Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»



Το ψαράκι της γυάλας
(διήγημα)

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.
Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».
Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.
«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.
Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.
— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
— Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ’ έξω.
— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.
Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Τότε ήταν Ιούλιος: Αναφέρεται στις διαδηλώσεις του Ιουλίου 1965, μετά το βασιλικό πραξικόπημα. (Ο βασιλεύς Κων/νος ανάγκασε την κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου να παραιτηθεί).
Καπούη: ιταλική πόλη όπου ξεχειμώνιασαν οι στρατιώτες του Αννίβα μετά τη μάχη των Καννών. Από τότε η φράση «απολαύσεις της Καπούη» σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου.
Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972) γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, όπου έζησε ως τα τέσσερά του χρόνια, αλλά μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1950, ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πήγε εθελοντής στη Γυάρο, να περιθάλψει τους κρατούμενους. Αντιμετώπισε προβλήματα λόγω των αριστερών κοινωνικών φρονημάτων του και το 1952 οργανώθηκε στην ΕΔΑ. Άρχισε να ασχολείται ενεργά με τα πολιτιστικά και γράφτηκε στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Λόγω της αριστερής του δραστηριότητας, δεν θα μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στη φυλακή, θα μάθει ξένες γλώσσες και θα αρχίσει να γράφει ποιήματα και διηγήματα. Το 1958 θα υπηρετήσει τη θητεία του, συνεχίζοντας να γράφει. Μετά την αποστράτευσή του, θα αρχίσει να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο πλαστικών. Παντρεύεται, μετακομίζει στο Βύρωνα και έρχεται σε ρήξη με το Κόμμα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με την ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι, το 1965, ποιήματα γραμμένα στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την έκδοση του βιβλίου, συγκινησιακά φορτισμένα και βιωματικά. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία κινείται σε ρεαλιστική κατεύθυνση. Παρότι δεν σταματά να γράφει ποίηση, είναι περισσότερο γνωστός ως πεζογράφος. Στη συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, η γραφή του γίνεται πιο αφαιρετική και αποκτά νέες διαστάσεις, φανταστικές και υπερρεαλιστικές. Στο ίδιο κλίμα ανήκει και το τελευταίο του έργο , δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο , Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Από το 1960 ως το 1967 διετέλεσε στέλεχος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και δημοτικός σύμβουλος στην Καισαριανή, αναπτύσσοντας έντονη πολιτιστική δράση. Στη δικτατορία συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα μήνα. Το 1970 παραστάθηκε το μονόπρακτό του Ενοχή. Το 1969 προσεβλήθη από καρκίνο και το 1972 πέθανε., αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Από το 1960 ως το 1967 διετέλεσε στέλεχος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και δημοτικός σύμβουλος στην Καισαριανή, αναπτύσσοντας έντονη πολιτιστική δράση. Στη δικτατορία συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα μήνα. Το 1970 παραστάθηκε το μονόπρακτό του Το 1969 προσεβλήθη από καρκίνο και το 1972 πέθανε.


Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

William Wordsworth’s ‘Lines Written in Early Spring’

απόδοση: Νότα Χρυσίνα


Στίχοι γραμμένοι στην αρχή της Άνοιξης

Αφουγκράστηκα χίλιους ανάμικτους τόνους,
Ενώ ήμουν  ξαπλωμένος στη σκια ενός άλσους ,
Με αυτή τη γλυκιά διάθεση όταν οι ευχάριστες σκέψεις
Φέρνουν στο μυαλό άλλες θλιβερές.


Για τα δίκαιά της έργα τη σύνδεση η Φύση έκανε
Με την  ανθρώπινη ψυχή που μέσα μου έπλεε·
Και έθλιβε την καρδιά μου τόσο ώστε να σκεφτώ
Τι δημιούργησε ο άνθρωπος από τον άνθρωπο.

Σε θάμνους νυχτολούλουδων, μέσα στην πράσινη κληματαριά,
διασχίζει με τα στεφάνια της η μυρτιά·
Και το πιστεύω ότι κάθε λουλούδι
Απολαμβάνει τον αέρα που αναπνέει.

Τα πουλιά γύρω μου χοροπηδούσαν, φτερουγίζαν,
Τις σκέψεις τους  να υπολογίσω δεν μπορούσα αν:-
Αλλά η ελάχιστη που έκαναν κίνηση 
Φαινόταν ως μιας ευχαρίστησης συγκίνηση .

Τα ανθισμένα κλαδάκια τα φύλλα τους άπλωναν,
Να πιάσουν το ελαφρύ αεράκι σαν·
 Να πρέπει να σκεφτώ, αυτό και μόνο μπορούσα να κάνω,
Πως υπήρχε χαρά ακριβώς εκεί πάνω.


Εάν αυτή η πίστη στάλθηκε από τον ουρανό,
Εάν αυτό είναι ένα σχέδιο της Φύσης ιερό,
Δεν έχω, άραγε, λόγο να θρηνώ
Τι δημιούργησε ο άνθρωπος από τον άνθρωπο;


Lines Written in Early Spring
I heard a thousand blended notes,
While in a grove I sate reclined,
In that sweet mood when pleasant thoughts
Bring sad thoughts to the mind.
To her fair works did Nature link
The human soul that through me ran;
And much it grieved my heart to think
What man has made of man.
Through primrose tufts, in that green bower,
The periwinkle trailed its wreaths;
And ’tis my faith that every flower
Enjoys the air it breathes.
The birds around me hopped and played,
Their thoughts I cannot measure:—
But the least motion which they made
It seemed a thrill of pleasure.
The budding twigs spread out their fan,
To catch the breezy air;
And I must think, do all I can,
That there was pleasure there.
If this belief from heaven be sent,
If such be Nature’s holy plan,
Have I not reason to lament
What man has made of man?

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Mario Andrea Rigoni "Πλατωνικοί στοχασμοί" [1]


William Blake, The Spirit of Plato Unfolds His Worlds to Milton in Contemplation 

Στη σκέψη του Πλάτωνα εμφανίζεται –συγκρατημένη και αποδοκιμασμένη, όμως γι’ αυτό όχι λιγότερο σαφής και ισχυρή– η εικόνα όσων το πεπρωμένο της Δύσης, πάνω από δύο χιλιετίες μετά, θα αποκάλυπτε ως την ίδια την ουσία της νεωτερικότητας.
    Στις απαρχές της ιστορίας, ο Πλάτων είχε ήδη συμπεράνει το έσχατο πεπρωμένο όταν διατύπωνε, στην έβδομη και ένατη υπόθεση του Παρμενίδη, τον συλλογισμό σύμφωνα με τον οποίο «αν το Εν δεν υπάρχει, τότε τίποτα δεν υπάρχει». Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλος ο τεράστιος θεωρητικός του αγώνας υπακούει ακριβώς στο καθήκον να εξουσιάσει την τρομακτική άβυσσο τού «τότε τίποτα δεν υπάρχει», και ότι ο κόσμος του Ενός και των Ιδεών που προέκυψε αποτελεί το υπέρτατο και μοναδικό εφικτό καταφύγιο το οποίο ανεγέρθηκε από έναν νου που είχε διερευνήσει, όπως κανείς άλλος στην αρχαιότητα, τον «άπειρο ωκεανό της ανομοιότητας» μες στον οποίο ο κόσμος κινδύνευε να βυθιστεί παντοτινά.
    Αυτός ο ωκεανός, όπου εμφανίζονταν τα φαντάσματα των εικόνων χωρίς τα πράγματα, των αντιγράφων χωρίς τα πρωτότυπα, των ομοιωμάτων χωρίς αλήθεια, έγινε ο κόσμος όπου ζούμε.
*
«Αφού αφανίστηκαν οι πλατωνικές μορφές που προϋπήρχαν των πραγμάτων, αφανίστηκε ο Θεός» (Leopardi, Zibaldone di pensieri).
*
Οι μεγάλοι στοχαστές είναι όλοι σύγχρονοι μεταξύ τους, και ανακαλεί ο ένας τον άλλον λόγω μιας φανταστικής φιλίας ή έχθρας, πέρα από τους αιώνες και τις χιλιετίες. Θα λέγαμε πως ο Πλάτων δεν έπαψε να σκέφτεται τον Nietzsche και πως εναντίον αυτού συνέλαβε τη θεωρία των Ιδεών.
*
Ο πλατωνισμός – ίσως η ωραιότερη ψευδαίσθηση του αρχαίου κόσμου, μάλλον η ωραιότερη ψευδαίσθηση που πόθησε ποτέ ο κόσμος.
*
Ο Αριστοτέλης φαντάζει πολύ πιο μακρινός από τον Πλάτωνα, τον δάσκαλό του, απ’ ό,τι η χρονολογία επιτρέπει να υποθέσουμε. Αν ο ένας, με τη λακωνική τεχνική επιχειρηματολογία του, αποκρύπτει όλα όσα είναι αίνιγμα κάτω από το παραπέτασμα του «οικείου» και του «γνωστού», ο άλλος, που ανήκει ιδεατά στις μεγάλες απαρχές, μας αφήνει να δούμε το άγριο χτύπημα της τάξης με τη δύναμη, τη φοβερή σύγκρουση της αλήθειας με τη γλώσσα και όλα τα ξόρκια που κάνει ο λόγος ενάντια στην αρχέγονη αδυσώπητη δαιμονία. Διαφορετικά απ’ ό,τι συμβαίνει στον Αριστοτέλη, στον Πλάτωνα η σκέψη παραμένει ακόμη ένας ίλιγγος που πρέπει να δαμαστεί.
*
Η ιδιαιτερότητα του Πλάτωνα είναι ότι βλέπει τη διττή όψη των πραγμάτων: ένας Ιανός που κοιτάζει προς αντίθετες κατευθύνσεις. 
*
Η τέχνη είχε για τον Πλάτωνα τη δαιμονιακή ιδιότητα του καθρέφτη: απροσδιόριστη και ουδέτερη εικονικότητα, χωρίς ταυτότητα εφόσον δεν είναι τίποτα και, ακριβώς γι’ αυτό, μπορεί να αναπαράγει τα πάντα, αντανακλά έναν κόσμο παρόμοιο με τον κόσμο από κάθε άποψη, εκτός από το ον. Τέτοιας φύσης ήταν και η δραστηριότητα του Σοφιστή: ο «πανούργος γητευτής», εκείνος που κρύβεται στο «σκότος τού μη όντος». Συνεπώς, δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο στην πλατωνική καταδίκη της τέχνης: προβάλλοντας τα πράγματα στη φαντασμαγορία των εικόνων, η τέχνη εισάγει σε όλα όσα υπάρχουν την υποψία της μη πραγματικότητας, δείχνει τον κόσμο χωρίς θεμέλιο.    
*
«Αγαπητέ Φαίδρε, αυτό το τρομερό που υπάρχει στη γραφή είναι επίσης το γεγονός πως στ’ αλήθεια μοιάζει πολύ με τη ζωγραφική. Και πράγματι, τα όντα που παράγει η ζωγραφική εγείρονται σαν να ήταν ζωντανά: αν όμως τους απευθύνεις κάποια ερώτηση, αντιτάσσουν μια επιβλητική και απόλυτη σιωπή» (Φαίδρος).  
    Η ιδιότητα του αισθητικού συνίσταται στην επίδειξη μιας απολιθωμένης ύπαρξης, ενός νεκρικού κόσμου˙ η παραισθητική αίσθηση ανοίκειου που νιώθουν τα όντα που κοιτάζουν και μιμούνται τη ζωή πέρα από τη ζωή. Σήμερα η τέχνη έχει χάσει στα μάτια μας τη συνταρακτική δύναμή της, ωστόσο ορισμένες σύγχρονες εκφράσεις πετυχαίνουν ακόμη ανάλογα αποτελέσματα. Κάποιες δημιουργίες του αμερικανικού υπερρεαλισμού, εκείνα τα γύψινα αγάλματα που κάθονται σε παγκάκι ή προβάλλουν από μια πόρτα, οι τελείως αληθοφανείς –από το δέρμα έως τα ρούχα– κούκλες, στις οποίες ο αφηρημένος επισκέπτης θα μπορούσε μέχρι και να απευθύνει τον λόγο˙ αυτές οι σκηνές ταριχευμένης ζωής, σε μια υπνωτική ακινησία, μεταδίδουν ένα σοκ που ανήκει στην πρωταρχική εμπειρία της τέχνης, ένα σοκ ακριβώς πλατωνικό.
*
Το πένθιμο αίνιγμα της εικόνας σε μια δήλωση του Nicolas de Staël, σχετικά με τα πορτρέτα της συζύγου του: «Επί χρόνια έφτιαχνα πορτρέτα της Jeannine… Κοιτώντας τα, αναρωτιόμουν: Τι ζωγράφισα; Έναν νεκρό που ζει ή έναν ζωντανό που πέθανε; Έτσι, σιγά-σιγά, ένιωσα αμηχανία να ζωγραφίσω ένα πρόσωπο που θα της μοιάζει».
*
Αν ο Πλάτων μπορούσε να γνωρίσει τον κινηματογράφο, θα πέθαινε από τρόμο.
*
«Αγαπητέ φίλε, θα πράξουμε όπως οι εραστές που, πεπεισμένοι για την καταστροφή που προκαλεί το πάθος τους, απομακρύνονται, έστω και με δυσκολία. Έτσι και εμείς» (Πολιτεία).
    Η άρνηση, ήδη από την αρχή, πηγή και κανόνας της δυτικής συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τη μεταφορά των Νόμων, μαριονέτες της λογικής.
*
Ο Πλάτων ως πρώτη και ανώτατη υγειονομική αρχή της σκέψης. Αυτός επινόησε το εμβόλιο της διαλεκτικής κατά του φοβερού αισθητικού ιού που μεταδόθηκε από τον Γοργία.
*
Τα φαντάσματα εναντιώνονται στην τάξη, στην εργασία, στην ιστορία, είναι ανώφελα ή απειλητικά. Γι’ αυτό κάθε επανάσταση, όπως κάθε κοινωνία που βασανίζεται από την πολιτική, θα αντικρίσει καχύποπτα την τέχνη ή, ούτε λίγο ούτε πολύ, θα την εξορίσει. Η εκδίωξη του καλλιτέχνη από την Πόλη είναι χειρονομία που επαναλήφθηκε ακόμη και στην πρόσφατη ιστορία. Ο Zhdanov ήταν ένας πλατωνικός.
*
Παρά το υπέρτατα μεταφυσικό περιεχόμενο και ύφος, στον Πλάτωνα δεν υπάρχει ούτε μία φράση που να μην πηγάζει από το πιο άμεσο, έντονο και δραματικό απτό στοιχείο της ύπαρξης, της ιστορίας, της τέχνης, του ατόμου και της Πολιτείας. Στην πραγματικότητα, ο Πλάτων μιλάει στην ψυχή και στο σώμα, και γι’ αυτό τον λόγο το έργο του δεν παύει ούτε θα παύσει ποτέ να είναι επίκαιρο, να σαγηνεύει και να συνταράζει. Αντιθέτως, με τον Αριστοτέλη, πνεύμα πολύ πιο θετικό, η σκέψη δεν βρίσκει το αντικείμενό της, χάνει κάθε ζωτικό ενδιαφέρον, γίνεται μια αφηρημένη και έμμεση άσκηση, αφοσιωμένη στο σύστημα και στον ακαδημαϊσμό.
*
Αν ο έρωτας είναι αληθινός, δεν πεθαίνει...
    Μέχρι και αυτή η αντίληψη, βγαλμένη από τραγουδάκι ή από κουτί με σοκολατάκια, δεν θα ήταν δυνατόν να εξηγηθεί εν τέλει χωρίς τον Πλάτωνα. 
*
Δεν πιστεύουμε πια στις Ιδέες, σε εκείνες με ιώτα κεφαλαίο και, συνεπώς, ούτε σε εκείνες με ιώτα πεζό. Τι απομένει λοιπόν από τον Πλάτωνα; Μένει το μεταφυσικό μυθιστόρημά του˙ μένουν επίσης όλα όσα είχε φοβηθεί, απορρίψει και καταδικάσει, χωρίς όμως να σημαίνει ότι δεν τα είχε κατανοήσει και περιγράψει με τόσο θαυμάσιο τρόπο.
*
Τι αποδεικνύει η επικαιρότητα των πλατωνικών εφιαλτών καλύτερα απ’ ό,τι η σύγχρονη βιολογία – εργαστήριο του υβριδίου, κυκεώνας του αντίγραφου στη ζώσα πραγματικότητα;
*
Ο Joubert πιστεύει ότι τον Πλάτωνα «πρέπει να τον αναπνεύσουμε, θα λέγαμε, και όχι να τραφούμε από αυτόν»˙ και ότι για να τον κατανοήσουμε και να τον αντέξουμε, «οι λέξεις με τις οποίες μεταφράζεται θα έπρεπε να έχουν για εμάς τη διφορούμενη έννοια που είχαν οι δικές του για τους αναγνώστες και τους ακροατές της εποχής του».
*
Μόνο ο Leopardi, μόνο ένας υλιστής που δεν ένιωθε να είναι από εδώ κάτω («ο κόσμος δεν μου φαίνεται φτιαγμένος για μένα», έγραψε κάποτε στον αδερφό του Carlo), μπορούσε να δημιουργήσει εκείνο το θαύμα αιθέριας ομορφιάς που είναι η ωδή Alla sua Donna, πιθανόν ο υψηλότερος φόρος τιμής που έγινε στον Πλάτωνα από έναν σύγχρονο αντιπλατωνιστή.
*
«Αφηγείται λοιπόν ο θρύλος πως κάποτε τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι, πριν από τη γέννηση των Μουσών: ύστερα, όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και εμφανίστηκε το τραγούδι, μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους αποξενώθηκαν σε τέτοιο βαθμό από την απόλαυση που, εξαιτίας του τραγουδιού, αμελούσαν να φάνε και να πιουν και, χωρίς να το αντιληφθούν, πέθαιναν. Αργότερα, από αυτούς προήλθε το γένος των τζιτζικιών, που απέκτησε από τις Μούσες το προνόμιο να μην έχει, αφότου γεννηθεί, καμιά ανάγκη για τροφή, αλλά να αφιερωθεί αμέσως στο τραγούδι, χωρίς να τρώει ή να πίνει, μέχρι να πεθάνει, και να πάει έπειτα στις Μούσες για να αναγγείλει αν εδώ κάτω κανείς τις τιμά, και ποια ιδιαίτερα» (Φαίδρος).
    Σε αυτόν τον σαγηνευτικό μύθο –πρωταρχικό μύθο, όχι παράγωγο– ο πιο αδιάλλακτος μοραλιστής της ιστορίας της σκέψης αποκαλύπτει ότι είναι βαθιά συνένοχος με όσους κρατούν τον θύρσο, φαίνεται να έχει και αυτός το πόδι του τράγου. Μπορεί κανείς να συλλάβει κάτι πιο διονυσιακό από το να πεθαίνεις από τραγούδι;
*
Φαίνεται πως ο Πλάτων δεν κατανοήθηκε καθόλου από τους μαθητές του. Άλλωστε, ελάχιστα ανησυχούσε για την ορθόδοξη ερμηνεία της σκέψης του: να μια απροσδόκητη ιδιομορφία που προσθέτει περισσότερο μεγαλείο στο μεγαλείο του. 
*
Η γραφή σαν «κήπος του Αδώνιδος».
    Άνθος αφύσικο, εφήμερο, τεχνητή λάμψη.
*
Ο Joubert, πνεύμα συνήθως τόσο εκλεπτυσμένο, με ιδιαίτερη αντιληπτικότητα, παρατηρεί πως «ο πλατωνισμός χωρίς τον Πλάτωνα είναι ανυπόφορος», σε αυτή την περίπτωση όμως κάνει λάθος: απεναντίας, είναι αλήθεια πως μέχρι και στους πιο αδύναμους επιγόνους διατηρείται, λόγω της ίδιας της δύναμής του, κάτι από τη charme του οράματός του. Ανάμεσα στους ιδρυτές φιλοσοφιών και θρησκειών είναι λίγοι εκείνοι που, όπως ο Πλάτων, δεν χρειάζεται να ντρέπονται για την παράδοση την οποία γέννησαν.
*
«Από τα πολιτεύματα θα είναι ορθό, μάλιστα θα είναι το μοναδικό αληθινό πολίτευμα, εκείνο όπου οι άρχοντες θα κατέχουν τη γνώση πραγματικά και όχι απλώς επιφανειακά, και είτε κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους είτε χωρίς αυτούς, είτε με τη συναίνεση είτε με την εναντίωση των υπηκόων, σε πλούτη ή φτώχεια, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πρέπει να θεωρηθεί πως έχει την ελάχιστη σχέση με έναν ορθό ορισμό της εξουσίας. […] Και αν αυτοί οι άνθρωποι σκοτώσουν κάποιον ή εξορίσουν άλλον με σκοπό την κάθαρση της Πολιτείας, αν μειώσουν τον πληθυσμό στέλνοντας σε κάποια μέρη αποίκους κατά σμήνη μελισσών, ή τον αυξήσουν παραχωρώντας την ιδιότητα του πολίτη σε άλλους που ήρθαν απέξω, αρκεί να ενεργούν βάσει γνώσης και δικαιοσύνης, προσπαθώντας να σώσουν την Πολιτεία και να την καταστήσουν, από χειρότερη που ήταν, την καλύτερη δυνατή, σε τέτοια περίπτωση και με τέτοιους όρους, αυτό το πολίτευμα θα είναι για μας το μόνο ορθό» (Πολιτικός).
    Αυτές οι λίγες γραμμές πανικοβάλλουν είτε επειδή φανερώνουν, ανήκουστα πρόωρα, την ουσία του πολιτικού προβλήματος στην αντίθεση ανάμεσα στην Ιδέα και το γεγονός, στην αλήθεια και την εξουσία, στη νομιμοποίηση και τη νομιμότητα, και θεσπίζουν, για πρώτη φορά στην ιστορία της σκέψης, την έννοια και το δικαίωμα της «επανάστασης»˙ είτε επειδή μοιάζουν, και όντως είναι, σκέτος Machiavelli, με τη διαφορά ότι ενώ αυτός δικαιολογεί τη βία και το έγκλημα στο όνομα του συμφέροντος της Πολιτείας, ο Πλάτων τα νομιμοποιεί στο όνομα του ίδιου του Αγαθού και της Δικαιοσύνης.
    Ο Πλάτων – ένας ιδεαλιστικός Machiavelli, ένας Machiavelli της αγιότητας, ωστόσο η τραγωδία της πολιτικής δεν αλλάζει!      
*
Ήδη στην Πολιτεία υπάρχει αυτή η ανήθικη, σατανική ανάγκη: το δικαίωμα των αρχόντων να «ψεύδονται για το συμφέρον της Πολιτείας»…
*
Γνωρίζουμε πως το πολιτικό πείραμα που επιχείρησε ο Πλάτων με τον Διονύσιο Β´, τύραννο των Συρακουσών, απέτυχε οικτρά: ένα πικρό μάθημα, αλλά για μας πολυτιμότερο από μια επιτυχία.
*
Πρέπει να επαναληφθεί αδιάκοπα ότι ο πλατωνικός ιδεαλισμός απέχει από το να ανταποκρίνεται σε ένα απλοϊκό ή διαστρεβλωμένο όραμα. Όντως, αναζητά την ατμόσφαιρα του παραδείσου, μα αναδύεται, δίχως να το κρύβει, μέσα από μια θειούχα θάλασσα.
*
Έχουμε εμπειρία μόνο του γίγνεσθαι και μιας μονάχα κατεύθυνσης στο εσωτερικό τού γίγνεσθαι: της φθοράς, της παρακμής και τελικά του εκμηδενισμού των πάντων. Δεν υπάρχει όμως καμία λογική αιτία που επιτρέπει να αποκλείσουμε μια αντιστροφή της ροπής. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή, εξαιτίας μιας κοσμικής επανάστασης, της οποίας σαφώς δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την πιθανότητα, ούτε καν το πότε επίκειται να συμβεί ή τις διαστάσεις της, όλα θα μπορούσαν να αρχίσουν να κινούνται αντίστροφα, ο χρόνος να κυλάει προς τα πίσω, το γίγνεσθαι ανάποδα… Είναι η προοπτική που εξετάζει η σύγχρονη Φυσική και που προβλέφθηκε πριν είκοσι τρεις αιώνες στον μύθο του Πολιτικού: «στους γέρους τα λευκά μαλλιά άρχιζαν να μαυρίζουν˙ σε εκείνους που είχαν πολλά γένια, τα μάγουλα γίνονταν ξανά άτριχα και επανέφεραν τον καθένα στο άνθος της ηλικίας του˙ τα εφηβικά σώματα γίνονταν όλο και πιο λεία και μικρά από μέρα σε μέρα και από νύχτα σε νύχτα, επέστρεφαν στην κατάσταση του νεογέννητου, και η ψυχή τους προσαρμοζόταν εξίσου καλά με το σώμα˙ από εδώ, σταδιακά έφθιναν και κατέληγαν να εξαφανιστούν εντελώς». Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όλα θα οπισθοχωρούσαν˙ αντί να κλίνουν προς τον θάνατο, όλα θα επανέρχονταν στη γέννηση. Επομένως προς τη σωτηρία; Όχι. Προς έναν καταγωγικό θάνατο.   
*
Παρά τη μεγαλειώδη εργασία της αφαίρεσης που επιτεύχθηκε από το σύστημά του, ο Hegel είναι από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να συλλάβουν την πραγματικότητα με «πλατωνική» δύναμη και ακρίβεια. Και στην περίπτωσή του επίσης, όπως για τον Αθηναίο φιλόσοφο, ισχύει ο ακόλουθος κανόνας ανάγνωσης: να κομματιάζεις την κορνίζα ώστε να ελευθερωθεί ο άγριος πλούτος και η αλήθεια του πίνακα.       
*
Ενίοτε ειπώθηκε ότι ο Πλάτων προαναγγέλλει τον Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει όμως σε αυτόν τίποτε από τον ιουδαϊκό κυκεώνα: ο κόσμος έπρεπε να βρει λύτρωση στις μορφές, όχι στην πίστη… 
*
Προσπαθώντας να λυτρώσει τον κόσμο από το maelstrom της δύναμης, ο Πλάτων επινόησε μια αλήθεια, μάλλον: την αλήθεια. Αλλά τότε συνέβη ένα περίεργο φαινόμενο: για να επιβληθεί στη δύναμη, η οποία δεν υπακούει στη λογική, για να πραγματοποιηθεί και να διατηρηθεί στην ιστορία, η Ιδέα δεν είχε –ύψιστη ειρωνεία– άλλο μέσο από το να προσφύγει και αυτή στη δύναμη, και έτσι προκλήθηκαν νέες, ατελείωτες καταστροφές.
*
Το Ένα –από τον Πλάτωνα ώς τον Hölderlin– είναι η μοναδική, υπέρτατη επιδίωξη. Αν όμως όλα ήταν Ένα, τίποτα πια δεν θα κινούνταν, μάλλον τίποτα πια δεν θα υπήρχε.
    Όταν αναζητούμε την τελική αιτία των πραγμάτων, όπως και να την προσδιορίζουμε, σκοντάφτουμε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: η επιστροφή στην αρχή του κόσμου δεν θα ήταν άλλο παρά ο αφανισμός του κόσμου.    

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

Ο Mario Andrea Rigoni γεννήθηκε στο Asiago το 1948. Είναι καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Padova, ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές του Giacomo Leopardi (έχει επιμεληθεί την πιο πρόσφατη κριτική έκδοση των απάντων του στη σειρά “i Meridiani” του Mondadori). Επίσημος μεταφραστής του Cioran στην Ιταλία, διατήρησε επί πολλά χρόνια φιλία με τον συγγραφέα, μεταφράζοντάς τον και διαδίδοντας τη σκέψη του. Ήταν ο πρώτος στην Ιταλία που παρουσίασε και δημοσίευσε πολλά κείμενα του Cioran στην Corriere della Sera, ενώ διηύθυνε τη μετάφραση των έργων του για τον γνωστό εκδοτικό οίκο Adelphi. Έχει γράψει δοκίμια, βιβλία με αφορισμούς και συλλογές διηγημάτων, και αρθρογραφεί στο πολιτιστικό ένθετο της Corriere della Sera. 




[1] Κεφάλαιο από το βιβλίο αφορισμών του Mario Andrea Rigoni, Variazioni sull’Impossibile (il notes magico, Padova 2006).

Μικρό σχόλιο για το σκάνδαλο Novartis

Ο Σεφέρης έγραφε προφητικά για το φαρμάκι των φιδιών που πλήττουν τη ζωή μας. Εμείς οι πολίτες είμαστε οι γάτες τ' Άι- Νικόλα. Εμείς...



Γιῶργος Σεφέρης - Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.

Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».

«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι». 

«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Ούτε κουρσάρος, ούτε προσκυνητής Μόνο ευθείες

[Τα Νέα, Σάββατο 14/02/2009]

Τζένη Μαστοράκη: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, εκδ. Κέδρος 2007


«Το έργο του Γιώργου Χειμωνά δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (αριστερά). Τώρα που σε λίγες μέρες συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τον ξαφνικό θάνατο αυτού του ξεχωριστού πεζογράφου (και ψυχίατρου-ψυχαναλυτή), η ανάγνωση του κορυφαίου φιλόλογου και κριτικού και οι ευθύβολες παρατηρήσεις του επαναφέρουν στο προσκήνιο τον συνταρακτικό διάλογό τους


ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ: «ΛΙΓΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΕΡΓΑ ΜΑΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΥΠΟΘΕΤΩ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ». ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΠΑΡΩ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ. ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΟΥΣ.
Και με τον Χειμωνά και με τον Μαρωνίτη έχω μια μακριά προϊστορία, δημόσια και ωστόσο προσωπική: καθένας τους με τον δικό του τρόπο, με κάποιο κείμενό του δηλαδή, με έχει σημαδέψει σε διάφορες ηλικίες και ήταν εποχές που μια δημοσίευσή τους, μεγάλη ή μικρή, μπορούσε να σφραγίσει ολόκληρη χρονιά. Ο Χειμωνάς ήταν η φωνή από τα έγκατα. Κάθε νέο βιβλίο του ερχόταν να με συνεπάρει σαν φλεγόμενο παραμύθι που μιλούσε σε ό,τι πιο αμίλητο είχα μέσα μου. Ο Μαρωνίτης πάλι ήταν η φωνή μέσα από τα σύννεφα. Ο λόγος του τάραζε τα νερά, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, αδιαπραγμάτευτος: ένας λόγος υψηλού κόστους και υψηλού πάθους, που δεν υπολόγιζε ούτε την έκθεση ούτε την πρόκληση.
Εκείνες τις εποχές, κάποια από τα σπουδαία κείμενα αυτού του τόμου τα έζησα ένα ένα στην ώρα τους, σχεδόν εν θερμώ. Καθένα από αυτά ήταν και ένα γεγονός. Και τώρα που τα ξαναδιαβάζω όλα μαζί, με αρκετή μελαγχολία, αλλά και με την ίδια παλιά συγκίνηση, διαπιστώνω πως μέσα μου μετρούν ακόμη όπως και τότε. «Γεγονότα» είναι πάλι, εγγεγραμμένα πια και σε μιαν άλλη διάσταση. Η συνάντηση των δυο τους ήταν συναρπαστική. Και αποκλειστική – έτσι την ένιωθα: κανένας άλλος δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Τους κρυφάκουγα να μιλούν σε μια γλώσσα που ήταν μοιρασμένη και διπλή και ταυτόχρονα ενιαία και αδιαίρετη και τους φανταζόμουν σαν δύο ωραία θηρία που πλησιάζονται και οσφραίνονται το κοινό τους αίμα. Ή με τον τρόπο του Χειμωνά: δύο κήρυκες που διανύουν το αχανές, ώσπου να συναντηθούν πάνω από ένα ανασκαμμένο πεδίο μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν, εκεί ακριβώς, χωρίς «εάλω» και «νενικήκαμεν», πως έρχονται από την ίδια πατρίδα.
Την περιπλάνηση του Χειμωνά την έχω ακολουθήσει μόνο φανταστικά. Κάθε που χρειαζόταν να τον κοιτάξω από λίγο πιο κοντά, έγραφα γύρω του μεγάλες καμπύλες, ζητώντας να τον καθρεφτίσω πρώτα κάπου αλλού για να μη με μαρμαρώσει. Τις διαδρομές του Μαρωνίτη όμως, τώρα που τον ξαναδιάβαζα με μια νηφάλια χρονική απόσταση, νομίζω πως τις είδα σχεδόν καθαρά. Ούτε μία καμπύλη που να παρηγορεί, ούτε μία τεθλασμένη που να δραπετεύει: μόνο ευθείες. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό και πιο περιπετειώδες από την ευθεία.
Είναι στοιχεία μιας μυστικής γεωμετρίας οι ευθείες του και χτίζουν, πότε οριζόντιες και πότε κάθετες, έναν αόρατο κάνναβο πάνω από το έργο του Χειμωνά. Με μία διαφορά όμως: στα τετραγωνάκια του αόρατου πλέγματος ο Μαρωνίτης δεν απομονώνει λεπτομέρειες από τον Χειμωνά για να τις αναδείξει. Αποθέτει τα δικά του, πολύ προσωπικά «σήματα», μ΄ ένα αίσθημα παλλόμενο και συνάμα οριακά συγκρατημένο. Η συγκίνηση παραμένει γι΄ αυτόν μια «σκοτεινή πηγή που υπόκειται». Δεν ανεβαίνει ποτέ στην επιφάνεια.
Με μία εξαίρεση: τη συνομιλία με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο τέλος του βιβλίου. Αν ο Μαρωνίτης, ζώντος του Χειμωνά, υπήρξε ένας ιδεώδης παραλήπτης και αποστολέας, με τον Χειμωνά φευγάτο πια, αφήνει τη σκοτεινή πηγή του, όχι να αναβλύσει, αλλά να φανεί μόνο μέσα από κάποιες βίαιες ρωγμές. Μια πικρή παρατήρηση σαν κι εκείνη για το «τέλος του Νάρκισσου», θα μπορούσε να κρύβει προπαντός ένα πράγμα: την άγρια οργή ενός μοναχικού πια αποστολέα μπροστά στο άδικο του θανάτου.
Ξανά στον κάνναβο. Σαν τι «σήματα» θα διάβαζα καταγεγραμμένα στα τετραγωνάκια του; Ας πούμε, αυτό: «Το έργο του Χ. δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα- συγκρατεί στο εσωτερικό του τη μορφή του τρόμου και η πρόσληψή του οφείλει να πραγματοποιηθεί εν όψει του τρόμου». Είναι μια διαπίστωση που με γοητεύει όσο και την πρώτη φορά που τη βρήκα γραμμένη μπροστά μου και θα γινόταν ωραίο παράδειγμα και του αποσιωπημένου αισθήματος (άλλο να μιλάς σαν «τρομαγμένος» κι άλλο σαν ένας που γνώρισε τον τρόμο) και μιας ιλιγγιώδους ευθείας που διαπερνά και συνδέει τα σπλάχνα δύο κειμένων, αν όχι και δύο συγγραφέων.
Πέρα από τις άλλες ανεκτίμητες ιδιότητές του, ο Μαρωνίτης-συγγραφέας έχει σπάνια άρθρωση και σπάνια ευθυβολία. Ο λόγος του δεν ανταγωνίζεται ούτε διαμεσολαβεί. Ξεδιπλώνεται πέρα για πέρα ισότιμος και αυτόνομος, επιβάλλοντας κανόνες μιας άλλης προοπτικής με τερατώδες ένστικτο και με υψηλή- ας μου επιτραπεί αυτή η παρεξηγημένη λέξη- αξιοπρέπεια. Ο Μαρωνίτης δεν γίνεται ούτε κουρσάρος ούτε προσκυνητής. Και καθώς ελέγχει αυστηρά τη δραματικότητα και την ταραχή του, γίνεται εν τέλει και δραματικός και συνταρακτικός. Και κυματίζει, σαν κι εκείνην τη σημαία του Χειμωνά. Μαζί με όλα τα καρφιά που τον κρατούν καρφωμένο.