γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
από τις εκδόσεις Πόλις
«Η αλήθεια της λογοτεχνίας σώζεται όχι
με την απαλλαγή της από το μυθοπλαστικό ψέμα αλλά με την επινόηση ακόμη
μεγαλύτερου και υπερβολικότερου ψέματος· ο ρεαλισμός της κερδίζεται όχι με την
εξάλειψη του φανταστικού αλλά με τη διόγκωσή του»
επισημαίνει ο
Σταύρος Ζουμπουλάκης, δείχνοντας έτσι πώς η μυθοπλασία της λογοτεχνίας διασώζει
τη μαγεία του δικού της ψέματος, δηλαδή της εξαπάτησης του αναγνώστη μέσω της
αληθοφάνειας των χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας ακόμη πιο απόκοσμα στοιχεία.
Άλλωστε μας θυμίζει την άποψη του Ντοστογιέφσκι
«Το ψέμα σώζει το ψέμα»
(«Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877).
Πώς αλλιώς να
γίνει; Αυτή η υπέροχη επινόηση της μυθοπλασίας
βρίσκεται πάντα δίπλα μας για να μας υπενθυμίσει πως όλα είναι ένα
κουβάρι περίπλοκα μπερδεμένο. Και κάπου η άκρη του νήματος περιμένει το αργό
του λύσιμο, κάτι σαν τη λύση ενός δράματος που ζούμε ή που ζουν οι ήρωες των
σελίδων, χωρίς συχνά να έχει και ιδιαίτερη σημασία αυτή η διάκριση. Είναι το
αποδεκτό ψεύδος της λογοτεχνίας και η
παραπλάνηση του αναγνώστη, που γοητευμένος εισέρχεται άοπλος μέσα στη γραφή και
ζει πλάι στους ήρωες οδηγούμενος λέξη
τη λέξη στην έξοδο και την κάθαρση. Γιατί, συχνά η λογοτεχνική γραφή μοιάζει με
τη θεατρική σκηνή, αν η τέχνη του συγγραφέα κατορθώσει να κάνει το κείμενο περίοπτο και ανάγλυφο.
Και για να
μιλήσουμε για την κορύφωση αυτού του μυθοπλαστικού θαύματος, δηλαδή το
μυθιστόρημα, εκεί είναι που όλα ζητούν να αποκαλυφθούν, αλήθειες και ψέματα,
μεταμφιέσεις και αναγνωρίσεις, δέσεις
και λύσεις ενός πολύπλοκου σκηνικού
με τους ήρωες συχνά να επιζητούν ακόμη περισσότερο την περιπλάνησή τους στα
στενά του λαβυρίνθου, δικαιώνοντας έτσι την Αριστοτελική περιπέτεια.
Στο «Υπό το
φως του μυθιστορήματος» ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, εξαίρετος διανοητής, επιλέγει
να μας μιλήσει για κάποια από τα αγαπημένα του μυθιστορήματα, ως απλός
αναγνώστης όπως μας δηλώνει εξ αρχής. Αυτή η δήλωση μπορεί να αποκαλύπτει τη
μετριοφροσύνη του γράφοντος, μπορεί να εννοηθεί ωστόσο ως ανακριβής, καθόσον
ένας μελετητής της λογοτεχνίας και πολυγραφότατος αναλυτής της σκέψης των
ανθρώπων δεν θα μπορούσε ποτέ να προσεγγίζει τα μυθιστορήματα με μόνο αυτή την
ιδιότητα. Από την άλλη σκέφτομαι πως ο αναγνώστης της λογοτεχνίας φέρει μέσα του
την αθωότητα της επαφής με τον συγγραφέα, κι έτσι μένει αμόλυντος από θεωρίες
και κρίσεις που θα παίδευαν ίσως το
μυαλό του χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ένας τρόπος επομένως ανάγνωσης γνήσιος
και ειλικρινής; Ίσως αυτό να υπονοεί με τον όρο «απλός αναγνώστης» ο
Ζουμπουλάκης.
Τα
μυθιστορήματα που επιλέγει θα πρέπει να είναι τα αγαπημένα του, όπως θα τα
επέλεγε ένας λάτρης της λογοτεχνίας, χωρίς να κοιτάει κάποια λίστα με ευπώλητα
και καθιερωμένα ως αξίες απαράβατες. Για παράδειγμα, χάρηκα πολύ όταν είδα στα
επιλεγμένα του τον «Ιώβ» του Γιόζεφ
Ροτ και όχι το «Εμβατήριο Ραντέτσκι»
που θεωρείται (και ίσως είναι) το αριστούργημά του. Ο «Ιώβ» είναι ένα μυθιστόρημα που αγαπάς, όχι γιατί είδες μέσα του
κάτι ευχάριστο ή ξεκούραστο για τη σκέψη σου (μακριά από μας η «ευκολία» των
αναγνωσμάτων) αλλά ίσα ίσα γιατί στενοχωρήθηκες, πιέστηκες ίσως σε μερικές του
σελίδες, ένιωσες την απόγνωση του ήρωα που σαν νέος Ιώβ της Βίβλου μεταμορφώνεται
σε πάσχον πρόσωπο. Για όλα αυτά που επισημαίνει και ο Ζουμπουλάκης επιχειρώντας
να δείξει το αυτονόητο που έμεινε ασχολίαστο από κάποιους που επιχείρησαν να
κρίνουν το απαράμιλλο αυτό δείγμα γραφής του Ροτ, δηλαδή την αναλογία ανάμεσα
στο βιβλικό πρόσωπο και στον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Μέντελ. Όπως ο
βιβλικός Ιώβ πάσχει και εξεγείρεται, έτσι και ο μυθοπλαστικός Μέντελ κανονίζει
την περαιτέρω στάση του με τον Θεό.
«Ο Ιώβ, όταν εξεγείρεται, θέλει να
μιλήσει με τον Θεό, να λογαριαστεί μαζί του. Ο Μέντελ αντίθετα θέλει να κλείσει
κάθε λογαριασμό με τον Θεό»
Πιστοί απολύτως και οι δύο φτάνουν στην εξέγερση, με τον
τρόπο του ο καθένας (μια που και η αμφισβήτηση του Θεού εξέγερση νοείται) χωρίς
αυτό να μας ξαφνιάζει.
«Η πίστη είναι η
προϋπόθεση της εξέγερσης»
Μια αίσθηση που σου δημιουργεί η σκέψη του Σταύρου
Ζουμπουλάκη, έτσι όπως ξεδιπλώνεται καθώς «διαβάζει» με τον τρόπο του τα
μυθιστορήματα, είναι ότι κατορθώνει να σου δείξει αυτό το αυτονόητο της απλής
λογικής, για να επανέλθουμε στο θέμα της αθωότητας της ανάγνωσης. Με αυτόν τον
τρόπο προσέγγισης θα μας ανοίξει τις σελίδες της «Επιχείρησης Σάυλωκ» του Φίλιπ Ροθ και θα μιλήσει για το προσφιλές
του θέμα, το εβραϊκό ζήτημα ή καλύτερα, για το μέγα ερώτημα του Θεού, όπως αυτό
γεννιέται μέσα στον άνθρωπο και αναπόφευκτα καταγράφεται με ποικίλους τρόπους
στη λογοτεχνία.
«Οι Εβραίοι είναι καταδικασμένοι να είναι
εξαίρεση. Εξαίρεση αιματηρή. Εδώ άλλωστε, στην αιματηρότητα, στη βία, βρίσκεται
το κρίσιμο ερώτημα το οποίο θέτει απαιτητικά ενώπιόν μας η εβραϊκή εξαίρεση, το
κατά πόσον δηλαδή μπορούμε να υπάρξουμε, ατομικά ή συλλογικά, ως εξαιρέσεις,
χωρίς να γινόμαστε αντικείμενο της βίας και του μίσους του άλλου […] Με τι
αντίτιμο έχουν πληρώσει ο Εβραίοι αυτήν την οδυνηρή μέχρι σήμερα εξαίρεση,
αυτήν την ανέφικτη ως τώρα κανονικότητα, το ξέρουμε όλοι. Με τι αντάλλαγμα
έχουν πληρωθεί είναι δική τους κυρίως υπόθεση να το κρίνουν και να το πουν»
Μελετά ακόμη τον Γκράχαμ Γκρην, τον Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ,
την Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, την Μέριλιν Ρόμπινσον, τον Οκτάβιο Πας και τέλος τον
Μισέλ Ουελμπέκ. Σχολιάζοντας το έργο του τελευταίου «Ο χάρτης και η επικράτεια»
θα σταθεί στο θέμα της καύσης των νεκρών για να διατυπώσει την προσωπική του
άρνηση σε κάτι που πολλούς θιασώτες έχει σήμερα, εκτιμώντας πως η αποτέφρωση
των νεκρών θα συνιστούσε
«έναν γενικευμένο,
ασφαλώς, μηδενισμό, είτε αυτός είναι φιλοσοφημένος είτε είναι τρέχων και
καθημερινός»
Φυσικά το ζητούμενο εδώ δεν είναι να σχολαστεί η άποψη του
Ζουμπουλάκη αλλά ο τρόπος ανάγνωσης του Ουελμπέκ που επιχειρεί. Θυμίζει τον
αναγνώστη που διαβάζει κάτι, διαφωνεί και εξεγείρεται όπως μπορεί. Άλλωστε ο
Ουελμπέκ είθισται να δημιουργεί ποικίλες διαφωνίες με τα γραφόμενά του. Ίσως
αυτό να είναι που μας αρέσει, ίσως ακριβώς το αιρετικό του γράψιμο να είναι και
ο λόγος που μας συστήνει τελικά ο Ζουμπουλάκης αυτόν τον συγγραφέα.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται μια
εισήγηση, στη 2η Διεθνή Συνάντηση του περιοδικού L’ Atelier du roman, στη Θεσσαλονίκη, 29-30
Σεπτεμβρίου 2000.
Εκεί θα διατυπώσει τον προβληματισμό του για το μέλλον της
λογοτεχνίας
«Αν έρθουμε στη
λογοτεχνία, ξέρετε ότι στο ίντερνετ γράφονται χιλιάδες ποιήματα –κάκιστα
ποιήματα, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω– από ανθρώπους που δεν θα
φιλοξενούνταν ποτέ σε ένα οποιοδήποτε έντυπο (από μια μάνα, επί παραδείγματι,
για το νεογέννητό της, από ένα νεαρό που τον εγκατέλειψε η κοπέλα του, από μια
γυναίκα που έχασε τον πατέρα της και ούτω καθεξής) και τα οποία δέχονται
χιλιάδες επισκέψεις. Μπορούμε αυτή τη σχέση και αυτή τη συλλογικότητα να τις
αγνοήσουμε; Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσον το ίντερνετ θα επηρεάσει τη
γραφή, τη λογοτεχνία και τα είδη της. Το μυθιστόρημα, όπως το εννοούμε σήμερα,
δεν θα υπήρχε χωρίς την τυπογραφία, πώς θα συνυπάρξει άραγε με το διαδίκτυο;»
Έχουν περάσει βέβαια κάποια χρόνια από τότε που τα έλεγε
αυτά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα στο διαδίκτυο,
έχει αυτό εξαπλωθεί πολύ περισσότερο και έχει αλλάξει και η σύνθεση πια του
σώματος των χρηστών του, καθόσον πλέον θεωρείται απαραίτητη η συμμετοχή στη
δικτύωσή του, αν κάποιος θέλει να επικοινωνεί, να ενημερώνεται και να
δημοσιοποιεί το δικό του status.
Εφημερίδες, περιοδικά λαμβάνουν εξίσου σοβαρά υπόψη τους την αποδοχή που έχουν
στο κοινό του διαδικτύου με αυτήν που έχουν ως έντυπα και μόνον. Συγγραφείς,
εκδότες, κριτικοί επικοινωνούν με το αναγνωστικό κοινό με πολύ πιο άμεσο τρόπο,
και όλο αυτό κάνει το διαδίκτυο πολύτιμο και χρηστικό απολύτως. Οπωσδήποτε,
όμως, με τον προβληματισμό του εδώ ο Ζουμπουλάκης (αλλά κυρίως με την ανάγνωση
που επιχείρησε στα συγκεκριμένα έργα σε
όλο το βιβλίο του) συμβάλλει στη
γενικότερη συζήτηση για τη θέση που έχει σήμερα το μυθιστόρημα.
Το μυθιστόρημα προϋποθέτει μια δομημένη κοινωνία που
παίρνει σοβαρά τις αξίες της (θυμάμαι εδώ τη σκέψη του Δημοσθένη Κούρτοβικ). Μια κοινωνία που
δεν τολμά ίσως ή αδυνατεί εκ φύσεως να κοιτάξει το πρόσωπό της στον καθρέφτη,
με τεράστιο το έλλειμμα αυτοσυνειδησίας
ίσως αποδεικνύεται ανεπαρκής. Βασική προϋπόθεση για τη δομημένη γραφή ενός
μυθιστορήματος (πόσο περισσότερο αν μιλάμε για το μεγάλο του είδους) είναι η
σαφής γνώση εκ μέρους του συγγραφέα των ορίων μέσα στα οποία θα τοποθετήσει τον
ήρωά του. Και αυτή η γνώση αφορά και τα προσωπικά όρια και τα όρια του κόσμου
που τον περιβάλλει. Κυρίως όμως αφορά τη συνύπαρξη των δύο, την τοποθέτηση του
ήρωα μέσα στον κόσμο. Αν ο καθρέφτης είναι παραμορφωτικός, τα είδωλα αποβαίνουν
ψεύτικα και, όπως είναι αναμενόμενο, και η γραφή μη πειστική.
Ο Μίλαν
Κούντερα στο δοκίμιό του «Η τέχνη του
μυθιστορήματος» επισημαίνει: «Κάθε
μυθιστόρημα λέει στον αναγνώστη “τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο
νομίζεις” ».
Ίσως τελικά αυτό το περίπλοκο της ζωής
να είναι και η αρχή της έμπνευσης για τη δημιουργία του μυθιστορήματος, αν
παρακάμψουμε τα εγγενή εμπόδια που παρεμβάλλονται κάθε φορά που η κοινωνία θα
αδυνατεί να υποστηρίξει αυτό το λογοτεχνικό βήμα. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης έθεσε
τη σκέψη μας «υπό το φως του μυθιστορήματος» προσφέροντας άπλετη θέα σε πολλά
ενδιαφέροντα θέματα που αφορούν τη συγγραφή, την έμπνευση, τη μυθοπλασία του. Άλλωστε
δεν είναι τυχαία η εισαγωγική του αναφορά στην εμβληματική αρχή του ευρωπαϊκού
μυθιστορήματος, τον Δον Κιχότη. Δηλώνοντας ο ίδιος θαυμαστής του Θερβάντες,
παραθέτει τη σκέψη ενός άλλου επίσης μαγεμένου από τον αινιγματικό αυτόν
ιππότη:
«Ο Δον Κιχότης και ο Σάντσο Πάντσα γεννήθηκαν
για να γράψει ο Θερβάντες τη ζωή τους και για να τη σχολάσω εγώ. Ο Θερβάντες
γεννήθηκε για να τη διηγηθεί και εγώ για να τη σχολιάσω» (Miguel de Unamuno, «Η ζωή του Δον Κιχότη και του Σάντσο
Πάντσα, 1905).
Καθόλου εγωιστικό το παραπάνω. Άλλο
είναι το νόημα, και αυτό μπορεί να το αντιληφθεί κάθε αναγνώστης που αγαπά το
μέγιστο αυτό δημιούργημα της λογοτεχνικής έμπνευσης, δηλαδή το μυθιστόρημα.
Έτσι όπως το αγάπησε και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο οποίος δηλώνει πρωτίστως
αναγνώστης.
Διώνη Δημητριάδου