Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Η ασταθής βεβαιότητα" της Διώνης Δημητριάδου



επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

Jack Vettriano - The Singing Butle


Αποφάσισε να πάει. Όχι γιατί περίμενε να της συμβεί κάτι συνταρακτικό. Ούτε γιατί ένιωθε κάποια περιέργεια μέσα της, κάτι σαν έλξη προς το άγνωστο. Ο μόνος λόγος ίσως να ήταν ότι ήθελε να κάνει κάποια βήματα προς τα πίσω -κάτι που σπάνια της συνέβαινε- να γυρίσει με τη βία τον χρόνο ανάποδα, να προσποιηθεί, έστω, ότι ήταν σαν τότε. Έπειτα ήταν και η σύμπτωση.
Καθώς φυλλομετρούσε μια ποιητική συλλογή ψάχνοντας την ακριβή εκφορά κάποιου στίχου, που δεν θυμόταν καλά, σαν να έπαιξε το μάτι της και εκεί, στην άκρη της σελίδας, αχνά, ίσα που φαινόταν, ήταν η υπενθύμιση 25/6, στις 5 το απόγευμα, στο Μουσείο.
Πόσα χρόνια πριν άραγε να είχε κλειστεί αυτό το ραντεβού, με ποιον ή με ποιαν; Αδύνατο πια να θυμηθεί. Μόνο που ήταν 24 Ιουνίου, και το ραντεβού ήταν για αύριο. Αυτή η σύμπτωση ήταν που την ερέθισε. Όλα πια τα εκλαμβάνουμε σαν να είναι τυχαία. Αν, σκέφτηκε, αν…και σταμάτησε εκεί τη σκέψη της, που αναιρούσε το σύμπαν της λογικής της.
Ο χώρος ήταν οικείος, τουλάχιστον κάποτε, τότε που όλη η μέρα της ήταν μέσα στους δρόμους. Τότε που πολλά ραντεβού, άλλα σημαντικά και άλλα ανούσια, κλεινόντουσαν μπροστά από το Μουσείο. Ακόμα και με τις συμμαθήτριες από το σχολείο εδώ είχαν επιλέξει να βρίσκονται κάθε χρόνο, Μάη μήνα. Άσχετα, βέβαια, που αυτό το κράτησαν ίσα ίσα για δυο μόνο φορές. Συνεχόμενες. Μετά, η κάθε μία τον δρόμο της. Άλλες για καλό, άλλες, πάλι, ποιος ξέρει. Παρέμεινε κι αυτή μια λησμονημένη ημερομηνία, που καμιά σημασία πια δεν είχε. Άλλωστε γι’ αυτήν τέτοιου είδους συναντήσεις συνιστούσαν ένα αναγκαστικό μάλλον πισωγύρισμα, λειτουργούσαν σαν ενοχλητικές και πιεστικές εμμονές της μνήμης να συντηρήσει κάτι από καιρό χαμένο. Στην καλύτερη περίπτωση δημιουργούσαν μια αμηχανία. Συνειδητά, λοιπόν, είχε κόψει τέτοιες επαφές. Στο κάτω κάτω ό,τι πέρασε ανήκε πια στο παρελθόν. Αμετάκλητα.
Κοίταξε για λίγο γύρω της. Απόγευμα, λίγο συννεφιασμένος ο καιρός, λιγοστοί και βαριεστημένοι της φάνηκαν όσοι είχαν την έμπνευση να περάσουν τέτοια ώρα από το σημείο αυτό. Τι γύρευε επιτέλους αυτή εδώ, σ’ αυτό το μέρος, που κανένας δεν την περίμενε και, λογικά τουλάχιστον, δεν επρόκειτο να συναντήσει κάποιον;
Πέρασε την Πατησίων και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Βικτωρίας, άλλο αγαπημένο τόπο. Κάποτε. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, ας πιω ένα καφέ, ίσα ίσα για να μην παραδεχτώ πως κατέβηκα ως εδώ τελείως παράλογα.
Με τον καφέ χαλάρωσε λιγάκι και άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της. Ένα ζευγάρι, σιωπηλό  στ’ αριστερά της. Δύο ηλικιωμένοι παραδίπλα σκότωναν την ώρα τους, μάλλον από συνήθεια να συναντιόνται και να πίνουν το καφεδάκι τους εδώ κάθε απόγευμα. Γύρισε διακριτικά στα δεξιά της. Ένας άντρας, ηλικιωμένος κι αυτός, ήταν απορροφημένος σε κάτι που είχε μπροστά του. Έγραφε αργά και προσεκτικά, σταματούσε λίγο, συνέχιζε, διέγραφε αυτό που μόλις είχε γράψει. Κάποιο γράμμα ίσως, σκέφτηκε. Ξαφνικά εκείνος γύρισε, την κοίταξε και της χαμογέλασε. Αισθάνθηκε κάπως άβολα που την είχε πιάσει να τον παρατηρεί, αλλά ήταν τόσο φιλικό το βλέμμα του, που κι αυτή του χαμογέλασε. «Καλησπέρα», της είπε, κι αυτή ανταπέδωσε.
Ήταν η χαλάρωση, ήταν η στιγμή τέτοια, ποιος ξέρει τι άλλο έφταιγε, πάντως σε λίγη ώρα είχαν φέρει πιο κοντά τις καρέκλες τους και είχαν πιάσει κουβέντα. Όχι τίποτε σοβαρό, να για τον καιρό, που μάλλον πήγαινε προς τη βροχή και άρα θα έπρεπε να φύγουν σε λίγο, κάτι για το πώς ήταν κάποτε η πλατεία και πώς την είχαν καταντήσει τώρα. Τέτοια πράγματα, που συζητάει κανείς συχνά με αγνώστους, όταν το φέρει η στιγμή. Όταν ξαφνικά και απροειδοποίητα…
«Αν έπρεπε να καταγράψετε πέντε, δέκα σημαντικά γεγονότα της ζωής σας, ας πούμε για να τα βρουν κάποιοι και να σας θυμούνται, όταν εσείς πια δεν θα υπάρχετε, είστε έτοιμη να το κάνετε; Ξέρετε ποια είναι αυτά που σας καθόρισαν; Τα πιο σημαδιακά κατά την κρίση σας;»
Όχι, αυτή η ερώτηση είχε ξεφύγει από τα τυπικά της ως τότε κουβέντα τους. Τι την είχε ρωτήσει ακριβώς; Επανέλαβε την ερώτησή του περίπου με τα ίδια λόγια. «Ξέρετε, υπάρχουν πράγματα στη ζωή μας που ξεχωρίζουν για τη σημασία τους, ας πούμε μας οδήγησαν σε αποφάσεις που άλλαξαν την ως τότε δεδομένη πορεία μας. Για κάτι τέτοιο μιλώ. Τα γνωρίζετε; Τα έχετε ιεραρχήσει ως προς τη σημασία τους;»
«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;»
«Μα, για σας πρώτα και καλύτερα. Και ύστερα, για να αφήσετε γραμμένο το στίγμα σας. Φυσικά, για όποιον μπορεί να ενδιαφέρεται.»
Έσπρωξε προς το μέρος της ένα χαρτί και την παρότρυνε να το διαβάσει.
«Προσπαθώ να κάνω μια αρχή αλλά δεν προχωράει. Δείτε τι εννοώ.»
Διστακτικά πήρε στα χέρια της το χειρόγραφο. Διάβασε:
Κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ημερολόγιο. Δεν είναι. Τουλάχιστον γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Άλλωστε δεν έχω πουθενά ημερομηνίες, ενδεικτικό της καταγραφής  σημαντικών γεγονότων που διαδραματίζονται μέσα σε μια μέρα. Θα μπορούσε να είναι ίσως μια σύντομη αυτοβιογραφία; Ούτε αυτό. Θεωρώ ιδιαίτερα κουραστικό να κάτσω να θυμηθώ τόσα και τόσα (ενδιαφέροντα αναμφίβολα για μένα, ίσως όχι για τους άλλους) που συναποτέλεσαν τη ζωή μου. Ίσως φοβάμαι και λίγο την ασθενική μου μνήμη, μήπως μπερδέψω πρόσωπα και πράγματα, μήπως άθελά μου αποσιωπήσω καταστάσεις οδυνηρές, που το μυαλό μου αυτοβούλως έθαψε. 
Σκόρπιες σκέψεις καλύτερα, κάτι σαν να αφήνομαι σε μια αυτόματη γραφή, όπως λέγαμε κάποτε τον τρόπο που εκφραζόντουσαν οι υπερρεαλιστές, σίγουρος (περισσότερο απ’ όσο ήταν εκείνοι) ότι το αποτέλεσμα θα συνιστά λογικό κείμενο.
Δεν ήξερε τι να του πει. Την είχε μια χαρά ξαφνιάσει με την κίνησή του να της εμπιστευθεί κάτι τόσο προσωπικό. Ούτε το όνομά τους δεν είχαν ανταλλάξει ακόμη, και αυτός…
Αλλά περισσότερο ένιωθε ότι δεν είχε κάτι να του πει. Αλήθεια. Αυτή δεν είχε ως τώρα ποτέ σκεφθεί να καταγράψει κάποια σημαντικά περιστατικά της ζωής της. Να καταγράψει; Ούτε με το μυαλό της δεν είχε ποτέ βάλει σε μια σειρά, αξιολογική ας πούμε, τα γεγονότα που στάθηκαν σημαδιακά γι’ αυτήν. Τη ζωή της το ίδιο.  Της ήταν αδύνατο να οργανώσει το παραμικρό, πόσο περισσότερο να…
Για ποιο λόγο άλλωστε να κάνει κάτι τέτοιο; Και μάλιστα να το κρατήσει και γραμμένο, λες και επρόκειτο κάποιος να το διαβάσει.

Ο άλλος σαν να κατάλαβε ότι την είχε ξαφνιάσει, ίσως και να τον παρεξήγησε για την τόση του οικειότητα. Μαζεύτηκε  και…
«δεν πειράζει, να, έτσι σκέφτηκα να σας το δείξω μήπως και με βοηθούσε η δική σας παρατήρηση, αλλά…μην ενοχλείστε, θα σας αφήσω να πιείτε τον καφέ σας με την ησυχία σας. Ξέρετε, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο νιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με τους άλλους». 
Σαν να κατάλαβε ότι με τη σιωπή της μάλλον τον είχε απομακρύνει. Ένιωσε λίγο περίεργα, γιατί αυτός φαινόταν καλοπροαίρετος. Και στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν και τόσο φοβερό να πιάνουν κουβέντα δυο άγνωστοι. Πήγε να αποκαταστήσει κάπως το διαταραγμένο κλίμα. 
«Ξέρετε, να, απλώς ξαφνιάστηκα με την ερώτησή σας. Δεν το έχω ποτέ σκεφθεί. Είναι που δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να σας βοηθήσω με τη δική μου παρατήρηση. Ας πούμε εγώ δεν θα έκανα ποτέ μια τέτοια σκέψη. Να καταγράψω γεγονότα της ζωής μου…όχι, αποκλείεται. Εσείς, όμως, φαίνεται να το έχετε ανάγκη, οπότε καλά κάνετε. Μάλλον.»

Την κοίταζε με το ίδιο φιλικό βλέμμα που την έκανε πριν λίγη ώρα να πιάσει κουβέντα μαζί του, δηλαδή με έναν άγνωστο. Δεν πρόλαβαν, όμως, να πουν τίποτε άλλο, γιατί κάποιες ψιχάλες, που άρχισαν να πέφτουν αραιά στην αρχή και γρήγορα πύκνωσαν, τους ανάγκασαν να σηκωθούν και να τρέξουν προς το εσωτερικό του μαγαζιού. 
Εκείνη τίναξε λίγο τη βροχή από τα μαλλιά της και ακούμπησε τον καφέ της στο τραπεζάκι, δίπλα από τον άλλο καφέ και λίγο πιο μακριά από τα βρεγμένα χαρτιά, που βιαστικά εκείνος είχε μαζέψει. Είχαν θεωρήσει μάλλον φυσικό να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Άλλωστε είχαν αφήσει μια κουβέντα στη μέση. 
Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους κουβέντες ποτέ δεν τελειώνουν στην ουσία, μια και η αοριστία του θέματος ή έστω η ασάφεια των απόψεων των συνομιλητών απομακρύνει από μια συμφωνία ή μια αμοιβαία υποχώρηση, ώστε να συναντηθούν σε κάποιο κοινό τόπο οι διαφορετικές αντιλήψεις. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση η κουβέντα ξεστράτισε πάλι σε ανούσιες, τυπικές παρατηρήσεις. Συστήθηκαν, βέβαια, κάτι που δεν είχαν κάνει εξ αρχής και βρέθηκαν με κάτι κοινό στη ζωή τους. Ήταν και οι δυο συνταξιούχοι (αυτή με πρόωρη), ζούσαν μόνοι από επιλογή έχοντας διατρέξει αρκετά χρόνια με γάμους ή συμβιώσεις. Ήταν άραγε αυτά αρκετά για μια μεταμόρφωση της περιστασιακής τους συνάντησης σε μια πιο μόνιμη σχέση; Ενδόμυχα και οι δύο μάλλον το απέκλεισαν, γιατί μετά από λίγη ώρα, αυτή πρώτη σηκώθηκε να φύγει, μια και η βροχή είχε σταματήσει έτσι ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Τον χαιρέτησε ευγενικά, είπε δυο λόγια (χωρίς να τα αισθάνεται και τόσο) για αυτό που επιθυμούσε ο άλλος να γράψει, κάτι σαν «μακάρι να βρείτε τον τρόπο να καταγράψετε αυτά τα σημαντικά στη ζωή σας. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να βοηθήσω έστω και λίγο. Φταίει και η αρνητική μου στάση ως προς τέτοιου είδους καταγραφές. Το παρελθόν δεν είναι μπροστά μας, άρα το αφήνουμε και προχωράμε».
Πήρε με τα πόδια τον δρόμο για το σπίτι. Παλαιότερα αυτό το έκανε κατά κανόνα, τώρα πιο σπάνια. Αλλά είχε ξαφνικά τη διάθεση να περπατήσει, αφού και ο καιρός το επέτρεπε. Λίγη ψύχρα από τη σύντομη βροχή δεν στάθηκε ικανή να την αποθαρρύνει. Το περπάτημα, άλλωστε, δίνει και την ευκαιρία σε σκέψεις. Και μάλλον αυτό το είχε ανάγκη.
Χωρίς να το θέλει το μυαλό της γύρναγε στον άνθρωπο που πριν λίγο είχε αποχαιρετήσει. Πώς μπορεί κάποιος να επιθυμεί αυτό το γύρισμα στο παρελθόν; Πάντα της δημιουργούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, κάτι σαν σφίξιμο στην καρδιά. Πολύ συχνά μονολογούσε με πονάνε όλα αυτά, δεν θέλω να θυμάμαι. Ας αφήνει κανείς τα περασμένα στον παρελθόντα χρόνο, χωρίς να υποσκάπτει το μυαλό του ζητώντας ερμηνείες και εκδοχές. Δεν οδηγούν πουθενά. Εφόσον είναι αδύνατον νααλλάξεις τα γεγονότα, τι ωφελεί να τα κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου; Ακόμη περισσότερο, γιατί να θέλεις να τα δεις και γραμμένα;

Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι, πήρε να αποτελειώσει το βιβλίο που διάβαζε αλλά τα γράμματα πηδούσαν μπροστά της. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Σηκώθηκε, πήρε ένα χαρτί και με το στυλό της έγραψε τη φράση  
Κι αν έχει δίκιο;
Την κοίταξε για λίγο και συνέχισε: 
Σήμερα είχα μια περίεργη συνάντηση. Ξεκίνησα με μια παρόρμηση να προκαλέσω το τυχαίο, να πάω σ’ ένα ραντεβού χαμένο μέσα στον χρόνο και στη μνήμη μου. Και βρέθηκα να πίνω τον καφέ μου μ’ έναν άγνωστο, δυο ξένοι στη μέση του πουθενά, και να συζητώ για τη σπουδαιότητα που έχουν κάποια γεγονότα στη ζωή μας.
Ξαναδιάβασε τη σκέψη της και άφησε το χαρτί στο τραπέζι. Και μόνη η ιδέα να κάτσει να γράψει αυτό που σκεφτόταν της προξένησε ευθυμία. Γιατί να μην το συνεχίσει; Αλλά θα άντεχε να βάλει σε μια σειρά κάποια γεγονότα που  έζησε, να τα δει έτσι μπροστά της, γραμμένα στο χαρτί, και να τα αξιολογήσει; Όχι, όμως, τώρα. Ήταν κουρασμένη.
Πήγε για ύπνο με το μυαλό της στην αυριανή μέρα.

Στο μικρό καφέ της πλατείας ο άντρας μάζεψε τα χαρτιά του, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έβαλε στην τσέπη του. Μετά σηκώθηκε αργά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Κατευθύνθηκε προς το φανάρι για να περάσει απέναντι. Λίγο πριν φτάσει στην άκρη του πεζοδρομίου, στάθηκε μπροστά στο καλάθι απορριμμάτων, έβγαλε τις προσεκτικά διπλωμένες σελίδες και τις πέταξε μέσα. Σαν πιο ξαλαφρωμένος πέρασε απέναντι και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Μια σκέψη του τον έκανε να χαμογελάσει Μπορεί και να έχει δίκιο.

Διώνη Δημητριάδου


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

-----------------------------



*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

"Ο Φιλαράκος",Γκυ Ντε Μωπασάν



γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου*


                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Οι ζωρζντυρουάδες.(Κι εμείς;)




Στις εικόνες κάτω βλέπουμε μια ξενόγλωσση έκδοση και τρεις από τις ως τώρα ελληνικές(από τις εκδόσεις Καλέντη σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη,τις εκδόσεις Γκοβόστη σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου και τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου σε μετάφραση Χάρη Μικόγλου). Επιτρέψτε μου να μην κάνω κανένα σχόλιο για τις ελληνικές.Βέβαια αν και προτιμώ μια απ΄αυτές δεν έχει σημασία να πω ποια και γιατί,επειδή το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μωπασσάν,είτε ταλαιπωρείται από τους μεταφραστές είτε όχι, παραμένει δραματικά και πολύ ενοχλητικά επίκαιρος(την χαριστική βολή την δίνει το Χόλυγουντ που τον κάνει σαχλαμάρα φιλμ και τον τσακίζει απογυμνώνοντάς τον από την όποια πολιτική πινελιά θέλησε να δώσει,συνειδητά πιστεύω,στην χειμαρρώδη ιστορία του). 







Το μυθιστόρημα αυτό του άτακτου Γάλλου γραμμένο το 1885, που θεωρείται το καλύτερό του είναι ενδιαφέρον, νοηματικά ξεκάθαρο, ωραία, γραμμικά και στρωτά γραμμένο, ευκολοδιάβαστο από όλο το κοινό, διασκεδαστικό, διανθισμένο με λεπτεπίλεπτο χιούμορ και τεχνικώς δομημένο άρτια, κλασικά (μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και μπόλικο ζουμί/δια ταύτα), με φιλοσοφημένη ειρωνεία που δεν παρασύρει σε διατύπωση μανιφέστων της στιγμής, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς.
Το πιο εντυπωσιακό του επομένως χαρακτηριστικό; Η διαχρονικότητά του. Αν ας πούμε σε ένα απόσπασμα -από τα πολλά που προσφέρονται- δεν διαβάσει ο αναγνώστης τα ονόματα που αναφέρονται κάνοντας σε έναν άλλον ανάγνωση χωρίς αυτός να ξέρει τι και ποιου συγγραφέα το απόσπασμα ακούει, τότε θα θεωρήσει ότι του διαβάζουν ένα τσουχτερό κείμενο της εποχής μας για την διαφθορά της πολιτικής και του τύπου και όχι μόνο και στην θέση των ονομάτων-εφημερίδων, πολιτικών κτλ- ειλικρινά δεν θα ξέρει ποιο από την σκαιότατη δική του επικαιρότητα να πρωτοδιαλέξει να βάλει!
 


                                     « Bel-Ami », illustration de Ferdinand Bac, 
Librairie Paul Ollendorff, 1894 





Στα οπισθόφυλλα  των ελληνικών εκδόσεων διαβάζουμε:

  • Ο Ζορζ Ντυρουά είναι σιδηροδρομικός υπάλληλος στο Παρίσι. Μια μέρα συναντά τυχαία έναν παλιό του φίλο από τον στρατό και αυτό είναι η αρχή της κοινωνικής του ανέλιξης. Γίνεται συντάκτης σε εφημερίδα και αναρριχάται με εφόδια την τέχνη της σαγήνης και την αμείλικτη εκμετάλλευση των γνωριμιών.Φιλαράκος είναι το παρωνύμιο που του προσδίδει η κόρη μιας από τις ερωμένες του και τον ακολουθεί στα σαλόνια των κοσμικών κυριών, όπου γράφεται η ιστορία της Γαλλίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο γιος φτωχών ταβερνιάρηδων από τη Νορμανδία θα αποκτήσει δόξα και χρήματα χάρη στην έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού.
  • Απεικόνιση της κοινωνικοπολιτικής ζωής και των ηθών στη Γαλλία, στις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αποτελεί μια τοιχογραφία εκπληκτικής τέχνης στην αποτύπωση σκηνών και χαρακτήρων, αλλά και τέτοιας πυκνότητας, ώστε να προκαλεί το θαυμασμό του αναγνώστη η δεξιοτεχνία του συγγραφέα στο ανάγλυφο ξεχώρισμα νοοτροπιών και συμπεριφορών μέσα στο συνωστισμό πλήθους ανθρώπων και των πεπραγμένων τους. Επικεφαλής όλων φυσικά βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος Ζορζ Ντιρουά, ο Φιλαράκος δηλαδή, όπως τον επονόμασε μία από τις ερωμένες του, αυτός ο αδίσταχτος αριβίστας, που χρησιμοποιεί τα ταλέντα του, με πρώτο το ταλέντο του στον έρωτα, για να αποκτήσει χρήματα, φήμη και δύναμη στην παρισινή πραγματικότητα της Belle Epoque. Είναι μια προσωπικότητα που δεν γνωρίζει ηθικούς φραγμούς στην επιδίωξη των σκοπών της -μια προσωπικότητα-προφήτισσα του αριβισμού της δικής μας εποχής, που πάει να μονοπωλήσει τη μέχρι λατρείας αφοσίωσή μας...
  • Ο "Φιλαράκος" γράφτηκε όταν ο Γκυ ντε Μωπασσάν βρισκόταν στο απόγειο της συγγραφικής του τέχνης. Είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα αποπλάνησης, ίντριγκας και αθέμιτης κοινωνικής αναρρίχησης την περίοδο της belle epoque του Παρισιού. Ο Ζωρζ Ντυρουά, ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας ξοφλημένος δημοσιογράφος και πρώην υπαξιωματικός των Ουσσάρων με ταπεινή καταγωγή, ο οποίος με δόλια μέσα και συνάπτοντας σχέσεις με ισχυρές και ευκατάστατες γυναίκες καταφέρνει να αναρριχηθεί στην κορυφή της παριζιάνικης κοινωνίας. Mε τη γοητεία και τους αβρούς τρόπους του εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των άλλων προς ίδιον όφελος - προδίδοντας ακόμη και τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση. Δημοσιευμένο το 1885, "Ο φιλαράκος" δεν είναι μόνο ένα γλαφυρό πορτραίτο τής τότε φαντεζί, αλλά διεφθαρμένης και παρηκμασμένης, παριζιάνικης κοινωνίας, είναι επιπλέον μια συγκλονιστική σύγχρονη έκθεση για την καταστροφική δύναμη των αχαλίνωτων φιλοδοξιών, της εξουσίας και του σεξ. Σε σχέση με τους Γάλλους νατουραλιστές, οι χαρακτήρες του Μωπασσάν είναι πολύ πιο αληθοφανείς και πολύπλοκοι. Ο "Φιλαράκος", το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημά του, είναι άκρως απολαυστικό. Οι αναλογίες του σήμερα με τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι αδιαμφισβήτητες. Σκάνδαλα, πολιτικές ραδιουργίες και σεξ παρουσιάζονται με κυνικό πεσιμισμό, που ωστόσο ισορροπεί ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και την περιγραφή των μικρών απολαύσεων της ζωής.

Έτσι ακριβώς. Ο Ζωρζ Ντυρουά,όμορφος νεαρός,γιος φτωχών ταβερνιάρηδων της Νορμανδίας του 19ου αιώνα, στο πρώτο αφειδώλευτο γυρισματάκι της μοίρας προς την μεριά του διακρίνει αμέσως την μισάνοιχτη πόρτα που θα τον οδηγήσει στο χρήμα και δεν κάθεται να το πολυσκεφτεί.
Τα γουργουρητά του άδειου στομαχιού του τον αποτρέπουν-κι ας έκανε αλλιώς αν του βάσταγε, όσους έκαναν τους ήρωες τους έφαγε η μαρμάγκα και το ξέρει πολύ καλά-να έχει οποιοδήποτε ηθικό δίλημμα περί ανταλλαγμάτων. Αν δεν τα δώσει εγκαίρως, υπηρεσίες πες τα σε τελική βρε αδερφέ, θα παραμείνει φτωχός και πεινάλας και τι θα καταλάβει, θα βρεθούν άλλοι να τον υπερσκελίσουν, από όμορφους και ατσίδες άλλο τίποτα η πολύβουη πόλη του Παρισιού στην οποία ήρθε κι αυτός να βρει την τύχη του. Έτσι την κατάλληλη στιγμή χώνεται κι εκείνος, χωρίς πολλά πολλά, στο σύστημα. Ποιο ακριβώς; Ποιων συγκυριών και εποχών; Δεν βαριέστε! Όποιο καταλαβαίνει ο αναγνώστης του Μωπασσάν ο παλιός και ο τωρινός ως τέτοιο, κι ο καθένας μας κι ας το πει επιτέλους όπως θέλει, μέσα του είμαστε όλοι βαθιά χωμένοι ό,τι και να λέμε γι αυτό.
Δεν έκλεισε δα ποτέ και σε κανέναν η Ειμαρμένη το μάτι παιχνιδιάρικα δείχνοντάς του τις φωτεινές σπηλιές ασκητικής και εγκράτειας των σοφών πατέρων αλλά  τα σαλόνια των ξεσκολισμένων κι έμπειρων κοσμικών κυρίων και κυριών που δεν λένε ποτέ όχι σε μια καλή διασκέδαση και μια συναλλαγή με αμφίδρομα οικονομικά οφέλη (κι όσο για τον έρωτα, ποιος τον χέζει, υπάρχουν τόσες διαθέσιμες αρσενικές και θηλυκές πόρνες) και τα γραφεία των εξωνημένων εφημερίδων-καναλιών σήμερα -που δεν λένε ποτέ όχι στα μπικικίνια βαφτίζοντας τις πράξεις εκείνων που τους τα φέρνουν ανάπτυξη, ελεύθερη αγορά και φυσικά δημοκρατία κι όλα τα γνωστά και μεγαλόστομα, αυτά που λένε το ίδιο ανερυθρίαστα και οι σημερινοί ισχυροί δια των πολιτικών τους υπαλλήλων στην ήθελές τα και παθές τα πολιτισμένη κοινωνία της εποχής μας.

Η κοινωνία. Οι πολίτες. Ο λαός. Οι ζωρζντυρουάδες. Εμείς δηλαδή, εμείς. Πότε δούλοι πότε αφεντικά, ανθρωπάκια ταγμένα σε λυσσαλέο ανταγωνισμό που δεν είμαστε καλύτεροι από τους ηγέτες που εκλέγουμε και τάχα βρίζουμε καθώς το μόνο που μας καίει-ε, μα τι, εμείς και τα "μορφωμένα" παιδιά μας θα βάλουμε την κεφάλα μας στον πάγκο του χασάπη για ν΄ αλλάξουμε έναν σάπιο κόσμο που πρωτύτερα δεν τον άλλαξαν άλλοι κι άλλοι; -είναι να γίνουμε βεζίρηδες στην θέση των βεζίρηδων και γι αυτό κοιτάμε την δουλίτσα μας και στέλνουμε χωρίς δισταγμό τούς κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν- δική μας και  δική τους, ένα και το αυτό- στην εξουσία να κάνουν την κεντρική σκατοδουλειά και εκείνοι χωρίς αναστολές αρχίζουν το αλισβερίσι και αναλόγως ψηφίζουν και καταψηφίζουν τροπολογίες και νόμους και προϋπολογισμούς και προέδρους και ό,τι άλλο χρειαστεί για το γενικότερο καλό.
Και του λόγου μας, ο λαός, είμαστε διαχρονικά -το καταλαβαίνουμε άλλη μια φορά διαβάζοντας το βιβλίο του Μωπασσάν που δεν έχει νόημα να το βάλουμε στο φιλολογικό μικροσκόπιο και να πούμε είναι αυτό, δεν είναι ετούτο, εδώ κάνει το ένα, εκεί καταφεύγει στο άλλο κτλ κτλ -ένα μάτσο από ανεπιβεβαίωτους κι ανασφαλείς βλάκες που παριστάνουμε τους έξυπνους ενώ ψοφάμε και από ζωρζντυρουάδες που επιβιώνουν όταν η ελίτ της μασαμπούκας πέσει στην δίαιτα με τα ξένα κόλλυβα φυσικά (ανάρρωση πληρωμένη από τον ανώνυμο λαό για να συνεχίσει αυτή καλύτερα όταν έρθει πάλι η ώρα έχοντας μοιράσει στο μεταξύ τα ψίχουλα και τα κοκαλάκια, που περίσσευαν από το φαγοπότι της στους  ζωρζντυρουάδες), αναλώσιμα, ετερόφωτα και μιμητικά ανθρωπάκια όλοι, τίποτα μεμπτόν-αλίμονο-που θέλουμε κι εμείς να φάμε, να πιούμε και να πηδήξουμε ο ένας τον άλλον κυριολεκτικά και μεταφορικά, τίποτα το περίεργο, ίσα ίσα ζηλευτό και κατακυρωμένο σαν κοινωνική προκοπή, αυτήν που βλέπουμε τους ταγούς μας και τους πιο ξύπνιους από τους υπηρέτες τους να πετυχαίνουν μια χαρά από καταβολής πολιτισμένου κόσμου.

Κυρίες και κύριοι,(οι) μάγκες δεν υπάρχουν πια.Έφταιγαν δεν έφταιγαν,ήταν δεν ήταν κάλπικοι (κι αυτοί) ξέροντας μόνο να τάζουν,ό,τι και να ήταν,πάει,τέλος,τους πάτησε το τραίνο,αυτό που επιδέξια οδηγούν οι απανταχού ζωρζντυρουάδες,αφεντικότεροι (!) των αφεντικών τους.


-----------------------------

*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ | ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (Απόσπασμα)

Πηγή:http://logotexnika.blogspot.gr/


Στρατής Μυριβήλης

[…]  Ο Γρυπάρης είναι ο πρώτος πρίγκηπας του ελληνικού ύφους. Μέσα στην ξεπεσούρα μιας δημοτικής αποστειρωμένης, από κάθε πηγαίο δοχείο, μιας φιλολογικής γλώσσας που παραδέρνει ανάμεσα στους γαλλικούς λεβαντινισμούς και την καθαρευουσιάνικη νοθεία, μπρόβαλε αυτός ο νησιώτης ποιητής, να μας φέρει τις αρχοντιές μιας μακρόχρονης και αδιάσπαστης γλωσσικής παράδοσης, για να ανανεώσει το λογοτεχνικό ύφος και να μας σταθεί σταθερός δείχτης του ίσου δρόμου. Ο Γρυπάρης άνοιξε την πατρογονική κασέλλα του γλωσσικού θησαυρού της φυλής, και δούλεψε σαν άξιος κληρονόμος, με το υλικό που είχαν συνάξει εκεί μέσα όλες οι γενεές των πατεράδων μας. Η κλασσική Ελλάδα, το Βυζάντιο, ο Ακριτικός κύκλος, η Κρητική αναγέννηση και το ζωντανό δημοτικό τραγούδι με τη στοματική παράδοση του παραμυθιού.

  Στα χέρια ενός άλλου αυτό θα γινόταν μια λεξιλογική συλλεχτική δουλειά. Στα χέρια του Γρυπάρη, έγινε αυτό που έγιναν τα χρυσαφικά, το φίλντισι και τα πετράδια, που βρήκε ο Πραξιτέλης μέσα στον κοινό θησαυρό των Ελλήνων. Πέρασε πάνω στους περουζέδες και στα μαλάματα η φωτιά της μεγάλης τέχνης και τα χώνεψε όλα. Τζοβαερικά, ελεφαντόδοντο, πετράδια και μέταλλα. Και βγήκαν οι χρυσοελεφάντινοι θεοί. Εδώ βγήκαν οι Σκαραβαίοι και οι Τερρακόττες. Σαν διαβάσεις, σαν καταχτήσεις από κάθε μεριά το έργο του Γρυπάρη, ξαφνιάζεσαι από το αχτιδοβόλημα μιας γλώσσας, που μόλις τα τελευταία σαράντα χρόνια άρχισε να ξεσκεπάζεται η φρεσκάδα και η παρθενικότητά της στα χέρια λίγων ποιητών και πεζογράφων, που ξεπέρε μεν το στάδιο του γλωσσικού αγώνα, το έκαμαν όμως αυτό όχι από ανικανότητα, από αναντρία, από ψυχική τεμπελιά ή από μικροαστικό συμβιβασμό, μα γιατί κατάχτησαν πια το γλωσσικό υλικό τους, στο να μπορούν να παίξουν το όργανό τους το εκφραστικό σαν ένα σπαθί γερό, λαμπερό μέσα στον ήλιο, που να λιγάει σαν το φείδι χωρίς να τσακίζεται ή να στραβώνει. Τότε σου κάνει θλίψη να βλέπης τη φτώχια που περιορίζει το γλωσσικό υλικό σε μερικές κατοσταριές ξεθωριασμένες λέξεις, αυτές που κυκλοφορούν στην οδό Σταδίου, στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στο κουτσομπολιό του σαλονιού.

  Και δεν είναι μόνο οι άχρωμες και άγνωστες λέξεις. Είναι η σύνταξη της φράσης, η οργάνωση του λόγου, που είναι αλλιώτικη στη δημοτική και άσχετη με αυτό το καθαρευουσιάνικο πατσάλι με τα κουρεμένα τελικά ν, που προσποιείται, χρόνια τώρα τη δημοτική γλώσσα. Το ιδανικό μας για την ελληνική λογοτεχνική φράση πρέπει νάναι το χτίσιμο του αρχαίου έντεχνου λόγου. Η κάθε φράση νάναι ένας οργανισμός αυτοτελής και ολοζώντανος, και δεμένος άλυτα σόλα τα σημεία, που να νιώθεις ολάκερη τη φράση να πονεί, μόλις πας να της πειράξεις ένα μόριο. Σαν το φείδι πρέπει νάναι η λογοτεχνική φράση ενιαία και ζωντανή, που το αγγίζεις στην ουρά και γυρίζει το κεφάλι να σε δαγκάσει.
  Διαβάζοντας το Γρυπάρη, μαθαίνουμε με τρόπον εποπτικό και τούτη την επιστημονικήν αλήθεια. Πως η γλώσσα δεν είναι μονάχα ένα όργανο για να συνεννοείται ένας λαός είναι ακόμα κάτι, πιο σπουδαίο. Είναι ένας νέος τρόπος κοιτάγματος της ζωής από ένα λαό, που αντιδρά στις εντυπώσεις με τη δική του ψυχοσύνθεση, και ξετιμά τη ζωή με στοιχεία ολότελα προσωπικά, και την δίνει την ιδιαίτερη έκφραση που ταιριάζει στη φυλή, στη γη του και στο κύτταρο του. Η Ελλάδα ολάκερη βρίσκεται μέσα στην ελληνική γλώσσα, και ο λογοτέχνης που έχει την αξίωση να μίλα υπεύθυνα για λογαριασμό της φυλής του, πρέπει την κάθε στιγμή να καταχτά την ελληνικότητα του εκφραστικού του οργάνου.

  Ο Γρυπάρης, όπως ο Κάλβος, ο Καβάφης και τόσοι άλλοι δικοί μας και ξένοι, είναι από τους ποιητές που χώρεσαν όλη την ουσία της ποιητικής του δημιουργίας μέσα σ' ένα τόμο, σαν τ' ακριβά μυρωδικά που χωρούν σε μικροσκοπικό μυρογιάλι. Ο τόμος αυτός είναι οι περίφημοι «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες». Σκαραβαίοι, όπως ξέρετε, είναι κείνα τα έντομα, ένα είδος χρυσομπάμπουλοι, που βρίσκονται σε αφθονία μέσα σε αιγυπτιακούς τάφους και σκαλισμένα για δαχτυλιδόπετρες πάνω σε ακριβά πετράδια. Οι παλιοί αιγύπτιοι τόχαν για ιερό έντομο και το φορούσαν σα σύμβολο αντρίας και καλοτυχίας. Τερρακόττες πάλι (τέρρα κόττα θα πει ψημένη γη) είναι κείνα τα μικρά κεραμιδένια αγάλματα, μια χαριτωμένη ψιλοδουλειά, όπως οι ταναγραίες κούκλες, να πούμε. Από τον τίτλο κιόλας, καταλαβαίνουμε μεμιάς, πως έχουμε μπροστά μας το έργο ενός χρυσικού της τέχνης, ενός μάστορη, που ψιλολογεί το κάθε τι, και παθαίνεται για την τελειότητα της φόρμας. Ενός μερακλή, όπως θα λέγαμε, με την πλατειά και αμετάφραστη έννοια που βάζει ο ελληνικός λαός μέσα σαυτή τη λέξη, όταν τραγουδά και λέει:

  Όποιος δεν είναι μερακλής  του  πρέπει να πεθάνει,
  γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τόπο πιάνει.

  Ας κρατήσουμε αυτό το λιανοτράγουδο του λαού σαν ένα τίτλο αξεπέραστης αισθητικής παράδοσης. Γιατί κανένας λαός δεν έχει φτάσει σένα τέτοιο υψηλό σημείο καταξίωσης καλλιτεχνικής της καθημερινής ζωής του, ώστε να βγάζει θανατική απόφαση, με μοναδικό αιτιολογικό την αισθητική αναπηρία του ανθρώπου. Είταν φυσικό γιαυτόν, που στάθηκε σαράντα αιώνες ανάμεσα στους λαούς ο μερακλής της ζωής, ο μερακλής του θανάτου.[…]

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Ανταίος Χρυσοστομίδης : «Να κοιτάζεις κάτι ωραίο»



Οι εκδόσεις Άγρα παρουσιάζουν το βιβλίο- αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη με κείμενα δικά του και ξένων συγγραφέων με τίτλο Ανταίος Χρυσοστομίδης : «Να κοιτάζεις κάτι ωραίο».
Θα μιλήσουν οι:
Κώστας Κοσμάς μεταφραστής-συντονιστής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου Βερολίνου και Υπεύθυνος του προγράμματος Edition Romiosini
Γιώργος Μπράμος κριτικός κινηματογράφου
Σταύρος Πετσόπουλος εκδότης (ΑΓΡΑ)
Μικέλα Χαρτουλάρη δημοσιογράφος-κριτικός βιβλίου
Θα προβληθεί η ταινία μικρού μήκους: «Ανταίος Χρυσοστομίδης 1952-2015»: ένας άνθρωπος με πολλές ιδιότητες, του Απόστολου Καρακάση, σκηνοθέτη και Επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ.


 

Τέοντορ Μόμσεν



Ο Κρίστιαν Ματίας Τέοντορ Μόμσεν (Christian Matthias Theodor Mommsen30 Νοεμβρίου 1817 - 1 Νοεμβρίου 1903) ήταν Γερμανός κλασικιστής, νομικός και ιστορικός. Υπήρξε επίσης επιφανής πολιτικός, μέλος του πρωσικού και του γερμανικού κοινοβουλίου. Του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1902. Οι εργασίες του για το ρωμαϊκό δίκαιο και για το νόμο των υποχρεώσεων άσκησαν σημαντική επίδραση στο γερμανικό αστικό κώδικα (BGB). Ανακάλυψε τον Jordanes Getica, του οποίου τα έργα είχαν χαθεί.

Βιογραφία

Ο Τέοντορ Mόμσεν γεννήθηκε στο Γκάρντινγκ της επαρχίας Σλέσβιχ και ήταν γιος ενός φτωχού ιερέα. Μεγάλωσε στο Ολντέσλοε και τελείωσε το γυμνάσιο στην Αλτόνα του Αμβούργου. Μελέτησε αργότερα τα ελληνικά και τα λατινικά και έλαβε το δίπλωμά του το 1837, ως διδάκτωρ του ρωμαϊκού δικαίου. Δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να περάσει τα οικονομικά, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Κιέλου, όπου μελέτησε τη νομολογία από το 1838 έως το 1843. Χάρη σε μια δανική επιχορήγηση, ήταν σε θέση να επισκεφτεί τη Γαλλία και την Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848 στη Γερμανία, ο Mόμσεν εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Ρέντσβμουρκ, που υποστήριζε την προσάρτηση του Σλέσβιχ-Χολστάιν και της συνταγματικής μεταρρύθμισης. Έγινε καθηγητής της Νομικής στο ίδιο έτος στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Όταν διαμαρτυρήθηκε για το νέο σύνταγμα της Σαξωνίας το 1851, έπρεπε να παραιτηθεί. Εντούτοις, το επόμενο έτος έλαβε μια καθηγεσία για το ρωμαϊκό δίκαιο στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Το 1854 έγινε καθηγητής της Νομικής στο πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου, όπου συνάντησε τον Jakob Bernays. Ο Mόμσεν έγινε ερευνητικός καθηγητής στην ακαδημία του Βερολίνου των επιστημών το 1857. Βοήθησε αργότερα στη δημιουργία και διαχείριση γερμανικού αρχαιολογικού ιδρύματος στη Ρώμη. Το 1858 διορίστηκε ως μέλος της ακαδημίας των επιστημών στο Βερολίνο, και έγινε επίσης καθηγητής της ρωμαϊκής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1861, όπου παρέμεινε μέχρι το 1887. Είναι ένας από τους πολύ λίγους non-fiction συγγραφείς που έλαβε το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία. Ο Mόμσεν είχε δεκαέξι παιδιά με τη σύζυγό του Marie (κόρη του συντάκτη Karl Reimer από τη Λειψία), μερικά από την οποία πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Δύο από τους δισέγγονούς του, ο Χανς και ο Βολφγκαγκ, ήταν Γερμανοί ιστορικοί.

Έργο

Ο Mόμσεν δημοσίευσε εκατοντάδες εργασίες (βιβλιογραφικοί κατάλογοι του 1905 αναφέρουν πάνω από 1.000) και θέσπισε αποτελεσματικά ένα νέο πλαίσιο για τη συστηματική μελέτη της ρωμαϊκής ιστορίας. Αν και ατελής, η «ιστορία της Ρώμης» έχει θεωρηθεί η κύρια εργασία του.

Παραπομπές

↑ 
Άλμα πάνω, στο:
1,0 1,1 1,2 1,3 «Theodor Mommsen - Facts». Nobelprize.org.. Ανακτήθηκε στις 1η Οκτωβριου 2013.

Τάκης Παπατσώνης







Χαραλαμπίδης Κυριάκος, «Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση του Παπατσώνη»
 
Κριτικά φύλλα, τομ Ε΄, τεύχ. 3, σσ. 340-342

Οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και Παύλος μαζί με την Παναγία συγκινούν τον Παπατσώνη περισσότερο απ' όλους τους αγίους. «Η Παναγία έχει το δικό μου όνομα», λέει, με αφέλεια — λέγεται Παναγιώτης — οι φίλοι του και ο ίδιος το μετατρέψανε σε Τάκης, όνομα που θα νόμιζε κανείς υπερβολικά τολμηρό για ένα μυστικό ποιητή ή στοχαστικό Ακαδημαϊκό. Η γνώμη μας, βέβαια, είναι πως έτσι έπρεπε να γίνη — ο σεβάσμιος ποιητής, που διατήρησε την παιδική του αθωότητα, την ικανότητα να βλέπη τον κόσμο μέσα από τα μάτια του παιδιού, έπρεπε να έχη κάποιο όνομα συναφές. Άλλα νομίζω απομακρυνθήκαμε από τους Κορυφαίους Πέτρο και Παύλο, οι όποιοι .μαρτύρησαν στην Ρώμη για να επιβάλουν εκεί με το αίμα τους την Ειρήνη του θεού. Ξεκινώντας ο Παπατσώνης από τη φράση του Αποστόλου Παύλου «δει με και Ρώμην ιδείν» πήγε κι αυτός εκεί για να γιορτάση την Πεντηκοστή. Η επαφή του με το δυτικό εκκλησιαστικό τυπικό είχε σαν αποτέλεσμα να πραγματοποίηση μέσα του ο ποιητής την ένωση των μεγάλων δογμάτων των δύο Εκκλησιών. Βαθύτατα θρησκευτική ψυχή, ήταν επόμενο να κοιτάξη τον Χριστιανισμό σαν μια ιδιαίτερη παρουσία. Το γεγονός αυτό συσχετίστηκε αργότερα, με τις λατινικές φράσεις, που χρησιμοποίησε άφθονες στους στίχους του κάτω από το βάρος των εντυπώσεων και της γοητείας που εξασκούσε πάνω του το λειτουργικό της Δυτικής Εκκλησίας. Έπειτα ο ανυπόκριτος θαυμασμός του προς το έργο του Ντάντε και του Κλωντέλ και άλλων πνευμάτων της δυτικής και μάλιστα Καθολικής Φιλολογίας, καλλιέργησε την εντύπωση πως oΠαπατσώνης είναι Καθολικός. Αδύνατο να το πιστέψη κανείς, όταν διάβαση το ποίημα του «Το Μνήμα του Παπαδιαμάντη»:
άντι σε κλίνη,
έστω και καλογερικά στρωτή, το σώμα παραδίνει
σε άγκαθόσπαρτο μνήμα, (μόλις που σώζει
έναν σταυρόν ως σήμερα από ξύλο που ξεθάψει
και διαβιβρώσκεται) ο ακατανόητος ιεροφάντης
και μυστικός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
(Εκλ. Β', 158)
Οι ώρες που αναρριπίζουνε την ψυχή του Παπατσώνη είναι τόσο μυστικές, ώστε να ξεπερνάνε την τυπολατρία της Ορθοδοξίας και του Καθολικισμού, καθώς και κάθε τι, χρονικά και τοπικά, περιοριστικό. Έτσι αισθανόμαστε πως ο ποιητής αγκαλιάζει τα πράγματα (με αρχαιόπρεπο τρόπο) και προχωρεί μέσω αυτών πέρα απ' αυτά, όπως στο παραμύθι και τ’ όνειρο:
Ό,τι προτρέχει της Ουσίας, το ίδιο αέρινο,
το ίδιο κυματιστό στον κυκεώνα
του Μύθου, διά συμβόλων προσφερόμενο,
δίδει ελαφρότητα στην έννοια πτερωτή.
Εξίσου της Πομπής των ψυχών μας
προτρέχουν τα στοιχεία τα προς το λόγο ξένα,
στοιχεία μετέωρα, φτερουγίζοντας, γοργά,
χορευτικά, της Χάριτος και των πνευμάτων.
Και τούτων πάλιν ο ήλιος υπεραίρεται.
Χάρις στο φως του βλέπομε τα χρώματα,
χάρις στ' άχτινοβολητά του νοήσαμε τη δόξα,
του πυρός τη δύναμη .και άλλες ουσίες.
Και την πορεία του είναι μας νοοΰμε τώρα,
καθώς λιτανευόμεθα προς τα Έκεϊ.
(«Ιστορική Λιτανεία της Κυπαρισσίας, Εκλ. Β', 159)


«Γιατί διαβάζουμε ποίηση»

Μια προσέγγιση στο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού

«Γιατί γράφω ποίηση»



 εκδόσεις Άγρα



Εξήντα δύο λόγους μας εξομολογείται ο Χάρης Βλαβιανός, προκειμένου να μας δείξει τι είναι αυτό που τον οδηγεί στη γέννηση του ποιητικού του λόγου. Εξήντα δύο, τη στιγμή που θα ήταν αποδεκτοί και πολλαπλάσιοι ακόμη, ή καλύτερα θα ήταν πιο ειλικρινής η παραδοχή πως το κάθε ποίημα έλκει την έμπνευσή του από κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Και, όπως δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις απολύτως ένα ποίημα, έτσι δεν μπορείς να προσδιορίσεις με βεβαιότητα την αφορμή του.

Αν, φυσικά, το ερμηνεύσουμε αλλιώς, δηλαδή τι είναι αυτό που τον κάνει ποιητή, θα συμφωνήσουμε ότι μπορεί να απομονώσει τουλάχιστον αυτούς τους λόγους που καθοδηγούν (ή αρχικά καθοδήγησαν τη σκέψη του) στην κατεύθυνση της ποίησης.
Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της ποίησης. Προτιμώ αυτόν που τη θεωρεί απότοκο μιας σύναξης στιγμιότυπων -αόρατων ίσως ή και ανάξιων λόγου για τους πολλούς- πολύτιμων για τη ματιά του ποιητή που θα εγγράψει μέσα του το ελάχιστο ίχνος τους και θα αφεθεί κατόπιν στη γοητευτική εσωτερική επεξεργασία τους.
Αυτές λοιπόν τις μικρές απεικονίσεις μάς αφήνει εδώ να δούμε ο Χάρης Βλαβιανός, καθιστώντας μας με αυτόν τον τρόπο κοινωνούς των διεργασιών που καταλήγουν στον ποιητικό λόγο. Αυτά τα ολιγόλογα αποτυπώματα που άφησαν μέσα του τα συναπαντήματα με άλλους ποιητές (όχι πάντα με τον στίχο τους)

«Επειδή μετά το εγκεφαλικό ο Σικε-
λιανός αναφώνησε: Είδα το απόλυτο
μαύρο και ήταν ανέκφραστα ωραίο»

βρίσκοντας στον λόγο του «εκτός του κόσμου τούτου» Άγγελου εκείνη την απόλυτη αλήθεια που διέπει τη ζωή. Γιατί και η ποίηση ξεκινάει από το σημείο που το μαύρο καθορίζει τη ματιά μας.

«Επειδή ο Μανούσος Φάσσης είναι
ο αγαπημένος μου Αναγνωστάκης»

γιατί εκείνο το σημείο που συναντιέται το πάθος της ζωής με τη σκωπτική ματιά είναι άλλο ένα σημείο εκκίνησης του ποιήματος.

Διαβάζει ακόμη τα αχνά πατήματα των παλιών αναμνήσεων, εικόνες αγαπημένων προσώπων, άλλες από μια θαλπωρή χαμένη ή από όνειρα και σχέδια ματαιωμένα ή αλλοιωμένα μέσα στον χρόνο.

«Επειδή ένας άγγελος μοιάζει
με όσα δεν έχουμε ξεχάσει»



Σελίδα τη σελίδα, και καθώς το ένα «επειδή» διαδέχεται το άλλο, ανιχνεύουμε κι εμείς κάποια σημάδια της ποίησης του Χάρη Βλαβιανού, εισχωρώντας με τη ματιά του αναγνώστη στον κόσμο του.
Ωστόσο, ας έχουμε στη σκέψη μας και το ενδεχόμενο όλα αυτά να μην είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι λέξεων και αφορμών που κατασκευάζει προσεκτικά ο ποιητής, στήνοντας τα πιόνια του με τη δική του διάταξη, καταγράφοντας εντελώς αυθαιρέτως τους όρους και προσκαλώντας μας να παίξουμε μια παρτίδα μαζί του. Γιατί, τι άλλο από παιγνιώδη διάθεση δείχνει αυτή η παράθεση εξήντα δύο λόγων που οδηγούν στον ποιητικό δρόμο; Μήπως όλα αυτά συνοψίζονται σε ένα και μόνο, αυτό το αναπόφευκτο της δημιουργίας, αυτή την ώθηση που νιώθει ένας αληθινός ποιητής μη μπορώντας να αναιρέσει μέσα του την ορμή για έκφραση; Ναι, αλλά τότε πώς κάνεις συνοδοιπόρους της πορείας σου τους αναγνώστες της ποίησής σου; Ετούτο το παιχνίδι απαιτεί συμπαίκτες, και αυτοί μόνο κάτω από αυτή την παράθεση των προσωπικών αποτυπωμάτων μπορούν να συμμετέχουν.
Διαβάζοντας τους λόγους που ώθησαν ή και ωθούν διαχρονικά τον συγκεκριμένο ποιητή στη δημιουργία, νιώθεις (ως συμπαίκτης πια) πως ίσως να σε αφορούν και σένα ως αναγνώστη της ποίησης. Έτσι όπως ο ποιητής καθορίζει τα πλαίσια της γραφής του, εσύ ο αναγνώστης, βρισκόμενος στην άλλη πλευρά της σελίδας (την εξωτερική) αρχίζεις να βλέπεις με τα μάτια του ποιητή, αρχίζεις να νιώθεις πως κομμάτια αυτών των εικόνων αποτελούν και όστρακα του δικού σου κόσμου. Και ίσως κάποια αυτά ή κάτι ανάλογο με αυτά είναι που καθιστούν και σένα συμμέτοχο στην υπόθεση της ποίησης. Και κυρίως, αναζητάς στα απαιτητικά  ποιητικά διαβάσματα αυτό που δανείζεται εδώ ο ποιητής από τον Mallarmé:
«la fleur…l’ absente de tous bouquets»

Ο ποιητής καταθέτει τους λόγους που τον κάνουν ποιητή. Και ο αναγνώστης δικαιούται να διαβάζει τους λόγους (ή κάποιους απ’ αυτούς) που τον κάνουν αναγνώστη της ποίησης.

Διώνη Δημητριάδου