Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Νότα Χρυσίνα «Μία τυχαία συνάντηση»

Σχόλιο προς τους/τις  ευγενικούς/ες και μη αναγνώστες/τριες

Το διήγημα αυτό γράφτηκε ως εργασία εξαμήνου για το ΜΠΣ. Περιέχει τεχνικές αφήγησης που δεν είναι στην παρούσα ανάρτηση σημειωμένες με bold ενώ όταν υποβλήθηκε για διόρθωση ήταν σημειωμένες και βαθμολογήθηκε με 9 (εννέα), προφανώς γιατί οι τεχνικές είναι σωστές αλλά όχι η λογοτεχνική γραφή που θέλει ψυχή βουτηγμένη στον νου. 



Η Νατάσα κατέβηκε βιαστική από το ταξί. Μόλις την είδα η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε ένα ξέφρενο ρυθμό σαν τρελή.Περπατούσα παρέα με τους παλιούς συμφοιτητές μου δίπλα από το γλυπτό της Κοιμωμένης του Χαλεπά. Βρισκόμασταν στο Α’ Νεκροταφείο για την εξόδιο ακολουθία που θα ψαλλόταν για τον αγαπημένο μας καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, που είχε φύγει την προηγούμενη μέρα από τη ζωή. Ανυπομονούσα να την δω. Η φίλη της η Μαίρη μού είχε πει πως θα ερχόταν στην κηδεία κι ότι θα έφθανε αεροπορικώς από Θεσσαλονίκη. Είχε αργήσει. Η ώρα ήταν ήδη 11 και μισή.  Πάντα αργούσε. Το μυαλό μου έτρεξε στο παρελθόν σαν ταινία σε rewind. Θυμήθηκα την ημέρα που πρωτογνωριστήκαμε. Ήμασταν και οι δυο μας φοιτητές φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.

Μια ψηλή κοπέλα με κυματιστά, καστανά μαλλιά και λαμπερά γεμάτα φλόγα μάτια μπήκε αργοπορημένη στο μάθημα του καθηγητή Μαρωνίτη. Το σώμα της δεν ήταν απλώς ωραίο, έμοιαζε με γλυπτό Αφροδίτης.) Μόλις την είδα εντυπωσιάστηκα, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.

Στο διάλειμμα την πλησίασα και τη ρώτησα εάν χρειάζεται τις σημειώσεις του μαθήματος. Εκείνη ενθουσιάστηκε με την πρότασή μου και μού πρότεινε αμέσως να πάμε για καφέ. Ήταν πρόσχαρη και μιλούσε με μια ζεστή, απαλή, μεταξένια φωνή. 
Την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Δεν αργήσαμε να συγκατοικήσουμε. Βρήκαμε ένα μικρό, φτηνό διαμέρισμά στο κέντρο της πόλης. Θέλαμε να βρισκόμαστε στην καρδιά της πόλης, ώστε να  οσμιζόμαστε τα δρώμενα, αλλά καιμου άρεσε να μπορώ να πηγαίνω παντού με τα πόδια.Το ίδιο και της Νατάσας. Ήταν αθλήτρια. Το όμορφο καλοσχηματισμένο της σώμα είχε διαμορφωθεί μετά από ατέλειωτες ώρες γυμναστικής.
Η αθλήτριά μου όμως αγαπούσε και τη διακόσμηση. Διάβαζε πολλά περιοδικά στον ελεύθερο χρόνο της. Στο νέο μας σπίτι τής δόθηκε η ευκαιρία και να δείξει το ταλέντο της και να φτιάξει το σπιτικό μας.
 Διάλεξε  φωτεινά πράσινα χρώματα για τους τοίχους και απαλότερες αποχρώσεις για τα υφάσματα. Βάψαμε μόνοι μας το σπίτι. Βάψαμε ακόμη και τα πρόσωπά μας. Είχαμε γελάσει πολύ καθώς μοιάζαμε με πράσινα ανθρωπάκια εξωγήινων, όπως αυτά που αναπαρίστανται στα περιοδικά.
 Τράβηξα πολλές φωτογραφίες το μουτράκι της και κρέμασα τις φωτογραφίες στους τοίχους. Τη φωτογράφιζα συχνά καθώς η φωτογραφία είναι το χόμπι μου. Είχα πάρει μέρος σε διαγωνισμούς και εκθέσεις.
 «Μάνο, βιβλία και φωτογραφίες παντού, παντού φωτογραφίες» έλεγε μισοζαλισμένη η μούσα μουενώ έψαχνε κάποιο βιβλίο για την εργασία της. 
«Βιβλιοφάγοι, είμαστε μωρό μου, δέξου ότι συγκατοικούμε με αυτά, ονειροπαρμένοι  βιβλιοφάγοι» της έλεγα και την άρπαζα από τη μέση γυρνώντας τηστον αέρα.
 Η Νατάσα ήθελε λίγο χώρο για ακουμπάει τα αγαπημένα της μυθιστορήματα αλλά το πάτωμα ήταν γεμάτο βιβλία και περιοδικά αρχιτεκτονικής. Ξόδευα όλο μου το χαρτζιλίκι σε αυτά καθώς ονειρευόμουν να γίνω αρχιτέκτονας,αν και είχα περάσει με την πρώτη στη σχολή φιλολογίας. Η φιλολογία ήταν όνειρο του πατέρα μου, καθώς ήταν και ο ίδιος φιλόλογος. Εγώ από μικρός ήθελα να κτίζω κάστρα. 
Την επόμενη χρονιά θα έδινα εξετάσεις και στην Αρχιτεκτονική και όταν θα έπαιρνα το πτυχίο μου θα έκτιζα ένα κάστρο να βάλω μέσα την βασίλισσά μου, τη Νατάσα.  «Βασίλισσά μου» της έλεγα όταν απλώναμε τα όνειρά μας για το μέλλον στο μικρό μας μπαλκονάκι τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες.
Ήμουν ερωτευμένος με το ομορφότερο κορίτσι του κόσμου και τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να χαλάσει την ευτυχία μας. Τα βράδια κάναμε παθιασμένο έρωτα και μετά ξαπλώναμε πάνω στις μεγάλες βελούδινες κόκκινες μαξιλάρες που ήταν απλωμένες στο πάτωμα και ακούγαμε τα αγαπημένα μας Cd μουσικής. Αγαπούσαμε και οι δυο μας την jazz και την κλασική μουσική. Ακούγαμε βέβαια και ροκ και πηγαίναμε κάθε Σαββατόβραδο για χορό και παρεούλα στο στέκι των φοιτητών, στην οδό Βαλαωρίτου.
Ήμασταν μαζί δύο χρόνια, όταν καβγαδίσαμε για πρώτη και τελευταία φορά. 
Ήταν Δεκέμβρης και είχε τσουχτερό κρύο. Τις προηγούμενες μέρες χιόνιζε και οι δρόμοι είχαν ένα απαλό στρώμα πάγου που την ημέρα αντανακλούσε το φως το οποίο διαθλώταν σε πολλά μικρά χρωματιστά σωματίδια που χόρευαν στον αέρα. Σάββατο βράδυ και είχαμε πάει στο αγαπημένο μας στέκι. Καθώς μπήκα μέσα είδα μια παρέα με κοπέλες. Ανάμεσά τους η Λητώ, μια όμορφη κοκκινομάλλα φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, γειτονοπούλα μου στο εξοχικό μας στην Μήλο.  Χάρηκα πολύ που είδα τη Λητώ και αφού τη σύστησα στη Νατάσα έπιασα την κουβέντα μαζί της. Καιρό είχαμε να βρεθούμε και είχαμε να μοιραστούμε πολλά από το νησί μας. Περνούσα υπέροχα με τη συντροφιά της. Η Λητώ μού περιέγραφε πώς κατάφερε να αποδώσει το τοπίο της Μήλου σε έναν της πίνακα και η περιγραφή της με είχε συναρπάσει. Είχα απορροφηθεί τόσο από την αφήγηση που ξέχασα τηγλυκιά μου Νατάσα. Εκείνη με πλησίασε κάποια στιγμή και μου ζήτησε να φύγουμε. Εγώ δεν ήθελα να χάσω την παρέα της Λητώς και της είπα ότι θα μείνω και θα τησυνοδεύσω στο σπίτι της. Η Νατάσα θύμωσε και μου είπε πως φεύγει.
Όταν επέστρεψα στο διαμέρισμα, η Νατάσα κοιμόταν. Ξύπνησα νωρίς το πρωί αλλά η Νατάσα είχε ξυπνήσει νωρίτερα και μου είχε αφήσει ένα σημείωμα ότι θα πάει για λίγες μέρες στο χωριό των γονιών της, κάπου έξω από την Χαλκιδική.
Την πήρα πολλές φορές στο τηλέφωνο αλλά δεν απάντησε. Μετά από μια εβδομάδα μου τηλεφώνησε πως θ’ αργήσει να επιστρέψει,γιατί ο πατέρας της είχε αρρωστήσει και έπρεπε να μείνει κοντά στους δικούς της για λίγο καιρό.
 Ο καιρός περνούσε και εκείνη δεν επέστρεφε ούτε απαντούσε στα τηλεφωνήματά μου. Μια μέρα ήρθαν δυο φίλες της και μάζεψαν τα πράγματά της. Μου έδωσαν ένα γράμμα. Με ευχαριστούσε για όσα μοιραστήκαμε και μου ευχόταν να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Σύντομα πέρασα στην Αρχιτεκτονική Αθηνών και ξενοίκιασα το διαμέρισμα. Την αναζήτησα μέσα από φίλους και γνωστούς. Κανένας δεν ήξερε τίποτα. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε.
Μετά από χρόνια συνάντησα τη φίλη της τη Μαίρη στην Αθήνα. Μου είπε πως η Νατάσα είχε γίνει μεταφράστρια και πως ζούσε στη Γαλλία. Εκεί είχε τιμηθεί με το βραβείο της λεγεώνας της τιμής.

Η καρδιά μου συνέχισε να χτυπάει σε ξέφρενο καλπασμό όταν πλησίασε εκείνη. Είχα να τη δω είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Βρήκα τη δύναμη και της είπα «Γειά σου Νατάσα, είσαι πάντα όμορφη».
 Μου χαμογέλασε πλατιά: «Κι εσύ πάντα κομψός» είπε ενώ με κοίταζε έντονα. Η αλήθεια είναι ότι πρόσεχα πολύ την εμφάνισή μου. Αν και τα μαλλιά μου είχαν ασπρίσει, ήμουν σε καλή φυσική κατάσταση. Την ημέρα εκείνη φορούσα σουέτ καφέ σακάκι, τζιν πουκάμισο και τζιν ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Η Νατάσα με κοίταζε με αυτό το βαθύ γλυκό βλέμμα που είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά. Αφού τελειώσαμε με το τελετουργικό, ήπιαμε καφέ και συλλυπηθήκαμε την οικογένεια Μαρωνίτη,κανονίσαμε να πάμε να φάμε οι δυο μας. Είχαμε να βρεθούμε είκοσι ολόκληρα χρόνια!

«Λοιπόν Μάνο»,μού είπε, «πραγματοποίησες το όνειρό σου να γίνεις αρχιτέκτονας;» Εγώ ήμουν ακόμη σαν υπνωτισμένος. Ρουφούσα κάθε της βλέμμα και προσπαθούσα να κρατήσω όσες περισσότερες εικόνες της αποτυπωμένες στο μυαλό μου. Σαν να ήθελα να τη φυλακίσω στη σκέψη μου. 

«Τι έγινε;», γέλασε, «μη μου πεις πως ξέχασες ποιος είσαι;» Γέλασα αμήχανα κι εγώ. Μου άρεσε που ήταν πειραχτήρι. Τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω στα μακριά καλοσχηματισμένα της πόδια που τα άφηνε ακάλυπτα κάτω από μία αραχνοΰφαντη φούστα. 
«Ουάου» της έκανα. Γελάσαμε και οι δυο καθώς θυμηθήκαμε τη σκηνή με τη Ρίτα Χέιγουορθ και τον Φρεντ Αστέρ. Η Χέιγουορθ είχε εμφανιστεί με σορτσάκι και ο Αστέρ είχε αντιδράσει με το επιφώνημα. Από τότε ήταν το δικό μας πείραγμα, κάθε φορά που την έβλεπα να εμφανίζεται μπροστά μου αποκαλυπτική.

«Λοιπόν, Μάνο», διέκοψε την αναπόλησή μου,«δεν θα μου πεις για εσένα;» «Η αλήθεια είναι, Νατάσα, ότι δεν πιστεύω πως είσαι εδώ».
 «Ναι, έγινα ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας,αλλά το κάστρο που έκτισα είναι χωρίς βασιλοπούλα».
 «Θέλεις να πεις πως δεν παντρεύτηκες;» είπε έκπληκτη.
«Παντρεύτηκα τη βασίλισσα του Σαββά» είπα όλο μυστήριο.

 Η Νατάσα άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα καστανά της μάτια. Της εξήγησα ότι πήγα στην Αιθιοπία να φωτογραφίσω τις αρχαιότητες και εγκλωβίστηκα στη γοητεία του θρύλου της βασίλισσας του Σαββά*. Της διηγήθηκα πώς ανακαλύψαμε με την αποστολή των αρχαιολόγων, την οποία είχα ακολουθήσει, το χρυσωρυχείο της βασίλισσας. Της αφηγήθηκα την συναρπαστική ιστορία της βασίλισσας του Σαββά. Της εξήγησα πως υπάρχει ένας θρύλος που κάνει λόγο για μυθικά πλούτη και πως γίνεται αναφορά του ονόματός της τόσο στη Βίβλο όσο και στο Κοράνι. Της διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια.τις περιπέτειές μου στο υψίπεδο Gheralta.Η Αιθιοπία είναι μία χώρα γεμάτη εκπλήξεις και μοιάζει να ξεπηδάει από τις σελίδες ενός παραμυθιού. 
Η Νατάσα άκουγε γοητευμένη. Πότε πότε πετάριζαν τα βλέφαρά της. Το πετάρισμα των βλεφάρων της ήταν σημάδι πως περίμενε με αγωνία τη συνέχεια. Μείναμε μαζί περπατώντας δίπλα στη θάλασσα μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Προσπαθούσαμε να χωρέσουμε όσα χρόνια ήμασταν μακριά μέσα σε λίγες ώρες. Μου είπε για τη Γαλλία, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, κι εγώ για την Αιθιοπία. Τη ρώτησα για όσα έγιναν τότε, αλλά εκείνη απέφυγε να απαντήσει. «Μάνο μου, ας μη χαλάσουμε τη συνάντησή μας» μου είπε. Όπως έλεγε και η Σκάρλετ Ο’Χάρα στην αγαπημένη μας ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» «After all... tomorrow is another day…». 
Το ξημέρωμα την πήγα να πάρει το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη. Τη φίλησα τρυφερά. Ήξερα πως δεν θα την ξαναδώ.


*Το βασίλειο, που εκτεινόταν στην σημερινή Αιθιοπία και την Υεμένη ήταν ισχυρό και άνθησε κυρίως χάρη στο εμπόριο με την Ιερουσαλήμ και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όσο για τη βασίλισσά του, παρ’ ότι ελάχιστα είναι γνωστά - έτσι ώστε να θεωρείται σήμερα περισσότερο ένα πρόσωπο μυθικό - η εικόνα της ενέπνευσε πολλαπλώς τους μεταγενέστερος, από το Μεσαίωνα και μετά.


Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Γιώργος Ξανθάκος " Πρόβες σε παλιό σπίτι"

Kees van Dongen

 (Dutch/French, 1877–1968)


Κάνεις λάθος. Τον γνωρίζω καλά και είναι και τα δυο. Σαν ποιητής και μαθηματικός μαζί, θα
         μπορούσε να σκεφτεί σωστά[…]
Edgar Allan Poe (Το κλεμμένο γράμμα)

Γύρισα και είδα τη φωνή της να περνάει το τζάμι, το δάχτυλό της να το χτυπάει σαν ράμφος πουλιού: « Ελάτε, πάμε.»
Ήτανε τυλιγμένη στο παλτό της, φορούσε έναν μικρό κομψό μπερέ και με κοίταζε ανυπόμονα. Έβαλα βιαστικά την καμπαρτίνα μου, έκλεισα το σπίτι, και μπήκα στο αυτοκίνητό μου. Ακολούθησα το δικό της. Σε μισή ώρα φτάσαμε, παρκάραμε και περπατήσαμε με τα πόδια, ώσπου είδαμε τη μεγάλη, σιδερένια πόρτα. Από πάνω, υπήρχε ένα τοξοτό υπέρθυρο, βαμμένο με κιτρινωπή ώχρα. Ξεκλείδωσε μ’ ένα μεγάλο κλειδί. Aνοίγοντας, η πόρτα έτριξε λίγο. Μπήκαμε σε μια μεγάλη αυλή, στρωμένη με λεπτό χαλίκι.
Ένα γύρο -κατά διαστήματα- υπήρχαν δέντρα και αναρριχητικά φυτά. Σε πολλά σημεία, οι σοβάδες είχαν πέσει, και φαίνονταν οι πέτρες της ψηλής μάντρας. Προς τη μεριά του κτηρίου, δύο δέντρα ένωναν ψηλά τα φυλλώματά τους, δημιουργώντας έναν φυσικό θόλο σκιάς. Από κάτω είχαν στρώσει  πάτωμα από σανίδια, που έφτανε μέχρι το σπίτι. Την κοίταξα απορημένος.
«Σας είπα, το σπίτι είναι πολύ παλιό. Του 1850. Το είχε ένας Άγγλος ευπατρίδης, φιλέλληνας. Ερχόταν μόνο καλοκαίρια, μα όταν γέρασε, έμεινε μόνιμα εδώ, ως τον θάνατό του. Είχε μεγάλο κύκλο, Έλληνες και ξένους πολιτικούς και λογοτέχνες. Έφτιαξε λοιπόν αυτή τη μικρή εξέδρα και οργάνωνε βραδιές ποίησης, θεάτρου και μουσικής. Μετά, ο παππούς μου, όταν το αγόρασε από τους κληρονόμους του Άγγλου, θέλησε να διατηρήσει την, κατά κάποιον τρόπο, παράδοση και συντηρούσε την εξέδρα για πολλά χρόνια. Λούστρο ξύλου ειδικό, αδιάβροχο, μουσαμάδες κάθε χειμώνα, και αντικατάσταση όσων σανίδων σάπιζαν.»   
Ρώτησα περισσότερα για τον παππού της. «Περίεργος τύπος», μου είπε. «Αρχιτέκτονας, λάτρης των Μαθηματικών, μα και της ποίησης! Μάλλον έγραφε ποιήματα, αλλά δεν τα εξέδωσε ποτέ.» Η γιαγιά της όμως ήταν γνωστή ζωγράφος! «Αλήθεια; Πώς την έλεγαν;» ρώτησα. «Άννα Μπελλή, το πατρικό της επίθετο», μου απάντησε.
Εκείνη τη στιγμή, δυνάμωσε λίγο ο βοριάς, είδα τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρά. Σα να ρίγησε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά με το παλτό της.
«Ελάτε, πάμε μέσα», της είπα. «Να μου δείξετε και το εσωτερικό».
Έριξα μια ματιά στον εξωτερικό τοίχο. Σκούρο ροζ χρώμα, τόπους τόπους ξεφτισμένο. Παράθυρα ψηλά, με πατζούρια, και τζάμια χωρισμένα με ξύλινα οριζόντια πηχάκια, σε τρία μέρη.
Δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωσα πως έβρεχε, στο δέρμα του τοίχου κύλαγαν μικρά ρυάκια, το ροζ άλλαζε, αλλού γινότανε πιο σκούρο, αλλού πιο ξεφτισμένο, κι ήμαστε λέει εγώ κι εκείνη, κολλημένοι σ’ ένα σημείο, κάτω από ένα δέντρο, της άγγιζα το χέρι, ύστερα το άφηνα, εκείνη δάκρυζε, αναστέναζε μ’ έναν μικρό λυγμό –Μα τι; Χωρίζαμε;… «Όχι, πρόβα είναι» της έλεγα, «Μια πρόβα κάνουμε. Ηρέμησε».
…Είχε ανοίξει την πόρτα και με περίμενε, με κοίταζε. Όταν πήγα κοντά της, περίεργο, ένιωσα σα να είχε καταλάβει, σαν… κάπως…, να μας είχε «δει» κι εκείνη. Σάρκασα τον εαυτό μου. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες της καμπαρντίνας μου και τεντώθηκα ελαφρά, να συνέλθω.
Το σπίτι στο ισόγειο είχε ένα μεγάλο σαλόνι, κουζίνα και τρία άνετα δωμάτια. Επιπλωμένο με αποικιακό στυλ, πολυθρόνες ξύλινες με δέρμα, άλλες ντυμένες με ύφασμα, σαν ταπετσαρία, τραπέζια μεγάλα, ένα οβάλ, ένα ορθογώνιο, κι άλλα πιο μικρά, σαλονιού. Οι τοίχοι ήταν σχεδόν όλοι καλυμμένοι με βιβλιοθήκες, εκτός από δύο, όπου ήταν κρεμασμένοι πίνακες της Μπελλή. Τράβηξε την προσοχή μου ένας που μου φάνηκε πολύ παράξενος. Θάλασσα ταραγμένη, ο ουρανός χαμηλός, σκοτεινιασμένος, κι εκεί που έσκαγαν τα κύματα, μέσα στο νερό, έβλεπες μισοβυθισμένους σταυρούς, σαν να επρόκειτο για θαλασσινό νεκροταφείο!
Κατάλαβε πού κοίταζα, χαμογέλασε. Η γιαγιά της είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αμερική, μου είπε, τη φιλοξενούσε ένας θείος της για να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί είχε δει τέτοιες θάλασσες. Κι όσο για τους σταυρούς, «Πρόβες για το μέλλον, εγγονή μου», της έλεγε, «πρόβες για τον θάνατο καραβιών».
Με κοίταξε με ένταση. Δεν άντεξα το βλέμμα της, γύρισα το δικό μου στα βιβλία. Παρατήρησα πως απάνω –ισόγειο και πρώτο είχε το σπίτι– ένα πάτωμα φαρδύ, περίπου τρία μέτρα, τύλιγε όλον τον όροφο και στη μέση υπήρχε κενό, κάτι σαν αίθριο, ώστε από κάτω έβλεπες σχεδόν ό,τι υπήρχε. Κι απάνω, η ίδια λογική, βιβλιοθήκες, μια μεγάλη δισκοθήκη με βινύλια, σιντοθήκες κι ένα στερεοφωνικό. Δυο μεγάλοι καθρέφτες με χοντρές μεταλλικές κορνίζες σκαλισμένες, η μία οβάλ, η άλλη τετράγωνη.  
Μέσα στο σπίτι, απουσίαζε εντελώς η αίσθηση της φθοράς που υπήρχε στο εξωτερικό του. Εδώ όλα ήταν σφριγηλά, καλοσυντηρημένα.
«Να σου φτιάξω καφέ;» ρώτησε και αμέσως: «Νομίζω να μιλάμε στον ενικό πια, συμφωνείς;». Μου φάνηκε τελείως συνεπής εξέλιξη, αν κι άμα το καλοκοίταζες, σαν τι είχε συμβεί δηλαδή μεταξύ μας και θα μπορούσαμε πλέον να νιώθουμε «πιο κοντά»; Όμως… έτσι ένιωθα.
Άναψε το φως του σαλονιού και μετά της κουζίνας. Έβγαλε το παλτό της και τον μπερέ. Έβγαλα κι εγώ την καμπαρντίνα. Σε λίγο, είχαμε καθίσει κοντά σ’ ένα παράθυρο, κοιτάζαμε έξω το βαθύ σούρουπο κι αναπνέαμε το ζεστό άρωμα του καφέ. Σωπαίναμε.
Πέρασε λίγη ώρα. Όσο την είχα δίπλα μου, ένιωθα ένα ρυάκι να γίνεται ολοένα ποταμός: «Άσε με να μαντέψω», είπα. «Η γιαγιά σου πέθανε σχετικά νέα, ο παππούς σου το ’ριξε στο ποτό, σιγά σιγά έγινε αλκοολικός και μετά από κάποια χρόνια, πέθανε κι αυτός. Ύστερα πήρανε το σπίτι οι γονείς σου, που μέχρι τώρα τα κατάφερναν να το συντηρούνε, αλλά δεν φτάνει το εισόδημά τους, μετά την οικονομική κρίση. Και προσφέρθηκες εσύ να βρεις κάποιον να το νοικιάσει ή και να το αγοράσει, αν ήθελε. Σωστά;»
«Ε, καλά, τα τελευταία σχεδόν σου τα έχω πει μόνη μου», γέλασε. «Αλλά… για τον παππού…  τη γιαγιά μου…» –σώπασε  απότομα. Σα να ένιωσε πάλι, όπως λίγο πριν, με τις «πρόβες».
«Έλα να σε πάω κι απάνω», είπε. Ανεβήκαμε. Περιεργαζόμουνα μαζί της τον χώρο, τα βιβλία, αλλά τα μάτια μου, δυο θολά τζάμια. Κάτι αργό απλωνότανε στο αίμα μου. Μαγικό, λες.
Όταν πέρασα μπρος από τον οβάλ καθρέφτη, στάθηκε πίσω μου και λίγο πλάι. Τα πρόσωπά μας, σα να διαχέονταν, το ένα μέσα στο άλλο.
Έφυγε γρήγορα. «Θα σου δείξω κάτι», μου είπε. «Ξέρω πως θα σ’ ενδιαφέρει». Άνοιξε ένα μικρό συρτάρι κι έβγαλε έναν φάκελο. «Από τον Άγγλο, τον πρώτο ιδιοκτήτη. Το βρήκε και το αγόρασε στην Αμερική. Χειρόγραφο πολύτιμο, που το φυλάμε από γενιά σε γενιά.» Μου ’δωσε να διαβάσω ένα παμπάλαιο χαρτί. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν.   
Ήρθε πολύ κοντά μου. Το κεφάλι της σχεδόν ακούμπησε στο δικό μου. «Είσαι ο δέκατος που βλέπει το σπίτι», είπε. «Αλλά ο μόνος που διάβασε αυτό το χαρτί.
Σε ξέρω. Σπίτι παλιό… Παλιά ψυχή, σαν τον παππού. Ίδιες αγάπες. Εγώ, απ’ το σόι της γιαγιάς. Όχι με τη δική τους μοίρα. Τη δική μας δεν την ξέρω… Κι οι πρόβες δεν αποδίδουν. Σχεδόν τίποτα.»
Κάρφωσε το βλέμμα της στο μέτωπό μου. «Χρόνια περίμενα. Εσένα μόνο. Το ξέρεις. Θα μείνεις εδώ, μαζί μου!»
…Σ’ έσφιξα πάνω μου. Σε είδα ξαφνικά γυμνή, να χορεύεις με βήματα απαλά, στο ξύλινο πάτωμα. Σαν ποίηση. Τα πόδια σου, γεμάτα άμμο και μικρά κοχύλια. Αίμα βελούδινη φωτιά. Καταρράχτης. «Πρόβα θανάτου», σκέφτηκα, κι έκλεισα τα μάτια.
«Με ονειρεύεσαι!» ψιθύρισες στ’ αυτί μου, «Με ονειρεύεσαι, ε;!».




Mario Andrea Rigoni "Γωνιακό τραπεζάκι"


Room in New York, 1932 by Edward Hopper


Κάθονταν σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, στο ημίφως του φθινοπωρινού λυκόφωτος. Έξω άρχιζε να φυσάει. Μερικά φύλλα έπεφταν πάνω στα τζάμια.
    «Θα βρέξει» είπε αυτή. «Μπρρρ».
    «Μα δεν κάνει ακόμα κρύο» παρατήρησε εκείνος.
    «Εγώ το νιώθω».
    «Δεν αισθάνεσαι καλά;».
    «Όχι».
    «Θα είναι η υγρασία».
    «Ίσως».
    Το γκαρσόνι πλησίασε. Ήταν ένας τύπος ψηλός και χοντρός, μεσήλικας, με δυο πονηρά λεπτά μουστάκια άλλης εποχής. Ρώτησε τι ήθελαν, με το ένα φρύδι σηκωμένο.
    «Ένα Καμπάρι σόδα με νερό».
    «Ένα τσάι με γάλα».
    Το γκαρσόνι έφυγε χωρίς να τους χάσει από το βλέμμα του.
    Ο άνδρας χάιδεψε το πηγούνι του. Μετά έβγαλε έναν αναστεναγμό.
    «Δεν σε καταλαβαίνω» είπε.
    «Ποτέ δεν με κατάλαβες».
    «Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα από κανέναν, στην πραγματικότητα».
    «Είναι ανώφελο να φιλοσοφείς».
    «Όντως. Είναι πάντα η ίδια συνηθισμένη ιστορία».
    «Και λοιπόν;».
    «Θες να ξαναρχίσεις;».
    «Δεν θέλω τίποτα. Απλώς είμαι απογοητευμένη».
    Το γκαρσόνι γύρισε με το Καμπάρι, ένα μπουκαλάκι μεταλλικό νερό και το τσάι. Πήρε από τον δίσκο κι ένα μπολάκι με φιστίκια, το οποίο τοποθέτησε στο τραπέζι, παρατηρώντας έντονα τη γυναίκα.   
    «Τι ηλίθιος» είπε εκείνη, μόλις έφυγε.
    «Γιατί;».
    «Τίποτα».
    «Τον γνωρίζεις;».
    «Δεν τον έχω δει ποτέ».
    Όταν αντιλήφθηκε, ο άνδρας είπε: «Είσαι όμορφη. Δεν θα ’πρεπε να εκπλήσσεσαι».
    «Παραμένει ένας ηλίθιος».
    «Δεν θα τον έλεγα συμπαθητικό, για να πω την αλήθεια. Έχει κάτι το ύποπτο».
    «Προσπαθούσε να με φλερτάρει. Δεν σ’ ενοχλεί;».
    «Δεν το συνειδητοποίησα. Γενικά δεν ζηλεύω. Βέβαια, δεν μπορώ ούτε να φανταστώ ότι δίνεις σημασία σ’ έναν τύπο σαν κι αυτόν».
    «Μα δεν πρόκειται για μένα, πρόκειται για σένα».
    «Σου είπα ότι δεν το συνειδητοποίησα».
    «Έχεις πάντα μια υπεκφυγή: ή τη θεωρία ή την αφηρημάδα».
    «Λυπάμαι, μάλιστα στενοχωριέμαι».
    «Θα ’πρεπε να το δείξεις».
    «Δεν αρκεί που το λέω;».
    «Όχι».
    Τώρα η βροχή, άφθονη, χαράκωνε τα τζάμια. Εκείνη ανατρίχιασε ξανά.
    «Θες να πηγαίνουμε;» είπε ο άνδρας.
    «Μ’ αυτά τα συμπεράσματα; Αν προσπαθούσες μόνο λιγάκι…».
    «Μα είμαι έτοιμος να κάνω οτιδήποτε για σένα!».
    Το γκαρσόνι επέστρεψε διακόπτοντας τη συζήτηση για να ρωτήσει αν ήθελαν κάτι άλλο. Αυτή τη φορά ο άνδρας παρακολούθησε προσεκτικά τις χειρονομίες του, μα δεν εντόπισε τίποτα, εκτός από εκείνο το συνένοχο και συνάμα ιεροεξεταστικό ύφος. Τι έπρεπε να είχε κάνει;
    «Έχω πολλές αμφιβολίες εν προκειμένω» είπε αυτή.
    «Δεν με θεωρείς ειλικρινή;»
    «Δεν αμφέβαλα ποτέ γι’ αυτό».
    «Τότε λοιπόν;».
    «Η ειλικρίνεια δεν αρκεί!» είπε η γυναίκα, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Είναι μια αρετή, αλλά δεν αρκεί. Ακόμη κι ένας εγκληματίας μπορεί να είναι ειλικρινής».
    «Δεν είναι καν η περίπτωσή μου!».
    «Σίγουρα όχι! Μα θα σταματήσεις να γυρίζεις γύρω-γύρω από το θέμα; Γιατί για μια φορά δεν συμμερίζεσαι τα όνειρά μου;». 
    «Σσσς… Δεν θα θες να μας ακούσει ώς και το γκαρσόνι».
    Το γκαρσόνι ήταν πράγματι στραμμένο προς εκείνους, παρατηρώντας ξανά τη γυναίκα με αδιακρισία.
    «Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το γκαρσόνι ούτε κανένας. Μ’ ενδιαφέρεις εσύ, καλύτερα να πω μ’ ενδιέφερες» είπε με ύφος που έγινε συγκρατημένο και περίλυπο. «Θα ήθελα όλα να ξαναγίνονταν όπως πριν».  
    «Δεν μπορείς να με αποδεχτείς όπως είμαι; Αυτό θα ήταν, στο βάθος, η αγάπη».
    Αυτή σιώπησε.
    Ο άνδρας αναστέναξε πάλι. Έπειτα ακούμπησε το μάγουλο στην κλειστή γροθιά του.
    «Έσφαλα, το ξέρω» παραδέχτηκε.
    «Αυτό δεν θα ήταν τίποτα. Είναι ότι θα το έκανες ξανά και ξανά!».
    «Μα…».
    «Γνωρίζεις τον μύθο του βατράχου και…».
    «…Του σκορπιού; Εκείνον τον περίφημο που ο Orson Welles…;».
    «Ακριβώς. Δυστυχώς έχει την ίδια ηλικία με τον κόσμο».
    «Επομένως; Θα ήσουν ένας σκορπιός; Που ενώ διασχίζει το ποτάμι…».
    «Δεν ξέρω. Μα ποιος μπορεί να ελπίζει πως δεν θα υποκύψει αργά ή γρήγορα στην ίδια του τη φύση;».
    Σηκώθηκε, έδωσε στον άνδρα ένα φιλί στο μέτωπο κι έφυγε, με σκυφτό το κεφάλι, ενώ χανόταν μες στην παράξενη, ομιχλώδη νύχτα.


Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη
Ο Mario Andrea Rigoni γεννήθηκε στο Asiago το 1948. Είναι καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Padova, ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές του Giacomo Leopardi (έχει επιμεληθεί την πιο πρόσφατη κριτική έκδοση των απάντων του στη σειρά “i Meridiani” του Mondadori). Επίσημος μεταφραστής του Cioran στην Ιταλία, διατήρησε επί πολλά χρόνια φιλία με τον συγγραφέα, μεταφράζοντάς τον και διαδίδοντας τη σκέψη του. Ήταν ο πρώτος στην Ιταλία που παρουσίασε και δημοσίευσε πολλά κείμενα του Cioran στην Corriere della Sera, ενώ διηύθυνε τη μετάφραση των έργων του για τον γνωστό εκδοτικό οίκο Adelphi. Έχει γράψει δοκίμια, βιβλία με αφορισμούς και συλλογές διηγημάτων, και αρθρογραφεί στο πολιτιστικό ένθετο της Corriere della Sera. Το διήγημα που παρουσιάζεται προέρχεται από το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Miraggi (Elliot edizioni, Roma 2017).


Η Μαρία Φραγκούλη (Σάμος, 1980) σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στο Μιλάνο. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων.  

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Μια ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Του ΚΑΒΑΦΗ

της Νότας Χρυσίνα

επιβλέπων καθηγητής:
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



Α) Ποιήματα βασισμένα στα μορφικά χαρακτηριστικά του έργου του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη


Ιδανικές μνήμες κι αγαπημένες     

Iδανικές κι αγαπημένες μνήμες
γυρίζουν στο μυαλό ή επιστρέφουν
κρυφά μες στ’ όνειρό μας∙ ξαφνικά
οι μνήμες ξεπροβάλλουν
καθώς βουτάμε μια μαντλέν στο τσάι,
τον χρόνο αναζητώντας
που’ ναι αιώνια παρών.


Γλυκές μα ξεχασμένες τώρα μνήμες
τυραννικά το φως ανάβουν
 μέσα στην κάμαρά μας∙ και μας κοιτάζουν
- Όσο περνούν  τα χρόνια πιο τυραννικά-
μια δεύτερη ζωή ζητούν. Γυρνούν
πιστό σκυλί στ’ αφεντικό του.

Αγαπημένες μνήμες.
(Αν τυχερός σταθείς γυρνούν
μες στο μυαλό οι μνήμες σαν τους το ζητάς)

Και σαν θελήσεις, γέρος πια, μ’ αυτές θα κτίσεις τείχη,
ανεπαισθήτως, κλείνοντας απέξω τη ζωή.  



Η πόλη η πλανεύτρα

Αυτή η πόλη η πλανεύτρα, η Αλεξάνδρεια
τον ποιητή Καβάφη, η ξελογιάστρα μάγεψε.
Μάγεψε και τον Πάρη απ’ την Σπάρτη
που τ’ ακριβά θεάματα του άρεσαν, κι ήταν
επιρρεπής στις ηδονές∙ 
- προπάντων,  τ’ άρεσαν τα ηδονικά κορμιά.

Όλα τα χρήματά του ξόδεψε:
σ’ αυτή την πόλη τη μοιραία, με
 τον δαπανηρό της βίο∙
(Κοστίζει το γλυκό ποτό της ηδονής).

Μα ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών
τα μάτια του μαβιά∙ σαν  έσβηνε η λάμπα,
παραδίνονταν ο Πάρης στην ηδονή.

Α αυτή η εξαίσια ηδονή στην πόλη την πλανεύτρα.

Πάντα σ’ αυτόν επέστρεφε, κι ας πάσχιζε
να μην ακούσει τις σειρήνες του κορμιού∙
τον όρκο του ποτέ δεν κράτησε
-τον τυραννούσε, το πάθος το ερωτικό -
σαν έμπαινε στην κάμαρή του
η εκλεκτή συγκίνηση, τα μέλη του έ λ υ ν ε∙ 
ξεχνούσε τότε λογική και τα χρηστά τα ήθη
(η κοινωνία της Σπάρτης τα ήθη π ο λ ύ σεβότανε). 
Σαν μεθυσμένος τριγυρνούσε στο σοκάκι,
ώσπου να μπει στην κάμαρη ξανά,
-εκεί το μυαλό του άφησε,
στην πόλη τη μοιραία τη ξελογιάστρα,
                                    -κι όλα του τα λεφτά.





Επίσκεψις Απολλωνίου σε Ινδούς Βραχμάνες

Τον βίο του περιπλανώμενου σοφού παρήγγειλε
 η Ιουλία Δόμνα η αυτοκράτειρα,
στον σοφιστή Φιλόστρατο,
- του κύκλου της ήτανε βλέπεις μέλος.
Κι ο σοφιστής συνέγραψεν τον «βίο του Απολλώνιου», 
χωρίς ολιγωρία.  Ο σοφιστής Φιλόστρατος
από διηγήσεις ήξερε καλά
–πόσω μάλλον τερατικές.

Καθώς περιπλανιόταν ο σοφός ο Απολλώνιος
-ως λένε οι πηγές- έφτασε στις Ινδίες,
κι εκεί είδε τους Ινδούς Βαχμάνες:
«να κατοικούν στη γη χωρίς να είναι πάνω της,
και περιτειχισμένους, χωρίς να έχουν τείχη,
 χωρίς να έχουν τίποτα, να έχουνε τα πάντα».
Ο Απολλώνιος θα είχε κατά νου,
κάτι σαφώς βαθύτερο, σαν έγραψεν αυτά.

Κι ο Φιλόστρατος με περισσή σπουδή
συνέγραψεν τον βίο, αφού όλες τις πηγές μελέτησε.
 Στην Ιουλία Δόμνα, πήγε πετώντας
-όπως οι Ινδοί Βαχμάνες.




Σαν ήρθε η μεγάλη μέρα

Σαν ήρθε η μέρα για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι∙
ο ποιητής Φερνάζης είπε Ναι – έτοιμο το είχε-
και με την πίστη ακλόνητη την Τέχνη υπηρετούσε.
Όχι να πει; Χωρίς δουλειά να μείνει;
Θα έγραφε κι εγκώμια κι επαίνους, κι ελληνικά
και αραβικά και τουρκικά
 (αυτή είναι η δουλειά των αυλικών του βασιλιά)
να επαινούν τον βασιλιά σε χίλιες δύο γλώσσες.

Τη γλώσσα να μην βγάζουν και να λένε Όχι.
Πληρώνονται τα εγκώμια καλά.
Κι αν πεις για τους επαίνους τα διπλά.

Σαν ήρθε η μέρα για το μεγάλο Ναι, Όχι δεν είπε.
Μα στ’ όνειρό του αυτό το Όχι…
επέστρεφε και έπαιρνε εκδίκηση.
-Τον φώναζε προδότη.
Ο ποιητής φριχτά το πλήρωσε  το Ναι.
Για να μην πεινάσει.

Κι είπε ο ποιητής Φερνάζης Ναι – μα η ποίηση
τον άφησε χωρίς ανταμοιβή,
χωρίς εγκώμια, έμεινε τ’ όνομά του.



Εν Εσπερία

Ο ποιητής Καβάφης την τέχνη την ποιητική
διδάχτηκε στην  Εσπερία.                 Ο νους του συγκρατούσε
το πλούσιο       συναίσθημα.                                Στις ηδονές κρυφά
έκαμε προσευχή,                                   οι ηδονές κι η Αλεξάνδρεια
τον όρισαν δικό τους ιερέα.




Β) Περιγραφή   μορφικών επιλογών των ποιημάτων και συσχετισμός με το περιεχόμενό του

Προσπάθησα, με συνεχείς διορθώσεις, να κρατήσω τον ρυθμικό συντελεστή, ο οποίος προσιδιάζει στην πλειονότητα των αναγνωρισμένων ποιημάτων του Καβάφη.
 Επιχείρησα να συνθέσω ποιήματα σε ελευθερωμένο στίχο, ο οποίος είναι έμμετρος αλλά ανισοσύλλαβος . (6 έως και 17 συλλαβές)   , σε ιαμβικό ζυγοτόνιστο ρυθμό, ο οποίος χαρακτηρίζει τα ποιήματα του Καβάφη.  Ωστόσο, όπου υπάρχει ένα είδος μορφικής ατημελησίας υπαγορεύτηκε από λόγους έμφασης , παραστατικότητας  ή σημασιολογικής έξαρσης.  
Έγραψα τα ποιήματα σε ποικίλες στροφικές μορφές και σε ελεύθερες ανισόστιχες ενότητες. Έκανα χρήση συχνών διασκελισμών προσπαθώντας να δημιουργήσω ένταση ανάμεσα στο γλωσσικο-νοηματικό και το μετρικό σύστημα.  Άλλοτε ο διασκελισμός, ο οποίος δίνει την αίσθηση ενός λόγου εν μέρει πεζού και εν μέρει έμμετρου, με βοήθησε στη δημιουργία έμφασης ή παράτασης της συγκίνησης. 
Προσπάθησα να διατηρήσω το ιαμβικό μέτρο και να φροντίσω την εσωτερική οργάνωση των ποιημάτων με συνιζήσεις, χασμωδίες, εσωτερικές παύσεις  και τομές.    Τις παύσεις τις πέτυχα με ισχυρή στίξη παράδειγμα τελείες, άνω τελείες, παύλες, κόμμα, εκτεταμένα κενά  και πολλαπλό διάστιχο όπως προανέφερα.  Ακόμη πέτυχα μέσω αυτών τη ροή της αποσπασματικής σκέψης.
 Έδωσα έμφαση σπάζοντας τον ρυθμό με παρενθέσεις και μεταφέροντας έναν ειρωνικό τόνο, χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη. 
Επιχείρησα να γράψω με ρεαλιστικό ύφος.  Μιμήθηκα καταλήξεις καθαρεύουσας   και χρησιμοποίησα λέξεις τις οποίες τόνισα τυπογραφικά. 
Προσπάθησα να εστιάσω σε θέματα ή σύμβολα  (συμβολιστική περίοδος) που ο ποιητής επανέφερε στα ποιήματά του όπως η πόλη, η αντίληψη της σχετικότητας της ηθικής, η ποιητική τέχνη, η κάμαρη, η λάμπα, η ηδονή, η μνήμη.  Η ποιητική του Καβάφη στην ωριμότητά της εκφράστηκε μέσα από τον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό.  Τα ποιήματα που έγραψα ανήκουν στους τρεις κύκλους των θεμάτων που απασχόλησαν τον ποιητή: τα ερωτικά,  τα ιστορικά  και τα φιλοσοφικά. 

Βιβλιογραφία

Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996

Γαραντούδης, Ευρ. (2003). «Η διάρκεια της καβαφικής ποίησης: ο ρυθμικός συντελεστής». Το Δέντρο, τχ. 125-126, Απρίλιος-Ιούνιος 2003

Kατσιγιάννη  Α., «Mορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (Συνοπτικό διάγραμμα)» (περιοδικό Παλίμψηστον), 1987 τχ. 5

Κωστίου, Κ. «Η Ποίηση του Κ.Π. Καβάφη» στο Λάμπρος Βαρελάς κ.ά.. (επιμ.) (2008). Γράμματα ΙΙ. Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας), εκδόσεις ΕΑΠ., Πάτρα, 2008

Παπάζογλου Χρήστος, ΜΕΤΡΙΚΗ και ΑΦΗΓΗΣΗ, Για μια συστηματική μετρική και ρυθμική ανάλυση των καβαφικών ποιημάτων, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2012

Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Nicanor Parra [1914- 23 Ιανουαρίου 2018]


ΕΠΙΤΑΦΙΟ
Μετρίου ύψους, με φωνή 
ούτε στριγκή ούτε βαθιά
πρωτότοκος ενός δασκάλου
και μιας ράφτρας,
εκ φύσεως ισχνός
καίτοι καλοφαγάς,
με βουλιαγμένα μάγουλα,
μάλλον τεράστια αυτιά,
τετράγωνο σαγόνι,
μάτια σχιστά,
σχεδόν κλειστά,
μύτη μιγάδα
πυγμάχου
κι από κάτω ένα στόμα
Αζτέκικου ειδώλου - όλα αυτά
λουσμένα σε μια λάμψη μεταξύ
ειρωνείας και μοχθηρίας· ούτε πολύ
έξυπνος ούτε εντελώς
ηλίθιος, υπήρξα
απλά αυτός που υπήρξα:
λαδόξυδο, λουκάνικο
ανάμεικτο από άγγελο και κτήνος.
[ΜΤΦΡ: Γ. ΜΠΛΑΝΑΣ]

Ο Nicanor Parra (Νικανόρ Πάρρα) γεννήθηκε το 1914 στο Chillan, μια μικρή πόλη στη νότια Χιλή. Στις φλέβες της οικογένειας φαίνεται ότι έρεε καλλιτεχνικό αίμα· ο αδελφός του, Angel Parra, που φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Pinochet, υπήρξε διάσημος λαϊκός τραγουδιστής και η αδελφή του, Violeta Parra, σημαντική ζωγράφος. Ο ίδιος έδειξε, αρχικά, κλίση προς τα μαθηματικά και τη φυσική, και σπούδασε αυτές τις επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Στη συνέχεια, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Μπράουν, και διετέλεσε καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937, με τη συλλογή "Cancionero sin nombre" ("Βιβλίο τραγουδιών δίχως όνομα"). Είναι ωστόσο το 1954, με τα "Poemas y antipoemas" ("Ποιήματα και αντιποιήματα"), που θα βρει τον εντελώς δικό του δρόμο. Προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τις συμβάσεις της ποίησης, αποκηρύσσει την αβρότητα, που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, και υιοθετεί ένα ύφος πιο κουβεντιαστό, πλησιέστερο προς τον πεζό λόγο. Το βιβλίο αυτό θεωρείται ως μία από τις πιο επηρεαστικές συλλογές ισπανόφωνης ποίησης του 20ού αιώνα και αναφέρεται, ως πηγή έμπνεησης, από αμερικανούης beat ποιητές, όπως o Allen Ginsberg. O Parra δεν φαίνεται να εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Neruda, εκπρόσωπο της αμέσως προηγούμενης ποιητικής γενιάς. Πλήθος είναι τα καρφιά και τα υπονοούμενα, στα ποιήματά τοιυ, για τους ακαταλαβίστικους, δήθεν κομμουνιστές, αλλά, στην ουσία, αστούς ποιητές που, ενώ κόπτονται για τα δίκαια του λαού, κυνηγούν κάθιδροι τίτλους και αξιώματα. Ο ίδιος ο Parra υπήρξε επίσης αριστερός, αλλά μάλλον αναρχικών αποκλίσεων και, οπωσδήποτε, αντισταλινικός. Το 1969 τιμήθηκε με το Χιλιανό Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το βιβλίο του "Οbra gruesa" ("Χοντροκομμένο έργο"). Υπήρξε επίσης, αρκετές φορές, υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ. Το 2011 του απονεμήθηκε το Βραβείο Θερβάντες, το μεγαλύτερο βραβείο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου του. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, "Lear Rey & Mentigo" ("Βασιλιάς Ληρ & ζητιάνος"), εκδόθηκε το 2004. Τα "Ποιήματα επείγουσας ανάγκης" (εκδ. Γαβριηλίδης, 2008) συνιστούν επιλογή από το έργο του και εκδόθηκαν από τον οίκο Editorial Universitaria, S.A., Chile, το 1972, ένα χρόνο πριν από το πραξικόπημα του Pinochet.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

"Αισθητισμός"

Αναδημοσίευση από:

"Περσεφόνη" (1874). Πίνακας του
Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, πρότυπο γυναικείας
 "αισθητικής"
 ομορφιάς. Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο.


Επιμέλεια: Ιωάννα Ναούμ
6. Walter Pater (Μετάφραση: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου), "Συμπέρασμα", Ποίηση τχ.12 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998) 254-258.
Κείμενο
Γουώλτερ Οράτιος Πέητερ (Walter Horatio Pater) γεννήθηκε το 1839 στην Αγγλία και έκανε τις πρώτες σπουδές του στο Κing's College του Canterbury. Το 1858 μπήκε στο Queen's College της Οξφόρδης και πέντε χρόνια αργότερα εξελέγη σε θέση διδάκτορος. Η Οξφόρδη και οι πανεπιστημιακές δραστηριότητες παρέμειναν στο κέντρο της ζωής του ως τον θάνατο του, το 1894. Το ίδιο και οι αρχές του αισθητισμού, τις οποίες διακήρυξε με αξιοζήλευτη πεποίθηση, χωρίς να παραλλάξει ούτε ένα ψηφίο είτε από το γράμμα είτε από το πνεύμα τους. Επηρεασμένος από τον γερμανό εισηγητή του νεοκλασικισμού Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (Johann Joackim Winkelmann), o Πέητερ διαμόρφωσε γρήγορα τις αξίες του, υμνώντας από τη μια πλευρά τη χρυσή περίοδο της κλασικής εποχής και από την άλλη την ιερή αφοσίωση στην τέχνη, όπως και την αδιάκοπη επιδίωξη της ομορφιάς.

Η μορφή στην τέχνη είναι για τον Πέητερ αξεχώριστη από το περιεχόμενο που "ντύνει", κατατείνοντας ολόκληρη προς μία και μοναδική συνθήκη: εκείνην της αρμονίας και της μουσικής.

Το μεγάλο έργο του Πέητερ επιγράφεται Η Αναγέννηση. Δοκίμια για την τέχνη και την ποίηση και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1873. Στις σελίδες του. ο συγγραφέας συμπεριέλαβε τα δοκίμιά του για όλους τους μεγάλους αναγεννησιακούς ζωγράφους (από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. (Leonardo da Vinci), τον Μποττιτσέλλι (Botticeli) και τον Μιχαήλ Άγγελο ως τον Πίκο ντε λα Μιράντολα (Pico della Mirandola), τον Τζιορτζόνε (Giorgone) και τον Ραφαήλ), δείχνοντας την ασίγαστη αγάπη του τόσο για την Ιταλία όσο και, κυρίως, για τη Γαλλία. Το "Συμπέρασμα" που μεταφράζω εδώ από την Αναγέννηση, γραμμένο το 1868, είναι ένα ολιγοσέλιδο μα πολύ πυκνό κείμενο, στο οποίο ο Πέητερ εκθέτει εν συνάψει τις θεωρητικές - εν συνόλω- προϋποθέσεις των ad hoc προσεγγίσεών του στην αναγεννησιακή ζωγραφική. Η επιμονή του Πέητερ στη δύναμη των εσώτερων παρορμήσεων και των μεγάλων παθών, που συνέχουν κάθε γνήσιο έργο τέχνης, απομακρυσμένη από τις ηθικολογικές απόψεις του Ράσκιν (Ruskin) για το λουτρό αίματος το οποίο συνόδευσε την Αναγέννηση στο ιστορικό και το πολιτικό επίπεδο, αλλά και γενικότερα από την άτεγκτη βικτωριανή ηθική, ήταν μια μεγάλη πρόκληση· πρόκληση που είχε ως άμεση συνέπεια την αφαίρεση του "Συμπεράσματος" από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Αργότερα, ωστόσο, στις επόμενες εκδόσεις, το "Συμπέρασμα" επανήλθε, με την υπόμνηση ότι απλώς απαλείφθηκαν ή επαναδιατυπώθηκαν ορισμένες φράσεις, που θα μπορούσε να ασκήσουν αρνητική επίδραση στους νέους.

Διαβάζοντας σήμερα το "Συμπέρασμα", γρήγορα θα ανακαλύψουμε πίσω από τη φιλοσοφίζουσα ή και καθαρώς ψευδοφιλοσοφική του γλώσσα το ιδίωμα ενός αισθητικού στοχαστή, ο οποίος συγκεντρώνει σε μερικές μόνον αράδες το σύστημα μιας ολόκληρης καλλιτεχνικής αντίληψης - αντίληψης που έμελλε να πιάσει γερές ρίζες τόσο στην Αγγλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, για να πλάσει αργότερα γενεές επί γενεών δημιουργών. Το "Συμπέρασμα" μεταφράστηκε από την έκδοση Walter Pater, The Renaissance, Studies in Art and Poetry, The Fontana Library. Η εισαγωγή στο βιβλίο, καθώς και ο φιλολογικός υπομνηματισμός του, ανήκουν στον Κenneth Clark, από τον όποιο και άντλησα τα ιστορικά στοιχεία για τη σύνταξη του παρόντος.

Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει

Η ιδέα ότι όλα τα πράγματα, όπως και οι αρχές των πραγμάτων, αποτελούν περιστασιακά πρότυπα ή μόδες επανέρχεται όλο και συχνότερα στη σύγχρονη σκέψη. "Ας ξεκινήσουμε με το εκ των ων ουκ άνευ: τη φυσική μας ζωή· κι ας την προβάλουμε σε μιαν από τις πιο εξαίσιες ανάπαυλες της - στην περίοδο, φέρ' ειπείν, της υποχώρησης των όγκων του νερού κάτω από την πίεση της καλοκαιρινής ζέστης. Τι άλλο αντιπροσωπεύει ολόκληρη η φυσική ζωή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρά έναν συνδυασμό στοιχείων, για τα οποία η επιστήμη φροντίζει να βρει ένα όνομα; Τα ίδια, ωστόσο, στοιχεία - ο φώσφορος και ο ασβέστης ή οι ευγενικές ίνες- δεν ανιχνεύονται μόνο στο ανθρώπινο σώμα··τα βρίσκουμε κι άλλου, έξω από τα όρια του. Η φυσική μας ζωή είναι μια διαρκής ανακίνηση των στοιχείων της: η κυκλοφορία του αίματος, καθώς και η προσαρμογή των εγκεφαλικών ιστών σε κάθε αλλαγή του φωτός ή του ηχητικού περιβάλλοντος συνιστούν διαδικασίες τις οποίες η επιστήμη επιμερίζει, προκειμένου να τις εξηγήσει, σε απλούστερες ή στοιχειωδέστερες δυνάμεις. Όπως τα στοιχεία που μας συναποτελούν, έτσι και η δράση αυτών των δυνάμεων πηγαίνει πέρα από μας - το σίδερο, για παράδειγμα, σκουριάζει και το στάρι ωριμάζει. Τα φυσικά στοιχεία απομακρύνονται από το ανθρώπινο σώμα, για να διοχετευθούν σε πολλαπλές κατευθύνσεις και ποικίλα ρεύματα·και η γέννηση, και οι χειρονομίες που κάνουμε, κι ο θάνατος, κι οι βιολέτες που ανθίζουν πάνω στους τάφους δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα πολύ μικρό μέρος από τους απείρους αιτιώδεις συνδυασμούς οι οποίοι συμβαίνουν στη φύση. Όσο για τον καθαρό και σαφή τρόπο με τον οποίο σκιαγραφούμε πάντα το πρόσωπο και τα σωματικά μας μέλη, δεν είναι παρά μια εικόνα των φυσικών στοιχείων θεμελιωμένη στα μέτρα μας - ένα σχέδιο πλέξης, τα πιο ζωντανά νήματα του οποίου μας οδηγούν σε όσα δεν ανήκουν στη δική μας υπόσταση. Κι ο αν μη τι άλλο φλογοβόλος αυτός χαρακτήρας της ζωής συνίσταται πρωτίστως στη συνεύρεση των φυσικών δυνάμεων σε μια συνεύρεση που αλλάζει συνεχώς μορφή, για να ανοίξει στο τέλος (αργά ή γρήγορα, δεν έχει σημασία) ξεχωριστό δρόμο για την καθεμιά τους.

Κι αν πάμε στον εσώτερο κόσμο της σκέψης και των αισθημάτων, η δίνη είναι ακόμη πιο σφοδρή και η μανία της φωτιάς ακόμη πιο έντονη και αδηφάγα. Το βλέμμα δεν σκοτεινιάζει τώρα σιγά-σιγά και τα χρώματα δεν ξεθωριάζουν στους τοίχους αργοπεθαίνοντας (κινήσεις που θυμίζουν το κύμα καθώς φτάνει στην ακτή, ξεβράζοντας το νερό του από τα βάθη. αλλά χωρίς να ταράζει την επιφάνεια). Εδώ βρισκόμαστε πλέον εν μέσω του ρεύματος, σε μια περιδίνηση στιγμιαίων πράξεων, που εκφράζουν το ενδότερο βλέμμα, το πάθος και τον στοχασμό. Εκ πρώτης όψεως, η εμπειρία μας θάβει κάτω από μια κινούμενη μάζα εξωτερικών αντικειμένων και μας εγκλωβίζει σε μιαν εξαιρετικά σκληρή και φορτική πραγματικότητα. Όταν, όμως, το ρεύμα κατακλύζει αυτά τα αντικείμενα, τότε τα διασκορπίζει προς πάσα κατεύθυνση,·η συνεκτική δύναμη μεταπίπτει σε μια κατάσταση αιώρησης που μοιάζει με ταχυδακτυλουργικό κόλπο· και κάθε αντικείμενο αφανίζεται μέσα σ' ένα σύνολο εντυπώσεων - χρώματα, μυρωδιές και υφάνσεις -, που σπεύδουν πάραυτα να σχηματιστούν στο μυαλό του παρατηρητή. Και η συρρίκνωση θα πάρει χειρότερες διαστάσεις αν συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε επί μακρόν αυτόν τον κόσμο - όχι τον κόσμο των στέρεα ονοματισμένων από τη γλώσσα αντικειμένων, αλλά εκείνον των ασταθών εντυπώσεων, των αντιφάσεων και των αναλαμπών ή των τρεμοπαιξιμάτων, που εγγράφονται στη συνείδησή μας καθώς εκρήγνυνται και σπάζουν: όλο το νόημα της παρατήρησης περιχαρακώνεται τότε στον στενό χώρο της ατομικής αντίληψης. Κυριαρχημένη πλέον από τον κόσμο των εντυπώσεων, η εμπειρία μας περικυκλώνει με αυτό το λαμπρό προσωπικό τείχος, πάνω από το οποίο καμιά πραγματική φωνή δεν περνά προς το μέρος μας, ενόσω καμιά ανάλογη φωνή δεν φεύγει και από τη δική μας πλευρά, για ν' ακουστεί σε μια περιοχή που μετά βίας μας ανήκει. Κάθε εντύπωση είναι η εντύπωση του ατόμου μέσα στην απομόνωσή του: ο ατομικός νους κρατάει κλειδαμπαρωμένο το όνειρό του για τον κόσμο. Προχωρώντας την ανάλυσή μας, θα βεβαιωθούμε ότι οι ατομικές εντυπώσεις τις οποίες σμικρύνει η εμπειρία ίπτανται αδιάκοπα και ότι η καθεμιά τους υφίσταται τον περιορισμό του χρόνου. Και θα βεβαιωθούμε ακόμη πως αν ο χρόνος είναι απείρως διαιρετός, τότε απείρως διαιρετές είναι κι οι ίδιες, και κάθε ενεργό τους στοιχείο δεν αντιπροσωπεύει παρά μία και μοναδική στιγμή, που χάνεται εν ριπή οφθαλμού μόλις δοκιμάσουμε να την αντιληφθούμε, και το μόνο που μπορούμε να πούμε με κάποια αξιοπιστία γι' αυτό το momentum είναι όχι ότι υπάρχει, αλλά ότι έχει πάψει να υπάρχει. Και σε μια τόσο τρεμάμενη τολύπη, έρμαιο των μεταπτώσεων του αέρα, σ' έναν τόσο μονοκόμματο - και, ταυτοχρόνως, φευγαλέο και λειψό - κόσμο εντυπώσεων, με όλες τις στιγμές του χαμένες, η πραγματική ζωή χωράει πολύ δύσκολα. Και μόνο αν απομακρυνθούν και διαλυθούν οι εντυπώσεις, οι εικόνες και οι αισθήσεις (ο διαρκής αφανισμός κι ο ασταμάτητος, τόσο παράξενος μετεωρισμός μας), θα μπορέσει η ανάλυσή μας να στεριώσει κάπου.

Philosophiren, λέει ο Νοβάλις, ist dephlegmatisiren, vivificiren. Η υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στο ανθρώπινο πνεύμα η φιλοσοφία και η θεωρητική παιδεία είναι να το διεγείρουν, βάζοντάς το στον δρόμο της σταθερής και συστηματικής παρατήρησης. Κάθε στιγμή, κάποια μορφή στα χέρια ή στο πρόσωπό μας πιάνει να τελειοποιείται, ένας τόνος στο φόντο των λόφων ή της θάλασσας αποδεικνύεται καλύτερος από τους άλλους,·και κάποιο πάθος, μια ενδότερη διάθεση ή ένα διανοητικό ερέθισμα τείνουν να τραβήξουν ακαταγώνιστα την προσοχή μας, χωρίς, παράλληλα, να αρθεί ποτέ σ' αυτή τη διαδικασία η απόλυτη συναίσθηση του πραγματικού. Κι όλα τούτα για ένα μόνον λεπτό, αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της στιγμής που συμβαίνουν. Στόχος εν προκειμένω είναι όχι το προϊόν της εμπειρίας μα η εμπειρία καθ' εαυτήν. Από το ποικιλόχρωμο δράμα της ζωής φτάνει ως εμάς μόνον ένας μικρός αριθμός δονήσεων. Και πώς θα ξεχωρίσουμε άραγε, ανάμεσα σ' αυτές, όλα εκείνα που για να γίνουν αντιληπτά απαιτούν την επιστράτευση των πιο ραφιναρισμένων αισθήσεων; Πώς θα περάσουμε από όλα τα στάδια που είναι αναγκαία ώστε να οδηγηθούμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο υψηλότερο και καθαρότερο σημείο συμπύκνωσης των ζωτικών μας δυνάμεων;

Επιτυχία στη ζωή σημαίνει το να καούμε, σε μια κατάσταση μόνιμης έκστασης, από αυτή την αγρία και συνάμα τόσο πολύτιμη φλόγα. Και αποτυχία κατά κάποιο τρόπο είναι να παρασυρθούμε από τις συνήθειες, διότι οι συνήθειες συνδέονται με τα στερεότυπα την ώρα που μόνον η οξύτητα του βλέμματος (της παρατήρησης) μπορεί να εντοπίσει την ομοιότητα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις. Κι ενώ όλα μπορεί να συντριβούν κάτω από τη μπότα μας, υπάρχουν κάποια πράγματα που ίσως μας λυτρώνουν: ένα υπέροχο πάθος, ένα ανυψωμένο γνωστικό πεδίο, που απελευθερώνει στιγμιαία το πνεύμα, ένα έργο παρμένο απευθείας από το χέρι του καλλιτέχνη, το αγαπημένο πρόσωπο ενός φίλου ή, τέλος, ένα μεγάλο στριφογύρισμα - ένα στριφογύρισμα αισθήσεων, περίεργων οσμών ή παράξενων βαφών και χρωμάτων. Και για να μη σπεύδουμε να αναγνωρίζουμε σε κάθε στιγμή ένα ανθρώπινο πάθος, μέσα στην ουρανόπεμπτη μεγαλοσύνη της τραγικής διαίρεσης των δυνάμεων της ζωής, καλό θα είναι, στη σύντομη ημέρα του παγετού ή της καλοκαιρίας, να πλαγιάζουμε νωρίς το απόγευμα. Και με επίγνωση της λαμπρότητας, αλλά και της υπερβολικά περιορισμένης διάρκειας της εμπειρίας μας όποτε συγκεντρώνουμε όλη μας την ισχύ σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να δούμε και να αγγίξουμε τα περιθώρια για να θεωρητικολογήσουμε είναι μικρά. Εκείνο που οφείλουμε απαραιτήτως να κάνουμε είναι να δοκιμάζουμε πάντα καινούργια πράγματα και να ερωτοτροπούμε ασταμάτητα με νέες εντυπώσεις, παραμερίζοντας την αβασάνιστη ορθοδοξία του Χέγκελ (Ηegel) και του Κάντ (Καnt), όπως και τις όποιες δικές μας βεβαιότητες. Οι φιλοσοφικές θεωρίες ή οι ιδέες είναι τρόποι αντίληψης και κριτικά εργαλεία που μας βοηθούν να προσέξουμε στοιχεία τα οποία αλλιώς θα μας διέφευγαν. Η φιλοσοφία είναι το μικροσκόπιο της σκέψης. Οι θεωρίες, οι ιδέες και τα φιλοσοφικά συστήματα που απαιτούν τη θυσία μέρους έστω της εμπειρίας, για να προχωρήσουμε σε κάτι το οποίο δεν είμαστε σε θέση να εννοήσουμε, για να αφεθούμε σε αφηρημένες υποθέσεις τις οποίες δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε ή για να ασχοληθούμε μόνο με τα γνωστά και τα τετριμμένα, δεν έχουν καμιάν αληθινή υπόσταση.

Μιαν από τις πιο ωραίες σελίδες του Ρουσσώ (Rousseau) τη συναντάμε στο έκτο βιβλίο των Εξομολογήσεων, όπου περιγράφει την αφύπνιση του λογοτεχνικού του ενστίκτου. Μια απροσδιόριστη αίσθηση θανάτου τον καταδίωκε ανέκαθεν και τώρα, στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του, νιώθει κατατροπωμένος από τη θανατοφοβία. Και αναρωτιέται τι θα μπορούσε να παρατείνει το μικρό διάλειμμα που μεσολάβησε ανάμεσα σ' εκείνα τα χρόνια και τα σημερινά. Και σκέφτεται ότι καμιά προκατάληψη δεν τον βάρυνε όταν εν μέσω του ίδιου διαλείμματος ανακάλυψε ότι η διέξοδος βρισκόταν σ' ένα διανοητικό ερέθισμα, ερέθισμα το οποίο ανακάλυψε στα φρέσκα και ολοκαίνουργια τότε γραπτά του Βολταίρου (Voltaire). Λοιπόν, είμαστε όλοι όπως το λέει ο Βίκτωρ Ουγκό (Victor Hugo): condamnes. Τελούμε όλοι υπό θανατική καταδίκη, υπό την αίρεση, ωστόσο, μιας ασαφούς αναστολής. Les hommes sont tous condamnes a mort avec des sursis indefinis. Ένα διάλειμμα και τίποτε άλλο. Άλλοι σπαταλούν τον χρόνο τους στη νωθρότητα και την αδιαφορία· άλλοι στα μεγάλα πάθη - η σοφότερη επιλογή για τα παιδιά αυτού του κόσμου στην τέχνη και στο τραγούδι: διότι η μία και μοναδική ευκαιρία που μας προσφέρεται στη ζωή είναι να παρατείνουμε το διάλειμμα με την εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων πόρων. Τα μεγάλα πάθη είναι η εικόνα της ζωής σε επιτάχυνση: από την έκσταση και τον θρήνο της αγάπης ως τις ποικίλες μορφές μιας δραστηριότητας που αναλαμβάνουμε (αφιλοκερδώς ή όχι) με ενθουσιασμό και περίπου ως εκ του φυσικού. Αρκεί να είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται όντως περί μεγάλων παθών, που αποτυπώνουν στη συνείδησή μας τα ίχνη μιας αληθινής, πολλαπλά υπομνηματισμένης επιτάχυνσης. Και στο πεδίο μιας τέτοιας σοφίας, το μερίδιο του λέοντος διεκδικούν το ποιητικό πάθος, η ισχυρή επιθυμία της ομορφιάς και η λατρεία της τέχνης για την τέχνη, διότι η τέχνη δεν είναι τίποτε άλλο από την ειλικρινή απεικόνιση του στιγμιαίου μας κόσμου ως κόσμου καθ' εαυτόν - στην εντελέστερη και την υψηλότερη μορφή του.