της Νότας Χρυσίνα
«Επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να δουν το χρώμα, τις αποχρώσεις που έχουν οι λέξεις, τη μυστική φανταστική κίνησή τους, επειδή δεν μπορούν να αφουγκραστούν το ψιθύρισμα των λέξεων, το θρόισμα που κάνουν τα γράμματα το ένα μετά το άλλο, το ονειρεμένο φλάουτο, τα ονειρεμένα τύμπανα που απαλά και παράξενα παίζουν οι λέξεις, επειδή δεν αισθάνονται τον μορφασμό των λέξεων, τη συνοφρύωση και την έξαψη των λέξεων, το κλάμα, τη λύσσα, το πανδαιμόνιο και την ανταρσία των λέξεων, επειδή δεν αισθάνονται καθόλου τη λάμψη των λέξεων, το άρωμα και τη δυσοσμία τους, την απαλότητα ή τη σκληράδα, τη στέγνια ή τους χυμούς των λέξεων, είναι λόγος αυτός να μην προσπαθήσουμε να τους ωθήσουμε να τα ακούσουν, να τα δουν, να τα αισθανθούν όλα αυτά;» Λευκάδιος Χερν
Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1850. Πατέρας του ήταν ο ιρλανδός στρατιωτικός γιατρός Τσαρλς Μπους Χερν (Charles Bush Hearn) (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και μητέρα του η Ρόζα Κασσιμάτη του Αντωνίου Κασιμάτη, ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα.
Ο πατέρας του Λευκάδιου Χερν υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς, Ιόνια νησιά, όταν γνώρισε την μητέρα του Λευκάδιου, Ρόζα Κασσιμάτη.
Οι γονείς του παντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο και σύντομα μετακόμισαν στην Ιρλανδία. Πολύ σύντομα όμως χώρισαν. Ο πατέρας του μετατέθηκε στις Ινδίες ενώ η μητέρα του επέστρεψε στα Κύθηρα και ξαναπαντρεύτηκε.
Σε ηλικία 4 χρόνων ο μικρός Λευκάδιος βρέθηκε χωρίς γονείς στο Δουβλίνο υπό την κηδεμονία της δεσποτικής θείας του πατέρα του Σάρας Μπρέναν. Στο Δουβλίνο δοκίμασε και τις πρώτες πίκρες.
Μόλις συμπλήρωσε τα 16 του χρόνια και καθώς είχε ήδη διαμορφώσει μία πανθεϊστική κοσμοαντίληψη (βλ. Kenneth Rexroth, 1987, World Outside the Window: Selected Essays of Kenneth Rexroth), σταμάτησε το σχολείο και μετά από 3 χρόνια, μην αντέχοντας τον κλειστό, συντηρητικό τρόπο ζωής και την θρησκοληψία των Ιρλανδών έφυγε για την Αμερική.
Στην Αμερική μετά από μια περιπετειώδη ζωή και μία μικρή περίοδο απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης, γνώρισε τον Άγγλο εκδότη και ριζοσπάστη ουτοπιστή κοινοτιστή Χένρυ Γουότκιν. Ο Γουότκιν τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε επί πολλά χρόνια (με τις εφημερίδες Cincinnati Daily Enquirer, Cincinnati Hearn_Kwaidan_FullCommercial, Times Democrat της Νέας Ορλεάνης,).
Το 1875 προκάλεσε τα ρατσιστικά ήθη της εποχής με τον γάμο του με την μιγάδα Αλίθια Φόλεϊ, ο οποίος θεωρήθηκε «σκάνδαλο» (αφού ο νόμος δεν αναγνώριζε γάμους λευκών με μη λευκούς). Ο γάμος του τού κόστισε την απόλυσή του από την ημερήσια εφημερίδα Cincinnati Daily Enquirer ωστός, προσελήφθη στην ανταγωνιστική εφημερίδα Cincinnati Commercial. Το φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν άρχισε να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ.
Η κάπνα και η βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση του Σινσινάτι ενοχλούσαν το υπερευαίσθητο, λόγω κόπωσης δεξί μάτι του και αποφάσισε, το 1877, να φύγει για την Νέα Ορλεάνη.
Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν πήγε στη Νέα Ορλεάνη. Εκεί έγραφε, για μια δεκαετία, πρώτα στην εφημερίδα Daily City Item και στη συνέχεια στους Times Democrat, για 12 περίπου χρόνια.
Ο Χερν άλλαξε θεαματικά τον χαρακτήρα της εφημερίδας καθώς από συντάκτης ειδήσεων επεκτάθηκε σε κριτικές βιβλίων του Φράνσις Μπρετ Χαρτ και του Εμίλ Ζολά, περιλήψεις κομματιών σε εθνικά περιοδικά όπως το Harper’s και δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων. Έγραφε επίσης θέματα που κάλυπταν: την Ιστορία των Κρεολών έως την ιδιαίτερη κουζίνα της περιοχής και από τα λαϊκά ήθη και έθιμα στο Βουντού. Με αυτόν τον τρόπο αναδείκνυε την πολιτεία ως περιοχή ιδιόρρυθμων ηθών και άκρατου ηδονισμού.
Το 1887 πήγε στις Δυτικές Ινδίες, όπου δούλεψε δύο χρόνια ως ανταποκριτής του αμερικάνικου περιοδικού «Harper’s Magazine». Εκεί συνέγραψε το Two Years in the French West Indies και το μυθιστόρημα Youma με θέμα μία ανταρσία σκλάβων (και τα δύο εκδόθηκαν το 1890). Ως ανταποκριτής του περιοδικού «Harper’s Magazine» πήγε το 1890 στην Ιαπωνία, όπου έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Στην Ιαπωνία, με τη βοήθεια του καθηγητή Βasil Hall Chamberlain και του Ίτζιτο Χατόρι, βρήκε μια θέση καθηγητή αγγλικών στην πόλη Ματσουέ. Μόλις τον 15ο μήνα από τότε που έφθασε στην χώρα νυμφεύθηκε την Κοϊζούμι Σέτσου ή Σετσούκο θυγατέρα ενός πρώην σαμουράι της περιοχής, κατεστραμμένου πια λόγω της εισβολής των «δυτικών» και της συνακόλουθης διάλυσης της παραδοσιακής κοινωνικής ιεραρχίας. Με την Σέτσου απέκτησε τρεις γιούς, τους Κάζουο, Ιουάο και Κιγιόσι, καθώς και μία θυγατέρα, την Σέτσουκο.
Το 1896 έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα και πήρε το οικογενειακό όνομα της γυναίκας του, Κοϊζούμι, και το προσωπικό όνομα Γιακούμο. Για τον Χερν ο σιντοϊσμός και ο βουδισμός ήταν τρόποι καθημερινής ατομικής και συλλογικής ζωής, θρησκείες που οι άνθρωποι τις πράττουν αντί απλώς να τις πιστεύουν. Ο ίδιος παρέμεινε αγνωστικιστής.
Στην Ιαπωνία ο Λευκαδιος Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Εργάστηκε ως καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Τόκιο. Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των Σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίσθηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση. Το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα και θεωρούνται μεγάλης συλλεκτικής αξίας. Οκτώ μουσεία υπάρχουν προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία ενώ το άγαλμα του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο, ενώ δεκάδες μνημεία έχουν στηθεί σε κάθε γωνία τις Ιαπωνίας από όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος δεχόταν ουσιαστικά ότι, στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η ελληνική και η ιαπωνική τέχνη συμπίπτουν σε μια κοινή αισθητική αντίληψη που είναι η άρνηση της εξατομίκευσης. «Καλλιτέχνες ενός μοναδικού πολιτισμού, οι Έλληνες μπόρεσαν να επιτελέσουν αυτό το θαύμα: ν’ αποσπάσουν το ιδανικό της ομορφιάς της φυλής τους από τις δικές τους ψυχές και να σταθεροποιήσουν το ρευστό του περίγραμμα στο κόσμημα και την πέτρα…» έγραφε ο Λευκάδιος Χερν.
Πέθανε ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1904 και μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για την ελληνική καταγωγή του. Άφησε πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο από βιβλία και πανεπιστημιακές παραδόσεις που περιλαμβάνονται στην ιαπωνική έκδοση των 27 τόμων του έργου του. Σ’ αυτό προβάλλει την Ιαπωνία με ιδανικό τρόπο, παρουσιάζοντας στη Δύση μίαν άγνωστη ως τότε χώρα, η οποία ακριβώς την εποχή εκείνη προσπαθούσε να πλησιάσει το πρότυπο ενός δυτικού κράτους. Στα βιβλία του περιλαμβάνει όχι μόνο περιγραφές τοπίων και ηθών, αλλά και μεταγραφές μύθων, μελετήματα γύρω από τα δύο κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα της Ιαπωνίας (σιντοϊσμού και βουδισμού), και ακόμη ιστορικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις.
Για τον Λευκάδιο Χερν, ως σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερες από 30 βιογραφίες και έχουν δημοσιευθεί δύο βιβλιογραφίες στις οποίες περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.000 λήμματα άρθρων και βιβλίων που αναφέρουν το όνομά του.
Κυριότερα έργα του είναι: «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» (1894), «Από την Ανατολή» (1895), «Κοκορό» (1896), «Κοττό» (1902) και «Καϊντάν» (1904).
Ο καθηγητής Βasil Hall Chamberlain έγραψε για τον Λευκάδιο Χερν: «Διαβάζοντας τα κείμενά του αισθάνεται κανείς την αλήθεια αυτού που δήλωσε ο Richard Wagner: «Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσεις είναι να αγαπήσεις». Αν ο Λευκάδιος Χερν κατανοεί βαθιά την Ιαπωνία και την κάνει κατανοητή περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα, είναι γιατί την αγαπάει βαθιά».
Η Ελλάδα και η Ιαπωνία «πολιτισμοί παράλληλοι»
Ο Λευκάδιος Χερν διαπίστωνε ομοιότητες ανάμεσα στον ελληνικό και τον ιαπωνικό πολιτισμό, ομοιότητες που επανειλημμένα επισήμαινε και ανέλυε στα μαθήματα του της αγγλικής λογοτεχνίας – άλλοτε με το σκεπτικό ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι στη βάση του αγγλικού και του γενικότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού και άλλοτε, διότι μόνο στην ελληνική λογοτεχνία, μάλιστα στην ποίηση, μπορούσε να βρει, όπως εξηγεί, κείμενα και θέματα αντίστοιχα με ιαπωνικά.
Σύμφωνα με την ιστορικό Κλαίρη Β. Παπαπαύλου σε άρθρο της «Aφιέρωμα στο Λευκάδιο Χερν» που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο της ιαπωνικής πρεσβείας, υπάρχουν δύο παραδείγματα από τα πολλά που περιέχονται στις διαλέξεις του Χερν που διέσωσαν οι φοιτητές του (Κenji Zenimoto, Lafcadio Hearn and Greek Echoes, The Hearn Society , Matsue 2000):
«….Η πλειοψηφία των ποιημάτων (της Παλατινής Ανθολογίας) έχουν ηλικία μεταξύ 2000 και 2500 ετών…..Μας δείχνουν πόσο πολύ όμοια με τη σύγχρονη ανθρώπινη φύση ήταν η φύση των ανθρώπων (που τα δημιούργησαν) κι ακόμη, ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στον αρχαίο ελληνικό και τον ιαπωνικό χαρακτήρα…
Φαίνεται πως οι Έλληνες συνήθιζαν να διατηρούν έντομα σε κλουβιά (όπως οι Ιάπωνες) για να έχουν την ευχαρίστηση να τα ακούνε να τραγουδούν. Έχουμε, στο πρώτο από τα «Ειδύλλια» του Θεοκρίτου, περιγραφή ενός αγοριού επιφορτισμένου με τη διαφύλαξη των σταφυλιών ενός αμπελιού από τις αλεπούδες, που περνάει την ώρα του πλέκοντας ένα όμορφο καλάθι για ακρίδες, με μίσχους από ασφόδελους που τους στεριώνει με καλάμι. Επίσης, σε ένα ποίημα του Μελεάγρου, έχουμε αναφορά σε γρύλους που τους τρέφουν με πολύ μικρά κομματάκια από πράσο, πράγμα που φαίνεται να δείχνει μεγάλη ομοιότητα εμπειρίας Ελλήνων και Ιαπώνων ως προς τον τρόπο διατροφής κάποιων ειδών εντόμων…
…… Τα ποιήματα της Παλατινής Ανθολογίας αναφέρονται κυρίως σε τζιτζίκια, μουσικές ακρίδες και μερικά είδη νυχτερινών γρύλων. Αυτές οι τρεις τάξεις μουσικών εντόμων αντιστοιχούν αρκετά καλά σε τρεις τάξεις ιαπωνικών μουσικών εντόμων….
Και σε μια τελείως διαφορετική περίπτωση:
…… Αναρωτιέμαι αν θυμάστε ένα μικρό ποίημα της (αρχαίας ιαπωνικής συλλογής) Mανγιοσου που αποδίδεται στον Οκούρα – στο οποίο ο ποιητής, θρηνώντας για το θάνατο του μικρού γιού του, παρακαλεί τον απεσταλμένο του Κάτω Κόσμου να μεταφέρει το πλασματάκι στον ώμο του, γιατί ήταν πολύ μικρό για να περπατήσει τόσο μακριά….. Δεν είναι περίεργο να βρίσκουμε έναν Έλληνα ποιητή να γράφει για το ίδιο θέμα, χιλιάδες χρόνια πριν;
Ο Έλληνας ποιητής….. απευθύνεται στον κωπηλάτη που μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών στον ποταμό του θανάτου: «Συ που οδηγείς τη βάρκα των νεκρών στα νερά αυτής της λίμνης με τις καλαμιές για τον Άδη, κι εκτελείς αυτό το επώδυνο χρέος, άπλωσε το χέρι, σκοτεινέ Χάροντα, στο γιο του Κινύρα και δέξου τον, καθώς θ’ ανεβαίνει τη σκάλα της βάρκας. Τα σανδαλάκια του μπορεί να τον κάνουν να γλιστρήσει στα σκαλιά και φοβάται να περπατήσει με γυμνά πόδια στην άμμο της ακτής….. »
Ο Λευκάδιος Χερν και η μετάφραση των χαϊκού
Ο Χερν ίσως είναι ο πρώτος μεταφραστής χαικού* στα αγγλικά. Έκανε γνωστό αυτό το είδος ιαπωνικής ποίησης που σήμερα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Ωστόσο, ένιωθε πως δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως στη μετάφραση η σύνδεση της φιλοσοφικής θεώρησης και του φυσικού κόσμου που εμπεριέχονται στα χαϊκού. Ο Χερν αποκαλούσε το είδος με τον παλαιότερο όρο χόκου (hokkou) καθώς δεν είχε γίνει ακόμη δημοφιλής από τον Ιάπωνα Μασαόκα Σίκι (Masaoka Shiki) που έκανε γνωστό τον νέο όρο.
Ο Χερν εστιάζει στην λέξη «ευχαρίστηση» με την οποία μπορεί κάποιος να προσλάβει ένα χαϊκού. «Σκοπός των χαϊκού» λέει «είναι να διεγείρουν την φαντασία και όχι να την ικανοποιήσουν. Αφήνουν το μυαλό να «πληρώσει» τις νύξεις για το ανείπωτο». Ο Χερν μάς μιλάει για την αλήθεια που μέσα από τις λέξεις «λέει και δεν κρύβει» ωστόσο, εμείς οι αναγνώστες οφείλουμε να διαβάζουμε με τα μάτια της ψυχής μας για να φανερωθεί το «είναι», η ουσία της ζωής. Τα αισθητά, η ύλη μεταφέρουν το πνεύμα νεύοντας στον νου και θυμίζοντάς του να αναζητήσει αυτό που τον ανεβάζει πάνω από το φθαρτό.
Ο Λευκάδιος Χερν περνώντας από μία ζωή γεμάτη δυσκολίες αποθησαύρισε την χαρά και μάς την κληροδότησε παραδίδοντάς μας τα κείμενά του ως κλειδιά για την αγάπη και την κατανόηση όλων των πολιτισμών.
* Τα χαϊκού είναι ένα είδος ποίησης το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το δέκατο έκτο αιώνα και υιοθετήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του εικοστού. Τα χαϊκού είναι μικρά ποιήματα από δεκαεπτά συλλαβές σε έναν ενιαίο στίχο. Η φύση, οι εποχές, τα χρώματα εμπνέουν τον δημιουργό, ο οποίος εκφράζεται με λυρικότητα, άλλες φορές με χιουμοριστική διάθεση, γράφοντας στίχους που χαρακτηρίζονται από ευφυΐα.