Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

«Φιλοσοφία και Επιστήμη. Μία διαχρονική συνάντηση»



ΔΗΜΟΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Β/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΟΥΝ
Διημερίδα με θέμα:
«Φιλοσοφία και Επιστήμη. Μία διαχρονική συνάντηση»
1 Δεκεμβρίου-2 Δεκεμβρίου 2018

     ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
«Η συνάντηση Επιστήμης και Φιλοσοφίας στην Τέχνη:  Η   περίπτωση του θεατρικού έργου Χ Alan Turing»[1]

Λόγω των εισηγήσεων που προηγήθηκαν στην πρωινή συνεδρία ξεκινώ από μια τηλεγραφική σύνοψή τους, διαφοροποιούμενος από τον αρχικό μου σχεδιασμό για την εισαγωγή αυτής της εισήγησης. Στην εξαίρετη εισήγηση του κου Στρ. Θεοδοσίου ακούστηκαν λέξεις όπως οι ακόλουθες : νάνοι (λευκοί), γίγαντες, δορυφόρος, γαλαξίας, τρύπα (μαύρη), κομήτης, στέφανος, άρκτος, δράκων και αστερισμοί που όπως γνωρίζουμε πήραν το όνομά τους από το ζωικό βασίλειο (πλην ενός: του Ζυγού). Αναφέρθηκε ο Αντίγονος Γονατάς και η ΠΟΙΗΤΙΚΗ παραγγελία του στον Άρατο, ώστε στην ΚΟΙΝΗ γλώσσα κατανόησης, όπως είναι η ποιητική γλώσσα, να εκτεθούν αστρονομικές αντιλήψεις. Επίσης, παρουσιάστηκε η μυθολογική γλώσσα (μυθολογική θέαση του κόσμου συμπληρώνω εγώ) ως ΝΤΥΜΑ των επιστημονικών δεδομένων/παρατηρήσεων (ακριβώς όπως «ντύνει» τα πράγματα και η Τέχνη συμπληρώνω και παράλληλα τραβά και παραπέρα από αυτή την ένδυση…). Αναρωτιέμαι λοιπόν : μα τι γλώσσα… επιστημονική είναι αυτή που κάνει λόγο για …δράκους και αρκούδες; Από πού την αντλεί η Επιστήμη και Γιατί;
            Ο κος Αραμπατζής στη συνέχεια έκανε κάποια νύξη σε άξονες σκέψεις όπως (αριστοτελικός) ρεαλισμός, εμπειρισμός, πραγματισμός ή (πλατωνικός) ιδεαλισμός, κατά τις συνήθεις και γνωστές σχηματοποιήσεις των φιλοσοφικών ρευμάτων. Ακούστηκε ο όρος Ουσία. Και θα ήθελα να υποψιάσω πάνω σ’ αυτό μήπως ο όρος αυτός μας συστήνει ότι η γνώση είναι μετοχή εις τι. Παραλληλίζοντας τη γλωσσική αυτή αναφορά με τις ευστοχότατες αναφορές του κου Θεοδοσίου στην «ελληνικήν λαλιά», τη γλώσσα μας που σαφώς ομιλεί φιλοσοφία, όπως ορθότατα μαρτυρεί ο Heidegger, θέλω να επιστήσω την προσοχή των ακροατών στο θέμα της γλώσσας. Τέλος, ο κος Σπυρίδης απηύθυνε ερώτηση που αφορούσε στην έννοια του «αντικειμένου» και  στη δική του εισήγηση σχετικοποίησε τον ήχο ανάλογα με τη δεδομένη πρόσληψή του από τον χ ακροατή, αφού η 5η του Μπετόβεν μπορεί άλλοτε να είναι (εξαίσιος) ήχος και άλλοτε θόρυβος.
Πάνω στη βάση των παραπάνω αναφορών θεωρώ πως διασαφηνίζεται ο,τι στη συνέχεια ακολουθεί. Συνοπτικά, ωστόσο, θα έλεγα πως η ακόλουθη εισήγηση αποπειράται να ανιχνεύσει την οργανικήν ενότητα των 2 γνωστικών πεδίων/μεγεθών Επιστήμης-Φιλοσοφίας. Επεξεργάζεται, έστω και σχηματικά, τους ήδη εκπεφρασμένους προβληματισμούς, διερευνά την ΙΣΟΤΙΜΙΑ των εργαλείων τους και της λογικής τους, επιχειρεί μια σύζευξη «υπερβατικότητας» (σχετικοποιώ απολύτως τη χρήση του όρου αυτού, και τον χρησιμοποιώ ως «συνώνυμο» του όρου Τέχνη για προφανείς, θεωρώ, λόγους) και ρεαλισμού (σχηματικά μιλώντας δηλαδή, σύζευξη Πλάτωνος-Αριστοτέλη) κι έτσι εδραιώνει, κρίνω, τη συναλληλία τους. Καθώς είναι τουλάχιστον ασφυκτικός μα και ψευδαισθητικός κάθε μονισμός πρωτείου (γνωστικών πεδίων ή προνομιακής δήθεν σχέσεως κάποιου με το ίδιο το Υπαρκτό).     
Αρχικά, θέλω να επισημάνω το εξαιρετικά εύστοχο του τίτλου της διημερίδας: μια διαχρονική συνάντηση. Μα πότε συναντιούνται; Συναντήθηκαν; Πού; Πώς; Μια που σήμερα απευθύνομαι κυρίως σε κοινότητα φυσικών θα πω ότι… εκ φύσεως ΕΙΝΑΙ έτσι τα πράγματα. Τα δύο μεγέθη μιλούν και κοιτάζουν το ίδιο και ΕΝΑ Υπαρκτό. Ακούγεται μ’ αυτό ένας προσωκρατικού χαρακτήρα οντολογικός μονισμός; Κατά μία έννοια. Πλουραλισμός/δυισμός (ιδίου χαρακτήρα), λόγω της δυαδικότητος των πεδίων ας πούμε; Ναι, και όχι μόνον. Καθότι, υπόρρητα, εμπλουτίζεται με χαλκηδόνειους, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, όρους: ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως ΕΝ ΜΙΑ (…γνωσιακή) υποστάσει… Έτσι, όσο αυτό το Υπαρκτό δεν διαφοροποιείται η συνάντηση είναι… αναγκαστικά, κρίνω, διαχρονική. Ευτυχώς. Πλην της θέασης και της ερμηνείας του «μονιστικού» χαρακτήρος Υπαρκτού, που επιτελούν τα δύο μεγέθη, τα δύο γνωστικά πεδία, θέτω ευθύς το ερώτημα ΠΟΥ και ΠΩΣ συνομιλούν και συναντιούνται; Κυριότατα, θεωρώ, συναντιούνται πάνω στο σημείο εκείνο που τα διαφοροποιεί! Παραδοξότητα; Όχι. Ποιο είναι αυτό; Είναι η γλώσσα. Ο ίδιος και διακριτός τρόπος λειτουργίας εκάστου δημιουργεί, συνακόλουθα, και μιαν ίδια γλώσσα, η οποία αναπόδραστα, όμως, κοιτά, θεωρεί και ερμηνεύει το ίδιο και ΕΝΑ Υπαρκτό. Αν, όμως, τόπος συνάντησης τους είναι η γλώσσα καθεαυτήν από την οποία ΔΕΝ αποδιδράσκουν ποτέ, τότε είναι …φυσικό το επόμενο βήμα: οι γλώσσες είναι ΚΑΙ για να μεταφράζονται ή κάποτε μάλιστα να αποκτούν την αυτοσυνειδησία ότι εντός διακριτών πεδίων μιλούν με τους ίδιους όρους (!!!), όπως αμέσως μετά θα φανεί με το θεατρικό έργο X ALAN TURING. ΑΝ, λοιπόν, ο φυσικός ακούει, θεωρεί και στοχάζεται ΦΥΣΙΚΗ, μέσα στη γλώσσα ενός θεατρικού ή ποιητικού έργου, και το ίδιο ακούει ποίημα και λογοτεχνία ο ποιητής, μέσα στη γλώσσα της κβαντομηχανικής, της θεωρίας συνόλων ή παιγνίων ή της αστροφυσικής, τότε κρίνω πως αποδεικτικά έχουμε τον εντοπισμό ενός αρχικού τόπου συνάντησης των δύο μεγεθών.
            Το έργο X ALAN TURING, πλην της αναζήτησης, της έρευνας και της εξέτασης μιας αλήθειας, ας το πω έτσι, με αφορμή ένα πρόσωπο,
αξιώνει, υπέρμετρα φιλόδοξα, μια εξετάσιμη και ανοικτή στην αποδειξιμότητα θεμελίωση όχι μόνο της συνάντησης των δύο μεγεθών, αλλά της συνουσιαστικής, θα έλεγα, ΣΧΕΣΗΣ τους με …«άλλοθι» ή αφορμή, ας πούμε, την ΙΔΙΑ τη γλώσσα (να θυμόμαστε : στη γενικευμένη χρήση της που «μιλά», συνειδητά ή ασυνείδητα το ΙΔΙΟ Υπαρκτό, όπως αρχικά εκθέσαμε τη γλώσσα της αστρονομίας) και διαμεσολαβητή - καθόλου υποδεέστερο των δύο μεγεθών/γνωστικών πεδίων, αλλά απολύτως ισότιμο - την Τέχνη, το έργο Τέχνης. Προκαταβολικά αλλά και παρεκβατικά θέλω να τονίσω πως η εμπλοκή των επιστημόνων θετικού πεδίου στο ανέβασμα/διδασκαλία του θεατρικού έργου, όσο και κατά τη διάρκεια της σκηνικής του παρουσίασης  / διδαχής είναι τέτοια που εισερχόμαστε, πιθανόν, στην περιοχή του….. σκανδάλου, του εφιάλτη, της βασάνου (για τους διακόνους του θετικού πεδίου), που ωστόσο όλα τους (π.χ. μαθηματικά, πληροφορική, φυσική, φιλοσοφία, τέχνη) έχουν ηδυντικό χαρακτήρα, προσφέρουν (γνωσιακή) ηδονή, μια που η κατηγορία της (γνωστικής) ηδονής θίχθηκε και από τον κ. Αραμπατζή στην εισήγησή του.

Εισερχόμενος τώρα στη τηλεγραφική έστω παρουσίαση του έργου και παρακαλώντας σας να επιστρατεύσετε όλη την αυστηρότητα και την σκληρή κριτική διάθεση που η ίδια η επιστήμη απαιτεί, ξεκινώ από τον τίτλο του έργου και αντιστρέφοντας τους όρους της εισήγησης σάς ρωτώ τι νομίζετε πως σημαίνει, πως δηλώνει;












Δεν θα απαντήσω στο αμέσως επόμενο ερώτημα, αλλά οι απαντήσεις σας ποιόν επιστημονικό ή επιστημονικούς κλάδους νομίζετε πως αφορούν (λ.χ. κρυπτολογία; θεωρία πιθανοτήτων; νευροεπιστήμες;) ; Η πρόχειρη πρόθεση του συγγραφέα ήταν η τριπλή, όπως είδατε, σημασιολόγηση. ΑΝ οι απαντήσεις σας δεν την «πέτυχαν» πώς αισθάνεσθε; Το συναίσθημα αυτό έχει να κάνει κάτι με τα όρια, τη συνάντηση και τη συνουσία των δύο γνωστικών πεδίων Επιστήμης-Φιλοσοφίας δια του Λόγου της Τέχνης εδώ; «Τακτοποιεί» κάπως την ταυτότητα και τις ιδιότητες εκάστου πεδίου με σκοπό την αρτιότερη κοινωνία τους ; Δεν επεκτείνομαι.
Τα πράγματα «δυσκολεύουν» βήμα-βήμα με την πρόοδο του έργου: διαβάζουμε 

 Ξαναρωτώ: ποια γλώσσα ακούτε; Ποια γλώσσα αναγνωρίζετε ; Πώς βλέπετε τώρα, βάσει αυτής της γλώσσας, τη συνάντηση Επιστήμης-Φιλοσοφίας; Είναι η γλώσσα που πάνω της βασίζεται ολόκληρη η επιστήμη των υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης; Είναι η τεχνητή νοημοσύνη που εισήγαγε ο Turing συνοψισμένη τραγικά, ως ύστατη κατάληξη, στη θαλάμη ενός περιστρόφου; Υπαρξιακές εισόδους-εξόδους (input-output) που φέρνουν στη σκέψη προσωκρατική οντολογία και το ερώτημα του μη όντος; Πάνω σ’ αυτή την «θεατρική» γλώσσα δεν ψηλαφούμε τη συνάντηση των 2 μεγεθών, Επιστήμης-Φιλοσοφίας επί της Ενικότητας του Υπαρκτού, αλλά και την ανάδυση ενός συγκεκριμένου είδους Τέχνης, του «επιστημονικού» έργου Τέχνης, που κάνει να αναδύεται μια ΚΟΙΝΗ γλώσσα που ευνοεί άριστα το διάλογο των 2 μεγεθών; Ας μην δοθούν άμεσα απαντήσεις στο ερώτημα, αλλά ας αποτελέσουν έναυσμα για κατά μόνας αναστοχασμό της σχέσεως των δύο πεδίων.

Και γίνονται ακόμη δυσκολότερα τα πράγματα στο αμέσως επόμενο τμήμα του έργου
Και ξανά ρωτώ: ποια γλώσσα ακούγεται εδώ; Η υπαρξιακή/θεατρική; Ένα οργισμένο μανιφέστο κατά των θετικιστικών μαθηματικών του Χίλμπερτ, που η ίδια η …πραγματικότητα της απόπειρας αυτοκτονίας του Turing φροντίζει (!), σαρκαστικά, να τον …δικαιώσει; Έμμεσες αναφορές στον Γκέντελ; Επιβεβαίωση της οριστικής αποτυχίας μας να συλλάβουμε το Απόλυτο; Ένα απόλυτο… σαρκωμένο όχι σε μαθηματικό τύπο αλλά σε οντικό (!!!) ήχο τραγικής υφής; Σπονδή στη τυχαιότητα ως συμπαντικό νόμο; Μήπως… εφαρμοσμένα μαθηματικά; …Σωματοποιημένα θα λέγαμε. Μήπως τον νόμο των πιθανοτήτων και πάλι; Ας μην δοθούν και πάλι γρήγορες απαντήσεις τώρα. Ας κρατάμε, όμως, πάντα στο νου πως εξετάζουμε αν μπορεί να υπάρξει ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ πιστοποίηση ότι είναι δυνατή η συνάντηση και η συνομιλία των 2 γνωστικών πεδίων και νομίζω πως τα εκτεθέντα μέχρι τώρα δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Επιτρέψτε μου παρεκβατικά, στο σημείο αυτό, να πω ότι αν κάποιους ενοχλήσει η αφορώσα στο Απόλυτο «βωμολοχία», κρίνω πως είναι εντελώς εναρμονισμένη με τη ζωή του Turing και όχι μόνον…

Και τέλος στο ακριβώς επόμενο τμήμα του έργου
 ποια γλώσσα διακρίνουμε; Έχουμε φιλοσοφία; Θεωρία συνόλων; Μαθηματική εξίσωση; Πόσων παραγόντων; Οι οποίοι ΠΟΥ εντάσσονται; Στο ανθρωπολογικό/ καλλιτεχνικό/ φιλοσοφικό πεδίο ή στο επιστημονικό; Ή μήπως ακούσαμε όλοι τη γλώσσα της Ενικότητας του Υπαρκτού; Και αν ναι, τότε η συνάντηση Επιστήμης-Φιλοσοφίας-Τέχνης είναι όχι μόνο παρούσα αφ εαυτής, αλλά έχουμε κάθε λόγο να μιλάμε για άμεση σχέση τους; Ας αιωρούνται προσώρας κι αυτά τα ερωτήματα.

