Αναδημοσίευση από:http://www.tanea.gr/relatedarticles/article/4633135/?iid=2
Του Δημοσθένη Κούρτοβικ
Με παραδειγµατική περίπτωση έναν διάσηµο πίνακα του γάλλου ζωγράφου Τεοντόρ Ζερικώ, ο Μιχάλης Μοδινός µιλάει για τον αγώνα του καλλιτέχνη να δώσει σύνθετη συµβολική έκφραση σε µια τραγωδία
Στο τέταρτο µυθιστόρηµά του ο περιβαλλοντολόγος Μιχάλης Μοδινός εµπνέεται από τον πίνακα του Τεοντόρ Ζερικώ «Σχεδία ναυαγίου» (πάνω) και µεταστοιχειώνει σε λογοτεχνία την αισιοδοξία και το προµηθεϊκό πνεύµα του ∆ιαφωτισµού, την έπαρση του Ευρωπαίου και του αποικιοκράτη και την απόλυτη εξαχρείωση του ανθρώπου, µε την αποβολή κάθε επίστρωσης πολιτισµού
Πώς µια καταστροφή γίνεται τέχνη;Αυτό διερωτάται οΤζούλιαν Μπαρνς στο εκπληκτικό πέµπτο κεφάλαιο του µυθιστορήµατός του «Ιστορία του κόσµου σε 10½ κεφάλαια». Και στη συνέχεια εξειδικεύει το ζήτηµα, διερευνώντας το γιατί και το πώς η τέχνη παραµορφώνει µια πραγµατικότητα για ν’ αναδείξει την ουσία της, εξηγώντας γιατί µπορεί να είναι αναγκασµένη ν’ αλλοιώσει, τουλάχιστον εν µέρει, τις πραγµατολογικές λεπτοµέρειες µιας καταστροφής – στην προκειµένη περίπτωση, της τραγωδίας του γαλλικού πλοίου «Μέδουσα» το 1816 – για να τηµετουσιώσεισε µια υποβλητική εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Μιχάλης Μοδινός δέχτηκε οµολογηµένα το πρώτοερέθισµα για τη «Σχεδία» του από αυτό το πέµπτο κεφάλαιο. Πρόκειται για εντυπωσιακό παράδειγµαδιακειµενικής συνοµιλίας, γιατί έχουµε εδώ µια τριπλή αντανάκλαση: οΜοδινός εµπνέεταιαπό το µυθιστόρηµα του Μπαρνς, ο οποίος εµπνεύστηκε από έναν πίνακα του γάλλου ζωγράφου Τεοντόρ Ζερικώ,ο οποίος εµπνεύστηκε µε τη σειρά του από το χρονικό δύο ναυαγών του «Μέδουσα» που σώθηκαν. Ο πίνακας αυτός παρουσιάστηκε, µε τίτλο «Σκηνή ναυαγίου», στο Salon του 1819 στο Παρίσι και, παρόλο που δεν περιέχει καµιά ειδική αναφορά στην περιπέτεια του «Μέδουσα», όλοι ήξεραν από την πρώτη στιγµή ότι αυτή ήταν η πηγή έµπνευσής του.
Τα γεγονότα έχουν περιληπτικά ως εξής.Η φρεγάτα «Μέδουσα» ηγείτο ενός στολίσκου µε προορισµό τη Σενεγάλη και σκοπό την οργάνωσητης εκεί αποικίας. Εξαιτίας της αλαζονείας και της απερισκεψίας του πλοιάρχου η φρεγάτα αποσπάστηκε από τα άλλα πλοία κι εξόκειλε στα ανοιχτά των ακτών της ∆υτικής Αφρικής. Οι βάρκες δεν επαρκούσαν για όλους τους 364 επιβάτες, έτσι κατασκευάστηκε πρόχειρα µια µεγάλη σχεδία κι επιβιβάστηκαν σ’ αυτήν 150 άτοµα, θεωρητικά έπειτα από κλήρωση, αλλά στην πράξη αποφάσισε µάλλον η κοινωνική θέση. Σύντοµα τα σκοινιά µε τα οποία οι βάρκες ρυµουλκούσαν τη σχεδία κόπηκαν, άγνωστο γιατί, και οι επιβάτες της αφέθηκαν στο έλεος του ωκεανού. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης πάνω στο ασφυκτικά φορτωµένο πλεούµενο, τυφλές εξεγέρσεις, αλληλοσκοτωµοί, κρίσεις τρέλας, το µαρτύριο της δίψας και τηςπείνας και, ως αποκορύφωµα, ο κανιβαλισµός. Όταν, έπειτα από δεκατρείς µέρες, η σχεδία βρέθηκε τυχαία από ένα γαλλικό πλοίο, είχαν µείνει πάνω της µόνο δεκαπέντε ζωντανοί. Η υπόθεση προκάλεσε πολιτικό σκάνδαλο ολκής στη Γαλλία, οι κατηγορίες για ανικανότητα και διαφθορά άγγιζαν την ίδια τη µόλις παλινορθωµένη µοναρχία.
Ακολουθώντας τον Μπαρνς, ο Μοδινός αντιπαραθέτει αυτό που ο Ζερικώ απεικόνισε στον καµβά σε ό, τι δεν ζωγράφισε,σε όλα όσα απέρριψε ως µοτίβα, οσοδήποτε δελεαστικά. Για την περιγραφή τόσο των πραγµατικών γεγονότων όσο και της δηµιουργίας του πίνακα ο συγγραφέας επινοεί έναν ωραίο χαρακτήρα: την κυρία Φρανσουάζ Ζεπαρντιέ, µια γοητευτική µεσήλικη γυναίκα µε δραµατικό παρελθόν, ανεξάρτητο πνεύµα και ήρεµη, κάπως θλιµµένη αξιοπρέπεια. Η κυρία Ζεπαρντιέ επέβαινε στο «Μέδουσα», όπου παρέµεινε µετά την εγκατάλειψή του, και πληροφορήθηκε τα όσα έγιναν στη σχεδία από τον µαύρο υπηρέτη της, που ήταν ανάµεσα στους διασωθέντες. Ο Ζερικώ την καλεί τακτικά στο ατελιέ του, για ν’ ακούσει τη δική της µαρτυρία µε κάθε λεπτοµέρεια. Παράλληλα µε τη διήγησή της, η κυρία Ζεπαρντιέ ζει την πάλη του ζωγράφου µε τον πειρασµό της εφήµερης επικαιρολογίας, της εύκολης καταγγελίας, του φτηνού εντυπωσιασµού, την αγωνία του ν’ αποδώσει κάτι βαθύτερο. Η τελική µορφή του πίνακα θα της αποκαλύψει τι είναι αυτό: η ακροβασία ανάµεσα στην απόγνωση και την ελπίδα, τη σωτηρία και τον όλεθρο, την ανθρώπινη κατάπτωση και τη δύναµη της ανθρώπινης ψυχής.
Στο µυθιστόρηµα του Μοδινού υπάρχει µια έντασηανάµεσασε δύοαντίθετουςπόλους, που µπορούµε να πούµε ότι τους αντιπροσωπεύουν δύο αφηγηµατικές ενότητες: από τη µια οι συζητήσεις στο τραπέζι του πλοιάρχου κατά τη διάρκεια του πλου, από την άλλη τα τροµακτικά συµβάντα στη σχεδία. Στην πρώτη περίπτωση βλέπουµε να εκφράζεται η αισιοδοξία και το προµηθεϊκό πνεύµα του ∆ιαφωτισµού, ανάµικτα µε την έπαρση του Ευρωπαίου και του αποικιοκράτη. Στη δεύτερη, η απόλυτη εξαχρείωση του ανθρώπου, µε την αποβολή κάθε επίστρωσης πολιτισµού.
Μοιραία, η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει προς τον δεύτερο πόλο. Αλλά, όπως και ο Ζερικώ, ο Μοδινός δεν θέλει να καταγγείλει ή να οικτίρει. Αν στον πίνακα του Γάλλου διαβάζει έναν πρώιµο υπαινιγµό για την εγκατάλειψη της προσπάθειας του ανθρώπου να καθυποτάξει τη φύση, αυτό γεννάει µέσα του ελπίδα µάλλον παρά απογοήτευση. Συµβολική έκφρασή της είναι το τέλος του µυθιστορήµατος, µε την προοπτική µιας αίσιας τροπής στην προσωπική ζωή της κυρίας Ζεπαρντιέ. Την αίσθηση της ελπίδας, όµως, τη δίνει περισσότερο κάτι που αποτελεί ίσως το ισχυρότερο σηµείο αυτού του συγγραφέα: οι µεθυστικές περιγραφές του φυσικού κόσµου, όχι ως τοπίου αλλά ως ζωντανής πραγµατικότητας, η οποία µάλιστα περιλαµβάνει και τον αστικό χώρο. Γιατί όσο συγκλονιστικές είναι οι εικόνες της παρθένας φύσης, όπως αποκαλύπτεται στα µάτια της ευρωπαίας αστής που είναι η κυρία Ζεπαρντιέ, άλλο τόσο κα θηλωτική είναι, για παράδειγµα, η άγρια ζωντάνια της «κοιλιάς του Παρισιού», της αγοράς της πόλης, µε τα πολύχρωµα βουνά από φρούτα και λαχανικά, τα κάθε λογής σφάγια, τις ευωδιές και την αποφορά, µια άλλη εκδοχή της ζωοδότρας φύσης, λιποθυµική για την ηρωίδα, αλλά διεγερτική για τον συνοδό της, τον ζωγράφο, που βλέπει εκεί µια αποθέωση της φθαρτής έµβιας ύλης λίγο πριν από την αποσύνθεσή της ή το πέρασµά της στην αιώνια τροφική αλυσίδα.
Σε περιόδους κρίσης (και πώς να ξεχάσουµε ότι µια τέτοια ζούµε σήµερα), ο ρόλος της τέχνης είναι διπλός: από τη µια ν’ ανατέµνει και ν’ αποκαλύπτει, από την άλλη να προσφέρει παραµυθία. Ο Μπαρνς κλείνει το κε φάλαιο για τον πίνακα του Ζερικώ µε µια νότα πικρής µελαγχολίας για το εφήµερο των ανθρώπινων, ακόµα και της τέχνης, αλλά µας έχει ήδη συµφιλιώσει µε αυτή τη µοίρα. Στον Μοδινό, από την άλλη, υπερτερεί η αισιοδοξία της πίστης στις αναγεννητικές δυνάµεις του κόσµου. Βλέπετε, η παρηγοριά της τέχνης δεν είναι ιδεολογικός ή µεταφυσικός µονόδροµος.
------------------------
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα. Σπούδασε ανθρωπολογία στην Αθήνα και στη Στουτγάρδη, έκανε το διδακτορικό του στην Πολωνία με θέμα την εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης το ίδιο αντικείμενο, καθώς και το θέμα της σεξουαλικότητας στην τέχνη. Έχει δοκιμαστεί σε όλα τα είδη του πεζού λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, αφορισμοί, λογοτεχνική κριτική κ.λπ.). Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα ξένες γλώσσες. Ο ίδιος έχει μεταφράσει εξήντα τρία βιβλία όλων των κατηγοριών από οκτώ ξένες γλώσσες. Σήμερα εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα "Τα Νέα".
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία, 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία, 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.