Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΤΟΥΡΣ ΓΚΡΥΝΜΠΑΙΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΤΟΥΡΣ ΓΚΡΥΝΜΠΑΙΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Durs Grünbein " Ἀναφλεκτῆρες"


ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ CANTUS FIRMUS 
ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΜΠΡΟΥ
Ο Ντούρς Γκρυνμπάϊν γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1962 στη Δρέσδη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Άρχισε να σπουδάζει Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Αν. Βερολίνου, σπουδές που διέκοψε λίγα χρόνια αργότερα. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 γνώρισε τον Χάϊνερ Μύλλερ (1929-1995), που έδειξε ενδιαφέρον για τα ποιήματά του και τον σύστησε στον διευθυντή Siegfried Unseld των εκδόσεων Suhrkamp. Το 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με ποιήματα στις ίδιες εκδόσεις, για το οποίο οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Το 1995 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Μπύχνερ, που αποτελεί την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση στη Γερμανία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Μικρή Άρκτος μία ευρεία επιλογή από το ποιητικό του έργο με τον τίτλο Ο αστρονόμος σε μετάφραση του υπογραφόμενου. Τα ποιήματα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο Αναφλεκτήρες (Zündkerzen, εκδ. Suhrkamp, 2017). Δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. 
Durs Grünbein, Ἀναφλεκτῆρες
Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου



Τὸ βιβλίο μὲ τὶς ἀδυναμίες

Ἐτούτη ζωὴ - μιὰ γιγάντια ἀτζέντα
Ὅπου ὅλα ἦρθαν ἀλλιῶς κι ὕστερα πάλι ἦρθαν ὅπως ἦρθαν.
Ὅταν κλείνουμε τὰ μάτια βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας
Σ’ ἕναν ἀνελκυστῆρα ποὺ μετρᾶ τὰ χρόνια σὰν ὀρόφους.
Κάποτε στὴ μέση βγαίνει ἕνας, κατεβαίνει
Τὸν διάδρομο, ἴδιος σωσίας τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ μισὴ ζωὴ εἶν’ ἕνα παραπάτημα, νὰ χτυπᾶς
Τὶς λάθος θύρες, γιατὶ ἔξω εἶχαν μιὰ καρδιὰ ζωγραφισμένη.
Πόσο εὐεργετικὸ μετὰ νὰ σωριάζεσαι κάτω ἀπ’ τὴν κούραση.

Μέρα τὴ μέρα πέφτουν τώρα τὰ πέταλα ἑνὸς ἄνθους
Ἀπ’ τὰ ὑπέροχα λουλούδια ποὺ χθὲς ἔκαναν σχεδὸν
Νὰ ἐκρήγνυται τὸ βάζο μὲ τὴν ὀμορφιά τους.
Γαλάζια ὀρτανσία, ἄγριες ἀνεμῶνες, μαύρη τουλίπα –
Μοιάζει σὰν ἕνας ἐλεύθερος αὐτοσχεδιασμός,
Σπουδὴ γιὰ ἕνα παιδικὸ πιάνο, στίχος ἀσυγκράτητος.
Ἀσυγκράτητα θὰ πεῖ: Πεθαίνουμε ἀνεπαίσθητα
Καὶ ξάφνου μᾶς δίνει χαρὰ
Νὰ ζοῦμε σὰν νὰ ἤμασταν ἀθάνατοι.
Ἡ γραφὴ μᾶς περιορίζει καὶ ἡ καθεμιὰ λέξη
Βρίσκει τὸν στόχο. Ἄρχισε τώρα νὰ γράφεις
Ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς καθημερινές σου ἀδυναμίες.  


Τρέχει ἡ ψυχή

Εἶναι μέρες ὅπου τίποτἄλλο δὲ βοηθᾶ παρὰ νὰ περπατᾶς
Μὲς στὸ ἀνθρώπινο ποτάμι ποὺ πλημμυράει τοὺς δρόμους.
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς γρήγορα - ἔτσι μανιακὸς ὅπως εἶσαι
Γιὰ πρόσωπα, νὰ τραβήξεις μιὰ ἴσια γραμμὴ μὲς στὴν πυκνὴ κίνηση.
Ἡ πόλη γίνεται μονομιᾶς ἕνα ἀνοιχτὸ ψυχιατρεῖο. Χωρὶς
Νὰ σὲ ξέρει κανένας φορᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ἐσὺ μπορεῖς,
Τὸ βάρος τῆς ψυχῆς σου. Σ’ εὐχαριστεῖ νὰ νιώθεις ἔτσι ἄδειος.
Ὑπάρχεις, δὲν ὑπάρχεις - ἐσύ, ἴδιος μὲ ὅλους.

Ἡ μοναξιὰ εἶναι τὸ πλῆθος ποὺ μοιράστηκε ὁ καθένας,
Κι ἡ πιὸ μεγάλη ζάλη ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ σχολείου: Τὰ μαθηματικά.
Ἡ ἄσκηση, πῶς νὰ ἐξαφανίσεις ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου,
Ἀπαίσιο μάθημα ποὺ γιάτρευε κάθε ἀλαζονεία. Ἡ λύση ἦταν
Νὰ περπατᾶς, νὰ περπατᾶς γρήγορα. Ἔβγαινε ἀπ’ τὸ μυαλό, ἀπ’ τὸν αὐχένα
Ἔβγαινε ἡ λύση περνώντας μὲς ἀπ’ τὴν πόλη σὲ ὁμόκεντρους κύκλους. 

Ποίημα ἀπολιτικό

καθένας ἀπὸ μᾶς εἶνἕνα
Ἀκατέργαστο διαμάντι, μοναδικό
Στὴν κρυφή του οὐσία.
Πόση αὐτοπειθαρχία ἀπαιτεῖ ἀλήθεια
Ἕνα χαμόγελο ποὺ σκάει ξαφνικά
Τὴν καίρια στιγμή
Πόση στοργή
Καὶ πιὸ πολὺ ἡ λέξη ἐκείνη ποὺ λυτρώνει.
Θὰ μείνει αἴνιγμα γιὰ πάντα
Γιατί τὸ κορίτσι στὸ λεωφορεῖο
Μᾶς ἔδωσε πληροφορίες μὲ τόση καλοσύνη
Χωρὶς νὰ νευριάσει.
Κι ὅλα αὐτὰ καθὼς περνούσαμε
Ἀπὸ χωριὰ μὲ ὑψηλὴ ἀνεργία, πρόσφυγες,
Κι ὕστερα ἐτούτη ἡ μοναδικὴ στιγμή.
Τίποτε ἄσχημο δὲν ἔγινε.
Μόνο μετὰ στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ
Μᾶς πῆρε καταπρόσωπο ἡ ἀσχήμια.
Παγωμένες γωνιὲς ποὺ βρωμοῦσαν,
Σκουπίδια μπροστὰ στὴν καντίνα,
Κι ἡ καμπίνα μὲ τὸ αὐτόματο φωτογραφικὸ
Μηχάνημα ἄδεια. Ἡ γυναίκα στὸ ταμεῖο κοίταζε
Ἐπίμονα τὰ βαμμένα νύχια της πρὶν
Σπρώξει πρὸς τὸ μέρος μας ἀμίλητη τὰ ρέστα.


Σόλο μὲ παντομίμα

Μήπως ἦταν ἕνα ὄνειρο; Τί σοῦ ‘ρθε ἀλήθεια
Νὰ στηρίξεις μιὰν ὁλόκληρη ζωὴ πάνω στὶς λέξεις;

Λέξεις ποὺ στριφογυρνοῦν γύρω ἀπ’ τὰ φαινόμενα
Ὅπως τὰ ἠλεκτρόνια σ’ ἕνα μοντέλο ἀτόμων.

Λέξεις ποὺ ἔχουν τὶς δικές τους διαθέσεις,
Τὸ φορτίο τους, τὴ λάμψη τους, τὸ λεξικό τους,
Κι ἕνα μέρος ἐφήμερο νὰ μένουν μέσα στὸν καθένα μας…

Λέξεις ποὺ δὲν ἡσυχάζουνε σχεδὸν ποτέ
Στὶς ἄκριες τῆς ψυχῆς μας.
Τί γίνεται ἂν τελικὰ ἡ σιωπὴ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο;

Τὸ σῶμα δὲν ἦταν μιὰ παντομίμα μὲς στοὺς δρόμους
Περπατώντας μόνο του, τυλιγμένο
Στὴ δική του σιωπή;

Καὶ τὸ μυαλὸ τί ἦταν, μήπως ἕνα λουλούδι
Ποὺ πατώντας τὸ κουμπὶ μπορεῖ ν’ ἀνοίξει;

Κάποια σημεῖα

Τὰ μῆλα στὸ σοῦπερ-μάρκετ, τὰ ροδάκινα,
Ξεδιαλεγμένα γιὰ τὰ χτυπημένα σημεῖα, οἱ μαυρισμένες μπανάνες –
Τὸ βλέμμα μένει γιὰ ὥρα πολλὴ πάνω τους.
Δὲν μπορεῖ νὰ ξεκολλήσει σπουδάζοντας τὴ φθορά.

Χωρὶς οἶκτο κανένα ζουλᾶνε αὐτὰ τὰ σημεῖα
Προπαντὸς οἱ ἡλικιωμένοι μὲ τὰ κοκάλινά τους δάχτυλα.
Πληγωμένα σῦκα, δαμάσκηνα, σημάδια
Μὲ γκροτέσκα ὄψη. Τὰ βάζεις πάλι στὴ θέση τους,

Ἀηδιασμένος, γοητευμένος. Εἴμαστε ὅπως αὐτὰ
Τὰ χτυπημένα φροῦτα, λέει. Περάσαμε μὲς ἀπὸ χέρια πολλά,
Πληγωθήκαμε, μόνο ποὺ δὲν τὸ βλέπει πιὰ κανένας.
Σημάδια κρυμμένα κάτω ἀπ’ τὰ ροῦχα, τὸ δέρμα ξανανιώνει
Πάλι ἀπ’ τὰ χτυπήματα. Στὸ ταμεῖο λάμπουν τὰ μάτια,
Ἀδιάφθορα, ἐδῶθε ἀπ’ τὴ γραμμὴ τοῦ θανάτου.

Μιὰ γυναίκα στὴν οὐρὰ μὲ τὰ μπράτσα γυμνά
Βάζει τ’ ἀκτινίδια, τὰ πορτοκάλια στὴ ζυγαριά,
Δείχνοντας τὰ μελανὰ σημεῖα, τὰ ἴχνη τοῦ ἔρωτα τῆς περασμένης νύχτας.

Τράνζιτο

Οἱ ἄσπρες νταλίκες στὸ δρόμο γιὰ τὸ Νότο
Κι ἄλλες ἀπ’ τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση: Ἕνα ποτάμι
Ποὺ δὲν τελειώνει γεμᾶτο ἐμπορεύματα, σκουπίδια,
Μηχανές, φροῦτα, χύνεται μὲς ἀπ’ τὴν κοιλάδα τῶν Ἄλπεων,
Τὰ περάσματα, τὰ τσιμεντένια φαράγγια.

Μεγάλα, καταξεσχισμένα σύννεφα περνοῦν
Ἀπ’ τὸ παρμπρὶζ τοῦ αὐτοκινήτου, νυχτοπεταλοῦδες
Θροΐζουν μὲς στὰ φυλλώματα τῶν ἀμπελιῶν κατὰ μῆκος τῶν δρόμων,
Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μαύρη γραμμὴ ἀπὸ ἕνα ἀπότομο φρενάρισμα
Ἀναγγέλει συμφορά. Ἀκόμα καὶ μὲς στὰ κύτταρα μιᾶς μηλιᾶς
Μιὰ κρυφὴ καταστροφὴ φουντώνει.

Πῶς πᾶνε ὅλα ρολόι. Πόσο εἰρηνικὰ εἶναι ὅλα,
Πόσο πολιτισμένα. Ἡ πληθώρα κι ἡ γραφειοκρατία.
Τὸ τσιμέντο, οἱ μπανάνες, ὁ βουβὸς πανικὸς τῶν ζώων
Κατὰ τὴ μεταφορά
Καὶ μετὰ τὸ ξεκοίλιασμα.

Αὐτὴ τὴν ὄψη ἔχει ὁ θάνατος ποὺ δὲν τὸν βλέπει κανένας;

Στὸ σοῦπερ-μάρκετ ἡ ἐκπληκτικὴ προσφορά:
Κρέας μινώταυρου – σήμερα μισοτιμῆς!


Σοφ ρήματα

Ὅλα τὰ σοφὰ ρήματα εἶναι ἀθέατα.
Στριφογυρίζουν γύρω ἀπὸ δραστηριότητες
Ποὺ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μάθει. Λέγονται ἀφανίζομαι, σβήνω,
Ψοφῶ καὶ βγάζουν σὲ μιὰ περιοχὴ πού ‘ναι χωρὶς ἀνθρώπους.
Χωρὶς νὰ τὰ ἀντιλαμβάνεσαι γλιστροῦν ἀθόρυβα μέσα στὸν χῶρο.

Εἶναι ἀκόμα κι ἄλλα ρήματα ὅπως καταρρέω,
Διαλύομαι. Μ’ ἕνα χέρι ἀόρατο χαϊδεύουν αὐτὸ
Ποὺ κάποτε ὑπῆρξε. Σκεπάζουν μὲ χιόνι, μὲ ὁμίχλη τὶς σκέψεις,
Φανερώνονται σὰν γραμμὴ κιμωλίας στὸν μαυροπίνακα.
Δίνουν στὴ γλώσσα μιὰ ὤθηση γιὰ τὸ φινάλε.

Εἶναι κι ἄλλα ρήματα, ὅπως χιονίζει, παγώνω, γερνάω,
Χάνω τὸ θάρρος μου, πεθαίνω.
Μποροῦν νὰ λύσουν τῆς σοφίας τὰ γόρδια δεσμά.
Εἶναι σὰν σημεῖα περιπλανώμενα τυφλά
Ὑπάρχουν σ’ ὅλων τῶν ψυχῶν τὶς ἀκρώρειες.

Τὰ σοφὰ ρήματα δὲν εἶναι ἰδιαίτερα φημισμένα.
Ἐργάζονται μεθοδικά, μπορεῖς νὰ τὰ ἐμπιστευθεῖς.
Ὑπάρχουν τὰ ρήματα αὐτά, ὅπως κι ὁ ἔρωτας.
Ἐγχειρίζουν συγκαλυμμένα καὶ προχωροῦν ἀθόρυβα
Ὑπὸ τὴν προστασία τῶν οὐσιαστικῶν.
Σκοπός τους οἱ ὁρίζοντες ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τοὺς φτάνει τίποτα.

Μισάνθρωπος ἀνθρωπιστής

Τὸ μυαλὸ εἶναι μιὰ ἀποθήκη - ἢ μήπως ὄχι;
Τὸ μυαλὸ λειτουργεῖ ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ὅποιος κι ἂν κυβερνᾶ.
Τὸ μυαλὸ γνωρίζει ἀπὸ πρὶν κάθε καινούργιο κίνδυνο.
Διάλεξα νὰ μὴν βουλιάξω. Τώρα ἔφτασα ἐκεῖ

Ὅπου συνωστίζονται οἱ ἀδυναμίες. Ἔχουν τρελαθεῖ ,
Ἀναζητοῦν γνωριμίες, πασχίζουν πολὺ οἰκογενειακά
Γι’ ἀναγνώριση - ὅπως τὰ παιδιὰ ποὺ ζητοῦν γλυκά.

Προσπάθησε νὰ περιγράψεις ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου: Εἶσαι
Μισάνθρωπος ἀπὸ συντροφικότητα, ἀνθρωπιστὴς ἀπὸ μοναξιά.
Κανένα ἐρωτηματολόγιο δὲν σὲ χωρᾶ. Κι ἐσὺ ὁ ἴδιος

Οὔτε ποὺ ἐννοεῖς πὼς εἶσαι ἐδῶ, καταμεσῆς σ’ αὐτὴ τὴν τρέλα,
Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὸ λάθος μέρος. Τὸ μυαλὸ δὲν εἶναι καταφύγιο,
Ἀλλὰ ἐκεῖ ἔξω ἐπικρατεῖ πόλεμος γιὰ ὅλα ὅσα εἶναι
Πέρα ἀπὸ κάθε μέτρο: Τὴν πίστη, τὴν εὐτυχία τῶν εἰδῶν, τὸ χρῆμα.
Τὸ μυαλὸ δὲν ἡσυχάζει ποτέ, διαμαρτύρεται, διεξάγει δίκες ὁλοένα.


Μετάφραση: Θανάσης Λάμπρου

Ο Θανάσης Λάμπρου γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1962 στην πόλη της Λαμίας. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φράιμπουργκ (Freiburg i. Br.), όπου σπούδασε από την αρχή φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και ιστορία της τέχνης. Το 1991 έλαβε το πτυχίο (Μagister Αrtium) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του  Φράιμπουργκ και στη συνέχεια, ως υπότροφος γερμανικού Ιδρύματος, εκπόνησε διδακτορική διατριβή στον τομέα της Φιλοσοφίας και ανακηρύχθηκε το 1994 Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) του ιδίου Πανεπιστημίου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημοσιεύτηκαν, σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του, ενώ τη διετία 1998-2000 δίδαξε Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών.


Η συνέντευξη του Θανάση Λάμπρου που φιλοξενήθηκε στo Bookpress εδώ:
https://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines-ii/thanasis-lamprou

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

ΝΤΟΥΡΣ ΓΚΡΥΝΜΠΑΙΝ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Ο αστρονόμος 




Ποιήματα του Γερμανού ποιητή Ντουρς Γκρυνμπάϊν με τίτλο Ο αστρονόμος κυκλοφόρησαν απο τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος…

Μι γυναίκα τόσο ραία κα τόσο συνήθιστη ναγκαστικ θ φέρει 
Τν καταστροφή. Κι ατ γιατ ταν συναπαντήσεις μι τέτοια
μορφιά, ταν  εφυία μ τ γαλάζιο τ’ ορανο
Σ σηκώσει ψηλ μ τοτα τ φτερ τ καλοτροχισμένα,
Εσαι πι τοιμος ν ριψοκινδυνεύσεις πολλά. Κι ατ γιατ  ρωτας
Εναι ατ πο περβαίνει ντέλει σα πιχειρήματα κι ν χεις.
χι πς ζ δ μέσα στ μοναξιά, μόνη μ τς μελέτες μου.
Μόνο, φίλε μου, θαρρ πς χάσαμε χρόνο πολ ποφεύγοντας
κριβς τ πι δικά μας πράγματα. Πο ν ξέρω τί ξέρεις σύ;
ταν  βήχας γυρν ξαν ργ τ νύχτα κα μ δαγκώνει
 πόνος μου, μήπως ξέρεις τί σκέφτομαι πραγματικά; σ τ λς
Μοιχεία, γ λέω πς κα ο δυό μας κάναμε ατ πο πρεπε.

*JULIA LIVILLA:   ουλία Λιβίλλα (18-41 μ.Χ.) ταν δελφ το Ατοκράτορα Καλιγούλα, το τρίτου κατ σειρν Ρωμαίου Αυτοκράτορα (τ πραγματικό του νομα εναι Gaius Julius Caesar Augustus Germanicus, 12-41 μ.Χ., γνωστότερος μ τὸὑποκοριστικCaligula –κ το θ. caliga, ae: τ στρατιωτικ πόδημα– πο το εχαν δώσει ο στρατιτες του πειδ μφανιζόταν μονίμως μ στρατιωτικ περιβολή- βασίλευσε π τ 37 ως τ41).  ουλία Λιβίλλα ξορίσθηκε, μαζ μ τν δελφή της ουλία γριπίνα, τ τος 39 στς νήσους Ποντίνε πειτα π μία ποτυχημένη συνωμοσία ναντίον το Καλιγούλα.

Ο Αστρονόμος είναι στην πραγματικότητα η πρώτη ολοκληρωμένη  παρουσίαση στη χώρα μας του γερμανού ποιητή Ντουρς Γκρυνμπάϊν. Η επιλογή των ποιητικών κειμένων έγινε σε συνεργασία με τον ίδιο τον ποιητή, με τον οποίο ο μεταφραστής σχετίζεται φιλικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Το έργο του Γκρυνμπάϊν θεωρείται σήμερα ως το σημαντικότερο στη γερμανόφωνη ποίηση της τελευταίας εικοσαετίας. Η ποίηση του Γκρυνμπάϊν απαλλαγμένη από γλυκερές αισθηματολογίες, από φραστικά πυροτεχνήματα και ανούσιες λυρικές  εξάρσεις, αναπνέει σε χρόνο παρόντα και χρόνο ιστορικό. Αντλεί ζωή από τη ζωή, επαληθεύοντας με τον τρόπο της εκείνη την κάθετη και  ακαριαία ενοποίηση του χώρου και του χρόνου σε λίγους στίχους, σε λίγες γραμμές-  ό,τι  δηλαδή χαρακτηρίζει την  ποίηση και  την ιδιαίτερη λειτουργία της.
Γραφή μοντέρνα, στιβαρή,  με βάρος, αναζητά τα ίχνη της ανθρώπινης περιπέτειας στο χρόνο, με συμμάχους τη μνήμη και την ιστορία. Η ποίηση του Γκρυνμπάϊν είναι βαθύτατα πολιτική με το πολιτικό βάθος που έχει κάθε σοβαρή ποιητική ανάγνωση του κόσμου.
Ο Ντορς Γκρυνμπάϊν (Durs Grünbein) γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1962 στη Δρέσδη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Σπούδασε για ένα μικρό χρονικό διάστημα Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Ανατολικού Βερολίνου, σπουδς που διέκοψε τ 1985. Στις αρχς του 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο ποιητικό του βιβλίο Γκρίζα ζώνη το πρω καακλούθησαν  άλλα τρία μέχρι τη βράβευσή του με το μεγαλύτερο γερμανικό λογοτεχνικό Βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ (Georg-Büchner-Preis) τον Οκτώβριο το 1995 που τον καθιέρωσε. Ταξίδεψε σχεδόν σε όλο τον κόσμο, ενώ επ μήνες φιλοξενήθηκε στα προγράμματα του German Department του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και της Villa Aurora στο Los Angeles.
Σήμερα με δώδεκα ποιητικά βιβλία στο ενεργητικό του και σχεδόν ισάριθμα βραβεία και διακρίσεις, δύο τόμους δοκιμίων, ένα αυτοβιογραφικό κείμενο και  μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων κα Λατίνων ποιητών θεωρείται ένας απ τους σημαντικότερους Γερμανούς ποιητές.
Κατέχει την έδρα Ποιητικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ντύσσελντορφ.
——————————————————
Ο Θανάσης Λάμπρου είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φράιμπουργκ (Freiburg i. Br.), όπου σπούδασε από την αρχή Φιλοσοφία, Κλασική Φιλολογία και Ιστορία της Τέχνης.  Τον Ιούλιο του 1994 ανακηρύχθηκε  Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) του ιδίου Πανεπιστημίου, ενώ η  διδακτορική του διατριβή κυκλοφόρησε απ τον γερμανικό εκδοτικό οίκο Peter Lang της Φραγκφούρτης. Έγραψε τα ποιητικά βιβλία: Περισυλλογή (Δόμος, 1992), Τρίπτυχο (Πλέθρον, 1995),  Ανεπιστρεπτί (Νεφέλη, 2000), Λαβύρινθος (Καστανιώτης, 2004) και Μελέτη θανάτου (υπό έκδοση). Μετέφρασε κυρίως γερμανόφωνη ποίηση, θέατρο, πεζογραφία, όπως επίσης κα τν Αλληλογραφία Σίλλερ-Γκαίτε (Κριτική, 2001)

Durs Grünbein

Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία

Των Γιώργου Λίλλη & Θωμά Πούτα



Τον χειμώνα του 1619 ο Ρενέ Ντεκάρτ βρίσκεται ως εθελοντής στον στρατό του Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, ο οποίος σκόπευε να επιτεθεί εναντίον των Βοημών. Ο στρατός του είναι εγκατεστημένος σε διάφορους καταυλισμούς για να ξεχειμωνιάσει, ενώ ο Ντεκάρτ επιλέγει να μείνει στο Nίμπουργκ, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την πόλη Ουλμ. Στο βιβλίο του Λόγος περί της μεθόδου γράφει ότι παρέμενε ολημερίς κλεισμένος σ' ένα καλά θερμασμένο δωμάτιο, στο οποίο κανένας δεν τον ενοχλούσε: «'Ημουν τότε στη Γερμανία, όπου με είχε οδηγήσει η αφορμή των ατελείωτων πολέμων εκεί πέρα, και καθώς επέστρεφα από τη στέψη του αυτοκράτορα, η αρχή του χειμώνα με σταμάτησε σ' ένα χειμαδιό όπου, μη βρίσκοντας καμία συντροφιά που να με διασκεδάζει, και μη έχοντας εξάλλου ευτυχώς ούτε φροντίδες ούτε πάθη που να με ταράζουν, έμενα μόνος όλη την ημέρα, κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο με θερμάστρα, έχοντας όλο τον χρόνο να καταγίνομαι με τις σκέψεις μου». Τη νύχτα της 10ης Νοεμβρίου 1619 βλέπει τρία όνειρα τα οποία τον συγκλονίζουν˙ θυμάται τον στίχο ενός Λατίνου ποιητή που ρωτούσε για τον δρόμο που θα ακολουθήσει στη ζωή, και τότε, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, «ανακαλύπτει τις βάσεις μιας θαυμαστής επιστήμης». Η βαθιά πίστη του στη Μεταφυσική τον πείθει πως η Θεία Πρόνοια έχει προκαθορίσει την αποστολή του στη ζωή.

Γεννημένος το 1596 στην Τουρέν, ο Ντεκάρτ φοίτησε σε σχολείο Ιησουιτών, απαρνήθηκε την ένταξή του στους κλειστούς πανεπιστημιακούς κύκλους και προτίμησε να συμμετέχει σε πολέμους, ενώ το έργο του Λόγος περί της μεθόδου γράφτηκε στα γαλλικά κι όχι στα λατινικά των λογίων. Θεμελιωτής της Αναλυτικής Γεωμετρίας κι ένθερμος θιασώτης της επιστημονικής τεκμηρίωσης, συνεισέφερε στην επιστήμη της οπτικής. Επίσης, με την έκδοση του βιβλίου του Ο κόσμος επιχείρησε μια πλήρη επιστημονική περιγραφή της φύσης του Σύμπαντος καθώς και μια διερεύνηση της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος.

Ο Ντεκάρτ πίστευε πως ο άνθρωπος είναι σκεπτόμενος νους και πως η ύλη είναι έκταση εν κινήσει. Επηρέασε βαθιά τη μεταγενέστερη φιλοσοφία με την επιμονή του στο πρώτιστο καθήκον του φιλόσοφου, που δεν είναι άλλο από την απαλλαγή κάθε προκατάληψης ούτως ώστε το ον να παραμείνει ελεύθερο,  θεωρώντας την ενόραση τρόπο προσέγγισης της αλήθειας. Ζώντας σε μια εποχή σκοταδισμού, βίας και ωμότητας, αναζητούσε επίμονα τη μοναδική αλήθεια που ίσως σώσει τον άνθρωπο από τα ζωώδη του ένστικτα: «'Οσο κι αν είναι γεγονός ότι κάθε άνθρωπος έχει υποχρέωση να φροντίζει, όσο περνά από το χέρι του, για το καλό των άλλων, είναι επίσης γεγονός ότι οι φροντίδες μας πρέπει να επεκτείνονται πιο πέρα από το σήμερα», σημειώνει.

Τριακόσια ογδόντα τέσσερα χρόνια αργότερα από εκείνον το χειμώνα, το 2003, ο Γερμανός ποιητής Ντουρς Γκρίνμπαϊν δημοσιεύει το αφηγηματικό ποίημα «Του χιονιού, ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία», καταγράφοντας τις μέρες εκείνες που υπήρξαν σημαντικότατες για τον Γάλλο φιλόσοφο, καθότι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα φιλοσοφικές τοποθετήσεις του. Η πένα του Γκρίνμπαϊν διεισδύει καίρια στον ακριβοθώρητο κόσμο του Ντεκάρτ συνθέτοντας τη δική του ποιητική μυθολογική εκδοχή που έστω κι αν βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, τα καταχράται για ν' ανασκευάσει την Ιστορία μέσα από το πρίσμα της ποιητικής ευκρίνειας. Χωρισμένο σε 42 κεφάλαια, αποτελούμενα από επτάστροφα ποιήματα των δέκα στίχων το καθένα, το αφηγηματικό αυτό ποίημα είναι δομημένο βάσει της δομής μεσαιωνικών κειμένων όπως η «Μυθιστορία του ρόδου».

Υπακούοντας σ' έναν συγκεκριμένο μετρονόμο, το ποίημα καθίσταται, ως δημιουργική πρόθεση, ένα εγχείρημα ιδιαίτερων απαιτήσεων. Η φιλοσοφική μέθοδος της ψυχρής λογικής ενσωματώνεται στους στίχους ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται ένας λεπτός λυρισμός, ο οποίος δρασκελίζει με ευκολία από τους ήπιους στοχαστικούς μονολόγους στην ειρωνεία των διαλόγων και των περιγράφων της συνέχειας. Αγγίζει όλο τον γλωσσικό πλούτο της γερμανικής γλώσσας διανύοντας το εύρος της, από την απλή καθομιλουμένη και τα λογοπαίγνια της καθημερινότητας έως το λεξιλόγιο το προερχόμενο από την αρχαία γερμανική και λόγια γλώσσα των φιλοσοφικών δοκιμίων. Ο Γκρίνμπαϊν κινείται άνετα ανάμεσα σ' όλα αυτά τα εκφραστικά δεδομένα δημιουργώντας έναν ευφυές χώρο όπου εκτυλίσσεται η γραφή του.

Στο ποίημα «Του χιονιού» συμπρωταγωνιστεί ο Gillot, το alter egο του φιλοσόφου αλλά και μυθικό πρόσωπο μέσω του οποίου αντικατοπτρίζονται οι σωματικές ανάγκες του Ντεκάρτ. Ο φανταστικός διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσα στον πνευματικό Ντεκάρτ, ο οποίος επιδιώκει τον εξευγενισμό της ψυχής, και στον υλιστή Ντεκάρτ, που κατακυριεύεται από τα σαρκικά πάθη, πότε σοβαρός και πότε ειρωνικός, παρουσιάζει γλαφυρά την προσπάθεια του νεαρού φιλοσόφου να ξεφύγει από τη θνητή φύση του και ταυτόχρονα να προσεγγίσει το θεϊκό στοιχείο.

Ο Ντουρς Γκρίνμπαϊν γεννήθηκε το 1962 στη Δρέσδη. Θεωρείται ποιητής μεταξύ των κορυφαίων στον γερμανόφωνο λογοτεχνικό κόσμο. Σπούδασε θεατρολογία στο Ανατολικό Βερολίνο (1984-1989). Μετά την πτώση του Τείχους ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Νοτιοανατολική Ασία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πρώτο του βιβλίο «Grauzonemorgens» (Γκρίζα γραμμή το πρωί) εκδόθηκε το 1988 από τον εκδοτικό οίκο Suhrkamp. Το έργο του γνώρισε άμεση ανταπόκριση σε τέτοιο βαθμό ώστε το ξεκίνημά του να παραλληλιστεί με την πρώτη εμφάνιση του Hugo von Hofmannsthal και του Hans Magnus Enzensberger. Στην εργογραφία του υπάρχουν και οι εξής τίτλοι: Schädelbasislektion(Μάθημα βάσης κρανίου), ποιήματα, 1991, Falten und Fallen (Πτυχές και παγίδες), ποιήματα, 1994, Den Teuren Toten (Οι πολύτιμοι νεκροί), 33 επιγράμματα, 1994, Galilei vermist Dantes Hölle und bleibt an den Maßen hängen (Ο Γαλιλαίος αποθυμεί την κόλαση του Δάντη και παραμένει στο μέτρο), δοκίμια, 1996, Nach den Satiren (Μετά τις σάτιρες), ποιήματα, 1999, Das erste JahrBerliner Aufzeichnungen (Ο πρώτος χρόνος. Σημειώσεις από το Βερολίνο), 2001, Una Storia Vera, παραμύθι, 2002, Erklärte Nacht (Εξηγημένη νύχτα), ποιήματα, 2002, Warum schriftlos leben (Γιατί να ζει κανείς χωρίς γραφή), δοκίμια, 2003, An SenecaPostskriptum (Στον Σενέκα. Μεταγραφή), 2004, Berenice, λιμπρέτο, 2004, Der Misanthrop auf Capri (Ο μισάνθρωπος του Κάπρι), ιστορικά ποιήματα, 2005, Porzellan (Πορσελάνη), ποίημα, 2005, Antike Dispositionen (Αρχαίες διαθέσεις), δοκίμια, 2005, καθώς επίσης μεταφράσεις του Αισχύλου και του Σενέκα στα γερμανικά. Εξίσου, τα βιβλία του έχουν τιμηθεί με τα σημαντικότερα βραβεία της γερμανόφωνης λογοτεχνίας: Peter-Huchel-PreisGeorg-Büchner-PreisLiteraturpreis der Osterfestspiele SalzburgFriedrich-Nietzsche-Preis (για το βιβλίο «Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία») και Friedrich-Hölderin-Preis (για το σύνολο της εργογραφίας του).

Στόχος του ποιητή είναι η κατάδειξη του συμβάντος εντός της ποιητικής σύνθεσης. Η Ιστορία μπορεί ν' ανασκευαστεί, η φιλοσοφία είναι προέκταση της ποιητικής μεθόδου, όλα τα πρόσωπα ανασυντίθενται στο πλαίσιο της κοσμοθεωρίας για το ποιητικό εγχείρημα. Το σκεπτικό εκτείνεται στα επόμενα βιβλία του, στις ποιητικές συλλογές «Postskriptum. Γράμμα προς τον Σενέκα» και «Μισάνθρωπος του Κάπρι». Στο  μεν απευθύνει μια επιστολή προς τον Ρωμαίο φιλόσοφο και ποιητή, ενώ στο δε δημοσιεύει ιστορικά ποιήματα που διαδραματίζονται στο έτος 100 μ.Χ. αποκαλύπτοντας μια Ρώμη παρόμοια με τη Νέα Υόρκη ή το Βερολίνο του 21ου αιώνα. Αφετηρία της ποίησής του γίνεται πάντοτε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός είτε η ιστορία ενός υπαρκτού προσώπου με στόχο να εισχωρήσει ο αναγνώστης του στον πολυδιάστατο χώρο που κινείται η ποιητική γραμμή του «δύσκολου». Ο ποιητής, ωστόσο, δεν αρκείται σε εύκολες λύσεις αλλά προχωράει τολμηρά στο εγχείρημα της επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου, γι' αυτό και εισβάλλει με τους στίχους του στους πιο ετερόκλητους χώρους, όντας απόλυτα σύγχρονος κι επίκαιρος.

Με τα σαράντα δύο αφηγηματικά ποιήματα της προκείμενης συλλογής, ο Ντουρς Γκρίνμπαϊν μεταμορφώνεται σε ποιητή-εγκυκλοπαιδιστή, διεισδύει στην πληροφορία με τον πιο καίριο εκφραστικό τρόπο, δημιουργεί τα όρια ενός αλληγορικού χώρου. Ο μακροσκελής στίχος, ο εκφραστικός τόνος, η αυτάρεσκη επίδειξη γνώσης πραγματολογικών στοιχείων, ο στοχαστικός χαρακτήρας του λόγου του όσο και η σκωπτική διάθεση, συνδυάζονται αρμονικά στο φιλόδοξο σχέδιό του. Το ποιητικό εγχείρημα -μυθιστόρημα «Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία» είναι η μπαρόκ ερμηνεία του σύγχρονου πολιτισμού έτσι όπως αποτυπώνεται στη φιγούρα του Ντεκάρτ, σε μια κρίσιμη εποχή της Ιστορίας όπως και η δική μας, προσεγγίζοντας την ποίηση ως εργαλείο αναζήτησης του φιλοσοφικού κέντρου. 'Η αλλιώς, το έργο «Του χιονιού ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία» αποτελεί ένα αίνιγμα εικόνων, μια ψυχαγωγία σε στίχους, ένας ύμνος στην πιο κρύα εποχή του χρόνου και στη θεωρία διάθλασης του φωτός. Μια αναφορά στα δεινά του Τριακονταετή Πολέμου και στη γέννηση του Ορθολογισμού από το πνεύμα του χιονιού. 
1. Το χιόνι του σήμερα

Ο κύριος, ξυπνάει. Χιόνιζε όλη νύχτα. Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, πάνω σε μια λευκή έκταση, στολίζεται η χώρα με λευκούς
κώνους. Είναι τα δέντρα, που εξευγενίζει ο μεγάλος διοργανωτής
με το χειμωνιάτικο χέρι του. Λέγεται, τον εκτιμάτε, τη διάθεσή του
για παιχνίδι. Αυτόν που βάζει σκουφιά πάνω στους πύργους
και τις σκεπές με κρύα πούπουλα καλύπτει.
Η κρυστάλλινη φανέλα του, πλεγμένη από νιφάδες,
γεμίζει αρυτίδωτα τους διαδρόμους, μέχρι όλος ο κόσμος
να είναι μαγεμένος και βαθιά χιονισμένος - ένα μεγάλο βιβλίο
με κατάλευκες σελίδες, που μόνο Αυτός περιγράφει.

Βλέπετε, γίνεται μέρα. Πρωί χωρίς ίχνη, γεωμετρικά ξεκάθαρο.
Παγωμένη όπως το πρωινό μετά τη δημιουργία, με αυστηρές φόρμες,
παρουσιάζεται τώρα η γη, υπολογίσιμη.
'Οτι είναι εφικτό, όχι αυτό που έγινε πράγματι καταστροφικό
μέσω κατακλυσμού, γεωργίας, και πολέμου μικρών κρατών,
κείτεται τώρα απλωμένο. Κατευναστικά καλεί, οτιδήποτε μπορείς
να σκεφθείς, για μελέτη. Χιόνι έσπασε το ανάθεμα.
Η υπαγόρευση του χρόνου - έχετε αντιληφθεί; έχει αρθεί. Κάτω
από φρέσκους τοκετούς σύρθηκε μια αδιαφορία στους λόφους.
Αγνό ως χώρος, γυρίζει ανάσκελα το τοπίο σαν σε όνειρο.

Ξυπνήστε, κύριε. Ακόμα κι αν χιονίζει, ένα πουπουλένιο κρεβάτι
είναι όπως ο μαγικός κόσμος εκεί έξω - μόνο σε μικρογραφία.
Κοντά για να τον πιάσεις, εύκολα διακριτός. Μια προβολή
σε κλίμακα ένα προς χίλια, αν πάρει κανείς την περιοχή,
στην οποία σας συνάντησε ο χειμώνας κουκουλώνοντάς σας σαν κάμπια.
'Εξω από το κουκούλι! Ελάτε, πετάξτε τις κουβέρτες, ακόμη κι αν θυμίζει
η πτυχωμένη ρήψη τους  βουνό και κοιλάδα -  ανάμεσα μονοπάτια
το ένα πίσω από το άλλο, πάνω από το γόνατο ένας μακρινός λόφος...
'Ο,τι  θολώνει νωρίς το βλέμμα, το βράδυ το σπάει, δεν είναι ουράνιο σώμα.
Μια θήκη είναι, με μαλακή βάτα, για το κουρασμένο μυαλό.

Χιόνισε. Κοιτάξτε, μπροστά από το σπίτι, τη λευκή μεγαλοπρέπεια.
Φέρτε το κορμί σας, το λεπτό εργαλείο, σε θέση. Κρατήστε
την αναπνοή σας λίγο. Ρυθμίστε ακριβώς, αυτό που είναι για εντοπισμό 
έτσι πλασμένο όπως κανένας εξάντας - αυτό τo οπτικό εργαλείο
με τους φακούς του. Αντιλαμβάνεστε κάτι; Και το εργαλείο, που μας χρησιμεύει  για προσανατολισμό στο χώρο, είναι μόνο
ένα σώμα, για το οποίο ισχύουν οι νόμοι του Ευκλείδη. Φτιαγμένο
από πρωτείνη, αλλά σαν στο είδος από γυαλί - τίποτα που να θρυμματίζεται,
κι όμως στην αναρρόφηση της γήινης βαρύτητας, ακολουθεί,
τρωτό, αν και πράγμα, τη διδασκαλία της διάθλασης.

Μη γελάτε, κύριε. Γνωρίζετε τόσο καλά, ως κάθε Physicus
τις δύο θαυματουργές σφαίρες. Στοίχημα, με νεκροτομικά εργαλεία
έχετε τεμαχίσει τα μηλαράκια, τις λεπτές ίνες νεύρων,
διακλαδωμένες στην πρωτεΐνη, γύρω γύρω όπως έξω από το παράθυρο
το έργο των ριζών των δέντρων κάτω από το φρέσκο χιόνι.
Πολύ περισσότερα ξέρατε εσείς από τον κάθε ποταπό ανατόμο
για την ίριδα και την κόρη, αρχιμάστορα Metaphysicus.
Κανένας οφθαλμίατρος - ένας φιλόσοφος ανέβηκε στον λεπτό πάγο
πρώτα με τη μπερδεμένη ερώτηση: τι σημαίνει να βλέπω; Que sais - je !
'Ισως βοηθάει το χιόνι, την αντίληψη να κατανοήσεις.

Το χιόνι αφαιρεί. Υποθέστε, έχει φτιάξει το κρεβάτι για τη λογική.
'Εχει αποκοιμίσει τους δρόμους, στους οποίους διαφορετικά
θα χανόταν ο συνειρμός των σκέψεων. Το τοπίο μοιάζει με πλάκα
από σχιστόλιθο, στιλπνά σφουγγαρισμένη, γερμένη κατά ενενήντα μοίρες.
Στο χειμερινό φως, ακτινοβολεί το πιο φωτεινό δωμάτιο lucida.1
Μέσα από τη χαραμάδα πάει η ακτίνα του βλέμματος
κοφτά στον ορίζοντα κι έρχεται πάλι πίσω. Κανένα δύσκολο μονοπάτι,
μόνο προοπτικές. Από τον πάγο καθαρισμένο το τραπέζι ιχνογραφίας
- ένα ιδανικό έδαφος
για Discours, κύριε. Allez! Για τη μέθοδο.

'Αντε, σηκωθείτε επιτέλους. Ο ήλιος δε σας περιμένει.
Σηκωθείτε από τα ανακατωμένα σεντόνια, πριν το Υπέροχο λιώσει
και η βρομιά θολώσει την ορατότητά σας όπως πάντα.
Φρέσκο χιόνι είναι πολύτιμο όπως τα μεγάλα διαμάντια,
για τα οποία κανείς διεξάγει πολέμους και ανταλλάσσει επαρχίες.
'Ενας χρυσοχόος, το χιόνι.  Διαμορφώνει, όπου πέφτει.
Στρογγυλεύει προς τα πάνω και προς τα κάτω 
και μεταφέρει σε όμορφες καμπύλες, για τις οποίες η φυσική τότε,
ζωηρή σαν χελιδόνι, βρίσκει τη φόρμουλα.
Κύριε, σκεφτείτε, τι Σας διαφεύγει, χάνοντας χρόνο.
Για Εσάς, έχει, για Εσάς, χιονίσει όλη τη νύχτα.



2. Ο τυφλοπόντικας

«Gillot, εσύ είσαι; Ποιος ψιθυρίζει, ποιος μου τραγουδάει
εκεί στ΄ αφτί; Ονειρεύομαι ή είμαι ξύπνιος; Τι τρέχει;
Μου ήταν, άκουγα εκεί μια φωνή, η οποία κάτι έλεγε για το χιόνι.
Καταραμένη θεολογική φάρα! Με την ουράνια χορωδία της
σε καταδιώκει μέχρι τον ύπνο. Θα μπορούσα να ορκιστώ:
(τόσο σίγουρα όπως υπάρχουν γραμμές από το άλφα στο βήτα).
'Ηταν εκεί μια ανθρώπινη φωνή στο δωμάτιο, ένας κραδασμός,
όπως προκύπτει, όταν κάποιος μιμείται συλλαβές, φράσεις.
Οι άγγελοι τραγουδούν, λέγεται, γλυκόφωνα. Απεναντίας βούιζε
ο ήχος, που άκουσα μόλις, περισσότερο ως θηλαστικό.

»Ξέρω, Gillot. 'Ο,τι δεν πέφτει στη θήκη, σου διαφεύγει. Φυσιολογία
για παράδειγμα και Σχολαστική - ερωτήσεις, που παρέρχονται
με τη σάρκα, την οποία αυτές στον εαυτό τους ακούραστα θέτουν.
Εσύ θέλεις απόδειξη κι εξίσωση, μαθηματικά μόλις και μετά βίας.
'Οταν κάποιος ψιθυρίζει και υποθέτει, εσύ γίνεσαι έξω φρενών.
Τι δείχνει το ρολόι; Mon Dieu,  σταμάτησε! Είναι κατάφωτη μέρα.
Ο μισός γήινος κύκλος έχει ξυπνήσει προ πολλού. Ε, τεμπελόσκυλο,
γρήγορα, φέρε μου το μπουρνούζι, απομάκρυνε το δοχείο νυχτός.
Βρομάει. Πολύ χειρότερα από ένα φρέσκο αβγό, καθαρισμένο.
Κι έξω χιονίζει - όλος ο κόσμος μια μελανή κηλίδα.

»Να θυμάσαι, Gillot: τίποτα δεν ενοχλεί περισσότερο
στην αυτοσυγκέντρωση όσο η φωτεινότητα, που απερίσπαστη
καρφώνεται στα μάτια. Η αντίθεση είναι μια πολυτιμότητα
όπως η αίσθηση του ρυθμού, ισορροπία. Χρειάζομαι τη σκιά,
το περίγραμμα. 'Ενας τυφλοπόντικας είμαι, που τρυπώνει στη φωλιά,
υπό το φως κεριού. Το χιόνι, το νεκροσέντονο εκεί, μου προκαλεί φόβο,
σαν αφρός από το στόμα, όπως μάτια, αντεστραμμένα άσπρα.
Καμία λάμψη παγετώνα, το σύννεφο με ελκύει έξω από τη φωλιά.
Πού είναι το πρόγευμά μου, άνθρωπε; Κρυώνω. Είναι αργά.
Τι να μου κάνει ο έξω κόσμος; Εδώ πρόκειται για εσωτερική θέαση».

«Χτυπήσατε το κουδούνι; Εγώ ήμουν ξύπνιος πριν τα κοκόρια.
'Οταν η σκέψη περιφέρεται, όπως λέγεται, διαμέσου τοίχων:
τ' αφτιά πρέπει να σας έχουν βουίσει, κύριε. Νωρίς, από πλήξη
σιγοπερπάτησα γύρω από το σπίτι, κι επειδή οι μπότες βούλιαξαν
ολόκληρες στο χιόνι, πήγα, όπως οι γάτες μερικές φορές κάνουν,
στα δικά μου ίχνη, όλο το δρόμο, προσεκτικά, βήμα για βήμα,
προς τα πίσω. Εκεί μου ήρθε, στη θέα του χιονιού,
η ιδέα για μια φάρσα, κύριε.
Αντί για ομελέτα στο πρωινό
ήθελα να σας σερβίρω μια μπάλα από φρέσκο χιόνι».

«Α, εσύ ήσουν. Μου έγλειψες τους κροτάφους με κρύα
γλώσσα, παλιάνθρωπε, στ΄ όνειρο. Μου νάρκωσες το κεφάλι
με τη παγωμένη ανάσα σου. Ανοησίες - θαμμένος κειτόμουν κάτω
από μαξιλάρια, χιονοσκέπαστος. Πως είναι ο κανόνας
νούμερο πέντε;». «Προστάτευε το μυαλό σου». «Και τι είν' αυτό
που καταστρέφει το καλό κομμάτι;». «Η δεισιδαιμονία, κύριε.
Από καθαρό χιόνι τουναντίον μια τέτοια μπάλα...». «Από χιόνι;
Ποια λογική υπάρχει σ' αυτό;». «Η απόδειξη βρίσκεται στο χέρι:
το εξάγωνο του κρυστάλλου». «Αυτό για το σχήμα.
Αλλά και τίποτε περισσότερο, εσύ εξυπνάκια».

«Πες μου την ώρα». «'Εντεκα και μισή. - Μιλούσατε
στον ύπνο σας, κύριε.» «Λες ψέματα, ροχάλιζα».
«'Οπως αναφέρει ο κανόνας εννιά: μην κόβεις τον λόγο του
στοχαστή». «Ανοησίες, φοβόσουν το βλέμμα μου, που τιμωρεί».
«'Ηταν το στιλ. Μιλούσατε τόσο ξεκάθαρα όσο κι ο Πλούταρχος».
«Φλυαρούσα στα λατινικά; Γουργούριζε η κοιλιά μου;».
«Επαινούσατε το χιόνι». «Λες ψέματα». «Υφηγούσασταν 
για τον πάγο, αυτός που λειαίνει». «'Ατιμε, λες ψέματα».
«Τον πάγο δοξάζατε, καθώς σμαλτώνει ρυάκι και λιμνούλα.
Ονειροπολούσατε έναν κόσμο, χιονόλευκο».

«Δεν ονειροπολώ ποτέ. Πες, ό,τι θες, δεν είμαι κανένας
επηρμένος, που κυλιέται στο χιόνι και στο έλκηθρο
κατηφορίζω σαν αστραπή προς την κοιλάδα. Το δικό μου μέρος, 
λίκνο της επίγνωσης, είναι το κρεβάτι, η μικρογραφία του κόσμου
εκεί έξω». «'Οπου και το χιόνι τη βρομιά σκεπάζει που εσείς κύριε
απεχθάνεστε.» «Εσύ έχεις την επιλογή -  άντε, έλα τώρα εδώ,
άφησε τον γελοίο δίσκο. 'Η ψάχνεις εδώ την αλήθεια, εδώ στο εσωτερικό.
'Η ακολουθείς το επιφανειακό - και το ποιος είσαι, παραμένει
απροσδιόριστο, όπως το συγκροτημένο παιχνίδι των αισθήσεων.
Και μ΄ αυτό τέλος. Θέρμανε το τζάκι. Με κρυώνει». Τρώει.



3. Ερημότοπος κοντά στην Ουλμ

Χαρτί, χαρτί! Αυτό είναι ένα υλικό που μ' αρέσει. Η πένα
γρατζουνάει. Σε λίγο, θα σηκωθούν οι τρίχες του σβέρκου.
Και στο χέρι, στην πλάτη ανατριχιάζω. Ιδρώνει το μέτωπο.
Το χαρτί, σκέτο ιδρωμένο μαντήλι, κείτεται, κυματιστό,
και γίνεται θολός καθρέφτης - εκεί μέσα άγρια τραβηγμένα
τα μαλλιά σου και ένα πρόσωπο, που σε τρομάζει
με τις ουλές και τα εξανθήματά του. Ρυτίδες των ματιών,
σαν των πρώτων μικρών ρυτίδων γύρω από τα μάτια μοιάζει η γραφή.
Το μελάνι ρέει - λες μέσ' από κρυφούς αδένες.
Είναι εκεί ο συλλογισμός που την ύπαρξη μου συναντά;

Είμαι μόνο πνεύμα. Δεν είμαι άνθρωπος που περπατά τυφλά
ανάμεσα στα χόρτα και το δρόμο του στην τύχη αφήνει.
Δεν είμαι ποιητής, ούτε σοφιστής. Ούτε σχολακιστής
που αναμασάει παλιά κείμενα. Είμαι - ναι, τι; Μόνον αυτό
που ο ίδιος σκέφτηκα, αυτό που ο ίδιος εννόησα, κρατώ.
Απ΄ τα μαλλιά μου τραβιέμαι μεσ' από τον βούρκο.
Ποιον να εμπιστευτώ; Τον εαυτό μου; Τον κόσμο εκεί έξω;
Γνωρίζω μονάχα, ό,τι μου διηγείται το σώμα μου γι΄ αυτόν,
ό,τι μου μεταφράζει νεύρο προς νεύρο σε γραφή.
Σπίτι είμαι μόνο εδώ: στο δέρμα μου. - Χαρτί, χαρτί.

«Πήγαινε, αντέγραψέ το. Πριν το σκεφτώ αλλιώς. Γρήγορα
καίγεται, Gillot, ό,τι αργεί να γίνει, όπως ένα χειρόγραφο.
Η σόμπα μου δείχνει τα νύχια, σαν να θέλει να πει: δως μου τα πράγματά σου. Ούτε εσύ ο ίδιος τολμάς να την εμπιστευθείς.
Πού ήσουν αλήθεια;». «Φτυάριζα το χιόνι μπροστά από το σπίτι.
Τρομακτική τούτη η πόλη, ήσυχη σαν νεκροταφείο.
Oύτε μά, ούτε μού. Το χιόνι καταπίνει κάθε ήχο.
Βλέπει κανείς μόνο καπέλα, τρίχωμα. Ως τα κόκκινα αφτιά
άνθρωπος και λύκος φορούν την ίδια χειμωνιάτικη γούνα σε γκρι.
Μια επικήδειος πομπή - ένα αγροτόπαιδο πέθανε από το κρύο».

«Ενα παιδί, λες;». «Απόψε, τη νύχτα, σ' έναν βουστάσιο. Το είχαν
ξεχάσει στ΄ άχυρα». «Ποιος; Αυτοί οι δύο;». «Αυτοί οι δύο, κύριε;».
«Ξέρεις ποιον εννοώ. -Οι δυο πάμφτωχοι πάνω στη φυγή
με το γαϊδούρι τους». «Αστειεύεστε, κύριε. Το κακόμοιρο ήταν
τελείως γυμνό. Εκθετο. Εδώ, δεν γνώριζε κανείς τ' όνομά του.
Ο πόλεμος, λέγεται, παρακινεί πολλούς προς τα εδώ από τη Βοημία».
«Από τη Βοημία, όχι από τη Βηθλεέμ, α, έτσι!....».
«Τελείως άκαμπτο κείτονταν μέσα στο μικρό φέρετρο.
Η γη έτριζε, σκληρή σαν κόκαλα από τον πάγο.
Το παράχωσαν έξω στον ερημότοπο».

«Τι μαθαίνουμε απ' αυτό;». «Κύριε συγχωρέστε, έχω κλάψει».
«Ευγενική χειρονομία - και μια αντίδραση. Κοίτα, ένα κανάλι
οδηγεί από τους αδένες δακρύων στον σάκο του αμφιβληστροειδούς.
Εκεί συγκρατείται, η αλμυρή έκκριση.
Ανοιγοκλείνουμε τα μάτια, και μ' ένα χτύπημα των βλεφάρων 
αναρροφιέται και πετάγεται - ένα σπάσιμο του φράγματος,
στο σάκο των δακρύων και ξεσπά προς τα μπρος:
και αμέσως εξαφανίζεται ο κόσμος μπροστά από τα μάτια μας. 
Ενα αναφιλητό, και τότε σε ξεβράζει μακριά το ποτάμι των δακρύων.
Η αιτία; Υπάρχει. Η καρδιά τρέμει ελαφρά. Αυτό που μετρά,
είναι η αρχή. Υδραυλική. Πίεση νερού».

«Gillot, καταπίνεις». «Τι κι αν;» «Φαίνεσαι
μπερδεμένος όπως κάποιος που μέσα του βράζει
κι απ' έξω κρυώνει». «Απλά σκέφτηκα»... «Τι σκέφτηκες;».
«Θυμήθηκα πόσο περίεργη είναι η φύση.
Κάτω από την μπότα κλαγγάζει η γη, σκληρή πάχνη.
Ούτε κλαδί δεν κουνιέται. Γλασαρισμένο  γυαλίζει κάθε καμπαναριό,
κάθε ρυμός, και μόλις κλαίει, σαν παιδί κάποιος ψιθυριστά, 
χύνεται πάνω απ΄ την άκρη τ' ουρανού ένα απαλό φως -
και στα υγρά μάτια ξεπαγώνει το τοπίο όπως το χιόνι σ΄ ένα ζεστό
χέρι. Εδώ ο πάγος, και εκεί ο άνθρωπος, που χτίζει δίπλα στο νερό».

