Γ. Βακαλό ξυλογραφία
Πάντα να παρατηρείς πού έγινε η σφαγή. Γιατί ο καμβάς τεντωμένο δέρμα της χώρας είναι κι από το κορμί μας.Η αποκοτιά του Ελ Γκρέκο συνίσταται στο ότι θέλησε να αντικρίσει στου παντοκράτορα το πρόσωπο τα μεταφυσικά μας πάθη. Και τη θεία φλόγα στα ανυψούμενα πρόσωπα της έβδομης σφραγίδας.
Καρδιά μου στάζεις αίμα πικρό σένα σταυρώσαν ή το Χριστό;
Μια εξωτερική αιτία βρίσκει χώρο στο εσωτερικό σου, χόρευε εσύ, να μας πάρει ο μούστος στις μέθες σου σε όλα τα G του κόσμου, να ασπασθώ τις βαρύτητές σου καθώς απογειώνεσαι.
Σε ντύνει η δαντέλα του αφρού βουτάς στην υγρή της υπόσταση έρωτας βυθών.
Δυσανασχετείς, σε κούρασε ενδεχομένως κάτι εξόχως άπρεπο, μέχρι να δεις την καίρια μορφή, το λυρισμό εκείνο που θα κάμψει τη δυσφορία σου. Ο λυρικός εξατομικεύει δεν γενικεύει σε πρόσωπο απευθύνεται.
Σου στέλνω την αλθαία μου με τα ιλιγγιώδη βαθιά πορφυρά χωνιά της να σου θυμίζει το πλήρωμα της νύχτας στου έρωτα τους μυχούς, όπως αυτά τα άνθη στις μασχάλες του μητρικού στελέχους.
Τον αναγνώστη των διαδοχικών αιώνων δες, γιατί η πλήρης στιγμή είναι αιωνιότητα,
δε μαθαίνεις τίποτε αντικρούοντας, μην απονευρώνεις τα κείμενα δε θα σου μιλήσουν. Μην περιχαράσσεις, στην άπειρη ανάσα του φυσά αιώνιο κάλλος, η ώρα σου η νιότη σου το σφρίγος, το ωραίο το παίρνεις το κάλλος σε παίρνει και σε σηκώνει. Θέλει κατάδυση και ορμή κατακορύφως, το ανώτερο δίνει ουσία στο καλύτερο, που μόνο του είναι ζωώδες.
Οι αρχαίοι λυρικοί μας, κατάγονται από το πιο αρχαίο κάλλος, είναι αρχετυπικοί, τότε που δεν τα είχε πιάσει ακόμα τα γράμματα και τα πράγματα η κοινοτοπία.
Αν πέσεις στην πραγματική ποίηση μην ελπίζεις να βγεις χωρίς γρατσουνιές, κι αυτό είναι το σημάδι ότι έπεσες πράγματι σε ποίηση.
Και είπεν ο ποιητής. Ποιήσωμεν. Και εποιήθη ρήμα.
Η διακονία στο κατώφλι των θεών ο χρυσός ήχος της σαΐτας σμίγει τον ήχο της λύρας, δοξάρι και βέλος χορδή και χορδή, καθώς η φτερούγα του αετού σαρώνει τους αιθέρες .
Αρμενίζω στις θάλασσές σου ,γύρω από τη μέση σου όλος ο κόσμος εκεί. Άσε τη μεταφορά να κάνει παιχνίδι. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτε χωρίς υπαινιγμούς.
Έχει εύρος έχει βάθος έχει πάθος έχει χιούμορ έχει συναίσθηση έχει νοιάξιμο έχει ευφυΐα έχει λεπτότητα έχει ηδονή έχει αγάπη έχει μετά έχει τώρα έχει μπόρα ερωτική έχει οπώρα
έχει μύθο έχει αφήγημα έχει πλοκή έχει πλούτο χρώμα ποίηση τέχνη έρωτα σχέση
πράξη ύπαρξη δωρεά χάρι ομορφιά.
Πιθανόν υποσυνείδητα κάτι μας λέει αυτό εδώ, είναι και μελαγχολικό είναι αποχωρισμός, καμιά φορά αυτά τα απλά είναι τα καλύτερα
η απουσία υπάρχει πάντα ό,τι και να γίνεται, γιατί έχουμε ένα παρελθόν άδειο, και ένα αβέβαιο μέλλον που δεν μπορεί να γεμίσει με τίποτε.
Εμείς οι δυο στο αρχιπέλαγος, έχουμε μια κλειστή θάλασσα την ανοίγουμε μόνο τη νύχτα από πάνω μας να έρχονται τα αστέρια σ’ ερωτική γιορτή τα δελφίνια να παίζουν γύρω μας, κι εσύ μεθυστικό κρασί, μέθη μου, με εθίζεις με ερεθίζεις, σε σένα ομνύω, η μέρα ονειρεύεται πυκνά, οι μαύροι πάνθηρες της ηδονής σέρνουν το άρμα επιθυμία λυμένη ξαμολημένη, πρώτα ξυπνάν τα χείλη σου μετά ανοίγεις τα μάτια και το θέμα κλειδώνει, γίνεσαι η Bilie τραγουδάς, εγώ είμαι αυτός ο Ινδιάνος, με είδες; Χορεύω γύρω απ' τη φωτιά σου και σου κλέβω τα κάρβουνα που είναι σαν τα μάτια σου, όσο βαστάξει αυτό στο ρυθμό του βιολιού ερωτευόμαστε, περνώ το δοξάρι σε όλες τις χορδές σου σε παίζω με ρυθμό, διαβάζω την παρτιτούρα σου, μέθη κι ανοίγουμε νέο βαρέλι.
Τώρα που η νύχτα θέρισε με το μαύρο σπαθί της τη μέρα ,και το φεγγάρι ματωμένο πέφτει στα πόδια σου, αιμορραγεί φως, χλωμό σαν φλουρί το πρόσωπό του παραδίνεται στα θέλω σου .
Ο τρυφερός καλπασμός με τις λέξεις δε λογαριάζονται με τους ανέμους, μια ακτίνα πέταξε καλημέρα κι έφεξε. Μου αρέσουν όσοι έχουν την αίσθηση της λογοτεχνίας μέσα τους , όπως εδώ πχ: "είναι λυκόφως βαθιά μέσα μου. Αν μια τέτοιαν ώρα δεν μπορέσω να βρω κανέναν στο δρόμο μου δεν θα τον συναντήσω ποτέ"(αγνώστου).
Διανύω τη θάλασσα που μου λείπεις, σπάσε τους κάβους ρίξε με στο ανάκτορο της ηδονής σε συναντώ σε όλα τα σημεία του χάρτη το βλέμμα μου κατευθύνεται απόλυτα προς το θηλυκό σου στήθος αφού χορτάσω τα μάτια σου. Bice ,είναι το χαϊδευτικό της Βεατρίκης ,όπως θα ξέρεις, που έκανε το Δάντη ποιητή.
Το να γεννηθεί το ύδωρ είναι πρωταρχικό για τις πηγές, κάνει τις θάλασσες να διψούν όσο εγώ για σένα.
Bice, θα σε απαγάγω απ’ τις σελίδες του Δάντη εγώ , και από του Άρνου τα νερά θα σε φέρω στα νερά μου, λεύτερος στη μαγεία του νερού και του ανέμου.
Πρεσβεύω ότι οι πίνακες πρέπει να είναι σαν τα θαύματα, σαν εσένα θύελλα να σε ανακαλεί, μου δίνει το στίγμα απ' την ψυχή σου χρώμα ψυχής.
Με μια ανάλαφρη απαλότητα φιλιού, φυσά σήμερα το βράδυ, τα χείλη σου στο χρώμα το δειλινό.
Έχεις τη μουσική σαν μαντινάδα και χρωματίζει αποβραδίς αυγές, πίνεις ρακές βαθιές μου κάνεις χαρακιές,
ακούω το βήμα σου στα στενά σε βλέπω πριν να σε δω μου κοκκινίζεις τον ορίζοντα, καρφίτσα στα μαλλιά σου την καρδιά μου θα βάλω να πεις το τραγούδι.
Το αηδόνι θέλει τη μαύρη νύχτα να κεντήσει ηχητικούς δακτύλιους.
Με ελλειπτικό τρόπο είπε αυτό που ήθελε κι ας μη κατάλαβε κάποιος πάει ίσια στην καρδιά. Σφάζει. Είναι ήταν ο τρόπος του δημοτικού τραγουδιού και κάθε τι με ήθος έτσι μιλάει έτσι θα μιλήσει και έτσι στον αιώνα τον άπαντα.
Όσο εμείς μιλάμε μας φτιάχνει ιστορίες το ασυνείδητο , δεν είναι χαζό, εγώ τυχαίνει να μην ξέρω μια λέξη κι εκείνο την ξέρει και επιμένει να τη γράψω αρχαιόθεν.
Με τους ανθρώπους είναι όπως με τις θάλασσες, βλέπεις πρώτα την επιφάνεια κύμα γαλάζιο αφρός, νερό πολύ νερό, βάθος βάθος αμέτρητο, και στον πάτο ναυάγια, πολλά ναυάγια,
μπαίνω στο ρυθμό σου οι σημαίες είναι στο κόκκινο απαγορευτικό.
Λιώνουν οι σκουριές λύνονται οι κάβοι ξεκινά το καράβι. Πλύνετε τις αποβάθρες να βαδίσει το κορίτσι μέχρι τις μπουκαπόρτες μη λερώσει τα κόκκινα που φορά και τρίζει το λιθόστρωτο από τα τικ τακ, και τα ντόκα από το τάκ τακ της καρδιάς μου.
Κάνει μποφόρ σαν έρχεσαι σου χαϊδεύω τα φτερά και μου τσιμπάς τα δάχτυλα, είναι η αγάπη που φτιάχνει το μετάξι των ωρών στέγη για το όνειρο των εραστών. Ό,τι δεν πιάνεται ας σωθεί, ένα νησί και γύρω μου εσύ όλη η ένταση περνά στα χείλη η γλώσσα φλόγα ζωντανή,
ο Ποσειδώνας πεθαίνει στα χέρια σου κάρφωσε την τρίαινα στην άμμο.
Το υδάτινο στοιχείο, σκοτεινό νερό διαφάνεια, ήλιος μισοκρυμμένος κι αναθάρρησες, ανεβαίνεις σκαλωσιές τσ΄ αγάπης μου κάνεις χαρακιές, ξέρεις να με πετυχαίνεις μετάγγιση όλα , διπλώνουν οι γλώσσες ,πέρασες στην άλλη όχθη.
Κινούμενες στοές, πέτρινα και σιδηρά τόξα, αγκαλιασμένα ζευγάρια βαδίζουν από φιλί σε φιλί. Κάτω από πολλά φύλλα κόκκινα μυστικά τραγουδιέται ένα καρδιοχτύπι,
σε κρατώ σαν αίνιγμα που δε λύνεται παρά στον έρωτα που μόνο στο φιλί δίνει τη λύση γυναίκα σχήμα φιλιού φούξια στο λευκό κι απογείωση, τώρα είναι ,και μ’ εσένα μαζί γεμάτοι όλοι οι δρόμοι, τους διαβαίνεις, κι είχε μια αποκλειστική σαγήνη το άρωμά σου καθώς μου δώριζες τη νύχτα
περνάω πολύ θάλασσα όταν έρχομαι να βρεθώ στη θάλασσα σου
Ο κόσμος με φούξια αποχρώσεις στις εισόδους με τις μπουκαμβίλιες που εξέχουν απ’ τις κρητικές ληκύθους, έπαρση λευκού, λεπτοφυείς ιριδισμοί, στην πλατεία των φιλιών ,ήλιε στάσου ήλιε στάσου στο περιβολάκι στάσου.
Στο μυστικό, στο λαιμό στον πεθαμό στον ποταμό στο λυτρωμό στο γυρισμό στον αγιασμό στον αφαλό στον τρυγητό στο απύθμενο στην πεταλίδα τον αχινό στα ροδοπέταλα στο αγκάθι στο ηλεκτρισμένο χνούδι σου στο μούστο στο μπούστο στο γοφό στα μπούτια σου δαγκώνω όλες τις καμπύλες κι απογειώνονται οι δίσκοι, σπάνε οι πορσελάνες , ραγίζουν οι ασβεστωμένοι τοίχοι θερίζεις κάτω στις κοιλάδες με τα άγρια ρόδα μέλι άγριο ατρύγητο επιθυμητό σφόδρα στου έρωτα τη φόδρα τη βελουδένια σου τη μεταξένια σου την αβρή
έλα να αλλάξεις το νερό στο βάζο με τα τριαντάφυλλα να νιώσουν το χέρι σου να τα ποτίζει .
Όταν η ψυχή σου σαλεύει όπως καλάμια που κυματίζουν στον άνεμο με φόντο τα κύματα ,μαζί κύματα νερένιο κορμί εσύ ονειρεύεσαι ,που μέσα σου κυματίζουν, ονειροπόλημα
ένα με τη μουσική σου και τη θάλασσα.
Μέσα απ' το νερό σου περνώ στ’ όνειρό σου σκιρτώ αναδεύω τα φύλλα σου ξεδιψώ
ο πόθος σου με αλλάζει. Στις τρυφερές σου όχθες πλαγιάζω ,στενά σ αγκαλιάζω βαθιά σε κοιτάζω, πιάνω ένα αστέρι ,δροσερό, και στο καρφιτσώνω στα μαλλιά.
Στο νερό όλα
η φουρτούνα έρχεται με τα μεγάλα κύματα νόστιμη κι από το θαλασσόνερο αλατισμένη
παντοπωλείο ηδονών μπαίνω στο σουπερμάρκετ σου και τα ψωνίζω όλα
Στο δοκιμιογράφο οι στιγμές τείνουν πάντα να γίνονται σκέψεις χωρίς να μπορούν να λάβουν παράσταση και δρώσα εικόνα, έστω και αν ευνοεί το μεταφορικό λέγειν. Στον μυθιστοριογράφο αντίθετα οι στιγμές δεν μπορούν να ολοκληρώσουν τη σκέψη ,μένουν εδώθε στον παραστατικό λόγο που είναι εγγενής της μυθιστορίας. Κι είναι ένα γρέζι γραφής που μας χαρακώνει ώς κάτω. Τότε εγείρεται ψυχή. Σε όποια γραφή, όταν ανοίγονται οι καταπακτές, δημιουργικό χάραγμα. Κραδασμός υποστασιακός.
Νομίζουν κάποιοι πως το μυθιστόρημα έχει να κάνει με αφηγήσεις, με ιστορικά, είναι εκείνοι που εκ προοιμίου αποτυγχάνουν στο μέτρο που επιχειρούν στον τομέα του, για εύλογη αιτία, και γιατί ακόμα κι αν θέλει να γράψει κάτι παρόμοιο η μαστοριά είναι στο πώς. Αλλιώς οι ιστορίες του θα προκαλέσουν και πλήξη και βαρεμάρα.
Για να δούμε, τι είναι το μυθιστόρημα, θα πρέπει να σταθούμε στον κάθε ένα μεγάλο συγγραφέα και να κοιτάξουμε τι είπε και πώς. Σε ποιό πρόγραμμα έριξε τη γραφή του.
Κι αμέσως, να θεωρήσουμε το τέλος της ευρωπαϊκής μυθιστορίας, όπου θα εντοπίσουμε και τους λόγους που συνέβη αυτό.(Θα μου πεις προαναγγέλλεται κάτι τέτοιο ,σοφιστών δε προσιόντων;) ύστερα ,ποιές περιοχές συναισθήματος πολιτικής και ιστορίας έδωσαν μεταπολεμικά μυθιστόρημα. .Γιατί και στην Ευρώπη, ξαναρχίζει. Αφού το είχαν καταλήξει οι πρωτοπόροι του μοντερνιστές. Είναι τα Γκουλάγκ. Είναι τα Άουσβιτς. Είναι ο άλλος πόλος της Αμερικής, η ισπανοφωνία της. Κι η Άπω Ανατολή. Η Σκανδιναβία με το αστυνομικό της.
Τι βρήκε όμως εκεί, σε κάθε μεριά, το μυθιστόρημα να δέσει ,να δώσει; Τί αναπτέρωνε την πένα κάθε φορά; Για να γίνεις μυθιστοριογράφος ,πρέπει έγκαιρα να μπεις μέσα στη γραφή. Με κάθε τρόπο. Ανελλιπώς. Για τους μεγάλους μυθιστοριογράφους ο κόσμος είναι αφηγούμενο. Εκείνο που σε κρατάει μέσα στο μυθιστόρημα , είναι πάντα ένα της γραφής σημείο που πιάνει την ψυχή στις πιο ειδικές περιοχές της, και την κρατά σε διάλογο . Την ώρα που τα πράγματα πάνε να ατονήσουν , της πένας στιγμή, αίφνης, ρίχνει το ρώτημα στους θεούς της γραφής. Ας το επικροτήσουμε. Σε κάθε μεγάλο συγγραφέα, εντόπισε την μεγαλύτερη του γκάφα ,και ταυτόχρονα αναγνώρισε τον. Έρωτα με το θάνατο, είπε κάποιος κι ο έρωτας κι ο θάνατος αλληλοκοιτάχτηκαν.
Σε έρωτα να μας βλέπεις θέλω, δίπλα στη θάλασσα ν’ αγαπιόμαστε είναι απίστευτο πόσο μας αλλάζει ο έρωτας. Κυρία μου κολυμπάτε στα κόκκινα μας βάζετε φωτιά το ξέρετε;
όσο ο ένας ανοίγει σαν κοιλάδα, ο άλλος υψώνεται σαν όρος. ήλιο φουμάρουν τα κορίτσια στις παραλίες,
καλά είναι να βγαίνουν οι έννοιες απ' τα κουτιά τους όπως το γλυκό απ' το ντουλάπι ρίξε το χρυσό σου δίχτυ στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει είναι η ψυχή του κόσμου πέτα την απόχη σου στο σύμπαν και πιάστο επ’ αυτοφώρω όπως πιάνεις μια πεταλούδα, που το άλλο της όνομα είναι ψυχή.
καθώς ακούς σφυρίγματα στα στενά και μας κοιτάς πίσω από τα στενεμένα στον ήλιο μάτια υψώνεται η κύλικα με το κώνειο ,άλλο το ηλιαγκάθι πότε έτσι πότ’ αλλιώς στο κύμα. Το κάλεσμα του ανέμου φυσώ το κοχύλι κι ιδρώνει η νύχτα η βάρκα μας πετάει σαν γλάρος
λευκό πανί και το μαγιό σου βυσσινί σε ρίχνω στο κρεβάτι και σηκώνεται φουρτούνα
μέσα στα σκούρα κύματα αρχίζουν τα φιλήματα η αγάπη είναι ένα κλαδί στο ξέφωτο ποτήρι νερό με λεμονανθούς στα χείλη της αυγής το χάραμα ανοιγόμαστε στο πέλαγος γαλάζια φύλλα της θάλασσας συνοδεύουν τη μέθη στην ξανθή ακτή
Οι σημαίες είναι στο κόκκινο απαγορευτικό, εσύ μελανούρι ψημένη στον αφρικάνικο άνεμο,
η μάσκα, η αρχαία προσωπίδα, κάνει τον ήρωα να μιλάει με τη φωνή του θεού.
Με ποιητικές μονάδες, από νόημα σε νόημα ακούραστα σμιλεύοντας το φως των φράσεων, μικρά ρυάκια που αστράφτουν τα νερά τους με το δικό τους άρωμα, γλυκό νερό και σμίγει τη μεγάλη αλμυρή μήτρα της θάλασσας, τον ωκεανό της μνήμης όπου γίνονται όλα νέα προς τη μυστική κυκλοφορία της ζωής, το αίνιγμα το μυστήριο το μυστικό του ζωικού κυττάρου την καταβολή.Kρύβει και αποκαλύπτει στη δόξα της γιορτής. Η τέχνη οφείλει να δείχνει τον κόσμο ως μεταβλητό. Και να βοηθά στη μεταβολή του. Κάθε είσοδος στην τέχνη είναι βύθιση στις απαρχές της. Μπαλάντα μου φύγε γοργά πέρνα πάνω απ’ τα πέλαγα με ματοβαμμένο γερακίνας φτερό.
Θρίαμβος του ρυθμού πάνω στο μέτρο και πάμε ακολουθώντας το ρυθμό των κυμάτων, νανουρίζοντας το άπειρό μας στο πεπερασμένο των θαλασσών,
Στίχος σαν ουράνιο τόξο πάνω από τους ωκεανούς.
τεράστιο κιονόκρανο ερημικής κολώνας που ξεχωρίζει μετέωρη από μια απύθμενη ερημιά κρατώντας στους ώμους το στερέωμα την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος.
Μετράω παλιά βήματα, κι από το ίχνος τους χαράσσω νέες γραμμές,
θα κρύψω κάπου πάνω σου και μια σφηκοφωλιά να διώχνει τους κηφήνες μακριά και να δείχνει τις επιθυμίες ψηλά στου γκρεμού τα χείλη ν΄ αρπάζω στο φιλί σου να κόβω από άγρια βοτάνια λάμψεις ουρλιαχτά φαραγγιών κι ύστερα πέλαγος
***
Περίσπαση. Ναι αγέρι. Που γίνεται ακουστό στο εκκρεμές ιδιότυπο διαπασών με το αιωρούμενο χρωματιστό ψάρι.
Να κάνει περίσπαση στο άλλο ιπτάμενο ,το Ζέπελιν, που ορμά πάνω από τον Αη Γιώργη Λυκαβηττού κατοπτεύοντάς μας. Άχαρος ο θόρυβος του, αντί να συρίζει ως φάλαινα τους βυθούς, ασχημονεί στους ουρανούς, την πάλλευκη συμφωνία του αττικού ποτέ ουράνιου διαπιστεύματος.
Η σφύρνα το άλλο ψάρι το εμπιστευμένο. Αιφνίδια γρήγορο. Με όμορφα χρώματα και μάτια. Και ντελικάτο .Ασημένια αστραπή των βυθών.
σώμα του καλοκαιριού καμένο σώμα ερωτικό σώμα
έχει δίψα το μεσημέρι , δίψα στο γυμνό της βήμα δροσίζει το πέλμα της
Κι όμως πρέπει να αποτέλεσε ιερό ,μια μορφή του αλλιώς, δεν έβλεπαν πάντα οι άνθρωποι με το σημερινό τρόπο, ή αν θες τούτο εδώ εκφράζει κάτι βαθύ, η Ικαρία το πέτυχε χορεύουν όλοι, μέθεξη , το κάνουν και γύρω από το Μοναστηράκι τα βράδια έχουν ταυτόχρονα κάτι ελευθερωμένο και ελευθερωτικό με ρυθμό που παρασύρει αυτό δουλεύτηκε εδώ και κάπου είκοσι χρόνια , τώρα δεν βρίσκω αυτό που θέλω αλλά να κάπως σαν αυτό, το θέμα μου είναι άλλο, ποιό είναι το βλέμμα και η φόρμα τι προσέχει, μας το δείχνουν κάποιες παραμορφώσεις σύμφωνα με τα τρέχοντα αλλά συμβαίνει κάτι άλλο στα αγάλματα του Ριάτσε
που εστιάζει στο χέρι που πλάθει σμιλεύει, κάτι άλλο έχει να πει, είναι η τέχνη δεν ξεκινάει απ' αυτό, η προέλευση της τέχνης, μπορεί να είναι μια διατύπωση, στο σύμβολο μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα οι μορφές κατέχουν το νου/
δεν υπάρχει τέχνη τότε αλλά μαγεία, δεν έχει αποσπαστεί ο άνθρωπος από το ζωικό και φυτικό περιβάλλον ακόμα, τον περιστοιχίζουν δυνάμεις,
τ αδέσποτα κορίτσια που κρύβουν το σύννεφο στην τσέπη του πρωινού
και τον άσο στο μανίκι της μέρας
Και εμείς το πάρτυ Το θέλουμε στη γη
ένα φεγγάρι δίευρο με την προτομή σου παίζω τα ρέστα
είναι ωραίο να δένει το ποίημα όπως η φλούδα με τον κορμό, όπως εγώ με το κορμί σου. Στο άγραφον που είναι το σώμα σου θα ανασαίνω ανοίγεις τα πόδια σου σαν βιβλίο βυθίζομαι στην κεντρική σου ιδέα μαθαίνω τη γλώσσα σου γυρεύω τα μυστικά σου μέσα στο στόμα σου
Μην ήταν Νοτιάς μην ήταν Βοριάς; Μην ήταν Σορόκος για Χιονιάς;
Μην ήταν νύχτα; Μην ήταν σπίρτο σε βενζίνη;
μπαλκόνια γυμνά κοιτάζανε την έρημη εκκλησιά
και μέσα θάλασσα πλατιά κυμάτιζαν τα σεντόνια
και άραξε στα Κύθηρα απ' τη φουσκοθαλασσιά
κωπηλατούσε η αγάπη τους μέσα στο αίμα
καρδιά που φτερούγιζε σαν αηδόνα ερωτευμένη
κι η μπαταρία πεσμένη
τώρα γουργουρίζει δίπλα του σαν τη γάτα σε αναμμένο τζάκι χορταμένη χάδι
εκείνος γλείφει τις ηλεκτρισμένες του παλάμες με ηδονή ασήκωτη
βαριά, σαν κορμί γεμάτο επιθυμία με το φιλί στη ρίζα της
είχε κοκκαλώσει το θρόισμα στις φούστες
κάρβουνο αναμμένο το σ αγαπώ
το 'ριχνε μέσα του και καιγόταν
φλεγόταν
σαν καλύβα από άχυρο που πήρε φωτιά,
και δεν πρόλαβε να πηδήξει έξω
φωτιά τόσο τον είχε πιάσει ο έρωτας στα δόκανά του
βούτηξε με τα ρούχα μέσα σ’ ένα ποτάμι έρωτα
ανάβουν το σταυρό του νότου
κι αυτοί δεμένοι στο κατάρτι του ορίζοντα
Ο ποιητής δικαιολογείται να είναι στρατευμένος μόνο σε ένα, στην ποίηση !Τίποτε άλλο Α ,ναι. Και έργο του είναι τόσο η ποίηση όσο και ο ποιητής, αξεδιάλυτα.
Είναι όπως το τσεκούρι που πελεκάει το στυλιάρι του. Για αυτό δεν πρέπει να διαμαρτύρεται το δέντρο που συμβάλλει στο κόψιμο του το ίδιο του το σπλάχνο.
Και είναι καλό να γνωρίζει ό,τι μπορεί να χαθεί σ ένα δάσος από σύμβολά όσο και στο πραγματικό δάσος.
*
Υπέρμετρη πυρά. Όλη η φλόγα κάλυψε το οπτικό μου πεδίο. Φλεγόταν ο αγρός .Είχε αρπάξει φωτιά το μυαλό μου.
Στην πορτοκαλένια δύση κρεμόταν το βράδυ μας Όπως το άστρο της θεάς του έρωτα πάνω από το χαμηλό ορίζοντα που όριζε τον καιρό μας
Η θάλασσα, πήγαινε ερχόταν ,γυναίκα σε οργασμό .Είναι ο Ρυθμός
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό σαν τον ήλιο, να παίζεις όπως το γατάκι με το κουβάρι από χρυσό νήμα
Σε λίγο με τις φιλύρες ανθισμένες Βόλτες στα μεγάλα μπουλβάρ Με τη μέθη στο στόμα Μονπαρνάς Φιλί κρασί αγάπη Ντεζ αρ
Φλέγεται η Νοτρ Νταμ Φλέγομαι εγώ για σένα
Λυκέρνη τιναγμένη στη φωτιά ποιος σού'βγαλε τα μάτια σου τ' ακτινοβόλα;
Ότι ήταν οξυκόρυφα τώρα δονείται κενό
Η ακίδα που ακόνισε τόσα φωτεινά μάτια που έξυσε αιώνες τα ύψη, τώρα στάχτη
Νυσταγμένα κοιτούν τα πλήθη τις οθόνες
Το sublime κείται νεκρό
Ο κλασικός μύθος φτιάχνει νόημα στην ευθεία της ανάγκης για το απόλυτο. Η επιστήμη χωρίς το μύθο πάει φούντο, η γνώση είναι απαραίτητη όμως δε λυτρώνει, αυτό το κατορθώνει μόνο το νόημα δηλ. ο σκοπός, αυτό που δίνει κατεύθυνση στην πράξη μας ,στην ζωή.
ναι, αν είναι περιβλημένες το ανόητο, δες στον κατάλογο των αξιών και των άξιων
Στον καταρράκτη ήλιο
η ευτυχία βάφει την ψυχή, δηλ όλο το κορμί, και λάμπουν τα μάτια
Μέσα στη σκοτεινιά κεράκια τα μάτια σου με λιώνουν
Ένα λευκό που ρευστοποιεί ο πόθος χύνεται στη θάλασσα φιλάρεσκη γυναίκα μπορεί να'ναι κι αντίστροφα ολόλευκη γυναίκα κι ο πόθος της θάλασσα.
σου σερβίρω την καρδιά μου
Η αγάπη είναι σαν το κατακάθι του καφέ. Στα χέρια της γύφτισσας γίνεται το υλικό μέσα στο οποίο διαβάζει τη μοίρα, αφού γυρίσει το φλιτζάνι όπως οι αστρονόμοι τη διόπτρα.
Η υπεραναπλήρωση θέλει τις σχέσεις γεμάτες αγάπη, όμως αγάπη και μίσος συνυπάρχουν. Και αυτό που μένει στο τέλος μετά την παράκρουση είναι το κατακάθι των παθών, καθώς η ζωή ετοιμάζεται για το ηλιοβασίλεμα.
Το πραγματικό υφάδι ,δείχνει όταν αποχωρεί η βαφή του πάθους, θέλει να τα κοιτάξεις στη σκιά ο πολύς ήλιος παραποιεί τα περιγράμματα.
Ο άνθρωπος είναι το φίλτρο που περνάει από μέσα του όλου του κόσμου η ουσία .Κι ο άνεμος που τον θερίζει .
Διάβαζα το μεσημέρι παλιά μου τετράδια και έπεσα σ αυτό: ο εγκέφαλος το πιο σέξυ μέρος το σώματος /τόπος εγγραφής μνήμης- το πιο φθαρτό σημείο
σου ανακατώνω τα μαλλιά, μια εγώ μια ο άνεμος τα τρομαγμένα της αγάπης παιχνίδια κι αμηχανία από τα θέλω κοιμήσου πάνω στα κύματα
θεά των φιδιών ξώστηθη στροβιλίζεται το πέλαγος γύρω η θάλασσα κρασί, στα εφτά μαχαίρια ριζώνει η αποθυμιά Αρέθα μου.
λα περντούτα. Να σε καλέσουν στη Σεβίγια μόνο για σένα πια κάνω ταξίδια με το δικό μας φεγγάρι θα σε πάρω γιατί είμαστε στο μήνα του μελιού μας με τη φράντζα της ελευθερίας, νόστιμο με λίγη θάλασσα σαν πεταλίδα σα γυαλιστερή σε φυσώ κι ανάβεις, νόστιμη αχιβάδα
μετακινώ το λυχνάρι το δυσκολότερο φως
Δεν είναι σήματα καπνού είναι καπνός να ζαλίσει τις μέλισσες σου
Το βήμα σου στο ζεϊμπέκικο όπως σκάει το κύμα. μία λέξη σου στο στήθος παραμάνα και δεν σκουριάζει.
Κανένας σαν κι εσένα.
Ακούς;
Κανένας!
Μέσα στο στόμα έκρηξη ηδονής σαν έσπαγε ρόδι το φιλί έπινε με την ψυχή της το χυμό.