο του Cassirer η έννοια Formwelt (κόσμος μορφών), που αφορά άμεσα στην αισθητική θεώρηση τού περί Χώρου ερωτήματος, ως κρίνουμε. Μάλιστα, επιστρατεύοντας τον Hildebrand[2] φαίνεται να προκύπτει για τον Cassirer, πως το πρόβλημα της μορφής (θεμελιώδης πλατωνική κατηγορία εξάλλου) σχετίζεται και αποσαφηνίζεται μόνο με την εισαγωγή της έννοιας του Χώρου και επιπλέον πως το φαίνεσθαι είναι χωρικό, καθόσον εκφράζεται ως εικόνα χωρικής αντίληψης. Είναι, θαρρώ, προφανές και εύκολα αντιληπτό πως οι όροι εκφράζεσθαι  και εικονίζειν  είναι σημαντικότατοι στην παρούσα διερεύνησή μας. Η έννοια Darstellung (παρουσίαση, παράσταση) που χρησιμοποιεί και προβάλλει ως καθοριστική χωρικώς, είναι μια έννοια που αφορά άμεσα στην αισθητική θεωρία. Μάλιστα είναι μια από τις βασικότατες έννοιες που χρησιμοποιεί παρακάτω[3], όταν υπεισέρχεται στην έρευνα του αισθητικού φαινομένου ή, για να είμαστε ακριβείς, στο πεδίο της Τέχνης.  

Ο Cassirer φαίνεται να κρίνει σπουδαία την εισαγωγή του περί Χώρου ερωτήματος στο πεδίο της Τέχνης[4], πράγμα που θεωρεί ως αναβάθμιση και αυτογνωσία της (Selbstbesinnung), τρόπον τινά. Αντιστρέφοντας, θα έλεγα πως η εισαγωγή της Τέχνης στο πεδίο του Χώρου, αν και εφόσον αυτά θεωρηθούν ως διακριτά, είναι το στοιχείο εκείνο που αναβαθμίζει ενδεχομένως την έννοια του Χώρου και οδηγεί σε μιαν «αποσαφήνιση» της όποιας «ουσίας» του (ουσίας που αποκηρύσσει ο Cassirer, όπως επίσης και μια ενδεχόμενη οντοποίηση του Χώρου, σημειωτέον). Περαιτέρω, στο κείμενο εισάγεται, έστω και εντός εισαγωγικών, ο φαντασμαγορικός όρος «λογική του Χώρου» (Logik des Raumes)[5] που εμφανίζει ανυπέρβλητες, ίσως, δυσκολίες αν μεταφερθεί στο πεδίο της επιστήμης (λόγου χάρη θα τον παρ-ουσίαζε νοήμονα…) ή ακόμη και της φιλοσοφίας, αλλά που προβάλλει πιθανόν διαχειρίσημος στο πεδίο της χ εξ Αποκαλύψεως (…) αλήθειας (ασφαλώς αν αφήσουμε ανοικτή, ολότελα επιστημονικοφρόνως…, την υπόθεση ύπαρξης μιας τέτοιας…), αφού αν ταυτιστεί το όντως Ον με το Χώρο, τότε ως φυσική συνέπεια έχουμε έναν «νοήμονα, ΛΟΓΙΚΟΝ» Χώρο, ή το Είναι χωροποιημένο και χωροκρατούμενο,  αφού το ίδιο το υπερβατικό Είναι είναι «ουσιωδώς» λογικό.   


Μια σημαντική παράμετρος του κειμένου, επιπροσθέτως, είναι πως υποβαθμίζοντας εμμέσως τη γεωμετρικήεπιστημονική θεώρηση του Χώρου (κατά μιαν αντίληψη εκτατότητας απλά) ως επικαλύπτουσα την ουσιώδη υπόστασή του, ή τουλάχιστον, πιο μετριοπαθώς, επισημαίνοντας την αδυναμία[6] της θεώρησης αυτής να αποφύγει διαλυτικές αντινομικότητες[7] στη θέαση της έννοιας του Χώρου, ο Cassirer υπερβαίνει, ως είπαμε, την έννοια της ουσίας για το Χώρο δια της έννοιας της Τάξεως ευκοσμίας Κάλλους ! Ως φαίνεται, αυτό που ουσιοποιεί το Χώρο είναι η Τάξις ευταξία και τίποτε άλλο. Όμως, ένα καταλυτικό στοιχείο που εισάγει εδώ είναι η έννοια της Σχέσης, καθώς θεμελιώνει τη θεμελιώνουσα το Χώρο Τάξη ευταξία κοσμιότητα στη Σχέση. Χαρακτηρίζει την ίδια την αλήθεια σχεσιακή και πως αυτή καθαυτή η φύση  του Χώρου είναι Σχέση και Τάξη. Ασφαλές μέσον για να αποφύγει κανείς τις αντινομίες[8], που φαντάζουν αναπόδραστες, κατά τον Cassirer, στα πεδία της Μεταφυσικής και της Επιστήμης είναι αποκλειστικά η έννοια της Τάξεως ευκοσμίας[9] και μόνον. Μάλιστα, παραμερίζεται ο απόλυτος νευτώνειος Χώρος γενόμενος Τάξη, με το να θεαθεί ως Τάξις και όχι ως πράγμαον. Έτσι, η αντικειμενικότητα του Χώρου είναι η αλήθεια των σχέσεων, γεγονός που εφάπτεται με τις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής[10], όπως ομολογεί ο Cassirer. Κατά συνέπεια, ο κόσμος είναι ένα σύστημα συμβάντων  (System von Ereignissen) που διαπλάθουν Τάξη και που ο Χώρος και ο Χρόνος αναγκαστικά έπονται αυτών[11].  Ως φαίνεται, για μια ακόμη φορά, ο Χώρος χωροποιείται (ουσιώνεται) δια της Τάξεως. Είναι μια «συμπάθεια των όλων»[12] και μια, κατά Leibniz, ”ordre des coexistences possibles[13] Τάξις εν δυνάμει συνυπάρξεων.
Τέλος, παραδεχόμενος χωρίς μεγαλοποιήσεις, όπως δηλώνει, την Αυτάρκεια[14] του αισθητικού πεδίου προχωρά στο γίγνεσθαι μορφώνεσθαι του Χώρου[15], όπου ο Χώρος δεν θεωρείται σταθερός και δεδομένος αλλά προσλαμβάνει την «ουσία» του εξαρτώμενος από τα συμβάντα και την Τάξη τους όπου εντός τους μορφοποιείται. Σημειώνω ότι οι ανωτέρω εντοπισμοί που αφορούν στην πραγμάτευση της έννοιας του Χώρου θα μας απασχολήσουν αργότερα στην απόπειρά μας να ερευνήσουμε υπό οντολογικές προϋποθέσεις το περί Χώρου ερώτημα.

                         © ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ




[1] Βλ. Cassirer “Symbol, Technik, Sprache : Aufsaetze aus dem Jahren 1927-1933”, η παρούσα παραπομπή γίνεται από το κείμενο Raumtheorie, hg. Joerg Duenne και Stephan Guenzel, Suhrkamp Verlag, 2012, σελ. 488 όπου «Denn welches Sein – so muß jetzt gefragt werden – ist es,  das dem Raume zukommt? Daß wir ihm irgendein Sein zu sprechen müssen, scheint unausweichlich – den wie vermöchten wir sonst überhaupt von ihm zu ›sprechen‹, wie vermöchten wir ihn als dies oder das, als so – und nicht anders – beschaffen zu bezeichnen und zu bestimmen? »
[2] Ενθ. αν. σελ. 486
[3] Ενθ. αν. σελ. 496-498
[4] Ενθ. αν. σελ. 487 όπου «Spinnen wir die Analogie zwischen dem erkenntnis theoretischen und dem ästhetischen Problem weiteraus, so erscheint vielleicht die Hoffnung berechtigt, daß gerade das Raumproblem zum AusgangspunkteinerneuenSelbstbesinnungder Ästhetik warden könne : einer Besinnung, die nicht nur ihren eigentümlichenGegenstandsichtbar macht, sondern die sie zur Klarheit όberihreeigenenimmanentenMöglichkeitenhinleiten kann, – zur Erfassung des spezifischen Formgesetzes, unter dem die Kunst steht.»
[5]Ενθ. αν. σελ. 488
[6]Ενθ. αν. σελ. 488 όπου «Nicht nur die Entwicklung der Metaphysik, sondern auch die der klassischen Physik steht im Zeichen
dieser Antinomien. Auch der letzteren, auch der Physik Newtons, ist es, bei aller Großartigkeit ihres Gesamtentwurfs, nicht gelungen,
dieser letzten metaphysischen Schwierigkeiten Herr zu werden.»
[7]Ενθ. αν. σελ. 488 -489
[8]Ενθ. αν. σελ.489
[9]Ενθ. αν. σελ. 489 όπου «Eine prinzipielle Lösung dieser Schwierigkeiten war, in der Philosophie wie in der Naturwissenschaft, erst möglich, als beide sich, auf verschiedenenWegen, einen neuen Grund- und Ober begrifferkämpft hatten, der sich allmählich immer deutlicher und bewußter der metaphysischen Kategorie der Substanz überordnet. Es ist der Begriff der ›Ordnung‹, dem diese Leistung zufällt.»
[10]Ενθ. αν. σελ.490
[11]Ενθ. αν. σελ.490 όπου «…und in die Bestimmung dieser Ereignisse, in ihre gesetzliche Ordnung, gehen Raum und
Zeit als Bedingungen, als wesentliche und notwendige Momente ein.»
[12]Ενθ. αν. σελ.491
[13]Ενθ. αν. σελ.495
[14]Ενθ. αν. σελ.490 όπου «Und doch darf auch diese Selbständigkeit und diese Selbst genügsamkeit, diese eigentümliche
›Autarkie ‹ des «Ästhetischen, so sehr wir sie anzuerkennen haben, nicht überspannt werden.»
[15]Ενθ. αν. σελ.494 όπου «die Mannigfaltigkeit der möglichen Raumgestaltungen»