Λείπει άμμος για σκόρπισμα. Μια μισή σελίδα είναι λερωμένη. Ο στεγνός αέρας, η στενή κάμαρα - εμετό και νερό πιτσιλίζει,
όταν βήχει, πάνω στο χαρτί. Κι αυτό το γρατζούνισμα της
ανατριχιαστικής τρόπιδας -  όπως βουητό κουνουπιών. 
Ποιος καταλαβαίνει κάτι απ' αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα; 
Ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Η γραφή θολώνει, οι παράγραφοι
κάνουν γκριμάτσες. Ταινιοειδής σκώληκας η κάθε πρόταση.
Είναι νι ή ύψιλον; Μετά το ρωμαϊκό 5 έρχεται, όπως και στη ζωή,
το ρωμαϊκό 4. «Discours de la methode» 2 - το εγώ συναγελάζεται
με το εσύ. Να γελάσω! Ποιος είναι το Εγώ; - Χαρτί, χαρτί.



4. Ερμηνεία ονείρου

«Κύριε, ξυπνήστε. Μάλλον αποκοιμηθήκατε την ώρα
που γράφατε. Κοιτάξτε, το πουκάμισό σας, το δεξί χέρι -
κατάμαυρο! Το δωμάτιο γεμάτο καπνό. Παραλίγο θα είχατε
βάλει φωτιά στο σπίτι». «Τι είναι αυτό;». «Κερί».
«Σε τόσο τέλειες σταγόνες; Σαν από ανθρώπινο χέρι. Υπέροχο.
Κοίταξέ το!». «Κύριε, δεν βλέπω τίποτ' άλλο παρά λεκέδες». «Είσαι τυφλός; Και θέλεις να είσαι γεωμέτρης; 
Εδώ την έχεις, την καθαρή φόρμα, χαραγμένη με διαβήτη,
μαύρη σε άσπρο χαρτί. Μια φορά ονειρεμένη, και είναι
κιόλας εδώ - ένας αληθινός κύκλος.

»Σκέψου ένα σημείο. Και θέσε τον εαυτό σου νοερά στην καμπύλη.
Η κόρη του ματιού παράγει την ακτίνα. 'Οσο διαρκεί μια στροφή
κρατήστε την απόσταση από το κέντρο. Πέμπτος κανόνας - ».
«Επαφέας το μυαλό σου;» «Ανοησίες, ένατος! Πώς λέει ο σοφός;».
«Μη μου τους κύκλους τάραττε. - Αν δεν διατάραζα τους δικούς σας,
θα είχατε καεί». «Το σώμα μου ίσως. Το πνεύμα όμως είχε προ πολλού
παραμερίσει. Ψυχόταν στις παγωμένες σφαίρες. Μιας και μιλάμε
για κύκλο: στ' όνειρο έπεσε το καπέλο μου. Γυρίζοντας βλέπω έναν φίλο,
θέλω να τον χαιρετήσω: εκείνη τη στιγμή κατρακύλησε κάτι ολοστρόγγυλο μπροστά στα πόδια μου».

«Μια χιονόμπαλα, κύριε;» «Από πότε βάφεται το χιόνι πράσινο;
Αυτό το πράγμα ήταν φουσκωμένο, μεγάλο, έμοιαζε με υδροκέφαλο.
Το ότι γίγαντες παίζουν με τα παιδιά χιονοπόλεμο, θα μου ήταν κάτι
καινούριο». «Μήπως ήταν ένα τουρμπάνι; Μια υδρόγειος σφαίρα;
Δυσκολεύομαι, να σας καταλάβω, κύριε». «Αυτό θεωρείς εσύ ανάλυση;
Ντροπή σου». «'Οπως μια βελόνα κρυμμένη στ' άχυρα, η λύση, κύριε».
«Είπα πράσινο, τόσο πράσινο όπως το χορτάρι. Μια υδρόγειος είναι
πάνω από όλα μπλε, όπως εκεί που ψαρεύουμε». «Τότε μήπως ήταν
μια κολοκύθα;». «Σχεδόν, Gillot. Το έχεις σχεδόν .Objettrοuvé.3
Είδα στο όνειρο, αυτό που σ' ένα γεύμα...

»αποκαλούν πεπόνι». «Αυτό κι αν δεν ήταν αίνιγμα».
«Τι, σε ερωτώ, αντιπροσωπεύει, ολοστρόγγυλο, το φρούτο -
που είναι από μέσα νερουλό, ένα σφουγγάρι, προς τα έξω
φουσκωμένο;». «Από όνειρα, κύριε, δεν κατανοώ τίποτα».
«Προφανώς δεν σ' έχει ακόμη πλήξει η αποκάλυψη.
Μια διανόηση της στιγμής, και αιωρείσαι εν μέσω του Σύμπαντος.
Πεπόνι, σκέφτεσαι». «Κύριε, δεν σκέφτομαι ποτέ: πεπόνια». «Δεν αισθάνεσαι, την γοητεία της μοναξιάς σου;».
«Ονειρευτείτε, ό,τι επιθυμείτε. Ονειρευτείτε ντομάτες,
λεμόνια, μόνο να ξέρετε, ότι ήσασταν σχεδόν νεκρός».

«Κάτι που δεν αποδεικνύει τίποτα». «Ο θάνατος;».
«Σας παρακαλώ. Παραδέχομαι, υπήρχε και κάτι ακόμα,
δεν είχε καλά καλά τελειώσει το όνειρο, ξεκινούσε ένα δεύτερο -». 
«Κύριε, συγχωρέστε. Ανησυχώ. Κοιτάξτε, τα δάχτυλά σας τρέμουν,
μαύρο το χέρι σας. Μια τρύπα από κάψιμο - εκεί! - στο μανίκι.
Παντού στάχτη και καπνός». «Και έξω είχε χιονίσει...Αυτό ήταν
το περιεχόμενο του ονείρου μου: ήμουν κλεισμένος σ' ένα κελί.
Οι σπινθήρες πετάγονταν μέχρι το μέτωπο μου, και ξαφνικά είδα τα πράγματα καθαρά, όπως τα βλέπει ο Δημιουργός:
μέσα στη λάμψη της φωτιάς - από ψηλά.

»'Ετσι αποκοιμήθηκα».  «Κύριε, δεν ξυπνήσατε ποτέ».
«Πώς γίνεται αυτό; Γνωρίζω ακριβώς, καθόμουν
στο τραπέζι, και μπροστά μου ήταν ένα βιβλίο,
οι σελίδες ξεφυλλισμένες. 'Ηταν ένα λεξικό. Γνωρίζω τα βιβλία μου.
'Ολος ο γλωσσικός πλούτος ήταν εκεί μέσα από το άλφα
έως το ωμέγα». «Κύριε, θυμηθείτε: το αγαπημένο σας
Dictionnaire  έμεινε πίσω στο Παρίσι. 'Εχετε μαζί σας μόνο γραφές 
για Φυσική και τον Ευκλείδη». «Δεν ρωτάω, γιατί.
'Οταν τα παιδιά ρωτούν γιατί, ακολουθεί πάντοτε η απάντηση: γι΄ αυτό.
Αλλά εκεί ήταν ακόμη ένα βιβλίο - το δικό μου Corpus Poetarum.

»Αυτό δεν ήταν όνειρο. Το άνοιξα και διάβασα τον στίχο:
σε ποια κατεύθυνση με οδηγεί, ο δρόμος της ζωής μου;
Κι εκεί ήρθε ένας άντρας, τον ακούω να λέει: «Estetetnon».
Κι εκεί, δεν ξέρω πώς, ψάχνοντας το μέρος, αυτό που γνωρίζει
ο καθένας: το λεξικό μου είχε εξαφανιστεί». «Διότι, Κύριε, 
στη Γερμανία είσαστε, μακριά απ΄ το Παρίσι». «Κάνεις λάθος.
Βρέθηκε αμέσως, εδώ, κάτω από το τραπέζι. Μόνο η παραπομπή
έλειπε, ο τυπογράφος την είχε εξαλείψει». «Κι εκείνος ο άντρας;».
«Στεκόταν εκεί, που εσύ τώρα στέκεσαι, στο χώρο».
«Ούτε άντρας, ούτε βιβλίο». «Gillot, αυτό δεν ήταν όνειρο».