Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Durs Grünbein " Ἀναφλεκτῆρες"


ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ CANTUS FIRMUS 
ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ο Ντούρς Γκρυνμπάϊν γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1962 στη Δρέσδη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Άρχισε να σπουδάζει Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Αν. Βερολίνου, σπουδές που διέκοψε λίγα χρόνια αργότερα. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 γνώρισε τον Χάϊνερ Μύλλερ (1929-1995), που έδειξε ενδιαφέρον για τα ποιήματά του και τον σύστησε στον διευθυντή Siegfried Unseld των εκδόσεων Suhrkamp. Το 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με ποιήματα στις ίδιες εκδόσεις, για το οποίο οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Το 1995 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Μπύχνερ, που αποτελεί την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση στη Γερμανία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Μικρή Άρκτος μία ευρεία επιλογή από το ποιητικό του έργο με τον τίτλο Ο αστρονόμος σε μετάφραση του υπογραφόμενου. Τα ποιήματα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο Αναφλεκτήρες (Zündkerzen, εκδ. Suhrkamp, 2017). Δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. 
Durs Grünbein, Ἀναφλεκτῆρες
Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου



Τὸ βιβλίο μὲ τὶς ἀδυναμίες

Ἐτούτη ζωὴ - μιὰ γιγάντια ἀτζέντα
Ὅπου ὅλα ἦρθαν ἀλλιῶς κι ὕστερα πάλι ἦρθαν ὅπως ἦρθαν.
Ὅταν κλείνουμε τὰ μάτια βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας
Σ’ ἕναν ἀνελκυστῆρα ποὺ μετρᾶ τὰ χρόνια σὰν ὀρόφους.
Κάποτε στὴ μέση βγαίνει ἕνας, κατεβαίνει
Τὸν διάδρομο, ἴδιος σωσίας τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ μισὴ ζωὴ εἶν’ ἕνα παραπάτημα, νὰ χτυπᾶς
Τὶς λάθος θύρες, γιατὶ ἔξω εἶχαν μιὰ καρδιὰ ζωγραφισμένη.
Πόσο εὐεργετικὸ μετὰ νὰ σωριάζεσαι κάτω ἀπ’ τὴν κούραση.

Μέρα τὴ μέρα πέφτουν τώρα τὰ πέταλα ἑνὸς ἄνθους
Ἀπ’ τὰ ὑπέροχα λουλούδια ποὺ χθὲς ἔκαναν σχεδὸν
Νὰ ἐκρήγνυται τὸ βάζο μὲ τὴν ὀμορφιά τους.
Γαλάζια ὀρτανσία, ἄγριες ἀνεμῶνες, μαύρη τουλίπα –
Μοιάζει σὰν ἕνας ἐλεύθερος αὐτοσχεδιασμός,
Σπουδὴ γιὰ ἕνα παιδικὸ πιάνο, στίχος ἀσυγκράτητος.
Ἀσυγκράτητα θὰ πεῖ: Πεθαίνουμε ἀνεπαίσθητα
Καὶ ξάφνου μᾶς δίνει χαρὰ
Νὰ ζοῦμε σὰν νὰ ἤμασταν ἀθάνατοι.
Ἡ γραφὴ μᾶς περιορίζει καὶ ἡ καθεμιὰ λέξη
Βρίσκει τὸν στόχο. Ἄρχισε τώρα νὰ γράφεις
Ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς καθημερινές σου ἀδυναμίες.  


Τρέχει ἡ ψυχή

Εἶναι μέρες ὅπου τίποτἄλλο δὲ βοηθᾶ παρὰ νὰ περπατᾶς
Μὲς στὸ ἀνθρώπινο ποτάμι ποὺ πλημμυράει τοὺς δρόμους.
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς γρήγορα - ἔτσι μανιακὸς ὅπως εἶσαι
Γιὰ πρόσωπα, νὰ τραβήξεις μιὰ ἴσια γραμμὴ μὲς στὴν πυκνὴ κίνηση.
Ἡ πόλη γίνεται μονομιᾶς ἕνα ἀνοιχτὸ ψυχιατρεῖο. Χωρὶς
Νὰ σὲ ξέρει κανένας φορᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ἐσὺ μπορεῖς,
Τὸ βάρος τῆς ψυχῆς σου. Σ’ εὐχαριστεῖ νὰ νιώθεις ἔτσι ἄδειος.
Ὑπάρχεις, δὲν ὑπάρχεις - ἐσύ, ἴδιος μὲ ὅλους.

Ἡ μοναξιὰ εἶναι τὸ πλῆθος ποὺ μοιράστηκε ὁ καθένας,
Κι ἡ πιὸ μεγάλη ζάλη ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ σχολείου: Τὰ μαθηματικά.
Ἡ ἄσκηση, πῶς νὰ ἐξαφανίσεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου,
Ἀπαίσιο μάθημα ποὺ γιάτρευε κάθε ἀλαζονεία. Ἡ λύση ἦταν
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς γρήγορα. Ἔβγαινε ἀπ’ τὸ μυαλό, ἀπ’ τὸν αὐχένα
Ἔβγαινε ἡ λύση περνώντας μὲς ἀπ’ τὴν πόλη σὲ ὁμόκεντρους κύκλους. 

Ποίημα ἀπολιτικό

καθένας ἀπὸ μᾶς εἶνἕνα
Ἀκατέργαστο διαμάντι, μοναδικό
Στὴν κρυφή του οὐσία.
Πόση αὐτοπειθαρχία ἀπαιτεῖ ἀλήθεια
Ἕνα χαμόγελο ποὺ σκάει ξαφνικά
Τὴν καίρια στιγμή
Πόση στοργή
Καὶ πιὸ πολὺ ἡ λέξη ἐκείνη ποὺ λυτρώνει.
Θὰ μείνει αἴνιγμα γιὰ πάντα
Γιατί τὸ κορίτσι στὸ λεωφορεῖο
Μᾶς ἔδωσε πληροφορίες μὲ τόση καλοσύνη
Χωρὶς νὰ νευριάσει.
Κι ὅλα αὐτὰ καθὼς περνούσαμε
Ἀπὸ χωριὰ μὲ ὑψηλὴ ἀνεργία, πρόσφυγες,
Κι ὕστερα ἐτούτη ἡ μοναδικὴ στιγμή.
Τίποτε ἄσχημο δὲν ἔγινε.
Μόνο μετὰ στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ
Μᾶς πῆρε καταπρόσωπο ἡ ἀσχήμια.
Παγωμένες γωνιὲς ποὺ βρωμοῦσαν,
Σκουπίδια μπροστὰ στὴν καντίνα,
Κι ἡ καμπίνα μὲ τὸ αὐτόματο φωτογραφικὸ
Μηχάνημα ἄδεια. Ἡ γυναίκα στὸ ταμεῖο κοίταζε
Ἐπίμονα τὰ βαμμένα νύχια της πρὶν
Σπρώξει πρὸς τὸ μέρος μας ἀμίλητη τὰ ρέστα.


Σόλο μὲ παντομίμα

Μήπως ἦταν ἕνα ὄνειρο; Τί σοῦ ‘ρθε ἀλήθεια
Νὰ στηρίξεις μιὰν ὁλόκληρη ζωὴ πάνω στὶς λέξεις;

Λέξεις ποὺ στριφογυρνοῦν γύρω ἀπ’ τὰ φαινόμενα
Ὅπως τὰ ἠλεκτρόνια σ’ ἕνα μοντέλο ἀτόμων.

Λέξεις ποὺ ἔχουν τὶς δικές τους διαθέσεις,
Τὸ φορτίο τους, τὴ λάμψη τους, τὸ λεξικό τους,
Κι ἕνα μέρος ἐφήμερο νὰ μένουν μέσα στὸν καθένα μας…

Λέξεις ποὺ δὲν ἡσυχάζουνε σχεδὸν ποτέ
Στὶς ἄκριες τῆς ψυχῆς μας.
Τί γίνεται ἂν τελικὰ ἡ σιωπὴ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο;

Τὸ σῶμα δὲν ἦταν μιὰ παντομίμα μὲς στοὺς δρόμους
Περπατώντας μόνο του, τυλιγμένο
Στὴ δική του σιωπή;

Καὶ τὸ μυαλὸ τί ἦταν, μήπως ἕνα λουλούδι
Ποὺ πατώντας τὸ κουμπὶ μπορεῖ ν’ ἀνοίξει;

Κάποια σημεῖα

Τὰ μῆλα στὸ σοῦπερ-μάρκετ, τὰ ροδάκινα,
Ξεδιαλεγμένα γιὰ τὰ χτυπημένα σημεῖα, οἱ μαυρισμένες μπανάνες –
Τὸ βλέμμα μένει γιὰ ὥρα πολλὴ πάνω τους.
Δὲν μπορεῖ νὰ ξεκολλήσει σπουδάζοντας τὴ φθορά.

Χωρὶς οἶκτο κανένα ζουλᾶνε αὐτὰ τὰ σημεῖα
Προπαντὸς οἱ ἡλικιωμένοι μὲ τὰ κοκάλινά τους δάχτυλα.
Πληγωμένα σῦκα, δαμάσκηνα, σημάδια
Μὲ γκροτέσκα ὄψη. Τὰ βάζεις πάλι στὴ θέση τους,

Ἀηδιασμένος, γοητευμένος. Εἴμαστε ὅπως αὐτὰ
Τὰ χτυπημένα φροῦτα, λέει. Περάσαμε μὲς ἀπὸ χέρια πολλά,
Πληγωθήκαμε, μόνο ποὺ δὲν τὸ βλέπει πιὰ κανένας.
Σημάδια κρυμμένα κάτω ἀπ’ τὰ ροῦχα, τὸ δέρμα ξανανιώνει
Πάλι ἀπ’ τὰ χτυπήματα. Στὸ ταμεῖο λάμπουν τὰ μάτια,
Ἀδιάφθορα, ἐδῶθε ἀπ’ τὴ γραμμὴ τοῦ θανάτου.

Μιὰ γυναίκα στὴν οὐρὰ μὲ τὰ μπράτσα γυμνά
Βάζει τ’ ἀκτινίδια, τὰ πορτοκάλια στὴ ζυγαριά,
Δείχνοντας τὰ μελανὰ σημεῖα, τὰ ἴχνη τοῦ ἔρωτα τῆς περασμένης νύχτας.

Τράνζιτο

Οἱ ἄσπρες νταλίκες στὸ δρόμο γιὰ τὸ Νότο
Κι ἄλλες ἀπ’ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση: Ἕνα ποτάμι
Ποὺ δὲν τελειώνει γεμᾶτο ἐμπορεύματα, σκουπίδια,
Μηχανές, φροῦτα, χύνεται μὲς ἀπ’ τὴν κοιλάδα τῶν Ἄλπεων,
Τὰ περάσματα, τὰ τσιμεντένια φαράγγια.

Μεγάλα, καταξεσχισμένα σύννεφα περνοῦν
Ἀπ’ τὸ παρμπρὶζ τοῦ αὐτοκινήτου, νυχτοπεταλοῦδες
Θροΐζουν μὲς στὰ φυλλώματα τῶν ἀμπελιῶν κατὰ μῆκος τῶν δρόμων,
Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μαύρη γραμμὴ ἀπὸ ἕνα ἀπότομο φρενάρισμα
Ἀναγγέλει συμφορά. Ἀκόμα καὶ μὲς στὰ κύτταρα μιᾶς μηλιᾶς
Μιὰ κρυφὴ καταστροφὴ φουντώνει.

Πῶς πᾶνε ὅλα ρολόι. Πόσο εἰρηνικὰ εἶναι ὅλα,
Πόσο πολιτισμένα. Ἡ πληθώρα κι ἡ γραφειοκρατία.
Τὸ τσιμέντο, οἱ μπανάνες, ὁ βουβὸς πανικὸς τῶν ζώων
Κατὰ τὴ μεταφορά
Καὶ μετὰ τὸ ξεκοίλιασμα.

Αὐτὴ τὴν ὄψη ἔχει ὁ θάνατος ποὺ δὲν τὸν βλέπει κανένας;

Στὸ σοῦπερ-μάρκετ ἡ ἐκπληκτικὴ προσφορά:
Κρέας μινώταυρου – σήμερα μισοτιμῆς!


Σοφ ρήματα

Ὅλα τὰ σοφὰ ρήματα εἶναι ἀθέατα.
Στριφογυρίζουν γύρω ἀπὸ δραστηριότητες
Ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μάθει. Λέγονται ἀφανίζομαι, σβήνω,
Ψοφῶ καὶ βγάζουν σὲ μιὰ περιοχὴ πού ‘ναι χωρὶς ἀνθρώπους.
Χωρὶς νὰ τὰ ἀντιλαμβάνεσαι γλιστροῦν ἀθόρυβα μέσα στὸν χῶρο.

Εἶναι ἀκόμα κι ἄλλα ρήματα ὅπως καταρρέω,
Διαλύομαι. Μ’ ἕνα χέρι ἀόρατο χαϊδεύουν αὐτὸ
Ποὺ κάποτε ὑπῆρξε. Σκεπάζουν μὲ χιόνι, μὲ ὁμίχλη τὶς σκέψεις,
Φανερώνονται σὰν γραμμὴ κιμωλίας στὸν μαυροπίνακα.
Δίνουν στὴ γλώσσα μιὰ ὤθηση γιὰ τὸ φινάλε.

Εἶναι κι ἄλλα ρήματα, ὅπως χιονίζει, παγώνω, γερνάω,
Χάνω τὸ θάρρος μου, πεθαίνω.
Μποροῦν νὰ λύσουν τῆς σοφίας τὰ γόρδια δεσμά.
Εἶναι σὰν σημεῖα περιπλανώμενα τυφλά
Ὑπάρχουν σ’ ὅλων τῶν ψυχῶν τὶς ἀκρώρειες.

Τὰ σοφὰ ρήματα δὲν εἶναι ἰδιαίτερα φημισμένα.
Ἐργάζονται μεθοδικά, μπορεῖς νὰ τὰ ἐμπιστευθεῖς.
Ὑπάρχουν τὰ ρήματα αὐτά, ὅπως κι ὁ ἔρωτας.
Ἐγχειρίζουν συγκαλυμμένα καὶ προχωροῦν ἀθόρυβα
Ὑπὸ τὴν προστασία τῶν οὐσιαστικῶν.
Σκοπός τους οἱ ὁρίζοντες ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τοὺς φτάνει τίποτα.

Μισάνθρωπος ἀνθρωπιστής

Τὸ μυαλὸ εἶναι μιὰ ἀποθήκη - ἢ μήπως ὄχι;
Τὸ μυαλὸ λειτουργεῖ ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅποιος κι ἂν κυβερνᾶ.
Τὸ μυαλὸ γνωρίζει ἀπὸ πρὶν κάθε καινούργιο κίνδυνο.
Διάλεξα νὰ μὴν βουλιάξω. Τώρα ἔφτασα ἐκεῖ

Ὅπου συνωστίζονται οἱ ἀδυναμίες. Ἔχουν τρελαθεῖ ,
Ἀναζητοῦν γνωριμίες, πασχίζουν πολὺ οἰκογενειακά
Γι’ ἀναγνώριση - ὅπως τὰ παιδιὰ ποὺ ζητοῦν γλυκά.

Προσπάθησε νὰ περιγράψεις ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου: Εἶσαι
Μισάνθρωπος ἀπὸ συντροφικότητα, ἀνθρωπιστὴς ἀπὸ μοναξιά.
Κανένα ἐρωτηματολόγιο δὲν σὲ χωρᾶ. Κι ἐσὺ ὁ ἴδιος

Οὔτε ποὺ ἐννοεῖς πὼς εἶσαι ἐδῶ, καταμεσῆς σ’ αὐτὴ τὴν τρέλα,
Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὸ λάθος μέρος. Τὸ μυαλὸ δὲν εἶναι καταφύγιο,
Ἀλλὰ ἐκεῖ ἔξω ἐπικρατεῖ πόλεμος γιὰ ὅλα ὅσα εἶναι
Πέρα ἀπὸ κάθε μέτρο: Τὴν πίστη, τὴν εὐτυχία τῶν εἰδῶν, τὸ χρῆμα.
Τὸ μυαλὸ δὲν ἡσυχάζει ποτέ, διαμαρτύρεται, διεξάγει δίκες ὁλοένα.


Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου

Ο Θανάσης Λάμπρου γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1962 στην πόλη της Λαμίας. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φράιμπουργκ (Freiburg i. Br.), όπου σπούδασε από την αρχή φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και ιστορία της τέχνης. Το 1991 έλαβε το πτυχίο (Μagister Αrtium) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του  Φράιμπουργκ και στη συνέχεια, ως υπότροφος γερμανικού Ιδρύματος, εκπόνησε διδακτορική διατριβή στον τομέα της Φιλοσοφίας και ανακηρύχθηκε το 1994 Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) του ιδίου Πανεπιστημίου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημοσιεύτηκαν, σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του, ενώ τη διετία 1998-2000 δίδαξε Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών.


Η συνέντευξη του Θανάση Λάμπρου που φιλοξενήθηκε στo Bookpress εδώ:
https://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines-ii/thanasis-lamprou

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

"Πραγματικά δεν ξέρω" Άννα Καμιένσκα


Πώς μοιάζει να είσαι άνθρωπος;

ρώτησε το πουλί…

Πραγματικά δεν ξέρω

Μοιάζει να είσαι κατάδικος στο δικό σου δέρμα

αλλά να λαχταράς το άπειρο

να είσαι αιχμάλωτος σ” ένα ψίχουλο του χρόνου

αλλά να απλώνεις το χέρι για αιωνιότητα

να είσαι αβέβαιος χωρίς ελπίδα

κι ένας ανόητος της ελπίδας

να είσαι ένας κρύσταλλος παγετού

και μια χούφτα από ζεστασιά

να αναπνέεις τον αέρα

να πνίγεσαι άφωνος

να φλέγεσαι

και να έχεις μια φωλιά από στάχτες

να τρως ψωμί

αλλά να έχεις γιορτή όταν πεινάς

να πεθαίνεις χωρίς αγάπη

αλλά να αγαπάς πέρα από το θάνατο.

 Όλα αυτά είναι αστεία, είπε το πουλί

πετώντας ανάλαφρα ψηλά στον ουρανό.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Σταμάτης Πολενάκης "Οδυσσέως θάνατος"



Όταν η γη σείστηκε και οι ουρανοί άνοιξαν
και οι θλιμμένες σκιές
άρχισαν ν’ ανεβαίνουν ξανά προς το φως,
τότε είδαμε από μακριά
να μας καλούν άγνωστα κύματα
της καινούριας πατρίδας. Αλλά
ο Οδυσσέας δεν ήταν μαζί μας.
Ο Οδυσσέας δεν ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους
που επέστρεψαν.
Γι’ αυτό η Πηνελόπη υφαίνει κάθε νύχτα
ένα σάβανο από σκοτεινό χιόνι.
Γι’ αυτό μας κοιτάζουν οι νεκροί
με τα μάτια ξεριζωμένα από τις κόγχες τους.

    Η ένδοξη πέτρα, Μικρή Άρκτος, 2014

Ο Σταμάτης Πολενάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 και σπούδασε στο τμήμα Ισπανικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Complutense της Μαδρίτης. Είναι ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον Γιάννη Γκούμα, και, κυρίως, από τον Richard Pierce. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: Το χέρι του χρόνου (Όμβρος, 2002), Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ (Οδός Πανός, 2006), Νοτρ Νταμ (Οδός Πανός, 2008), Τα σκαλοπάτια της Οδησσού (Μικρή Άρκτος, 2012), Η ένδοξη πέτρα (Μικρή Άρκτος, 2014), Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες (Μικρή Άρκτος, 2016). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Zbigniew Herbert "Τάδε έφη Δαμαστής" ( γνωστός επίσης και ως Προκρούστης)




Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Η κινητή μου αυτοκρατορία ανάμεσα στην Αθήνα και τα Μέγαρα
κυβερνούσα μόνος τα δάση τις ρεματιές τα φαράγγια
χωρίς τις συμβουλές των γερόντων γελοία παράσημα μ’ ένα απλό ρόπαλο
φορώντας μόνο τη σκιά ενός λύκου
και τον τρόμο που ο ήχος της λέξης Δαμαστής προκαλούσε
δεν είχα υπηκόους δηλαδή είχα αλλά για λίγο
δεν ζούσαν όσο η αυγή όμως είναι συκοφαντία
να πει κανείς πως ήμουν ληστής όπως ισχυρίζονται οι παραχαράκτες της ιστορίας
στην πραγματικότητα ήμουν ένας λόγιος ένας κοινωνικός αναμορφωτής
το αληθινό μου πάθος η ανθρωπομετρία
επινόησα ένα κρεβάτι στις διαστάσεις του τέλειου ανθρώπου
το σύγκρινα με τους ταξιδιώτες που έπεφταν στα χέρια μου
ήταν δύσκολο ν’ αντισταθώ στον πειρασμό –το ομολογώ-
να τεντώνω άκρα να κόβω πόδια
οι ασθενείς πέθαιναν αλλά όσο περισσότεροι χάνονταν
τόσο ήμουν βέβαιος πως η έρευνά μου ήταν σωστή
ο σκοπός ήταν ευγενής η πρόοδος απαιτεί θύματα
ποθούσα να καταργήσω τη διαφορά ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό
ήθελα να δώσω ένα και μόνο σχήμα στην αηδιαστικά ποικιλόμορφη ανθρωπότητα
δεν παραιτήθηκα ποτέ από την προσπάθεια να κάνω τους ανθρώπους ίσους
τη ζωή μού την πήρε ο Θησέας ο φονιάς του αθώου Μινώταυρου
αυτός που βγήκε απ’ τον λαβύρινθο με το κουβάρι νήμα μιας γυναίκας
ένας τσαρλατάνος όλο κόλπα χωρίς αρχές ή όραμα του μέλλοντος
έχω τη βάσιμη ελπίδα πως άλλοι θα συνεχίσουν τις προσπάθειές μου
και θα ολοκληρώσουν το έργο που με τόση τόλμη έβαλα μπρος




HERBERT ZBIGNIEW

ΤΙΜΕΣ ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΘΕΟ ΤΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ

Εισαγωγή - Χάρης Βλαβιανός

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

ΕΝΑ ΔΙΠΛΑΝΟ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΗ, 1916.

της Μαριλένας Κασιμάτη*
Κωνσταντίνος Παρθένης (1878/1879-1967) Το γαλλικό αεροδρόµιο της Κέρκυρας, 1916, Ιδιωτική συλλογή.

Robert Vaucher, Φεβρουάριος 1916, Κέρκυρα, συντήρηση γαλλικού αεροπλάνου στο αεροδρόμιο των Αλυκών Ποταμού.

Frédéric Gadmer, Φεβρουάριος 1916, Κέρκυρα, συντήρηση γαλλικού αεροπλάνου στο αεροδρόμιο των Αλυκών Ποταμού.

Το 1911 ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878/79-1967), λίγο πριν εγκατασταθεί το 1917 στην Αθήνα, μεταφέρεται από το Παρίσι στην Κέρκυρα, έχοντας αποκομίσει παριζιάνικα μεταϊμπρεσιονιστικά ερεθίσματα. Τι είδε όμως στην Κέρκυρα το 1916 που τον παρακίνησε να θεματοποιήσει ένα θαυμαστό επίτευγμα της τεχνολογίας, μέρος πλέον της σύγχρονης ζωής, ανάλογο των σιδηροδρόμων και της ατμόσφαιρας γύρω από τους κεντρικούς σταθμούς που είχαν προκαλέσει με τον ίδιο τρόπο τους Ιμπρεσιονιστές στο Παρίσι (ιδίως τον Claude Monet το 1877 με τον έργο: "Ο Σταθμός Saint-Lazare"); Τα ιστορικά: Τον Ιανουάριο του 1916 (επί Α΄ΠΠ και Εθνικού Διχασμού), με απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης και με προστασία γαλλικών πολεμικών αποβιβάζονται στην ουδέτερη Κέρκυρα -ερήμην κυβερνητικών αποφάσεων- σερβικές δυνάμεις. Η γαλλική κατάληψη /παραβίαση ελληνικού εδάφους θα είχε προσωρινό χαρακτήρα, ενώ η Κέρκυρα έγινε βάση ανεφοδιασμού των συμμαχικών δυνάμεων. Ο χώρος του σημερινού αεροδρομίου χρησιμοποιήθηκε για βάση της γαλλικής αεροπορίας. Νά τα λοιπόν τα διπλάνα του Παρθένη, Νά η γαλλική κουλτούρα του, νά η μοντέρνα τεχνολογία, που τον ενθουσίασε και δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά στο έργο του. 
Καμιά φορά η αναδρομή στην Ιστορία είναι αναγκαία για την κατανόηση των έργων τέχνης, δεν αρκεί δλδ η λεζάντα που δίνεται από τις επιμελήτριες εκθέσεων: "Το γαλλικό αεροδρόμιο της Κέρκυρας". Γαλλικό; Στην Κέρκυρα; Πώς έτσι; Μάλιστα.
Δείτε και τα τεκμήρια των φωτογράφων Robert Vaucher και Frédéric Gadmer, (Φεβρουάριος 1916), "Κέρκυρα, συντήρηση γαλλικού αεροπλάνου στο αεροδρόμιο των Αλυκών Ποταμού" που έκλεψα (με ευχαριστίες) από την θαυμάσια σελίδα της Κέρκυρας του Θεόδωρου Μεταλληνού. Συσχετίζουμε και την τοπογραφική ακρίβεια της φωτογραφίας με το υλοποιημένο έργο του Παρθένη.

*Η Μαριλένα Κασιμάτη είναι ιστορικός Τέχνης

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

"ΑΓΩΓΗ ΨΥΧΗΣ" του Έκτορα Πανταζή

– ν-Αυτού ψηλά που περπατείς, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα,
και χαμηλά λογιάζεις,1 τρυγόνα μου γραμμένη
μην είδες τον ασίκη2 μου, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα,
τον αγαπητικό μου, τον άντρα το δικό μου;
– ν-Εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν.

1λογιάζεις: κοιτάζεις
2ασίκης: λεβέντης, αγαπημένος
Τον πυκνό τον συμπαγή χρόνο που καθρεφτίζει αυτό το τραγουδάκι, γιατί εκφράζει κοντά μιας χιλιετίας αίσθημα, εγχρονίζει η Νατάσσα Μάρε Μουμτζίδου βάζοντας ερμηνευτικό βίωμα πάνω στις υφές του, έτσι όπως το απαιτούν οι χρόνοι της σημερινής ζωής. Γιατί ήταν χρόνοι κοινότητας με τραχιά ζωή που εξέφραζε μια ηχορρυθμική μορφή, που το σημερινό αίσθημα δεν αντέχει.
Λεπτότητα, αβρότητα, που στοιχεί στο τώρα, τα παρέχει φωνητικά μουσικά στυλιστικά, ψυχοφελές για μας, τη μουσική μας αγωγή και για το τραγούδι.
Κι αυτή η κραυγή που σου σχίζει την ψυχή είναι η απόδοση της ουσίας, ο ποιητικός χώρος, διάταση, τέντωμα των χορδών, ένταση ακοής, ακρόασης, βάθεμα, επίρρευμα, ηλεκτρική μετάγγιση, τραγικό αίσθημα.
Η Νατάσσα έχει αντιληφτεί πως αυτό που έκανε η όπερα το είχε κάνει ήδη το δημοτικό μας τραγούδι. Πήρε από την τραγωδία το εργώδες. Η δύση το έκανε όπερα, ο λαός μας τραγούδι.

Στην Υψίτονη κραυγή της η Νατάσσα "διαβάζει" τη δύναμη των εικόνων του τραγουδιού, που σε πρώτη ματιά δεν φαίνεται, σαν την κορυφαία του χορού στο αρχαίο δράμα, μετέχει διεκτραγωδεί, τραγουδά, ερμηνεύει.
Ξαναβάζει στη μουσική σκηνή με βιωματικό τρόπο, με δύναμη ερμηνείας το βάθος της παράδοσης με πλήρη επίγνωση ότι το παραδίδειν εστί παραλαμβάνειν.
Κοινωνεί οικουμενικά
και κοινωνεί οικουμενικά με ιδιόχρωμα φωνής.
Η Υψίτονη κραυγή, διαγράφει τροχιά όπως τα πιο ψηλά τόξα στις Βασιλικές μας μετά τρούλου, ηχητική εικόνα που δίνει στο βάθος του πραγματικού δράματος σ'αυτό που ιστορεί ο στίχος, στοιχείο τραγικό, διαχρονικό του λαού μας που δεν το έχασε ποτέ.
Ρίχνω μια ακόμη ματιά στο "γραμμένη". Θέλει να πει ζωγραφισμένη. Γιατί αν είναι γραμμένη όπως οι εικόνες, η Τρυγόνα, γίνεται εικόνα γυναίκας, παίρνει θέση δίπλα στις αρχαίες ηρωίδες του δράματος. Ελένη τε Εκάβη, Ηλέκτρα και Α ν τ ι γ ό ν η! Ναι ,το είπα.Τρυγόνα Αντιγόνη. Αδερφώθηκαν.

Οπότε για μια στιγμή η Νατάσσα γίνεται Τρυγόνα, και το αντίστροφο.



"Ο αυτόπτης μάρτυρας" του Ερνστ Βάις


Μεγάλο μέρος της κριτικής δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/weiss-ernst-skarifima-o-autoptis-marturas.

Για το μυθιστόρημα του Ερνστ Βάις «Ο αυτόπτης μάρτυρας» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Σκαρίφημα).

της Νότας Χρυσίνα

Το μυθιστόρημα του Ερνστ Βάις Ο αυτόπτης μάρτυρας εκδόθηκε το 1963, είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, που αυτοκτόνησε τη μέρα που μπήκαν οι Ναζί στο Παρίσι όπου ζούσε εξόριστος. Το βιβλίο αποτελεί μαρτυρία ιστορική αλλά και βιωματική. Βασίζεται σε δύο άξονες που διεκδικούν το αφήγημα με ίσες αξιώσεις. Από τη μια ο συγγραφέας ιστορεί με λεπτομέρεια τα γεγονότα που προηγήθηκαν του φαινομένου της γέννησης, της ανόδου και της επικράτησης του ναζισμού και πώς αυτά οδήγησαν στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ από την άλλη αφηγείται την ιστορία του ήρωα, την πορεία της πνευματικής του ωρίμανσης, της συνειδητοποίησης της ταυτότητάς του και του ρόλου του στον κόσμο. Το αφήγημα σχοινοβατεί δηλαδή ανάμεσα στο ιστορικό μυθιστόρημα και το Bildungsroman, μυθιστόρημα διάπλασης ή μαθητείας.
Ο Ernst Weiss με τον Franz Kafka στην Δανία, το 1914

Ο Βάις στο μυθιστόρημά του παραπέμπει, επίσης, σε ένα δημοφιλές είδος, την αυτοβιογραφία, καθώς με έναν εξομολογητικό τόνο εκμυστηρεύεται την επιθυμία του να ορίσει τα πράγματα, την επιθυμία για παντοδυναμία. Έτσι, η εμφάνιση του Χίτλερ ως πρόσωπο του μυθιστορήματος προοικονομείται, με αυτή ακριβώς την εξομολόγηση, στην εισαγωγική παράγραφο του μυθιστορήματος, καθώς ο Χίτλερ προσπάθησε να επιτύχει αυτό ακριβώς, να ελέγξει δηλαδή τον κόσμο:                                                                                                                
Η ΜΟΙΡΑ ΜΕ ΟΡΙΣΕ ΝΑ ΠΑΙΞΩ έναν συγκεκριμένο ρόλο στη ζωή ενός από τους σπάνιους ανθρώπους που μετά τον Μεγάλο Πόλεμο επρόκειτο να προκαλέσουν τρομερές αλλαγές και ανυπολόγιστα πάθη στην Ευρώπη. Αρκετές φορές μετέπειτα αναρωτήθηκα τι με ώθησε τότε να  εμπλακώ σ’ εκείνη την υπόθεση, αν ήταν η φιλομάθεια η κύρια ιδιότητα του ερευνητή που ασχολείται με την ιατρική επιστήμη, ή ένα είδος παντοδυναμίας, η επιθυμία να ορίσω μια φορά κι εγώ τα πράγματα.
Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα παρακολουθούμε τον αφηγητή ήρωα, τον αυτόπτη μάρτυρα, να ωριμάζει μέσα από καθοριστικά συμβάντα, εσωτερικά και εξωτερικά. Σε νεαρή ηλικία προσπάθησε να ορίσει τα πράγματα, να αντιμετωπίσει τον φόβο του και να «επιβάλει τη θέλησή [του]» ταΐζοντας τα άλογα του στρατώνα του τρίτου συντάγματος ιππικού που βρισκόταν κοντά στο σχολείο του. Δυστυχώς ένα από τα άλογα τον κλώτσησε και του έσπασε τα πλευρά βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Τον έσωσε ένας εβραίος γιατρός με μια «θεραπεία θαύμα» όπως την χαρακτηρίζει ο ήρωας -κάνοντας ένα λογοπαίγνιο σε αντιδιαστολή με τα θαύματα στα οποία πίστευε η θρησκόληπτη καθολική μητέρα του που απεχθανόταν την επιστήμη.  Το ατύχημα υπήρξε καθοριστικό για τον νεαρό ήρωα που αποφάσισε μεγαλώνοντας να ακολουθήσει το ιατρικό επάγγελμα. Η ιατρική και τα τότε επιτεύγματα της επιστήμης αποτελούν μία από τις θεματικές του μυθιστορήματος καθώς περιγράφονται με μεγάλη λεπτομέρεια. Ο συγγραφέας ως γιατρός που ήταν γνώριζε άριστα την ανατομία του σώματος, την οποία παρομοιάζει με «θαύμα».  
Όποιος έχει κατανοήσει αυτό το θαύμα της μηχανικής, δίπλα στο οποίο η μηχανική ενός αυτοκινήτου, ενός μηχανικού αργαλειού, μίας ατμομηχανής εκατό ίππων φαντάζει κακοτεχνία[…] όποιος δεν έχει δει μπροστά στα μάτια του πώς συμμορφώνονται στον μικροσκοπικό χώρο ανάμεσα στο δέρμα και στα οστά οι πλέον διαφορετικοί τένοντες, εκτείνοντες και καμπτήρες μύες, νεύρα, κινητικά και αισθητικά, αρτηρίες και φλέβες, πώς συνεργάζονται εδώ, πώς αλληλοσυμπληρώνονται με μία ευφυή απλότητα, αυτός ας με καταδικάσει.
Ένας άλλος, βασικός για την εξέλιξη της πλοκής, ήρωας ο Κάιζερ ή Τρελοκάιζερ είναι επίσης γιατρός αλλά και μυστικοσύμβουλος του Βασιλείου της Βαυαρίας. Αυτός θα γίνει ο μέντοράς του και θα τον στηρίξει ηθικά και οικονομικά στις σπουδές του. Ο γηραιός άνδρας αγαπούσε με πάθος την επιστήμη του και τις νεαρές και όμορφες γυναίκες. Αντίθετα, ο ήρωας, που ήταν βυθισμένος σε διάφορα «οιδιπόδεια» συμπλέγματα, απέφευγε τις νεαρές γυναίκες και τις χαρακτήριζε «ακάθαρτα δοχεία». Ωστόσο, η σχέση με τον Κάιζερ διαρρηγνύεται για μια γυναίκα. Ο γιατρός τον κατηγορεί για το γεγονός ότι απέτυχε να ικανοποιήσει το αίσθημα της παντοδυναμίας του μη πραγματοποιώντας ένα εξωφρενικό επιστημονικό πείραμα που θα του εξασφάλιζε τον θαυμασμό της νεαρής και ελαφρόμυαλης συζύγου του. Μετά αυτή του την αποτυχία, η σύζυγος τον εγκαταλείπει. Ο γηραιός άντρας θεωρεί υπεύθυνο τον ήρωα αλλά όταν συνειδητοποιεί το λάθος του τον εκλιπαρεί να τον συγχωρέσει και να επιστρέψει κοντά του. Επιπλέον, του ζητάει να αναλάβει την κλινική του. Ο ήρωας στρέφεται στη μελέτη της υστερίας και των ψυχογενών διαταραχών όπως η υστερική τυφλότητα. Ήθελε να βρει «τον δρόμο από την εμφανή ψυχή στην κατώτερη ψυχή».
Την εποχή εκείνη «ξύπνησαν οι κατώτερες ψυχές» η Ευρώπη «δεν υπήρχε πια, τα σύνορα [έκλεισαν] και παντού κυλούσε αίμα». Η Ιστορία γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα. Μια νέα διάσταση στην έννοια έθνος και την ταύτισή της με την έννοια πατρίδα ανασύρει κατώτερα ένστικτα.
Όλοι ήταν υγιείς, γενναίοι και καλοί, όλοι ήταν πατριώτες, όλοι ήταν υπερήφανοι για το έθνος τους. Ένα γλυκερό κύμα συναισθηματισμού έκανε νέους και γέρους, πλούσιους και φτωχούς να ενώνονται στα πόδια του βωμού της απειλούμενης, ενάρετης πατρίδας.
Ο εθνικισμός ξεκίνησε ως πολιτική ιδεολογία προτείνοντας ως βάση της πολιτικής ενότητας το έθνος -λαό. Η έννοια του έθνους διαχωρίστηκε από την έννοια του λαού στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα. Ο λαός δεν μπορούσε να ταυτίζεται πια με το έθνος, γιατί περιελάμβανε και άλλες εθνικές μειονότητες, το ζήτημα των οποίων μετατράπηκε σε ένα από τα σημαντικά θέματα εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων. Είναι αυτός ο εθνικισμός που διαμόρφωσε το ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους και έφθασε σε απόλυτο παροξυσμό με τον φασισμό.
Επικρατούσε το πολεμικό δίκαιο, το αναγκαστικό δίκαιο, επομένως κανένα δίκαιο. Το παγκόσμιο διεθνές δίκαιο ήταν υποδεέστερο του καθαγιασμένου δικαίου του μεμονωμένου έθνους που αμυνόταν και που πολεμούσε εναντίον του άλλου έθνους ή εναντίον άλλων εθνών, που επίσης αμύνονταν.
Η «τύφλωση» του λαού κάτω από σύμβολα που του εξασφάλιζαν ταυτότητα και αξιοπρέπεια οδήγησε και στην άνοδο του ηγέτη των «τυφλών», τον Χίτλερ:
«Εκείνος κήρυττε το μίσος κατά της μαύρης πανούκλας. Κατά των υποκινητών του πολέμου (που ακριβώς πριν τον επιδοκίμαζε ως τον μοναδικό δρόμο για την εξουσία), κατά του «Οβραίου» όπως τον έλεγε στην αυστριακή διάλεκτό του.
Αντίρρηση δεν δεχόταν, το συναίσθημά του τότε φούντωνε με μιας σαν να εκρήγνυται, ούρλιαζε, έκρωζε, μουρμούριζε και γλυκομιλούσε σαν σε ντελίριο […] «Ο Οβραίος» έφταιγε για όλα. […] «Αποπλανούνται εκατοντάδες χιλιάδες κορασίδες από στραβοκάνηδες, αηδιαστικούς Εβραίους μπάσταρδους»

Το εύρημα του Βάις είναι η συνάντησή του ήρωα με τον Χίτλερ το οποίο κουράρει και θεραπεύει από υστερική τύφλωση. Ο γιατρός είχε κατορθώσει να υπερισχύσει και να επηρεάσει την «κατώτερη ψυχή» του Χίτλερ ο οποίος:
Προτίμησε να τυφλωθεί, από το να βλέπει την κατάρρευση της Γερμανίας. Η τύφλωσή του ήταν ένα δείγμα της εξαιρετικά ισχυρής θέλησής του.
Όταν όμως τον ξανασυναντάει, ως υποδεκανέα της Ράιχσβερ [(«Άμυνα του Ράιχ»), ονομασία του Γερμανικού Στρατού από το 1919 έως το 1935] να βγάζει παθιασμένο λόγο εναντίον των Εβραίων, νιώθει τύψεις που συνέβαλε στο «ξύπνημα της κατώτερης ψυχής» ενός φανατικού τέρατος.
Το ένστικτό του, όχι οι γνώσεις του απ’ τα βιβλία, του είχε φανερώσει […] πώς να μιλά ο ένας πάνω και οι άλλοι κάτω να ακούνε, ο αφέντης στους δούλους του, ένας μάγος, ένας δεσπότης, ένας γητευτής κι ένας φρικτός, σκληρός ιερέας συγχρόνως.
[…]
Γινόταν αχόρταγος, χωρίς φραγμούς, δαιμονικός, υπνώτιζε αυτούς που ήταν παρόντες έτσι όπως τον είχα υπνωτίσει κάποτε εγώ, με την ενέργεια της χίλιες φορές σφυροκοπημένης σκέψης, με το στένεμα του πνευματικού οπτικού πεδίου […] τυφλός με θρησκευτικό φανατισμό […] εκτός εαυτού, σχεδόν εκτός κόσμου [….] Δικό μου έργο ήταν;
Ο Χ δηλαδή ο Χίτλερ είναι το πρόσωπο ή καλύτερα η πρόφαση γύρω από τον οποίο χτίζεται ο ιστορικός και ο μυθοπλαστικός χρόνος του μυθιστορήματος Αυτόπτης μάρτυρας. Ο γιατρός Βάις σε επιστολή του στον γερμανόφωνο συγγραφέα της Πράγας Φραντς Καρλ Βάισκοπφ  έγραψε πως «πρόκειται για μυθιστόρημα με γιατρούς (της Ψυχιατρικής), στο οποίο παίζει κάποιον ρόλο ο Χίτλερ».                                                                                             
                                                                                                        
                                                           
Ο αυτόπτης μάρτυρας
Ερνστ Βάις
Μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης
Σκαρίφημα 2017

Ο Χίτλερ ίδρυσε το Εργατικό Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα (NSDAP). Από το 1933 έως το 1945 διετέλεσε καγκελάριος της Γερμανίας και από το 1934 έως το 1945 αρχηγός του γερμανικού κράτους, του Τρίτου Ράιχ.  Ο "υπέρτατος Ηγέτης" (Φύρερ) υιοθετώντας φυλετική πολιτική,  δημιούργησε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης και τελικά οδήγησε στο Ολοκαύτωμα των  Εβραίων της Ευρώπης.
Τα γεγονότα αυτά και όσα προηγήθηκαν βίωσε ο γερμανόφωνος συγγραφέας καθώς υπηρέτησε ως γιατρός  σε διάφορες περιοχές της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας κατά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Βάις περιέγραψε στο μυθιστόρημά του αυτές τις αναμνήσεις καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι οποίες οδήγησαν και στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933. Η  Μοναρχία έπεσε το 1918 και με το τέλος του πολέμου ο Βάις επέστρεψε στην Πράγα, στο νέο κράτος της Τσεχοσλοβακίας, όπου επίσημη γλώσσα πλέον έγιναν τα Τσεχικά, τα οποία αγνοούσε.
Οι αναμνήσεις του Βάις, με τον αφηγηματικό τρόπο που έχουν καταγραφεί, θα μπορούσαν να παραπέμπουν στο είδος της κλασικής αυτοβιογραφίας καθώς ο συγγραφέας ταυτίζεται σε πολλά σημεία με τον ήρωα –αφηγητή αλλά και εξομολογείται, σε πρώτο πρόσωπο,  όσα τον απασχόλησαν σε κρίσιμες περιστάσεις της ζωής του. Ο ήρωας, όπως και ο Βάις, σπούδασε γιατρός, υπηρέτησε σε στρατιωτικό νοσοκομείο και αντιμετώπισε τις κακουχίες της φτώχειας και του πολέμου. Το πρωτοπρόσωπο αυτό αφήγημα μοιάζει με ημερολόγιο φρίκης γεμάτο εικόνες πολέμου, με ακρωτηριασμούς σωμάτων και ψυχών και με το αίμα να ρέει άφθονο όπως πραγματικά συνέβη στον πιο πολύνεκρο πόλεμο που ήταν ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε μια γενικευμένη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 ως τις 11 Νοεμβρίου 1918. Μια μεγάλη ενδοευρωπαϊκή διένεξη με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο,  με συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων και με την εμπλοκή και των αμερικανικών δυνάμεων γεγονότα που του προσέδωσαν την έννοια του παγκόσμιου. 
Ο συγγραφέας παρουσιάζει, επίσης, την κατάσταση που επικρατούσε μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ηττημένη Γερμανία αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στην καταβολή των δόσεων για τις αποζημιώσεις στους Συμμάχους κι έτσι εκείνοι την υποχρέωσαν να καταβάλλει την οφειλή σε είδη: ατσάλι, άνθρακα, ξυλεία. Η οικονομική εξαθλίωση είχε φτάσει την κατάσταση στα άκρα.
«Τα πάντα ήταν μες στο χάος. Οι Γάλλοι είχαν κατάσχει τα πιεστήρια χαρτονομισμάτων και πολλαπλασίαζαν ακόμη περισσότερο τον κατακλυσμό χαρτιού. Η δημοκρατία της Βαιμάρης δεν είχε κανένα κύρος πια. Η νότια Γερμανία ήθελε να χωριστεί από τη βόρεια Γερμανία, ή για να το πω καλύτερα, το φανατικά εθνικιστικό κόμμα, που ο Χ. του είχε δώσει τρομερή ώθηση, αρνήθηκε βέβαια τη συμπαράσταση στη Δημοκρατία της Βαιμάρης, στο «σύστημα» όταν θα γινόταν πόλεμος […] την άνοιξη του 1932 επρόκειτο να διεξαχθεί ανελέητα με αιματηρή αυστηρότητα η τελευταία διαχωριστική τομή ανάμεσα στο υγιές και στο άρρωστο μέρος του Ράιχ. Οι Γερμανοί εναντίον Γερμανών;»
Ο Ρουσώ είχε εκφράσει την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και ευτυχισμένος. Η δυστυχία του σύγχρονου ανθρώπου οφείλεται στην κοινωνία. Επιπλέον, είχε ορίσει την αυτογνωσία ως μέτρο γνώσης του κόσμου.
Ο ήρωας επιτυγχάνει την αυτογνωσία μέσα από τις εμπειρίες του τις οποίες καταγράφει. Σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του χαρακτηρίζει τον εαυτό του «αυτόπτη μάρτυρα» για να ομολογήσει τελικά πως μόνο ο Κάιζερ ήταν αυτόπτης μάρτυρας: «Διότι δεν αγαπούσε». Αυτόπτης μάρτυρας σημαίνει συμμέτοχος και παρατηρητής. Αυτός που δρα αλλά και υφίσταται τη δράση. Είναι παρών χωρίς συναίσθημα. Ως επιστήμονας προσπαθεί να προσεγγίσει τη γνώση σε παρθένες περιοχές, όπως η ανατομία σώματος και ψυχής, ως άνθρωπος, όμως,  πιάνεται στο δίχτυ του έρωτα.
Η ερωτική ιστορία με τη γυναίκα του μοιάζει σαν ένα διήγημα μέσα σε ένα άλλο διήγημα. Ο κοινός παρονομαστής με όσα προηγήθηκαν είναι ο Χ και η δήθεν υστερική τύφλωση από την οποία τον θεράπευσε ο γιατρός. Η δράση στρέφεται γύρω από το ιατρικό απόρρητο και την προδοσία της γυναίκας του και η κορύφωση της περιπέτειας αφορά την καταδίωξή τους από τον Χ που θέλει να κρατήσει μυστικό το παρελθόν του. Η εβραιοπούλα γυναίκα του ήρωα συμπληρώνει ένα ακόμη στοιχείο σασπένς. Ο Χίτλερ είναι στο βάθος του σκηνικού και κινεί τα νήματα καθώς ο άνθρωπος κυριαρχείται από ένστικτα τα οποία τον μετατρέπουν σε μαριονέτα.
Εκείνος υπολόγιζε την τεράστια δύναμη του ψεύδους, του ανελέητου επιθετικού μίσους […] βασιζόταν σε τρεις θεμελιώδεις ιδιότητες του ανθρώπου, στην κτηνωδία του, την αδυναμία του και τη δειλία του […] Αυτά τα ένστικτα […] σε ήρεμες εποχές καταπιέζονταν από τη λογική και τον νόμο
Ο γιατρός αναζητεί την ευτυχία στην οικογένεια αλλά δεν της παραδίνεται. Ξέρει μόνο να είναι χρήσιμος ως στρατιωτικός γιατρός. Δεν μπορεί να ολοκληρώσει το βήμα προς την ολοκλήρωσή του.
 … προτιμούσα να είμαι αυτόπτης μάρτυρας και καλός φίλος. Εγώ είχα τη δουλειά μου, και μου αρκούσε.
Έτσι, αποφασίζει να μείνει πιστός στον εαυτό του καθώς η ευτυχία είναι γι’ αυτόν μια αποστολή.
Αν με την ευτυχία αντιλαμβανόμαστε την ψευδαίσθηση ότι έχουμε να εκπληρώσουμε μία αποστολή στη ζωή μας, που έχει ανατεθεί σε εμάς και σε κανέναν άλλον
Η μετάφραση του μυθιστορήματος έγινε από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, μεταφραστή επίσης του έργου του Φραντς Κάφκα,  που κατορθώνει να μεταδώσει τη ζωντάνια και τη ροή ενός ιδιαίτερα απαιτητικού κειμένου, ιδιαίτερα στα σημεία όπου ο συγγραφέας κάνει λόγο για το θαύμα της ανθρώπινης ανατομίας.