Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

«Το Βιβλίο ως Κείμενο και Αντικείμενο» στον νέο κύκλο ομιλιών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών


Αναδημοσίευση: http://www.ekt.gr/el/news/21362

Από την Τρίτη 13 Ιανουαρίου και για κάθε Τρίτη μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, στο Αμφιθέατρο του ΕΙΕ (Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα), στις 19:00 και με ελεύθερη είσοδο, θα πραγματοποιηθούν τρεις ενδιαφέρουσες διαλέξεις.


Με ευκαιρία την ανακήρυξη της Αθήνας ως Διεθνούς Πρωτεύουσας Βιβλίου για το έτος 2018, το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών (ΙΙΕ), του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) διοργανώνει, τον Ιανουάριο 2018, κύκλο διαλέξεων με τίτλο «Τo Βιβλίο ως Κείμενο και Αντικείμενο». Ο κύκλος θα φωτίσει πτυχές της ιστορίας του βιβλίου κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο και θα διερευνήσει αντιλήψεις γύρω από το βιβλίο ως κείμενο και αντικείμενο. Ο Α' κύκλος των Ομιλιών εμπίπτει στο πρόγραμμα των Μορφωτικών Εκδηλώσεων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και απευθύνεται στο ευρύ αλλά και το εξειδικευμένο κοινό.
Από την Τρίτη 16 Ιανουαρίου και για κάθε Τρίτη μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, στο Αμφιθέατρο του ΕΙΕ (Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα), στις 19:00 και με ελεύθερη είσοδο, θα πραγματοποιηθούν τρείς ενδιαφέρουσες διαλέξεις. Ακολουθεί το αναλυτικό πρόγραμμα των ομιλιών:
Τρίτη 16 Ιανουαρίου
"Οι μεταμορφώσεις του βιβλίου. Το πέρασμα από τον κύλινδρο στον κώδικα" - Σταμάτης Μπουσές, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
"Από τους κεφαλαιογράμματους στους μικρογράμματους κώδικες. Μορφή βιβλίου και δομή κειμένου" - Αγαμέμνων Τσελίκας, Προϊστάμενος Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.
"Λέξεις για το βιβλίο. Το βιβλίο μέσα από λέξεις" - Νίκη Τσιρώνη, Βυζαντινολόγος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Αγγελική Στασινού, Συντηρήτρια αρχειακού υλικού και βιβλίων, Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Τρίτη 23 Ιανουαρίου
"Η δυσπιστία στο έντυπο βιβλίο και η παράλληλη χρήση του χειρόγραφου" - Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Ιστορικός, Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
"Μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους" -  Ζήσης Μελισσάκης, Κύριος Ερευνητής, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
"Η Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας ως ιστορικό τεκμήριο" - Martin Schäfer, Δρ Κλασικής Αρχαιολογίας Παν/μίου Μονάχου, Διευθυντής Βιβλιοθήκης της Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου
"Βυζαντινά βιβλιοδετικά κοσμήματα. Ζητήματα εικονολογίας και σχέσης με το κείμενο" -  Κωνσταντίνος Χούλης, Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης, Τ.Ε.Ι. Αθήνας.
"Οι μαρτυρίες των βυζαντινών σταχώσεων. Διακοσμήσεις κωδίκων και δογματικές έριδες" - Νίκη Τσιρώνη, Βυζαντινολόγος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
"Μεταξύ λόγου και εικόνας. Εικαστικές εκφάνσεις και χρήσεις της γραφής σε χειρόγραφα της μέσης βυζαντινής περιόδου" - Καλλιρρόη Λινάρδου, Ιστορικός της Τέχνης του Βυζαντίου και του Δυτικού Μεσαίωνα, Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Οι ομιλίες θα μεταδίδονται απευθείας στη διεύθυνση http://media.ekt.gr/live. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να μπείτε εδώ ή να απευθυνθείτε στο τηλ. 210 7273516 & 700, email: mkont@eie.gr.
Το πρόγραμμα των Ειδικών Μορφωτικών Εκδηλώσεων ''Επιστήμης Κοινωνία" του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, διοργανώνεται, επί σειρά ετών, με στόχο τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης και πληροφορίας στην επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό. Σημειώνεται ότι το ΕΙΕ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα γνωστικών πεδίων, τόσο των ανθρωπιστικών όσο και των θετικών και τεχνολογικών επιστημών. Το ΕΙΕ είναι ένα διεπιστημονικό κέντρο ερευνών, το οποίο απαρτίζεται σήμερα από τρία ερευνητικά Ινστιτούτα, ένα στην περιοχή των Ανθρωπιστικών Επιστημών και δύο στην περιοχή των Θετικών Επιστημών, και το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ).
 
www.ekt.gr, με πληροφορίες από Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Το εκφραστικό αδιέξοδο της ποίησης

Αναδημοσίευση από: ΤΟ ΒΗΜΑ
γράφει ο Νάσος Βαγενάς*




Η απελευθέρωση του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο κυριάρχησε κατά τον 20ό αιώνα, όμως η υπερβολική και ανεπαρκής χρήση της προσωδίας αυτής μείωσε στο ελάχιστο τη διαφορά της από την προσωδία του καθημερινού λόγου


Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ
Όλα δείχνουν ότι, εδώ και καιρό, βρισκόμαστε σε μια κρίση του στίχου· ότι η μακρά κυριαρχία του ελεύθερου στίχου έχει οδηγήσει την ποίηση σε ένα εκφραστικό αδιέξοδο, ανάλογο με εκείνο στο οποίο είχε οδηγηθεί, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ο (έμμετρος και ομοιοκατάληκτος) ποιητικός λόγος.
Η προσωδιακή αλλαγή, η απελευθέρωση του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο, η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση του ελεύθερου στίχου, ήταν βέβαια αποτέλεσμα των πιέσεων της νέας ευαισθησίας, που εμφανίστηκε την εποχή του Διαφωτισμού και αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα. Ασφυκτιώντας στα περιοριστικά σχήματα του έμμετρου λόγου, τα οποία αντανακλούσαν την παλαιά τάξη της πρόσληψης του κόσμου και δεν επέτρεπαν στη νέα ευαισθησία να εκφράσει ποιητικά όλη την κλίμακα του περιεχομένου της ­ περιεχομένου που είχε διαμορφωθεί από την ευοδούμενη αναζήτηση της κοινωνικής ελευθερίας και τη ραγδαία διεύρυνση της γνώσης ­ το ποιητικό βίωμα χρειάστηκε να διαρρήξει τις έμμετρες μορφές για να επιτύχει εκείνον τον βαθμό της εκφραστικής φυσικότητας, που είναι απαραίτητος για κάθε ποίηση που θέλει να είναι ζωντανή.
Έτσι ο 20ός αιώνας σε ό,τι αφορά την ποίηση θα μπορούσε να αποκληθεί αιώνας του ελεύθερου στίχου. Δημιουργούμενος κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα από εκείνους τους ποιητές που απέβλεπαν σε μιαν εκ βάθρων ή σε μιαν ουσιαστική ανανέωση του ποιητικού λόγου, ο στίχος αυτός θα εξαπλωθεί για να γίνει το κύριο εξωτερικό χαρακτηριστικό (όμως με θεμελιώδεις εσωτερικές συνέπειες) εκείνης της ποίησης που θα κυριαρχούσε στον δυτικό ποιητικό λόγο και που δηλώνεται στη γλώσσα μας με την ονομασία νεοτερική.
Ο ελεύθερος στίχος επετέλεσε το έργο το οποίο επεδίωκε: εκσυγχρόνισε την ποιητική προσωδία διευρύνοντας την περιεκτικότητά της, επιτρέποντάς της να περιλάβει και στοιχεία από περιοχές του «μη ποιητικού». Απομάκρυνε έτσι την ποίηση από τη συμβατική διατύπωση, οδηγώντας την πιο κοντά στον καθημερινό λόγο, δίνοντάς της μιαν ανεπιτήδευτη εκφραστική αμεσότητα.
Αλλά όπως στη ζωή, έτσι και στην τέχνη τίποτε δεν παραμένει πάντοτε ανανεωτικό. Η εγκαθίδρυση του ελεύθερου στίχου ως καθεστηκυίας προσωδιακής τάξεως και η μακρά (και σε κάποιες περιπτώσεις ­ όπως η ελληνική ­ σχεδόν καθολική) χρήση του επέφεραν την άμβλυνση της δυναμικότητάς του. Η χρήση του μετά την εποχή των μεγάλων μοντερνιστών και των άξιων συνεχιστών τους, που κρατούσαν πάντοτε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας του με τον έμμετρο στίχο, παρουσιάζεται προβληματική. Οι ποιητές εκείνοι γνώριζαν ότι η αντίφαση από την οποία συντίθεται ο όρος ελεύθερος στίχος είναι φαινομενική· γνώριζαν ότι το νόημα του επιθέτου «ελεύθερος», στο πλαίσιο του όρου, είναι μόνο εκ πρώτης όψεως αντίθετο προς το νόημα της λέξης «στίχος» (που δηλώνει τάξη, πειθαρχία), και ότι σημαίνει απλώς τον στίχο τον αποδεσμευμένο από την έμμετρη τάξη.
Γνώριζαν δηλαδή ότι ο όρος ελεύθερος στίχος δεν σημαίνει απελευθέρωση από κάθε τάξη, αλλά έναν στίχο (για την ακρίβεια, μια ποιητική προσωδία, αφού το πεδίο της αποδέσμευσης από το μέτρο περιλαμβάνει και το πεζόμορφο ποίημα) συντεθειμένο με μια τάξη διαφορετική από την παραδοσιακή: έναν στίχο γραμμένο με ένα νέο «μέτρο», διαφορετικό από (ή όχι ίδιο με) το παλαιό ­ όχι παραδεδομένο αποκρυστάλλωμα μιας συλλογικής ποιητικής ευαισθησίας αλλά δημιουργούμενο κάθε φορά από τον ίδιο τον ποιητή για τις ανάγκες της ατομικής του φωνής. Γνώριζαν, με λίγα λόγια, ότι χωρίς «μέτρο», δηλαδή χωρίς την ιδιαίτερη προσωδιακή ορχήστρωση (έμμετρη ή «ελεύθερη»), που θα έδινε στη γλώσσα εκείνη την κίνηση που ονομάζεται ποιητικός ρυθμός, ο λόγος δεν μπορεί να γίνει ποιητικός. Ένιωθαν, τέλος, ότι η κατασκευή του ελεύθερου «μέτρου» τους δεν προϋπέθετε τον αποκλεισμό του έμμετρου στοιχείου, ότι, απεναντίας, το «παραδοσιακό» μέτρο μπορούσε χρησιμοποιούμενο ως ένα από τα δομικά υλικά του στίχου τους να συμβάλει στην καλύτερη κατασκευή του.
Όμως με τους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών δεν συμβαίνει το ίδιο. Έχοντας ως άμεση προσωδιακή τους παράδοση μόνο τον ελεύθερο στίχο και, ως εκ τούτου, αποξενωμένοι σε μεγάλο βαθμό από το έμμετρο στοιχείο, οι ποιητές αυτοί (με λίγες κατά περίπτωση εξαιρέσεις) γράφουν έναν ελεύθερο στίχο που καθόλου δεν συνομιλεί (ή συνομιλεί ελάχιστα ή αδέξια) με το «παλαιό» μέτρο. Αλλά το μέτρο αυτό είναι για την ποίηση ό,τι είναι για τη ζωγραφική το σχέδιο. Πόσο καλός μπορεί να είναι ένας πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής, όταν ο ζωγράφος του δεν ξέρει να σχεδιάζει; Η ανεπαρκής χρήση (ή γνώση) του «σχεδίου» προκάλεσε την εξασθένηση της προσωδίας του ελεύθερου στίχου, μειώνοντας στο ελάχιστο τη διαφορά της από την προσωδία του καθημερινού λόγου. Η μείωση αυτή και ο κόρος τον οποίο έχει επιφέρει η μακρά κυριαρχία του οδήγησαν τον ελεύθερο στίχο σε μιαν άλλη συμβατικότητα, στη συμβατικότητα του επίμονα αντισυμβατικού.
Η κρίση του ποιητικού λόγου που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες ­ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου, όπως είπαμε, η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική ­, κρίση που περιγράφεται ενίοτε με τους όρους ενός αδιεξόδου, είναι στην πραγματικότητα κρίση του στίχου. Είναι μια κρίση που έχει βέβαια προκληθεί και από εκείνο που περιγράφεται ως μεταμοντέρνα αντίληψη του κόσμου. Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-11-2000

Η κρίση του ποιητικού λόγου

Η ελληνική ποίηση βρίσκεται σε μια ανεπανάληπτη σύγχυση που προκαλείται τόσο από την ανεξέλεγκτη χρήση του ελεύθερου στίχου όσο και από τις θλιβερές επιπτώσεις σε αυτήν του μεταμοντερνισμού


Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (26.11.2000) αναφερόμουν στην κρίση του ποιητικού λόγου, την οποία δηλώνει η σημερινή κρίση του στίχου. Έλεγα ότι η ελλιπής επικοινωνία σήμερα των περισσότερων ποιητών με το έμμετρο στοιχείο έχει οδηγήσει σε έναν ελεύθερο στίχο ο οποίος δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ποίηση, αφού η προσωδία του ελάχιστα διαφέρει από την προσωδία του καθημερινού λόγου. Και διατύπωνα την άποψη ότι η κρίση αυτή είναι οξύτερη στην ελληνική ποίηση, όπου η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική.
Η σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου απορρέει βέβαια από αιτίες σύνθετες. Είναι κρίση που έχει προκληθεί όχι μόνο από εκείνους που γράφουν την ποίηση αλλά και από εκείνους που γράφουν για την ποίηση. Και αποτελεί μέρος της γενικότερης κρίσης στην οποία βρίσκονται σήμερα οι τέχνες, που είναι αποτέλεσμα της σημερινής ιδιάζουσας σύγχυσης των αξιών. Όμως η σύγχυση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο ποιητικός λόγος φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων τεχνών, γιατί το υλικό της ποιητικής τέχνης περιέχει ένα ­ ουσιώδες για την ποίηση ­ στοιχείο, το οποίο λείπει από αυτές: το διανοητικό νόημα των λέξεων. Η σημερινή κρίση του στίχου επιβαρύνεται και με την προβληματική χρήση αυτού του στοιχείου, πράγμα που την κάνει, αν όχι βαθύτερη, αισθητότερη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχουν εμφανιστεί ποιητικά έργα εφάμιλλα εκείνων της ακμής του μοντερνισμού. Όσο για την ελληνική εκδοχή της κρίσης, θα λέγαμε τα εξής: ποτέ στα σοβαρά περιοδικά της προνεωτερικής περιόδου δεν δημοσιεύονταν, αναλογικά, τόσοι ασήμαντοι στίχοι όσο σήμερα· καμία σοβαρή εφημερίδα δεν θα αφιέρωνε ­ όπως στις μέρες μας ­ μιαν ολόκληρη σελίδα της για να παρουσιάσει, ως ποιητικά σημαντικές, ερασιτεχνικές στιχουργικές ενασχολήσεις. Διότι οι έμμετρες μορφές προϋπέθεταν τη γνώση κάποιων κανόνων στιχουργίας, οι οποίοι σήμερα για τους περισσότερους ­ όχι μόνο για εκείνους που γράφουν στίχους ­ δεν θεωρούνται απαραίτητοι.
Η αίσθηση ότι ο ελεύθερος στίχος στις μορφές του των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε τον ποιητικό λόγο σε ένα τέλμα προκάλεσε σε αρκετούς την αντίδραση. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντίδραση αυτή καθοδηγήθηκε από τη νοσταλγία. Έτσι σε εκείνες τις γλώσσες του δυτικού κόσμου στις οποίες εμφανίστηκε και επικράτησε ο ελεύθερος στίχος παρουσιάζεται σήμερα μια τάση επιστροφής στις παλαιές έμμετρες μορφές, η οποία, σε κάποιες περιπτώσεις, έχει πάρει τη μορφή κινήματος (λ.χ. στην περίπτωση των αμερικανών ποιητών που αποκαλούνται νεοφορμαλιστές).
Ορισμένοι λογοτεχνικοί κριτικοί συγχέοντας την τάση αυτή με ορισμένες, φαινομενικά μόνο, ανάλογες αναζητήσεις της αρχιτεκτονικής (με την ανάμειξη, στο σημερινό αρχιτεκτονικό σχέδιο, τεχνοτροπικών στοιχείων παλαιότερων εποχών), αναζητήσεις που χαρακτηρίζονται από τους ιστορικούς της αρχιτεκτονικής ως η αρχιτεκτονική έκφραση της έννοιας του μεταμοντέρνου, θεωρούν την επιστροφή στις έμμετρες μορφές ως εκδήλωση της ίδιας αντίληψης στην ποίηση. Άποψη λανθασμένη, αν σκεφτούμε ότι οι έμμετρες μορφές ενεργοποιούνται σήμερα για σκοπούς εντελώς διαφορετικούς: ως επιστροφή στην αρμονική τάξη και οργανικότητα, ενώ στη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, τα παλαιά ­ και μάλιστα χρονικώς ετερόκλητα ­ στοιχεία χρησιμοποιούνται ως αντίδραση στην ενοποιητική και οργανική αντίληψη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Δεν είναι η επιστροφή στις έμμετρες μορφές εκείνο που αποτελεί την έκφραση του μεταμοντερνισμού στην ποίηση αλλά το αντίθετο: η μετάπτωση από την ελευθερόστιχη ποίηση του ακμαίου μοντερνισμού στα κείμενα του ελεύθερου στίχου των τελευταίων δεκαετιών. Αναφέρομαι βέβαια σε όσα από τα κείμενα αυτά έχουν επιγνώστως γραφεί σύμφωνα με τις επιταγές του μεταμοντέρνου πνεύματος· της αντίληψης που έχει διαμορφωθεί από την (εν ονόματι της υποτιθέμενης διάλυσης του υποκειμένου και αδυνατότητας διατύπωσης αποφάνσεων με κάποια αντικειμενικότητα) πεποίθηση ότι τα όρια ανάμεσα στο ανώτερο και το κατώτερο, στο σοβαρό και το μη σοβαρό, στην τέχνη και τη μη τέχνη δεν μπορούν να εντοπιστούν. Τα υπόλοιπα από τα κείμενα αυτά ­ που είναι και τα περισσότερα ­ είναι απλώς αποτυχημένα ποιήματα, κείμενα δηλαδή οι συγγραφείς των οποίων δεν κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τις προσωδιακές προϋποθέσεις του ελεύθερου στίχου (αρκετοί από αυτούς, βέβαια, θα πρέπει ανεπιγνώστως, ως ένα βαθμό, να έχουν εισπνεύσει και το πνεύμα του μεταμοντέρνου).
Απέφυγα να ονομάσω ποιήματα τα μεταμοντέρνων προδιαγραφών κείμενα σε ελεύθερο στίχο, γιατί δεν πιστεύω ότι ποίηση χαρακτηριζόμενη από αυτές τις προδιαγραφές μπορεί να υπάρξει. Και τούτο γιατί η ποίηση είναι το αντίθετο του μεταμοντέρνου. Η ποίηση είναι οργανική μορφή. Η υποτιθέμενη απόρριψη αυτής της οργανικότητας, την οποία διαπιστώνουν κυρίως φιλοσοφικής ή κοινωνιολογικής προελεύσεως θεωρητικοί της λογοτεχνίας, δεν αποτελεί μια «στροφή του λογοτεχνικού "παραδείγματος"» αλλά μια απόδειξη του τι μπορεί να συμβεί στη θεωρία της λογοτεχνίας, όταν άνθρωποι με ανεπαρκή αίσθηση ή γνώση του ποιητικού φαινομένου ασχολούνται με αυτό. Κανείς σοβαρός ποιητής δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει με αυτές τις απόψεις, και κανείς σοβαρός ποιητής δεν έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του μεταμοντέρνο με την πραγματική έννοια του όρου (γιατί ο όρος στη λογοτεχνία συχνά χρησιμοποιείται, λανθασμένα, για να δηλώσει και τάσεις οι οποίες, στην πραγματικότητα, ανήκουν στον όψιμο μοντερνισμό).
Αλλά για τις δυνατότητες εξόδου από τη σημερινή κρίση του στίχου θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-01-2001

Η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου

* Χρειαζόμαστε την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της σημερινής ποιητικής γλώσσας


ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
Κλείνω τη σειρά των επιφυλλίδων μου για τη σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου με τη διατύπωση ορισμένων σκέψεων για τις δυνατότητες εξόδου από αυτήν. Έλεγα στις προηγούμενες επιφυλλίδες μου ότι εκείνο που οδήγησε, τις τελευταίες δεκαετίες, τον ελεύθερο στίχο στην ατονία, σε μια προσωδία που ελάχιστα διαφέρει από την προσωδία του καθημερινού λόγου, είναι η ανεπαρκής συνομιλία του με την έμμετρη προσωδία. Και υποδήλωνα ότι η έξοδος από την κρίση θα ήταν να ξαναγίνει η ποιητική προσωδία πραγματικά ποιητική.
Ελπίζω πως δεν θα παρανοηθώ· πως είναι σαφές ότι οι παρατηρήσεις αυτές είναι περιγραφικές, όχι κανονιστικές. Γιατί η πορεία της ποίησης, και της τέχνης γενικότερα, καθορίζεται από τις ποιητικές πράξεις των ποιητών, όχι από τις θεωρητικές προτροπές των μελετητών της. Ωστόσο θα μπορούσαν να διατυπωθούν δύο σκέψεις, συμπληρωματικές μεταξύ τους (αν όχι ταυτόσημες), οι οποίες, επειδή απορρέουν από παρατηρήσεις ιστορικής περισσότερο φύσεως, προσδιορίζουν, πιστεύω, δύο βασικές προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση:
1) Η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την αναβίωση της παλαιάς έμμετρης προσωδίας, την οποία επιχειρούν αρκετοί ποιητές τον τελευταίο καιρό. Γιατί η αναβίωση αυτή έχει αναπόφευκτα τον χαρακτήρα μιας επιστροφής.
2) Καμία προσπάθεια εξόδου από την κρίση δεν θα μπορούσε να ελπίσει πως θα αποβεί αποτελεσματική, αν δεν έχει ως βάση της την εμπειρία του ελεύθερου στίχου.
Πιστεύω πως είναι λίγοι εκείνοι που δεν αισθάνονται ότι χρειαζόμαστε μιαν επαναμάγευση του ποιητικού λόγου: την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της σημερινής ποιητικής γλώσσας. Με τον όρο επαναμάγευση δεν εννοώ την επανεισαγωγή ενός «ποιητικού» λεξιλογίου ή την καλλιέργεια ενός εξηρμένου λόγου, αλλά την εκ νέου ποιητικοποίηση μιας ποιητικής γλώσσας που έχει χάσει την ποιητική της δύναμη. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό είναι, κατά τον μεγαλύτερο βαθμό, προσωπική υπόθεση του κάθε ποιητή. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω ορισμένες προσωπικές σκέψεις επί του θέματος, οι οποίες, ως προϊόν των αναζητήσεων μιας ποιητικής πρακτικής, ενδέχεται να ενδιαφέρουν περισσότερο απ' ό,τι ένας θεωρητικός προβληματισμός.
Η επαναμάγευση ενός ποιητικού λόγου δεν μπορεί να γίνει με τα μέσα του παρελθόντος αλλά με βάση τα ποιητικά υλικά και τους ποιητικούς τρόπους του παρόντος. Καθώς τα ποιητικά υλικά της εποχής μας ­ εποχής συναισθηματικής διάλυσης και σύγχυσης των αξιών ­ δεν είναι τα υλικά με τα οποία συντίθενται οι «μεγάλες αφηγήσεις» αλλά εκείνα με τα οποία καταγράφονται οι «μικρές» εξιστορήσεις (με τα οποία, ωστόσο, μπορεί κανείς να συντηρήσει και να αναδιατάξει το αίσθημα μιας αρχετυπικής οργανικότητας: το αίσθημα εκείνης της βαθύτατης εσωτερικής αρμονίας, την αναζήτηση της οποίας θεραπεύει η τέχνη), η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου σήμερα δεν μπορεί να γίνει παρά με βάση το γλωσσικό υλικό και τους τρόπους που υπαγορεύουν οι εξιστορήσεις αυτές. Δηλαδή με βάση μια γλώσσα που θα καλλιεργεί μιαν ουσιώδη επικοινωνία με τον καθημερινό λόγο (από τον οποίο πρέπει να τρέφεται, λιγότερο ή περισσότερο ­ στην εποχή μας, περισσότερο ­, κάθε ποιητική γλώσσα που θέλει να είναι ζωντανή) και τρόπους που θα μπορούν να δώσουν ικανοποιητική ­ και σύγχρονη ­ ποιητική μορφή στο σημερινό «πεζό» ποιητικό υλικό. Χρειαζόμαστε σήμερα μια ποιητική προσωδία περισσότερο οργανωμένη, περισσότερο ορχηστρωμένη, που να μπορεί να παράγει ισχυρότερη ποιητική ενέργεια με αυτό το υλικό.
Ο δραστικότερος τρόπος για μια τέτοια αναδιάταξη είναι, πιστεύω, μια νέα «εμμετροποίηση» του ελεύθερου στίχου. Υπογραμμίζω τη λέξη νέα και θέτω το εμμετροποίηση εντός εισαγωγικών για να δηλώσω ότι δεν εννοώ την επιστροφή στις παλαιές έμμετρες μορφές αλλά την έναρξη μιας νέας δημιουργικής συνομιλίας με την έμμετρη προσωδία, ούτε την πιστή αναπαραγωγή της προσωδίας του ακμαίου ελεύθερου στίχου αλλά τη δημιουργία ενός νέου «έμμετρου» ελεύθερου στίχου· «έμμετρου» με την έννοια μιας προσωδιακής οργάνωσης ανάλογης με εκείνη του ακμαίου ελεύθερου στίχου, η οποία όμως θα περιέχει σε ισχυρότερο βαθμό απ' ό,τι το βρίσκουμε σε αυτόν, και σε νέες χρήσεις, το έμμετρο στοιχείο. Γιατί η ποιητική ευαισθησία των μεταμοντέρνων μας καιρών διαφέρει από εκείνη της ακμαίας μοντερνιστικής εποχής κατά τούτο: η έμφαση έπεφτε τότε στην έκφραση του αισθήματος ενός ψυχικού διαμελισμού που ετελείτο ακόμη, ενώ σήμερα, που ο διαμελισμός έχει φτάσει στο έπακρο, αυτό που προεξάρχει στο ποιητικό αίσθημα είναι το αίτημα μιας νέας οργανικότητας.
Πιστεύω πως ο καταλληλότερος σήμερα στίχος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να εκφράζει όχι μόνο τη σημερινή συναισθηματική διάλυση αλλά και ­ ταυτόχρονα ­ την ισχυρή (ισχυρότερη από εκείνη της εποχής του ακμαίου μοντερνισμού) επιθυμία υπέρβασής της: ένας στίχος που το προσωδιακό του κράμα δεν θα είναι το ίδιο με το κράμα των έμμετρων και ελεύθερων προσωδιακών στοιχείων που χαρακτήριζε τον ακμαίο ελεύθερο στίχο, διότι θα περιέχει αυτό το κράμα, αναδιατεταγμένο και με νέα, ανεκμετάλλευτα ακόμη, στοιχεία αντλημένα από την έμμετρη προσωδία.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-03-2001


* Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Αναστάσης Βιστωνίτης συνομιλούν με το "RAVEN" του Πόου

Raven

In memoriam E. A. P.


Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ' ακίνητο κοράκι;
τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.

Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ' αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ' τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ' ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ως πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ' απ' τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα - ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ' όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά ...

 Γιώργος Σεφέρης, Κοριτσά, χειμώνας 1937


T H E    R A V E N

Στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου τὸ κρύο φῶς τοῦ δωματίου.
Κόκκινες πληγὲς τὰ μάτια καρφωμένα στὸ κενό.
Στὸ ταβάνι μαῦρο στίγμα καὶ τὸ στῆθος μου ἕνα ρῆγμα,
δηλητηριῶδες μεῖγμα στὸ ποτήρι τὸ νερό –
σπάζουν γύρω μου τοπία μ’ ἕνα σκοτεινὸ σπασμό.
Σώματα πελεκημένα καὶ ποτάμια παγωμένα,
πρόσωπα μεταφερμένα σ’ ἕνα μέλλον σκοτεινό,
χάνονται μακριὰ τὰ φῶτα κι ἔχω ἀκάλυπτα τὰ νῶτα –
κομματιάζουνε τὴν πόρτα μ’ ἕναν ξέφρενο ρυθμό.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόβο ποὺ μὲ σπρώχνει στὸ κενό.
Τὸ πουλί, βαλσαμωμένο, μοῦ φωνάζει: «Περιμένω
ἕνα χτύπημα στὸ χρόνο, μιὰ ἄγρια νεροποντή».
Πρὶν ἐτούτη ἡ νύχτα λήξει κάποιο χέρι θὰ μὲ πνίξει
καὶ μὲ φόβο θὰ τυλίξει τὴν αὐριανὴ ἀστραπή.
Δίχως φῶς καὶ δίχως χρῶμα θὰ μὲ θάψουν τὴν αὐγή;
Ἀπαντῶ στὸν ἑαυτό μου: «Εἶσαι γέννημα τοῦ τρόμου,
παραλήρημα τοῦ ἀνέμου ποὺ σφυρίζει στὰ κλαδιά,
στάχτη μιᾶς φωτιᾶς σβησμένης, τίποτε δὲν περιμένεις,
γέννημα τῆς πεθαμένης νύχτας ποὺ σὲ κυνηγᾶ».
Λύκοι ἀπ’ τὸ Βορρὰ θὰ σπείρουν αὔριο δόντια καὶ σκουριά.
Ἄνοιξη κομματιασμένη καὶ στ’ ἀγρίμια μοιρασμένη,
πέφτουν τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ παγώνουν οἱ πηγές,
ἔτσι ἡ λύπη μου φυτρώνει πάνω σ’ ἕνα ὑγρὸ σεντόνι,
ἔτσι ἡ λύπη μου ματώνει τῶν ματιῶν μου τὶς πληγές.
Ζῶ σ’ ἕνα παρὸν ἀβέβαιο κι ἕνα σπαραγμένο χθές.
Τὸ πουλί, ἀναστατωμένο, μοῦ φωνάζει: «Κατεβαίνω
ἀπ’ τὸν κόσμο τοῦ θανάτου κι ἀπ’ τὴ χώρα τῆς ὀργῆς».
Τρίζουν πόρτες καὶ σανίδια, μπαίνουν ἀπ’ τὶς τρύπες φίδια,
πέτρες, σίδερα, σκουπίδια καὶ μαχαίρια τῆς σφαγῆς.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόνο καὶ τὴν τρέλα τῆς φυγῆς.
Ἔτσι πέθανε τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ἀγγέλων
ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ πένθος γιὰ νὰ βάψουν τὰ φτερά.
Τρόμος ἔγινε ἡ γαλήνη καὶ τὰ χρώματα μοῦ σβήνει,
γύρω γύρω ἡ νύχτα στήνει τὰ τρελά της σκηνικά –
ὁ οὐρανὸς μοῦ δείχνει νέφη καὶ τὴ σάπια του καρδιά.
Πέφτουν στὸ θολὸ μυαλό μου τὰ πηχτὰ νερὰ τοῦ δρόμου,
μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τρέχουν τῶν ἐπίπλων οἱ σκιές,
εἶμαι μόνος μου, κρυώνω καὶ τὴν τρέλα μου πυκνώνω
σ’ ἕνα μεθυσμένο χρόνο πού ’χει γύρω του γραμμὲς
μπερδεμένες μὲς στὸ χῶρο καὶ σ’ ἀνώνυμες φωνές.
Ἕνα φῶς σκελετωμένο, βλέμμα κάποιου κρεμασμένου
μὲ τὰ μάτια πεταγμένα πρὸς τὸ μέλλον καὶ σκληρά,
σὰν ἐξογκωμένος φόνος πέφτει στὴ ζωή μου ὁ χρόνος,
σὲ μιὰ κάμαρα εἶμαι μόνος μ’ ἐφιάλτες καὶ σφυριὰ
κι ἕνα ἐβένινο κοράκι κρώζει καὶ σκορπάει φτερά.
Δὲν μπορῶ να σὲ ρωτήσω. Ἀπὸ τὸ παρόν σου πίσω
κρύβεται, πουλί, μιὰ λάμψη καὶ μιὰ μέθη ἀπὸ φωτιά.
Φιμωμένος στὴ σιωπή μου, χτυπημένος στὴ στοργή μου,
μὲ τὸ χρῶμα τῆς ἐρήμου ποὺ σκοτώνει τὰ φυτὰ
ταξιδεύω σ’ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν γέννησε πουλιά.

Αναστάσης Βιστωνίτης 


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ "ΜΑΣ ΠΡΟΣΠΕΡΝΑ"







Εαρινή προβολή
                    I
Ήταν σκοτεινιασμένος
ο ουρανός του ονείρου
Μετά ξημέρωσε
σκοτεινιασμένη μέρα
Άνδρες γυναίκες συρροή
αγνώστων συντροφίες
Αυτός ο κύριος αυτή
με τον λευκό λαιμό
Αυτός ο κύριος αυτή
― Με το μαύρο περίστροφο
Φιγούρες δίχως βλέμμα
μου γνέφουν μου μιλούν
Τους σέρνω όλους στη δουλειά
τη μυστική συνάντηση
με τον εντεταλμένο
του μεσιτικού στη γενική
συνέλευση στην εφορία
Πουλώ το βιος μου ξεπουλώ
σάλες γεμάτες τράπεζες
λαμπρές οινοποσίες
του ύπνου μου του ξύπνου μου
εμένα σώμα και ψυχή
υπάρχοντά μου όλα
με πουλώ με ξεπουλώ
υπάρχοντά μου
          παρελθόν
αυτός με τον λευκό λαιμό
με το μαύρο περίστροφο
Φιγούρες
αεικίνητες
καλά κρυμμένα
μυστικά
γλίτωσαν όλοι
Κι ο δολοφόνος του φονιά
στο πιο ωραίο άλλοθι
μακριά στην Γουαδελούπη
Γλίτωσαν όλοι
πλην εμού
που τους ονειρευόμουν


              II
Έως εδώ το όνειρο
και τώρα η προφητεία
Ύπνοι χωρίς ενύπνια
Φθινόπωρο χωρίς βροχή
Τσιγάρο στον ακάλυπτο
Γυμνή το καταχείμωνο
Κανείς να μη ζεσταίνεται
Κανείς να μην κρυώνει
Από παντού να βρέχεσαι
Από παντού να καίγεσαι
Άθικτος ως πριν
Να παραμένεις
Ώστε
δεν είμαι μόνη,
καλά το είπες
Και προπαντός
που δεν περίμενες
ο κόσμος σου να φωτιστεί
από έναν κάποιο ήλιο.


ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Εργογραφία:
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Δύο όνειρα πριν, Μανδραγόρας 2000
’Αλλοτε αλλού, Νεφέλη 2004
Ωδικά πτηνά, Τυπωθήτω 2008
Υπογείως, Τυπωθήτω 2012
Μας προσπερνά, Κέδρος 2015

"ΑΙΓΙΣ" της Φοίβης Γιαννίση

Αναδημοσίευση από:
 fairead-GR


ΑΙΓΙΣ

φεύγουνε σωρηδόν οι καραβιές με τους ανθρώπους
νεαρούς και δυνατούς.
πίσω οι μάνες με τις μαντίλες τυλιγμένες 
«πού να ’σαι, γιε μου» – αναρωτιούνται
κάθε μέρα και προσεύχονται. 
στο φως.
άραγε για το τέλος να μαθαίνουν;
«πού είσαι, γιε μου» – λέει η θεά Θέτις
κορμοράνος ή σουπιά
βουτώντας κατακόρυφα στης θάλασσας τα βάθη
κολυμπώντας αβίαστα σαν το πουλί στον ουρανό.
σε πότισα ροδόσταμο
σε μεγάλωσα – με το γάλα μου με τη θεϊκή φωτιά μου
σε βούτηξα μέσα της ολόκληρο
ασπίδα στο σώμα σου όταν θα είναι μακριά μου.
αλλά τα σώματα είναι σώματα τα σώματα είναι ύλη
κι έπρεπε από τους αστραγάλους
ανάποδα να σε κρατώ
από τις φτέρνες τις μικρές σου.
κι αυτή η της αθάνατης λαβής σφραγίδα
έγινε το τρωτό σημάδι σου αγαπημένε.
ο τόπος της λαβής της μάνας
σημάδι του θανάτου.

H "υπερπραγματικότητα" και ο "έξυπνος" άνθρωπος είναι ήδη εδώ!

γράφει η Νότα Χρυσίνα*


Ο Homo facebook είναι ήδη εδώ, τρέμε Homo sapiens

Ο νέος άνθρωπος σκέφτεται με το χέρι που πληκτρολογεί. Σε λίγο θα φοράει προέκταση στο χέρι του ένα πληκτρολόγιο ή touch screen. 
Η ηδονή θα είναι καταχωρημένη στα emoticon ως μία ακόμη φατσούλα. Με άλλη φατσούλα θα χαμογελάς. Σε λίγο θα εξαλειφτούν οι συσπάσεις των μυών από το πρόσωπο και όλη η επικοινωνία θα γίνεται μέσα από οθόνες. Η πραγματικότητα θα είναι εκείνη για την οποία είχε μιλήσει ο Μπωντριγιάρ δηλαδή "η απώλεια του πραγματικού".

Εχουμε ζήσει κάθε όργιο απελευθέρωσης. Συνεχίζουμε ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση, παρότι γνωρίζουμε ότι κατευθυνόμαστε στο κενό, στήνοντας σκηνικά προσομοίωσης. Τι ιδέα κι αυτή! Τι μας λέει ο Μπωντριγιάρ; Οτι είμαστε έτοιμοι να ξαναπαίξουμε από την αρχή όλα τα εξαντλημένα σενάρια. Δεν το συνειδητοποιούμε, αλλά ήδη αναπαράγουμε ιδανικά, εικόνες, όνειρα που εφεξής βρίσκονται πίσω μας και που εμείς οφείλουμε να αναπαράγουμε με ένα είδος μοιραίας αδιαφορίας. Ισως να διαφωνήσουμε με το «οφείλουμε» του Μπωντριγιάρ. Η αναπαραγωγή είναι αποτέλεσμα της έλλειψης της δυναμικής του καινούργιου, παρότι οτιδήποτε καινούργιο θεωρείται εκ προοιμίου εχθρικό για τον πολίτη. Θα συμφωνήσουμε όμως με το σκεπτικό του Γάλλου διανοητή ότι η ιδέα της προόδου έχει εκλείψει, αλλά η πρόοδος συνεχίζεται. Η ιδέα του πλούτου που υπο-τείνει την παραγωγή έχει εκλείψει, η παραγωγή όμως προχωράει. Η ιδέα του πολιτικού έχει εκλείψει, όμως το πολιτικό παιχνίδι συνεχίζεται με μια κρυφή αδιαφορία για το ίδιο το διακύβευμά του.



Το βλέμμα ήταν μέχρι σήμερα ένδειξη υγιούς επικοινωνίας. Η όραση μπορούσε να πιστοποιήσει τη σχέση σου με την πραγματικότητα. Κανένας "ψυχοπαθής" δεν σε κοιτάζει στα μάτια. Τα "μάτια της ψυχής" που έλεγε ο Σολωμός είναι κλειστά σε όσους η ψυχή νοσεί. Το Διαδίκτυο κρατάει τα μάτια της ψυχής "ερμητικά κλειστά" και ο κόσμος μας ο εσωτερικός φυλακίζεται πίσω από μια εικόνα. Η μη πραγματικότητα γίνεται... ορατή. Αυτό που βλέπουμε δεν υπάρχει. Ό,τι υπάρχει είναι πίσω από το ορατό. Συμβαίνει μια αντιστροφή του μέσα με το έξω και μια σύγχυση. Ποιος είμαι όταν δεν με βλέπετε;

Η ντροπή δεν υπάρχει πλέον. Αυτό το συναίσθημα που μας υπαγορεύει να νιώθουμε μια ταραχή ή ένα αίσθημα αναξιοπρέπειας μπροστά στις συνέπειες μιας φράσης μας ή μιας ενέργειάς μας, που μας οδηγεί να σκύβουμε το κεφάλι, να χαμηλώνουμε τα μάτια, να αποφεύγουμε το βλέμμα του άλλου, να είμαστε ταπεινωμένοι και φοβισμένοι, φαίνεται ότι έχει χαθεί. Σήμερα η ντροπή, αλλά και η δίδυμη αδελφή της η σεμνότητα, δεν αποτελεί πλέον ένα φρένο στο θρίαμβο της επιδειξιομανίας, στην ηδονοβλεψία, τόσο μεταξύ των απλών ανθρώπων όσο και μεταξύ των ηγετικών τάξεων.
Η απώλεια αξίας της ντροπής σχετίζεται και με ένα άλλο μοναδικό φαινόμενο: την εξιδανίκευση του κοινότοπου και του ασήμαντου. Το εντυπωσιασμένο βλέμμα των πολλών δεν στρέφεται πλέον προς πρόσωπα ηθικά ή διανοητικά σπουδαία αλλά σε ανθρώπους μέτριους, ανώνυμους, απολύτως όμοιους με τον άνθρωπο του δρόμου ή με τη γυναίκα της διπλανής πόρτας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παράγεται από την τηλεόραση, από ορισμένα προγράμματα με μεγάλη ακροαματικότητα, όπως ο «Μεγάλος Αδελφός».

Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Αννα Μαρία Παντόλφι, είναι πιθανό η επιδειξιομανία και η ηδονοβλεψία, που κυριαρχούν ακαταμάχητες, να είναι στην πραγματικότητα η ένδειξη μιας διαδεδομένης έλλειψης ταυτότητας, δηλαδή ενός εύθραυστου και φτωχικού ναρκισσισμού, «σύμφωνα με τον οποίο το να μας βλέπουν και να είμαστε γνωστοί, όποιο και αν είναι το τίμημα που πληρώνουμε γι’ αυτό, φαίνεται να είναι το μοναδικό φάρμακο απέναντι στον κίνδυνο να νιώθουμε ότι δεν έχουμε καμιάν αξία».

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος