επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*
Jack Vettriano - The Singing Butle |
Αποφάσισε να πάει. Όχι γιατί περίμενε να της συμβεί κάτι συνταρακτικό. Ούτε γιατί ένιωθε κάποια περιέργεια μέσα της, κάτι σαν έλξη προς το άγνωστο. Ο μόνος λόγος ίσως να ήταν ότι ήθελε να κάνει κάποια βήματα προς τα πίσω -κάτι που σπάνια της συνέβαινε- να γυρίσει με τη βία τον χρόνο ανάποδα, να προσποιηθεί, έστω, ότι ήταν σαν τότε. Έπειτα ήταν και η σύμπτωση.
Καθώς φυλλομετρούσε μια ποιητική συλλογή ψάχνοντας την ακριβή εκφορά κάποιου στίχου, που δεν θυμόταν καλά, σαν να έπαιξε το μάτι της και εκεί, στην άκρη της σελίδας, αχνά, ίσα που φαινόταν, ήταν η υπενθύμιση 25/6, στις 5 το απόγευμα, στο Μουσείο.
Πόσα χρόνια πριν άραγε να είχε κλειστεί αυτό το ραντεβού, με ποιον ή με ποιαν; Αδύνατο πια να θυμηθεί. Μόνο που ήταν 24 Ιουνίου, και το ραντεβού ήταν για αύριο. Αυτή η σύμπτωση ήταν που την ερέθισε. Όλα πια τα εκλαμβάνουμε σαν να είναι τυχαία. Αν, σκέφτηκε, αν…και σταμάτησε εκεί τη σκέψη της, που αναιρούσε το σύμπαν της λογικής της.
Ο χώρος ήταν οικείος, τουλάχιστον κάποτε, τότε που όλη η μέρα της ήταν μέσα στους δρόμους. Τότε που πολλά ραντεβού, άλλα σημαντικά και άλλα ανούσια, κλεινόντουσαν μπροστά από το Μουσείο. Ακόμα και με τις συμμαθήτριες από το σχολείο εδώ είχαν επιλέξει να βρίσκονται κάθε χρόνο, Μάη μήνα. Άσχετα, βέβαια, που αυτό το κράτησαν ίσα ίσα για δυο μόνο φορές. Συνεχόμενες. Μετά, η κάθε μία τον δρόμο της. Άλλες για καλό, άλλες, πάλι, ποιος ξέρει. Παρέμεινε κι αυτή μια λησμονημένη ημερομηνία, που καμιά σημασία πια δεν είχε. Άλλωστε γι’ αυτήν τέτοιου είδους συναντήσεις συνιστούσαν ένα αναγκαστικό μάλλον πισωγύρισμα, λειτουργούσαν σαν ενοχλητικές και πιεστικές εμμονές της μνήμης να συντηρήσει κάτι από καιρό χαμένο. Στην καλύτερη περίπτωση δημιουργούσαν μια αμηχανία. Συνειδητά, λοιπόν, είχε κόψει τέτοιες επαφές. Στο κάτω κάτω ό,τι πέρασε ανήκε πια στο παρελθόν. Αμετάκλητα.
Κοίταξε για λίγο γύρω της. Απόγευμα, λίγο συννεφιασμένος ο καιρός, λιγοστοί και βαριεστημένοι της φάνηκαν όσοι είχαν την έμπνευση να περάσουν τέτοια ώρα από το σημείο αυτό. Τι γύρευε επιτέλους αυτή εδώ, σ’ αυτό το μέρος, που κανένας δεν την περίμενε και, λογικά τουλάχιστον, δεν επρόκειτο να συναντήσει κάποιον;
Πέρασε την Πατησίων και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Βικτωρίας, άλλο αγαπημένο τόπο. Κάποτε. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, ας πιω ένα καφέ, ίσα ίσα για να μην παραδεχτώ πως κατέβηκα ως εδώ τελείως παράλογα.
Με τον καφέ χαλάρωσε λιγάκι και άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της. Ένα ζευγάρι, σιωπηλό στ’ αριστερά της. Δύο ηλικιωμένοι παραδίπλα σκότωναν την ώρα τους, μάλλον από συνήθεια να συναντιόνται και να πίνουν το καφεδάκι τους εδώ κάθε απόγευμα. Γύρισε διακριτικά στα δεξιά της. Ένας άντρας, ηλικιωμένος κι αυτός, ήταν απορροφημένος σε κάτι που είχε μπροστά του. Έγραφε αργά και προσεκτικά, σταματούσε λίγο, συνέχιζε, διέγραφε αυτό που μόλις είχε γράψει. Κάποιο γράμμα ίσως, σκέφτηκε. Ξαφνικά εκείνος γύρισε, την κοίταξε και της χαμογέλασε. Αισθάνθηκε κάπως άβολα που την είχε πιάσει να τον παρατηρεί, αλλά ήταν τόσο φιλικό το βλέμμα του, που κι αυτή του χαμογέλασε. «Καλησπέρα», της είπε, κι αυτή ανταπέδωσε.
Ήταν η χαλάρωση, ήταν η στιγμή τέτοια, ποιος ξέρει τι άλλο έφταιγε, πάντως σε λίγη ώρα είχαν φέρει πιο κοντά τις καρέκλες τους και είχαν πιάσει κουβέντα. Όχι τίποτε σοβαρό, να για τον καιρό, που μάλλον πήγαινε προς τη βροχή και άρα θα έπρεπε να φύγουν σε λίγο, κάτι για το πώς ήταν κάποτε η πλατεία και πώς την είχαν καταντήσει τώρα. Τέτοια πράγματα, που συζητάει κανείς συχνά με αγνώστους, όταν το φέρει η στιγμή. Όταν ξαφνικά και απροειδοποίητα…
«Αν έπρεπε να καταγράψετε πέντε, δέκα σημαντικά γεγονότα της ζωής σας, ας πούμε για να τα βρουν κάποιοι και να σας θυμούνται, όταν εσείς πια δεν θα υπάρχετε, είστε έτοιμη να το κάνετε; Ξέρετε ποια είναι αυτά που σας καθόρισαν; Τα πιο σημαδιακά κατά την κρίση σας;»
Όχι, αυτή η ερώτηση είχε ξεφύγει από τα τυπικά της ως τότε κουβέντα τους. Τι την είχε ρωτήσει ακριβώς; Επανέλαβε την ερώτησή του περίπου με τα ίδια λόγια. «Ξέρετε, υπάρχουν πράγματα στη ζωή μας που ξεχωρίζουν για τη σημασία τους, ας πούμε μας οδήγησαν σε αποφάσεις που άλλαξαν την ως τότε δεδομένη πορεία μας. Για κάτι τέτοιο μιλώ. Τα γνωρίζετε; Τα έχετε ιεραρχήσει ως προς τη σημασία τους;»
«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;»
«Μα, για σας πρώτα και καλύτερα. Και ύστερα, για να αφήσετε γραμμένο το στίγμα σας. Φυσικά, για όποιον μπορεί να ενδιαφέρεται.»
Έσπρωξε προς το μέρος της ένα χαρτί και την παρότρυνε να το διαβάσει.
«Προσπαθώ να κάνω μια αρχή αλλά δεν προχωράει. Δείτε τι εννοώ.»
Διστακτικά πήρε στα χέρια της το χειρόγραφο. Διάβασε:
Κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ημερολόγιο. Δεν είναι. Τουλάχιστον γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Άλλωστε δεν έχω πουθενά ημερομηνίες, ενδεικτικό της καταγραφής σημαντικών γεγονότων που διαδραματίζονται μέσα σε μια μέρα. Θα μπορούσε να είναι ίσως μια σύντομη αυτοβιογραφία; Ούτε αυτό. Θεωρώ ιδιαίτερα κουραστικό να κάτσω να θυμηθώ τόσα και τόσα (ενδιαφέροντα αναμφίβολα για μένα, ίσως όχι για τους άλλους) που συναποτέλεσαν τη ζωή μου. Ίσως φοβάμαι και λίγο την ασθενική μου μνήμη, μήπως μπερδέψω πρόσωπα και πράγματα, μήπως άθελά μου αποσιωπήσω καταστάσεις οδυνηρές, που το μυαλό μου αυτοβούλως έθαψε.
Σκόρπιες σκέψεις καλύτερα, κάτι σαν να αφήνομαι σε μια αυτόματη γραφή, όπως λέγαμε κάποτε τον τρόπο που εκφραζόντουσαν οι υπερρεαλιστές, σίγουρος (περισσότερο απ’ όσο ήταν εκείνοι) ότι το αποτέλεσμα θα συνιστά λογικό κείμενο.
Δεν ήξερε τι να του πει. Την είχε μια χαρά ξαφνιάσει με την κίνησή του να της εμπιστευθεί κάτι τόσο προσωπικό. Ούτε το όνομά τους δεν είχαν ανταλλάξει ακόμη, και αυτός…
Αλλά περισσότερο ένιωθε ότι δεν είχε κάτι να του πει. Αλήθεια. Αυτή δεν είχε ως τώρα ποτέ σκεφθεί να καταγράψει κάποια σημαντικά περιστατικά της ζωής της. Να καταγράψει; Ούτε με το μυαλό της δεν είχε ποτέ βάλει σε μια σειρά, αξιολογική ας πούμε, τα γεγονότα που στάθηκαν σημαδιακά γι’ αυτήν. Τη ζωή της το ίδιο. Της ήταν αδύνατο να οργανώσει το παραμικρό, πόσο περισσότερο να…
Για ποιο λόγο άλλωστε να κάνει κάτι τέτοιο; Και μάλιστα να το κρατήσει και γραμμένο, λες και επρόκειτο κάποιος να το διαβάσει.
Ο άλλος σαν να κατάλαβε ότι την είχε ξαφνιάσει, ίσως και να τον παρεξήγησε για την τόση του οικειότητα. Μαζεύτηκε και…
«δεν πειράζει, να, έτσι σκέφτηκα να σας το δείξω μήπως και με βοηθούσε η δική σας παρατήρηση, αλλά…μην ενοχλείστε, θα σας αφήσω να πιείτε τον καφέ σας με την ησυχία σας. Ξέρετε, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο νιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με τους άλλους».
Σαν να κατάλαβε ότι με τη σιωπή της μάλλον τον είχε απομακρύνει. Ένιωσε λίγο περίεργα, γιατί αυτός φαινόταν καλοπροαίρετος. Και στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν και τόσο φοβερό να πιάνουν κουβέντα δυο άγνωστοι. Πήγε να αποκαταστήσει κάπως το διαταραγμένο κλίμα.
«Ξέρετε, να, απλώς ξαφνιάστηκα με την ερώτησή σας. Δεν το έχω ποτέ σκεφθεί. Είναι που δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να σας βοηθήσω με τη δική μου παρατήρηση. Ας πούμε εγώ δεν θα έκανα ποτέ μια τέτοια σκέψη. Να καταγράψω γεγονότα της ζωής μου…όχι, αποκλείεται. Εσείς, όμως, φαίνεται να το έχετε ανάγκη, οπότε καλά κάνετε. Μάλλον.»
Την κοίταζε με το ίδιο φιλικό βλέμμα που την έκανε πριν λίγη ώρα να πιάσει κουβέντα μαζί του, δηλαδή με έναν άγνωστο. Δεν πρόλαβαν, όμως, να πουν τίποτε άλλο, γιατί κάποιες ψιχάλες, που άρχισαν να πέφτουν αραιά στην αρχή και γρήγορα πύκνωσαν, τους ανάγκασαν να σηκωθούν και να τρέξουν προς το εσωτερικό του μαγαζιού.
Εκείνη τίναξε λίγο τη βροχή από τα μαλλιά της και ακούμπησε τον καφέ της στο τραπεζάκι, δίπλα από τον άλλο καφέ και λίγο πιο μακριά από τα βρεγμένα χαρτιά, που βιαστικά εκείνος είχε μαζέψει. Είχαν θεωρήσει μάλλον φυσικό να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Άλλωστε είχαν αφήσει μια κουβέντα στη μέση.
Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους κουβέντες ποτέ δεν τελειώνουν στην ουσία, μια και η αοριστία του θέματος ή έστω η ασάφεια των απόψεων των συνομιλητών απομακρύνει από μια συμφωνία ή μια αμοιβαία υποχώρηση, ώστε να συναντηθούν σε κάποιο κοινό τόπο οι διαφορετικές αντιλήψεις. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση η κουβέντα ξεστράτισε πάλι σε ανούσιες, τυπικές παρατηρήσεις. Συστήθηκαν, βέβαια, κάτι που δεν είχαν κάνει εξ αρχής και βρέθηκαν με κάτι κοινό στη ζωή τους. Ήταν και οι δυο συνταξιούχοι (αυτή με πρόωρη), ζούσαν μόνοι από επιλογή έχοντας διατρέξει αρκετά χρόνια με γάμους ή συμβιώσεις. Ήταν άραγε αυτά αρκετά για μια μεταμόρφωση της περιστασιακής τους συνάντησης σε μια πιο μόνιμη σχέση; Ενδόμυχα και οι δύο μάλλον το απέκλεισαν, γιατί μετά από λίγη ώρα, αυτή πρώτη σηκώθηκε να φύγει, μια και η βροχή είχε σταματήσει έτσι ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Τον χαιρέτησε ευγενικά, είπε δυο λόγια (χωρίς να τα αισθάνεται και τόσο) για αυτό που επιθυμούσε ο άλλος να γράψει, κάτι σαν «μακάρι να βρείτε τον τρόπο να καταγράψετε αυτά τα σημαντικά στη ζωή σας. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να βοηθήσω έστω και λίγο. Φταίει και η αρνητική μου στάση ως προς τέτοιου είδους καταγραφές. Το παρελθόν δεν είναι μπροστά μας, άρα το αφήνουμε και προχωράμε».
Πήρε με τα πόδια τον δρόμο για το σπίτι. Παλαιότερα αυτό το έκανε κατά κανόνα, τώρα πιο σπάνια. Αλλά είχε ξαφνικά τη διάθεση να περπατήσει, αφού και ο καιρός το επέτρεπε. Λίγη ψύχρα από τη σύντομη βροχή δεν στάθηκε ικανή να την αποθαρρύνει. Το περπάτημα, άλλωστε, δίνει και την ευκαιρία σε σκέψεις. Και μάλλον αυτό το είχε ανάγκη.
Χωρίς να το θέλει το μυαλό της γύρναγε στον άνθρωπο που πριν λίγο είχε αποχαιρετήσει. Πώς μπορεί κάποιος να επιθυμεί αυτό το γύρισμα στο παρελθόν; Πάντα της δημιουργούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, κάτι σαν σφίξιμο στην καρδιά. Πολύ συχνά μονολογούσε με πονάνε όλα αυτά, δεν θέλω να θυμάμαι. Ας αφήνει κανείς τα περασμένα στον παρελθόντα χρόνο, χωρίς να υποσκάπτει το μυαλό του ζητώντας ερμηνείες και εκδοχές. Δεν οδηγούν πουθενά. Εφόσον είναι αδύνατον νααλλάξεις τα γεγονότα, τι ωφελεί να τα κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου; Ακόμη περισσότερο, γιατί να θέλεις να τα δεις και γραμμένα;
Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι, πήρε να αποτελειώσει το βιβλίο που διάβαζε αλλά τα γράμματα πηδούσαν μπροστά της. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Σηκώθηκε, πήρε ένα χαρτί και με το στυλό της έγραψε τη φράση
Κι αν έχει δίκιο;
Την κοίταξε για λίγο και συνέχισε:
Σήμερα είχα μια περίεργη συνάντηση. Ξεκίνησα με μια παρόρμηση να προκαλέσω το τυχαίο, να πάω σ’ ένα ραντεβού χαμένο μέσα στον χρόνο και στη μνήμη μου. Και βρέθηκα να πίνω τον καφέ μου μ’ έναν άγνωστο, δυο ξένοι στη μέση του πουθενά, και να συζητώ για τη σπουδαιότητα που έχουν κάποια γεγονότα στη ζωή μας.
Ξαναδιάβασε τη σκέψη της και άφησε το χαρτί στο τραπέζι. Και μόνη η ιδέα να κάτσει να γράψει αυτό που σκεφτόταν της προξένησε ευθυμία. Γιατί να μην το συνεχίσει; Αλλά θα άντεχε να βάλει σε μια σειρά κάποια γεγονότα που έζησε, να τα δει έτσι μπροστά της, γραμμένα στο χαρτί, και να τα αξιολογήσει; Όχι, όμως, τώρα. Ήταν κουρασμένη.
Πήγε για ύπνο με το μυαλό της στην αυριανή μέρα.
Στο μικρό καφέ της πλατείας ο άντρας μάζεψε τα χαρτιά του, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έβαλε στην τσέπη του. Μετά σηκώθηκε αργά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Κατευθύνθηκε προς το φανάρι για να περάσει απέναντι. Λίγο πριν φτάσει στην άκρη του πεζοδρομίου, στάθηκε μπροστά στο καλάθι απορριμμάτων, έβγαλε τις προσεκτικά διπλωμένες σελίδες και τις πέταξε μέσα. Σαν πιο ξαλαφρωμένος πέρασε απέναντι και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Μια σκέψη του τον έκανε να χαμογελάσει Μπορεί και να έχει δίκιο.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)
-----------------------------
*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου