Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Άνθρωποι και Μηχανές

 γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Φίλιπ Ντικ, Το Ηλεκτρικό Πρόβατο, μτφ. Δημήτρης Αρβανίτης, σελ.  271  ΚΕΔΡΟΣ


Με δεκάδες βιβλία και εκατοντάδες διηγήματα στο ενεργητικό του, ο Φίλιπ Ντικ (1928- 1982) καθιερώθηκε στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας και ενέπνευσε σημαντικές κινηματογραφικές ταινίες. Το Ηλεκτρικό Πρόβατο, δημοσιευμένο το 1968, εποχή της αμφισβήτησης και των νέων κοινωνικών κινημάτων, προσέφερε στον Ρίντλεϋ Σκοτ την έμπνευση για την περίφημη καλτ ταινία του Blade Runner όπου απεικονίζεται με διορατικότητα η πάλη ανάμεσα στον άνθρωπο και την τεχνολογία, η αυτονόμηση της μηχανής και η ήττα της ελεύθερης βούλησης.


Το πλαίσιο είναι  ένα εφιαλτικό αστικό τοπίο του μέλλοντος (για την ακρίβεια η δράση εκτυλίσσεται στο τότε μακρινό...1992), μετά από τον πυρηνικό όλεθρο του Τελειωτικού Πολέμου για τον οποίο κανείς δεν θυμάται πια τίποτα. Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από νέφη ραδιενεργού σκόνης, τα έμβια όντα έχουν εξαφανισθεί ή περιορισθεί σε ελάχιστα ζωντανά δείγματα, τα δάση έχουν υποχωρήσει και οι έρημοι του πλανήτη επελαύνουν.   Η εντροπία αυξάνεται, τα πράγματα αποσυντίθενται, το νόημά τους επίσης. Παρά ταύτα η τεχνολογία  κάνει τεράστια άλματα. Οι εναπομείναντες άνθρωποι κυκλοφορούν με εναέρια οχήματα, μηχανικά ζώα κατασκευάζονται για να τους κρατούν συντροφιά, η τροφή είναι εν πολλοίς συνθετική, ειδικές συσκευές τους στηρίζουν ψυχολογικά και άλλες τους φέρνουν σε επικοινωνία με τη νέα παγκόσμια θρησκεία, τον Μερσερισμό. Με δεδομένο ότι η γη  είναι πλέον επικίνδυνη στους εναπομείναντες κατοίκους της για μεταλλάξεις και πνευματική οπισθοχώρηση (ήδη ένα νέο λούμπεν προλεταριάτο «καθυστερημένων» έχει γεννηθεί) ο ΟΗΕ έχει εξαπολύσει ένα μαζικό πρόγραμμα εποικισμού άλλων πλανητών και ως κίνητρο δίνεται σε κάθε έποικο ένα ζωντανό ρομπότ για να τον υπηρετεί. Τα ανδροειδή αυτά (ή ρέπλικες), η σύλληψη των οποίων  προοικονομεί  την κλωνοποίηση, δεν διαφέρουν εκ πρώτης όψεως σε τίποτα από έναν κανονικό άνθρωπο. Μάλιστα η νέα γενιά τους  αναπτύσσει διανοητικές λειτουργίες και ενγένει ικανότητες ανώτερες του ανθρωπίνου είδους. Αυτό το οποίο τα διαφοροποιεί είναι η έλλειψη συναισθηματικής απόκρισης προς τα ομοειδή τους, - στοιχείο που κατά τον συγγραφέα και πολλές σχολές σκέψης έχει κατασκευάσει την ανθρώπινη κοινωνία. Τα ανδροειδή, όντα μοναχικά και βραχύβια δεν διαθέτουν οπλοστάσιο αναμνήσεων, ούτε ιστορικό στο οποίο να μπορούν να καταφύγουν, και άρα τους λείπει η ενσυναίσθηση. Εκεί βασίζεται και η διαδικασία εντοπισμού τους, μέσω ειδικών ψυχολογικών τεστ, αν τύχει να διαφύγουν από τον πλανήτη τους ή αν εξεγερθούν ή αν διεκδικήσουν μια τεχνολογική τους μετεξέλιξη, φερ΄ ειπείν προς μεγαλύτερη μακροβιότητα.
   Και πράγματι αυτό συμβαίνει όλο και συχνότερα. Ανδροειδή που έχουν ήδη αναπτύξει εξαιρετικά ταλέντα (π,χ. εμφανίζεται στο βιβλίο μια εξαίρετη τραγουδίστρια της Όπερας του Σαν Φρανσίσκο και μια βιοτεχνολόγος εταιρείας κατασκευής ρομπότ) αποδρούν ή εξεγείρονται.  Ένα ειδικό σώμα κυνηγών επικηρυγμένων έχει συγκροτηθεί για τον εντοπισμό και την «απόσυρσή» τους  (βλ. εκτέλεση). Αυτή τη δουλειά κάνει και ο κεντρικός ήρωας  της ιστορίας μας Ρικ Ντέκαρτ, άνθρωπος με ειδικές ευαισθησίες, που εκθρέφει στην ταράτσα του ένα ηλεκτρικό πρόβατο και ονειρεύεται να αποσύρει αρκετά ανδροειδή ώστε να καταφέρει να αγοράσει με τα χρήματα της επικήρυξης ένα αληθινό ζώο – από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει στον πλανήτη.  Θα τα καταφέρει εντέλει να αγοράσει μια πραγματική γίδα την οποία ωστόσο θα «αποσύρει» για εκδίκηση η Ρέιτσελ, ένα νόμιμο ανδροειδές με το οποίο ο Ρικ πλαγιάζει χωρίς άλλη συνέχεια. Η διττή ανατροπή είναι πλήρης. Η τεχνητή ζωή έχει ομαδοποιηθεί και αναπτύξει σημαντικές συναισθηματικές λειτουργίες σε σημείο που τα ειδικά τεστ δεν ανταποκρίνονται πλέον στις απαιτήσεις, ενώ ο ήρωάς μας έχει αρχίσει να συμπονά, να ποθεί και να ταυτίζεται συναισθηματικά με ανδροειδή,  σε σημείο που αποφασίζει να μην συνεχίσει τη δουλειά του.

      Το βιβλίο του Φίλιπ Ντικ, πέραν της έντονης δράσης του και των ποικίλων ανατροπών στην πλοκή, παράγει απρόσμενη συγκίνηση εκεί όπου έχεις αρχίσει να φοβάσαι ότι πρόκειται για μια κοινή ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Το τεχνολογικό παζλ στήνεται σταδιακά και με μια συγγραφική ωριμότητα που ξαφνιάζει, ενώ η γραφή είναι λιτή, κοφτή και, έχω την εντύπωση πως δανείζεται στοιχεία από τον Χέμινγουεη. Ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων του εξελίσσεται υποδορίως πλην αποφασιστικά, παράλληλα θα ΄λεγε κανείς με τις αλλαγές στο περιβάλλον τους. Να θυμίσω  ότι τα χρόνια εκείνα τα σενάρια του λεγομένου «πυρηνικού χειμώνα» έδιναν και έπαιρναν σε διεθνή φόρα και στο εσωτερικό σοβαρών επιστημονικών ομάδων. Επίσης το οικολογικό πρόταγμα είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει δειλά δειλά μετά κυρίως την δημοσίευση του σημαδιακού βιβλίου της βιολόγου Ρέητσελ Κάρσον Σιωπηλή Άνοιξη όπου περιγραφόταν μια φύση χωρίς έντομα και πουλιά μετά από την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων (και αυτό ακριβώς ισχύει στο Ηλεκτρικό Πρόβατο). Είναι ακόμη η εποχή που στο Μπέρκλεϋ θριαμβεύει ο Μαρκούζε και η Σχολή της Φραγκφούρτης και μέσω αυτών η αμφισβήτηση της τεχνολογίας και της ενγένει βιομηχανικής κοινωνίας,  η εποχή που ανδρώνεται το αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και η εποχή του χιπισμού και των παραισθησιογόνων. Ειδικά τα τελευταία τροφοδοτούν τον Φίλιπ Ντικ –και όχι μόνο- με την θεματική μιας άλλης πραγματικότητας και με μια πεποίθηση περί ύπαρξης παράλληλων κόσμων. Σε όλο του το έργο πραγματεύεται τα όρια του πραγματικού και τα όρια του ανθρώπινου, ακριβώς όπως κι εδώ.

    Ο συγγραφέας αντλεί λιγότερο από τον Όργουελ και περισσότερο από τον Χάξλεϋ, θα έλεγα σχηματικά,  δεδομένου ότι δεν ασχολείται τόσο με την πολιτική, ότι αντίθετα   εισάγει μια επιστημονική συζήτηση με λογοτεχνικούς  όρους. Κάτι αντίστοιχο έκανε λίγα χρόνια μετά και ο Κιούμπρικ με την Οδύσσεια του Διαστήματος βάζοντας την τεχνολογία των υπολογιστών να αυτονομείται από τον ανθρώπινο έλεγχο και «να κάνει του κεφαλιού της» κατά την ιδιοφυή διατύπωση του φιλοσόφου Ζακ Ελλύλ. Και είναι ακριβώς αυτή η προσπάθεια των ανδροειδών να ζήσουν, η επιθυμία τους να γίνουν άνθρωποι με όλες τις συναισθηματικές τους λειτουργίες (συν την ικανότητα αναπαραγωγής) που παράγει συγκίνηση. Το άλλο στοιχείο που προκαλεί εσωτερικές δονήσεις είναι ο συναισθηματικός σύνδεσμος των ηρώων με τα ζώα, η λαχτάρα τους να δουν κάτι να κινείται μέσα από την ραδιενεργό σκόνη, η συγκίνηση όταν καταναλώνουν πραγματική τροφή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το Blade Runner θα γινόταν μια διαχρονικά καλτ ταινία. Ούτε ότι, με όλη αυτή την προβληματική περί ορίων του πραγματικού και του ανθρώπινου να τον βαραίνει σε όλη του τη ζωή, ο Φίλιπ Ντικ μπαινόβγαινε σε ψυχιατρεία, για να πεθάνει τελικά στα 54 του χρόνια.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 


Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου