Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Ο Φιλαράκος",Γκυ Ντε Μωπασάν



γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου*


                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Οι ζωρζντυρουάδες.(Κι εμείς;)




Στις εικόνες κάτω βλέπουμε μια ξενόγλωσση έκδοση και τρεις από τις ως τώρα ελληνικές(από τις εκδόσεις Καλέντη σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη,τις εκδόσεις Γκοβόστη σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου και τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου σε μετάφραση Χάρη Μικόγλου). Επιτρέψτε μου να μην κάνω κανένα σχόλιο για τις ελληνικές.Βέβαια αν και προτιμώ μια απ΄αυτές δεν έχει σημασία να πω ποια και γιατί,επειδή το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μωπασσάν,είτε ταλαιπωρείται από τους μεταφραστές είτε όχι, παραμένει δραματικά και πολύ ενοχλητικά επίκαιρος(την χαριστική βολή την δίνει το Χόλυγουντ που τον κάνει σαχλαμάρα φιλμ και τον τσακίζει απογυμνώνοντάς τον από την όποια πολιτική πινελιά θέλησε να δώσει,συνειδητά πιστεύω,στην χειμαρρώδη ιστορία του). 







Το μυθιστόρημα αυτό του άτακτου Γάλλου γραμμένο το 1885, που θεωρείται το καλύτερό του είναι ενδιαφέρον, νοηματικά ξεκάθαρο, ωραία, γραμμικά και στρωτά γραμμένο, ευκολοδιάβαστο από όλο το κοινό, διασκεδαστικό, διανθισμένο με λεπτεπίλεπτο χιούμορ και τεχνικώς δομημένο άρτια, κλασικά (μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και μπόλικο ζουμί/δια ταύτα), με φιλοσοφημένη ειρωνεία που δεν παρασύρει σε διατύπωση μανιφέστων της στιγμής, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς.
Το πιο εντυπωσιακό του επομένως χαρακτηριστικό; Η διαχρονικότητά του. Αν ας πούμε σε ένα απόσπασμα -από τα πολλά που προσφέρονται- δεν διαβάσει ο αναγνώστης τα ονόματα που αναφέρονται κάνοντας σε έναν άλλον ανάγνωση χωρίς αυτός να ξέρει τι και ποιου συγγραφέα το απόσπασμα ακούει, τότε θα θεωρήσει ότι του διαβάζουν ένα τσουχτερό κείμενο της εποχής μας για την διαφθορά της πολιτικής και του τύπου και όχι μόνο και στην θέση των ονομάτων-εφημερίδων, πολιτικών κτλ- ειλικρινά δεν θα ξέρει ποιο από την σκαιότατη δική του επικαιρότητα να πρωτοδιαλέξει να βάλει!
 


                                     « Bel-Ami », illustration de Ferdinand Bac, 
Librairie Paul Ollendorff, 1894 





Στα οπισθόφυλλα  των ελληνικών εκδόσεων διαβάζουμε:

  • Ο Ζορζ Ντυρουά είναι σιδηροδρομικός υπάλληλος στο Παρίσι. Μια μέρα συναντά τυχαία έναν παλιό του φίλο από τον στρατό και αυτό είναι η αρχή της κοινωνικής του ανέλιξης. Γίνεται συντάκτης σε εφημερίδα και αναρριχάται με εφόδια την τέχνη της σαγήνης και την αμείλικτη εκμετάλλευση των γνωριμιών.Φιλαράκος είναι το παρωνύμιο που του προσδίδει η κόρη μιας από τις ερωμένες του και τον ακολουθεί στα σαλόνια των κοσμικών κυριών, όπου γράφεται η ιστορία της Γαλλίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο γιος φτωχών ταβερνιάρηδων από τη Νορμανδία θα αποκτήσει δόξα και χρήματα χάρη στην έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού.
  • Απεικόνιση της κοινωνικοπολιτικής ζωής και των ηθών στη Γαλλία, στις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αποτελεί μια τοιχογραφία εκπληκτικής τέχνης στην αποτύπωση σκηνών και χαρακτήρων, αλλά και τέτοιας πυκνότητας, ώστε να προκαλεί το θαυμασμό του αναγνώστη η δεξιοτεχνία του συγγραφέα στο ανάγλυφο ξεχώρισμα νοοτροπιών και συμπεριφορών μέσα στο συνωστισμό πλήθους ανθρώπων και των πεπραγμένων τους. Επικεφαλής όλων φυσικά βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος Ζορζ Ντιρουά, ο Φιλαράκος δηλαδή, όπως τον επονόμασε μία από τις ερωμένες του, αυτός ο αδίσταχτος αριβίστας, που χρησιμοποιεί τα ταλέντα του, με πρώτο το ταλέντο του στον έρωτα, για να αποκτήσει χρήματα, φήμη και δύναμη στην παρισινή πραγματικότητα της Belle Epoque. Είναι μια προσωπικότητα που δεν γνωρίζει ηθικούς φραγμούς στην επιδίωξη των σκοπών της -μια προσωπικότητα-προφήτισσα του αριβισμού της δικής μας εποχής, που πάει να μονοπωλήσει τη μέχρι λατρείας αφοσίωσή μας...
  • Ο "Φιλαράκος" γράφτηκε όταν ο Γκυ ντε Μωπασσάν βρισκόταν στο απόγειο της συγγραφικής του τέχνης. Είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα αποπλάνησης, ίντριγκας και αθέμιτης κοινωνικής αναρρίχησης την περίοδο της belle epoque του Παρισιού. Ο Ζωρζ Ντυρουά, ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας ξοφλημένος δημοσιογράφος και πρώην υπαξιωματικός των Ουσσάρων με ταπεινή καταγωγή, ο οποίος με δόλια μέσα και συνάπτοντας σχέσεις με ισχυρές και ευκατάστατες γυναίκες καταφέρνει να αναρριχηθεί στην κορυφή της παριζιάνικης κοινωνίας. Mε τη γοητεία και τους αβρούς τρόπους του εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των άλλων προς ίδιον όφελος - προδίδοντας ακόμη και τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση. Δημοσιευμένο το 1885, "Ο φιλαράκος" δεν είναι μόνο ένα γλαφυρό πορτραίτο τής τότε φαντεζί, αλλά διεφθαρμένης και παρηκμασμένης, παριζιάνικης κοινωνίας, είναι επιπλέον μια συγκλονιστική σύγχρονη έκθεση για την καταστροφική δύναμη των αχαλίνωτων φιλοδοξιών, της εξουσίας και του σεξ. Σε σχέση με τους Γάλλους νατουραλιστές, οι χαρακτήρες του Μωπασσάν είναι πολύ πιο αληθοφανείς και πολύπλοκοι. Ο "Φιλαράκος", το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημά του, είναι άκρως απολαυστικό. Οι αναλογίες του σήμερα με τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι αδιαμφισβήτητες. Σκάνδαλα, πολιτικές ραδιουργίες και σεξ παρουσιάζονται με κυνικό πεσιμισμό, που ωστόσο ισορροπεί ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και την περιγραφή των μικρών απολαύσεων της ζωής.

Έτσι ακριβώς. Ο Ζωρζ Ντυρουά,όμορφος νεαρός,γιος φτωχών ταβερνιάρηδων της Νορμανδίας του 19ου αιώνα, στο πρώτο αφειδώλευτο γυρισματάκι της μοίρας προς την μεριά του διακρίνει αμέσως την μισάνοιχτη πόρτα που θα τον οδηγήσει στο χρήμα και δεν κάθεται να το πολυσκεφτεί.
Τα γουργουρητά του άδειου στομαχιού του τον αποτρέπουν-κι ας έκανε αλλιώς αν του βάσταγε, όσους έκαναν τους ήρωες τους έφαγε η μαρμάγκα και το ξέρει πολύ καλά-να έχει οποιοδήποτε ηθικό δίλημμα περί ανταλλαγμάτων. Αν δεν τα δώσει εγκαίρως, υπηρεσίες πες τα σε τελική βρε αδερφέ, θα παραμείνει φτωχός και πεινάλας και τι θα καταλάβει, θα βρεθούν άλλοι να τον υπερσκελίσουν, από όμορφους και ατσίδες άλλο τίποτα η πολύβουη πόλη του Παρισιού στην οποία ήρθε κι αυτός να βρει την τύχη του. Έτσι την κατάλληλη στιγμή χώνεται κι εκείνος, χωρίς πολλά πολλά, στο σύστημα. Ποιο ακριβώς; Ποιων συγκυριών και εποχών; Δεν βαριέστε! Όποιο καταλαβαίνει ο αναγνώστης του Μωπασσάν ο παλιός και ο τωρινός ως τέτοιο, κι ο καθένας μας κι ας το πει επιτέλους όπως θέλει, μέσα του είμαστε όλοι βαθιά χωμένοι ό,τι και να λέμε γι αυτό.
Δεν έκλεισε δα ποτέ και σε κανέναν η Ειμαρμένη το μάτι παιχνιδιάρικα δείχνοντάς του τις φωτεινές σπηλιές ασκητικής και εγκράτειας των σοφών πατέρων αλλά  τα σαλόνια των ξεσκολισμένων κι έμπειρων κοσμικών κυρίων και κυριών που δεν λένε ποτέ όχι σε μια καλή διασκέδαση και μια συναλλαγή με αμφίδρομα οικονομικά οφέλη (κι όσο για τον έρωτα, ποιος τον χέζει, υπάρχουν τόσες διαθέσιμες αρσενικές και θηλυκές πόρνες) και τα γραφεία των εξωνημένων εφημερίδων-καναλιών σήμερα -που δεν λένε ποτέ όχι στα μπικικίνια βαφτίζοντας τις πράξεις εκείνων που τους τα φέρνουν ανάπτυξη, ελεύθερη αγορά και φυσικά δημοκρατία κι όλα τα γνωστά και μεγαλόστομα, αυτά που λένε το ίδιο ανερυθρίαστα και οι σημερινοί ισχυροί δια των πολιτικών τους υπαλλήλων στην ήθελές τα και παθές τα πολιτισμένη κοινωνία της εποχής μας.

Η κοινωνία. Οι πολίτες. Ο λαός. Οι ζωρζντυρουάδες. Εμείς δηλαδή, εμείς. Πότε δούλοι πότε αφεντικά, ανθρωπάκια ταγμένα σε λυσσαλέο ανταγωνισμό που δεν είμαστε καλύτεροι από τους ηγέτες που εκλέγουμε και τάχα βρίζουμε καθώς το μόνο που μας καίει-ε, μα τι, εμείς και τα "μορφωμένα" παιδιά μας θα βάλουμε την κεφάλα μας στον πάγκο του χασάπη για ν΄ αλλάξουμε έναν σάπιο κόσμο που πρωτύτερα δεν τον άλλαξαν άλλοι κι άλλοι; -είναι να γίνουμε βεζίρηδες στην θέση των βεζίρηδων και γι αυτό κοιτάμε την δουλίτσα μας και στέλνουμε χωρίς δισταγμό τούς κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν- δική μας και  δική τους, ένα και το αυτό- στην εξουσία να κάνουν την κεντρική σκατοδουλειά και εκείνοι χωρίς αναστολές αρχίζουν το αλισβερίσι και αναλόγως ψηφίζουν και καταψηφίζουν τροπολογίες και νόμους και προϋπολογισμούς και προέδρους και ό,τι άλλο χρειαστεί για το γενικότερο καλό.
Και του λόγου μας, ο λαός, είμαστε διαχρονικά -το καταλαβαίνουμε άλλη μια φορά διαβάζοντας το βιβλίο του Μωπασσάν που δεν έχει νόημα να το βάλουμε στο φιλολογικό μικροσκόπιο και να πούμε είναι αυτό, δεν είναι ετούτο, εδώ κάνει το ένα, εκεί καταφεύγει στο άλλο κτλ κτλ -ένα μάτσο από ανεπιβεβαίωτους κι ανασφαλείς βλάκες που παριστάνουμε τους έξυπνους ενώ ψοφάμε και από ζωρζντυρουάδες που επιβιώνουν όταν η ελίτ της μασαμπούκας πέσει στην δίαιτα με τα ξένα κόλλυβα φυσικά (ανάρρωση πληρωμένη από τον ανώνυμο λαό για να συνεχίσει αυτή καλύτερα όταν έρθει πάλι η ώρα έχοντας μοιράσει στο μεταξύ τα ψίχουλα και τα κοκαλάκια, που περίσσευαν από το φαγοπότι της στους  ζωρζντυρουάδες), αναλώσιμα, ετερόφωτα και μιμητικά ανθρωπάκια όλοι, τίποτα μεμπτόν-αλίμονο-που θέλουμε κι εμείς να φάμε, να πιούμε και να πηδήξουμε ο ένας τον άλλον κυριολεκτικά και μεταφορικά, τίποτα το περίεργο, ίσα ίσα ζηλευτό και κατακυρωμένο σαν κοινωνική προκοπή, αυτήν που βλέπουμε τους ταγούς μας και τους πιο ξύπνιους από τους υπηρέτες τους να πετυχαίνουν μια χαρά από καταβολής πολιτισμένου κόσμου.

Κυρίες και κύριοι,(οι) μάγκες δεν υπάρχουν πια.Έφταιγαν δεν έφταιγαν,ήταν δεν ήταν κάλπικοι (κι αυτοί) ξέροντας μόνο να τάζουν,ό,τι και να ήταν,πάει,τέλος,τους πάτησε το τραίνο,αυτό που επιδέξια οδηγούν οι απανταχού ζωρζντυρουάδες,αφεντικότεροι (!) των αφεντικών τους.


-----------------------------

*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

1 σχόλιο:

  1. Προσωπικά μου αρέσουν περισσότερο το "Ο εξ΄από΄δω" και τα πολλά διηγήματα του πολέμου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή