Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

"Ulysses, Οδηγός ανάγνωσης" Μαραγκόπουλος Άρης



Ulysses, Οδηγός ανάγνωσης




Τις υπογραφές στο κάθε τι βρίσκομαι εδώ για να διαβάσω,
στης θάλασσας τον γόνο και στης θάλασσας τη σύρτη,
στην παλίρροια που φουσκώνει, σε τούτο το σκεβρωμένο στυβάλι.

Τζέιμς Τζόις, Ulysses III



Τι χρειάζεται σήμερα ένας Οδηγός ανάγνωσης του Ulysses;

Η απάντηση εξαρτάται από την πλευρά που στέκεται ο αναγνώστης. Πώς να εξηγήσεις την Tέχνη σ’ ένα Nεκρό Λαγό, έτσι τιτλοφορούσε ένα περίφημο δρώμενό του ο Γερμανός καλλιτέχνης Τζόζεφ Μπόις… Πώς να εξηγήσεις την τέχνη σ’ ένα νεκρό αναγνώστη, στον αναγνώστη, για παράδειγμα, που έκλεισε προ πολλού τις διόδους ανάγνωσης προς τον Όμηρο, τον Eκκλησιαστή, την κλασική παράδοση του Δυτικού Κανόνα… εκεί πραγματικά δεν υπάρχει απάντηση. Πώς να εξηγήσεις σήμερα την τέχνη ενός μυητικού βιβλίου, ενός βιβλίου εξ ορισμού αργής μαθητείας, στην αναγνώστρια του συρμού που, αντί να διαβάζει, φυλλομετρά νουβέλες μιας χρήσης (γραμμένες από απελέκητες γυναίκες για στερημένες γυναίκες) – και το χειρότερο, με την πεποίθηση ότι διαβάζει λογοτεχνία;
Οι νεκροί λαγοί δεν χρειάζονται κανένα οδηγό ανάγνωσης. Οι ζωντανοί όμως αναγνώστες, αυτοί που δεν έχουν κόψει την επαφή τους με την ανθρωπιστική παράδοση του αργού μοναχικού χρόνου, είναι πάντα σε θέση να αξιοποιήσουν έναν χάρτη πλοήγησης στο τζοϊσικό πέλαγος – και αυτόν προσφέρει η παρούσα ανάγνωση.


Όπως γρήγορα θα αντιληφθεί ο αναγνώστης του βιβλίου το Ulysses διαθέτει μια ευφυή δομή που «διαβάζεται» μέσα από πολλαπλά στρώματα ανάγνωσης· κάθε ανάγνωση προσθέτει στην προηγούμενη νέα στοιχεία, νέες οπτικές, νέες τροπές του νοήματος, νέες «αποκαλύψεις» – και το κυριότερο, νέες διόδους απόλαυσης.
Ο Τζόυς αντιπετώπισε το κείμενο ως αφηγηματικό παλίμψηστο ιδεών, προσώπων, ρόλων, μύθων, συμβόλων, στερεοτύπων κλπ., που ο ζωντανός αναγνώστης σε κάθε του νέα ανάγνωση «αποξέει» –όπως οι συντηρητές στα παλίμψηστα έργα τέχνης– αποκαλύπτοντας νέα «ευρήματα» κάτω από το προηγούμενο αναγνωστικό στρώμα.
Ο Οδηγός που προτείνουμε εδώ χαρτογραφεί τις πιο γνωστές αναγνώσεις, συγκρίνοντάς τες μεταξύ τους, από τις πλέον αφελείς έως τις πλέον συγκροτημένες, με κριτήριο αφενός την αντοχή τους στον χρόνο και αφετέρου τη δυνατότητά τους να μην εγκλωβίζουν τον αναγνώστη σε ένα εξηγητικό σχήμα αλλά αντίθετα να του ανοίγουν την προοπτική της προσωπικής ανακάλυψης/απόλαυσης του κειμένου…

(Απόσπασμα από τον νέο πρόλογο του συγγραφέα στο βιβλίο)

"The novelist Aris Maragkopoulos has contributed greatly to the understanding of Joyce's work" (in Greece)*.
The reception of James Joyce in Europe, επιμ.: Geert Lernout & Wim Van Mierlo,
εκδ. Continuum 2004, τ. I, Κεφ. 28, σ. 455, 466, 467 και passim.

* Η εδώ αναφορά στις σ. 467-68.

Το Ulysses, Oδηγός ανάγνωσης, έχει ήδη μια σημαντική διαδρομή στην ελληνική αναγνωστική κοινότητα, κιόλας από το 1995 (1η έκδοση Δελφίνι) μέχρι πολύ αργότερα, όταν εξαντλήθηκε και η δεύτερη έκδοσή του (Κέδρος 2001). 
Με το βιβλίο, που εξηγεί λεπτομερειακά, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, έχει ασχοληθεί όλη η έγκυρη βιβλιοκριτική με θετικότατη αντιμετώπιση. Eίναι χαρακτηριστικό ότι κιόλας από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, ο καθηγητής της αγγλικής λογοτεχνίας στο Παν/μιο του Ohio, Morris Beja, από τη θέση του Executive secretary στο International James Joyce Foundation, τόνισε μεταξύ των άλλων «…προσωπικά απόλαυσα τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας προσαρμόζει τη μέθοδο του πρωτοτύπου στη δική του γραφή. Αυτό πραγματικά αποτελεί εντυπωσιακό κατόρθωμα», ενώ ο έγκυρος βιβλιοκριτικός Δημ. Δασκαλόπουλος, έγραψε στα Νέα: «Υποθέτω πως ελάχιστοι Έλληνες έχουν διαβάσει και έχουν κατανοήσει στο πρωτότυπο τον Οδυσσέα […]. Αναμφισβήτητα βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενναία “μεσολαβητική” προσπάθεια, η οποία εμπλουτίζει την έτσι κι αλλιώς πενιχρή και διστακτική ελληνική βιβλιογραφία για τον Τζόις και μάλιστα για ένα από τα πιο δυσπρόσιτα έργα του».
Ο αναγνώστης που θέλει να κατανοήσει αυτό το εμβληματικό βιβλίο που σφράγισε με την παρουσία του τον 20ό αιώνα, με τον Οδηγό ανάγνωσης του Άρη Μαραγκόπουλου είναι σε θέση να απολαύσει τη διαδρομή από τη σύλληψη έως τη συγγραφή του, από την ανάγνωσή του κεφάλαιο προς κεφάλαιο, χαρακτήρα προς χαρακτήρα, έως την πρόσληψή του από τους έμπειρους αναγνώστες / ερευνητές σε όλο τον κόσμο.
Αν το Ulysses θεωρείται ένα από τα πιο απροσπέλαστα βιβλία στην παγκόσμια λογοτεχνία το Ulysses, Oδηγός Ανάγνωσης του Άρη Μαραγκόπουλου είναι ένας προσιτός χάρτης για την απολαυστική προσπέλασή του. Όπως έχει συχνά ειπωθεί, «όλα όσα απαιτεί να ξέρει ένας επαρκής αναγνώστης για τον Τζόις και το Ulysses βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ».

Στον Οδηγό μας μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο τον νέο πρόλογο του συγγραφέα στο βιβλίο ενώ εδώ μπορείτε να απολαύσετε το μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο που υπάρχει με τον Τζόις να διαβάζει από το βιβλίο του Finnegans Wake.



Άρης Μαραγκόπουλος (γεν.: Αθήνα 1948) έχει εκδώσει γύρω στα είκοσι βιβλία πεζογραφίας, κριτικής και τέχνης, και πάνω από δέκα μεταφράσεις (από τα γαλλικά και τα αγγλικά). Γράφει ανέκαθεν κριτική σε θέματα κουλτούρας ιδεών και πολιτισμού στoν έντυπο και στον ηλεκτρονικό Tύπο. Ιδρυτικό στέλεχος των εκδόσεων Τόπος, όπου και διευθύνει το τμήμα λογοτεχνίας.
Mερικά από τα πιο γνωστά του βιβλία: Ulysses, Oδηγός Ανάγνωσης (χρηστική ανάγνωση του Ulysses του Τζέιμς Τζόις, Τόπος 2010). Oι Ωραίες Hμέρες του Bενιαμίν Σανιδόπουλου (μυθιστορία, Kέδρος 1998). Τα Δεδομένα της Ζωής μας (επιστολική νουβέλα, Ελληνικά Γράμματα 2002, Tόπος 2015). Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία (μυθιστορία, Κέδρος 2002). Διαφθορείς, Eραστές, Παραβάτες (δοκίμιο για την επανανάγνωση της νεοελληνικής πεζογραφίας, Eλληνικά Γράμματα 2005), True Love (νουβέλα, Τόπος 2008).
Ο συγγραφέας έχει εκδώσει επίσης φωτογραφικά λευκώματα όπως: Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο (τζοϊσική περιήγηση στο Δουβλίνο, Κέδρος 1997), Pωσία, 100 Xρόνια (Pιζάρειο Ίδρυμα / Ίδρυμα Σταύρου Nιάρχου, 2002), Η άλλη Ελλάδα 1950-65 (με υλικό από το αρχείο Κ. Μεγαλοκονόμου, Τόπος 2007), Αυτόπτης φωτομάρτυρας στην οδό των ονείρων (με υλικό από το αρχείο Τάκη Πανανίδη, Τόπος 2013).

Tελευταία του μυθιστορήματα είναι οι πολιτικές μυθοπλασίες H μανία με την Άνοιξη (Α' έκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006, Β' αναθεωρημένη, Τόπος 2009) και Το χαστουκόδεντρο (Τόπος 2012). Πιο πρόσφατο βιβλίο του: το δοκίμιο πολιτισμικής θεωρίας Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014) καθώς και η οριστική έκδοση της νουβέλας Τα δεδομένα της ζωής μας (Τόπος 2015).

Όσοι ενδιαφέρονται να γνωρίσουν επί της ουσίας το έργο του Ά.Μ. θα πρέπει να επισκεφτούν το προσωπικό του website ΕΔΩ (στα ελληνικά και αγγλικά, ανανεώνεται σε τακτική βάση) αλλά και το ιστολόγιό του με θέματα κριτικής και θεωρίας της τέχνης. Στο Facebook, το Linkedin και τη Wiki ο φιλέρευνος αναγνώστης βρίσκει τις ανάλογες, κατά περίπτωση, πληροφορίες για τον ίδιο και το έργο του.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, ‘Ψέματα πάλι’ (απόσπασμα)





Week – end
Ηδύπαθα χάχανα κι ανόητα πληχτικά χειροκροτήματα -λες για να δώσουν σ’ εκείνα τα νεκρά χέρια κάποιαν αίσθηση αφής- ακολούθησαν το μεγάλο βούλιαγμα.
Έτσι γινότανε πάντα.
Οι θεατές, με τα χαμόγελα κρεμασμέν’ απ’ τ’ αυτιά, περιφέρονταν άσκοπα από ’δω κι από ’κει μ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι στο χέρι κι ύστερα βυθίζονταν στην αγκαλιά κάποιας πολύ μαλακιάς πολυθρόνας του σαλονιού με τη μεγάλη πέρα ως πέρα τζαμαρία, ενώ μεσ’ απ’ τις κρυφές γωνιές πίσω από ράχες άδειων βιβλίων, μεσ’ από κούφια αγάλματα, φιδόβγαινε μια μουσική που δε σταματούσε ποτέ. Κι όταν τα χειροκροτήματα κόπαζαν κι όταν περνούσε η έξαψη και τα πρόσωπα έπαιρναν πάλι το γκρι φυσικό τους και κάθε κίνηση σχεδόν σταμάταγε· πίσω απ’ τις ράχες των βιβλίων μέσ’ απ’ τα κούφια αγάλματα μέσ’ απ’ τα ψεύτικα λουλούδια, ανέβαινε ξανά και πλημμύριζε τις κάμαρες τα τραπέζια τις παχειές μοκέτες το τελευταίο μόριο του φυλακισμένου αέρα, η μουσική. Έτοιμη πάντα να βοηθήσει αν εμφανιζότανε -σπάνια, αραιά και πού- κάποια στιγμή δύσκολη, που ένας πελάτης -από απροσεξία, από κακό χειρισμό- βρισκόταν απέναντι, κολλητά, στον εαυτό του.
Το καράβι μας ήταν όμορφο, γρήγορο, δυνατό. Προπαντός δυνατό. Ειδικά φτιαγμένο για να πετυχαίνουμε πιο γρήγορα και πιο σωστά το στόχο. Εμείς στο πλήρωμα δεν έπρεπε να τα πολυξέρουμε όλα αυτά· καθένας στη δουλειά του. Στο κάτω κάτω μπορεί να γινόμασταν κι εμείς πελάτες, αρκεί να ’χαμε να πληρώσουμε για δυο-τρεις μέρες.
Τα ταξίδια μας βαστούσαν όσο είχαν υπολογίσει οι οργανωτές, πάντως όχι λιγότερο από ένα week end. Δεν ξέραμε μέρα, δεν ξέραμε νύχτα, ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ούτε εποχές. Όλα είχανε γίνει ίδια. Σεργιανούσαμε λίγο στην ανοιχτή θάλασσα -όσο να γνωριστούν οι επιβάτες μεταξύ τους- κι ύστερα πιάναμε περάσματα, κόλπους, ακρωτήρια, όπου σύχναζαν άλλα καράβια μικρότερα· ψαράδικα, βάρκες, ιστιοφόρα, πλωτές μιζέριες ιθαγενών της περιοχής.
Ξάφνου ο καπετάνιος έδινε το σύνθημα κι όλοι απ’ το πλήρωμα τινάζονταν με φούρια, λες και γινόταν κάτι απρόσμενο, λες κι ήταν δύσκολο πολύ και χρειαζόταν τόλμη και δεξιοτεχνία μεγάλη, λες και θα γύρναγε ο ήλιος ανάποδα.  Κι ύστερ’ από κάθε πετυχημένο χειρισμό, έδειχναν όλη τους την περηφάνια κι έλαμπαν τα γυάλινα μάτια τους με τ’ άσπρα χαμόγελα και φούσκωναν τα στήθια τους σα γαλοπούλες. Και, καλά δασκαλεμένοι από πριν, καμάρωναν να τους βλέπουν οι πελάτες και να παίρνουν απ’ τη χαρά τους κι ανοίγαν τα χρυσά κουμπιά της στολής για να μην τους πνίξουνε δήθεν τα ζήτω, καθώς -το ένα πίσω απ’ το άλλο- βουλιάζαμε τα μικρά πλεούμενα που τυχαίναν στο διάβα μας.
Εγώ δούλευα εκεί. Διόλου μακρινός απ’ την άδεια ζωή τους και τις κράμπες του στομαχιού τους. Διόλου μακρινός απ’ τον ξερόν αέρα που σκαλώνει στο λαιμό και σε πνίγει και θες να σκούξεις σα σφαγμένο κουνέλι. Ο κακόμοιρος, στέρφος, εκείνος παράδεισος! Τόσα γαμήσια, τόσο σπέρμα, τόσες ματιές κι ούτε μια πνοή ζωής. Τόσα μυρωδικά, τόσος κόπος, φροντίδα και χρόνος για να φτιαχτεί ένα ξύδι κακό, σαν κάτουρο ξεχασμένο στην παλάμη κάποιου βράχου.
Ήσαν όλων των λογιών τα υφάσματα, πετράδια και χρυσαφικά -αληθινά και ψεύτικα- οι πόζες όλες, τα χρώματα, τ’ αρώματα, οι αλοιφές κι οι δίαιτες. Οι φόβοι, τα μην αγγίζετε. Τα ψέματα. Όλα εκεί. Χιτώνια περίτεχνα ραμμένα, ρούχα σπάταλα πάνω σε σάρκες νεκρωμένες, με πόρπες βαρύτιμες δήθεν ξεχασμένες πάνω σε ώμους μυρωδάτους, αφήνανε πότε από δω, πότε από κει -ανάλογα με τη στιγμή, την ηλικία, τα σκαλοπάτια της δύναμης, τη σκληρότητα της στύσης κι άλλα πολλά που τα  ξέρεις- να φαίνεται πότε ένας μηρός, πότε μισός αφαλός, πότε ένα κάτι και πάντα ένα αξεδίψαστο θέλω.
Κι ούτ’ ένα πράσινο φύλο. Ούτ’ ένα μυρμήγκι αφημένο στην τύχη του. Μάτια, χέρια, χείλια, ξεφούσκωτοι πνεύμονες καλοί για έν’ αγκομαχητό, για μισή κραυγή· κι αυτή αν την είχαν σκεφτεί από πριν μονάχα.
Εγώ σερβίριζα. Ήξερ’ απ’ έξω όλες τις πολύπλοκες εξωτικές συνταγές -συνήθως απ’ τα μέρη όπου βουλιάζαμε καράβια. Ήξερα όλα τα μπαχάρια και τις δύσκολες σάλτσες με τα παράξενα ονόματα, όλα τα πιοτά· κατάλογος σωστός. Όλα, που γίνονταν ακόμα πιο νόστιμα και πιο φανταχτερά με το ύφος μου· δασκαλεμένος κι εγώ από πριν. Χείλια υγρά, μ’ ένα μυστήριο υποχθόνιο τόνο, με ζεστή φωνή, με πονηρό χαμόγελο, με τα μάτια μου καρφωμένα ίσα στον πελάτη, για να του χαϊδεύουν πότε το στόμα πότε το στομάχι, σκυμμένος λίγο προς το μέρος του, σαν για να τον κάνω συνένοχο, κοινωνό κάποιου θεσπέσιου μυστικού, κάποιου ελιξίριου νέου ή κάποιου φίλτρου μαγικού που θα του έλυνε προβλήματα σωρό μονομιάς, παπαγάλιζα την πραμάτεια μου. Ξέραμε τι θέλουν από πριν κι αυτό τους δίναμε. Παίρναν, νομίζοντας καθένας πως είν’ ο μόνος τυχερός που γεύετ’ ένα πιάτο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτόν, μεσ’ απ’ τα πελώρια καζάνια όπου σιγόβραζαν λογής λογής ύποπτα σφάγια.
(Κι αν θέλετε πόλεμο, εκεί θα ’σαστε. Κι άμα βουλιάξετε, εκεί θα ’σαστε πάλι όπως και πριν· διαρκώς μισούμενη και λατρεμένη κάστα των πιο κρυφών μας ονείρων.)
Πόσα να πεις; Είχαμε πολλούς εμβολισμούς, πολλά ναυάγια κάθε φορά. Έπαιζε ο αριθμός ανάλογα με τα γούστα των πελατών, ανάλογα με την ανία και τα βίτσια τους. Ήταν όμως πάντα μεγάλος. Κάθε βούλιαγμα έφερνε πάνω στο κατάστρωμα και στο μακρύ τζαμωτό σαλόνι μιαν άγρια έξαψη. Ήτανε η στιγμή που ξεφώνιζαν. Το φυλακισμένο αίμα ούρλιαζε τα δικαιώματά του και πάσκιζε να ξεπηδήσει λεύτερο για μια στιγμήν έστω, καθώς παρασυρμένοι όλοι απ’ την ιδέα μιας χαράς, απ’ το μεθύσι μιας εύκολης νίκης, την ώραν ακριβώς που τα έμβολά μας μπήγονταν μέσα στο ανήμπορο θύμα και το ξέσκιζαν, απ’ το τράνταγμα έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και ψάχνονταν στα τυφλά, μέσα στην παραζάλη. Κι όλο τούτο βάσταγε όσο να βουλιάξει ολότελα το λαβωμένο σκαρί και να χαθούν οι άνθρωποί του μέσα στις φοβερές δίνες που φτιάχναμε γυροφέρνοντας το σημείο 0. Κι ανέβαιναν παχειές κόκκινες φουσκάλες που έσπαζαν στον αφρό κι η θάλασσα γύρω κι ο αγέρας έσταζαν αίμα, ξέφτια και σάρκες κομμένες. Μετά ερχόταν ησυχία· όλα τα ξέχναγαν κι ήτανε πάλι όλα όπως πριν.
Χτες το απόγευμα ο ήλιος έπεφτε για ύπνο μπροστά μας ακριβώς πάνω στη θάλασσα. Είχαμε να βουλιάξουμε πλεούμενο απ’ το πρωί, όταν έξω από ένα λιμάνι πνίξαμε μια ψαρόβαρκα με δυο γέρους ασπρομάλληδες, αξύριστους, με χαραγμένα πρόσωπα. Κάθε χρόνος και χίλιες χαρακιές, δυο χιλιάδες. Ένας κόσμος ολάκερος αυτοί οι δυο γέροι, που μόλις πρόλαβαν και σήκωσαν σ’ εμάς απορημένα τα κατάκοπα μάτια τους, σφίγγοντας πάνω στο στήθος τα ψάθινα καπέλα καθώς τους ριχνόμασταν. Πήγαν ίσα στον πάτο με τη γριά ψαρόβαρκα μαζί. Τη σαβανώθηκαν.
Ξάφνου ο καπετάνιος έδωσε το σήμα κι αντήχησαν πιο δυνατά οι μουσικές. Ένα σκαρί πανέμορφο ανέμιζε δροσερά μέσα στον κόκκινο δίσκο του ήλιου, σαν ψαλιδωτό χελιδόνι. Ένοιωσα πάλι τους χτύπους της καρδιάς ανάμεσα στα δόντια και δυο σιδερένια δάχτυλα να μου βιδώνουν τα μηνίγγια μαγνητίζοντας άθελά μου το βλέμμα μου εκεί.
Όλοι σηκώθηκαν να πάρουν.
Το φτάσαμε, του ορμήσαμε, το κόψαμε στα δυο. Γευτήκαμε σκλήθρες απ’ τα ξεσκισμένα σωθικά του, μαζί με αφρούς που μας έρρανε ο μπάτης· σαν κόλλυβα.
Ηδύπαθα χάχανα κι ανόητα πληχτικά χειροκροτήματα -λες για να δώσουν σ’ αυτά τα νεκρά χέρια κάποιαν αίσθηση αφής- ακολούθησαν το πικρό βούλιαγμα. Κι ο καπετάνιος, αφού τίναξε απ’ τους ώμους το βάρος της προσοχής, σαν αρπαχτικό κυνηγόπουλο έλαμπε μέσα στη νεφέλη της νίκης του, σπάθιζε χαμόγελ’ από δω κι από κει και μάζευε φιλάρεσκα τις θηλυκές ματιές, αποθέτοντάς τες
-στεφάνι δοξαστικό- στο μισοσηκωμένο του κιόλας φαλλό.
Ηρέμησαν. Ηρέμησαν πια για σήμερα. Έμεινα μόνος. Απ’ τα καθίσματα πιο βολικά βολεύτηκα εδώ, στον αρμυρισμένο κάβο του καραβιού· τραχιά, σιωπηλή, κουλουριασμένη γλώσσα γεμάτη μυστικά· περιφρόνηση των ανούσιων, τρυφερών κι ευαίσθητων πισινών, που τόσο χάδια τόσα χρόνια και τόσο αίμα, δεν τους δίδαξαν τίποτα.
Ανάσανα. Αύριο πάλι…
 *
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, Μάρτιος του 1976



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.                                                         
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζηδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, KFriar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky  κ.α).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Ττο Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνουτο Θέατρο Τέχνηςτο Κ.Θ.Β.Ετα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β.Αιγαίουτο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυματο χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνώντα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείαςτο Μέγαρο Μουσικήςτο Ε.ΚΕ.ΒΙ κ.α καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Frankfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (Twelve and one lies National Academy of LettersN.Delhi 1998 και Samkaleen PrakashanEditors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφραση.  Η θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’,  διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά ( “YeniAzizlerImge OyukulerIstanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’ θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka edMelbourne, 2004Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, 8/2011. Τουρκική μετάφραση· (Irmikoğlan” Albatros kitabevi YayinlariIstanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir TyatroIstanbul, 4/2012.  Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή Χάριν παιδιάς, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’ χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’ θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
Noyessaying’ θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version του ‘οχιναιλέγοντας’  ISBN 978-93-5016-7, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’ πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’ ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)

 ‘Hayirevet Diyerek’ Τουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (BencekitapAnkara 2015)

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΜΑΛΛΙΔΗΣ

Όταν ξαναγεννηθώ δεν θα έχω μια ανθρώπινη γλώσσα



Όταν ξαναγεννηθώ δεν θα έχω μια ανθρώπινη γλώσσα
θα μιλώ σε όλους και όλοι θα με καταλαβαίνουν
και αυτοί ακόμη που κάνουν τους ανήξερους
θα αναγκαστούν να ομολογήσουν
πως είδαν τον πελώριο δράκο στον ουρανό
και το αερικό που χορεύει στη βροχή
και πως δεν έχει σημασία άλλο να ζουν
σ’ έναν κόσμο που είναι αποκλεισμένοι
Όταν ξαναγεννηθώ δεν θα είμαι πια αποκλεισμένος
από τη ζωή, από τους ανθρώπους, από τις ηδονές,
από τους Θεούς, από τους αγγέλους, από τα ζώα
και από τα φυτά και από τα ψάρια και από τα δέντρα,
δεν θα είμαι αποκλεισμένος από την ουσία του κόσμου
και των πραγμάτων
Δεν θα νιώθω απελπισία, μοναξιά, οδύνη, μίσος
Θα έχω μόνο αισθήσεις, το πιθανότερο
να είμαι μόνο αφή
Ως τότε, δεν θα είμαι παρά το άστρο εκείνο
που κοιτάζετε επίμονα και εύχεστε να συμβεί
ό,τι ποτέ δεν θα συμβεί
Θα είμαι ένα πρόσωπο που κάτι σας θυμίζει
αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε τι είναι εκείνο
που σας συνδέει μαζί του
και είναι το άπειρο δίχως αμφιβολία
και θα είμαι ακόμη αν το θελήσω ο πρώτος
και παντοτινός έρωτάς σας που χάθηκε για πάντα
χωρίς ποτέ να πιστέψετε πως ήταν ο μοναδικός
αληθινός έρωτας
Όταν ξαναγεννηθώ άνθρωπος
δεν θα έχω κανένα σκοπό για να βαδίζω
και το σκέφτομαι σοβαρά
αν θα έχω και συνείδηση
Μάλλον δεν θα με ενδιαφέρει πια να ρωτώ
Θα περνούν μέσα μου τα χρόνια σαν ποτάμια


Ο Αλκιβιάδης Μαλλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Επί 25 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος στη δημόσια τηλεόραση στους τομείς του αμυντικού και του πολιτικού ρεπορτάζ.
Έχει θητεύσει ως αρχισυντάκτης σε τηλεοπτικές εκπομπές και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες  δημοσιογραφικές αποστολές στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Μια «πλάγια θεώρηση» της σεφερικής ποίησης




Προϊόν αγάπης, θαυμασμού και αφοσίωσης στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, το βιβλίο του Γιώργου Δ. Παναγιώτου έρχεται να προστεθεί με αξιώσεις στη σειρά των σημαντικών εργασιών για τον ποιητή της Κίχλης, που κυκλοφόρησαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία.
Συγκροτείται από έντεκα μελετήματα γραμμένα και δημοσιευμένα, πλην ενός, μετά το επετειακό έτος 2000, στα οποία, από διαφορετική κάθε φορά οπτική και για διαφορετικά ποιήματα, ο Παναγιώτου, στηριζόμενος στην ευρυμάθεια που διαθέτει γύρω από την κλασική γραμματεία, μα και την κλασική μουσική, εστιάζει συνήθως σε συγκεκριμένους στίχους, κάποτε με μικροσκοπική διάθεση, τονίζοντας και συνδέοντας τις αντιστοιχίες μεταξύ Σεφέρη, αρχαίων τραγικών και αρχαιοελληνικής γραμματείας γενικότερα.
Το θέμα δεν είναι καινοφανές αλλά, θα τολμούσα να πω, ότι ο συγγραφέας τού προσδίδει μιαν άλλη δροσιά και νέους συσχετισμούς. Με μια ματιά και μόνον στο Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων, ο αναγνώστης διαπιστώνει τη συχνότητα αναφορών στον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, καθώς και σε άλλους συγγραφείς της αρχαιότητας.
Δεν πρόκειται για συστηματική συνολική εξέταση της σεφερικής ποίησης. Περιορίζεται, σωφρόνως, σε μεμονωμένα ποιήματα ή μεμονωμένους στίχους ποιημάτων, ακριβώς σ’ εκείνους που ερέθισαν την ερευνητική και συνδυαστική ικανότητα του Παναγιώτου.
Από τα έντεκα μελετήματα, τρία σχολιάζουν κυπριακά ποιήματα («Εγκωμη», «Ελένη», «Επικαλέω τοι την θεόν…»), δύο άλλα αναφέρονται σε στίχους της Κίχλης, ένα σε ποίημα της συλλογής Μυθιστόρημα, δύο σε ποιήματα του Ημερολογίου καταστρώματος, α΄ («Piazza San Nicolò» και «Ωραίο φθινοπωρινό πρωί»), ένα στο ποίημα «Κυριακή» της ενότητας «Σημειώσεις για μια ‘‘Εβδομάδα’’» του Τετραδίου γυμνασμάτων.
Από τα δύο εναπομένοντα μελετήματα, το πρώτο φέρει τον τίτλο «Σεφερική ποιητική και ονειροπλασία» και το έσχατο σχολιάζει, με πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων, αλλά και με πειστικές ερμηνευτικές προτάσεις, τρία ποιήματα με κοινό τίτλο σε παραλλαγή: «Λυκόπετρα», «Λυκόπετρα 2» και «Λυκόπετρα 3», που δεν περιλαμβάνονταν μέχρι πρότινος στον καθιερωμένο τόμο Ποιήματα, αλλά προέρχονται από το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή, συγκεκριμένα από τις Μέρες Γ΄.
Ο Παναγιώτου προσεγγίζει και ερμηνεύει, με τον πλούσιο γνωστικό και βιβλιογραφικό οπλισμό που διαθέτει, στο εναρκτήριο μελέτημα του βιβλίου το ποίημα «Piazza San Nicolò», που υποτιτλίζει ως «Τοπίο Ερημης Χώρας». Πιστεύω πως πρόκειται για την πιο μεστή εργασία ολόκληρου του τόμου.
Με προσεκτικά και μελετημένα βήματα, με άμεσες, επιτόπιες έρευνες στον Βόλο και την ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, που έχουν αποφέρει πειστικά πραγματολογικά στοιχεία, και με την επικουρία ανέκδοτων επιστολών του Σεφέρη προς την αδερφή του Ιωάννα, φωτίζει ένα από τα πιο «σκοτεινά» ποιήματα στο οποίο συνυπάρχουν μνημονευόμενοι ο Μαρσέλ Προυστ (όχι για μοναδική φορά σε στίχους του Σεφέρη), δικαιολογημένα ο βολιώτικης καταγωγής Τζόρτζιο ντε Κίρικο και εντελώς απροσδόκητα ο Ντοστογιέφσκι.
Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια υποδειγματική ανάλυση, όπως αποδεικνύει και η αρχιτεκτονική δομή της, διαρθρωμένη σε έξι επιμέρους ενότητες. Εξάλλου, σε αδημοσίευτη επιστολή του ποιητή προς την αδερφή του στηρίζεται και το σύντομο μελέτημα που επιγράφεται «Ανέκδοτο σχόλιο του Σεφέρη για το ποίημα ‘‘Ωραίο φθινοπωρινό πρωί’’», που μπορεί να διαβαστεί συνδυαστικά προς την ανάλυση του «Piazza San Nicolò» και προς τα τρία ποιήματα της «Λυκόπετρας».
Και τούτο, γιατί και τα πέντε αυτά ποιήματα συνιστούν και συγκροτούν μιαν ενότητα, καθώς είναι γραμμένα την ίδιαν εποχή, στον ίδιον χώρο και εκφράζουν παραπλήσια συναισθήματα.
Είναι γνωστό πως ο Σεφέρης συχνά συνθέτει τα ποιήματά του με τη υποστήριξη αρχαίων συγγραφέων. Από καιρό έχει επισημανθεί σχετικώς πως στα κυπριακά ποιήματά καταφεύγει συχνότερα από άλλοτε προς τον Ευριπίδη, γεγονός που διευκολύνει την αρχαιομάθεια του Παναγιώτου και την ανάλογη αγάπη του προς τον αρχαίο τραγικό ποιητή.
Ετσι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχόλια γύρω από τη μορφή και τον συμβολισμό της «οδηγήτρας» στο ποίημα «Εγκωμη», θέμα που απέφυγε να ερμηνεύσει ο Γ.Π. Σαββίδης στο πρώιμο, εξαντλητικό μελέτημά του «Μια περιδιάβαση, Σχόλια στο …Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…», και που έχει απασχολήσει αρκετούς μεταγενέστερους μελετητές.
Αντίθετα προς όσα έχουν υποστηριχτεί κατά καιρούς, ότι δηλαδή η «οδηγήτρα» του ποιήματος μπορεί να αναφέρεται στην Παναγία ή απλώς στη θεά Αφροδίτη, ο Παναγιώτου αποφαίνεται πως «με στοιχεία που υπάρχουν μέσα στο ποίημα, η οραματική γυναικεία μορφή μπορεί να ταυτιστεί μόνον με την Πάνδημο Αφροδίτη, και μετά την ανάληψη με την Αφροδίτη Ουρανία» (σ. 86).
Δύο άλλα μελετήματα (αθροιζόμενα σε αριθμούς σελίδων είναι και τα εκτενέστερα) συγκροτούν υπομνήματα σε στίχους της Κίχλης και θα έλεγα πως αποτελούν «γλώσσες» (κατά τη σεφερική ορολογία). Στο επιγραφόμενο «Σεφερική ποιητική και ονειροπλασία», εξετάζεται ο ρόλος των ονείρων στην ποίηση του Σεφέρη, θίγεται δηλαδή ένα ευρύτερο θέμα με ποικίλες διακλαδώσεις και όχι μόνον στην ποιητική δημιουργία, θέμα προς το οποίο καταφεύγουν ανά τους αιώνες άπειροι δημιουργοί.
Στο εκτενές εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου, επιγραφόμενο «Αντί προλόγου», ο συγγραφέας υποδεικνύει, εκτός των άλλων, πως «σε ορισμένα ερμητικά ποιήματα, μπορούμε, έξω από την αυστηρή φιλολογική εξέταση, να δοκιμάσουμε και μια πλάγια θεώρηση και να ανακαλύψουμε στη ζωγραφική, τη μουσική, τον κινηματογράφο, αλλά κυρίως στο αρχαίο δράμα κρυμμένες ερμηνείες».
Η ενασχόληση του Παναγιώτου με τη σεφερική ποίηση είναι μια εργασία εν προόδω, μια συνεχιζόμενη δοκιμή και δοκιμασία. Η Μποτίλια στο πέλαγο, πέρα από τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της σε συγκεκριμένα ποιήματα, έρχεται να αναθερμάνει τη μάλλον άτονη σεφερική φιλολογία των τελευταίων χρόνων.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Bildungsroman


Τα Bildungsroman και Erziehungsroman είναι γερμανικοί όροι που σημαίνουν «μυθιστόρημα διάπλασης» ή «μυθιστόρημα μαθητείας». Το θέμα των εν λόγω μυθιστορημάτων είναι η διαμόρφωση του πνεύματος και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, καθώς μέσα από διάφορες εμπειρίες —και συχνά μέσα από μια πνευματική κρίση— περνά από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα, ένα στάδιο στο οποίο συχνά συνειδητοποιεί κανείς την ταυτότητα και το ρόλο του στον κόσμο. […] Ένα σημαντικό υπο-είδος του Bildungsroman είναι το Künstlerroman («μυθιστόρημα διάπλασης του καλλιτέχνη»), που περιγράφει την πορεία ενός συγγραφέα ή κάποιου άλλου καλλιτέχνη από την παιδική ηλικία ως το στάδιο της ωριμότητας, όπου πλέον αναγνωρίζεται το καλλιτεχνικό πεπρωμένο και ταλέντο του πρωταγωνιστή σε μια συγκεκριμένη τέχνη. […]
 M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 291.


Το bildungsroman είναι ένα μυθιστορηματικό είδος που άνθησε στη Γερμανία τον 18ο και 19ο αιώνα. Ο όρος «Bildung» σημαίνει «διάπλαση», «διαμόρφωση». Προέρχεται από τη λέξη «Bild» «εικόνα», με τη σημασία που αποκτά η λέξη στα εκκλησιαστικά κείμενα, δηλαδή σε σχέση με το πλάσιμο του ανθρώπου κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Θέμα του μυθιστορηματικού αυτού είδους δεν είναι γενικά η εφηβεία ή η νεότητα. Η ηλικία της εφηβείας αποτελεί απλώς το πλαίσιο για τη διαδικασία της ενηλικίωσης του νέου, που συνεπάγεται μια περίοδο μαθητείας, αγωγής. Κλασικό πρότυπο του είδους θεωρείται το έργο του Goethe Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλελμ Μάιστερ, έργο που ωρίμασε αργά, από το 1777 έως το 1829. Στο συγκεκριμένο Bildungsroman παρακολουθούμε τη μύηση του αδιαμόρφωτου ακόμη εφήβου στον κόσμο των «ενηλίκων», που τίθεται ως κόσμος της ώριμης και κατασταλαγμένης σκέψης. Η διάπλαση της προσωπικότητας του Βίλελμ Μάιστερ και η ενηλικίωσή του δεν πραγματοποιούνται σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο πρότυπο, αλλά μετά από μια περιπλάνηση σε διαφορετικούς κόσμους εμπειρίας, με στόχο την ολοκλήρωση των δυνάμει υπαρχουσών αρετών του και τη συμφιλίωση, δηλαδή την ένταξή του. […]
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μυθιστόρημα εφηβείας που αναφέρεται στη διάπλαση, μαθητεία ή αγωγή είναι κατεξοχήν ένα μυθιστορηματικό είδος στο οποίο οι συγγραφείς αναφέρονται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ενδιαφέρει όχι αν κάτι τέτοιο αληθεύει, αλλά γιατί θέτουν αυτό το ερώτημα οι μελετητές, γιατί δηλαδή αναζητούν αυτοβιογραφικές αναφορές ειδικά σ’ αυτά τα μυθιστορήματα, τα οποία, ας σημειωθεί, κατά κανόνα είναι τριτοπρόσωπα. Η παραπάνω αντίληψη ενδεχομένως να απηχεί την πεποίθηση ότι η μύηση του νέου στη ζωή των ενηλίκων αποτελεί την κεντρική, πρωταρχική και ξέχωρα φορτισμένη εμπειρία της ζωής, συνεπώς μια εμπειρία την οποία οι μυθιστοριογράφοι αναπλάθουν στη βάση των ατομικών τους βιωμάτων.
 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας». Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 60-61 & 62.


[…] Αν και η διαπίστωση της κριτικής είναι ότι το bildungsroman με την κλασική δυτικοευρωπαϊκή έννοια υποεκπροσωπείται στην ελληνική πεζογραφία ή εμφανίζεται με «αναιμική» μορφή […] υπάρχουν ορισμένα έργα τα οποία αναφέρονται σταθερά ως ανήκοντα στο είδος όπως τα: Eroica (1938) του Κ. ΠολίτηΛεωνής (1940) του Γ. Θεοτοκά και Τα ψάθινα καπέλα (1946) της Μ. Λυμπεράκη — στα δύο τελευταία μάλιστα αναγνωρίζεται η ειδική απόχρωση του Künstlerroman. Στο πλαίσιο του bildungsroman έχουν συζητηθεί, μεταξύ άλλων, και τα μυθιστορήματα Το φλογισμένο ράσο (1911) του Πλ. Ροδοκανάκη, Παραστρατημένοι (1935) της Λ. Νάκου, Ταξίδι με τον Έσπερο (1946) του Άγγ. Τερζάκη, Ο ήλιος του θανάτου (1959) του Π. ΠρεβελάκηΗ αρχαία σκουριά (1979) της Μ. Δούκα, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987) της Ά. Ζέη. Στους ευρύτερους ορίζοντες του μυθιστορήματος εξέλιξης θα μπορούσαν να ενταχθούν επίσης έργα όπως το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) του Ν. Καζαντζάκη και οι Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Σ. Τσίρκα. Ο όρος σήμερα συχνά χρησιμοποιείται αμετάφραστος ενώ η πιο δόκιμη απόδοση είναι «μυθιστόρημα διαμόρφωσης». Θα πρέπει επίσης να γίνεται διάκριση από τον όρο «μυθιστόρημα της νεότητας» […], είδος το οποίο αντιμετωπίζει τη νέα γενιά ως κοινωνική κατηγορία και την τοποθετεί μέσα σε έντονες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις.
 Γιάννης Πάγκαλος, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 298.


Ορισμένα ελληνικά μυθιστορήματα της γενιάς του ’30 όπως ο Απόγονος (1935) του Θανάση Πετσάλη, η Eroica(1938) του Κοσμά Πολίτη, το Προμήνυμα (1943) του Αντώνη Βουσβούνη, η Αιολική γη (1943) του Ηλία Βενέζη, τοΤαξίδι με τον Έσπερο (1946) του Άγγελου Τερζάκη, έχουν συζητηθεί ως μυθιστορήματα εφηβείας. Πρόκειται περισσότερο όμως για έργα στα οποία οι συγγραφείς κρατούν πεισματικά τους ήρωές τους μακριά από προβληματισμούς που σχετίζονται με τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και εστιάζουν το βάρος σε δύο τομείς: τον έρωτα και τη φύση. Το θέμα τους συγγενεύει περισσότερο με το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Alain Fournier Ο Μεγάλος Μωλν (1913).
Δεν είναι τυχαίο που η τελευταία αυτή εκδοχή του μυθιστορήματος εφηβείας γνώρισε στην Ελλάδα και τη μεγαλύτερη επιτυχία: τόσο για τον Λοΐζο της Eroica του Κοσμά Πολίτη όσο και για τον Γλαύκο στο Ταξίδι με τον Έσπερο του Άγγελου Τερζάκη, η φύση και ο έρωτας είναι κλειδιά της πλοκής. Οι έφηβοι ζουν στη μυστηριακή και μαγική ατμόσφαιρα των επαρχιακών τοπίων και δεν διαπραγματεύονται την κοινωνική τους ένταξη ή την πνευματική τους ωρίμανση αλλά την ευόδωση —ή την κατάρρευση— των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, όπου το υλικό στοιχείο, το σώμα, σαφώς διαχωρισμένο από το πνεύμα, θάλλει στους χώρους όπου η διαφορά αυτή δηλώνεται κατάφωρα: όχι στην πόλη, αλλά στην εξοχή, όχι στην κλειστή κάμαρα ή στο σχολείο, αλλά στις συστάδες των κήπων και στις βαριές μυρωδιές ή τα αρώματα του στάβλου ή του δάσους. Την τελειότερη εκδοχή του είδους τη βρίσκουμε στα Ψάθινα καπέλα (1946) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Δεν έχουμε λόγο να διαφωνήσουμε με τον Στρατή Τσίρκα, που υποστήριξε ότι το μυθιστόρημα εφηβείας στην Ελλάδα έδωσε δείγματα αισθητικών αλλά όχι πνευματικών αναζητήσεων και σοβαρού προβληματισμού, θεωρώντας εξαίρεση το μυθιστόρημα του Κύπριου Νίκου Νικολαΐδη Το στραβόξυλο, με θέμα την περιπέτεια και τους αγώνες του Δελμούζου στο Παρθεναγωγείο του Βόλου.
 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας». Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 68-69.

«Τόποι της λογοτεχνίας» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ


Το θέμα είναι γοητευτικό και η ποικιλία τόση, που σχεδόν έχουμε όλη την Ελλάδα γεωγραφικώς και συναισθηματικώς στο πιάτο μας. Οι εκατόν τριάντα τέσσερις συγγραφείς, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, εκφράζουν αυτό που έχει καταγραφεί στη μνήμη, που έχει σημαδέψει την ψυχή του και έχει βρει μόνιμη θέση στην καρδιά του. Τελικά, ο κάθε μνημονευόμενος τόπος δεν είναι άλλο από μια παραλλαγή του πρωταγωνιστικού ή παρατηρητικού εγώ του γράφοντος. Οπότε το κείμενο μοιάζει να λέει «εγώ είμαι ο τόπος σου·/ ίσως να μην είμαι κανείς/ αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις», καθώς έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης («Επί Σκηνής» Δ’), σημαδεμένος από τόπους και χρόνους.
Το βιβλίο Τόποι της λογοτεχνίας είναι μια πανδαισία διαθέσεων. Πικρή, ανάλαφρη, νοσταλγική, ρομαντική, παθητική, χιουμοριστική, ιστορική, κοινωνική, ψυχολογική. Δείγμα της καρδιάς που την κατέγραψε. Διαβάζοντας μαζί με τον συγγραφέα, ξαναβλέπω ζωντανή την Ιστορία. Παλιές γειτονιές, έθιμα και συνήθειες που ξεχάστηκαν, αφηγήσεις που ξεφεύγουν από τον κανόνα.
Το βιβλίο Τόποι της λογοτεχνίας είναι μια πανδαισία διαθέσεων. Πικρή, ανάλαφρη, νοσταλγική, ρομαντική, παθητική, χιουμοριστική, ιστορική, κοινωνική, ψυχολογική. Δείγμα της καρδιάς που την κατέγραψε.
Έτσι ανακατωτά και χωρίς σειρά, φυλλομετρώντας και μυρίζοντας τις σελίδες, κρατώντας σημειώσεις, γράφω: Άρης Μαραγκόπουλος: «Ο αέρας μυρίζει λυγαριά, πικροδάφνη και αλμύρα από την εκβολή του ποταμού στην κοντινή θάλασσα. Βουτάω μέσα στα βρύα. Χάνομαι στο αμνιακό υγρό. Όταν βγαίνω έξω, νιώθω ανάλαφρος σαν παιδί». Και κείνο το σχόλιο για τους παραθεριστές που φτάνουν σ’ έναν τόπο και ζητούν την «καλή» παραλία, την «καλή» «ταβέρνα», το «καλό» μπαράκι, σαν να μην έχει το νησί τίποτα άλλο από παραλία, ταβέρνα, μπαράκι… Πες τα, χρυσόστομε, και ο επίλογός του μαχαίρι κοφτερό: «Μιλώ για την ιστορία. Μιλώ για την Ικαρία». Κυριάκος Ντελόπουλος. Μωραΐτης με όνομα Κυριάκος; Αυτοσαρκάζεται και επιβάλλεται… Αχιλλέας Κυριακίδης, τρία φραγκμέντα. Επιλέγω από το πρώτο την ευρεσιτεχνία να κατεβεί άνετα τα πεντακόσια ογδόντα οκτώ σκαλιά, παρακάμπτοντας το πρωτόκολλο, για να φτάσει στον γιαλό: μεταμορφώνεται σε «άνεμο, εννιά μποφόρ, σιρόκος με τα όλα του». Από το δεύτερο, τα σπλάχνα εκείνου που πέθανε από «υπερβολική δόση Αιγαίου», με ένα χρόνιο ανικανοποίητο αίσθημα, δύο μικρές χαμένες ατλαντίδες και τη λέξη ΑΛΚΜΗΝΗ. Και από το τρίτο την ευχή, από την ανίατη αμνησία του να εξαιρεθούν δυο-τρεις στίχοι, το χαμόγελο της Ιωάννας και το χρώμα των σπιτιών, όταν δύει ο ήλιος στη Σαντορίνη. Που πάει να πει πως με αυτά τα τρία ανασυνθέτει τον κόσμο του «σε ώρα ανάγκης». Ο Χριστόφορος Λιοντάκης με εκστασιάζει με τον Μινώταυρο: «Μ’ εναγκαλίζεται ο Μινώταυρος/ μας είδανε μαζί πολλές φορές/ με κυνηγά/ τον κυνηγώ/ ποικίλλουν οι φήμες». Όμως δεν με αφήνει αδιάφορη κι εκείνη η σημαία: «μια καθαρεύουσα Ελλάς/ λικνίζεται στο γαλανόλευκο». Ο Γιώργος Βέης με ραντίζει με ρετσίνι «σαμιώτικης σοφίας», με «πευκοβελόνες ρίγη», στην «πρώτη ανταύγεια του μεσημεριού», με τις «ψυχές» του ή τις «λέξεις» του, σαν προγονικούς θεματοφύλακες, «μέχρι να σταματήσει ο κόσμος σ’ ένα φιλί αναγέννησης».
Η Αμοργός έχει διπλή επίσκεψη. Και η Ζντράβκα Μιχαήλοβα και ο Αντώνης Φωστιέρης τής αφιερώνουν κείμενο, η πρώτη, και ποίημα, ο δεύτερος. Το νησί που από το φυσικό του τοπίο και τα παθήματά του (από το ρήμα «αμέργω» – αρμέγω, συνθλίβω, στύβω, βασανίζω) πρόβαλε την ομορφιά του και αναδείχτηκε σε σύμβολο όλης της Ελλάδας, πρότυπο νησιωτικής ομορφιάς και περίληψη ιστορικών παθών. Η Τασούλα Καραγεωργίου ανιχνεύει τα υπόγεια νερά του Κεραμεικού με την αργοκίνητη χελώνα της. Κάτι ανάλογο επιχειρεί και η Αθηνά Παπαδάκη. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης, παραισθητικά, θωρώντας τα αναμμένα φώτα της Βουλής, φαντάζεται καράβι την Αθήνα που έχει σαλπάρει τη νύχτα χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Σαν να ακούω από το βάθος τον Σεφέρη να ρωτά: «Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι/ κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;» – προφητικοί και οι δύο. Η Αριστέα Παπαλεξάνδρου μάς ξεναγεί στα Εξάρχεια, σε «φωνές και πρόσωπα» των «Άστατων καλοκαιριών» που γίναν στο τέλος «ανείπωτα». Ο Γιάννης Πατίλης μάς θυμίζει, εκτός των άλλων, τη θαλερή κάποτε Σταδίου και το Θέατρο Τέχνης, τον Κουν και δυο-τρεις ακόμα μυθικούς συνεργάτες του. Ο Χρυσοβαλάντης του Μάκη Τσίτα, «Μάρτυς μου ο Θεός» μας ενημερώνει για τους οίκους ανοχής στο υπογάστριο της Αθήνας, Μενάνδρου και Πειραιώς, το ένα, στο αστικό κέντρο, στο καθωσπρέπει Κολωνάκι το άλλο, στη Σατωβριάνδου ένα τρίτο, για να καταλήξει σε πλήρη παράκρουση στα σκαλιά της Μητρόπολης. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος μνημονεύει τους αγγέλους του Ανδρέα Καρκαβίτσα και Γιάννη Βλαχογιάννη που ψέλνοντας τον έμαθαν να αντέχει. Ο Ντίνος Σιώτης μιλάει για την Τήνο και τα άλλα δισύλλαβα νησιά των Κυκλάδων, μ’ εκείνη τη «Δήλο, δηλαδή» τις «μικρές κορφές βουνών». Ο Γιάννης Στεφανάκης, όχι τόσο γιατί τον Αύγουστο είναι «παχιές οι μύγες και καστανόξανθος ολόγυρα ο τόπος», αλλά για το εκκλησάκι «που σαν άσπρη κιμωλία βρίσκεται στην κορφή του, ή για τον γρανιτένιο βράχο, που σαν ουρά χελιδονιού σχίζει και τεμαχίζει τον αέρα».
Όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι ωραία, το καθένα με την ιδιαιτερότητά του και την ειδική ομορφιά του, και όλα μάς ταξιδεύουν στην Ελλάδα «που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει», όπως λέει ο Σεφέρης (Μέρες Γ’, σελ.95), αλλά και που την αγαπάμε και τη νοσταλγούμε, μέσα από τα πάθη της και τις εμπειρίες μας.
Στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη σταματώ για το έτυμον της λέξης: «Η Αιγιαλούσα, “όνομα νησιωτικόν” διαπλαταίνει κατά συρροήν την έννοια του ύδατος με τη φωτοπλημμύρα τ’ ουρανού από τις στραφταλίδες (ψιλοβελονιές) και τις χρυσές ανταύγειές της». Ο Δημήτρης Αλεξίου για την «Ασίνη ή Το δαχτυλίδι», με άλλα λόγια για τη μνήμη του Σεφέρη. Ο Βασίλης Βασιλικός για τον ηρωικό παππού που τον «παραμύθιαζε με τις ιστορίες του», του χάρισε ένα φλόμπερ κι έτσι μεταπήδησε στον Φλωμπέρ, παραμυθιάζοντας εμάς! Ο Ηλίας Γκρής με τον Αλφειό πρόγονό του ποταμό που «ρουθουνίζει στα ενύπνια των νικημένων» κι ο Στάθης Κουτσούνης που μεταμορφώνεται ο ίδιος σε Αλφειό, που αφρίζει και ψάχνει διψασμένο φίδι να βρει την άφαντη πηγή του. Ο Ηλίας Κεφάλας πιάνει ένα άλλο διάσημο ποτάμι, τον Πηνειό με την «ανάσα» την «κοφτή σαν εμβατήριο». Ο Σωτήρης Σαράκης τον Αχελώο, όπου «βουίζουν τα νερά της μνήμης». Ο Γιώργος Θεοχάρης θυμάται τα «ένδοξα χρόνια της παιδικής φτώχιας» και, στο μάθημα της γεωγραφίας, ότι «η υδρόγειος και των λαών η ανεξαρτησία χωρίζονται σε μεσημβρινούς και παράλληλους σκοπιμότητας».
Όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι ωραία, το καθένα με την ιδιαιτερότητά του και την ειδική ομορφιά του, και όλα μάς ταξιδεύουν στην Ελλάδα «που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει», όπως λέει ο Σεφέρης (Μέρες Γ’, σελ.95), αλλά και που την αγαπάμε και τη νοσταλγούμε, μέσα από τα πάθη της και τις εμπειρίες μας.

" Ο καθρέφτης και το φως" M. H. Abrams



μετάφραση: Άρης Μπερλής




Στην προσπάθειά τους να χαρακτηρίσουν την τέχνη, οι άνθρωποι μέχρι το μισό του 18ου αιώνα ακολουθούσαν την πεποίθηση του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, ότι δηλαδή ο νους είναι καθρέφτης που αντανακλά τον εξωτερικό κόσμο - άρα η τέχνη για τον Πλάτωνα είναι το κάτοπτρο που ανακλά εξωτερικά αντικείμενα, είναι, δηλαδή, η μίμηση της φύσης. Αργότερα, το ρομαντικό κίνημα συνέβαλε στην εδραίωση της άποψης ότι ο νους εκπέμπει το δικό του φως και άρα η τέχνη παύει να είναι απλή μίμηση της φύσης, αλλά διαμορφώνει τη δική της, λαμπρότερη εικόνα. Ο καθρέφτης είναι η μίμηση και το φως είναι η αυτενέργεια και η έκφραση του υποκειμένου. 
Το βιβλίο "Ο καθρέφτης και το φως", που γράφτηκε το 1953, αποτελεί σταθμό στη νεότερη φιλολογία και βασική πηγή για τη μελέτη του ρομαντισμού, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση του κινήματος πενήντα χρόνια μετά την απαξίωσή του από τους μοντερνιστές ποιητές του εικοστού αιώνα.

M. H. Abrams έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο για την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής.."
Rene Wellek, Comparative Literature

"Ένα βιβλίο άψογο στη σύλληψή του όσο και στην υλοποίησή του. Σημαντική συμβολή στα πεδία της συγκριτικής λογοτεχνίας, της ιστορίας της αγγλικής λογοτεχνίας αλλά και αισθητικής και της ιστορίας των ιδεών". 
Harry Bergholz, Modern Language Journal



Το βιβλίο Ο Καθρέφτης και το Φως (The Mirror and the Lamp) του διαπρεπούς κριτικού, ιστορικού και θεωρητικού της λογοτεχνίας M.H. Abrams αποτελεί σταθμό στη νεότερη φιλολογική επιστήμη και το βασικότερο ίσως εγχειρίδιο για τη μελέτη του Ρομαντισμού, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αποκατάσταση της εγκυρότητας των κριτηρίων του πενήντα χρόνια μετά την απαξίωση του ρομαντικού ρεύματος από τους μοντερνιστές του 20ού αιώνα. Εκδόθηκε το 1953 κι από τότε αποτελεί σημείο αναφοράς στις διεθνείς συζητήσεις για τον Κλασικισμό και τον Ρομαντισμό. Είχαμε την τύχη, μάλιστα, από το 2001 να έχουμε την ελληνική μετάφραση του έργου από έναν πολύ άξιο μεταφραστή, τον Άρη Μπερλή. Η ανά χείρας έκδοση είναι η δεύτερη.

Σκοπός του συγγραφέα είναι να εξάρει την κεντρική θέση που κατέχει η ρομαντική εποχή (από τα μισά του 18ου αι. κ.ε.) στη γενική ιστορία της κριτικής της τέχνης. Μέχρι τότε οι κριτικοί ακολουθούσαν τη «μιμητική» θεωρία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή ο νους μας είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου, μιμείται, με άλλα λόγια, τη φύση. Υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στους δύο φιλοσόφους μία βασική διαφορά. Ενώ δηλαδή η πλατωνική άποψη ότι η τέχνη, ως απομίμηση όψεων του κόσμου, είναι «τρίτον από της αληθείας» (αφού ως πρώτη αξία αναγνώριζε τον Κόσμο των Ιδεών και ως δεύτερη τη φύση), ήταν απαξιωτική για την τέχνη, δεν συνέβαινε το ίδιο με την αριστοτέλεια ερμηνεία της τέχνης, αφού ο μαθητής του Πλάτωνα δεν παραδεχόταν τον κόσμο των Ιδεών-κριτηρίων. Έτσι, η τέχνη ως μίμηση απευθείας της φύσης δεν είχε κάτι το υποτιμητικό, ιδίως όταν ο Αριστοτέλης όριζε ως αντικείμενο της μίμησης τις ανθρώπινες πράξεις.

«Ο καθρέφτης» υποδηλώνει τη θεωρία της «μίμησης» και το «φως» τη ρομαντική αντίληψη για το νου, ο οποίος φωτίζει τα πράγματα ως «προβολέας» και συμβάλλει στην αντίληψη του κόσμου.

Αυτή την παραδοσιακή αντίληψη για την τέχνη έρχονται να ανατρέψουν οι Ρομαντικοί, που δεν δέχονται το νου ως παθητικό δέκτη της πραγματικότητας, αλλά τον θεωρούν αυτοδύναμο και ότι εκπέμπει το δικό του φως. Τονίζεται δηλαδή η αυτενέργεια και η προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου: «Ο καθρέφτης» υποδηλώνει τη θεωρία της «μίμησης» και το «φως» τη ρομαντική αντίληψη για το νου, ο οποίος φωτίζει τα πράγματα ως «προβολέας» και συμβάλλει στην αντίληψη του κόσμου.
Αυτές οι δύο κοινές και αντιθετικές μεταφορές του νου αποτελούν το αντικείμενο αυτού του βιβλίου του Abrams, στην πρόθεση του οποίου δεν είναι η υποστήριξη της μίας σε βάρος της άλλης. Θεωρεί μάλιστα και τις δύο εξίσου αξιόλογες και τις μελετά με την ίδια σοβαρότητα, όπου τις συναντά, στo πλαίσιo κυρίως του βρετανικού Νεοκλασικισμού και του αγγλικού Ρομαντισμού, έχοντας πάντοτε, όπως προλογικά διευκρινίζει, προ οφθαλμών την αισθητική θεωρία του δέκατου όγδοου αιώνα, αλλά και αισθητικές παρατηρήσεις και προβληματισμούς των Γερμανών φιλοσόφων της εποχής (Χέρντερ, Καντ). Στην ουσία το βιβλίο του Abrams αποτελεί μία καταγραφή της πολύτροπης και ριζικής μετατόπισης του αισθητικού ενδιαφέροντος από τη φύση στον καλλιτέχνη και των δυσκολιών που αντιμετώπισε αυτή η άποψη από τις ανταγωνιστικές θεωρίες. Ασφαλώς δεν έμειναν έξω από την έρευνα του συγγραφέα οι σοβαρές επιπτώσεις που είχαν οι νέες κριτικές-φιλοσοφικές θέσεις, οι οποίες εκτόπισαν τις παλιές, στο μέλλον της ποίησης.
Στην έρευνά του για τον τρόπο που έγινε αυτή η εκτόπιση, επειδή οι κριτικές θεωρίες που διατυπώθηκαν από τα χρόνια του Αριστοτέλη μέχρι τις αρχές του 20ού αι. ήταν περισσότερες από είκοσι, όπως τις είχε καταγράψει στα 1934 ο Ι.Α. Ρίτσαρντς (Αρχές της λογοτεχνικής κριτικής), και με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει ανάμεσά τους κριτική ομοφωνία, όπως ίσως στις θετικές επιστήμες, ο Abrams ορίζει, με αξιοθαύμαστη επιστημονική αμεροληψία, ένα αναλυτικό σχήμα, το οποίο από τη μια αποφεύγει να επιβάλλει τη δική του φιλοσοφία και από την άλλη δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οι θεμελιώδεις κοινές διακρίσεις που βρίσκει κανείς στις περισσότερες κριτικές θεωρίες. Το σχήμα αυτό, που είναι ένα τρίγωνο, έχει στο κέντρο του το έργο που πρέπει να ερμηνευτεί, στη βάση του τον καλλιτέχνη που το δημιουργεί και το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται το έργο. Στην κορυφή του έχει τον κόσμο, δηλαδή το «θέμα», που έχει την όποια σχέση με μιαν αντικειμενική τάξη πραγμάτων, με άλλα λόγια τη «φύση».
Αν και κάθε επαρκής κριτική θεωρία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία, να αναδεικνύει τη διαλεκτική ενότητα των τριών στοιχείων (καλλιτέχνη, έργου και ακροατηρίου), στην πράξη επάνω οι κριτικοί, επειδή το κάθε στοιχείο παρουσιάζει τεράστια ποικιλομορφία κι ακόμη επειδή ο καθένας τους χρησιμοποιεί διαφορετική κριτική θεωρία και ρητή ή λανθάνουσα «κοσμοθεωρία», προσανατολίζονται συνήθως προς ένα και μόνο από τα παραπάνω στοιχεία. Πάντως στην έρευνά του ο συγγραφέας, αφού εξετάσει διεξοδικά με βάση το προτεινόμενο σχήμα τις διάφορες κριτικές θεωρίες που διατυπώθηκαν μέχρι τα μισά του 18ου αι., οι οποίες λιγότερο ή περισσότερο παραδέχονται την κλασική θεωρία της μίμησης (Σάμουελ Τζόνσον, Αλεξάντερ Πόουπ) κι αφού παρακολουθήσει τη βαθμιαία εκ των πραγμάτων εκτόπισή της από τη θεωρία των Ρομαντικών (Γουέρντσγουερθ, Κόουλριτζ, Μιλ), καταλήγει ότι το βασικό χαρακτηριστικό στις περισσότερες θεωρίες στις αρχές του 19ου αι. είναι εκείνο που θεωρεί την ποίηση ως «ξεχείλισμα του αισθήματος», του «πάθους», ως «έκφραση» (“expression”) ισχυρών αισθημάτων και τον ποιητή κύριο παράγοντα της ερμηνείας. Πολλή αξία έχουν σ’ αυτό το σημείο οι σελίδες του βιβλίου (σ.225-230) όπου περιγράφονται τα κριτήρια του Ρομαντισμού, όπως τα συνόψισε ο Γουέρντσγουερθ στην «Εισαγωγή» του βιβλίου του Λυρικές Μπαλάντες, και τα οποία θα διαδραματίσουν σπουδαιότατο ρόλο στο μέλλον της ποίησης.

Το βιβλίο του Abrams αποτελεί μία καταγραφή της πολύτροπης και ριζικής μετατόπισης του αισθητικού ενδιαφέροντος από τη φύση στον καλλιτέχνη και των δυσκολιών που αντιμετώπισε αυτή η άποψη από τις ανταγωνιστικές θεωρίες. 

Και για τις ανάγκες αυτής της παρουσίασης, για να γίνει καθαρότερη η ρομαντική άποψη για την «έκφραση», παραθέτω δυο μεταφορές του Βύρωνα:
«Όπως στην αμμουδιά τα κύματα επιτέλους σπάζουν, έτσι τα πάθη, φτάνοντας στο απροχώρητο, ορμάνε στην ποίηση, που είναι κι αυτή πάθος...» και: «Η ποίηση είναι η λάβα της φαντασίας που ξεχειλίζει για να αποτραπεί ο σεισμός» (σ.114).
Ακόμη παραπέρα, ο καλλιτέχνης, εκτός από την προσωπική του έκφραση, με το έργο του παρουσιάζει καταστάσεις της «ανθρώπινης αισθαντικότητας». Έτσι η τέχνη αποκτά ευρύτερο επικοινωνιακό χαρακτήρα και ο καλλιτέχνης γίνεται η πηγή της «ακτινοβολίας», πηγή φωτός (λύχνος, λαμπάδα, προβολέας).
Τελειώνοντας αυτή την τόσο σύντομη και ελλιπή παρουσίαση αυτού του μνημειώδους έργου του Abrams, θα ήθελα να πω στον αναγνώστη, που στην περίπτωση αυτού του βιβλίου θα είναι ο φιλόλογος, ο λογοτέχνης, ο κριτικός, ο ποιητής και βέβαια ο καθένας που ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την ποίηση και γενικότερα για την τέχνη, ότι ο κόπος της ανάγνωσης δεν θα μείνει χωρίς τις αντίστοιχες πολλές και ποιοτικές απολαβές.