Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Το τροπικό μπαρόκ στα χρόνια της αθωότητας

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ



Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες  ΑΠΑΝΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Μτφ. -Eισαγωγή Κλαίτη Σωτηριάδου,
 σελ. 510, ΝΕΦΕΛΗ 2015
   

-Τα πρώιμα διηγήματα του νομπελίστα  Κολομβιανού που εισήγαγαν στον μαγικό ρεαλισμό του, τώρα σε μια ολοκληρωμένη έκδοση στη χώρα μας-.


    Επανερχόμενος μετά από χρόνια στο πληθωρικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία  Μάρκες (1927- 2014),  αναρωτιέμαι πώς το εισπράττουν οι νεότεροι αναγνώστες. Σε μια εποχή κυριαρχίας των εικόνων και επέκτασης των ταξιδιών, ενδέχεται να είναι δύσκολο για ένα αναγνώστη μεγαλωμένο στον κόσμο του διαδικτύου και των φτηνών πτήσεων να εκτιμήσει την γοητεία που άσκησε σε μια ολόκληρη γενιά (ας πούμε μεταξύ 1960 και 1985) η ανακάλυψη του νοτιοαμερικάνικου εξωτισμού: του μυθολογικού σύμπαντος μιας ηπείρου όπου η ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία και η ίδια η επανάσταση παρέμεναν  ζητούμενα, όπου η φύση ήταν  εν πολλοίς παρθένα, αλλά και όπου η μίξη ποικίλων φυλών παρήγαγε ένα μαγικό πολιτισμικό κράμα. Η πρόσκληση σε μια  λογοτεχνική φυγή ήταν τα χρόνια εκείνα ιδιαίτερα ελκυστική.
    Από τότε πέρασε καιρός  και πολλά εν πολλοίς γνωστά συνέβησαν: ο κόσμος απομαγεύτηκε οριστικά, το ταξίδι έγινε βιομηχανικός τουρισμός, η τελευταία σπιθαμή άγριας φύσης εξερευνήθηκε, η επανάσταση έδειξε τα όριά της (στην Κούβα και αλλού), οι πόλεις του Τρίτου Κόσμου γέμισαν ουρανοξύστες, οι τενεκεδουπόλεις απέκτησαν ηλεκτρικό και τηλέφωνο (συχνά κινητό), η σάλσα και η ρούμπα έγιναν λάτιν ντίσκο. Μοιραίο ήταν η τροπική έλξη να χάσει τη δυναμική της, κάτι που έγινε αντιληπτό και στη λογοτεχνική στροφή, καθώς οι νεότερες γενιές νοτιοαμερικάνων προσπάθησαν να αποκοπούν από τις συγγραφικές τεχνικές του Γιόσα και τουΜάρκες, του Αστούριας και του Ριόλφο, του Ινφάντε και του Μπάστος.
   Για μένα είναι  πάντα απολαυστική η επιστροφή στον σπουδαίο Κολομβιανό, ακόμη κι αν πρόκειται για  διηγήματα που καλύπτουν την μάλλον πρώιμη περίοδο του, από το 1947 ως το 1968, ακόμη κι αν η ανωριμότητα είναι εμφανής σε ορισμένα από αυτά και οι επαναλήψεις (προσώπων, εικόνων, καταστάσεων, επεισοδίων) συχνά απειλούν να μπουκώσουν τον αναγνώστη, ακόμη κι αν οι πρώιμες επιρροές του από τονΟυίλλιαμ Φώκνερ και την Βιρτζίνια Γουλφ δεν είναι ολότελα αφομοιωμένες. Ξανατυπωμένα τα περισσότερα σε σκόρπιες εκδόσεις και τώρα πια συγκεντρωμένα σε ένα τόμο, βρίσκουν εδώ την καλύτερη δυνατή μεταχείριση διά χειρός Κλαίτης Σωτηριάδου, υπεύθυνης για τη μεταφορά του συνόλου σχεδόν του έργου του στα ελληνικά. Σημαντική έκδοση λοιπόν, μιας και  αναδεικνύει μεταξύ άλλων την μακρά πορεία του Μάρκες προς τον μαγικό ρεαλισμό αλλά και τις θεματικές γραμμές που κυριαρχούν στα ώριμα έργα του (ετερότητα, εξωτισμός, έρωτας, θάνατος, νοτιοαμερικανική ανθρωπογεωγραφία, διείσδυση του υπερφυσικού στην πραγματικότητα) με προεξάρχον βέβαια το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. 


Ο κουβανός συγγραφέας Αλέχο Καρπεντιέρ ήταν εκείνος που, έχοντας εμβαπτισθεί με συνέπεια κατά τον Μεσοπόλεμο  στο ευρωπαϊκό σουρρεαλιστικό κίνημα, πρωτοείπε σε ένα διάσημο πλέον δοκίμιό του ότι στη Λατινική Αμερική η ίδια η πραγματικότητα –η ιστορική, η γεωγραφική- είναι σουρρεαλιστική και επομένως αρκεί να αποδίδεις όσο πιο πιστά γίνεται την υφέρπουσα μαγεία ώστε να παραγάγεις ένα αξιοδιάβαστο έργο. Ο σουρεαλισμός, πρόσθετε ο Καρπεντιέρ,  ήταν η μόνη φόρμα η ικανή να δώσει σχήμα στα εκεί πράγματα.  Ο Μάρκες ακολούθησε πιστά αυτή τη συνταγή. Κάτι περισσότερο:  εκλαϊκεύοντας τον σουρεαλισμό,  απέδειξε πόσο ριζωμένος είναι στην καθημερινότητα. Όμως το σημαντικό στο έργο του είναι άλλο: Ο Μάρκες είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις συγγραφέων που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι η γραφή είναι γι αυτόν απόλαυση και όχι βασανισμός. Του αρέσει η θεματική του, του αρέσει  ο εξωτικός του κόσμος και, ακόμη και όταν περιγράφει τις σκοτεινότερες πτυχές του, το κάνει με ηδονή. Επιπλέον, ενώ στον κατεστημένο σουρεαλισμό απουσιάζει το συναίσθημα, στην  περίπτωση του Μάρκες η αγάπη για τα πράγματα θριαμβεύει και ο κόσμος αναδύεται με όλη του την ομορφιά, την σκληρότητα και την απειρία των μορφών του. Έτσι και στην παρούσα συλλογή: πτώματα μεγαλώνουν μες στο φέρετρό τους, θείες και γιαγιάδες αργοπεθαίνουν υπαγορεύοντας τη διαθήκη τους, φονικά, άδικες συλλήψεις και κηδείες μέσα στην τροπική κάψα δίνουν τον τόνο, και όμως το σύνολο του κόσμου της Καραϊβικής δίνεται με υποδόρια χαρά, με ένα είδος ευγνωμοσύνης προς ένα σύμπαν τόσο ποικίλο που αποκλείεται να βαρεθείς ζώντας και πεθαίνοντας σ’ αυτό.
    Την περίοδο κατά  την οποία γράφηκαν και εκδόθηκαν τα διηγήματα των τριών συλλογών που εμφανίζονται εδώ, ο ίδιος ο Μάρκες την είχε περιγράψει ως περίοδο μαθητείας. Ο ίδιος φυτοζωούσε δημοσιογραφώντας ως το 1967 όταν εκδόθηκαν τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, για να  γίνουν μέσα σε μια νύχτα τεράστια επιτυχία απ’ άκρου εις άκρον της ισπανόφωνης Λατινικής Αμερικής, να  μεταφρασθούν σχεδόν άμεσα σε δεκάδες γλώσσες, να παράγουν έκτοτε εκατοντάδες διατριβές   και να γεννήσουν ακαδημαϊκές κατευθύνσεις σπουδών.  Οι μελετητές και κριτικοί  επισήμαναν στο έργο του Μάρκες τον συνδυασμό σοβαρότητας και εμπορικότητας, την αποφυγή της επιφανειακότητας και των συγγραφικών ευκολιών ακόμη και όταν τα λαϊκότροπα  θέματά του προσφέρονταν για κάτι τέτοιο, τις μακροπερίοδες αργόσυρτες προτάσεις που δίνουν επικό τόνο στις αφηγήσεις του, τα χρονικά παιγνίδια με τους  τροπισμούς  της μνήμης. Η ρητορική υπερβολή του φτάνει συχνά στα όρια της αυτοπαρώδησης, η λεπτομέρεια υπερβαίνει το πλαίσιο μιας ρεαλιστικής απεικόνισης της πραγματικότητας,  η αισθησιακή αισιοδοξία κυριαρχεί. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ωστόσο είναι η χρήση του ίδιου ακριβώς τόνου είτε πρόκειται για αμιγώς ρεαλιστικά περιστατικά είτε για μυθολογικές, υπερφυσικές συλλήψεις. Ψάρια κολυμπάνε μέσα στο νερό μιας κατακλυσμιαίας βροχόπτωσης, πλοία φαντάσματα εμφανίζονται στην πλατεία ενός χωριού, καβούρια εγκαθίστανται με την παλίρροια μέσα στα σπίτια, θείες προφητεύουν μέσα στον ύπνο τους τα μελλούμενα, τυφλά πουλιά πετάνε σε άδειες κάμαρες  και η μοίρα προαναγγέλλεται με χίλιους τρόπους χωρίς ωστόσο οι πρωταγωνιστές να κάνουν και πολλά για να την αποτρέψουν, όπως στο μεταγενέστερο Χρονικό Προαναγγελθέντος Θανάτου. Και όλα αυτά τα μαγικά μοτίβα παρελαύνουν και ξαναπαρελαύνουν με ένα είδος «φυσιολογικότητας», δίπλα ακριβώς σε γεγονότα της καθημερινότητας δοσμένα με την ακρίβεια επιστημονικότροπου ρεπορτάζ.


   Πού και πού παρεισφρέει η πολιτική στο έργο του Μάρκες, περισσότερο ως λοιδωρία της πραγματικότητας παρά ως πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης ή διδαχής. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το αφήγημα «Μια από αυτές τις μέρες» (1962), όπου ο δήμαρχος μιας κωμόπολης, πρώην βασανιστής, επισκέπτεται μετά από νύχτες αφόρητου πόνου τον οδοντογιατρό και πολιτικό του αντίπαλο. Τελικά, ο γιατρός δέχεται να του βγάλει τον φρονιμίτη, χωρίς αναισθητικό ωστόσο, και ενώ η επώδυνη διαδικασία εξελίσσεται θα του πει, με ένα ίχνος πικρής τρυφερότητας στη φωνή του: «Υπολοχαγέ, τώρα θα πληρώσετε για τους είκοσι νεκρούς μας». Όταν φεύγοντας ο δήμαρχος, ο οδοντογιατρός τον ρωτά πού να στείλει τον λογαριασμό, στο σπίτι του ή στο δημαρχείο, παίρνει την  αδιάφορη, κυνική απάντηση «Το ίδιο είναι». Αντιστοίχως  η κυνικότητα της πολιτικής θα εμφανισθεί εδώ σε όλο της το μεγαλείο στο Χρονικό Προαναγγελθέντος Θανάτου (1970) όταν ο ετοιμοθάνατος γερουσιαστής θα συνεδριάζει με τους τοπάρχες του σε ένα ξεχασμένο χωριό στην έρημο της Γκουαχίρα, αλλά και σε ποικίλα σημεία του μεταγενέστερου έργου του.


 Τα διηγήματα αυτού του καλομεταφρασμένου παρόντος τόμου μπορούν  να χρησιμέψουν σε νεότερους και παλαιότερους ως εισαγωγή ή  ως υπενθύμιση του έργου του νομπελίστα Κολομβιανού. Πολλά μοτίβα, θέματα και ήρωες   εμφανίζονται και στα μεταγενέστερα βιβλία του, που δεν γνώρισαν την ίδια επιτυχία με το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, ίσως  λόγω κορεσμού του αναγνωστικού κοινού. Σατιρίζοντας μάλιστα το πληθωρικό, τροπικό μπαρόκ στην τεχνοτροπία  του Μάρκες και άλλων νοτιοαμερικανών, ο δαιμόνιος Τζούλιαν Μπαρνς, στο περίφημο βιβλίο του Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ (1984), έβαζε αυτή τη λογοτεχνική σχολή σε μια φανταστική λίστα μερικής απαγόρευσης, για ένα τουλάχιστον διάστημα.  Οι απόηχοί της ωστόσο είναι τόσο σαφείς που δεν μπορεί παρά να μελετάται σήμερα και στο μέλλον ως προϊόν μιας ολόκληρης εποχής.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 

Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου