Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Δέκα τραγούδια του Νίκου Παπαχατζή





ΚΥΡΙΑΚΗ

Ήτανε Κυριακή προς μεσημέρι
σπανίως  το τηλέφωνο χτυπά,
κοφτές οι πέντε λέξεις του Λευτέρη
σαν το μαχαίρι,
ύστερα παύση και λυγμός σιωπή ξανά
μαυρίσανε τα πάντα ξαφνικά .

Η εκκλησιά δεν είχε αποψάλει
βουβός στ’ ακουστικό έχω παγώσει
στον ΕΡΥΘΡΟ τον έχουν μαύρο χάλι,
βούβα και πάλι.
Απ’ τον διάδρομο ακούγονται καμπόσοι
που λένε ΄΄αναπνέει θα γλιτώσει΄΄.

Χαράματα στην παραλιακή
λες κι ο θεός δεν ήτανε εκεί
γκάζι καρφί  κλειστή στροφή
και όλα άλλαξαν πριν έρθει Κυριακή.

Την Κυριακή δεν στρώσαμε τραπέζι
τα χέρια μας δηλώνουν ταραχή
ο πόνος μας στα μάτια τρεμοπαίζει
γυαλί και γρέζι,
μα κάναμε σταυρό και προσευχή
για το Νικόλα του Λευτέρη μια ευχή. 


Νέα Ιωνία 8-4-2009
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΑΠΟΨΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Απόψε το φεγγάρι δεν εβασίλεψε
παρέα να του κάνω λίγο μου γύρεψε
τα αστέρια το προδώσαν κι έμεινε μόνο του
και ήθελε σε μένα να πει τον πόνο του.

Μου θύμισε την εποχή που έπαιρνα απ' το φως σου
και μου 'λεγες απ' την αρχή πως είμαι ο άνθρωπό σου,
τώρα σε δρόμο σκοτεινό γυρίζω νύχτα μέρα
ψάχνω για λίγο ουρανό, ψάχνω να βρω αέρα.

Απόψε το φεγγάρι δεν χαμογέλασε
με είδε λυπημένο και με προσπέρασε
τις πιο ωραίες νύχτες θέλει να θυμηθεί
τράβηξε προς τη δύση μα δεν θα κοιμηθεί.

Πανσέληνος που λάμπει και όμως εδάκρυσε
η πούλια δεν εφάνει και μόνο τ' άφησε.
Μεσούρανα κι αν είσαι κι αν πλημμυρίζεις φως
ανώφελη η λάμψη αν είσαι μοναχός.


Νέα Ιωνία 11-2-2017
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΒΑΡΚΟΥΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΙΟΛΙ (Τα Παραδοσιακά)

Στης εξοχής τη σιγαλιά
ακούγετε φλογέρα
σαν ανθισμένη μυγδαλιά
μοσχοβολιά τ' αγέρα.

Αχ! της καρδιάς παράπονο
τσαμπούνα και κλαρίνο
στον κόσμο αυτό τον άπονο
μέρα και νύχτα σβήνω.

Βαρκούλα είναι το βιολί
κατάρτι το δοξάρι
σε ταξιδεύει με πανί
κι έχει δική του χάρη.
Σαν το μαγνήτη σε κρατά
και στο χορό σε πάει
κάνει τα πόδια φτερωτά
και η καρδιά πετάει.

Λαούτο κι όλα τα κρουστά
στο πανηγύρι πάνε
το κανονάκι πιο μπροστά
τη Σμύρνη τραγουδάνε.

Μ' ένα νταούλι και ζουρνά
κι χορευτάδες γύρω
στο στήθος σου παντοτινά
θα ήθελα να γείρω. 



Νέα Ιωνία 23-1-2016.



ΕΙΣΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Απ' τη Κρήτη ως τον Έβρο
κάθε τόσο σεργιανώ
όλη μέρα σε γυρεύω
και το βράδυ σε ζητώ.

Το μπουρίνι με 'χει πιάσει
μου έσβησε τη μηχανή
μα ο κόσμος κι αν χαλάσει
θα ανεβάσω το πανί.

Είσαι ο κύκλος της ζωής μου
αχ! τζιέρι μου
η ψυχούλα της ψυχής μου
τζιβαέρι μου.

Το πανάκι κι αν ξηλώσει
κολυμπώντας θε να 'ρθω
άνθρωπος δεν έχει νιώσει
τη λαχτάρα να σε ειδώ.  

Να έχεις αναμμένα φώτα
να έχεις γλάστρα στο σκαλί
'κείνα τα φιλιά τα πρώτα
αχ! μου λείψανε πολύ. 


Νέα Ιωνία 23-1-2017
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΕΛΕΝΗ

Να ‘μουνα λέει Αχαιός ή να ‘μουν απ’ την Τροία
θυσία να γινόμουνα  στην ομορφιά τη θεία,
να πέσω όπως πέσανε στρατιές και λεγεώνες
στης ομορφιάς την ταύτιση που μένει στους αιώνες.

Του Έκτορα ταπείνωση, θνητός σ’ αρχαίο δράμα
να σέρνομαι στη σκόνη  της πληγή πίσω απ’ το άρμα,
να είμαι αποτύπωμα  χλαμύδας ματωμένης
θυμίαμα για το βωμό της σύγχρονης Ελένης.

Επιθυμώ Οδύσσεια και μ’ αδειανό δισάκι
κι ας ξέρω ότι δεν θα βρω ποτέ μου την Ιθάκη!


Καλλιθέα 24-5-2006
Παπαχατζής Νικόλαος.-


ΕΣΥ ΦΩΤΙΖΕΙΣ ΤΟ ΓΙΑΛΟ

Βαρκούλες και λευκά πανιά
και μύλοι που γυρίζουν
σαν σκουλαρίκια τα νησιά
το Αιγαίο να στολίζουν.

Τέσσερις μύλοι στη σειρά
πάνω στην παραλία
με τα πανιά τους χαλαρά
να χαιρετούν τα πλοία.

Οι τρις γυρίζουν δεξιά
ένας ζερβά γυρίζει
τη φούστα σου τη μενεξιά
σηκώνει κι ανεμίζει.

Εσύ φωτίζεις το γιαλό
τα κύματα μερεύεις
και το δικό μου το μυαλό
τις νύχτες το παιδεύεις. 

Τέσσερις μύλοι στη σειρά
πιασμένοι χέρι – χέρι
αλέθουνε τα σιτηρά
καθώς φυσά τ' αγέρι.

Έχουν αντένες και πανιά
θαρρείς πως αρμενίζουν
και το λιθάρι τους γυρνά
καθώς στριφογυρίζουν. 


Νέα Ιωνία 9-2-2017
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΚΑΣΤΕΣ - ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΓΕΝΝΑΝΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Θολό το βλέμμα καρφώνεις στο κενό
σειρήνα τρένου τσακίζει τη γαλήνη
μες τα μπαγκάζια να χώραγε κι εκείνη
που έχεις στο μυαλό
μυαλό που μένει εδώ.

Μακριά σου τρέχουν οι κορυφογραμμές
τρέχεις κι εσύ μακριά απ’ την Ελλάδα
ήμασταν λένε η εύφορη κοιλάδα
μα ξένοι θεριστές
έρχονται για αρπαχτές.

Τα όνειρά σου σε κίνηση αργή
και τη ζωή σου ο φόβος να τη ζώνει
μεταναστεύεις να μη γίνεις γκαρσόνι
αυτών που με κλαγγή
μοιράζουνε τη γη.


Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΜΕ ΤΟ ΚΤΕΝΆΚΙ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

Γερμένη εσύ στην κουπαστή
το Αιγαίο να χαϊδεύεις
τον ήλιο πριν να βυθιστεί
αλάργα ν’ αγναντεύεις.

Γη κι ουρανό τα έδεσε
πολύχρωμη κορδέλα
ζωγράφος που δεν έπιασε
παλέτα και πινέλα.

Με το κτενάκι στα μαλλιά
είσαι για μένα φως μου
η τελευταία πινελιά
στον πινάκα του κόσμου.

Βουβός κρυφά παρακαλώ
να μην τελειώσει η μέρα
αχόρταγα να σε θωρώ
από την τιμονιέρα.

Ο μπάτης τρέχει σαν παιδί
και σου τραβά το σάλι
μα της καρδιάς μου το κλειδί
δεν θα το πάρει άλλη.
  
(Απ’ τον καμβά του δειλινού
μόνο ένα χρώμα πήρα
μάζεψα άστρα τ’ ουρανού
και σ’ έντυσα πορφύρα.)

(η τελευταία στροφή μπορεί να διαγραφεί)


Νέα Ιωνία
Παπαχατζής  Νικόλαος.-



ΜΠΗΚΑ ΣΤΟΝ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

Μπήκα στον Αχέροντα κι ήτανε αργία
ο βαρκάρης έβριζε, μαύρη είχε καδιά,
κρόταλα στα χέρια της η αθανασία
και ρυθμό μου κράταγε σε μια ζεϊμπεκιά.

Χόρεψα λεβέντικο στο βωμό του κόσμου
γιατρικό του πόνου και της λησμονιάς
τα πλατάνια ρίγησαν, λύγισαν εμπρός μου
και τα φύλα έτρεμαν σαν της λυγαριάς.

Μ' άφησαν τα χείλη σου
λίγο κοκκινάδι
και από το βλέμμα σου
μπήκε ουρανός
ρίχνω το μαντίλι σου
στη σπηλιά του Άδη
στο πηχτό σκοτάδι
γίναν όλα φως.

Τον βαρκάρη τράβηξα στον χορό τον βάζω
κι  ο λυγμός του μέτραγε κάθε μια στροφή,
χίλια χρόνια μου 'λεγε τις ψυχές διαβάζω
τώρα μόλις έμαθα τι θα πει ζωή!

Τούτο το ζεϊμπέκικο χρόνια να κρατήσει
τον βαρκάρη πλάνεψα σε αργό ρυθμό,
άξαφνα θα έλεγα άλλαξα τη φύση
και τον κόσμο απάλλαξα από το χαμό!


Νέα Ιωνία  21-10-2016
Παπαχατζής Νικόλαος.-


ΣΤΟΥ  ΧΡΟΝΟΥ  ΤΗ  ΡΟΗ

Δεν μέτραγα την κάθε ανατολή
δική μου είναι η μέρα ως τη δύση
γεμάτο το ποτήρι με ζωή
που μοιάζει ατελείωτο μεθύσι .

Τα χρόνια μας που φεύγουν σαν φτερό           
βαρκούλα που πηδά πάνω στο κύμα 
άλλος πηγαίνει πρίμα στον καιρό
και άλλος της ζωής είναι το θύμα.

Γυρίζω για να δω τη διαδρομή
τ’ απόνερα απ΄ τη δική μου ρότα
σιωπή και κόντρες και συμβιβασμοί
λιμάνια δίχως θόρυβο και φώτα .

Στου χρόνου την αλάνθαστη ροή
χρονόμετρα ,ρολόγια και κλεψύδρες
από μπροστά μας πέρασε η ζωή
κι ούτε την είδα κι ούτε την είδες .


Κάτω Παναγιά 14-9-2007
Παπαχατζής Νικόλαος.-


Ο Νικόλαος Παπαχατζής γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Παναγιά (κοντά στην Κυλλήνη στον Ν.Ηλείας),οι κάτοικοι του οποίου προέρχονται από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι τα μουσικά του ακούσματα ήταν από την Μικρασιατική και Αιγαιοπελαγίτικη παράδοση.
Από μικρός άκουγε στο ραδιόφωνο, (ένα από τα λίγα μέσα ενημέρωσης της εποχής), εκπομπές που λείπουν σήμερα όπως «η ραδιοφωνική βιβλιοθήκη» και «το θέατρο στο ραδιόφωνο», ακούσματα που πλαταίνουν τη σκέψη και η φαντασία γεμίζει εικόνες.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πήγε σχολείο στον Πύργο όπου έγραψε τις πρώτες του σάτιρες καθώς και ορισμένα ποιήματα. Από 20 ετών ήρθε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα.
Συνέχισε το συγγραφικό του ταλέντο όταν εισήχθη στην εκπαίδευση στη Σιβιτανίδειο Σχολή ως καθηγητής.    Στα επόμενα χρόνια η πένα του δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη Σχολή αυτή γράφοντας ποιήματα και στίχους, ένας εκ των οποίων έχει μελοποιηθεί. 
Σχετικό βίντεο βρίσκεται ανερτημένο στο διαδίκτυο με τίτλο « Ερωτική επιταγή»
Είναι παντρεμένος με την αγαπημένη του Ιωάννα και έχει μία κόρη.
Στίχους του έχει μελοποιήσει και ερμηνεύσει, ο μοναδικός στο είδος του, Παντελής Θαλασσινός με το γνωστό παραδοσιακό του ταμπεραμέντο.   


«Το διήγημα ομοιάζει με τη γυναίκα»

Ο Ι. Παπακώστας παρουσιάζει ένα άγνωστο θεωρητικό κείμενο του Γρηγορίου Ξενοπούλου στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος καθώς και για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο
Το 1889 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη η συλλογή Δεσμίς διηγημάτων της πεζογράφου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Η αξία της συλλογής δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι έχομε την εμφάνιση της ουσιαστικά πρώτης γυναίκας συγγραφέως όσο και σε κάτι άλλο σημαντικό: στο γεγονός ότι η συλλογή προλογίζεται από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο με ένα ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο έχει μάλλον θεωρητικό παρά κριτικό χαρακτήρα. Το κείμενο έχει τις ενδείξεις «Εν Ζακύνθω, 1889», όπου προφανώς βρέθηκε για λίγο ο Ξενόπουλος (από το 1883 διέμενε μόνιμα στην Αθήνα) και προέκυψε ύστερα από προσωπική αλληλογραφία του με την Παπαδοπούλου· μια αλληλογραφία που τελικά εξελίχθηκε σε ερωτική.
Το θεωρητικό αυτό κείμενο ίσαμε τώρα ελάνθανε, όπως ελάνθανε και η συλλογή διηγημάτων της Παπαδοπούλου· η συλλογή μού έγινε γνωστή σχετικώς πρόσφατα, ύστερα από ευγενική παραχώρηση της κυρίας Χριστίνας Αγγελίδου. Στο σημείωμά μου θα περιοριστώ μόνο στο κείμενο του Ξενοπούλου, γιατί παρουσιάζει το ξεχωριστό ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του '80 έχομε μια αμιγώς θεωρητική αντιμετώπιση του σαφώς ανανεωμένου είδους, όπως το διήγημα, επιφυλασσόμενος με τα διηγήματα της Παπαδοπούλου να ασχοληθώ αλλού.
Πριν από τον Ξενόπουλο κάποια θεωρητικά πλαίσια είχαν τεθεί βέβαια το 1883 από τον Νικόλαο Πολίτη με την προκήρυξη του πρώτου στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων διαγωνισμού «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» αλλά εκεί διαγράφονταν μάλλον οι περιοχές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντληθούν οι υποθέσεις του διηγήματος παρά ο τρόπος και η τεχνική με την οποία θα γινόταν η διαπραγμάτευσή του. Ανάλογες αναφορές είχαν γίνει επίσης και από τον Κωστή Παλαμά ή τον Εμμ. Ροΐδη απ' αφορμή κυρίως τη συμμετοχή τους στους κριτικούς διαγωνισμούς διηγήματος της «Εστίας». Ο Ξενόπουλος όμως προχωρεί περισσότερο, αποδεικνύοντας έτσι ότι παράλληλα προς τον δημιουργικό και τον κριτικό λόγο τον απασχολούν και θέματα θεωρητικά. Και δεν είναι παρά 22 ετών και με σπουδές στα μαθηματικά.
Η συνεργασία με την «Εστία»
Το 1889 είναι το έτος που ο Ξενόπουλος είχε αρχίσει να συνεργάζεται στενά και με το εγκυρότερο περιοδικό της εποχής, την «Εστία», όπου ίσαμε το 1895 ­ κι αφού πια είχε αναλάβει αυτός τη διεύθυνσή της ­ δημοσίευσε διηγήματα, μελέτες («Αι περί Ζολά προλήψεις»), κριτικά κείμενα για σύγχρονα έργα και συγγραφείς καθώς και ποικίλα σημειώματα και μεταφράσεις. Παράλληλα συνεργάτις του ίδιου περιοδικού υπήρξε και η Παπαδοπούλου, η οποία έστελνε τακτικά διηγήματα για δημοσίευση. Ο Ξενόπουλος παρακολουθούσε από κοντά τη συγγραφική δραστηριότητα της πολίτισσας πεζογράφου και κατά το σύντομο διάστημα της ζωής της (η Παπαδοπούλου πέθανε το 1906, σε ηλικία 39 ετών) δημοσίευσε τέσσερα θετικά κριτικά κείμενα για ­ ή απ' αφορμή ­ το έργο της, ένα από τα οποία, το πρώτο, είναι και το παρουσιαζόμενο εδώ.
Στο θεωρητικό τούτο κείμενο λοιπόν ο Ξενόπουλος, άλλοτε χαριεντιζόμενος και άλλοτε με τρόπο βαθύτατα διεισδυτικό και οξύ, εκθέτει σε 17 τυπωμένες σελίδες τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος, το οποίο, όπως γράφει, «ομοιάζει με την γυναίκα». «Δύναται», συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «να είνε πλήρες ύψους, σοφίας και μεγαλείου· δύναται ν' αποπνέη ευσπλαχνίαν, τρυφερότητα και αγάπην· αλλ' άνευ τέχνης, όπως η γυνή άνευ καλλονής, το διήγημα δεν εκπληροί τον προορισμό του. Μετά το δράμα, είνε αναντιρρήτως το δυσκολώτερον είδος του λόγου. Εις ον βαθμόν υψίστης τελειότητος ανήγαγον αυτό οι νεώτεροι, ως ο Doudet, o Coppee, o de Amicis ­ συνεχίζοντες το έργον των παλαιοτέρων, του Merimme, του Haffman, του Poe ­, διεγείρει, ευθύς ως αντηχεί τ' όνομά του, την καθαράν έννοιαν της Τέχνης. Οι διηγηματογράφοι σήμερον είνε καλλιτέχναι, όπως οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Τα όριά των είνε στενώς και αυστηρώς προδιαγεγραμμένα· διερμηνεύουσι την καλαισθησίαν ολοκλήρου εποχής, και υπό την πνοήν της μεγαλοφυΐας των σμικρύνουσι τα μεγάλα, συγκεντρούμενοι εις μίαν και μόνην σελίδα ­ μικράν, κομψήν, με αστερίσκους και παύλας ­ εφ' ης αποτυπούσι θαυμασίως τας μεγάλας αυτών αληθείας και τας βαθείας παρατηρήσεις. Κατά την ανάγνωσιν των διηγημάτων τα ψυχικά όμματα πρέπει να οπλίζωνται διά μικροσκοπίου.
Η σύγκριση με την ποίηση
Αλλά συχνάκις, εκτός του υψηλού διδάγματος, το οποίον εγκλείει το διήγημα υπό το ελαφρόν αυτού περικάλυμμα, είνε αξιοθαύμαστον εξ αυτού και μόνου του περικαλύμματος. Η εξωτερική μορφή αποτελεί τότε όλην την τέχνην και την αξίαν του διηγήματος. Ουδ' είνε εύκολον να κατορθωθή τούτο. Εκτός της ιδιοφυΐας, απαιτείται προσοχή και πείρα και μελέτη και καλαισθησία. Διότι το διήγημα σύντομον και περιεκτικόν, όπως το σοννέτον της ποιήσεως, πρέπει να γεννάται τέλειον και αρτιμελές, ως ενόργανον, ως έμψυχον πλάσμα, από του οποίου ουδέν άνευ βλάβης δύναται ν' αφαιρεθή ή να προστεθή. Τότε είνε αριστούργημα. Η περιττολογία, οι πλατειασμοί, αι παρεκβάσεις χαλαρούσι την ενότητά του, καταστρέφουσι την καλλιτεχνικήν του αξίαν. Η υπόθεσίς του δύναται να ήνε απλή, και το δίδαγμά του κοινόν· σώζεται όμως εάν η διήγησίς του προβαίνη αμιμήτως χαρίεσσα, ή ήνε παραστατικόν μετά ζωηρότητος και εναργείας, ως ζωγράφημα, ή επιδεικνύη πλαστικότητα ως αγάλματος. Υπό την έποψιν ταύτην το διήγημα ομοιάζει με τα ρωσσικά εκείνα κομψοτεχνήματα, τα οποία αποτελούνται μεν εξ ολίγων χρωμάτων και τεμαχίων ξύλλου ή μετάλλου, αλλά θαυμάζονται και τιμώνται πολλού, διά την αυστηράν και άμεμπτον αυτών καλαισθησίαν. Τα βλέπομεν προτιμώμενα πολλάκις των σημαντικωτέρων ειδών, κατατέρποντα όλους τους οφθαλμούς, κοσμούντα τας σοβαροτέρας αιθούσας, διότι με την ολίγην και εντελή των ύλην, εκδηλούσι πνεύμα, εκπροσωπούσιν ιδέαν.
Εν τούτοις, μεθ' όσους επισωρεύω κανόνας και παρατηρήσεις, και τόμον ολόκληρον αν αποτελέσω, δεν θα δυνηθώ να υποτυπώσω τας αρχάς και να διαγράψω τα όρια της διηγηματογραφίας. Αν ήτο τούτο δυνατόν, θα ήρκει ολίγη μελέτη διά να γίνη κανείς διηγηματογράφος ­ ως γίνεται ευκολώτερον σοφός ­ και ως ηκούομεν να κηρύττωσιν οι φιλόδοξοι νέοι μετά στόμφου: "Θα γίνω διηγηματογράφος!", ως τώρα λέγουσι: "Θα γίνω νομικός, θα γίνω έμπορος!"».
Αλλά, συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «αι αξιώσεις του διηγήματος είνε πολύ μεγαλύτεραι. Εκτός πάσης ηθικής διδασκαλίας, συγκινεί ευπρόσιτον και διαπλάσσει την καρδίαν του ανθρώπου διά της τέχνης του και μόνης.
Η «σφραγίδα» του διηγηματογράφου
Η ανάγνωσις ωραίου διηγήματος δύναται ν' αντικαταστήση την θέαν εικόνος ή την ακρόασιν μουσικής. Ουδέν είνε προσφορώτερον όπως τέρψη, μαλάσσον το ήθος και τον χαρακτήρα, εμφυτεύον λεληθότως υγιείς αρχάς και ήρεμα αισθήματα. Η κοινωνία έχει χρείαν του διηγήματος, όπως του Σχολείου και του Θεάτρου. Τα δάκρυα, όσα δύναται ν' αποσπάση από οφθαλμών, ανικάνων άλλως να κλαύσωσιν, είνε αδάμαντες αληθείς· ποτέ δ' οι παλμοί των ευαισθήτων καρδιών δεν επιταχύνονται ανωφελώς υπό ιεράς θέρμης και συγκινήσεως.
Εκτός τούτου, οι μεγάλοι διηγηματογράφοι, οι υπό της επιστήμης κατατασσόμενοι εις την τάξιν των μερικών, μεγαλοφυών, εις εκάστην αυτών σελίδα εμφυσώσι το πνεύμα των, εκχύνουσι την καρδίαν των, αποτυπούσι την σφραγίδα των.
Αι δε σελίδες αύται ­ μικραί, κομψαί, με αστερίσκους και παύλας ­, εν αις εξελίσσεται μία ψυχολογική ιστορία, είς χαρακτήρ, μία ηθογραφία, μία απλή περιπέτεια, εν συνόλω λαμβανόμεναι, αναπαριστώσι την φυσιογνωμίαν ενός έθνους και μιας εποχής, η συμπλήρωσις της ιστορίας γινόμεναι. Την φιλολογίαν των εθνών αποτελούσιν ως επί το πολύ τα έργα της φαντασίας και ουχί τα έργα της μελέτης· τότε δε το έθνος βαδίζει προς την πρόοδον και την ευημερίαν όταν είνε μεγάλη η δημιουργική του φιλολογία, εν η το διήγημα ­ το μάλλον μελετημένον είδος ­ κατέχει περίβλεπτον θέσιν».
Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο του Ξενοπούλου τελειώνει με τη διατύπωση απόψεων για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο καθώς και με την επισήμανση ότι θεωρεί σημαντική την εμφάνιση στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιας γυναίκας, έστω και με πρωτόλεια, ενώ παράλληλα συσχετίζει το όνομά της με τα ονόματα των καθιερωμένων τότε ξένων συγγραφέων, όπως της Γ. Σανδ, της Γ. Ελιοτ, της Ερ. Σταβ.
Ο κ. Ιωάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

«Το Βιβλίο ως Κείμενο και Αντικείμενο» στον νέο κύκλο ομιλιών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών


Αναδημοσίευση: http://www.ekt.gr/el/news/21362

Από την Τρίτη 13 Ιανουαρίου και για κάθε Τρίτη μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, στο Αμφιθέατρο του ΕΙΕ (Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα), στις 19:00 και με ελεύθερη είσοδο, θα πραγματοποιηθούν τρεις ενδιαφέρουσες διαλέξεις.


Με ευκαιρία την ανακήρυξη της Αθήνας ως Διεθνούς Πρωτεύουσας Βιβλίου για το έτος 2018, το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ), του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) διοργανώνει, τον Ιανουάριο 2018, κύκλο διαλέξεων με τίτλο «Τo Βιβλίο ως Κείμενο και Αντικείμενο». Ο κύκλος θα φωτίσει πτυχές της ιστορίας του βιβλίου κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο και θα διερευνήσει αντιλήψεις γύρω από το βιβλίο ως κείμενο και αντικείμενο. Ο Α' κύκλος των Ομιλιών εμπίπτει στο πρόγραμμα των Μορφωτικών Εκδηλώσεων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και απευθύνεται στο ευρύ αλλά και το εξειδικευμένο κοινό.
Από την Τρίτη 16 Ιανουαρίου και για κάθε Τρίτη μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, στο Αμφιθέατρο του ΕΙΕ (Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα), στις 19:00 και με ελεύθερη είσοδο, θα πραγματοποιηθούν τρείς ενδιαφέρουσες διαλέξεις. Ακολουθεί το αναλυτικό πρόγραμμα των ομιλιών:
Τρίτη 16 Ιανουαρίου
"Οι μεταμορφώσεις του βιβλίου. Το πέρασμα από τον κύλινδρο στον κώδικα" - Σταμάτης Μπουσές, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
"Από τους κεφαλαιογράμματους στους μικρογράμματους κώδικες. Μορφή βιβλίου και δομή κειμένου" - Αγαμέμνων Τσελίκας, Προϊστάμενος Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.
"Λέξεις για το βιβλίο. Το βιβλίο μέσα από λέξεις" - Νίκη Τσιρώνη, Βυζαντινολόγος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Αγγελική Στασινού, Συντηρήτρια αρχειακού υλικού και βιβλίων, Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Τρίτη 23 Ιανουαρίου
"Η δυσπιστία στο έντυπο βιβλίο και η παράλληλη χρήση του χειρόγραφου" - Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Ιστορικός, Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
"Μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους" -  Ζήσης Μελισσάκης, Κύριος Ερευνητής, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
"Η Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας ως ιστορικό τεκμήριο" - Martin Schäfer, Δρ Κλασικής Αρχαιολογίας Παν/μίου Μονάχου, Διευθυντής Βιβλιοθήκης της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου
"Βυζαντινά βιβλιοδετικά κοσμήματα. Ζητήματα εικονολογίας και σχέσης με το κείμενο" -  Κωνσταντίνος Χούλης, Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης, Τ.Ε.Ι. Αθήνας.
"Οι μαρτυρίες των βυζαντινών σταχώσεων. Διακοσμήσεις κωδίκων και δογματικές έριδες" - Νίκη Τσιρώνη, Βυζαντινολόγος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
"Μεταξύ λόγου και εικόνας. Εικαστικές εκφάνσεις και χρήσεις της γραφής σε χειρόγραφα της μέσης βυζαντινής περιόδου" - Καλλιρρόη Λινάρδου, Ιστορικός της Τέχνης του Βυζαντίου και του Δυτικού Μεσαίωνα, Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Οι ομιλίες θα μεταδίδονται απευθείας στη διεύθυνση http://media.ekt.gr/live. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να μπείτε εδώ ή να απευθυνθείτε στο τηλ. 210 7273516 & 700, email: mkont@eie.gr.
Το πρόγραμμα των Ειδικών Μορφωτικών Εκδηλώσεων ''Επιστήμης Κοινωνία" του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, διοργανώνεται, επί σειρά ετών, με στόχο τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης και πληροφορίας στην επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό. Σημειώνεται ότι το ΕΙΕ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα γνωστικών πεδίων, τόσο των ανθρωπιστικών όσο και των θετικών και τεχνολογικών επιστημών. Το ΕΙΕ είναι ένα διεπιστημονικό κέντρο ερευνών, το οποίο απαρτίζεται σήμερα από τρία ερευνητικά Ινστιτούτα, ένα στην περιοχή των Ανθρωπιστικών Επιστημών και δύο στην περιοχή των Θετικών Επιστημών, και το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ).
 
www.ekt.gr, με πληροφορίες από Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Το εκφραστικό αδιέξοδο της ποίησης

Αναδημοσίευση από: ΤΟ ΒΗΜΑ
γράφει ο Νάσος Βαγενάς*




Η απελευθέρωση του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο κυριάρχησε κατά τον 20ό αιώνα, όμως η υπερβολική και ανεπαρκής χρήση της προσωδίας αυτής μείωσε στο ελάχιστο τη διαφορά της από την προσωδία του καθημερινού λόγου


Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ
Όλα δείχνουν ότι, εδώ και καιρό, βρισκόμαστε σε μια κρίση του στίχου· ότι η μακρά κυριαρχία του ελεύθερου στίχου έχει οδηγήσει την ποίηση σε ένα εκφραστικό αδιέξοδο, ανάλογο με εκείνο στο οποίο είχε οδηγηθεί, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ο (έμμετρος και ομοιοκατάληκτος) ποιητικός λόγος.
Η προσωδιακή αλλαγή, η απελευθέρωση του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο, η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση του ελεύθερου στίχου, ήταν βέβαια αποτέλεσμα των πιέσεων της νέας ευαισθησίας, που εμφανίστηκε την εποχή του Διαφωτισμού και αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα. Ασφυκτιώντας στα περιοριστικά σχήματα του έμμετρου λόγου, τα οποία αντανακλούσαν την παλαιά τάξη της πρόσληψης του κόσμου και δεν επέτρεπαν στη νέα ευαισθησία να εκφράσει ποιητικά όλη την κλίμακα του περιεχομένου της ­ περιεχομένου που είχε διαμορφωθεί από την ευοδούμενη αναζήτηση της κοινωνικής ελευθερίας και τη ραγδαία διεύρυνση της γνώσης ­ το ποιητικό βίωμα χρειάστηκε να διαρρήξει τις έμμετρες μορφές για να επιτύχει εκείνον τον βαθμό της εκφραστικής φυσικότητας, που είναι απαραίτητος για κάθε ποίηση που θέλει να είναι ζωντανή.
Έτσι ο 20ός αιώνας σε ό,τι αφορά την ποίηση θα μπορούσε να αποκληθεί αιώνας του ελεύθερου στίχου. Δημιουργούμενος κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα από εκείνους τους ποιητές που απέβλεπαν σε μιαν εκ βάθρων ή σε μιαν ουσιαστική ανανέωση του ποιητικού λόγου, ο στίχος αυτός θα εξαπλωθεί για να γίνει το κύριο εξωτερικό χαρακτηριστικό (όμως με θεμελιώδεις εσωτερικές συνέπειες) εκείνης της ποίησης που θα κυριαρχούσε στον δυτικό ποιητικό λόγο και που δηλώνεται στη γλώσσα μας με την ονομασία νεοτερική.
Ο ελεύθερος στίχος επετέλεσε το έργο το οποίο επεδίωκε: εκσυγχρόνισε την ποιητική προσωδία διευρύνοντας την περιεκτικότητά της, επιτρέποντάς της να περιλάβει και στοιχεία από περιοχές του «μη ποιητικού». Απομάκρυνε έτσι την ποίηση από τη συμβατική διατύπωση, οδηγώντας την πιο κοντά στον καθημερινό λόγο, δίνοντάς της μιαν ανεπιτήδευτη εκφραστική αμεσότητα.
Αλλά όπως στη ζωή, έτσι και στην τέχνη τίποτε δεν παραμένει πάντοτε ανανεωτικό. Η εγκαθίδρυση του ελεύθερου στίχου ως καθεστηκυίας προσωδιακής τάξεως και η μακρά (και σε κάποιες περιπτώσεις ­ όπως η ελληνική ­ σχεδόν καθολική) χρήση του επέφεραν την άμβλυνση της δυναμικότητάς του. Η χρήση του μετά την εποχή των μεγάλων μοντερνιστών και των άξιων συνεχιστών τους, που κρατούσαν πάντοτε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας του με τον έμμετρο στίχο, παρουσιάζεται προβληματική. Οι ποιητές εκείνοι γνώριζαν ότι η αντίφαση από την οποία συντίθεται ο όρος ελεύθερος στίχος είναι φαινομενική· γνώριζαν ότι το νόημα του επιθέτου «ελεύθερος», στο πλαίσιο του όρου, είναι μόνο εκ πρώτης όψεως αντίθετο προς το νόημα της λέξης «στίχος» (που δηλώνει τάξη, πειθαρχία), και ότι σημαίνει απλώς τον στίχο τον αποδεσμευμένο από την έμμετρη τάξη.
Γνώριζαν δηλαδή ότι ο όρος ελεύθερος στίχος δεν σημαίνει απελευθέρωση από κάθε τάξη, αλλά έναν στίχο (για την ακρίβεια, μια ποιητική προσωδία, αφού το πεδίο της αποδέσμευσης από το μέτρο περιλαμβάνει και το πεζόμορφο ποίημα) συντεθειμένο με μια τάξη διαφορετική από την παραδοσιακή: έναν στίχο γραμμένο με ένα νέο «μέτρο», διαφορετικό από (ή όχι ίδιο με) το παλαιό ­ όχι παραδεδομένο αποκρυστάλλωμα μιας συλλογικής ποιητικής ευαισθησίας αλλά δημιουργούμενο κάθε φορά από τον ίδιο τον ποιητή για τις ανάγκες της ατομικής του φωνής. Γνώριζαν, με λίγα λόγια, ότι χωρίς «μέτρο», δηλαδή χωρίς την ιδιαίτερη προσωδιακή ορχήστρωση (έμμετρη ή «ελεύθερη»), που θα έδινε στη γλώσσα εκείνη την κίνηση που ονομάζεται ποιητικός ρυθμός, ο λόγος δεν μπορεί να γίνει ποιητικός. Ένιωθαν, τέλος, ότι η κατασκευή του ελεύθερου «μέτρου» τους δεν προϋπέθετε τον αποκλεισμό του έμμετρου στοιχείου, ότι, απεναντίας, το «παραδοσιακό» μέτρο μπορούσε χρησιμοποιούμενο ως ένα από τα δομικά υλικά του στίχου τους να συμβάλει στην καλύτερη κατασκευή του.
Όμως με τους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών δεν συμβαίνει το ίδιο. Έχοντας ως άμεση προσωδιακή τους παράδοση μόνο τον ελεύθερο στίχο και, ως εκ τούτου, αποξενωμένοι σε μεγάλο βαθμό από το έμμετρο στοιχείο, οι ποιητές αυτοί (με λίγες κατά περίπτωση εξαιρέσεις) γράφουν έναν ελεύθερο στίχο που καθόλου δεν συνομιλεί (ή συνομιλεί ελάχιστα ή αδέξια) με το «παλαιό» μέτρο. Αλλά το μέτρο αυτό είναι για την ποίηση ό,τι είναι για τη ζωγραφική το σχέδιο. Πόσο καλός μπορεί να είναι ένας πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής, όταν ο ζωγράφος του δεν ξέρει να σχεδιάζει; Η ανεπαρκής χρήση (ή γνώση) του «σχεδίου» προκάλεσε την εξασθένηση της προσωδίας του ελεύθερου στίχου, μειώνοντας στο ελάχιστο τη διαφορά της από την προσωδία του καθημερινού λόγου. Η μείωση αυτή και ο κόρος τον οποίο έχει επιφέρει η μακρά κυριαρχία του οδήγησαν τον ελεύθερο στίχο σε μιαν άλλη συμβατικότητα, στη συμβατικότητα του επίμονα αντισυμβατικού.
Η κρίση του ποιητικού λόγου που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες ­ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου, όπως είπαμε, η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική ­, κρίση που περιγράφεται ενίοτε με τους όρους ενός αδιεξόδου, είναι στην πραγματικότητα κρίση του στίχου. Είναι μια κρίση που έχει βέβαια προκληθεί και από εκείνο που περιγράφεται ως μεταμοντέρνα αντίληψη του κόσμου. Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-11-2000

Η κρίση του ποιητικού λόγου

Η ελληνική ποίηση βρίσκεται σε μια ανεπανάληπτη σύγχυση που προκαλείται τόσο από την ανεξέλεγκτη χρήση του ελεύθερου στίχου όσο και από τις θλιβερές επιπτώσεις σε αυτήν του μεταμοντερνισμού


Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (26.11.2000) αναφερόμουν στην κρίση του ποιητικού λόγου, την οποία δηλώνει η σημερινή κρίση του στίχου. Έλεγα ότι η ελλιπής επικοινωνία σήμερα των περισσότερων ποιητών με το έμμετρο στοιχείο έχει οδηγήσει σε έναν ελεύθερο στίχο ο οποίος δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ποίηση, αφού η προσωδία του ελάχιστα διαφέρει από την προσωδία του καθημερινού λόγου. Και διατύπωνα την άποψη ότι η κρίση αυτή είναι οξύτερη στην ελληνική ποίηση, όπου η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική.
Η σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου απορρέει βέβαια από αιτίες σύνθετες. Είναι κρίση που έχει προκληθεί όχι μόνο από εκείνους που γράφουν την ποίηση αλλά και από εκείνους που γράφουν για την ποίηση. Και αποτελεί μέρος της γενικότερης κρίσης στην οποία βρίσκονται σήμερα οι τέχνες, που είναι αποτέλεσμα της σημερινής ιδιάζουσας σύγχυσης των αξιών. Όμως η σύγχυση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο ποιητικός λόγος φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων τεχνών, γιατί το υλικό της ποιητικής τέχνης περιέχει ένα ­ ουσιώδες για την ποίηση ­ στοιχείο, το οποίο λείπει από αυτές: το διανοητικό νόημα των λέξεων. Η σημερινή κρίση του στίχου επιβαρύνεται και με την προβληματική χρήση αυτού του στοιχείου, πράγμα που την κάνει, αν όχι βαθύτερη, αισθητότερη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχουν εμφανιστεί ποιητικά έργα εφάμιλλα εκείνων της ακμής του μοντερνισμού. Όσο για την ελληνική εκδοχή της κρίσης, θα λέγαμε τα εξής: ποτέ στα σοβαρά περιοδικά της προνεωτερικής περιόδου δεν δημοσιεύονταν, αναλογικά, τόσοι ασήμαντοι στίχοι όσο σήμερα· καμία σοβαρή εφημερίδα δεν θα αφιέρωνε ­ όπως στις μέρες μας ­ μιαν ολόκληρη σελίδα της για να παρουσιάσει, ως ποιητικά σημαντικές, ερασιτεχνικές στιχουργικές ενασχολήσεις. Διότι οι έμμετρες μορφές προϋπέθεταν τη γνώση κάποιων κανόνων στιχουργίας, οι οποίοι σήμερα για τους περισσότερους ­ όχι μόνο για εκείνους που γράφουν στίχους ­ δεν θεωρούνται απαραίτητοι.
Η αίσθηση ότι ο ελεύθερος στίχος στις μορφές του των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε τον ποιητικό λόγο σε ένα τέλμα προκάλεσε σε αρκετούς την αντίδραση. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντίδραση αυτή καθοδηγήθηκε από τη νοσταλγία. Έτσι σε εκείνες τις γλώσσες του δυτικού κόσμου στις οποίες εμφανίστηκε και επικράτησε ο ελεύθερος στίχος παρουσιάζεται σήμερα μια τάση επιστροφής στις παλαιές έμμετρες μορφές, η οποία, σε κάποιες περιπτώσεις, έχει πάρει τη μορφή κινήματος (λ.χ. στην περίπτωση των αμερικανών ποιητών που αποκαλούνται νεοφορμαλιστές).
Ορισμένοι λογοτεχνικοί κριτικοί συγχέοντας την τάση αυτή με ορισμένες, φαινομενικά μόνο, ανάλογες αναζητήσεις της αρχιτεκτονικής (με την ανάμειξη, στο σημερινό αρχιτεκτονικό σχέδιο, τεχνοτροπικών στοιχείων παλαιότερων εποχών), αναζητήσεις που χαρακτηρίζονται από τους ιστορικούς της αρχιτεκτονικής ως η αρχιτεκτονική έκφραση της έννοιας του μεταμοντέρνου, θεωρούν την επιστροφή στις έμμετρες μορφές ως εκδήλωση της ίδιας αντίληψης στην ποίηση. Άποψη λανθασμένη, αν σκεφτούμε ότι οι έμμετρες μορφές ενεργοποιούνται σήμερα για σκοπούς εντελώς διαφορετικούς: ως επιστροφή στην αρμονική τάξη και οργανικότητα, ενώ στη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, τα παλαιά ­ και μάλιστα χρονικώς ετερόκλητα ­ στοιχεία χρησιμοποιούνται ως αντίδραση στην ενοποιητική και οργανική αντίληψη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Δεν είναι η επιστροφή στις έμμετρες μορφές εκείνο που αποτελεί την έκφραση του μεταμοντερνισμού στην ποίηση αλλά το αντίθετο: η μετάπτωση από την ελευθερόστιχη ποίηση του ακμαίου μοντερνισμού στα κείμενα του ελεύθερου στίχου των τελευταίων δεκαετιών. Αναφέρομαι βέβαια σε όσα από τα κείμενα αυτά έχουν επιγνώστως γραφεί σύμφωνα με τις επιταγές του μεταμοντέρνου πνεύματος· της αντίληψης που έχει διαμορφωθεί από την (εν ονόματι της υποτιθέμενης διάλυσης του υποκειμένου και αδυνατότητας διατύπωσης αποφάνσεων με κάποια αντικειμενικότητα) πεποίθηση ότι τα όρια ανάμεσα στο ανώτερο και το κατώτερο, στο σοβαρό και το μη σοβαρό, στην τέχνη και τη μη τέχνη δεν μπορούν να εντοπιστούν. Τα υπόλοιπα από τα κείμενα αυτά ­ που είναι και τα περισσότερα ­ είναι απλώς αποτυχημένα ποιήματα, κείμενα δηλαδή οι συγγραφείς των οποίων δεν κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τις προσωδιακές προϋποθέσεις του ελεύθερου στίχου (αρκετοί από αυτούς, βέβαια, θα πρέπει ανεπιγνώστως, ως ένα βαθμό, να έχουν εισπνεύσει και το πνεύμα του μεταμοντέρνου).
Απέφυγα να ονομάσω ποιήματα τα μεταμοντέρνων προδιαγραφών κείμενα σε ελεύθερο στίχο, γιατί δεν πιστεύω ότι ποίηση χαρακτηριζόμενη από αυτές τις προδιαγραφές μπορεί να υπάρξει. Και τούτο γιατί η ποίηση είναι το αντίθετο του μεταμοντέρνου. Η ποίηση είναι οργανική μορφή. Η υποτιθέμενη απόρριψη αυτής της οργανικότητας, την οποία διαπιστώνουν κυρίως φιλοσοφικής ή κοινωνιολογικής προελεύσεως θεωρητικοί της λογοτεχνίας, δεν αποτελεί μια «στροφή του λογοτεχνικού "παραδείγματος"» αλλά μια απόδειξη του τι μπορεί να συμβεί στη θεωρία της λογοτεχνίας, όταν άνθρωποι με ανεπαρκή αίσθηση ή γνώση του ποιητικού φαινομένου ασχολούνται με αυτό. Κανείς σοβαρός ποιητής δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει με αυτές τις απόψεις, και κανείς σοβαρός ποιητής δεν έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του μεταμοντέρνο με την πραγματική έννοια του όρου (γιατί ο όρος στη λογοτεχνία συχνά χρησιμοποιείται, λανθασμένα, για να δηλώσει και τάσεις οι οποίες, στην πραγματικότητα, ανήκουν στον όψιμο μοντερνισμό).
Αλλά για τις δυνατότητες εξόδου από τη σημερινή κρίση του στίχου θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-01-2001

Η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου

* Χρειαζόμαστε την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της σημερινής ποιητικής γλώσσας


ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
Κλείνω τη σειρά των επιφυλλίδων μου για τη σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου με τη διατύπωση ορισμένων σκέψεων για τις δυνατότητες εξόδου από αυτήν. Έλεγα στις προηγούμενες επιφυλλίδες μου ότι εκείνο που οδήγησε, τις τελευταίες δεκαετίες, τον ελεύθερο στίχο στην ατονία, σε μια προσωδία που ελάχιστα διαφέρει από την προσωδία του καθημερινού λόγου, είναι η ανεπαρκής συνομιλία του με την έμμετρη προσωδία. Και υποδήλωνα ότι η έξοδος από την κρίση θα ήταν να ξαναγίνει η ποιητική προσωδία πραγματικά ποιητική.
Ελπίζω πως δεν θα παρανοηθώ· πως είναι σαφές ότι οι παρατηρήσεις αυτές είναι περιγραφικές, όχι κανονιστικές. Γιατί η πορεία της ποίησης, και της τέχνης γενικότερα, καθορίζεται από τις ποιητικές πράξεις των ποιητών, όχι από τις θεωρητικές προτροπές των μελετητών της. Ωστόσο θα μπορούσαν να διατυπωθούν δύο σκέψεις, συμπληρωματικές μεταξύ τους (αν όχι ταυτόσημες), οι οποίες, επειδή απορρέουν από παρατηρήσεις ιστορικής περισσότερο φύσεως, προσδιορίζουν, πιστεύω, δύο βασικές προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση:
1) Η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την αναβίωση της παλαιάς έμμετρης προσωδίας, την οποία επιχειρούν αρκετοί ποιητές τον τελευταίο καιρό. Γιατί η αναβίωση αυτή έχει αναπόφευκτα τον χαρακτήρα μιας επιστροφής.
2) Καμία προσπάθεια εξόδου από την κρίση δεν θα μπορούσε να ελπίσει πως θα αποβεί αποτελεσματική, αν δεν έχει ως βάση της την εμπειρία του ελεύθερου στίχου.
Πιστεύω πως είναι λίγοι εκείνοι που δεν αισθάνονται ότι χρειαζόμαστε μιαν επαναμάγευση του ποιητικού λόγου: την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της σημερινής ποιητικής γλώσσας. Με τον όρο επαναμάγευση δεν εννοώ την επανεισαγωγή ενός «ποιητικού» λεξιλογίου ή την καλλιέργεια ενός εξηρμένου λόγου, αλλά την εκ νέου ποιητικοποίηση μιας ποιητικής γλώσσας που έχει χάσει την ποιητική της δύναμη. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό είναι, κατά τον μεγαλύτερο βαθμό, προσωπική υπόθεση του κάθε ποιητή. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω ορισμένες προσωπικές σκέψεις επί του θέματος, οι οποίες, ως προϊόν των αναζητήσεων μιας ποιητικής πρακτικής, ενδέχεται να ενδιαφέρουν περισσότερο απ' ό,τι ένας θεωρητικός προβληματισμός.
Η επαναμάγευση ενός ποιητικού λόγου δεν μπορεί να γίνει με τα μέσα του παρελθόντος αλλά με βάση τα ποιητικά υλικά και τους ποιητικούς τρόπους του παρόντος. Καθώς τα ποιητικά υλικά της εποχής μας ­ εποχής συναισθηματικής διάλυσης και σύγχυσης των αξιών ­ δεν είναι τα υλικά με τα οποία συντίθενται οι «μεγάλες αφηγήσεις» αλλά εκείνα με τα οποία καταγράφονται οι «μικρές» εξιστορήσεις (με τα οποία, ωστόσο, μπορεί κανείς να συντηρήσει και να αναδιατάξει το αίσθημα μιας αρχετυπικής οργανικότητας: το αίσθημα εκείνης της βαθύτατης εσωτερικής αρμονίας, την αναζήτηση της οποίας θεραπεύει η τέχνη), η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου σήμερα δεν μπορεί να γίνει παρά με βάση το γλωσσικό υλικό και τους τρόπους που υπαγορεύουν οι εξιστορήσεις αυτές. Δηλαδή με βάση μια γλώσσα που θα καλλιεργεί μιαν ουσιώδη επικοινωνία με τον καθημερινό λόγο (από τον οποίο πρέπει να τρέφεται, λιγότερο ή περισσότερο ­ στην εποχή μας, περισσότερο ­, κάθε ποιητική γλώσσα που θέλει να είναι ζωντανή) και τρόπους που θα μπορούν να δώσουν ικανοποιητική ­ και σύγχρονη ­ ποιητική μορφή στο σημερινό «πεζό» ποιητικό υλικό. Χρειαζόμαστε σήμερα μια ποιητική προσωδία περισσότερο οργανωμένη, περισσότερο ορχηστρωμένη, που να μπορεί να παράγει ισχυρότερη ποιητική ενέργεια με αυτό το υλικό.
Ο δραστικότερος τρόπος για μια τέτοια αναδιάταξη είναι, πιστεύω, μια νέα «εμμετροποίηση» του ελεύθερου στίχου. Υπογραμμίζω τη λέξη νέα και θέτω το εμμετροποίηση εντός εισαγωγικών για να δηλώσω ότι δεν εννοώ την επιστροφή στις παλαιές έμμετρες μορφές αλλά την έναρξη μιας νέας δημιουργικής συνομιλίας με την έμμετρη προσωδία, ούτε την πιστή αναπαραγωγή της προσωδίας του ακμαίου ελεύθερου στίχου αλλά τη δημιουργία ενός νέου «έμμετρου» ελεύθερου στίχου· «έμμετρου» με την έννοια μιας προσωδιακής οργάνωσης ανάλογης με εκείνη του ακμαίου ελεύθερου στίχου, η οποία όμως θα περιέχει σε ισχυρότερο βαθμό απ' ό,τι το βρίσκουμε σε αυτόν, και σε νέες χρήσεις, το έμμετρο στοιχείο. Γιατί η ποιητική ευαισθησία των μεταμοντέρνων μας καιρών διαφέρει από εκείνη της ακμαίας μοντερνιστικής εποχής κατά τούτο: η έμφαση έπεφτε τότε στην έκφραση του αισθήματος ενός ψυχικού διαμελισμού που ετελείτο ακόμη, ενώ σήμερα, που ο διαμελισμός έχει φτάσει στο έπακρο, αυτό που προεξάρχει στο ποιητικό αίσθημα είναι το αίτημα μιας νέας οργανικότητας.
Πιστεύω πως ο καταλληλότερος σήμερα στίχος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να εκφράζει όχι μόνο τη σημερινή συναισθηματική διάλυση αλλά και ­ ταυτόχρονα ­ την ισχυρή (ισχυρότερη από εκείνη της εποχής του ακμαίου μοντερνισμού) επιθυμία υπέρβασής της: ένας στίχος που το προσωδιακό του κράμα δεν θα είναι το ίδιο με το κράμα των έμμετρων και ελεύθερων προσωδιακών στοιχείων που χαρακτήριζε τον ακμαίο ελεύθερο στίχο, διότι θα περιέχει αυτό το κράμα, αναδιατεταγμένο και με νέα, ανεκμετάλλευτα ακόμη, στοιχεία αντλημένα από την έμμετρη προσωδία.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-03-2001


* Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Αναστάσης Βιστωνίτης συνομιλούν με το "RAVEN" του Πόου

Raven

In memoriam E. A. P.


Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ' ακίνητο κοράκι;
τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.

Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ' αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ' τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ' ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ως πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ' απ' τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα - ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ' όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά ...

 Γιώργος Σεφέρης, Κοριτσά, χειμώνας 1937


T H E    R A V E N

Στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου τὸ κρύο φῶς τοῦ δωματίου.
Κόκκινες πληγὲς τὰ μάτια καρφωμένα στὸ κενό.
Στὸ ταβάνι μαῦρο στίγμα καὶ τὸ στῆθος μου ἕνα ρῆγμα,
δηλητηριῶδες μεῖγμα στὸ ποτήρι τὸ νερό –
σπάζουν γύρω μου τοπία μ’ ἕνα σκοτεινὸ σπασμό.
Σώματα πελεκημένα καὶ ποτάμια παγωμένα,
πρόσωπα μεταφερμένα σ’ ἕνα μέλλον σκοτεινό,
χάνονται μακριὰ τὰ φῶτα κι ἔχω ἀκάλυπτα τὰ νῶτα –
κομματιάζουνε τὴν πόρτα μ’ ἕναν ξέφρενο ρυθμό.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόβο ποὺ μὲ σπρώχνει στὸ κενό.
Τὸ πουλί, βαλσαμωμένο, μοῦ φωνάζει: «Περιμένω
ἕνα χτύπημα στὸ χρόνο, μιὰ ἄγρια νεροποντή».
Πρὶν ἐτούτη ἡ νύχτα λήξει κάποιο χέρι θὰ μὲ πνίξει
καὶ μὲ φόβο θὰ τυλίξει τὴν αὐριανὴ ἀστραπή.
Δίχως φῶς καὶ δίχως χρῶμα θὰ μὲ θάψουν τὴν αὐγή;
Ἀπαντῶ στὸν ἑαυτό μου: «Εἶσαι γέννημα τοῦ τρόμου,
παραλήρημα τοῦ ἀνέμου ποὺ σφυρίζει στὰ κλαδιά,
στάχτη μιᾶς φωτιᾶς σβησμένης, τίποτε δὲν περιμένεις,
γέννημα τῆς πεθαμένης νύχτας ποὺ σὲ κυνηγᾶ».
Λύκοι ἀπ’ τὸ Βορρὰ θὰ σπείρουν αὔριο δόντια καὶ σκουριά.
Ἄνοιξη κομματιασμένη καὶ στ’ ἀγρίμια μοιρασμένη,
πέφτουν τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ παγώνουν οἱ πηγές,
ἔτσι ἡ λύπη μου φυτρώνει πάνω σ’ ἕνα ὑγρὸ σεντόνι,
ἔτσι ἡ λύπη μου ματώνει τῶν ματιῶν μου τὶς πληγές.
Ζῶ σ’ ἕνα παρὸν ἀβέβαιο κι ἕνα σπαραγμένο χθές.
Τὸ πουλί, ἀναστατωμένο, μοῦ φωνάζει: «Κατεβαίνω
ἀπ’ τὸν κόσμο τοῦ θανάτου κι ἀπ’ τὴ χώρα τῆς ὀργῆς».
Τρίζουν πόρτες καὶ σανίδια, μπαίνουν ἀπ’ τὶς τρύπες φίδια,
πέτρες, σίδερα, σκουπίδια καὶ μαχαίρια τῆς σφαγῆς.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόνο καὶ τὴν τρέλα τῆς φυγῆς.
Ἔτσι πέθανε τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ἀγγέλων
ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ πένθος γιὰ νὰ βάψουν τὰ φτερά.
Τρόμος ἔγινε ἡ γαλήνη καὶ τὰ χρώματα μοῦ σβήνει,
γύρω γύρω ἡ νύχτα στήνει τὰ τρελά της σκηνικά –
ὁ οὐρανὸς μοῦ δείχνει νέφη καὶ τὴ σάπια του καρδιά.
Πέφτουν στὸ θολὸ μυαλό μου τὰ πηχτὰ νερὰ τοῦ δρόμου,
μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τρέχουν τῶν ἐπίπλων οἱ σκιές,
εἶμαι μόνος μου, κρυώνω καὶ τὴν τρέλα μου πυκνώνω
σ’ ἕνα μεθυσμένο χρόνο πού ’χει γύρω του γραμμὲς
μπερδεμένες μὲς στὸ χῶρο καὶ σ’ ἀνώνυμες φωνές.
Ἕνα φῶς σκελετωμένο, βλέμμα κάποιου κρεμασμένου
μὲ τὰ μάτια πεταγμένα πρὸς τὸ μέλλον καὶ σκληρά,
σὰν ἐξογκωμένος φόνος πέφτει στὴ ζωή μου ὁ χρόνος,
σὲ μιὰ κάμαρα εἶμαι μόνος μ’ ἐφιάλτες καὶ σφυριὰ
κι ἕνα ἐβένινο κοράκι κρώζει καὶ σκορπάει φτερά.
Δὲν μπορῶ να σὲ ρωτήσω. Ἀπὸ τὸ παρόν σου πίσω
κρύβεται, πουλί, μιὰ λάμψη καὶ μιὰ μέθη ἀπὸ φωτιά.
Φιμωμένος στὴ σιωπή μου, χτυπημένος στὴ στοργή μου,
μὲ τὸ χρῶμα τῆς ἐρήμου ποὺ σκοτώνει τὰ φυτὰ
ταξιδεύω σ’ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν γέννησε πουλιά.

Αναστάσης Βιστωνίτης