 Ύστατη δοκιμασία που αρμόζει στη ζέουσα και ζωντανή πάντα ατμόσφαιρα ενός συνεδρίου (η δοκιμασία αυτή και πολλές άλλες προβλέπεται στο «στήσιμο», στη σκευή, του έργου) : σε μηδενικό χρόνο απάντηση στα εκτεθέντα στη διαφάνεια ερωτήματα. Αρχικά, προβλέπεται από το έργο και είναι ΟΡΓΑΝΙΚΑ ενταγμένη στην παράσταση, η  ύπαρξη αληθοπινάκων προς ανεύρεση αληθών και ψευδών προτάσεων σε ρέοντα και ζέοντα χρόνο:
 Μόλις είπα τη λέξη χρόνος. Μιλώ κυρίως σε φυσικούς. Συνεπώς, ακόμη μια διάσταση. Η τέταρτη: Χρόνος. Και η άγρια δοκιμασία που θέτει, κατά την απρόσκοπτη θεατρική ροή του έργου…, στους επιστήμονες και όχι μόνον. Καλούνται ΑΜΕΣΑ και σε χρόνο που να προσεγγίζει το μηδέν, σε μηδενικό χρόνο…, να προτείνουν λύσεις/απαντήσεις για τα προβλήματα που θέτει το έργο δια στόματος ALAN TURING. Απαντήσεις άμεσες. Οριστικές. Ακριβείας. Απαντήσεις λ.χ στα ερωτήματα/προβλήματα που προβλήθηκαν στην ανωτέρω διαφάνεια. Αν αυτό θεωρείται πρόκληση και υπερβολική αξίωση, ας θυμηθούμε το ρόλο που έπαιζε ο χρόνος στην αποκρυπτογράφηση, στην καλύβα 6 που εργαζόταν το Turing, για να κερδηθεί ο β΄ Παγκόσμιος πόλεμος από τους (λυκο)συμμάχους. Συγχωρείστε με, αλλά η λέξη «κερδηθεί» έχει απολύτως φορτισμένο νοηματικό περιεχόμενο… σωτηριολογικά. Κι ας ηχεί, ίσως, τούτο το επίρρημα παράξενα εδώ… Στη διαφάνεια 10 
, λοιπόν, παραθέτω πληροφοριακά τα της επιστημονικής ένταξης του χρόνου, όπως και στις ακόλουθες διαφάνειες 11
 (λίγη δημιουργική συνεδριακή σιωπή στο σημείο αυτό…)12
 13 
14 
[και 15
 Ολότελα πληροφοριακά, στο σημείο, αναφέρω ότι στο έργο τίθενται, μεταξύ άλλων, οι εξής θεματικές
1. αρχή της συνέχειας 2. χωροχρονικό συνεχές 3. σύστημα 4. υπερσύστημα
5. απειροστά 6. αρχή της ανοχής 7. αντίφαση κλπ.
Περιττεύει να πω οτιδήποτε περαιτέρω. Νομίζω είναι σαφές από όλα όσα εξετέθησαν ότι η Τέχνη παρουσιάζει ΟΡΓΑΝΙΚΑ ενωμένη, δεμένη, τη συνάντηση, τη ΣΧΕΣΗ Επιστήμης-Φιλοσοφίας. Σε σώμα. Παραπέρα δεν έχει. 
Ίσως σας κούρασα Μόνο 1-2 φράσεις ακόμη, καίριες θεωρώ
Ελάχιστα, κυριολεκτικά, όσα ειπώθηκαν εν όψει του βεληνεκούς του έργου. Αρκετά, όμως, για το σχηματισμό μιας πρώτης γνώμης και κυρίως για γόνιμη δημιουργική σκέψη.
Σκιαγράφησα μια παράδοξη, ιδιότροπη(;) ίσως συνεπαγωγή, ακολουθία, εξίσωση, πείτε το όπως θέλετε,: έργο Τέχνης που μιλά φιλοσοφία και επιστήμη για να δηλωθεί η συνάντηση-σχέση Επιστήμης-Φιλοσοφίας δια της επιστημονικότητας(;) του έργου Τέχνης. Από παρακαμπτηρίους ο τερματισμός γίγνεται; Πιστεύω αταλάντευτα: αν αληθές και γνήσιο ένα χ έργο Τέχνης, τότε αφ’ εαυτού «μιλά» φιλοσοφία. Αν όχι, χωλαίνει. Θυμίζω τη σχέση ομορφιάς-αλήθειας στην πλατωνική προβληματική. Σχέσεις άσαρκες, ασώματες, νοησιαρχικές, αφηρημένες, από τη μία δεν νοούνται και από την άλλη είναι ελλιπέστατες.  (Μοναδικός) Τόπος σάρκωσης της σχέσεως Επιστήμης-Φιλοσοφίας: η Τέχνη.
Η γλώσσα της Τέχνης κοιτά «αντικείμενο», μιλά μια πραγματικότητα και ποθεί ρεαλισμό εμπειρίας. Την εμπειρία αυτή τη σαρκώνει για να την κοινωνήσει. Ό,τι, δηλαδή, πράττει η εφηρμοσμένη Επιστήμη που κάνει κάποιον να βιώνει ολόκληρη τη Φυσική στο πετσί του μέσα σ’ ένα διαστημόπλοιο, ή σ’ ένα αυτοκίνητο, ή σ’ ένα φορητό τηλέφωνο (κινητό ως κακώς λέγεται).
Οι σχέσεις ΔΕΝ είναι κομφούζιο (άλλο αν γίνονται…). Είναι αρμονία. Μουσική. Έτσι, ο επιστήμονας έχει κάθε δικαίωμα να φιλοσοφεί. Η επιστήμη όχι. Αλλιώς δεν είναι επιστήμη. Η επιστήμη με τον τρόπο του υπάρχειν της και τα δεδομένα της ασφαλώς και θέτει στον φιλόσοφο τεράστιο υλικό προς φιλοσόφηση. Και τανάπαλιν. Η ίδια, όμως, ΔΕΝ μπορεί να φιλοσοφεί. Ο φιλόσοφος επ’ ουδενί μπορεί να αξιώσει επιστημονικότητα. Για την όποια φιλοσοφία του. Αλλιώς ΔΕΝ είναι φιλόσοφος. Ο φιλόσοφος δεν κάνει επιστήμη. Το Νόημα δεν αποτελεί οντότητα εξεταζόμενη σε εργαστήριο. Ωστόσο, αυτονοήτως ο διάλογος και η συναλληλία, συμπόρευση, συνάντηση και βαθειά σχέση επ’ ουδενί αποκλείεται. Κυρίως, επειδή ο διάλογος καθ’ εαυτόν ΔΕΝ ανήκει σε κανένα από τα δύο πεδία, ούτε και μονοπωλείται. Απλά πρό-κειται, είναι πρό-χειρος. Έτοιμος για οιαδήποτε χρήση και, τύχη αγαθή, αξιοποίησή του από τα διαλεγόμενα πεδία Επιστήμης-Φιλοσοφίας, που μπορεί αενάως να τα τροφοδοτεί. Τονίζω, όμως, ότι μοναδικός περιορισμός, που μοιάζει να είναι και μοναδικό κριτήριο για να επισυμβεί αληθής διάλογος, είναι ότι τα μεγέθη Επιστήμης-Φιλοσοφίας θα σέβονται απολύτως τους όρους του «παιχνιδιού» εκάστου πεδίου, αυτή τούτη τη γλώσσα και τις προδιαγραφές του. Θα εκκινεί από τα δεδομένα τους. Ο προβληματισμός που ανοίγεται με τον διάλογο αυτόν είναι προβληματισμός ΕΠΙ των στοιχείων που έκαστο μέγεθος-πεδίο εκ των δύο προσφέρει στο τραπέζι του διαλόγου τους. Αν κατά Ηρακλείτεια διαπίστωση, και όχι μόνον, «τοῦ λόγου δ΄ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν (ΠΑΡΑΦΡΑΖΩ:  τα μεγέθη Επιστήμης- Φιλοσοφίας –Τέχνης) ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν», τότε η ιδιωτεία τους είναι ασύγγνωστη και το να (επι)μένουν στην αυταπάτη της ιδιωτείας τους εγκληματικό.
Ευχαριστώ. 

@ ΣΤΑΘΗΣ    ΚΟΜΝΗΝΟΣ  



                                                                                                            


[1] Η παρούσα εισήγηση στη Διημερίδα με θέμα: «Φιλοσοφία και Επιστήμη. Μία διαχρονική συνάντηση», που οργάνωσε η ΕΕΦ και ο Δήμος Επιδαύρου από την 1-2 Δεκεμβρίου 2018, αποτελεί εκτενέστερη παρουσίαση της εισήγησης που που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Επιστήμη και θρησκεία: μια περίπλοκη σχέση», Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Αμφιθέατρο Λ. Ζέρβας) με θέμα «Επιστήμη και θρησκεία στη λογοτεχνία και την τέχνη. Η διαμεσολάβηση της τέχνης στο διάλογο επιστήμης και θρησκείας» και δημοσιεύθηκε από το περιοδικό Πεμπτουσία : http://www.pemptousia.gr/video/epistimi-ke-thriskia-dialogos-me-tin-techni-diamesolaviti-g/ (ο σύνδεσμος προσπελάστηκε στις 4/12/2018).   

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

«Χάιντεγκερ και μέτρηση: Δοκιμή φιλοσοφικής διερεύνησης της διαδικασίας της μέτρησης»



ΔΗΜΟΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Β/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΟΥΝ
  
Διημερίδα με θέμα:
«Φιλοσοφία και Επιστήμη. Μία διαχρονική συνάντηση»
1 Δεκεμβρίου-2 Δεκεμβρίου 2018
     ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ[1]

«Χάιντεγκερ και μέτρηση: Δοκιμή φιλοσοφικής διερεύνησης της διαδικασίας της μέτρησης»

[Θα ήθελα ξεκινώντας να τονίσω ότι δίδεται μια ειδική διάσταση στη μετρολογική προσπάθεια μέσω του μετρολογημένου ποιητικού έργου Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου. Εκκινώ από τη γενικού χαρακτήρα θέση, όπως αντιλαμβάνομαι ότι έχουν τα πράγματα, πως η ίδια η γνώση μαρτυρεί και κατ’ αλήθειαν «επιβάλλει» το μετοχικό χαρακτήρα της, πως  Η γνώση είναι μετοχή. Κι αν έτσι, τότε η γνώση έχει και κοινωνικό, ασφαλώς, χαρακτήρα και κοινωνήσιμο κυρίως. Όπως, δηλαδή, η φυσική, τα μαθηματικά, η χημεία κλπ, πεδία «καθαρής» και θετικής επιστημονικότητας…, παράγουν αυτοκίνητο, τρένο, διαστημόπλοιο και κινητό τηλέφωνο, καθιστώντας έτσι την επιστημονική γνώση άμεσα και χειροπιαστά μεθεκτή και αφορώσα πρακτικά το κοινωνικό σώμα, η οποία γνώση, παράλληλα, επιβεβαιώνει εν τοις πράγμασι την εγκυρότητά της (…), έτσι και ένα καλλιτεχνικό έργο, εν προκειμένω μια ποιητική συλλογή, ως κακώς είθισται να λέγεται, θέλησε και να μετρήσει και να μετρηθεί για να γίνει, να καταστεί ΜΕΘΕΚΤΗ, για να κοινωνηθεί. Και αναζήτησε το πώς, φλεγόμενη να υπάρξει σχέση κοινωνίας μεταξύ δύο παραγόντων : δημιουργού και αποδέκτη του δημιουργήματος. Θεωρώ πως με αυτά τα 2-3 λόγια κατέστη άμεσα και αμέσως ορατός ο σκοπός, το προς-τί (αμφότερες σημαντικότατες λέξεις εν όψει του Νοήματος), που ώθησε αυτή την ανάγκη μετρήσεως κάτινος, που άλλος δεν είναι, επαναλαμβάνω, από την ανάγκη να κοινωνηθεί κάτι και να διερευνηθεί ο ΤΡΟΠΟΣ για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Νομίζω ότι αυτή είναι, αυτονοήτως, μια απλή φυσική ανάγκη. Καταφάσκω απολύτως στη λεγόμενη αφηρημένη γνώση και στην όποια απόλαυση προσφέρει, αλλά η ενεργώς μετοχική εμπειρία στη γνώση, το ίδιο το εμπειρικό βίωμα, είναι άλλης τάξεως… Θα έλεγα πως ομνύει και θυσιάζει στον «θετικισμό» που εκπέμπει το Υπαρκτό με απόλυτους όρους αυστηρής… επιστημονικότητας.
[
 
Η φιλοσοφίας της μέτρησης και η ίδια η μέτρηση στο έργο Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου αποβλέπει στην πρόσληψη. Το προσληπτό βλέπει μόνον σε γνωσιολογικό (αν θέλετε νοητικό ;…) κεκτημένο/δεδομένο ; Ναι. Αλλά μόνον ; Όχι, καθώς αφ’ εαυτού ως ΜΕΤΡΗΜΕΝΗ με χ κριτήρια μέτρησης μονάδα, επιζητεί να παραπέμψει τον κοινωνό της σε μια ΕΦΑΡΜΟΓΗ αυτής της μέτρησης (δείτε την σαν έναν ελαστικό και εύκαμπτο μαθηματικό τύπο…) στη ζωή του, γεγονός που θα τον οδηγήσει στην εμπειρική βίωσή της. Παράλληλα, θα του δημιουργήσει, ασφαλώς, νοητικά μιαν αντίστοιχη αντίληψη για τα πράγματα. Επ’ ουδενί στατική. Αντιθέτως, είναι κινούμενη και κινητική, όπως όλος ο αριστοτελικός, ας πούμε, κόσμος, ακριβώς για να εφαρμόζεται με άπειρες παραλλαγές και διαφοροποιήσεις παντού. Τη μετρητική μονάδα που προτείνει το έργο Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου θα την ονόμαζα, με μια λέξη, …στατικά κινούμενη μονάδα μέτρησης, όσο κι αν αυτό ακούγεται αντιφατικό και παραπέμπει σε πολεμική αντινομία. Στατικά κινούμενη μονάδα μέτρησης, αφενός διότι εμπλέκει ενεργά τον «παρατηρητή» (στην προκειμένη περίπτωση τον αποδέκτη/κοινωνό του ποιήματος), και αφετέρου διότι οι άξονες από τους οποίους εξαρτάται και συναρτάται δεν παρουσιάζουν αμεταβλησία και σταθερότητα, αλλά υπόκεινται σε διαρκή αλλαγή και είναι κινούμενοι. Ωστόσο, στατικό και αμετάβλητου χαρακτήρα είναι το υπόδειγμα, ο τύπος μέτρησης που εισηγείται, που ερείδεται σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική θεώρηση των περί την Τέχνη και του Υπαρκτού, των όντων δηλαδή ως τέτοιων.
 Θεωρώ ότι ο προβληματισμός και μόνο που τίθεται εδώ με αφορμή ένα έργο τέχνης για το πώς μεταλαμβάνεται κάτι (εδώ ένα λογοτεχνικό/ποιητικό έργο) με εργαλείο τη μέτρηση, είναι αυτό που αξίζει πάνω απ’ όλα. Απαντήσεις ποικίλες θα δοθούν. Επιβάλλεται. Όμως, θα είναι ΕΝΤΟΣ του αυλακιού που αυτός ο προβληματισμός άνοιξε. Ξέρετε, βασανιζόμαστε ΚΑΙ στη Τέχνη, όπως άλλοι στα μικροσκόπια και τα τηλεσκόπια… Και θα έλεγα ότι αναζητεί και η Ποίηση… «στοιχειώδη» σωμάτια, κάνει και η ίδια τη δική της σωματιδιακή έρευνα πατώντας, κρίνω, σ’ ένα πολύ πιο ολισθηρό έδαφος από εκείνο της Φυσικής : τον (αναπόδεικτο) αέρα (που περί γαίαν ειλίσσεται…). Και ο μετεωρισμός εξ αυτού ; Πάθος δια βίου. Ας είναι. Στο σημείο αυτό και πριν προχωρήσω παρουσιάζω, για τους ενδιαφερόμενους, τους συνδέσμους δημοσιεύσεων που αφορούν στο μετρολογικό δοκίμιο και στο προαναφερθέν ποιητικό έργο : 





Η υπόρρητη αντίληψη, αν θέλετε, που κεντρίζει την επιθυμία να μετρηθεί ένα έργο τέχνης είναι ότι η «μετοχή συνιστά υπαρκτικό γεγονός» και «είναι ένωση με το γινωσκόμενο»[2]. Ξεπερνά την απλή πιστοποίηση που αφορά σε χ αντικείμενο και επεκτείνεται στη σχέση μαζί του. Νομίζω ότι η ίδια η γνώση «δικαιώνεται» από τη μετοχή εις τι ή εις ποιόν, κι αυτό το αναγνωρίζει, κρίνω, η Επιστήμη, μόνο που χρησιμοποιεί έναν άλλο όρο για να περιγράψει το γεγονός της εμπειρικής πιστοποίησης (και συνακόλουθα μετοχής…) : επαλήθευση. Επί την αλήθεια. Άριστη ορολογία. Στη συνάφεια αυτή θέλω να θέσω στην κρίση σας κάποιες θεματικές προς διερεύνηση που ανασύρω από το συρτάρι μου, οι οποίες ούτε ποτέ δημοσιεύθηκαν, ούτε και έχουν υποστεί μέχρι τώρα πλήρη επεξεργασία αλλά θέτουν, νομίζω, ερωτήματα και προκαλούν, ελπίζω, προβληματισμό. Τις οποίες, όμως, δεν θα αναπτύξω καθόλου σήμερα και θα τις αφήσω να ηχούν τους υπαινιγμούς τους: 1Σχέση μέτρου-μεγέθους (Το μέτρημα είναι μια οικείωσις ενός χ αντικειμένου, το οποίο πάντα έχει ένα χ μέγεθος ; Η μέτρηση, δηλαδή, ως σχέση ;). 2. Έχει ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ η μέτρηση ; Όχι δεν εννοώ αν μετρά το περιβάλλον, όχι. Αλλά αν η ίδια συντελείται ΣΕ περιβάλλον, ΜΕ περιβάλλον, ΑΠΟ περιβάλλον… ΑΝ έχει περιβάλλον, τότε το έχει… ΟΥΣΙΩΔΩΣ ; 3.Τι θα σήμαινε αποτυχία της μέτρησης ; Αποτυχία πώς, σε τι, προς τι ; Αποτυχία είναι η μη σύλληψη του λεγομένου αντικειμένου ;… 4.Η μέτρηση είναι ή μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστοιχία ιδιοτήτων χ αντικειμένων, έτσι ώστε με χ τρόπο να τα οικειωθούμε και να μετάσχουμε σ’ αυτά ; 5. Η ακρίβεια στη μέτρηση είναι η είσοδος μετοχής στο αντικείμενο; 6. ΠΩΣ μπορεί στην Τέχνη να εντοπισθεί Μέγεθος (!!!) ώστε να μετρηθεί ; 7. Το μέγεθος στην τέχνη γίνεται από τον ΤΡΟΠΟ μεταφοράς κάτινος στο πεδίο της ; 8. ΠΩΣ μετριέται η «αριστοτελική» Πράξη που έχει μέγεθος ; (αναφέρομαι στον περίφημο ορισμό της τραγωδίας από την Ποιητική του Αριστοτέλους). Και ποιο το μέγεθός της ; Πώς ορίζεται αυτό ; Γιατί θεωρείται μέγεθος ; Η ποσότητα στην τέχνη έχει μεν άπειρο αριθμό βαθμών, όμως σκοπό της έχει να γίνει συγκεκριμένη ποιότητα, η οποία συγκεκριμένη ποιότητα θα έχει ΕΝΑΝ και μόνο βαθμό ; !!!! 9. Κρίνω πως η μέτρηση προϋποθέτει πάντα ένα ΕΑΝ. Το οποίο αφορά στα ίδια τα αντικείμενα, δλδ αυτό το ΕΑΝ είναι απροσδιόριστο σε τελική ανάλυση, αφού τα αντικείμενα δεν είναι στατικά. Είναι ορθή αυτή η προσέγγιση ; 10. Είναι ο χ χώρος θεμελιώδης συνάρτηση της ακριβούς μέτρησης ; (όμως ας σκεφτούμε ότι ο χώρος στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι πρόχειρα παρεχόμενος, ούτε και η εξομοίωση του (εν Τέχνη), κάποτε, μπορεί να αποκαταστήσει πλήρως τις φυσικές συνθήκες …).
Δεν προχωρώ βήμα. Αφού έχει εκτεθεί ήδη, έστω και στις γενικές του γραμμές, το περιεχόμενο της φιλοσοφίας της μέτρησης, που ενώνει, προφανώς, ως εξετέθη τα πεδία της Επιστήμης-Φιλοσοφίας, θα εξαντλήσω το υπόλοιπο της εισήγησης στο να μιλήσω όσο πιο πρακτικά γίνεται και να καταστήσω, όσο μπορώ, σαφές το θέμα. Εν όψει της δημιουργίας ενός ποιητικού έργου αναζητήθηκε ΧΩΡΙΣ προειλημμένη απόφαση ή κάποιο έτοιμο υπόδειγμα
]1
.Η μορφολογία του έργου
2.Κρίθηκε κατάλληλη η μορφή του έπους, το οποίο θα διαρθρωνόταν σε Άσματα
3.Η μορφολογία επιλέχθηκε ως προσφυέστατη λόγω ενός γεγονότος (εποποιίας), δηλαδή κάτινος μεγάλου, μεγαλοπρεπούς, ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ, για να θυμίσω έναν αριστοτελικό όρο («…η εποποιία… μίμησις είναι σπουδαίων», βλ. Αριστ. Ποιητική 1449b). Είχα δηλαδή την πρώτη ένδειξη ΜΕΤΡΟΥ.   
4. Αφού είχα εντοπίσει το ΜΕΓΕΘΟΣ της ΠΡΑΞΕΩΣ υποδεικνυόταν ένα ΕΙΔΟΣ, δηλαδή υποδεικνυόταν εντελώς ΦΥΣΙΚΑ η ΕΚΤΑΣΗ και το ΕΚΤΕΝΕΣ. Θα πρέπει να πω, όμως, ότι αυτό υποκρύπτει το ερώτημα : μια χ Πράξη φέρει (αναγκαστικά) πάντα το αναζητούμενο, μετρητικά, οικείο της Μέγεθος, που αμφότερα οδηγούν, κατά την ενδεχόμενη αποτύπωσή τους στην χ μετρητική αποτύπωση, που με τη σειρά της οδηγεί στο χ συγκεκριμένο Είδος ;
8
5. Το Μέγεθος, ο Όγκος του Έπους έθετε σχεδόν εξαρχής προβλήματα μικρόκοσμου-μακρόκοσμου, σωματιδιακής (ποιητικής) Φυσικής αφενός και γαλαξιακών, αν όχι συμπαντικών…, διαστάσεων αφετέρου. Εννοώ ότι το Μέγεθος ήταν ανάγκη να καταστεί ΠΡΟΣΛΗΠΤΟ, να μετέχεται άμεσα και συνακόλουθα να «στηθεί» μινιμαλιστικά. Έτσι,
6.Κατέτμησα (διέσπασα το «άτομο» δηλαδή…) τα συστατικά του άσματος αφενός θραύοντας τον Όγκο/Μέγεθός του και στη συνέχεια κατέτμησα το Έπος (διέσπασα και αυτού το «άτομο» δηλαδή…) με την αρίθμηση Ασμάτων (Ραψωδιών, αν προτιμάτε), με όχι άλλον ΣΚΟΠΟ, επαναλαμβάνω, από την προσοικείωση/μετοχή του Μεγέθους μέσω της σμίκρυνσής του και της ελαχιστοποίησής του (της εμφάνισης τής σωματιδιακότητάς του δηλαδή…), η οποία, παράλληλα, τείνει να συμπυκνώνει ακέραιο το όλον και το Μέγεθος και να το εξεικονίζει στην πλέον βαθειά και καίρια πυρηνικότητά του. Θυμίζω και πάλι, ως βοήθεια για τη σκέψη μας, την αριστοτελική άποψη για το Επος σε σχέση με το Μέτρο : «μετά μέτρου λόγω μίμησις είναι», 1449b, διαθέτει εγγενώς ΜΕΤΡΟ δηλαδή, και το σπουδαιότερο, όπως θα φανεί και από τα αμέσως παρακάτω, ότι κατά Αριστοτέλη (και δεν έχει καθόλου άδικο): «η δε εποποιία αόριστος» (βλ. ενθ. αν. 1449b), δηλαδή δεν παρέχεται μονολιθικά και τελεσίδικα κάποιο απολυτοποιημένο Μέτρο. Είναι αυτονόητο, νομίζω, εδώ ότι εισερχόμαστε στην απροσδιοριστία των μετρήσεων.
7.Κατατμώντας το Έπος και τα Άσματα που το διαρθρώνουν αναζητήθηκε η ακέραιη ποιητική μονάδα, η «μικροσωματιδιακή» αυτοτελής και ακέραιη ποιητική μονάδα, που αν αναφαινόταν (ας πούμε δια του ποιητικού μικροσκοπίου…) θα καθιστούσε Προσληπτό αρχικά το Άσμα και το Άσμα, με τη σειρά του, το Έπος.
[] 8. Βασιζόμενος στο λόγο του Αριστοτέλη για «πρέπον μέγεθος» (δίχως ο Αριστοτέλης να το καθορίζει επαναλαμβάνω) αλλά και για «πείρα» (υπό τον ορίζοντα, υπολαμβάνω, μιας σχέσεως με αυτό τούτο το ΦΥΣΙΚΟ…, αφού η «φύσις διδάσκει» 1460a, - το πώς της μέτρησης υπολαμβάνω εγώ…), είχα κάθε δικαίωμα να συσχετίσω την «πείρα» με κάθε έννοια δημιουργικής και αποκαλυπτικής (ποιητικά ή μη…) σχετικότητας κι ακόμη να βασίσω αυτή τη σχετικότητα πάνω στο «πρέπον» (!!!), προσδίδοντάς της οντολογική προοπτική, δηλαδή μια μορφή θεμελίου στατικού που, μολαταύτα, …κινείται (μετρητικά κατά το φαινόμενον, και καλλιτεχνικά/φιλοσοφικά βάσει αυτής τούτης της μέτρησης).  
9.Για την εύρεση όλων αυτών των μετρικών μονάδων υπήρχε, αυτονόητα, η ανάγκη… «μικροσκοπίου». Το μικροσκόπιο που διαθέτει το ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ είναι ο οφθαλμός (ιδιότυπης ίσως φύσεως). Ο οφθαλμός θεωρεί το ΜΕΓΕΘΟΣ μιας ΠΡΑΞΕΩΣ και συνεπώς εν προκειμένω το πράττειν του Μεγ. Αντωνίου, το συγκεκριμένο αυτό πράττειν, ήταν εκείνο που όρισε και το μέγεθος και το είδος (εποποιία) και το ενιαίο του ποιητικού εδώ τρόπου (μια που το στιγμιαίο μήκος μια πράξεως είναι πάντα κάτι ενιαίο).
[στην παρούσα διαφάνεια βλέπουμε τη προσεπιμαρτύρηση του Heidegger τόσο για το φιλοσοφείν στο ποιείν, όσο και για το μετράν στο ποιείν/οικείν, αλλά παράλληλα και για το φιλοσοφείν επί της μετρολογίας/μετρητικής. Παρατίθεται εδώ ως απλά μια σύγχρονη αναφορά, επιβεβαιωτική των αρχαίων αριστοτελικών υποψιασμών.] Ο Οφθαλμός (το ποιητικό μικροσκόπιο) μέτρησε το ΜΗΚΟΣ μιας πράξεως. Και «έστησε» την σωματιδιακή ποιητική μονάδα. Σπεύδω να τονίσω ότι το Μέγεθος δεν είναι κάτι αυθαίρετο και τυχαίο (κάτι που δεν νοείται «οπόθεν έτυχεν άρχεσθαι μηθ’ όπου έτυχε τελευτάν»), όπως κάποιος, ανοήτως, θα νόμιζε εξισώνοντας ή εξομοιώνοντας την αυθαιρεσία με την απροσδιοριστία και με το δομικά εκάστοτε των μετρήσεων. Η απροσδιοριστία των μετρήσεων, η ολότελα ακριβής επί του συγκεκριμένου και εκάστου…, δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί αυθαιρεσία και τυχαιότητα. Απλουστεύοντας την εκφραστική μου, εννοώ πως ΔΕΝ υφίσταται αυθαιρεσία στο μικροσκόπιο.
[] 10. Το κριτήριο που όρισε ποια θα είναι η ελάχιστη δυνατή ποιητική μονάδα, δηλαδή ποιο το ποίημα αστραπή, είναι ο Χρόνος. Ο Χρόνος νοούμενος ως τα ακραία σημεία της νοητής ευθείας ενός γεγονότος. Υπό την νόμιμη “αυθαιρεσία” πάντοτε του ποιητικού βλέμματος, το οποίο καθορίζει αυτά τα σημεία και οριοθετεί την αρχή και το τέλος τους. Η μέτρησή μου, η εκ μέρους μου τμηματοποίηση του Άσματος, οφείλω επιπροσθέτως να τονίσω πως είναι θεμελιωδώς εικονολογική.
[ Θα σταματήσω εδώ. Στα μισά των εν τω ποιητικώ εργαστηρίω πεπραγμένων. Στα πλαίσια αυτής της εισήγησης και στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που τίθενται δεν είναι δυνατόν να εκτεθεί στην πληρότητά του το μετρολογικό/φιλοσοφικό εγχείρημα που υποβαστάζει ένα ποιητικό έργο. 
                                                                                            Κρίνω    καλύτερο να κλείσω με την παράθεση κάποιων παραδειγμάτων  
[] επιτροχάδην και δυστυχώς σχηματικά και τηλεγραφικά,  τονίζοντας όμως πρώτα ότι ήταν εμφανές
στο εγχείρημα μου πως το σωματίδιο νοηματίζεται από το όλον, πως το όλον εξασφαλίζει το νόημα του σωματιδίου και η σχέση μεταξύ των δύο είναι (επιτρέψτε μου τον όρο) …σωτηριολογική.  Ευχαριστώ.
 και κλείνοντας γίνεται η
   


©ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ




[1] Η παρούσα εισήγηση αποτελεί συνοπτική μα και τρόπον τινά επεξηγηματική παρουσίαση των διαλαμβανομένων χώρα στην εισήγηση των Βασίλη Κωνσταντούδη – Στάθη Κομνηνού κατά το 6ο Τακτικό Εθνικό Συνέδριο Μετρολογίας (13-14 Μαΐου 2016) (βλ. πρόσφατη δημοσίευση στο CANTUS FIRMUS http://cantfus.blogspot.com/2018/12/blog-post_17.html, προσπελάστηκε 30-12-2018). Δημοσίευση ολόκληρης της τότε εισηγήσεως μα και του μετρολογικού δοκιμίου που προτάσσετο του ποιητικού έργου Οι Πειρασμοί του Μεγ. Αντωνίου, μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει στoυς ακόλουθους συνδέσμους (προσπελάστηκαν στις 6/12/2018) : https://www.academia.edu/24255390/ΒΑΣ , https://www.academia.edu/20001770/ΣΤΑΘΗ_ΚΟΜΝΗΝΟΥ_ΟΙ_ .
  
[2] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Χάϊντεγκερ και Αρεοπαγίτης, σελ.109, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988