Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

" Ο καθρέφτης και το φως" M. H. Abrams



μετάφραση: Άρης Μπερλής




Στην προσπάθειά τους να χαρακτηρίσουν την τέχνη, οι άνθρωποι μέχρι το μισό του 18ου αιώνα ακολουθούσαν την πεποίθηση του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, ότι δηλαδή ο νους είναι καθρέφτης που αντανακλά τον εξωτερικό κόσμο - άρα η τέχνη για τον Πλάτωνα είναι το κάτοπτρο που ανακλά εξωτερικά αντικείμενα, είναι, δηλαδή, η μίμηση της φύσης. Αργότερα, το ρομαντικό κίνημα συνέβαλε στην εδραίωση της άποψης ότι ο νους εκπέμπει το δικό του φως και άρα η τέχνη παύει να είναι απλή μίμηση της φύσης, αλλά διαμορφώνει τη δική της, λαμπρότερη εικόνα. Ο καθρέφτης είναι η μίμηση και το φως είναι η αυτενέργεια και η έκφραση του υποκειμένου. 
Το βιβλίο "Ο καθρέφτης και το φως", που γράφτηκε το 1953, αποτελεί σταθμό στη νεότερη φιλολογία και βασική πηγή για τη μελέτη του ρομαντισμού, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση του κινήματος πενήντα χρόνια μετά την απαξίωσή του από τους μοντερνιστές ποιητές του εικοστού αιώνα.

M. H. Abrams έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο για την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής.."
Rene Wellek, Comparative Literature

"Ένα βιβλίο άψογο στη σύλληψή του όσο και στην υλοποίησή του. Σημαντική συμβολή στα πεδία της συγκριτικής λογοτεχνίας, της ιστορίας της αγγλικής λογοτεχνίας αλλά και αισθητικής και της ιστορίας των ιδεών". 
Harry Bergholz, Modern Language Journal



Το βιβλίο Ο Καθρέφτης και το Φως (The Mirror and the Lamp) του διαπρεπούς κριτικού, ιστορικού και θεωρητικού της λογοτεχνίας M.H. Abrams αποτελεί σταθμό στη νεότερη φιλολογική επιστήμη και το βασικότερο ίσως εγχειρίδιο για τη μελέτη του Ρομαντισμού, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αποκατάσταση της εγκυρότητας των κριτηρίων του πενήντα χρόνια μετά την απαξίωση του ρομαντικού ρεύματος από τους μοντερνιστές του 20ού αιώνα. Εκδόθηκε το 1953 κι από τότε αποτελεί σημείο αναφοράς στις διεθνείς συζητήσεις για τον Κλασικισμό και τον Ρομαντισμό. Είχαμε την τύχη, μάλιστα, από το 2001 να έχουμε την ελληνική μετάφραση του έργου από έναν πολύ άξιο μεταφραστή, τον Άρη Μπερλή. Η ανά χείρας έκδοση είναι η δεύτερη.

Σκοπός του συγγραφέα είναι να εξάρει την κεντρική θέση που κατέχει η ρομαντική εποχή (από τα μισά του 18ου αι. κ.ε.) στη γενική ιστορία της κριτικής της τέχνης. Μέχρι τότε οι κριτικοί ακολουθούσαν τη «μιμητική» θεωρία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή ο νους μας είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου, μιμείται, με άλλα λόγια, τη φύση. Υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στους δύο φιλοσόφους μία βασική διαφορά. Ενώ δηλαδή η πλατωνική άποψη ότι η τέχνη, ως απομίμηση όψεων του κόσμου, είναι «τρίτον από της αληθείας» (αφού ως πρώτη αξία αναγνώριζε τον Κόσμο των Ιδεών και ως δεύτερη τη φύση), ήταν απαξιωτική για την τέχνη, δεν συνέβαινε το ίδιο με την αριστοτέλεια ερμηνεία της τέχνης, αφού ο μαθητής του Πλάτωνα δεν παραδεχόταν τον κόσμο των Ιδεών-κριτηρίων. Έτσι, η τέχνη ως μίμηση απευθείας της φύσης δεν είχε κάτι το υποτιμητικό, ιδίως όταν ο Αριστοτέλης όριζε ως αντικείμενο της μίμησης τις ανθρώπινες πράξεις.

«Ο καθρέφτης» υποδηλώνει τη θεωρία της «μίμησης» και το «φως» τη ρομαντική αντίληψη για το νου, ο οποίος φωτίζει τα πράγματα ως «προβολέας» και συμβάλλει στην αντίληψη του κόσμου.

Αυτή την παραδοσιακή αντίληψη για την τέχνη έρχονται να ανατρέψουν οι Ρομαντικοί, που δεν δέχονται το νου ως παθητικό δέκτη της πραγματικότητας, αλλά τον θεωρούν αυτοδύναμο και ότι εκπέμπει το δικό του φως. Τονίζεται δηλαδή η αυτενέργεια και η προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου: «Ο καθρέφτης» υποδηλώνει τη θεωρία της «μίμησης» και το «φως» τη ρομαντική αντίληψη για το νου, ο οποίος φωτίζει τα πράγματα ως «προβολέας» και συμβάλλει στην αντίληψη του κόσμου.
Αυτές οι δύο κοινές και αντιθετικές μεταφορές του νου αποτελούν το αντικείμενο αυτού του βιβλίου του Abrams, στην πρόθεση του οποίου δεν είναι η υποστήριξη της μίας σε βάρος της άλλης. Θεωρεί μάλιστα και τις δύο εξίσου αξιόλογες και τις μελετά με την ίδια σοβαρότητα, όπου τις συναντά, στo πλαίσιo κυρίως του βρετανικού Νεοκλασικισμού και του αγγλικού Ρομαντισμού, έχοντας πάντοτε, όπως προλογικά διευκρινίζει, προ οφθαλμών την αισθητική θεωρία του δέκατου όγδοου αιώνα, αλλά και αισθητικές παρατηρήσεις και προβληματισμούς των Γερμανών φιλοσόφων της εποχής (Χέρντερ, Καντ). Στην ουσία το βιβλίο του Abrams αποτελεί μία καταγραφή της πολύτροπης και ριζικής μετατόπισης του αισθητικού ενδιαφέροντος από τη φύση στον καλλιτέχνη και των δυσκολιών που αντιμετώπισε αυτή η άποψη από τις ανταγωνιστικές θεωρίες. Ασφαλώς δεν έμειναν έξω από την έρευνα του συγγραφέα οι σοβαρές επιπτώσεις που είχαν οι νέες κριτικές-φιλοσοφικές θέσεις, οι οποίες εκτόπισαν τις παλιές, στο μέλλον της ποίησης.
Στην έρευνά του για τον τρόπο που έγινε αυτή η εκτόπιση, επειδή οι κριτικές θεωρίες που διατυπώθηκαν από τα χρόνια του Αριστοτέλη μέχρι τις αρχές του 20ού αι. ήταν περισσότερες από είκοσι, όπως τις είχε καταγράψει στα 1934 ο Ι.Α. Ρίτσαρντς (Αρχές της λογοτεχνικής κριτικής), και με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει ανάμεσά τους κριτική ομοφωνία, όπως ίσως στις θετικές επιστήμες, ο Abrams ορίζει, με αξιοθαύμαστη επιστημονική αμεροληψία, ένα αναλυτικό σχήμα, το οποίο από τη μια αποφεύγει να επιβάλλει τη δική του φιλοσοφία και από την άλλη δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οι θεμελιώδεις κοινές διακρίσεις που βρίσκει κανείς στις περισσότερες κριτικές θεωρίες. Το σχήμα αυτό, που είναι ένα τρίγωνο, έχει στο κέντρο του το έργο που πρέπει να ερμηνευτεί, στη βάση του τον καλλιτέχνη που το δημιουργεί και το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται το έργο. Στην κορυφή του έχει τον κόσμο, δηλαδή το «θέμα», που έχει την όποια σχέση με μιαν αντικειμενική τάξη πραγμάτων, με άλλα λόγια τη «φύση».
Αν και κάθε επαρκής κριτική θεωρία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία, να αναδεικνύει τη διαλεκτική ενότητα των τριών στοιχείων (καλλιτέχνη, έργου και ακροατηρίου), στην πράξη επάνω οι κριτικοί, επειδή το κάθε στοιχείο παρουσιάζει τεράστια ποικιλομορφία κι ακόμη επειδή ο καθένας τους χρησιμοποιεί διαφορετική κριτική θεωρία και ρητή ή λανθάνουσα «κοσμοθεωρία», προσανατολίζονται συνήθως προς ένα και μόνο από τα παραπάνω στοιχεία. Πάντως στην έρευνά του ο συγγραφέας, αφού εξετάσει διεξοδικά με βάση το προτεινόμενο σχήμα τις διάφορες κριτικές θεωρίες που διατυπώθηκαν μέχρι τα μισά του 18ου αι., οι οποίες λιγότερο ή περισσότερο παραδέχονται την κλασική θεωρία της μίμησης (Σάμουελ Τζόνσον, Αλεξάντερ Πόουπ) κι αφού παρακολουθήσει τη βαθμιαία εκ των πραγμάτων εκτόπισή της από τη θεωρία των Ρομαντικών (Γουέρντσγουερθ, Κόουλριτζ, Μιλ), καταλήγει ότι το βασικό χαρακτηριστικό στις περισσότερες θεωρίες στις αρχές του 19ου αι. είναι εκείνο που θεωρεί την ποίηση ως «ξεχείλισμα του αισθήματος», του «πάθους», ως «έκφραση» (“expression”) ισχυρών αισθημάτων και τον ποιητή κύριο παράγοντα της ερμηνείας. Πολλή αξία έχουν σ’ αυτό το σημείο οι σελίδες του βιβλίου (σ.225-230) όπου περιγράφονται τα κριτήρια του Ρομαντισμού, όπως τα συνόψισε ο Γουέρντσγουερθ στην «Εισαγωγή» του βιβλίου του Λυρικές Μπαλάντες, και τα οποία θα διαδραματίσουν σπουδαιότατο ρόλο στο μέλλον της ποίησης.

Το βιβλίο του Abrams αποτελεί μία καταγραφή της πολύτροπης και ριζικής μετατόπισης του αισθητικού ενδιαφέροντος από τη φύση στον καλλιτέχνη και των δυσκολιών που αντιμετώπισε αυτή η άποψη από τις ανταγωνιστικές θεωρίες. 

Και για τις ανάγκες αυτής της παρουσίασης, για να γίνει καθαρότερη η ρομαντική άποψη για την «έκφραση», παραθέτω δυο μεταφορές του Βύρωνα:
«Όπως στην αμμουδιά τα κύματα επιτέλους σπάζουν, έτσι τα πάθη, φτάνοντας στο απροχώρητο, ορμάνε στην ποίηση, που είναι κι αυτή πάθος...» και: «Η ποίηση είναι η λάβα της φαντασίας που ξεχειλίζει για να αποτραπεί ο σεισμός» (σ.114).
Ακόμη παραπέρα, ο καλλιτέχνης, εκτός από την προσωπική του έκφραση, με το έργο του παρουσιάζει καταστάσεις της «ανθρώπινης αισθαντικότητας». Έτσι η τέχνη αποκτά ευρύτερο επικοινωνιακό χαρακτήρα και ο καλλιτέχνης γίνεται η πηγή της «ακτινοβολίας», πηγή φωτός (λύχνος, λαμπάδα, προβολέας).
Τελειώνοντας αυτή την τόσο σύντομη και ελλιπή παρουσίαση αυτού του μνημειώδους έργου του Abrams, θα ήθελα να πω στον αναγνώστη, που στην περίπτωση αυτού του βιβλίου θα είναι ο φιλόλογος, ο λογοτέχνης, ο κριτικός, ο ποιητής και βέβαια ο καθένας που ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την ποίηση και γενικότερα για την τέχνη, ότι ο κόπος της ανάγνωσης δεν θα μείνει χωρίς τις αντίστοιχες πολλές και ποιοτικές απολαβές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου